Ο παππούς μου — από τη μεριά του πατέρα μου- ο Χαράλαμπος, ήταν πολύ κοφτερό μυαλό. Πάντα ενήμερος για το τι γίνεται, τι γινότανε και τις πραγματικές τους αιτίες.
Τέσσερα χρόνια κληρωτός, γύρισε από τη Μικρασία το Φθινόπωρο του 22. Ήταν από τους πρώτους στα χωριά μας που διάβαζε το Ριζοσπάστη. Οι χωριανοί του τον εξέλεγαν πρόεδρο ως τη δικτατορία του Μεταξά.
Το σαράντα έξι, μαζί με άλλους τρεις συγχωριανούς μας, έφεραν εις πέρας την πιο δύσκολη αποστολή στον τόπο τους: Εν μέσω της τρομοκρατίας του μεταδεκεμβριανού κράτους και παρακράτους, λίγοι μόνο πήγαν και ψήφισαν, τόσο από το χωριό μας όσο και από τα γύρω χωριά.
Τον παππού μου αρχίζω να τον θυμάμαι από το 57, με την “Αυγή” στα χέρια ή ένα με το Φίλιπς. Συχνά ερχότανε κοντοχωριανοί από τα γύρω για να τους μετρήσει τα χωράφια και να τα μοιράσουν στα παιδιά τους, επειδή τον εμπιστεύονταν. Κι όλα τα ‘βγαζε με ακρίβεια και μοναχά με μια τριχιά και με τα βήματά του. Για τα νούμερα είχε ένα μελανί μολύβι που το “σάλιωνε” για να δουλέψει και το πακέτο “Ματσάγκας” για να σημειώνει.
Εκεί γύρω στα 60, στις διακοπές του Πάσχα, ήμουν με τον παππού κάτου στο σπίτι του κάμπου. Εγώ έλυνα κάτι προβλήματα Μέσου Όρου από του Ιωάννη Καμπανά που μας είχε βάλει ο δάσκαλος για εξάσκηση κι ο παππούς έκοβε καπνό σ’ ένα κούτσουρο. Για να ιδώ νισιάνι λίγο το βιβλίο, μου είπε. Το πήρε και είδε τα προβλήματα που έλυνα. Μετά από λίγο μου λέει: Ένα μικρό χωριό με είκοσι οικογένειες έχει τρεις με μελίσσια. Του Κολιού με 100, του Κώτσιου με 50 και του Γιάννου με 150. Πόσα μελίσσια έχει κατά μέσο όρο κάθε οικογένεια στο μικρό αυτό χωριό; Του το λύνω του πάππου κι από 15 του λέω χαρούμενα, η κάθε οικογένεια. Καλά τα βρήκες στο λογαριασμό μου λέει ο παππούς, αλλά είναι ψεύτικο αυτό που βρήκες. Κι εγώ απόρησα με τα λεγόμενα του πάππου. Γιατί παππού; τον ρώτησα. Επειδή το πρόβλημα, μας κοροϊδεύει με αυτά που μας ζητάει να βρούμε. Μας πηγαίνει με το ζόρι σε φως φανάρι ψέματα, αφού θέλει να του πούμε πως έχουν από 15 μελίσσια η κάθε οικογένεια στο χωριό, ενώ εμείς ξέρουμε σίγουρα ότι 17 από τις 20 οικογένειες δεν έχουν ούτε από ένα μελίσσι.
Θα μου πεις όμως, συνέχισε ο παππούς, ότι, αν μας ζήταγαν τον μέσο όρο των μελισσιών, μόνο των τριών μελισσοκόμων, τότες μικραίνει κάπως το ψέμα. Ναι παππού, του λέω θα είχαν από 100 μελίσσια. Καλά τα λογάριασες, αλλά το ψέμα είναι ψέμα. Τι να κάνουμε παππού με αυτά τα προβλήματα; Να μην τα λύνουμε; Να τα λύνουμε νισιάνι μου, αλλά να ξέρουμε ποια είναι η αλήθεια που τη βλέπουμε με τα ίδια μας τα μάτια και ποιο είναι το ψέμα που θέλουν να μας την κρύβει.
Με παραξένεψαν πολύ και μου άρεσαν πολύ τα λόγια του παππού. Το είδε ο παππούς και μου είπε πάλε: Πες τώρα πως εδώ που είμαστε στον κάμπο έχει μόνο δυο οικογένειες, του Πήλιου και του Γκέλη. Του Πήλιου η οικογένεια πες πως έφαε τη βδομάδα που μας πέρασε 2 κιλά κρέας και του Γκέλη καθόλου. Πόσο κρέας έφαε κατά μέσο όρο αυτήν την εβδομάδα η κάθε οικογένεια;
Είπα να μην το πω, αλλά μετά, από λίγο, “από ένα” του απάντησα.
Είδες, μου είπε ο παππούς, κάνοντας τον θυμωμένο. Πάλι μεγάλο ψέμα, μας ζήτησε το πρόβλημα να βγάλουμε.
Έφαε ο Γκέλης κρέας;
Όχι παππού, του είπα.
Όταν πήγα στο Γυμνάσιο, του παππού του έφερνα κάθε μέρα την εφημερίδα του από την Παραμυθιά. Την διάβαζα κι εγώ στο δρόμο και κουβεντιάζαμε μαζί τα πολιτικά. Την δίπλωνα και στα οχτώ ακόμα καμιά φορά και την έβαζα ανάμεσα στα βιβλία για να αποφύγω τον διοικητή των ΤΕΑ που έκανε περπάτημα. Μ΄ είχε σταματήσει κανα δυο φορές στην πρώτη Γυμνασίου και μου ΄κανε κήρυγμα στο δρόμο.
Ο παππούς “έφυγε” από τον κάμπο στις 17 του Μάρτη το 1973, 73 χρονών από οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου. Τα εγγόνια του τον σκεπάσαμε με αγριολούλουδα και παπαρούνες που μόλις είχαν ξεμυτίσει.
Τον βλέπω μπροστά μου, όρθιο στα πρόβατα στον κάμπο, με το τρανζίστορ κολλημένο στο αφτί και δακρυσμένο, ν΄ ακούει τη “ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ” στις 22 Απριλίου 1967 : “ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΝΤΙΣΤΑΘΕΙΤΕ. ΚΑΤΩ Η ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ”