Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τσάρλι Τσάπλιν, εξέφρασε τον ανθρώπινο πόνο, την ανθρώπινη δυστυχία μέσα στις απάνθρωπες συνθήκες του καπιταλισμού

Τσάρ­λι Τσά­πλιν, ο γνω­στός Σαρ­λό, ένας  από τους πιο κατα­ξιω­μέ­νους καλ­λι­τέ­χνες του προη­γού­με­νου αιώ­να, που «έκα­νε μικρούς και μεγά­λους να γελά­νε» μα ταυ­τό­χρο­να να στέ­κο­νται με περί­σκε­ψη στην τρα­γι­κή απο­κά­λυ­ψη μια κοι­νω­νί­ας όλο αντιφάσεις.

Ο ηθο­ποιός και σκη­νο­θέ­της Τσάρ­λι  Τσά­πλιν άφη­σε ένα ανε­πα­νά­λη­πτο έργο, ται­νί­ες με κοι­νω­νι­κό και πολι­τι­κό περιε­χό­με­νο. Με οξύ­τη­τα και το εκπλη­κτι­κό του χιού­μορ άσκη­σε κρι­τι­κή στην κατα­πί­ε­ση, στην εκμε­τάλ­λευ­ση, στην αθλιό­τη­τα και στην υποκρισία.

Εκεί­νη όμως που σίγου­ρα ξεχώ­ρι­σε ‑και στην οποία σκη­νο­θέ­της υπήρ­ξε ο ίδιος- ήταν «Ο Μεγά­λος Δικτά­το­ρας» (1940), η οποία σατί­ρι­ζε το ναζι­σμό. Η ται­νία γνώ­ρι­σε μεγά­λη επι­τυ­χία, παρά την κρι­τι­κή που δέχτη­κε πως ήταν «πέραν του δέο­ντος» πολιτική.

Ο Τσάρ­λι Τσά­πλιν, με εμφυ­τευ­μέ­νη ανέ­κα­θεν στο έργο του κοι­νω­νι­κή και πολι­τι­κή συνεί­δη­ση, πραγ­μα­το­ποί­η­σε κατά τη διάρ­κεια του Β’ Παγκο­σμί­ου Πολέ­μου, σει­ρά πολι­τι­κών ομι­λιών στις οποί­ες, ανοι­χτά, στή­ρι­ζε τη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση. Το γεγο­νός αυτό, τον κατέ­στη­σε υπο­ψή­φιο — στις θέσεις της εμπρο­σθο­φυ­λα­κής μάλι­στα — στη μετα­πο­λε­μι­κή, μακαρ­θι­κή, «μαύ­ρη λίστα» των ανθρώ­πων της Τέχνης και της δια­νό­η­σης που «συνέ­βα­λαν στην προ­βο­λή του κομ­μου­νι­σμού μέσα από τον κινη­μα­το­γρά­φο». Έτσι, το 1952 και ενώ ταξί­δευε προς το Λον­δί­νο έγι­νε γνω­στό πως το αμε­ρι­κα­νι­κό υπουρ­γείο Δικαιο­σύ­νης πήρε τη βίζα του (ήταν Βρε­τα­νός υπή­κο­ος), απα­γο­ρεύ­ο­ντάς του ουσια­στι­κά να γυρί­σει στις ΗΠΑ.

Έκτο­τε ο Τσά­πλιν θα επι­στρέ­ψει μόνο μια φορά, το 1972, για να παρα­λά­βει το ειδι­κό Τιμη­τι­κό Όσκαρ για τη γενι­κό­τε­ρη προ­σφο­ρά του στην 7η Τέχνη.

Ο Τσάρ­λι Τσά­πλιν γεν­νή­θη­κε σε μία από τις λαϊ­κό­τε­ρες συνοι­κί­ες του Λον­δί­νου, από καλ­λι­τέ­χνες γονείς. Εζη­σε από τα πρώ­τα του νηπια­κά χρό­νια στη φτώ­χεια και στη στέ­ρη­ση και εξή­μι­σι χρο­νών αρχί­ζει να δου­λεύ­ει στα μιού­ζι­καλ -(Σε ηλι­κία πέντε χρο­νών βρέ­θη­κε ορφα­νός από πατέ­ρα και με την άρρω­στη μητέ­ρα του βυθί­στη­καν στη φτώχεια).

Τα παι­δι­κά χρό­νια του Τσά­πλιν θα σημα­δέ­ψουν το σύνο­λο του έργου του που το μήνυ­μα του είναι ένα ανε­λέ­η­το κατη­γο­ρώ ενά­ντια σε όλες τις πτυ­χές της κοι­νω­νί­ας, της εκμε­τάλ­λευ­σης, του πολέ­μου, της φτώ­χειας, της αδι­κί­ας, της στέρησης.

Η κινη­μα­το­γρα­φι­κή του καριέ­ρα άρχι­σε στις 16 Γενά­ρη 1914 στις ΗΠΑ με τη βου­βή ται­νία «Για να κερ­δί­σει το ψωμί του». Από την τέταρ­τη κιό­λας μικρού μήκους ται­νία άρχι­σε να σκια­γρα­φεί το γνω­στό τύπο με το μου­στά­κι, το σκλη­ρό καπέ­λο, τα μεγά­λα παπού­τσια, το φαρ­δύ παντε­λό­νι, το βάδι­σμα της πάπιας. Είναι η στιγ­μή που ο Τσάρ­λι Τσά­πλιν γίνε­ται Σαρ­λό και γυρί­ζει περί­που 50 ται­νί­ες μικρού μήκους.

Η επι­τυ­χία του ήταν κεραυ­νο­βό­λα. Ο κινη­μα­το­γρά­φος ταυ­τί­στη­κε με τον Τσάρ­λι Τσά­πλιν. Κια όμως παρά την επι­τυ­χία που «μέτρη­σε» στα ταμεία δεκά­δες εκα­τομ­μύ­ρια εισι­τή­ρια. από την πρώ­τη στιγ­μή κιό­λας, ο Τσάρ­λι Τσά­πλιν βρέ­θη­κε αντι­μέ­τω­πος με το κινη­μα­το­γρα­φι­κό κατε­στη­μέ­νο των ΗΠΑ, με την ίδια την αμε­ρι­κά­νι­κη πολι­τεία που δεν έβλε­πε με καλό μάτι την κρι­τι­κή που ασκού­σε ο Σαρ­λό με τα έργα του.

Η μεγα­λύ­τε­ρη και από­λυ­τη ολο­κλή­ρω­ση του Τ. Τσά­πλιν άρχι­σε το 1930. Την επο­χή που οι εται­ρεί­ες προ­σπα­θού­σαν να προ­σαρ­μό­σουν το δυνα­μι­κό τους στον ομι­λού­ντα κινη­μα­το­γρά­φο, την επο­χή που ο Τσά­πλιν αρνή­θη­κε το τεχνο­λο­γι­κό επί­τευγ­μα. που θεω­ρού­σε ότι θα επέ­βα­λε την μηχα­νι­κή υπο­κα­τά­στα­ση του ταλέ­ντου. Γι’ αυτό και θα πει ότι ο ομι­λών κινη­μα­το­γρά­φος «θέλει να κατα­στρέ­ψει την παντο­μί­μα, την αρχαιό­τε­ρη τέχνη στον κόσμο» και γι’ αυτό τα αρι­στουρ­γή­μα­τά του «Τα φώτα της πόλης» και «Μοντέρ­νοι και­ροί» έχουν μόνο μου­σι­κή που έγρα­ψε ο ίδιος. Και οι δύο αυτές ται­νί­ες όπως και  ο «Δικτά­το­ρας» (1940), ο «Κος Βερ­ντούν» (1946), «Ένας βασι­λιάς στη Νέα Υόρ­κη» (1957) οι κορυ­φαί­ες στιγ­μές του «ανθρώ­που που σκο­τώ­νει με το γέλιο του», όπως έλε­γε ο Σερ­γκέι Αϊζεν­στάιν, ήταν και εξα­κο­λου­θούν να είναι ο πιο στιλ­πνός καθρέ­φτης, το κάτο­πτρο μιας παρα­μορ­φω­τι­κής κοινωνίας.

Ο Τσάρ­λι Τσά­πλιν, πέθα­νε σε ηλι­κία 88 χρό­νων και αφού είχε 11 χρό­νια να γυρί­σει ται­νία, στις 25 Δεκεμ­βρί­ου 1977.

Τσάρ­λι Τσά­πλιν ενα­ντί­ον Χέν­ρι Φορντ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο