Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Υπέροχες Μέρες από τον πάντα ποιητικό Βιμ Βέντερς στις μαρκίζες των κινηματογράφων

Γρά­φει ο Αστέ­ρης Αλα­μπής _Μίδας

Perfect Days Υπέ­ρο­χες Μέρες: Ο πολυ­βρα­βευ­μέ­νος Wenders (Βιμ Βέντερς _Ernst Wilhelm Wenders _γεν. 14_Αυγ 1945 (“Τα Φτε­ρά του Έρω­τα”, “Ένας Αμε­ρι­κα­νός Φίλος”), που ακρι­βώς στην αρχή της επο­χής όταν η Δυτι­κή Γερ­μα­νία υπο­τά­χτη­κε στην αμε­ρι­κα­νι­κή κουλ­τού­ρα _για να ξεχά­σει δήθεν το παρελ­θόν της (με την Λαο­κρα­τι­κή DDR να τρα­βά­ει το δικό της δύσκο­λο δρό­μο), έχει ζήσει μιλώ­ντας γοη­τευ­μέ­νος στις ται­νί­ες του για την αμε­ρι­κα­νι­κή παρου­σία στο ευρω­παϊ­κό ασυ­νεί­δη­το _την αμε­ρι­κα­νο­ποί­η­ση της μετα­πο­λε­μι­κής (Δυτι­κής) Γερ­μα­νί­ας. Εκ νέου φορ­μα­ρι­σμέ­νος έπει­τα από και­ρό, ο σπου­δαί­ος σκη­νο­θέ­της εμπνέ­ε­ται και μας μυεί σε ένα δρά­μα που απέ­σπα­σε το βρα­βείο Οικου­με­νι­κής Επι­τρο­πής και ανδρι­κού ρόλου στο φεστι­βάλ των Καν­νών. Το φιλμ αφο­ρά έναν μονή­ρη καθα­ρι­στή _απλό άνθρω­πο της διπλα­νής πόρ­τας ο οποί­ος _στη δίνη των καπι­τα­λι­στι­κών ανα­διαρ­θρώ­σε­ων, απο­λαμ­βά­νει τη ρου­τί­να του (φωτο­γρά­φι­ση δέντρων, ακρό­α­ση μου­σι­κής ‑ανά­γνω­ση βιβλί­ων). Μέσα από τις συνα­ντή­σεις που πρό­κει­ται να έχει, ανα­δει­κνύ­ε­ται η αφα­νής ομορ­φιά της καθη­με­ρι­νό­τη­τας και της οικειό­τη­τας που φέρ­νει η ανθρώ­πι­νη επα­φή. Πλού­σιο σε ζεστα­σιά, ειλι­κρί­νεια και στο­χα­σμό, συν­δυά­ζο­ντας τέσ­σε­ρα διηγήματα).

Όσο πιο περί­πλο­κη και απει­λη­τι­κή φαί­νε­ται η μεγά­λη εικό­να του κόσμου μας, τόσο περισ­σό­τε­ρο επι­διώ­κου­με να περι­πο­λού­με τα σύνο­ρα της ζωής μας _υποστηρίζουν κάποιοι. Αν αφιε­ρώ­νεις κάποιο χρό­νο στα μέσα κοι­νω­νι­κής δικτύ­ω­σης (σσ. όσο λιγό­τε­ρος, τόσο καλύ­τε­ρα), μπο­ρεί να αισθά­νε­σαι σαν να κάνεις τα πάντα λάθος, αν _μεταξύ άλλων δεν γεμί­ζεις το σπί­τι με άχρη­στα (και το ψυγείο επί­σης), στη μέση μιας αγχω­τι­κής ημέ­ρας. Η πίε­ση να ζεις απλά είναι σχε­δόν αφόρητη.

Το αντί­δο­το είναι το Perfect Days του Wim Wenders, μια ται­νία τόσο υπερ­βα­τι­κή όσο ένας ζέφυ­ρος. Ο εξαι­ρε­τι­κός Ιάπω­νας ηθο­ποιός Koji Yakusho υπο­δύ­ε­ται τον Hirayama, του οποί­ου η ζωή, όπως φαί­νε­ται στην αρχή, ορί­ζε­ται από τη δου­λειά του: καθα­ρί­ζει τις δημό­σιες τουα­λέ­τες στο Τόκιο και κάθε μέρα φορεί μια μπλε φόρ­μα με φερ­μουάρ (οι τουα­λέ­τες είναι χαρι­τω­μέ­να δια­κο­σμη­μέ­νες με το όνο­μα μιας αθλη­τι­κής ομά­δας). Καθη­με­ρι­νά απελ­πι­στι­κά το ίδιο: κλει­διά και κινη­τό από ένα στε­νό ράφι στην είσο­δο του κλου­βιού δια­με­ρί­σμα­τός του και δια­σχί­ζει την πόλη. Για τους αμε­ρι­κα­νούς οι _υπό την αρμο­διό­τη­τα του Hirayama εγκα­τα­στά­σεις, φαί­νο­νται αρκε­τά καθα­ρές. Ακό­μα κι έτσι, γυα­λί­ζει τους καθρέ­φτες με εξαι­ρε­τι­κό λαμπρι­ντι­κό _4 σε ένα, σκου­πί­ζει τις βρύ­σες και τα χερού­λια με προ­σο­χή και επι­θε­ω­ρεί το κάτω μέρος μιας τουα­λέ­τας με έναν μικρό καθρέ­φτη για να βεβαιω­θεί ότι έχει τρί­ψει κάθε εκα­το­στό της.

Δεν είναι τόσο που ο Hirayama είναι αφο­σιω­μέ­νος στη δου­λειά του, όσο η ιερο­τε­λε­στία του να το κάνει σωστά _αυτό μετρά­ει για αυτόν. Εκτός αυτού, η εργά­σι­μη ημέ­ρα του είναι κάτι πολύ περισ­σό­τε­ρο από δου­λειά. Παίρ­νει μεση­με­ρια­νό γεύ­μα σε ένα δημό­σιο πάρ­κο, σημειώ­νο­ντας το ίχνος των φύλ­λων στον ουρα­νό, ίσως και να τρα­βή­ξει φωτο­γρα­φία με τη μικρή κάμε­ρα που έχει μαζί του _δεν χρη­σι­μο­ποιεί το κινη­τό. Καθώς οδη­γεί στη δου­λειά του και στον χρό­νο ταξι­διού μετα­ξύ των εγκα­τα­στά­σε­ων τουα­λέ­τας, το μικρό του φορ­τη­γά­κι είναι γεμά­το με ήχο, μου­σι­κή που ξεχύ­νε­ται. Το τρα­γού­δι μπο­ρεί να είναι το “House of the Rising Sun” των Animals ή το “Pale Blue Eyes” των Velvet Underground, αν και δεν παί­ζει ποτέ μέχρι το τέλος — υπάρ­χει ώρα για μου­σι­κή και ώρα για καθα­ρι­σμό τουα­λέ­τας και όταν ο Hirayama φτά­σει στο δικό του προ­ο­ρι­σμό, οι φωνές των τρα­γου­δι­στών κόβο­νται στη μέση της φρά­σης, οι ιστο­ρί­ες που λένε μένουν σε ένα είδος κινου­μέ­νων σχε­δί­ων που αναστέλλονται.

Wim Wenders 40 χρό­νια μετά: από το “Καλο­καί­ρι στο σπί­τι” τα “φτε­ρά του έρω­τα” και το Les beaux jours d’Aranjuez στο “Παρίσι_Τέξας”

Όλα αυτά κάνουν το Perfect Days – το οποίο έχει προ­τα­θεί για Όσκαρ στην κατη­γο­ρία Καλύ­τε­ρης Διε­θνούς ται­νί­ας (με ήδη 4 βρα­βεία  & 35 υπο­ψη­φιό­τη­τες) – να ακού­γε­ται σαν μια απλή προ­τρο­πή να ζεις τη στιγ­μή, να απο­λαμ­βά­νεις ακό­μα και εργα­σί­ες που θα μπο­ρού­σαν να θεω­ρη­θούν όχι απλά κοπιώ­δεις, αλλά και υπο­τι­μη­τι­κές. Πολ­λοί κρι­τι­κοί το συνο­ψί­ζουν έτσι, απει­λώ­ντας κατά τη γνώ­μη μας να συντρι­βεί η λεπτή επι­φά­νεια αυτής της “απα­λά” εκπλη­κτι­κής ται­νί­ας. Ο Βέντερς—ο οποί­ος έγρα­ψε το σενά­ριο μαζί με τον Τακού­μα Τακα­σά­κι—είναι ένας από αυτούς τους κινη­μα­το­γρα­φι­στές που πρέ­πει να δίνου­με πάντα βάση. Το 1987 τα Φτε­ρά του Έρω­τα Wings of Desire (πραγ­μα­τι­κός τίτλος Der Himmel über Berlin _ Ο ουρα­νός πάνω από το Βερο­λί­νο), λίγο πριν την πτώ­ση του Τεί­χους και τις ανα­τρο­πές (καπι­τα­λι­στι­κή παλι­νόρ­θω­ση), αφη­γεί­ται την ιστο­ρία ενός αγγέ­λου, τον οποίο υπο­δύ­ε­ται ένας γεμά­τος ψυχή λεο­ντα­ρι­σμέ­νος Bruno Ganz, ο οποί­ος παρα­τη­ρεί τις ζωές ανθρώ­πων από τα ψηλά, για να βρει τον εαυ­τό λαχτα­ρώ­ντας να γίνει κι αυτός άνθρω­πος. Η ται­νία έγι­νε ακρο­γω­νιαί­ος λίθος για μια ολό­κλη­ρη γενιά, μιλώ­ντας για την ανη­συ­χία και τη λαχτά­ρα που οι νέοι της επο­χής του πίστευαν ότι κάτι τέτοιο τους ήταν απο­κλει­στι­κό­τη­τα (αν και φυσι­κά δεν ήταν). Δεν είχαν όλες οι ται­νί­ες του Βέντερς όλα αυτά τα χρό­νια ‑και έχει κάνει πολ­λές- τέτοιο αντί­κτυ­πο, αλλά ντο­κι­μα­ντέρ όπως η Pina του 2011 (για τη χορο­γρά­φο και χορεύ­τρια Pina Bausch) και το πιο πρό­σφα­το Anselm (για το νηφά­λιο, μηρυ­κα­στι­κό έργο του ζωγρά­φου Ο Anselm Kiefer), που έχουν απο­δο­θεί και τα δύο σε 3D, είναι από­δει­ξη του περι­πε­τειώ­δους πνεύ­μα­τός του και το βλέμ­μα του για υπο­βλη­τι­κές λεπτομέρειες.

Το Perfect Days δεν μοιά­ζει με καμία από αυτές τις ται­νί­ες, του­λά­χι­στον με αυστη­ρή έννοια. Ωστό­σο, υπάρ­χει κάτι ανε­ξή­γη­το αλά Βέντερς σε αυτό, όντας κινη­μα­το­γρα­φι­στής που ψάχνει τη χαρά στις γωνί­ες και τη βρί­σκει. Ο πρω­τα­γω­νι­στής του είναι ο τέλειος συνερ­γά­της εδώ. Ο Yakusho είναι εξαι­ρε­τι­κά διά­ση­μος όχι μόνο στην Ιαπω­νία (μπο­ρεί να τον έχε­τε δει στην επι­τυ­χία του 1996 στο καλ­λι­τε­χνι­κό “χορεύ­ε­τε”; _ Shall We Dance (προ­σο­χή! Shall we dansu? Και όχι στο γνω­στό αμε­ρι­κά­νι­κο με Richard Gere ‑Jennifer Lopez ‑Susan Sarandon ή στην ται­νία του Takashi Miike το 2010 με το λου­τρό αίμα­τος των σαμου­ράι 13 Assassins. Η από­δο­σή του εδώ είναι σχε­δόν χωρίς λόγια, εξαρ­τά­ται από την ικα­νό­τη­τά του να ακού­ει και όχι απλώς να αντι­δρά. Όταν ο Χιρα­γιά­μα φεύ­γει από το σπί­τι, χαι­ρε­τά τον έξω κόσμο με ένα ήσυ­χο, διε­ρευ­νη­τι­κό χαμό­γε­λο: Τι μπο­ρεί να του επι­φυ­λάσ­σει σήμε­ρα; Φαί­νε­ται συντο­νι­σμέ­νος σε σήμα­τα — από τη φύση, από άλλα ανθρώ­πι­να όντα — που και εμείς θα πρέ­πει να μπο­ρού­με να ακού­σου­με. κατά κάποιο τρό­πο, μέσα στη βοή των δικών μας συγκε­κρι­μέ­νων και προ­σω­πι­κών περι­σπα­σμών, χάσα­με την ικα­νό­τη­τα, αλλά το Perfect Days προ­τεί­νει _ μπο­ρού­με λέει, να την ανακτήσουμε.

Το όχι και τόσο μυστι­κό μυστι­κό του είναι ότι καμία μέρα δεν είναι πραγ­μα­τι­κά τέλεια, αν και η καθε­μία έχει τη δική της υφή. Το σχέ­διο των φύλ­λων στον ουρα­νό δεν είναι ποτέ το ίδιο για­τί το χρώ­μα του αέρα αλλά­ζει ανά­λο­γα με τον και­ρό και τις επο­χές. Κάποιες μέρες, πιθα­νό­τα­τα συχνά, ο αδιά­φο­ρος συνερ­γά­της του Χιρα­γιά­μα, Τακά­σι (τον οποίο υπο­δύ­ε­ται, θαυ­μά­σια, ο Τόκιο Έμο­το, χαο­τι­κός σαν άστρω­το κρε­βά­τι) θα εμφα­νι­στεί αργά — και μετά μια μέρα τα παρα­τά­ει, χωρίς να ειδο­ποι­ή­σει, και βλέ­που­με την αγα­νά­κτη­ση στο πρό­σω­πο του Χιραγιάμα.

Ούτε άγιος ούτε περιθωριακός

Και παρό­λο που ο Hirayama περ­νά τον περισ­σό­τε­ρο ελεύ­θε­ρο χρό­νο του μόνος, δια­βά­ζο­ντας τα βρά­δια, και κατα­βρέ­χο­ντας τρυ­φε­ρά τα φυτά του το πρωί, είναι ζωντα­νός για τους άλλους που μπαί­νουν στην τρο­χιά του: είναι η Aya, με τον ξαν­θό της Louise Brooks bob, το κορί­τσι του μπαρ. με την οποία ο Takashi είναι ερω­τευ­μέ­νος, που ακού­ει το «Redondo Beach» της Patti Smith για πρώ­τη φορά σε μια από τις κασέ­τες του Hirayama και το ερω­τεύ­ε­ται αμέσως—ως συγ­γε­νι­κή ψυχή ίσως σε εμάς. Ο αιώ­νιος μονα­χι­κός, έχει οικο­γέ­νεια: Μια μέρα η έφη­βη ανι­ψιά του Νίκο, εμφα­νί­ζε­ται απροει­δο­ποί­η­τα, έχο­ντας φύγει από το σπί­τι της. Αυτό το επει­σό­διο μας δίνει μια ψιθυ­ρι­στή ματιά στο πιθα­νό παρελ­θόν του Χιρα­γιά­μα, αν και γνω­ρί­ζου­με ακό­μα τόσα λίγα για αυτόν πέρα από τη σχέ­ση του με το εδώ και τώρα.

Στο Perfect Days, αυτό είναι το μόνο που έχει σημα­σία. Την ημέ­ρα της άδειας του—τη μόνη μέρα που φορά­ει ένα ρολόι, το οποίο τις εργά­σι­μες μέρες το αφή­νει ασφα­λές στο σπί­τι στο ράφι του— πηγαί­νει με το ποδή­λα­το σε ένα μικρό βιβλιο­πω­λείο για φρέ­σκο υλι­κό ανά­γνω­σης. Η ιδιο­κτή­τρια τον γνω­ρί­ζει και είναι στην ευχά­ρι­στη θέση να μοι­ρα­στεί μια συνω­μο­τι­κή παρα­τή­ρη­ση σχε­τι­κά με τα δώρα, ας πού­με, της Patricia Highsmith (Αμε­ρι­κα­νί­δα συγ­γρα­φέ­ας, ευρύ­τε­ρα γνω­στή για τα ψυχο­λο­γι­κά θρί­λερ της, από τα οποία έχουν προ­κύ­ψει πάνω από 20 κινη­μα­το­γρα­φι­κές ται­νί­ες. Το πρώ­το της μυθι­στό­ρη­μα, «Ξένοι στο Τρέ­νο», έχει δια­σκευα­στεί αρκε­τές φορές για το θέα­τρο και τον κινη­μα­το­γρά­φο) ή της Ιάπω­νας μυθι­στο­ριο­γρά­φου του αιώ­να Aya Kōda (συγ­γρα­φέ­ας μυθι­στο­ρη­μά­των, διη­γη­μά­των και δοκι­μί­ων, κόρη του μεγά­λου συγ­γρα­φέα _μεταξύ των πιο αξιο­ση­μεί­ω­των έργων της είναι το μυθι­στό­ρη­μα Nagareru του 1955. Πέθα­νε το 1990).

Καθώς πλη­σιά­ζει το βρά­δυ, πηγαί­νει με το ποδή­λα­το σε ένα μικρό εστια­τό­ριο, όπου τον γνω­ρί­ζει και η οικο­δέ­σποι­να _του δίνει δωρε­άν ποτά, ενώ οι άλλοι πελά­τες γκρι­νιά­ζουν ότι πρέ­πει να πλη­ρώ­σουν. Λίγο αργό­τε­ρα, θα τρα­γου­δή­σει ένα τρα­γού­δι στα ιαπω­νι­κά, αμέ­σως ανα­γνω­ρί­σι­μο ως έκδο­ση του “House of the Rising Sun”. Η φωνή _γράφει ο Βέντερς _επαναλαμβάνοντας το κομ­μά­τι της ται­νί­ας είναι σαν “το χλω­μό κεχρι­μπα­ρέ­νιο μέλι, το χρώ­μα της λύπης—θέλουμε να ακού­σου­με όλο αυτό το τρα­γού­δι, αλλά και αυτό απο­μα­κρύ­νε­ται πριν προ­λά­βει να τελειώσει”.

Η ιδέα, ίσως, είναι ότι ανα­ζη­τώ­ντας ένα άνε­το κλεί­σι­μο — σε ένα τρα­γού­δι, σε μια ται­νία, σε μια τυχαία μέρα — ψάχνου­με για το λάθος πράγ­μα. Αυτό είναι το Perfect Days, ο τίτλος του δανει­σμέ­νος από ένα από τα πιο όμορ­φα τρα­γού­δια που έγρα­ψε ποτέ ο Lou Reed. Ανα­ζη­τού­με νόη­μα στην καθη­με­ρι­νή ζωή, χωρίς να συνει­δη­το­ποιού­με ότι η ζωή κάθε μέρα είναι το νόημα.

Σύντομα στους κινηματογράφους 🎥

 

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο