Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΕΝΓΚΕΛΣ: 200 χρόνια από τη γέννησή του

Γρά­φει ο Νίκος Μότ­τας //

Εν αρχή ην ο Μαρξ, ο σπου­δαιό­τε­ρος δια­νοη­τής όλων των επο­χών που με την πρω­το­πό­ρα θεω­ρία του επι­στη­μο­νι­κού σοσια­λι­σμού άλλα­ξε για πάντα τον ρου της ανθρώ­πι­νης ιστο­ρί­ας. Κατά γενι­κή ομο­λο­γία, όμως, ο Μαρξ ίσως να μην γίνο­νταν ποτέ αυτός που έγι­νε, εάν στο διά­βα του δεν συνα­ντού­σε την άλλη μεγά­λη μορ­φή της κοσμο­θε­ω­ρί­ας του κομ­μου­νι­στι­κού κινή­μα­τος και συν­θε­με­λιω­τή του μαρ­ξι­σμού, τον Φρί­ντριχ Ένγκελς.

Ο Ένγκελς γεν­νή­θη­κε στις 28 Νοέμ­βρη 1820 στο Μπάρ­μεν της Ρηνα­νί­ας, σε μια περιο­χή που απο­τε­λού­σε το επί­κε­ντρο της βιο­μη­χα­νι­κής ανά­πτυ­ξης της Πρω­σί­ας, στην οποία σήμε­ρα βρί­σκε­ται η πόλη του Βού­περ­ταλ. Γόνος ιδιαί­τε­ρα εύπο­ρης οικο­γέ­νειας, με πατέ­ρα εργο­στα­σιάρ­χη, ο Ένγκελς εξα­να­γκά­στη­κε να εγκα­τα­λεί­ψει πρό­ω­ρα τις γυμνα­σια­κές του σπου­δές προ­κει­μέ­νου να δου­λέ­ψει στον τομέα του εμπο­ρί­ου, με απώ­τε­ρο σκο­πό να ασχο­λη­θεί με τις οικο­γε­νεια­κές επιχειρήσεις.

Το 1838, η οικο­γέ­νεια του τον έστει­λε στη Βρέ­μη για να δου­λέ­ψει ως υπάλ­λη­λος σε εμπο­ρι­κό γρα­φείο. Ο νεα­ρός, όμως, Φρί­ντριχ Ένγκελς είχε άλλες βλέ­ψεις και ενδια­φέ­ρο­ντα: Η μεγά­λη του δίψα για γνώ­ση και η έμφυ­τη απο­στρο­φή του απέ­να­ντι στην κοι­νω­νι­κή αδι­κία που ήταν διά­χυ­τη γύρω του, τον οδή­γη­σαν στην ενδε­λε­χή μελέ­τη βιβλί­ων πολι­τι­κού, φιλο­σο­φι­κού, ιστο­ρι­κού και οικο­νο­μι­κού περιε­χο­μέ­νου, ακό­μη και φυσι­κών επι­στη­μών. Το ενδια­φέ­ρον του επι­κε­ντρώ­θη­κε στην γερ­μα­νι­κή φιλο­σο­φία και ιδιαί­τε­ρα στα γρα­πτά του Φρί­ντριχ Χέγκελ.

Η επα­φή του νεα­ρού Ένγκελς με τη Χεγκε­λια­νή φιλο­σο­φία απο­τέ­λε­σε το ξεκί­νη­μα μιας δια­δρο­μής χωρίς επι­στρο­φή, που θα οδη­γού­σε στην ριζο­σπα­στι­κο­ποί­η­ση του και την αμε­τά­κλη­τη ρήξη με την μεγα­λο­α­στι­κή του κατα­γω­γή. Ο γιός του εύπο­ρου εργο­στα­σιάρ­χη έμελ­λε να γίνει ένας προ­δό­της της τάξης του, θέτο­ντας τον εαυ­τό του ολο­κλη­ρω­τι­κά στον αγώ­να για την ανά­δει­ξη και υπε­ρά­σπι­ση των δικαί­ων της εργα­τι­κής τάξης και την χει­ρα­φέ­τη­ση της από τα δεσμά της καπι­τα­λι­στι­κής εκμετάλλευσης.

Το 1842, η οικο­γέ­νεια Ένγκελς έστει­λε το νεα­ρό Φρί­ντριχ στο Μάν­τσε­στερ προ­κει­μέ­νου να εργα­στεί στην οικο­γε­νεια­κή επι­χεί­ρη­ση υφα­ντουρ­γί­ας. Την περί­ο­δο εκεί­νη, όντας το βιο­μη­χα­νι­κό κέντρο της χώρας, η βρε­τα­νι­κή μεγα­λού­πο­λη είχε συγκε­ντρώ­σει τερά­στια παρα­γω­γή πλού­του. Το ενδια­φέ­ρον, όμως, του Ένγκελς τρά­βη­ξε η συνε­χώς επι­δει­νού­με­νη κατά­στα­ση στην οποία οποία ζού­σαν πλα­τιά εργα­τι­κά στρώ­μα­τα. Εκεί θα μελε­τή­σει τις οικο­νο­μι­κές, κοι­νω­νι­κές και πολι­τι­κές σχέ­σεις του καπι­τα­λι­σμού όπως αυτές ξεδι­πλώ­νο­νταν σε μια ισχυ­ρή καπι­τα­λι­στι­κή χώρα, την Αγγλία, και θα έρθει για πρώ­τη φορά σε επα­φή με το εργα­τι­κό κίνη­μα της εποχής.

Από­το­κο της μελέ­της αυτής υπήρ­ξε, μετα­ξύ άλλων, το σπου­δαίο έργο «Η κατά­στα­ση της εργα­τι­κής τάξης στην Αγγλία» το οποίο εκδό­θη­κε το 1845 στο Βερο­λί­νο και το οποίο απο­τε­λεί μια ενδε­λε­χή παρου­σί­α­ση και ζωη­ρή απει­κό­νι­ση της φτώ­χειας, της αδι­κί­ας και της εκμε­τάλ­λευ­σης που βίω­νε το αγγλι­κό προ­λε­τα­ριά­το. Παρά το γεγο­νός ότι ο καπι­τα­λι­σμός είχε κατα­φέ­ρει να αυξή­σει τον παρα­γό­με­νο πλού­το σε πρω­τό­γνω­ρα επί­πε­δα, ο Ένγκελς απέ­δει­ξε πως αυτό δεν συνε­πά­γο­νταν μια καλύ­τε­ρη ζωή για τους εργα­ζό­με­νους (τους παρα­γω­γούς του πλού­του) αλλά, αντί­θε­τα, τους οδη­γού­σε σε ολο­έ­να και μεγα­λύ­τε­ρη φτώ­χεια και ανέ­χεια. Στον πρό­λο­γο του βιβλί­ου, έγρα­φε ο Ένγκελς: «Η αιτία της αθλιό­τη­τας της εργα­τι­κής τάξης δεν πρέ­πει να ανα­ζη­τη­θεί σε εκεί­να τα μικρά δει­νά, αλλά στο ίδιο το κεφα­λαιο­κρα­τι­κό σύστη­μα… Η αστι­κή τάξη έχει κάνει παρα­πέ­ρα προ­ό­δους στην τέχνη να κρύ­βει τη δυστυ­χία της εργα­τι­κής τάξης».

Η παρα­πά­νω δια­πί­στω­ση του Φρ. Ένγκελς συνο­δεύ­ο­νταν και απο ένα άλλο, καθο­ρι­στι­κό συμπέ­ρα­σμα: Ήταν η ίδια η κατα­πιε­ζό­με­νη εργα­τι­κή τάξη η οποία θα μπο­ρού­σε να ανα­δει­χθεί σε εκεί­νη την επα­να­στα­τι­κή δύνα­μη που θα έβα­ζε ορι­στι­κά τέλος στην κυριαρ­χία του καπι­τα­λι­σμού, καταρ­γώ­ντας την εκμε­τάλ­λευ­ση και την αναρ­χία στην παραγωγή.

marx engelsΟ Ένγκελς πρω­το­συ­νά­ντη­σε τον Κ. Μαρξ το Νοέμ­βρη του 1842 στα γρα­φεία της «Εφη­με­ρί­δας του Ρήνου», με την οποία αμφό­τε­ροι συνερ­γά­στη­καν. Ωστό­σο, ήταν η συνά­ντη­ση τους στο Παρί­σι το 1844 που απο­τέ­λε­σε κομ­βι­κό σημείο μιας φιλί­ας και συνερ­γα­σί­ας που οδή­γη­σε στη γέν­νη­ση της πρω­το­πό­ρας επα­να­στα­τι­κής θεω­ρί­ας του σοσια­λι­σμού-κομ­μου­νι­σμού. Μαζί, Μαρξ και Ένγκελς, έγρα­ψαν ορι­σμέ­να από τα σπου­δαιό­τε­ρα επι­στη­μο­νι­κά αρι­στουρ­γή­μα­τα της παγκό­σμιας φιλοσοφίας.

Το 1845 δημο­σιεύ­θη­κε το έργο «Η Αγία Οικο­γέ­νεια», γνω­στό και ως «Κρι­τι­κή στην κρι­τι­κή της κρι­τι­κής», όπου οι Μαρξ και Ένγκελς ασκού­σαν σφο­δρή κρι­τι­κή στους Νεο­χε­γκε­λια­νούς (βλ. Μπ. Μπά­ου­ερ), θέτο­ντας ταυ­τό­χρο­να τα θεμέ­λια μιας επα­να­στα­τι­κής υλι­στι­κής αντί­λη­ψης για την προ­ο­πτι­κή του σοσια­λι­σμού. Σύμ­φω­να με τον Β.Ι.Λένιν στο εν λόγω έργο δια­τυ­πώ­νε­ται «η σχη­μα­τι­σμέ­νη πια άπο­ψη του Μαρξ για τον επα­να­στα­τι­κό ρόλο τον προλεταριάτου».

Στα 1845–1846 γρά­φουν ένα απ’ τα πιο σημα­ντι­κά έργα κρι­τι­κής ανά­λυ­σης της Φιλο­σο­φί­ας του Χέγκελ και των νεο­χε­γκε­λια­νών («Η Γερ­μα­νι­κή Ιδε­ο­λο­γία»), στο οποίο για πρώ­τη φορά γίνε­ται πλα­τιά ανά­λυ­ση των θεμε­λιω­δών θέσε­ων της υλι­στι­κής αντί­λη­ψης της Ιστο­ρί­ας και απο­κα­λύ­πτο­νται οι αντι­κει­με­νι­κοί νόμοι της κοι­νω­νι­κής εξέ­λι­ξης. Εξαι­τί­ας της λογο­κρι­σί­ας της επο­χής, το εν λόγω έργο δημο­σιεύ­θη­κε με καθυ­στέ­ρη­ση 90 περί­που χρό­νων, το 1932 στην Σοβιε­τι­κή Ένωση.

Στα τέλη της δεκα­ε­τί­ας του 1840, εν μέσω σημα­ντι­κών κοι­νω­νι­κών και πολι­τι­κών εξε­λί­ξε­ων σε μια σει­ρά ευρω­παϊ­κές χώρες, στο επι­στη­μο­νι­κό θεω­ρη­τι­κό έργο των Μαρξ-Ένγκελς έρχε­ται να προ­στε­θεί η πρα­κτι­κή οργά­νω­ση του επα­να­στα­τι­κού κινή­μα­τος της εργα­τι­κής τάξης. Τον Ιού­νη του 1847, πρω­το­στά­τη­σαν στην ίδρυ­ση της «Ένω­σης των Κομ­μου­νι­στών» η οποία απο­τέ­λε­σε την επα­να­στα­τι­κή ιδε­ο­λο­γι­κή μετε­ξέ­λι­ξη της «Ένω­σης των Δικαί­ων». Η διάρ­κεια ζωής της «Ένω­σης» ήταν σύντο­μη (δια­λύ­θη­κε το 1852), όμως συνέ­βαλ­λε στη διά­δο­ση της επι­στη­μο­νι­κής θεω­ρί­ας του προ­λε­τα­ριά­του στην Ευρώ­πη (πρω­τί­στως στη Γερ­μα­νία) και βοή­θη­σε στο να τεθούν τα θεμέ­λια του διε­θνούς κομ­μου­νι­στι­κού κινή­μα­τος. Υπό αυτήν την έννοια, η «Ένω­ση των Κομ­μου­νι­στών» υπήρ­ξε ο προ­άγ­γε­λος της Πρώ­της Διε­θνούς που ίδρυ­σαν οι Μαρξ και Ένγκελς το 1864.

Το Δεκέμ­βρη 1847- Γενά­ρη 1848, οι Μαρξ και Ένγκελς έγρα­ψαν το πρό­γραμ­μα της «Ένω­σης», το «Μανι­φέ­στο του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος» που δημο­σιεύ­θη­κε τον Φλε­βά­ρη του 1848 και απο­τέ­λε­σε θεμε­λια­κό κεί­με­νο της κομ­μου­νι­στι­κής ιδε­ο­λο­γί­ας, λαμπρό επι­στέ­γα­σμα της επι­στη­μο­νι­κής θεω­ρί­ας που οι δύο γίγα­ντες της δια­νό­η­σης είχαν μέχρι τότε αναπτύξει.

Τον Απρί­λη του ίδιου έτους, ο Ένγκελς μαζί με τον Μαρξ και τους συνερ­γά­τες του επι­στρέ­φουν στην Κολω­νία, όπου ιδρύ­ουν την εφη­με­ρί­δα «Νέα Εφη­με­ρί­δα του Ρήνου» η οποία κάτω από τον τίτλο έφε­ρε τη φρά­ση «Όργα­νο της δημο­κρα­τί­ας». Το σύντο­μο διά­στη­μα που κυκλο­φό­ρη­σε (Ιού­νης 1848-Μάης 1849), πρω­τού την κλεί­σει η πρω­σι­κή αντε­πα­νά­στα­ση, η εφη­με­ρί­δα στή­ρι­ξε δυνα­μι­κά τις επα­να­στά­σεις στη Γαλ­λία, τη Γερ­μα­νία και την Αυστρία, συμ­βάλ­λο­ντας απο­φα­σι­στι­κά στο να εδραιω­θούν στο προ­ο­δευ­τι­κό, εργα­τι­κό κίνη­μα της επο­χής οι ιδέ­ες του επι­στη­μο­νι­κού σοσιαλισμού.

Η συμ­βο­λή του Ένγκελς ήταν σημα­ντι­κό­τα­τη και σε αυτό το εγχεί­ρη­μα. Έχο­ντας εξαι­ρε­τι­κή θεω­ρη­τι­κή κατάρ­τη­ση και οξύ­τα­το πολι­τι­κό κρι­τή­ριο, ο Ένγκελς βοή­θη­σε απο­φα­σι­στι­κά στην γρή­γο­ρη και απο­τε­λε­σμα­τι­κή ερμη­νεία των πολύ­πλο­κων γεγο­νό­των της κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κής ζωής της επο­χής. Ο Μαρξ του το ανα­γνώ­ρι­ζε: «Είναι μια ζωντα­νή κινη­τή εγκυ­κλο­παί­δεια, μπο­ρεί να δου­λεύ­ει μέρα και νύχτα, γρά­φει γρή­γο­ρα και είναι ετοι­μό­λο­γος σαν διά­βο­λος…».

Εξαι­τί­ας των ανη­λε­ών διώ­ξε­ων της αστυ­νο­μί­ας, ο Φρ. Ένγκελς ανα­γκά­στη­κε να δια­φύ­γει τον Σεπτέμ­βρη του 1848 στην Ελβε­τία. Το Μάη του 1849, αψη­φώ­ντας τους κιν­δύ­νους, παίρ­νει μέρος στην ένο­πλη εξέ­γερ­ση του γερ­μα­νι­κού λαού και απο­δει­κνύ­ε­ται γεναί­ος πολε­μι­στής. «Όσοι τον είδαν στη φωτιά της μάχης – έγρα­φε η Ελε­ο­νώ­ρα Μαρξ – μιλού­σαν πολύ και­ρό για την ασυ­νή­θι­στη ψυχραι­μία και την από­λυ­τη περι­φρό­νη­ση κάθε κιν­δύ­νου». Ωστό­σο η εξέ­γερ­ση πνί­γη­κε στο αίμα, ο Ένγκελς διέ­φυ­γε στην Ελβε­τία και απο ‘κει στην Αγγλία όπου ξανα­ήρ­θε σε επα­φή με τον εξό­ρι­στο Μαρξ.

Η πεί­ρα της επα­να­στα­τι­κής περιό­δου 1848–1849 στη Γερ­μα­νία και η μελέ­τη των ζητη­μά­των της ένο­πλης εξέ­γερ­σης, απο­τυ­πώ­νο­νται απο τον Ένγκελς σε δύο έργα: Στο «Ο πόλε­μος των χωρι­κών στη Γερ­μα­νία» (1850) και στο «Επα­νά­στα­ση και Αντε­πα­νά­στα­ση στη Γερ­μα­νία» (1851–1852) που έγρα­ψε σε συνερ­γα­σία με τον Μαρξ.

Το 1850 ο Φρ. Ένγκελς εγκα­τα­στά­θη­κε για να εργα­στεί στο Μάν­τσε­στερ και να μπο­ρέ­σει να στη­ρί­ξει οικο­νο­μι­κά τον Μαρξ ώστε εκεί­νος να γρά­ψει απε­ρί­σπα­στος το «Κεφά­λαιο». Την περί­ο­δο εκεί­νη, ο Ένγκελς στά­θη­κε πραγ­μα­τι­κός αρω­γός, συνερ­γά­της και αδελ­φός, για τον Μαρξ που αντι­με­τώ­πι­ζε σημα­ντι­κά οικο­νο­μι­κά προ­βλή­μα­τα. «Χωρίς την μόνι­μη και ανι­διο­τε­λή οικο­νο­μι­κή υπο­στή­ρι­ξη του Ένγκελς, ο Μαρξ όχι μόνο δεν θα μπο­ρού­σε να τελειώ­σει το «Κεφά­λαιο», αλλά και θα πέθαι­νε από την ανέ­χεια», έγρα­ψε ο Β.Ι. Λένιν.

Παρά την από­στα­ση που τους χώρι­ζε, οι δυό τους αλλη­λο­γρα­φού­σαν σχε­δόν καθη­με­ρι­νά για διά­φο­ρα ζητή­μα­τα ιστο­ρί­ας, φιλο­σο­φί­ας, πολι­τι­κής οικο­νο­μί­ας και τρέ­χου­σας επι­και­ρό­τη­τας. Την ίδια περί­ο­δο, με την συνερ­γα­σία του Μαρξ, ο Ένγκελς δημο­σί­ευ­σε μια σει­ρά άρθρων στην εφη­με­ρί­δα «Το Βήμα της Νέας Υόρκης».

Φωτο­γρα­φία του Φρ. Ένγκελς το 1891.

Το 1864 ο Φρ. Ένγκελς έπαι­ξε βασι­κό ρόλο στην ίδρυ­ση και οργά­νω­ση, από κοι­νού με το Μαρξ, της «Διε­θνούς Ένω­σης Εργα­τών» (μετα­γε­νέ­στε­ρα γνω­στή ως «Πρώ­τη Διε­θνής»), ενώ το 1867 στή­ρι­ξε ποι­κι­λο­τρό­πως την έκδο­ση του πρώ­του τόμου του «Κεφα­λαί­ου», του αξε­πέ­ρα­στου αυτού μνη­μεί­ου της ανθρώ­πι­νης δια­νό­η­σης που έγρα­ψε ο Καρλ Μαρξ.

Το 1870 ο Ένγκελς μετα­κό­μι­σε στο Λον­δί­νο όπου συνέ­χι­σε την συνερ­γα­σία του με το Μαρξ. Το 1878, ως απά­ντη­ση στις μικρο­α­στι­κές, ρεφορ­μι­στι­κές και εν τέλει αντι­μαρ­ξι­στι­κές θέσεις του γερ­μα­νού καθη­γη­τή Ογκεν Ντί­ρινγκ, ο Ένγκελς έγρα­ψε το βιβλίο «Αντί-Ντί­ρινγκ», το «εγχεί­ρι­διο κάθε ταξι­κά συνει­δη­τού εργά­τη» όπως έλε­γε ο Λένιν, που έμελ­λε να απο­τε­λέ­σει ένα πραγ­μα­τι­κό δια­μά­ντι της μαρ­ξι­στι­κής σκέ­ψης, όντας μέχρι και σήμε­ρα αναλ­λοί­ω­τα επίκαιρο.

Μετά τον θάνα­το του Μαρξ, τον Μάρ­τη του 1883, ο Ένγκελς ανέ­λα­βε να συνε­χί­σει το θεω­ρη­τι­κό-επι­στη­μο­νι­κό έργο του συνερ­γά­τη του, ετοι­μά­ζο­ντας τις εκδό­σεις του δεύ­τε­ρου και τρί­του τόμου του «Κεφα­λαί­ου». Κατά την τελευ­ταία δεκα­ε­τία της ζωής του υπήρ­ξε ιδιαί­τε­ρα παρα­γω­γι­κός γρά­φο­ντας ορι­σμέ­να έργα που έπαι­ξαν σημα­ντι­κό ρόλο στην περαι­τέ­ρω διά­δο­ση του μαρ­ξι­σμού. Ανά­με­σα τους ξεχω­ρί­ζουν τα «Η κατα­γω­γή της οικο­γέ­νειας, της ατο­μι­κής ιδιο­κτη­σί­ας και του κρά­τους» (1884), «Ο Λου­δο­βί­κος Φόϋ­ερ­μπαχ και το τέλος της γερ­μα­νι­κής κλασ­σι­κής φιλο­σο­φί­ας» (1886), «Η δια­λε­χτι­κή της φύσης» και «Το αγρο­τι­κό πρό­βλη­μα στη Γαλ­λία και τη Γερ­μα­νία» (1894).

Ο σπου­δαί­ος αυτός δια­νοη­τής και επα­να­στά­της πέθα­νε στις 5 Αυγού­στου 1895 και, σύμ­φω­να με την επι­θυ­μία του, η τέφρα του σκορ­πί­στη­κε στη θάλασ­σα, στα ανοι­χτά της αγγλι­κής πόλης Ίστμπουρν. Η συμ­βο­λή του όμως στην υπό­θε­ση της εργα­τι­κής τάξης χαρά­χτη­κε με χρυ­σά γράμ­μα­τα στις σελί­δες της Ιστο­ρί­ας. Ο ίδιος παρέ­μει­νε μέχρι τέλους σεμνός και μετριό­φρων, γρά­φο­ντας σε μια υπο­ση­μεί­ω­ση στο έργο του για τον Λου­δο­βί­κο Φόϋερμπαχ:

«Εκεί­νο που πρό­σφε­ρα εγώ, αν εξαι­ρέ­σου­με, βέβαια, μερι­κούς ειδι­κούς κλά­δους, μπο­ρού­σε βέβαια να το ‘χει κάνει ο Μαρξ χωρίς εμέ­να. Ο,τι έδω­σε ο Μαρξ, δε θα το κατά­φερ­να εγώ μονα­χός. Ο Μαρξ στε­κό­ταν πιο ψηλά, έβλε­πε πιο μακριά και το βλέμ­μα του αγκά­λια­ζε περισ­σό­τε­ρα και ταχύ­τε­ρα από όλους εμάς τους άλλους. Ο Μαρξ ήταν μεγα­λο­φυία, εμείς οι άλλοι, πολύ — πολύ, να ‘μασταν ταλέντα.»

Ίσως και να ‘χε δίκιο. Αυτό που αξί­ζει να κρα­τή­σου­με είναι τα λόγια του συνε­χι­στή του έργου των Μαρξ και Ένγκελς, του κορυ­φαί­ου επα­να­στά­τη του 20ου αιώ­να και ηγέ­τη της Μεγά­λης Οκτω­βρια­νής Σοσια­λι­στι­κής Επα­νά­στα­σης, του Λένιν που έλε­γε: «Είναι αδύ­να­το να κατα­λά­βου­με το μαρ­ξι­σμό και αδύ­να­το να τον παρου­σιά­σου­με με πλη­ρό­τη­τα χωρίς να βασι­στού­με στα έργα του Ένγκελς».

Νίκος Μόττας Γεννήθηκε το 1984 στη Θεσσαλονίκη. Είναι υποψήφιος διδάκτορας (Phd) Πολιτικής Επιστήμης, Διεθνών Σχέσεων και Ιστορίας. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Westminster του Λονδίνου και είναι κάτοχος δύο μεταπτυχιακών τίτλων (Master of Arts) στις διπλωματικές σπουδές (Παρίσι) και στις διεθνείς διπλωματικές σχέσεις (Πανεπιστήμιο Τελ Αβίβ). Άρθρα του έχουν δημοσιευθεί σε ελληνόφωνα και ξενόγλωσσα μέσα.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο