Γράφει ο Απόστολος Δ. Καραμπάς //
«Μια Λαμπρή καμπόσοι πολίτες, σύντροφοι του Κωλέτη και του Τζαβέλα, κι’άλλοι από το μπαγιράκι του Κυργιακού πήγαν και αλιμούργιασαν το σπίτι ενού Οβραίου ξένου, ονομαζόμενου Πατζίφικου, και το καταχάλασαν και κιντύνεξαν οι άνθρωποι του σπιτιού και τρόμαξαν να σωθούνε».
Έτσι αρχίζει να εξιστορεί ο στρατηγός Μακρυγιάννης κάποιο περιστατικό που συνέβη την Μεγάλη εβδομάδα στην Αθήνα τον Απρίλιο του έτους 184. Η αστυνομία με εντολή της κυβέρνησης Κανάρη απαγόρευσε το αντισημιτικό έθιμο του καψίματος του Ιούδα, σαν μια βάρβαρη συμπεριφορά. Ουσιαστικά ο λόγος της απαγόρευσης ήταν διαφορετικός, αφορούσε την επίσκεψη στην Αθήνα του εβραϊκής καταγωγής μεγαλοτραπεζίτη Meyer Amschel Rothschild, και με την προσδοκία ενός μεγάλου δανείου, σε καμία περίπτωση η κυβέρνηση δεν επιθυμούσε να τον δυσαρεστήσει. Η απαγόρευση αυτή εξόργισε μια ομάδα ανθρώπων της πρωτεύουσας οι οποίοι με θρησκευτικό φανατισμό, και ενδεχομένως παρακινούμενοι, αφού συγκρούστηκαν με την αστυνομία επιτέθηκαν και λεηλάτησαν στου Ψυρρή την οικία ενός εβραίου από το Γιβραλτάρ, που τον θεώρησαν υπεύθυνο. Ήταν ο David Pacifico, με πορτογαλική, ισπανική, και αργότερα αγγλική υπηκοότητα (ιθαγένεια), που είχε διατελέσει από το 1836 πρόξενος της Πορτογαλίας έως ότου παύτηκε το 1842, κατηγορούμενος για σωρεία καταχρήσεων. Έκτοτε διαβιούσε με την τοκογλυφία και με χρηματικές επιχορηγήσεις της δούκισσας της Πλακεντίας. Ο Πατσίφικο ζήτησε την προστασία της αγγλικής πρεσβείας όπου κατέφυγε, και με την στήριξη της, κατόπιν συνεννόησης της με το Foreign Office, απαίτησε να του καταβληθεί ως αποζημίωση της κατοικίας του το υπέρογκο για την εποχή ποσό των 887.000 δρχ. από το ελληνικό κράτος. Η κυβέρνηση Κριεζή, έχοντας διαδεχθεί από τον Δεκέμβρη του 1849 την κυβέρνηση Κανάρη, που είχε παραιτηθεί κάτω από την πίεση των γεγονότων, πρότεινε στον παθόντα την προσφυγή του στα ελληνικά δικαστήρια. Από την πλευρά της η Βρετανία με αφορμή αυτό το ασήμαντο γεγονός, και με το πρόσχημα της αποζημίωσης επεδίωκε να εξαναγκάσει τον μονάρχη Όθωνα να εγκαταλείψει τον Μεγαλοϊδεατισμό και κυρίως την φιλορωσική πολιτική του στροφή, τοποθετώντας κυβέρνηση η οποία να εξυπηρετεί τα αγγλικά συμφέροντα. Ακόμη οι Άγγλοι ανακινούν και ζητήματα εδαφικών διεκδικήσεων, που είχαν να κάνουν με την κυριότητα της Ελαφονήσου και της νησίδας Σαπιέντζας, ως τμήματα των αγγλοκρατούμενων Επτανήσων, θέση την οποία από το 1839 υπεστήριζαν. Επίσης αξίωναν αποζημίωση 45 χιλ δρχ. στον σκοτσέζο ιστορικό G. Finlay για ένα οικόπεδο του που είχε απαλλοτριωθεί συμπεριλαμβανόμενο στον βασιλικό (εθνικό) κήπο, καθώς και άλλες διάφορες περιπτώσεις αποζημιώσεων κλπ. Στη άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης να αποδεχθεί τις απαιτήσεις αυτές σε μια προθεσμία 24 ωρών, που όρισε ο άγγλος πρέσβης αρχές Ιανουαρίου 1850, το βρετανικό ναυτικό υπό τον ναύαρχο Parker απέκλεισε τον Πειραιά καθώς και άλλα ζωτικής σημασίας λιμάνια, προχωρώντας σε καταλήψεις και κατασχέσεις πολεμικών, και εμπορικών πλοίων με τα φορτία τους. Οι κυβερνήσεις της Ρωσίας και Γαλλίας στο ενδεχόμενο να γίνει η χώρα αποκλειστικά αγγλικό προτεκτοράτο αντέδρασαν και εκδήλωσαν έντονα την αντίθεση τους ζητώντας την άρση του αποκλεισμού. Άρχισαν οι διαβουλεύσεις για την ρύθμιση της κατάστασης η οποία με την διακοπή του θαλασσινού εμπορίου δημιούργησε ανυπολόγιστες οικονομικές βλάβες στη χώρα και επισιτιστικό πρόβλημα στον πληθυσμό, στην διάρκεια ενός πολύ σκληρού χειμώνα κατά τον οποίο αφανίσθηκαν ολόκληρα κοπάδια ζώων, καταστράφηκε μεγάλος αριθμός ελαιοδέντρων και μειώθηκε κατά δύο τρίτα η εξαγωγή ελαιολάδου. Ο λαός της Αθήνας εκδήλωσε στους δρόμους την οργή του, τάχθηκε στο πλευρό του παλατιού και της κυβέρνησης, που είδαν την εξασθενισμένη δημοτικότητα τους να ισχυροποιείται, κατά το πώς το γράφει ο μπάρμπα Γιάννης στα απομνημονεύματα του «Το κόμμα το Αγγλικόν αδύνατο, νέκρωσε από το μίσος των ανθρώπων. Κ’ ενώθη όλο το έθνος αναντίον τους». Η κυβέρνηση από τα μέσα του Απρίλη είχε αποδεχθεί τους όρους των Άγγλων και ο ναύαρχος Parker ανέστειλε προσωρινά τον αποκλεισμό (15–27/4 1850) ώστε να ανεφοδιασθεί η Αθήνα. Τελικά τον Ιούνιο του 1850 επήλθε συμφωνία από την οποία εξαιρέθηκε το καθεστώς των διεκδικούμενων νησιών κλπ, η Βρετανία θα προχωρούσε σε άρση του αποκλεισμού αφού πρώτα το ελληνικό δημόσιο της κατέβαλλε το ποσό των 100.000 δρχ. ως αποζημίωση. Ο Πατσίφικο μετά από διακανονισμό έλαβε το ποσό των 3.750 δραχμών και εγκατέλειψε τη χώρα για να εγκατασταθεί στο Λονδίνο, όπου το 1854 θα τελείωνε τον βίο του. Η οικονομία της χώρας είχε κλονισθεί ανεπανόρθωτα, ώστε κατόπιν εισηγήσεως της Ρωσίας διαγράφησαν τα τοκοχρεολύσια ενός δανείου 60.000.000 για να αποφευχθεί η πλήρης χρεοκοπία του νεότευκτου κράτους.
Ο ναυτικός αποκλεισμός της χώρας, που έμελλε να επαναληφτεί αρκετές φορές μέχρι το 1917 συνιστούσε πολεμική πράξη, εχθρική ενέργεια και άσκηση πίεσης στο πλαίσιο των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών στην Μεσόγειο, πάνω στον έλεγχο των θαλασσίων οδών και μεταφορών. Ήταν μια επίδειξη ισχύος από την Βρετανία, ένα κλασσικό παράδειγμα της «διπλωματίας των κανονιοφόρων» που κατέλυε κάθε έννοια εθνικής ανεξαρτησίας ενός αδύναμου εξαρτημένου και υποτελούς κρατικού μορφώματος, που ονομάστηκε Βασίλειο της Ελλάδος, με περιορισμένα γεωγραφικά όρια, το ένα τρίτο περίπου της σημερινής έκτασης, και πληθυσμό κοντά στους 800.000 κατοίκους. Ένα κράτος προϊόν του τελευταίου Πρωτοκόλλου του Λονδίνου (1832), ως συνέχεια του πρωτόκολλου της Ανεξαρτησίας (Λονδίνο 1830), μια συνθήκης ανάμεσα στο Οθωμανικό κράτος και στις τρείς «Προστάτιδες Δυνάμεις». Η κύρια αντιπαράθεση των οποίων είχε να κάνει με τον «Μεγάλο Ασθενή», και την κατάρρευση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (Ανατολικό ζήτημα), την οποία συγκρατούσαν οι Αγγλογάλλοι, ένα ανάχωμα στην μοναδική έξοδο και κάθοδο του ρωσικού στόλου από τα στενά του Βοσπόρου στα νερά του Αιγαίου αρχιπελάγους και στη Μεσόγειο θάλασσα. Ήταν ένα empargo (εμπάργκο) προοίμιο για το τρίχρονο «μπλόκο» (1854–1857), όταν Γάλλοι και Άγγλοι απέκλεισαν τον Πειραιά, ως συνέπεια της Αλυτρωτικής πολιτικής της Ελλάδας στον Κριμαϊκό πόλεμο (1853–1856), εξαναγκάζοντας τον Όθωνα να προβεί σε παύση της κυβέρνησης Κριεζή και να καλέσει τον Μαυροκορδάτο αρχηγού του αγγλικού κόμματος να σχηματίσει κυβέρνηση (Υπουργείο Κατοχής). Οι διαθέσεις των Βρετανών είναι ανοιχτά δηλωμένες, ότι επιδιώκουν την ανατροπή και αλλαγή της βασιλικής Δυναστείας, κάτι το οποίο θα προκύψει αργότερα (1862).
ΠΗΓΕΣ:
- Βουρνάς Τ., (1998), Ιστορία της Νεότερης και Σύγχρονης Ελλάδας (Α), εκδ. Πατάκη, Αθήνα.
- Καρολίδης Π., (1993), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (β.18ο), εκδ.Κάκτος, Aθήνα.
- Μπρέκης Σ., (2004), Ιστορία της Νεοτέρας Ελλάδος(19ος αιώνας), Αθήνα.
- Παπαγεωργίου, Σ., (2005), Από το Γένος στο Έθνος, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα.
- Φωτιάδης Δ., (1988), Όθωνας, Έξωση, εκδ. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα.
- Στρατηγός Μακρυγιάννης, (1961),Απομνημονεύματα, εκδ. Δαμιανός, Αθήνα.