Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ταινίες Πρώτης Προβολής: Ο Πουαρό του Μπράνα, σάτιρα και καλές προθέσεις

Ο Ηρα­κλής Πουα­ρό και το «Μυστή­ριο στη Βενε­τία», διά χει­ρός Κένεθ Μπρά­να, είναι η ται­νία που ανα­μέ­νε­ται να τρα­βή­ξει το ενδια­φέ­ρον του κοι­νού, αυτή την εβδο­μά­δα. Από τις υπό­λοι­πες έξι πρε­μιέ­ρες έχει το δικό της ενδια­φέ­ρον η δυσκο­λο­χώ­νευ­τη νορ­βη­γι­κή σάτι­ρα «Σιχά­θη­κα τον Εαυ­τό μου», ενώ από τις επα­νεκ­δό­σεις ξεχω­ρί­ζει το φημι­σμέ­νο «Μαν­χά­ταν» του Γού­ντι Άλεν.

Μυστή­ριο στη Βενετία

(“A Haunting in Venice”) Ται­νία μυστη­ρί­ου, αμε­ρι­κά­νι­κης, βρε­τα­νι­κής και ιτα­λι­κής παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Κένεθ Μπρά­να, με τους, Κένεθ Μπρά­να, Κέλι Ράι­λι, Κάιλ Άλεν, Τίνα Φέι, Τζουντ Χιλ, Ρικάρ­ντο Σκα­μάρ­τσιο, Μισέλ Γέο κα.

Η τρί­τη ται­νία του Κένεθ Μπρά­να με ήρωα τον Ηρα­κλή Πουα­ρό, έπει­τα από τις ενδια­φέ­ρου­σες «Έγκλη­μα στο Οριάν Εξπρές» και «Έγκλη­μα στο Νεί­λο», με τον ίδιο να κρα­τά τον πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρόλο του διά­ση­μου ντε­τέ­κτιβ της Αγκά­θα Κρίστι.

Μόνο, που εδώ, ο σενα­ριο­γρά­φος Μάικλ Γκριν δια­σκευά­ζει το βιβλίο της φημι­σμέ­νης συγ­γρα­φέ­ως «Hallowe’en Party» αρκε­τά ελεύ­θε­ρα, μετα­φέ­ρο­ντας το στό­ρι από μία βρε­τα­νι­κή κωμό­πο­λη στη Βενε­τία και περι­πλέ­κο­ντας την υπό­θε­ση ακό­μη πιο πολύ και βαραί­νο­ντάς την εικα­στι­κά από τη γοτ­θι­κή προ­σέγ­γι­ση του σκη­νο­θέ­τη και του διευ­θυ­ντή φωτο­γρα­φί­ας, του δικού μας Χάρη Ζαμπαρλούκου.

Ο Πουα­ρό έχει πλέ­ον απο­τρα­βη­χτεί ως συντα­ξιού­χος στη μετα­πο­λε­μι­κή Βενε­τία και έπει­τα από το κάλε­σμα μίας φίλης του συγ­γρα­φέ­ως μυθι­στο­ρη­μά­των μυστη­ρί­ου, θα παρα­βρε­θεί απρό­θυ­μα σε μία πνευ­μα­τι­στι­κή συνά­ντη­ση, σε ένα παλά­τσο που θεω­ρεί­ται στοι­χειω­μέ­νο. Όταν μία από τους καλε­σμέ­νους δολο­φο­νεί­ται, ένα μέντιουμ είναι έτοι­μο να απο­κα­λύ­ψει ένα μυστι­κό του παρελ­θό­ντος, ο ντε­τέ­κτιβ καλεί­ται να ξεπε­ρά­σει τα μετα­φυ­σι­κά φαι­νό­με­να που παρου­σιά­ζο­νται, αλλά και τους δικούς του δαί­μο­νες για να δια­λευ­κά­νει τον φόνο και τι κρύ­βε­ται πίσω από την αυτο­κτο­νία μίας κοπέ­λας τα περα­σμέ­να χρόνια.

Το φιλμ του Μπρά­να ξεκι­νά ιδιαι­τέ­ρως ενθαρ­ρυ­ντι­κά, καθώς δια­κω­μω­δεί την επιρ­ροή της αμε­ρι­κά­νι­κης κουλ­τού­ρας στην Ευρώ­πη, καθώς στη Βενε­τία, την πόλη του περί­φη­μου και παλαιό­τα­του καρ­να­βα­λιού, γιορ­τά­ζε­ται το Χόλο­ουιν από νέα παι­διά και μεγα­λύ­τε­ρους. Απ’ εκεί και πέρα εξε­λίσ­σε­ται ανα­με­νό­με­να, αν και το γοτ­θι­κό στοι­χείο ξαφ­νιά­ζει και ορι­σμέ­νες φορές επι­βα­ρύ­νει τη διά­θε­ση του θεα­τή ασκό­πως. Εκτός από τα λίγα γενι­κά πλά­να της Βενε­τί­ας, το φιλμ είναι γυρι­σμέ­νο εντός ενός παλά­τσο, κάτι που περιο­ρί­ζει εμφα­νώς το κόστος της ται­νί­ας και ταυ­τό­χρο­να δημιουρ­γεί μία κλει­στο­φο­βι­κή ατμόσφαιρα.

Το σενά­ριο είναι προ­σεγ­μέ­νο, αν και δίνει μάλ­λον εύκο­λα τη λύση του μυστη­ρί­ου, με τον Πουα­ρό να απορ­ρί­πτει κάθε μετα­φυ­σι­κό στοι­χείο, μένο­ντας προ­ση­λω­μέ­νος στις αρχές του, στις μεθό­δους του και στις επαγ­γελ­μα­τι­κές του ικα­νό­τη­τες. Στα θετι­κά η απο­φυ­γή ορι­σμέ­νων κοι­νω­νι­κών ανα­φο­ρών, όπως στην προη­γού­με­νη ται­νία (ανω­τε­ρό­τη­τα των Βρε­τα­νών, αποι­κιο­κρα­τι­κή αντί­λη­ψη, στρογ­γυ­λο­ποί­η­ση της συμπε­ρι­φο­ρών πλου­σί­ων κλπ) και στα αρνη­τι­κά η φθί­νου­σα πορεία του μοτί­βου που ακο­λου­θεί ο Μπρά­να και η όχι και τόσο ολο­κλη­ρω­μέ­νοι χαρα­κτή­ρες της ιστο­ρί­ας. Πάντως, είναι μια ται­νία που βλέ­πε­ται ευχά­ρι­στα και θα ικα­νο­ποι­ή­σει τους θια­σώ­τες του είδους. Από το πολυ­πρό­σω­πο καστ, του οποί­ου ηγεί­ται με επάρ­κεια ο Μπρά­να, ξεχω­ρί­ζει ο Ρικάρ­ντο Σκα­μάρ­τσιο, ο χαρα­κτή­ρας του οποί­ου, ωστό­σο, όσο περ­νά η ώρα ξεφτίζει.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο Ηρα­κλής Πουα­ρό έχει απο­συρ­θεί από την ενερ­γό δρά­ση και ζει στη μετα­πο­λε­μι­κή Βενε­τία. Όταν τον επι­σκέ­πτε­ται η Αριά­δνη Όλι­βερ, η διά­ση­μη συγ­γρα­φέ­ας μυστη­ρί­ου του ξυπνά το ενδια­φέ­ρον για ένα μυστή­ριο. Ο ντε­τέ­κτιβ παρα­σύ­ρε­ται και συμ­με­τέ­χει σε μία σεάνς με φόντο ένα παρηκ­μα­σμέ­νο, στοι­χειω­μέ­νο παλά­τι που ανή­κει σε μια διά­ση­μη τρα­γου­δί­στρια όπε­ρας. Όταν ένας από τους συμ­με­τέ­χο­ντες βρε­θεί δολο­φο­νη­μέ­νος, όλοι θεω­ρού­νται ύπο­πτοι και ο Πουα­ρό βυθί­ζε­ται σε έναν νοση­ρό κόσμο που κρύ­βει πολ­λά μυστικά.

Σιχά­θη­κα τον Εαυ­τό μου

(“Sick of Myself”) Δρα­μα­τι­κή σάτι­ρα, νορ­βη­γι­κής και σου­η­δι­κής παρα­γω­γής του 2022, σε σκη­νο­θε­σία Κρί­στο­φερ Μπόρ­γκλι, με τους Κρι­στί­νε Κού­γιατ Θορπ, Αϊρικ Σαϊ­θερ, Φάνi Βαά­γκερ κα.

Κυνι­κή, σκλη­ρή, ορι­σμέ­νες φορές απε­χθής, σάτι­ρα, με αντι­πα­θέ­στα­τους πρω­τα­γω­νι­στι­κούς χαρα­κτή­ρες, αλλά και αρκε­τά ενδια­φέ­ρου­σα, λόγω του θέμα­τός της και της προ­βο­λής ενός κόσμου που όλο και περισ­σό­τε­ρο μάς «κατσι­κώ­νε­ται» στο σβέρκο.

Η ται­νία του Κρί­στο­φερ Μπόρ­γκλι, που προ­βλή­θη­κε στο Τμή­μα Κάποιο Βλέμ­μα των Καν­νών, φτά­νει πολ­λές φορές στα άκρα, δοκι­μά­ζει τα νεύ­ρα του θεα­τή, ξεπερ­νά τα όρια του αντιαι­σθη­τι­κού, για να σχο­λιά­σει την κυνι­κή, εγω­ι­στι­κή επο­χή μας, τη μανία της δια­ση­μό­τη­τας, με κάθε κόστος, ακό­μη και προ­κα­λώ­ντας τον αποτροπιασμό.

Το στό­ρι, που ο Μπόρ­γκλι εμπνεύ­στη­κε όταν ζού­σε στο Λος Άντζε­λες — και αυτό δεν είναι τυχαίο — περι­γρά­φει την αρρω­στη­μέ­νη και αντα­γω­νι­στι­κή σχέ­ση της Σίγκνε, μίας υπαλ­λή­λου σε φούρ­νο και του Τόμας, ενός εγω­πα­θή νάρ­κισ­σου, που είναι εικα­στι­κός καλ­λι­τέ­χνης. Όταν ο τελευ­ταί­ος απο­κτά μία ανα­γνώ­ρι­ση, ο αντα­γω­νι­σμός φου­ντώ­νει και η Σίγκνε, για να τρα­βή­ξει το ενδια­φέ­ρον επά­νω της, να κατα­κτή­σει μια στιγ­μή δια­ση­μό­τη­τας θα δημιουρ­γή­σει μια δια­φο­ρε­τι­κή αδί­στα­κτη προ­σω­πι­κό­τη­τα, στο­χεύ­ο­ντας στη συμπό­νια των άλλων, παίρ­νο­ντας παρά­νο­μα ηρε­μι­στι­κά χάπια, με απί­στευ­τες παρε­νέρ­γειες, κάνο­ντας κομ­μά­τια πρό­σω­πο και σώμα.

Η ται­νία του Μπόρ­γκλι, μία ακραία σάτι­ρα, βάζει στο στό­χα­στρό της τον αντα­γω­νι­σμό, που πλέ­ον έχει διεισ­δύ­σει ακό­μη και ανά­με­σα στα ζευ­γά­ρια. Ο αντα­γω­νι­σμός, μια λέξη, που χρη­σι­μο­ποιού­σα­με σπα­νί­ως πριν από σαρά­ντα χρό­νια και με αρνη­τι­κή πολ­λές φορές σημα­σία, έχει μπει παντού και ανα­δει­χθεί ως προτέρημα.

Όμως, η ται­νία δεν στέ­κε­ται μόνο στο δηλη­τή­ριο του άκρα­του αντα­γω­νι­σμού, αλλά και στον απύθ­με­νο εγω­ι­σμό, την εμμο­νή για τη φήμη, όλα αυτά που πλέ­ον προ­βάλ­λο­νται ως κατα­ξί­ω­ση. Επί­σης, ο Νορ­βη­γός σκη­νο­θέ­της δεν αφή­νει ασχο­λί­α­στα την τέχνη της πλά­κας, που πλα­σά­ρε­ται για πρω­το­πο­ρία, τον Τύπο, τα κανά­λια, το δια­δί­κτυο, την απο­θέ­ω­ση της σαχλαμάρας.

Και δεν είναι μόνο το αντι­πα­θέ­στα­το πρω­τα­γω­νι­στι­κό ζευ­γά­ρι (απο­λύ­τως πει­στι­κό στον ρόλο του), που πραγ­μα­τι­κά τους σιχαί­νε­σαι, αλλά είναι και περί­γυ­ρος, που δεί­χνει σχε­δόν το ίδιο αρρω­στη­μέ­νος ελκύ­ε­ται και απο­μα­κρύ­νε­ται απ’ αυτό για τους λάθους πάντα λόγους.

Η ται­νία, ωστό­σο, παρό­λες τις γελοιό­τη­τες της ανθρώ­πι­νης φύσης που ανα­δει­κνύ­ει δεν προ­κα­λεί το γέλιο, καθώς το στε­γνό, αδιό­ρα­το νορ­βη­γι­κό χιού­μορ μάλ­λον δεν μπο­ρεί να περά­σει στο κοι­νό. Έτσι, το μόνο που απο­μέ­νει είναι ο τίτλος, με την απο­δο­χή ότι ανή­κου­με στο ίδιο είδος με τους πρωταγωνιστές…

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η Σίγκνε και ο Τόμας δια­τη­ρούν μια αρρω­στη­μέ­νη, αντα­γω­νι­στι­κή σχέ­ση, η οποία παίρ­νει μια άσχη­μη τρο­πή όταν ο Τόμας απο­κτά ξαφ­νι­κά ανα­γνώ­ρι­ση για το καλ­λι­τε­χνι­κό του έργο.

Ήρω­ας Κανενός

(“Viens Je t’ Emmene”) Δρα­μα­τι­κή κομε­ντί, γαλ­λι­κής και βελ­γι­κής παρα­γω­γής του 2022, σε σκη­νο­θε­σία Αλέν Ζιρο­ντί, με τους Ζαν-Σαρλ Κλι­σέ, Νοε­μί Λβόφ­σκι, Μισέλ Μασιε­ρό, Ιλιέ Καντρί κα.

Η «βαθιά Γαλ­λία» — κυρί­ως λευ­κή, καθο­λι­κή, αστι­κή, μέσης οικο­νο­μι­κής τάξης — μπαί­νει στο μικρο­σκό­πιο του Αλέν Ζιρο­ντί («Ο Αγνω­στος της Λίμνης»), με σαρ­κα­στι­κή και βαριε­τέ διά­θε­ση, σε αυτή την τελευ­ταία του ται­νία, έπει­τα από πέντε χρό­νων απουσίας.

Η προ­σπά­θειά του να χει­ρι­στεί με ανά­λα­φρο τρό­πο τα καυ­τά προ­βλή­μα­τα που απα­σχο­λούν τη Γαλ­λία, δηλα­δή, τη διά­χυ­ση του φόβου, έπει­τα από τις τρο­μο­κρα­τι­κές επι­θέ­σεις, την ισλα­μο­φο­βία, τον ρατσι­σμό και το μετα­να­στευ­τι­κό πρό­βλη­μα, τη συντη­ρη­τι­κο­ποί­η­ση της πολι­τι­κής, που κατευ­θύ­νε­ται από την ακρο­δε­ξιά, αλλά και μια σει­ρά από άλλα κοι­νω­νι­κά θέμα­τα, μοιά­ζει ιδιαι­τέ­ρως ριψο­κίν­δυ­νη. Ειδι­κά αν συν­δυά­ζε­ται με το δύσκο­λο είδος της κοι­νω­νι­κής — πολι­τι­κής σάτιρας.

Ορι­σμέ­νες φορές κατα­φέρ­νει να ανα­δεί­ξει τους προ­βλη­μα­τι­σμούς του για τη γαλ­λι­κή κοι­νω­νία, άλλες φορές να μεί­νει στα μισά και κάποιες να χάσει εντε­λώς το δρό­μο του, μπαί­νο­ντας σε μονο­πά­τια που αντί να διευ­κο­λύ­νουν την αφή­γη­σή του, μάλ­λον περι­πλέ­κουν ασκό­πως την υπό­θε­ση, δημιουρ­γούν μία αχρεί­α­στη πλαδαρότητα.

Με την ατμό­σφαι­ρα στην ειδυλ­λια­κή πόλη του Κλερ­μόν-Φεραν να δεί­χνει τετα­μέ­νη, έπει­τα από μία τρο­μο­κρα­τι­κή επί­θε­ση, ο Μεντε­ρίκ εκφρά­ζει τον έρω­τά του προς μία ηλι­κιω­μέ­νη πόρ­νη, από την οποία ζητά να κάνουν έρω­τα χωρίς να πλη­ρώ­σει και εκεί­νη αρνεί­ται, για­τί είναι παντρε­μέ­νη και δεν έχει απα­τή­σει ποτέ τον άντρα της. Την ίδια ώρα, ο Σελίμ, ένας νεα­ρός Άρα­βας άστε­γος, βρί­σκει κατα­φύ­γιο στο σπί­τι του Μεντε­ρίκ, προ­κα­λώ­ντας τις αντι­δρά­σεις των γειτόνων.

Τα κωμι­κά κομ­μά­τια της ται­νί­ας, όταν δεν δια­κα­τέ­χο­νται από τη γνώ­ρι­μη σου­ρε­α­λι­στι­κή ματιά του Ζιρο­ντί, φλερ­τά­ρουν ιδιαι­τέ­ρως με τα κλι­σέ του είδους.

Ακό­μη και οι δύο παράλ­λη­λες δια­φο­ρε­τι­κές ιστο­ρί­ες (οι σχέ­σεις του Μεντε­ρίκ με την πόρ­νη και τον νεα­ρό Άρα­βα), δεν κατα­φέρ­νουν να δέσουν μετα­ξύ τους, καθώς λεί­πει από την αφή­γη­ση ο συνε­κτι­κός κρί­κος, μια έστω δόση συναρ­πα­στι­κού ενδια­φέ­ρο­ντος, ενώ ταυ­τό­χρο­να ο βασι­κός χαρα­κτή­ρας είναι μάλ­λον αντιπαθητικός.

Ωστό­σο, ο Ζιρο­ντί θα κατα­φέ­ρει να σχο­λιά­σει — όχι πάντα με επάρ­κεια ή σαφή­νεια — τον κοι­νω­νι­κό απο­κλει­σμό, τη φτώ­χεια, τις αντι­δρά­σεις ένα­ντι της μετα­νά­στευ­σης, τη μισαλ­λο­δο­ξία, που εύκο­λα τρυ­πώ­νει στα σπί­τια της μεσαί­ας τάξης, αλλά και την αντρι­κή τοξι­κό­τη­τα και την περι­φρό­νη­ση της γυναίκας.

Οι ερμη­νεί­ες δεν ξεφεύ­γουν και αυτές από τη μετριό­τη­τα, αν και στους δεύ­τε­ρους ρόλους υπάρ­χουν ορι­σμέ­νες αβα­ντα­δό­ρι­κες απο­λαυ­στι­κές ερμη­νεί­ες, ειδι­κά όταν παρε­λαύ­νουν οι μανιέρες.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Tην παρα­μο­νή των Χρι­στου­γέν­νων η πόλη του Κλερ­μόν-Φεράν δέχε­ται μια τρο­μο­κρα­τι­κή επί­θε­ση. Σε αυτό το τρα­γι­κό κλί­μα, ο Μεντε­ρίκ ερω­τεύ­ε­ται παρά­φο­ρα την Iσα­ντό­ρα, μια πόρ­νη αρκε­τά χρό­νια μεγα­λύ­τε­ρή του. Ο Σελίμ, ένας νεα­ρός άστε­γος, βρί­σκει κατα­φύ­γιο στο κτί­ριο του Μεντε­ρίκ. Η συλ­λο­γι­κή παρά­νοια θα απο­δυ­να­μώ­σει σύντο­μα τη σχέ­ση του ιδιαί­τε­ρου αυτού ζευγαριού.

Το Βιβλίο των Θαυμάτων

(“La Chambre des Merveilles”) Δρα­μα­τι­κή ται­νία γαλ­λι­κής παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Λίζα Αζου­έ­λος, με τους Αλε­ξάν­δρα Λαμί, Μου­ριέλ Ρομπίν, Ουγκό Κεστέλ, Ξαβιέ Λασέλ κα.

Δακρύ­βρε­χτο οικο­γε­νεια­κό δρά­μα, θετι­κών συναι­σθη­μά­των και μηνυ­μά­των, από την άνι­ση σκη­νο­θέ­τι­δα Λίζα Αζου­έ­λος («Μια Τυχαία Συνά­ντη­ση»), που μετα­φέ­ρει στη μεγά­λη οθό­νη το ομώ­νυ­μο μπεστ σέλερ του Ζου­λιέν Σαντρέλ.

Ένα τρα­γι­κό γεγο­νός θα κάνει μία μάνα να συνει­δη­το­ποι­ή­σει ότι η ζωή δεν είναι τα εφή­με­ρα, οι καριέ­ρες, η επαγ­γελ­μα­τι­κή προ­ο­πτι­κή, οι νόρ­μες που βάζει ο σύγ­χρο­νος τρό­πος επιβίωσης.

Μια μητέ­ρα, συντε­τριμ­μέ­νη από το σοβα­ρό ατύ­χη­μα που είχε ο γιος της και βρί­σκε­ται σε κώμα, ανα­κα­λύ­πτει το ημε­ρο­λό­γιό του, στο οποίο έχει φτιά­ξει μία λίστα για το τι πρέ­πει να κάνει ένας άνθρω­πος «πριν από το τέλος του κόσμου», συνει­δη­το­ποιώ­ντας ότι δεν ήταν απλώς ο μέτριος μαθη­τής, αλλά ένας δημιουρ­γι­κό παι­δί, που είχε υπαρ­ξια­κές αγω­νί­ες. Πιστεύ­ο­ντας ότι η εκπλή­ρω­ση της λίστας θα τον βοη­θή­σει να ξυπνή­σει από το κώμα, η δυστυ­χής μητέ­ρα θα ξεκι­νή­σει να ικα­νο­ποιεί τις επι­θυ­μί­ες του παι­διού της, ταξι­δεύ­ο­ντας σε αρκε­τά μέρη της γης.

Όλα, λοι­πόν, περι­στρέ­φο­νται γύρω από τη λίστα, που δίνει το έναυ­σμα στη σκη­νο­θέ­τι­δα να μιλή­σει για πολ­λά, για το περι­βάλ­λον, την ανά­γκη του ανθρω­πι­σμού και της αλλη­λεγ­γύ­ης, τις βαθύ­τε­ρες ανθρώ­πι­νες ανά­γκες και ανα­ζη­τή­σεις, που πλέ­ον δεν απο­τε­λούν προ­τε­ραιό­τη­τα στη ζωή, αλλά μπαί­νουν στο περι­θώ­ριο μιας κυνι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Ταυ­τό­χρο­να, όμως, δίνει και μία ισχυ­ρή νότα αισιο­δο­ξί­ας με τα μικρά θαύ­μα­τα της ζωής, την ομορ­φιά της, που μπο­ρεί να ανα­κα­λύ­ψει κάποιος κάτω από την επιφάνεια.

Η Λαζου­έ­λος, ανα­δει­κνύ­ει την ευαι­σθη­σία του θέμα­τός της, αλλά πολ­λές φορές με μία γρα­φι­κό­τη­τα και ακό­μη πιο φανε­ρά με το άγχος της συγκι­νη­σια­κής φόρ­τι­σης του θεα­τή, ενώ ταυ­τό­χρο­να δεν μπο­ρεί να ξεφύ­γει από τα κλι­σέ του είδους, που μπο­ρεί σε ένα βαθ­μό να δικαιο­λο­γη­θούν, αλλά σίγου­ρα δεν περ­νούν απαρατήρητα.

Η πρω­τα­γω­νί­στρια Αλε­ξάν­δρα Λαμί, τις περισ­σό­τε­ρες φορές είναι πει­στι­κή, δεί­χνει την από­γνω­ση της μάνας, αλλά ακό­μη περισ­σό­τε­ρες είναι υπερ­βο­λι­κή, ενώ το υπό­λοι­πο καστ διεκ­πε­ραιώ­νει απλώς τους ρόλους του.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ελπί­ζο­ντας πως θα κάνει τον γιο της, που βρί­σκε­ται σε κωμα­τώ­δη κατά­στα­ση, έπει­τα από ένα ατύ­χη­μα, να αισθαν­θεί πόσο όμορ­φη είναι η ζωή και να ξυπνή­σει, μια μητέ­ρα πραγ­μα­το­ποιεί ένα-ένα τα 10 πράγ­μα­τα που ήθε­λε να κάνει, σύμ­φω­να με το ημε­ρο­λό­γιό του με τίτλο «πριν το τέλος του κόσμου».

Γάμος αλά Ελλη­νι­κά 3

(“My Big Fat Greek Wedding 3”) Αισθη­μα­τι­κή κωμω­δία, αμε­ρι­κά­νι­κης παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Νία Βαρ­ντά­λος, με τους Νία Βαρ­ντά­λος, Τζον Κόρ­μπετ, Έλε­να Καμπού­ρις, Τζία Καρύ­δη, Αντρέα Μάρ­τιν κα.

Αν στην πρώ­τη ται­νία της Νία Βαρ­ντά­λος ανα­δεί­χθη­κε σχε­τι­κά εύστο­χα η «ελλη­νι­κή μονα­δι­κό­τη­τα», όπου κι αν βρί­σκε­ται και η ανα­γκα­στι­κή συνύ­παρ­ξη των πολυ­φυ­λε­τι­κών κοι­νω­νιών στη Δύση, με ένα δια­κρι­τό χιού­μορ, στη δεύ­τε­ρη επι­χει­ρή­θη­κε να εξαρ­γυ­ρω­θεί η τερά­στια εμπο­ρι­κή επι­τυ­χία της πρώ­της, αρκε­τά αδύ­να­μα και αντι­κα­θι­στώ­ντας το χιού­μορ με τις χοντρά­δες, εδώ μάλ­λον έχου­με ένα αχρεί­α­στο σίκου­ελ — ένα ξανα­ζε­στα­μέ­νο φαγητό.

Η Τού­λα, μαζί με την πολυ­με­λή οικο­γέ­νεια Πορ­το­κά­λος ταξι­δεύ­ει από το Σικά­γο στην Ελλά­δα για να επι­σκε­φθεί τη γενέ­τει­ρα του πατέ­ρα της στο αντά­μω­μα που έχει ετοι­μά­σει η δήμαρ­χος του χωριού.

Η ται­νία, που πασχί­ζει σχε­δόν εκβια­στι­κά να βγά­λει γέλιο από ορι­σμέ­νες ατά­κες και τα γκαγκς, δυστυ­χώς πέφτει ακό­μη πιο χαμη­λά από το ανύ­παρ­κτο σενά­ριο και ανα­πνέ­ει μόνο από τις καρτ ποστάλ εικό­νες της ελλη­νι­κής υπαί­θρου και τα χωριά της Κέρ­κυ­ρας. Το πέρα­σμα από την Αθή­να, μοιά­ζει με συνο­πτι­κό του­ρι­στι­κό οδηγό.

Επι­πλέ­ον, η επι­δερ­μι­κή ανα­φο­ρά στο μετα­να­στευ­τι­κό πρό­βλη­μα και την αλλη­λεγ­γύη που δεί­χνουν οι απλοί άνθρω­ποι της υπαί­θρου, σε κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα και τα ανθρώ­πι­να δικαιώ­μα­τα, μοιά­ζουν με υπο­χρέ­ω­ση, σαν μια σάλ­τα πάνω στο κοντο­σού­βλι και τον «μου­ζά­κα», μιας αχα­λί­νω­της γραφικότητας.

Από τις ερμη­νεί­ες ξεχω­ρί­ζουν οι γηραιές κυρί­ες Αντρέα Μάρ­τιν, Λέι­νι Καζάν και Μαρία Βρα­κά­τσης, ενώ δεν είναι κακός και ο Λού­ις Μάντιλορ.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Τα μέλη της οικο­γέ­νειας Πορ­το­κά­λος επι­σκέ­πο­νται στην χώρα κατα­γω­γής τους, την Ελλά­δα, για να συνα­ντή­σουν συγ­γε­νείς τους σε ένα ταξί­δι γεμά­το ανα­πο­διές μα και αγάπη.

Προ­βάλ­λο­νται ακό­μη οι ταινίες:

Οι Αχώ­ρι­στοι

(“Inseperables”) Παι­δι­κή ται­νία κινου­μέ­νων σχε­δί­ων, γαλ­λι­κής παρα­γω­γής του 2023, σε σκη­νο­θε­σία Τζέ­ρε­μι Ντε­γκρου­σόν, η οποία έχει, δυστυ­χώς, μία επι­και­ρό­τη­τα, καθώς η περι­πέ­τεια ξεκι­νά­ει από μία κατα­κλυ­σμιαία πλημ­μύ­ρα. Συμπα­θη­τι­κό animation, με καλή επε­ξερ­γα­σία και φρο­ντι­σμέ­να ψηφια­κά σκί­τσα, για τη φιλία. Το στό­ρι θέλει μια μαριο­νέ­τα, με ανε­ξά­ντλη­τη φαντα­σία, που το έχει σκά­σει από το κου­κλο­θέ­α­τρο κι έναν παρα­τη­μέ­νο λου­τρι­νο σκύ­λο, που έχει ανά­γκη από ένα φίλο, να συνα­ντιού­νται στο Σέντραλ Παρκ και να ζουν μία επι­κή περιπέτεια.

Το Τέλειο Γεύμα

Πολυ­τα­ξι­δε­μέ­νο ντο­κι­μα­ντέρ που προ­σπα­θεί να ερμη­νεύ­σει τις ευερ­γε­τι­κές ιδιό­τη­τες της μεσο­γεια­κής δια­τρο­φής, από τον Αλέ­ξαν­δρο Μερ­κού­ρη. Το φιλμ εξη­γεί πως μία παρά­δο­ση αιώ­νων, που βασί­ζε­ται στη λιτό­τη­τα και την επο­χι­κό­τη­τα των προ­ϊ­ό­ντων, μπο­ρεί να δώσει λύσεις σε ορι­σμέ­να από τα πιο σημα­ντι­κά προ­βλή­μα­τα του σύγ­χρο­νου κόσμου. Ένα ντο­κι­μα­ντέρ που μας ταξι­δεύ­ει από την Ελλά­δα και την Κύπρο στην Ιτα­λία, την Ισπα­νία, τη Γαλ­λία και τις ΗΠΑ, για να μας απο­κα­λύ­ψει τα μυστι­κά της μεσο­γεια­κής δια­τρο­φής, με πρω­τα­γω­νι­στές ανθρώ­πους που έχουν αφιε­ρώ­σει τη ζωή τους στην κατα­νό­η­σή της.

Μαν­χά­ταν

(“Manhattan”) Κλα­σι­κός Γού­ντι Άλεν, στην περί­ο­δο της μεγά­λης του ακμής (1979), όταν οι ται­νί­ες του έφτια­χναν σχο­λή, με τους ευφά­ντα­στους δια­λό­γους του, τη σκη­νο­θε­τι­κή του ματιά και τον ιδιό­τυ­πο χαρα­κτή­ρα του νευ­ρω­τι­κού διο­πτρο­φό­ρου δια­νο­ού­με­νου. Η ται­νία, που απο­θε­ώ­νει την αγα­πη­μέ­νη πόλη του σκη­νο­θέ­τη και δια­θέ­τει ορι­σμέ­να από τα καλύ­τε­ρα κινη­μα­το­γρα­φι­κά πλά­να στην ιστο­ρία του κινη­μα­το­γρά­φου, απο­γειώ­νε­ται από τη σπου­δαία ασπρό­μαυ­ρη σινε­μα­σκόπ φωτο­γρα­φία του Γκόρ­ντον Γουί­λις και τη μου­σι­κή του Γκέρ­σουιν, ενώ το σενά­ριο του Άλεν και του Μάρ­σαλ Μπρίκ­μαν είναι απο­λαυ­στι­κό. Ένας νευ­ρω­τι­κός τηλε­ο­πτι­κός σενα­ριο­γρά­φος, συνά­πτει δεσμό με μία 17χρονη, αλλά ερω­τεύ­ε­ται και μια χει­ρα­φε­τη­μέ­νη δια­νο­ού­με­νη, ερω­μέ­νη του καλύ­τε­ρου φίλου του. Παί­ζουν και οι Ντάιαν Κίτον, Μάριελ Χέμιν­γου­εϊ, Μέριλ Στριπ.

Oldboy

Το αιμα­τη­ρό θρί­λερ εκδί­κη­σης του Νοτιο­κο­ρε­ά­τη Παρκ Τσαν-γουκ που τον έκα­νε διά­ση­μο πριν 20 χρό­νια, όταν κέρ­δι­σε και το Μέγα Βρα­βείο στις Κάν­νες. Η στι­λι­ζα­ρι­σμέ­νη σκη­νο­θε­σία, η υπερ­βο­λι­κή βία, στην παρά­δο­ση των ιαπω­νι­κών κόμικς και οι ακραί­οι χαρα­κτή­ρες, εντυ­πω­σί­α­σαν το νεα­νι­κό κοι­νό της επο­χής και μερί­δα της κρι­τι­κής, με μια δόση υπερ­βο­λής. Ένας συνη­θι­σμέ­νος άνθρω­πος απά­γε­ται από αγνώ­στους και μένει φυλα­κι­σμέ­νος για 15 χρό­νια, αγνο­ώ­ντας το λόγο. Όταν ξαφ­νι­κά απο­φυ­λα­κί­ζε­ται ανα­ζη­τά σε κατά­στα­ση τρέ­λας τους δεσμώ­τες του, όμως ο άγνω­στος δήμιός του συνε­χί­ζει να ελέγ­χει τη ζωή του. Στην ται­νία, που προ­βάλ­λε­ται σε νέες ψηφια­κές κόπιες, πρω­τα­γω­νι­στούν οι Tσόι Μιν-σικ, Γκανγκ Χίε-τζουνγκ και Γιου Τζι-τάε.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο