Γράφει ο Νίκος Μόττας //
Εν αρχή ην ο Μαρξ, ο σπουδαιότερος διανοητής όλων των εποχών που με την πρωτοπόρα θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού άλλαξε για πάντα τον ρου της ανθρώπινης ιστορίας. Κατά γενική ομολογία, όμως, ο Μαρξ ίσως να μην γίνονταν ποτέ αυτός που έγινε, εάν στο διάβα του δεν συναντούσε την άλλη μεγάλη μορφή της κοσμοθεωρίας του κομμουνιστικού κινήματος και συνθεμελιωτή του μαρξισμού, τον Φρίντριχ Ένγκελς.
Ο Ένγκελς γεννήθηκε στις 28 Νοέμβρη 1820 στο Μπάρμεν της Ρηνανίας, σε μια περιοχή που αποτελούσε το επίκεντρο της βιομηχανικής ανάπτυξης της Πρωσίας, στην οποία σήμερα βρίσκεται η πόλη του Βούπερταλ. Γόνος ιδιαίτερα εύπορης οικογένειας, με πατέρα εργοστασιάρχη, ο Ένγκελς εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει πρόωρα τις γυμνασιακές του σπουδές προκειμένου να δουλέψει στον τομέα του εμπορίου, με απώτερο σκοπό να ασχοληθεί με τις οικογενειακές επιχειρήσεις.
Το 1838, η οικογένεια του τον έστειλε στη Βρέμη για να δουλέψει ως υπάλληλος σε εμπορικό γραφείο. Ο νεαρός, όμως, Φρίντριχ Ένγκελς είχε άλλες βλέψεις και ενδιαφέροντα: Η μεγάλη του δίψα για γνώση και η έμφυτη αποστροφή του απέναντι στην κοινωνική αδικία που ήταν διάχυτη γύρω του, τον οδήγησαν στην ενδελεχή μελέτη βιβλίων πολιτικού, φιλοσοφικού, ιστορικού και οικονομικού περιεχομένου, ακόμη και φυσικών επιστημών. Το ενδιαφέρον του επικεντρώθηκε στην γερμανική φιλοσοφία και ιδιαίτερα στα γραπτά του Φρίντριχ Χέγκελ.
Η επαφή του νεαρού Ένγκελς με τη Χεγκελιανή φιλοσοφία αποτέλεσε το ξεκίνημα μιας διαδρομής χωρίς επιστροφή, που θα οδηγούσε στην ριζοσπαστικοποίηση του και την αμετάκλητη ρήξη με την μεγαλοαστική του καταγωγή. Ο γιός του εύπορου εργοστασιάρχη έμελλε να γίνει ένας προδότης της τάξης του, θέτοντας τον εαυτό του ολοκληρωτικά στον αγώνα για την ανάδειξη και υπεράσπιση των δικαίων της εργατικής τάξης και την χειραφέτηση της από τα δεσμά της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Το 1842, η οικογένεια Ένγκελς έστειλε το νεαρό Φρίντριχ στο Μάντσεστερ προκειμένου να εργαστεί στην οικογενειακή επιχείρηση υφαντουργίας. Την περίοδο εκείνη, όντας το βιομηχανικό κέντρο της χώρας, η βρετανική μεγαλούπολη είχε συγκεντρώσει τεράστια παραγωγή πλούτου. Το ενδιαφέρον, όμως, του Ένγκελς τράβηξε η συνεχώς επιδεινούμενη κατάσταση στην οποία οποία ζούσαν πλατιά εργατικά στρώματα. Εκεί θα μελετήσει τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις του καπιταλισμού όπως αυτές ξεδιπλώνονταν σε μια ισχυρή καπιταλιστική χώρα, την Αγγλία, και θα έρθει για πρώτη φορά σε επαφή με το εργατικό κίνημα της εποχής.
Απότοκο της μελέτης αυτής υπήρξε, μεταξύ άλλων, το σπουδαίο έργο «Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία» το οποίο εκδόθηκε το 1845 στο Βερολίνο και το οποίο αποτελεί μια ενδελεχή παρουσίαση και ζωηρή απεικόνιση της φτώχειας, της αδικίας και της εκμετάλλευσης που βίωνε το αγγλικό προλεταριάτο. Παρά το γεγονός ότι ο καπιταλισμός είχε καταφέρει να αυξήσει τον παραγόμενο πλούτο σε πρωτόγνωρα επίπεδα, ο Ένγκελς απέδειξε πως αυτό δεν συνεπάγονταν μια καλύτερη ζωή για τους εργαζόμενους (τους παραγωγούς του πλούτου) αλλά, αντίθετα, τους οδηγούσε σε ολοένα και μεγαλύτερη φτώχεια και ανέχεια. Στον πρόλογο του βιβλίου, έγραφε ο Ένγκελς: «Η αιτία της αθλιότητας της εργατικής τάξης δεν πρέπει να αναζητηθεί σε εκείνα τα μικρά δεινά, αλλά στο ίδιο το κεφαλαιοκρατικό σύστημα… Η αστική τάξη έχει κάνει παραπέρα προόδους στην τέχνη να κρύβει τη δυστυχία της εργατικής τάξης».
Η παραπάνω διαπίστωση του Φρ. Ένγκελς συνοδεύονταν και απο ένα άλλο, καθοριστικό συμπέρασμα: Ήταν η ίδια η καταπιεζόμενη εργατική τάξη η οποία θα μπορούσε να αναδειχθεί σε εκείνη την επαναστατική δύναμη που θα έβαζε οριστικά τέλος στην κυριαρχία του καπιταλισμού, καταργώντας την εκμετάλλευση και την αναρχία στην παραγωγή.
Ο Ένγκελς πρωτοσυνάντησε τον Κ. Μαρξ το Νοέμβρη του 1842 στα γραφεία της «Εφημερίδας του Ρήνου», με την οποία αμφότεροι συνεργάστηκαν. Ωστόσο, ήταν η συνάντηση τους στο Παρίσι το 1844 που αποτέλεσε κομβικό σημείο μιας φιλίας και συνεργασίας που οδήγησε στη γέννηση της πρωτοπόρας επαναστατικής θεωρίας του σοσιαλισμού-κομμουνισμού. Μαζί, Μαρξ και Ένγκελς, έγραψαν ορισμένα από τα σπουδαιότερα επιστημονικά αριστουργήματα της παγκόσμιας φιλοσοφίας.
Το 1845 δημοσιεύθηκε το έργο «Η Αγία Οικογένεια», γνωστό και ως «Κριτική στην κριτική της κριτικής», όπου οι Μαρξ και Ένγκελς ασκούσαν σφοδρή κριτική στους Νεοχεγκελιανούς (βλ. Μπ. Μπάουερ), θέτοντας ταυτόχρονα τα θεμέλια μιας επαναστατικής υλιστικής αντίληψης για την προοπτική του σοσιαλισμού. Σύμφωνα με τον Β.Ι.Λένιν στο εν λόγω έργο διατυπώνεται «η σχηματισμένη πια άποψη του Μαρξ για τον επαναστατικό ρόλο τον προλεταριάτου».
Στα 1845–1846 γράφουν ένα απ’ τα πιο σημαντικά έργα κριτικής ανάλυσης της Φιλοσοφίας του Χέγκελ και των νεοχεγκελιανών («Η Γερμανική Ιδεολογία»), στο οποίο για πρώτη φορά γίνεται πλατιά ανάλυση των θεμελιωδών θέσεων της υλιστικής αντίληψης της Ιστορίας και αποκαλύπτονται οι αντικειμενικοί νόμοι της κοινωνικής εξέλιξης. Εξαιτίας της λογοκρισίας της εποχής, το εν λόγω έργο δημοσιεύθηκε με καθυστέρηση 90 περίπου χρόνων, το 1932 στην Σοβιετική Ένωση.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1840, εν μέσω σημαντικών κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων σε μια σειρά ευρωπαϊκές χώρες, στο επιστημονικό θεωρητικό έργο των Μαρξ-Ένγκελς έρχεται να προστεθεί η πρακτική οργάνωση του επαναστατικού κινήματος της εργατικής τάξης. Τον Ιούνη του 1847, πρωτοστάτησαν στην ίδρυση της «Ένωσης των Κομμουνιστών» η οποία αποτέλεσε την επαναστατική ιδεολογική μετεξέλιξη της «Ένωσης των Δικαίων». Η διάρκεια ζωής της «Ένωσης» ήταν σύντομη (διαλύθηκε το 1852), όμως συνέβαλλε στη διάδοση της επιστημονικής θεωρίας του προλεταριάτου στην Ευρώπη (πρωτίστως στη Γερμανία) και βοήθησε στο να τεθούν τα θεμέλια του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Υπό αυτήν την έννοια, η «Ένωση των Κομμουνιστών» υπήρξε ο προάγγελος της Πρώτης Διεθνούς που ίδρυσαν οι Μαρξ και Ένγκελς το 1864.
Το Δεκέμβρη 1847- Γενάρη 1848, οι Μαρξ και Ένγκελς έγραψαν το πρόγραμμα της «Ένωσης», το «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» που δημοσιεύθηκε τον Φλεβάρη του 1848 και αποτέλεσε θεμελιακό κείμενο της κομμουνιστικής ιδεολογίας, λαμπρό επιστέγασμα της επιστημονικής θεωρίας που οι δύο γίγαντες της διανόησης είχαν μέχρι τότε αναπτύξει.
Τον Απρίλη του ίδιου έτους, ο Ένγκελς μαζί με τον Μαρξ και τους συνεργάτες του επιστρέφουν στην Κολωνία, όπου ιδρύουν την εφημερίδα «Νέα Εφημερίδα του Ρήνου» η οποία κάτω από τον τίτλο έφερε τη φράση «Όργανο της δημοκρατίας». Το σύντομο διάστημα που κυκλοφόρησε (Ιούνης 1848-Μάης 1849), πρωτού την κλείσει η πρωσική αντεπανάσταση, η εφημερίδα στήριξε δυναμικά τις επαναστάσεις στη Γαλλία, τη Γερμανία και την Αυστρία, συμβάλλοντας αποφασιστικά στο να εδραιωθούν στο προοδευτικό, εργατικό κίνημα της εποχής οι ιδέες του επιστημονικού σοσιαλισμού.
Η συμβολή του Ένγκελς ήταν σημαντικότατη και σε αυτό το εγχείρημα. Έχοντας εξαιρετική θεωρητική κατάρτηση και οξύτατο πολιτικό κριτήριο, ο Ένγκελς βοήθησε αποφασιστικά στην γρήγορη και αποτελεσματική ερμηνεία των πολύπλοκων γεγονότων της κοινωνικοπολιτικής ζωής της εποχής. Ο Μαρξ του το αναγνώριζε: «Είναι μια ζωντανή κινητή εγκυκλοπαίδεια, μπορεί να δουλεύει μέρα και νύχτα, γράφει γρήγορα και είναι ετοιμόλογος σαν διάβολος…».
Εξαιτίας των ανηλεών διώξεων της αστυνομίας, ο Φρ. Ένγκελς αναγκάστηκε να διαφύγει τον Σεπτέμβρη του 1848 στην Ελβετία. Το Μάη του 1849, αψηφώντας τους κινδύνους, παίρνει μέρος στην ένοπλη εξέγερση του γερμανικού λαού και αποδεικνύεται γεναίος πολεμιστής. «Όσοι τον είδαν στη φωτιά της μάχης – έγραφε η Ελεονώρα Μαρξ – μιλούσαν πολύ καιρό για την ασυνήθιστη ψυχραιμία και την απόλυτη περιφρόνηση κάθε κινδύνου». Ωστόσο η εξέγερση πνίγηκε στο αίμα, ο Ένγκελς διέφυγε στην Ελβετία και απο ‘κει στην Αγγλία όπου ξαναήρθε σε επαφή με τον εξόριστο Μαρξ.
Η πείρα της επαναστατικής περιόδου 1848–1849 στη Γερμανία και η μελέτη των ζητημάτων της ένοπλης εξέγερσης, αποτυπώνονται απο τον Ένγκελς σε δύο έργα: Στο «Ο πόλεμος των χωρικών στη Γερμανία» (1850) και στο «Επανάσταση και Αντεπανάσταση στη Γερμανία» (1851–1852) που έγραψε σε συνεργασία με τον Μαρξ.
Το 1850 ο Φρ. Ένγκελς εγκαταστάθηκε για να εργαστεί στο Μάντσεστερ και να μπορέσει να στηρίξει οικονομικά τον Μαρξ ώστε εκείνος να γράψει απερίσπαστος το «Κεφάλαιο». Την περίοδο εκείνη, ο Ένγκελς στάθηκε πραγματικός αρωγός, συνεργάτης και αδελφός, για τον Μαρξ που αντιμετώπιζε σημαντικά οικονομικά προβλήματα. «Χωρίς την μόνιμη και ανιδιοτελή οικονομική υποστήριξη του Ένγκελς, ο Μαρξ όχι μόνο δεν θα μπορούσε να τελειώσει το «Κεφάλαιο», αλλά και θα πέθαινε από την ανέχεια», έγραψε ο Β.Ι. Λένιν.
Παρά την απόσταση που τους χώριζε, οι δυό τους αλληλογραφούσαν σχεδόν καθημερινά για διάφορα ζητήματα ιστορίας, φιλοσοφίας, πολιτικής οικονομίας και τρέχουσας επικαιρότητας. Την ίδια περίοδο, με την συνεργασία του Μαρξ, ο Ένγκελς δημοσίευσε μια σειρά άρθρων στην εφημερίδα «Το Βήμα της Νέας Υόρκης».
Το 1864 ο Φρ. Ένγκελς έπαιξε βασικό ρόλο στην ίδρυση και οργάνωση, από κοινού με το Μαρξ, της «Διεθνούς Ένωσης Εργατών» (μεταγενέστερα γνωστή ως «Πρώτη Διεθνής»), ενώ το 1867 στήριξε ποικιλοτρόπως την έκδοση του πρώτου τόμου του «Κεφαλαίου», του αξεπέραστου αυτού μνημείου της ανθρώπινης διανόησης που έγραψε ο Καρλ Μαρξ.
Το 1870 ο Ένγκελς μετακόμισε στο Λονδίνο όπου συνέχισε την συνεργασία του με το Μαρξ. Το 1878, ως απάντηση στις μικροαστικές, ρεφορμιστικές και εν τέλει αντιμαρξιστικές θέσεις του γερμανού καθηγητή Ογκεν Ντίρινγκ, ο Ένγκελς έγραψε το βιβλίο «Αντί-Ντίρινγκ», το «εγχείριδιο κάθε ταξικά συνειδητού εργάτη» όπως έλεγε ο Λένιν, που έμελλε να αποτελέσει ένα πραγματικό διαμάντι της μαρξιστικής σκέψης, όντας μέχρι και σήμερα αναλλοίωτα επίκαιρο.
Μετά τον θάνατο του Μαρξ, τον Μάρτη του 1883, ο Ένγκελς ανέλαβε να συνεχίσει το θεωρητικό-επιστημονικό έργο του συνεργάτη του, ετοιμάζοντας τις εκδόσεις του δεύτερου και τρίτου τόμου του «Κεφαλαίου». Κατά την τελευταία δεκαετία της ζωής του υπήρξε ιδιαίτερα παραγωγικός γράφοντας ορισμένα έργα που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην περαιτέρω διάδοση του μαρξισμού. Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν τα «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους» (1884), «Ο Λουδοβίκος Φόϋερμπαχ και το τέλος της γερμανικής κλασσικής φιλοσοφίας» (1886), «Η διαλεχτική της φύσης» και «Το αγροτικό πρόβλημα στη Γαλλία και τη Γερμανία» (1894).
Ο σπουδαίος αυτός διανοητής και επαναστάτης πέθανε στις 5 Αυγούστου 1895 και, σύμφωνα με την επιθυμία του, η τέφρα του σκορπίστηκε στη θάλασσα, στα ανοιχτά της αγγλικής πόλης Ίστμπουρν. Η συμβολή του όμως στην υπόθεση της εργατικής τάξης χαράχτηκε με χρυσά γράμματα στις σελίδες της Ιστορίας. Ο ίδιος παρέμεινε μέχρι τέλους σεμνός και μετριόφρων, γράφοντας σε μια υποσημείωση στο έργο του για τον Λουδοβίκο Φόϋερμπαχ:
«Εκείνο που πρόσφερα εγώ, αν εξαιρέσουμε, βέβαια, μερικούς ειδικούς κλάδους, μπορούσε βέβαια να το ‘χει κάνει ο Μαρξ χωρίς εμένα. Ο,τι έδωσε ο Μαρξ, δε θα το κατάφερνα εγώ μοναχός. Ο Μαρξ στεκόταν πιο ψηλά, έβλεπε πιο μακριά και το βλέμμα του αγκάλιαζε περισσότερα και ταχύτερα από όλους εμάς τους άλλους. Ο Μαρξ ήταν μεγαλοφυία, εμείς οι άλλοι, πολύ — πολύ, να ‘μασταν ταλέντα.»
Ίσως και να ‘χε δίκιο. Αυτό που αξίζει να κρατήσουμε είναι τα λόγια του συνεχιστή του έργου των Μαρξ και Ένγκελς, του κορυφαίου επαναστάτη του 20ου αιώνα και ηγέτη της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης, του Λένιν που έλεγε: «Είναι αδύνατο να καταλάβουμε το μαρξισμό και αδύνατο να τον παρουσιάσουμε με πληρότητα χωρίς να βασιστούμε στα έργα του Ένγκελς».
Νίκος Μόττας Γεννήθηκε το 1984 στη Θεσσαλονίκη. Είναι υποψήφιος διδάκτορας (Phd) Πολιτικής Επιστήμης, Διεθνών Σχέσεων και Ιστορίας. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Westminster του Λονδίνου και είναι κάτοχος δύο μεταπτυχιακών τίτλων (Master of Arts) στις διπλωματικές σπουδές (Παρίσι) και στις διεθνείς διπλωματικές σχέσεις (Πανεπιστήμιο Τελ Αβίβ). Άρθρα του έχουν δημοσιευθεί σε ελληνόφωνα και ξενόγλωσσα μέσα.