Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Όντε γυρίζω στο χωριό και η σκέψη ξεμαργώνει

Γρά­φει η Ζωή Δικταί­ου //

Κάθε σου βήμα μια θύμη­ση, πρό­σω­πα που περ­νούν στις ανα­μνή­σεις όσο οι άνθρω­ποι δεν προει­δο­ποιούν για το τελευ­ταίο αντίο και τη φυγή τους. Η ψυχή λαχτα­ρά κι ανοί­γει τα φύλ­λα της ακο­λου­θώ­ντας τα ίδια χνά­ρια πότε πάνω στο πασπα­ρό­χω­μα και πότε στα στε­νά δρο­μά­κια. Ο παλιός κόσμος είναι ακό­μη εδώ. Οι κλει­στές πόρ­τες προ­γο­νι­κά συν­δε­δε­μέ­νες με τη ζωή σου στο τρί­ξι­μο της σκου­ριάς ξετυ­λί­γουν και­νού­ρια αφή­γη­ση. Ελκυ­στι­κή η εμμο­νή στα παλιά πράγ­μα­τα όταν γίνο­νται ανα­ζω­ο­γο­νη­τι­κή αιτία και βρί­σκει τρό­πους η  μνή­μη να χαθεί σε μια διαρ­κή και ευδαί­μο­να μελαγ­χο­λία. Τώρα δεν φοβά­σαι να παρα­δε­χτείς πως φίλοι, συγ­γε­νείς, γεί­το­νες δεν ήταν και δεν είναι δεδο­μέ­νοι αφού κανείς και τίπο­τα δεν μένει για πάντα, τώρα συμ­φι­λιω­μέ­νη επι­στρέ­φεις. Σιγα­λιά γύρω, στο οδοι­πο­ρι­κό της νοσταλ­γί­ας τα ονό­μα­τα γίνο­νται συλ­λα­βές στην ψυχή. Κάποιοι από εκεί­νους που τόσο στις καλές όσο και στις κακές στιγ­μές σου κρα­τού­σαν το χέρι μπο­ρεί να μην είναι πια εδώ, μα θα τα κατα­φέ­ρεις. Το σοκά­κι με τους μπρού­τζι­νους φανο­στά­τες σε καλω­σο­ρί­ζει στη γνώ­ρι­μη ομί­χλη. Μικρό κι ασή­μα­ντο το νόμι­ζες κάπο­τε αυτό το σοκά­κι που αγά­πη­σες, τότε που σου έτα­ζαν τον ουρα­νό με τ’ άστρα και τη μεγά­λη λεω­φό­ρο. Όχι, δεν θα μετρή­σεις καμιά ματαίωση.

Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου Όντε γυρίζω στο χωριό ...Το ρόπτρο στην πόρ­τα και το κεντη­μέ­νο κουρ­τι­νά­κι στο ραγι­σμέ­νο παρά­θυ­ρο της Μαλα­μα­τέ­νιας που ανε­μί­ζει ερή­μην της κόντρα στην απου­σία και την εγκα­τά­λει­ψη όπως τα άφη­σε πριν φύγει για το μεγά­λο ταξί­δι.  Εκεί πέφτει το βλέμ­μα. Φωτί­ζε­ται λοξά από την κολό­να του δρό­μου. Το λεπτό ύφα­σμα δεν έχει χάσει εντε­λώς τη μετα­ξέ­νια του υφή. Ίσως να μην έχει χάσει και όλες τις δυνα­τό­τη­τές του, εύχε­σαι. Η πυκνή ύφαν­ση αντι­στέ­κε­ται στη φθο­ρά λες και έχει προ­ο­ρι­σμό να δια­τη­ρεί αθέ­α­τη την πάντα μυστι­κι­στι­κή ατμό­σφαι­ρα του εσω­τε­ρι­κού της κάμα­ρας. Τα δυνα­τά και τα αδύ­να­μα χαρα­κτη­ρι­στι­κά όλα στο ξεθω­ρια­σμέ­νο κέντη­μα και η  έμπνευ­ση σ’ ένα κομ­μά­τι λευ­κή δαντέλ­λα που εκλι­πα­ρεί ένα ακό­μη βλέμ­μα, στο λίγο της θύμη­σης από το μαζί της συντρο­φιάς μιας ζωής.

Δρόμοι παλιοί, αυτοί που σε ελκύουν περισσότερο.
Δρόμοι παλιοί, του χαμένου χρόνου με τα σημάδια του ανεκπλήρωτου έρωτα.

