Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Χριστίνα Κάβουρα: «Δύσκολη Άνοιξη» — «Ο φόβος»

Ο ΦΟΒΟΣ

Ο φόβος κατοι­κεί στις πόλεις μας
Κατοι­κεί στις ψυχές μας
Κάνει κατά­λη­ψη σε ότι αγαπήσαμε
Ακυ­ρώ­νει την ομορ­φιά της μέρας
Επι­κυ­ρώ­νει την δική μας θνητότητα

Μηνύ­μα­τα δύσκο­λα με βρίσκουν
Αξε­διά­λυ­τα, παρα­νοϊ­κά, δύστυχα
Σπά­ζουν το χρό­νο, τον δικό μας χρόνο
Σε χιλιά­δες αστρα­φτε­ρά κομ­μά­τια καθρέφτη
Πικρές σκλή­θρες που αιμορραγούν

Οι λέξεις κρύ­βο­νται στην πίσω πλευ­ρά του νου
Δεν βρί­σκω πια τις λέξεις που ήξερα
Λέξεις ήμε­ρες χωρίς ιστορία
Από αυτές που γέμι­ζαν θύμισες
Ανα­μνή­σεις γεμά­τες από όνειρα

Πόσο είμα­στε έτοι­μοι για την αλήθεια
Την μη δια­χει­ρί­σι­μη αλήθεια
Αυτή που παγώ­νει τη σκέψη
Κρύ­βο­μαι πίσω από ένα ψέμα
Θέλω ένα ζεστό ψέμα από­ψε, έστω και μάταιο

Άγριες τάσεις φυγής για έναν ανέ­φι­κτο κόσμο
Ονει­ρι­κό, γεμά­τον ήλιους και θάλασσες
Πασχα­λιές ανθι­σμέ­νες, παλιούς ελαιώνες
Δρό­μους που αγαπήσαμε
Σοκά­κια πνιγ­μέ­να στα για­σε­μιά της θύμησης

Ας προ­χω­ρή­σου­με μαζί μπρο­στά από τον φόβο
Ας αγκα­λιά­σου­με την ελπίδα
Ας βοη­θή­σου­με τον διπλα­νό μας
Ας πού­με μια χαρού­με­νη λέξη
Ας επα­νε­κτι­μή­σου­με το γαλά­ζιο της θάλασσας

Δύσκολη Άνοιξη

Στις αυλές της Μεγά­λης Τρίτης
Γλυσ­σί­νες ευω­διά­ζουν κι ασβέστης
Δαί­μο­νες μικροί παί­ζουν στις σκιές
Ένας δαί­μο­νας κακός ξυπνά στις φυλλωσιές
Ο έρω­τας μαζεύ­ε­ται μέσ’ τα φου­στά­νια της Άνοιξης
Φλό­γα η ψυχή χτυ­πά μέσα σε γερά­νια υγρά
Δρο­σο­στα­λί­δες μαργαριταρένιες
Δύσκο­λα σύμ­βο­λα οι κορώνες

Ξαφ­νι­κά δυσκο­λεύ­ει η Άνοιξη
Αλλά­ζει η ζωή μας στο απόλυτο
Μάγισ­σες μικρές δοκι­μά­ζουν βότανα
Νεράι­δες ξεστο­λί­ζουν τα μαλ­λιά τους
Κοπέ­λες μελε­τούν παι­γνί­δια δύσκολα
Στον ήλιο χαϊ­δεύ­ο­νται θλιμ­μέ­νες οι πασχαλιές
Καμέ­λιες κόκ­κι­νες, μικρά ηράνθεμα !
Λαμπε­ρές μέρες, αστρο­φώ­τι­στες νύχτες
Ώρα πρώτη,
Απο­προ­σα­να­το­λί­ζε­ται ο πλανήτης

Πανη­γύ­ρια ανθι­σμέ­να της Άνοιξης
Θλι­βε­ρά φέτος, μονα­χι­κά, ξένα
Ποτά­μια συνε­χί­ζουν να κυλούν ασταμάτητα
Ίμε­ροι κρύ­βο­νται στις φυλλωσιές
Κι ο θάνα­τος στή­νει χορό στις πόλεις
Ανή­συ­χες νύμ­φες ρωτούν έκπλη­κτους Σάτυρους
Ώρα δεύ­τε­ρη, άγνω­στη η αλήθεια
Δεν υπάρ­χουν φιλιά να αλλά­ζο­νται στις ερημιές
Στις παρα­λί­ες λού­ζο­νται μονα­χές οι Ναϊάδες !

Μικρές Δαφ­νού­λες σερ­για­νί­ζουν στο ρυάκι
Κορ­μιά ζεστά. Χεί­λη φιλήδονα
Ρωτούν που πήγε η Άνοιξη
Η Φλώ­ρα κολυ­μπά­ει στο νερό
Δρο­σο­πέ­τα­λα του Απρί­λη στα μαλ­λιά της
Κρύ­οι άνε­μοι ψιθυ­ρί­ζουν μυστι­κά στο δάσος
Στις λίμνες ανα­ρω­τιού­νται ξωτικά
Ποιος έφε­ρε το θανα­τι­κό στον κόσμο

Που πάνε οι ιέρειες της Άνοιξης
Ανθο­στό­λι­στες αλλά κακόκεφες
Η Μυρ­σί­νη, η Δάφ­νη, η Άκεσ­σα, η Γιασεμί
Ανέ­με­λες στους ήλιους του μεσημεριού
Μάταιες ευχές στέλ­νουν για αμπέ­λια κι αλώνια
Για μόλους μικρούς, πλε­ού­με­να καλοτάξιδα
Πλη­γω­μέ­νοι οι άνθρωποι
Στη δύσκο­λη η μονα­ξιά τους
μελε­τούν μάταια την κατάρα

Ιέρειες της Άνοιξης
Λεμο­ναν­θοί ανοί­γουν στο άγγιγ­μά τους
Ερω­τι­κοί μαΐ­στροι παί­ζουν στις φού­στες τους
Μελω­μέ­νοι, ήσυ­χοι, θερμοί
(Ο έρω­τας αλλά­ζει γειτονιά)
Άγνω­στος ο προ­ο­ρι­σμός του κόσμου
Αγό­ρια ξαγρυ­πνούν ψάχνο­ντας ένα αύριο
Μυστη­ρια­κές οι νύχτες στο σύμπαν
Χυμέ­νη μαγεία μέσα από κρινοδάχτυλα
Κρι­νο­δά­χτυ­λα που αιμορραγούν

Κύμα­τα κατα­στρο­φι­κά μετρούν το χρόνο
Έρη­μα πέλα­γα, θάλασ­σες ακαταμάχητες
Άνθι­σαν οι κερα­σιές φέτος ?
Πώς να ξορ­κί­σω την ερη­μιά στο μπαλ­κό­νι μου
Την ερη­μιά στην ψυχή μου
Πώς να σου μιλή­σω φέτος Άνοιξη
Μ’ ένα παρα­λή­ρη­μα ή μ’ ένα στίχο
Πώς να σε χαιρετήσω
Με μια ελπί­δα ή μ’ ένα δισκοπότηρο ?

Λου­λού­δια κερα­σιάς μου στέλνεις
Εικο­νι­κά, άοσμα
Θ’ ανθί­σουν πάλι οι κερα­σιές μου λες
Κάνω δυό σκέ­ψεις, κάνεις ένα όνειρο
Στις άκρες του νου ανθί­ζουν συναισθήματα
Μικροί έρω­τες κρυ­φο­γε­λούν στις φυλλωσιές
Αγκά­θια και πολ­λά ναυάγια
Ναι, βλέ­πω το χάρ­τη, τα τενά­γη και τις ξέρες
Ώρα Τρί­τη, ξαφ­νι­κά αχνο­φαί­νε­ται ο φάρος
Χαρού­με­νος, μικρός, ελπιδοφόρος

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο