Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Χρήστος Ζήκος: Έφαε ο Γκέλης κρέας; (το ψέμα του μέσου όρου)

Ο παπ­πούς μου — από τη μεριά του πατέ­ρα μου- ο Χαρά­λα­μπος, ήταν πολύ κοφτε­ρό μυα­λό. Πάντα ενή­με­ρος για το τι γίνε­ται, τι γινό­τα­νε και τις πραγ­μα­τι­κές τους αιτίες.

Τέσ­σε­ρα χρό­νια κλη­ρω­τός, γύρι­σε από τη Μικρα­σία το Φθι­νό­πω­ρο του 22. Ήταν από τους πρώ­τους στα χωριά μας που διά­βα­ζε το Ριζο­σπά­στη. Οι χωρια­νοί του τον εξέ­λε­γαν πρό­ε­δρο ως τη δικτα­το­ρία του Μεταξά.

Το σαρά­ντα έξι, μαζί με άλλους τρεις συγ­χω­ρια­νούς μας, έφε­ραν εις πέρας την πιο δύσκο­λη απο­στο­λή στον τόπο τους: Εν μέσω της τρο­μο­κρα­τί­ας του μετα­δε­κεμ­βρια­νού κρά­τους και παρα­κρά­τους, λίγοι μόνο πήγαν και ψήφι­σαν, τόσο από το χωριό μας όσο και από τα γύρω χωριά.

Τον παπ­πού μου αρχί­ζω να τον θυμά­μαι από το 57, με την “Αυγή” στα χέρια ή ένα με το Φίλι­πς. Συχνά ερχό­τα­νε κοντο­χω­ρια­νοί από τα γύρω για να τους μετρή­σει τα χωρά­φια και να τα μοι­ρά­σουν στα παι­διά τους, επει­δή τον εμπι­στεύ­ο­νταν. Κι όλα τα ‘βγα­ζε με ακρί­βεια και μονα­χά με μια τρι­χιά και με τα βήμα­τά του. Για τα νού­με­ρα είχε ένα μελα­νί μολύ­βι που το “σάλιω­νε” για να δου­λέ­ψει και το πακέ­το “Ματσά­γκας” για να σημειώνει.

Εκεί γύρω στα 60, στις δια­κο­πές του Πάσχα, ήμουν με τον παπ­πού κάτου στο σπί­τι του κάμπου. Εγώ έλυ­να κάτι προ­βλή­μα­τα Μέσου Όρου από του Ιωάν­νη Καμπα­νά που μας είχε βάλει ο δάσκα­λος για εξά­σκη­ση κι ο παπ­πούς έκο­βε καπνό σ’ ένα κού­τσου­ρο. Για να ιδώ νισιά­νι λίγο το βιβλίο, μου είπε. Το πήρε και είδε τα προ­βλή­μα­τα που έλυ­να. Μετά από λίγο μου λέει: Ένα μικρό χωριό με είκο­σι οικο­γέ­νειες έχει τρεις με μελίσ­σια. Του Κολιού με 100, του Κώτσιου με 50 και του Γιάν­νου με 150. Πόσα μελίσ­σια έχει κατά μέσο όρο κάθε οικο­γέ­νεια στο μικρό αυτό χωριό; Του το λύνω του πάπ­που κι από 15 του λέω χαρού­με­να, η κάθε οικο­γέ­νεια. Καλά τα βρή­κες στο λογα­ρια­σμό μου λέει ο παπ­πούς, αλλά είναι ψεύ­τι­κο αυτό που βρή­κες. Κι εγώ από­ρη­σα με τα λεγό­με­να του πάπ­που. Για­τί παπ­πού; τον ρώτη­σα. Επει­δή το πρό­βλη­μα, μας κοροϊ­δεύ­ει με αυτά που μας ζητά­ει να βρού­με. Μας πηγαί­νει με το ζόρι σε φως φανά­ρι ψέμα­τα, αφού θέλει να του πού­με πως έχουν από 15 μελίσ­σια η κάθε οικο­γέ­νεια στο χωριό, ενώ εμείς ξέρου­με σίγου­ρα ότι 17 από τις 20 οικο­γέ­νειες δεν έχουν ούτε από ένα μελίσσι.

Θα μου πεις όμως, συνέ­χι­σε ο παπ­πούς, ότι, αν μας ζήτα­γαν τον μέσο όρο των μελισ­σιών, μόνο των τριών μελισ­σο­κό­μων, τότες μικραί­νει κάπως το ψέμα. Ναι παπ­πού, του λέω θα είχαν από 100 μελίσ­σια. Καλά τα λογά­ρια­σες, αλλά το ψέμα είναι ψέμα. Τι να κάνου­με παπ­πού με αυτά τα προ­βλή­μα­τα; Να μην τα λύνου­με; Να τα λύνου­με νισιά­νι μου, αλλά να ξέρου­με ποια είναι η αλή­θεια που τη βλέ­που­με με τα ίδια μας τα μάτια και ποιο είναι το ψέμα που θέλουν να μας την κρύβει.

Με παρα­ξέ­νε­ψαν πολύ και μου άρε­σαν πολύ τα λόγια του παπ­πού. Το είδε ο παπ­πούς και μου είπε πάλε: Πες τώρα πως εδώ που είμα­στε στον κάμπο έχει μόνο δυο οικο­γέ­νειες, του Πήλιου και του Γκέ­λη. Του Πήλιου η οικο­γέ­νεια πες πως έφαε τη βδο­μά­δα που μας πέρα­σε 2 κιλά κρέ­ας και του Γκέ­λη καθό­λου. Πόσο κρέ­ας έφαε κατά μέσο όρο αυτήν την εβδο­μά­δα η κάθε οικογένεια;

Είπα να μην το πω, αλλά μετά, από λίγο, “από ένα” του απάντησα.

Είδες, μου είπε ο παπ­πούς, κάνο­ντας τον θυμω­μέ­νο. Πάλι μεγά­λο ψέμα, μας ζήτη­σε το πρό­βλη­μα να βγάλουμε.

Έφαε ο Γκέ­λης κρέας;

Όχι παπ­πού, του είπα.

Όταν πήγα στο Γυμνά­σιο, του παπ­πού του έφερ­να κάθε μέρα την εφη­με­ρί­δα του από την Παρα­μυ­θιά. Την διά­βα­ζα κι εγώ στο δρό­μο και κου­βε­ντιά­ζα­με μαζί τα πολι­τι­κά. Την δίπλω­να και στα οχτώ ακό­μα καμιά φορά και την έβα­ζα ανά­με­σα στα βιβλία για να απο­φύ­γω τον διοι­κη­τή των ΤΕΑ που έκα­νε περ­πά­τη­μα. Μ΄ είχε στα­μα­τή­σει κανα δυο φορές στην πρώ­τη Γυμνα­σί­ου και μου ΄κανε κήρυγ­μα στο δρόμο.

Ο παπ­πούς “έφυ­γε” από τον κάμπο στις 17 του Μάρ­τη το 1973, 73 χρο­νών από οξύ έμφραγ­μα μυο­καρ­δί­ου. Τα εγγό­νια του τον σκε­πά­σα­με με αγριο­λού­λου­δα και παπα­ρού­νες που μόλις είχαν ξεμυτίσει.

Τον βλέ­πω μπρο­στά μου, όρθιο στα πρό­βα­τα στον κάμπο, με το τραν­ζί­στορ κολ­λη­μέ­νο στο αφτί και δακρυ­σμέ­νο, ν΄ ακού­ει τη “ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ” στις 22 Απρι­λί­ου 1967 : “ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΝΤΙΣΤΑΘΕΙΤΕ. ΚΑΤΩ Η ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ”

 

Γράμ­μα­τα της ποίησης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο