Γράφει ο Αλέκος Χατζηκώστας //
Θα επρόκειτο σίγουρα για το καλύτερο καλοκαίρι της ενήλικης ζωής του. Συνταξιούχος, απόστρατος πλέον, με υψηλή σύνταξη και αναμένοντας το περίφημο εφάπαξ είχε κάνει από τον Οκτώβρη, που είχε αποστρατευτεί, τα καλοκαιρινά του σχέδια.
Είχε νοικιάσει από τον Μάρτη καλοκαιρινή κατοικία κοντά στη Νέα Αγχίαλο, της αγαπημένης του Μαγνησίας, που κατά τη διάρκεια της εκεί θητείας του, τον είχε σημαδέψει. Μακεδόνας, περήφανος για την ποντιακή καταγωγή του, αλλά και σταθερά «γαλάζιος» από τα γεννοφάσκια του, είχε στηρίξει με φανατισμό, μιας και ήταν «πολίτης» πλέον, στις εκλογές του Μάη και του Ιούνη του ’23 το κόμμα που τελικά εκλέχτηκε άνετα. Ίσως ήθελε έτσι να τιμωρήσει και τους προηγούμενους κυβερνώντες, που δεν τον είχαν προωθήσει στην ιεραρχία όπως αυτός πίστευε ότι του άξιζε, με μόνο κριτήριο ότι αυτός ήταν «δεξιός».
Η τηλεόραση εδώ και μέρες τους είχε προειδοποιήσει για «ακραία καιρικά φαινόμενα». Οι πρώτες φωτιές είχαν ξεσπάσει ξεκινώντας από Αττική και συνέχεια Ρόδο και Κέρκυρα.
«Έλα μωρέ, θα τα καταφέρει ο πρωθυπουργός μας», έλεγε στη γυναίκα του που σταυροκοπιόταν. «Αυτός δεν είναι σαν τους άλλους, που άφησαν τον κόσμο να καεί στο Μάτι. Έχει επιτελικό σχέδιο, ικανούς συνεργάτες και κυρίως τον ενδιαφέρει ο παράγοντας άνθρωπος». Πάντως παρά τα όσα έλεγε δημόσια, από μέσα του ένιωθε ανησυχία. Σκοτείνιαζε την ψυχή του εκείνη η φωτιά στη Ρόδο που δεν έλεγε να σβήσει, αλλά και τα όσα έζησαν οι χαμουτζίδες» της Αττικής λίγες μέρες νωρίτερα όταν οι φωτιές έκαψαν σπίτια.
Το απόγευμα της Τετάρτης, μία μέρα πριν ξεκινήσουν για Μαγνησία, τον έζωσαν τα μαύρα φίδια. Φωτιά και στο Βόλο έλεγαν στις ειδήσεις. Και δώστου τηλεοπτικά πλάνα που να δείχνουν να καίγονται εκτάσεις όχι δασικές αλλά χορτολιβαδικές.
«Καμάρωσε τον αγαπημένο σου, ούτε αυτές τις φωτιές δεν μπορεί να σβήσει» του γκρίνιαζε η γυναίκα του. Ενώ όταν η φωτιά έφτασε στη Βιομηχανική Περιοχή Βόλου με τις εκκλήσεις των τοπικών αρχών να μην ανατιναχτούν οι εγκαταστάσεις προπανίου που υπήρχαν και κινδυνέψει ολόκληρη η πόλη, ο φόβος διαδέχτηκε την ανησυχία και η αμφιβολία τη βεβαιότητα.
Το βράδυ δεν κοιμήθηκε καθόλου. Τον έτρωγε η ανησυχία, ενώ δεύτερες σκέψεις για αναβολή του ταξιδιού του κυριαρχούσαν μετά το άκουσμα ότι δόθηκε εντολή εκκένωσης τα χαράματα προς Πέμπτη στην ευρύτερη περιοχή Νέα Αγχιάλου γιατί και εκεί οι φλόγες κατάκαιγαν στο πέρασμά τους εκτάσεις ελιών αλλά και ποιμνιοστάσια.
Αποφάσισε παρά τις αντιρρήσεις της γυναίκας του- άλλωστε τι στρατιωτικός ηγέτης θα ήταν (έστω και πρώην) αν δεν είχε ως στοιχείο του χαρακτήρα του την τόλμη και την αποφασιστικότητα- να ξεκινήσουν νωρίς από Θεσσαλονίκη. Άλλωστε οι ειδήσεις ανέφεραν ότι οι φωτιές έξω από το Βόλο ήταν υπό έλεγχο, ενώ στην περιοχή της Νέας Αγχιάλου σε ύφεση.
Φτάνοντας έξω από το Βόλο, αντίκρυσε τις καμένες εκτάσεις.
«Α, ρε γυναίκα, παρόμοιες πυρκαγιές τα παλιότερα χρόνια, τις σβήναμε μ’ έναν λόχο και τις υδροφόρες του στρατού, ενώ τώρα…» Έβρισε πλέον , φανερά. «Μα τόσο ανίκανοι είναι; Και ο στρατός τι κάνει;».
Ήπιαν το καφέ τους στην παραλία του Βόλου, ενώ το βλέμμα τους δεν ξέφευγε από την οθόνη του κινητού και τις ειδήσεις που διάβαζαν στα τοπικά σάιτ. Αποφάσισαν να μην πάνε κατευθείαν στον τόπο προορισμού τους.
«Μάγδα, ας κάνουμε ένα μπάνιο στις Αλυκές, μέχρι να φύγει το απαγορευτικό για Νέα Αγχίαλο και μετά βλέπουμε»
Σε λίγα λεπτά έφτασαν. Η φωτιά ήταν ορατή πλέον στους γύρω λόφους. Η μαυρίλα από τους καπνούς έφτανε μέχρι τη θάλασσα. Παρόλα αυτά, βούτηξε. Αυτός ο εγωισμός του δεν έλεγε να τον αφήσει.
Δεν χόρτασε όμως κολύμπι. Τα δύο καναντέρ, άρχισαν σχεδόν δίπλα του να κάνουν τις πτήσεις παίρνοντας νερό από τη θάλασσα. Και από κοντά ελικόπτερα. Σαν σκηνές από τη ταινία «Αποκάλυψη τώρα» που τόσο είχε αγαπήσει παλιότερα…
Και τότε ακούστηκε η πρώτη έκρηξη. Και σε λίγο κι άλλες. Κατάλαβε. Δεν έδειξε να τρομάζει.
Βγήκε από τη θάλασσα και χωρίς να βγάλει το μαγιό του, είπε στη γυναίκα του:
«Είναι ώρα να φύγουμε. Τα πράγματα, δεν είναι καλά. Πάμε για Βόλο και βλέπουμε τι θα κάνουμε το βράδυ».
Οι ειδήσεις του αποκάλυψαν όλο το μέγεθος της καταστροφής. «…Λόγω της πυρκαγιάς στη Νέα Αγχίαλο επηρεάστηκε τμήμα του στρατοπέδου φύλαξης πυρομαχικών της 111 Πτέρυγας Μάχης…». Ενώ οι εκρήξεις ήταν από πυρομαχικά και οι καταστροφές σε σπίτια και καταστήματα πολλές.
Αποφάσισαν να βγάλουν την βραδιά στην Πορταριά. Αλώστε οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής της Νέας Αγχιάλου είχαν απομακρυνθεί. Άλλοι σε χώρους του δήμου και άλλοι όπου τους ήταν πρόσφορο.
Η βραδινή παρέα που σχηματίστηκε, ήταν ανήσυχη, αλλά και όλο ερωτήσεις όταν έμαθε την προηγούμενη του ιδιότητα. Για το κατά πόσο τα συστήματα ασφαλείας στο εν λόγω στρατόπεδο ήταν επαρκή και λειτουργικά. Για το κατά πόσο υπήρχε έγκαιρη διάγνωση της κρισιμότητας της κατάστασης και της ικανότητας να ληφθούν επείγοντα μέτρα. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει. Προσπαθούσε με βάση την εμπειρία του να δώσει απαντήσεις αλλά μάταια.
Ντράπηκε. Αισθάνθηκε για πρώτη φορά στη ζωή του να καταρρέει αυτό που πίστευε και υπηρετούσε με τόσο ζήλο. Και εκείνος ο αριστερός όπως δήλωνε στην παρέα τον αποτελείωσε:
«Καλά αυτή ήταν βάση του ΝΑΤΟ. Έτσι μας προφυλάσσει αυτή η συμμαχία; Μας φόρτωσε τα όπλα της που πληρώνουμε πανάκριβα και τώρα να κινδυνεύει η ζωή μας σε καιρό ειρήνης!»
Η νύχτα ήταν δύσκολη. Οι σκέψεις του πολλές, βασανιστικές. Ένιωθε ότι μαζί με τις ανατινάξεις, ανατιναζόταν στην κυριολεξία το κέλυφος του κόσμου στον οποίο πίστευε όλα αυτά τα χρόνια. Εκείνες οι ακλόνητες βεβαιότητες που τον κρατούσαν όρθιο. Ήρθε η ώρα και της αμφισβήτησης;
Παίρνοντας το πρωϊνό στο ξενοδοχείο ότι η κατάσταση ήταν υπό έλεγχο. Ενημερώθηκε μετά από τηλεφωνήματα σε παλιούς του συναδέλφους ότι θα πάνε πυροτεχνουργοί να ελέγξουν το μέρος. Αποφάσισαν «υπό τον φόβο του Ιουδαίων» να παρατείνουν την παραμονή τους στο ξενοδοχείο. Εκεί τους βρήκαν και τα νέα για αλλαγή του αρμόδιου υπουργού.
Η γυναίκα του, σιωπηλή όπως πάντα, δεν άντεξε και του είπε:
«Μου θυμίζει τη θυσία της Ιφιγένειας. Μην περιμένεις όμως να πνεύσει ούριος άνεμος στα πανιά της κυβέρνησής σου.»
Δεν τις απάντησε αμέσως. Με χαμηλωμένο το βλέμμα τις απάντησε:
«Μάγδα, νομίζω πως ήλθε η ώρα να δω την υπόλοιπη ζωή μου αλλιώς. Και ποιος ξέρει, μπορεί να είναι και καλύτερα».