Δρό­μοι της ζωής που αγά­πη­σες με πάθος, της απώ­λειας που ακό­μη φοβά­σαι, δρό­μοι της ανε­με­λιάς κάπο­τε, δρό­μοι που μιλούν τη δική τους γλώσ­σα καθώς μοι­ρά­ζουν πεπρωμένα…

Δρόμοι παλιοί, εκεί που η αγάπη γίνεται περιουσία.

Μ’ ένα λαχά­νια­σμα φτά­νεις μεσά­νυ­χτα, δεν έχεις χρό­νο για δεύ­τε­ρες σκέψεις.
Σηκώ­νεις τα μάτια στον ουρα­νό, δεν γυρεύ­εις σκιές, μήτε άλλα σημά­δια, εδώ καλεί­σαι να ξεδι­πλώ­σεις την καλύ­τε­ρη εκδο­χή του εαυ­τού σου.
Τ’ αστέ­ρια τρε­μο­παί­ζουν πότε μπλε και πότε χρυσοκίτρινα.
Μέσα στη βαθιά νύχτα στέ­κε­σαι στο πλα­κό­στρω­το στον άγιο Χαράλαμπο.
Αν υψώ­σεις τα χέρια θαρ­ρείς θα τ’ αγγί­ξεις τ’ αστέ­ρια που κρέ­μο­νται από πάνω σου και πάνω από το έλα­το τώρα που χαμη­λώ­νουν για να φωτί­σουν τη μετα­ξο­κλω­στή στη ραφή της μοναξιάς.

Χωρίς το φαρ­μά­κι της αμφι­βο­λί­ας, κάπως πρω­τό­γνω­ρη και περί­ερ­γη η και­νού­ρια ανά­γνω­ση, ένα μάθη­μα ή και ένα πάθη­μα ακό­μη. Στην επα­να­μυ­θο­λό­γη­ση του τόπου ανα­κα­λύ­πτεις τις λεπτο­μέ­ρειες. Οργα­νώ­νεις το βλέμ­μα σχο­λα­στι­κά σε κάθε αυλή, σε κάθε σπί­τι, στα κερα­μί­δια και στα μπαλ­κό­νια, στις καμι­νά­δες και στα δώμα­τα, ανα­ζη­τώ­ντας μέσα από τη φθο­ρά και τα χαλά­σμα­τα την αίγλη μιας αλλο­τι­νής ζωής. Μετα­λα­βαί­νεις τη Μοί­ρα του γενέ­θλιου τόπου με ευγνω­μο­σύ­νη. Από την ψίχα της ψυχής η ευγνω­μο­σύ­νη για τους ανθρώ­πους που σε έμα­θαν να γεμί­ζεις τη δική σου ψυχή με τα απλά, τα καθη­με­ρι­νά, τα μικρά, τα λίγα, αυτά που γίνο­νται μεγά­λα και εφό­δια ζωής. Εδώ να στα­θείς, εδώ μπο­ρείς να ξανα­βρείς και να κερ­δί­σεις από το πολύ της ομορ­φιάς μέσα στην τόση άρνη­ση, εδώ το λιγο­στό φως του λύχνου μπο­ρεί να σου δεί­ξει τον χαμέ­νο σου κόσμο.

Ένας ήχος σε βγά­ζει από την ονει­ρο­πό­λη­ση και το φευ­γιό της αθω­ό­τη­τας. Ανα­τρι­χιά­ζο­ντας στο παι­χνί­δι­σμα της σκέ­ψης ανα­ζη­τάς το που­λί της ορμή­νειας, αυτό που μπο­ρεί να δια­λα­λή­σει με τέτοιο καη­μό και τα δικά σου παρά­πο­να. Ανα­μνή­σεις και συγκί­νη­ση πλημ­μυ­ρί­ζουν το νου, το νου που του αρέ­σει να χάνε­ται μέσα στα αυλά­κια τού και­ρού και στις παλιές συνή­θειες, που δεν έχει ανά­γκη αρα­ξο­βό­λια για­τί εύκο­λα ξεκό­βει από όλα για να κάνει την επι­θυ­μία πράξη.

“Η νύχτα με παρηγορεί και η μέρα με μαλώνει
όντε γυρίζω στο χωριό και η σκέψη ξεμαργώνει”

(…)
φτά­νει από μακριά η μαντι­νά­δα με όχη­μα τους ήχους του μαντο­λί­νου. Ίσως ο τρα­γου­δι­στής της νύχτας να αγγί­ζει τις χορ­δές κλαί­γο­ντας, να βασα­νί­ζε­ται κι εκεί­νος από όσα χαμέ­να γυρί­ζουν και φωλιά­ζουν στις κόγ­χες των ματιών. Συλ­λο­γί­ζε­σαι σπα­σμέ­νους καθρέ­φτες και σπα­σμέ­νες μορ­φές, μα θα στο­λί­σεις τη θύμη­ση με ολό­δρο­σους αρο­δα­μούς καθώς μένεις ασά­λευ­τη και ακούς να κορυ­φώ­νε­ται το δικό σου χτυ­πο­κάρ­δι. Αυτή τη φορά, το νιώ­θεις πως δεν μπο­ρεί να ξεγλισ­ρή­σει τ’ όνειρο.

Είσαι στο χωριό σου, στο Τζερ­μιά­δων. Εδώ μετά­λα­βες ζωή και φως, εδώ μεγάλωσες.
Στο ξημέ­ρω­μα η γει­το­νιά μυρί­ζει για­σε­μί την ώρα που κόβε­ται το σκο­τά­δι και ξεμυ­τί­ζουν οι λαλη­τά­δες της αυγής.
Στο ξημέ­ρω­μα, στο αδρά­χτι που γυρί­ζει και στρο­βι­λί­ζε­ται στα δάχτυ­λα, θα ξοδέ­ψεις τις εικό­νες που ανά­στη­σες με δάκρυα και  θα παρα­δε­χτείς μια επι­στρο­φή με άπει­ρες δυνατότητες.
Οι φλέ­βες του νερού θα ξυπνή­σουν τις παλιές αγά­πες και το ψιχά­λι­σμα που λαχτα­ράς ακό­μη στον οντά.
Γυρεύ­εις αιτί­ες κρυμ­μέ­νες και φανε­ρές και αφορ­μές να ψηλα­φί­σεις τον βαθύ­τε­ρο καϋ­μό, αυτόν που σε κρά­τη­σε κρα­τώ­ντας και το αίνιγ­μα μιας απου­σί­ας και μιας φυγής σ’ ένα αντίο.

Τζερ­μιά­δων
Η παλαιό­τε­ρη μνεία στην ονο­μα­σία του χωριού, γίνε­ται από τον Ιτα­λό χαρ­το­γρά­φο και στρα­τιω­τι­κό μηχα­νι­κό, Francesco Basilicata‎, ο οποί­ος εργά­στη­κε στην υπη­ρε­σία της Δημο­κρα­τί­ας της Βενε­τί­ας και είναι γνω­στός για τους χάρ­τες και τα σχέ­δια που κατα­σκεύ­α­σε για την Κρή­τη. Το έτος χίλια εξα­κό­σια τριά­ντα ανα­φέ­ρει το χωριό ως «Zermiades» με πενή­ντα σπί­τια. Στην τουρ­κι­κή απο­γρα­φή του χίλια εξα­κό­σια εβδο­μή­ντα ένα, ανα­φέ­ρε­ται ως «Cermyado», με εκα­τόν δώδε­κα οικο­γέ­νειες, ενώ κατά την αιγυ­πτια­κή απο­γρα­φή του χίλια οκτα­κό­σια τριά­ντα τέσ­σε­ρα είχαν απο­γρα­φεί εκα­τόν είκο­σι χρι­στια­νι­κές οικο­γέ­νειες. Στην απο­γρα­φή του χίλια οκτα­κό­σια ογδό­ντα ένα, ανα­φέ­ρε­ται ως Τζερ­μιά­δω και απο­τε­λεί έδρα ομώ­νυ­μου δήμου με οκτα­κό­σιους ενε­νή­ντα τέσ­σε­ρις χρι­στια­νούς αλλά και τέσ­σε­ρις τούρ­κους εισπρά­κτο­ρες των φόρων. Το χίλια εννια­κό­σια γρά­φε­ται Τζερ­μιά­δων και είναι έδρα του ομώ­νυ­μου δήμου.

Όσο για την προ­έ­λευ­ση του ονό­μα­τος ο Στέρ­γιος Σπα­νά­κης θεω­ρεί ότι προ­έρ­χε­ται από το επώ­νυ­μο των πρώ­των οικι­στών του χωριού.
Ενδέ­χε­ται το επώ­νυ­μο: Τζερ­μιάς να σχε­τί­ζε­ται με το βενε­τσιά­νι­κο «Geremia». Το επώ­νυ­μο σώζε­ται μέχρι τις μέρες μας όχι μόνο στο χωριό αλλά και σε άλλες περιοχές.
Όμως, και το επώ­νυ­μο Ιερε­μί­ας, απα­ντά ακό­μη και σήμε­ρα στην πόλη του Ηρακλείου.

Στην ευρύ­τε­ρη περιο­χή γύρω από το χωριό υπάρ­χουν ίχνη κατοί­κη­σης από τη Νεο­λι­θι­κή επο­χή. Το σπή­λαιο της Τρα­πέ­ζας, γνω­στό και ως «Κρό­νιον» προς την  ανα­το­λι­κή πλευ­ρά, θεω­ρεί­ται ότι κατοι­κή­θη­κε από την Πρω­το­μι­νω­ι­κή περίοδο.
Σε αυτό το όμορ­φο μέρος με την πυκνή άγρια βλά­στη­ση, όπου δια­σώ­ζε­ται ταυ­τό­χρο­να μακριά από ανθρώ­πι­νες παρεμ­βά­σεις τόσο η φύση όσο και ο αρχαιο­λο­γι­κός χώρος, αισθά­νε­σαι πως το σπή­λαιο είναι  από τα  γνή­σια, τα αυθε­ντι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά του τοπίου.
Αυτοί οι τόποι κατα­φέρ­νουν να δια­τη­ρούν την ιερή ατμό­σφαι­ρα του μυστη­ρί­ου και να μετα­φέ­ρουν ένα πλή­θος νοη­μά­των και χαρα­κτη­ρι­στι­κών των οποί­ων η απώ­λεια θα ισο­δυ­να­μού­σε με απώ­λεια μνήμης.

Το χίλια οκτα­κό­σια ενε­νή­ντα έξι το σπή­λαιο επι­σκέ­φτη­κε ο Evans. Εδώ βρή­κε ειδώ­λια από φαγε­ντια­νή και φύλ­λα χρυ­σού όμοια με αυτά της περιο­χής του Μόχλου της Σητεί­ας. Βρέ­θη­καν επί­σης ειδώ­λια πρω­το­μι­νω­ι­κά από ελε­φα­ντό­δο­ντο. Τα ενδύ­μα­τα ομοιά­ζουν με τα υστε­ρο­νε­ο­λι­θι­κά ειδώ­λια της Κρή­της. Το σπή­λαιο έχει χαμη­λή είσο­δο και αρκε­τό βάθος. Σε αυτό έγι­ναν συστη­μα­τι­κές ανα­σκα­φές από τον Βρε­τα­νό ρομα­ντι­κό και παρά­τολ­μο αρχαιο­λό­γο, Jhon Pendlebury, το έτος χίλια εννια­κό­σια τριά­ντα έξι.

Ο Τζον Πεντε­μπλέ­ρι, κατά τους ντό­πιους ήταν πολύ αγα­πη­τός και απλός άνθρω­πος. Όχι μόνο μιλού­σε τη γλώσ­σα καλά, αλλά ήξε­ρε την κάθε πέτρα και το κάθε μονο­πά­τι στα βου­νά της Κρή­της, αφού του άρε­σε η πεζο­πο­ρία και η εξερεύνηση.
Όταν ξέσπα­σε ο πόλε­μος, παρ’ όλο που δεν ήταν στρα­τιω­τι­κός, το υπουρ­γείο Πολέ­μου του Λον­δί­νου του είχε ανα­θέ­σει να οργα­νώ­σει την αντί­στα­ση κατά των Γερ­μα­νών στο Ηρά­κλειο, καθώς γνώ­ρι­ζε καλά τους Κρη­τι­κούς. Δεν δυσκο­λεύ­τη­κε να οργα­νώ­σει τους άντρες καθώς οι ντό­πιοι ήταν έτοι­μοι να πολε­μή­σουν. Ανά­με­σα στους συνερ­γά­τες του ήταν και παλιοί καπε­τα­ναί­οι, όπως ο Αντώ­νης Γρη­γο­ρά­κης, γνω­στός περισ­σό­τε­ρο ως Καπε­τάν Σατανάς.
Οι Γερ­μα­νοί είχαν ονο­μά­σει τον αρχαιο­λό­γο «Λόρενς της Κρή­της».
Τον εκτέ­λε­σαν αφού τον ανέ­κρι­ναν, χωρίς να του απο­σπά­σουν πλη­ρο­φο­ρί­ες και χωρίς να γνω­ρί­ζουν ποιος ήταν.
Τον είχαν βρει βαριά τραυ­μα­τι­σμέ­νο στο σπί­τι της Αρι­στέ­ας Δρο­σου­λά­κη, στο Ηρά­κλειο, λίγες ημέ­ρες μετά από τη Μάχη της Κρή­της. Στο Τζερ­μιά­δων, οι κάτοι­κοι, όχι μόνο δεν τον ξέχα­σαν, αλλά προ­κει­μέ­νου να τον μνη­μο­νεύ­ουν καθη­με­ρι­νά είχαν ονο­μά­σει τον Γεώρ­γιο Καλο­γε­ρά­κη, Πεντε­μπλέ­ρι, εξ αιτί­ας του υψη­λού ανα­στή­μα­τος, της ευγέ­νειας, μα και της ομοιό­τη­τάς του με τον αρχαιολόγο.

Δίπλα στο λόφο, στη θέση Κάστελ­λος έχουν βρε­θεί ταφές και κατοι­κί­ες που χρο­νο­λο­γού­νται από τη Νεο­λι­θι­κή επο­χή μέχρι τη Μεσο­μι­νω­ι­κή. Ο Evans και ο Taramelli θεω­ρούν τον λόφο στον Κάστελ­λο προϊ­στο­ρι­κή ακρό­πο­λη. Εκτι­μά­ται ότι με την κατοί­κη­ση στον Κάστελ­λο, το σπή­λαιο της Τρα­πέ­ζας μετα­τρά­πη­κε σε χώρο ταφής. Αυτό δικαιο­λο­γεί τις προ­σφο­ρές και τα ανα­θή­μα­τα που έχουν ανα­κα­λυ­φθεί. Απεί­ρα­χτα τοπία της φύσης, αυτοί οι χώροι προ­σφέ­ρο­νται για ξεκού­ρα­ση και γαλή­νη. Οι δια­δρο­μές αυτές απο­τε­λούν μεγά­λη ευκαι­ρία επα­φής με το φυσι­κό περι­βάλ­λον και γίνο­νται αιτί­ες που δίνουν τη δυνα­τό­τη­τα στον επι­σκέ­πτη να θαυ­μά­σει τη δια­χρο­νι­κή αξία της φύσης και να κατα­φέ­ρει να εντά­ξει τον εαυ­τό του στην ιστο­ρι­κή συνέ­χεια του Οροπεδίου.

Έλα τώρα να πάμε μέχρι τα Σκα­φί­δια. Σε αυτή τη θέση έχουν ανα­κα­λυ­φθεί ταφές Νεο­λι­θι­κής επο­χής. Μετό­χι ήταν και μάλι­στα κατοι­κη­μέ­νο και δεν είχε μόνο τις μεγά­λες πέτρι­νες γούρ­νες που θυμά­σαι αλλά και μακρό­στε­να σκα­φί­δια, που είχαν σκα­λί­σει οι κάτοι­κοι σε κορ­μούς δέντρων για να ποτί­ζουν τα ζώα τους. Ο γκρε­μι­σμέ­νος τοί­χος με τον κισ­σό δεί­χνει τη θέση που ήταν το πιο παλιό υδρα­γω­γείο του χωριού. Το νερό περ­νού­σε μέσα από πήλι­νους σωλή­νες, όπως λέει το Αρι­στει­δά­κι, τονί­ζο­ντας ότι στις συν­δέ­σεις για να απο­κλει­στούν οι διαρ­ρο­ές οι παλιοί μαστό­ροι που ήξε­ραν τα μυστι­κά της αντο­χής, είχαν χρη­σι­μο­ποι­ή­σει σαντο­ρι­νιό χώμα. Έτσι έφτα­νε το νερό χωρίς απώ­λειες στις κοι­νο­τι­κές βρύ­σες όπου μαζεύ­ο­νταν κυρί­ως οι γυναί­κες για να κάνουν τη λάτρα τους και να γεμί­σουν τα στα­μνιά. Πολ­λές φορές έγι­ναν σημείο ανα­φο­ράς και συνά­ντη­σης ερω­τευ­μέ­νων, αλλά και αιτί­ες καυγά.

Τρια­ντά­φυλ­λα κι αγκά­θια μαζί πηγαί­νουν. Κάθε παλιά βρύ­ση στο χωριό έχει και την ιστο­ρία της. Ακούς τα πατή­μα­τα του και­ρού που πέρα­σε, τις στά­λες του νερού να πέφτουν βαριές, τα χεί­λη που έσκυ­ψαν και ξεδί­ψα­σαν, το στα­μνί που από μια αδέ­ξια κίνη­ση έσπα­σε. Στη βρύ­ση στην Ποτα­μίσ­σα είχε προ­σέ­ξει την Καλ­λιό­πη για πρώ­τη φορά το Αρι­στει­δά­κι. Πρώ­τα μάλω­σαν, ήθε­λε να γεμί­σει πρώ­τη το σταμνί.

“Κάμε στη μπά­ντα για­τί δε μού βολεί ν’ ανι­μέ­νω να ξεχει­λί­σει το σιντε­ρο­βά­ρε­λο ο φαμέ­γιος του Καρ­κα­λέ­κου”, είχε ξεστο­μί­σει με πρό­κλη­ση κι εκεί­νος ψύχραιμα:

“Των αμαθιώ σου το νερό να πιω να μεταλάβω
στα πάθη απού μ’ έβαλες αργάτη σου και σκλάβο”

Από τη μια ζύγι­σε μαντι­νά­δα και ματό­κλα­δα κι από την άλλη έβα­λε τιμή και περη­φά­νια για να μην δώσει δικαιώ­μα­τα στον κόσμο.

“Γιάε, δεν ήρθα για να παί­ξο­με συνο­ρι­σά, κνε­κνέ, ε κνε­κνέ, κάμε στη μπά­ντα κι έχω ένα κάρο κατσι­κά­ντα­ρα να διαρ­μι­στώ”, ισχυ­ρί­στη­κε, μα ένα χαμό­γε­λο το είχε ήδη σκά­σει από τα λεπτά της χεί­λη και πετά­ρι­ζε στα δικά του.

Η φήμη του νερού στα Σκα­φί­δια χάνε­ται στα υπό­γεια λού­κια και στο χρό­νο. Η παρά­δο­ση θέλει από την πηγή αυτή να έπαιρ­νε νερό ο Κερήμ αγάς, πασάς του Ηρα­κλεί­ου στα χρό­νια της Τουρ­κο­κρα­τί­ας. Λένε πως είχε δώσει εντο­λή στο μου­χτά­ρη, να βάζει αγγα­ρεία τους κατοί­κους και να του μετα­φέ­ρουν σε ασκιά με τα ζώα τους νερό της πηγής.

Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου Όντε γυρίζω στο χωριό ... 1

“Μια βολά…” , πάνει την ιστορία από την αρχή το Αριστειδάκι

“Μια βολά λοι­πόν, εκει­νου­σάς τσι πια παλιούς χρό­νους, ήρθε­νε και η σει­ρά κάποιου Τζερ­μια­δια­νού απού τόνε ελέ­γα­νε Κοντο­γιάν­νη. Αυτός ήτο­νε ένας λακου­δο­πή­γου­νος χερο­δύ­να­μος άντρας και κατά πως ελέ­γα­νε δεν ήσκω­νε μύγια στο σπα­θί ντου. Φαί­νε­ται πως τού κακόρ­χου­ντα­νε η απαί­τη­ση τού αγά και εκα­τάσρ­τω­σε συντι­νούς του άλλο σχέ­διο για να χαλά­σει τα χατί­ρια και τσι ορέ­ξες του. Ελέ­γα­νε όντεν εφέρ­να­νε την αθι­βο­λή ντου, πως δεν εκα­τέ­βη­κε προ­πα­τά­ρης, μα καβα­λά­ρης στ’ άλο­γο ίσα­με απού ήφτα­ξε στον Καρ­τε­ρό όξω απού τη Χώρα με τ’ ασκιά διπλω­μέ­να στο ντρου­βά. Εκειά από ένα πηγά­η­δι με θελό νερό εξε­πέ­ζε­ψε και τα γέμισε.

Όντεν ήστε­κε ο φεγ­γε­ρός βαση­λιά­το­ρας των εφτά ουρα­νώ απο­πά­νω απού την πλα­τεία στα Λιο­ντά­ρια, ήφτα­ξε πρέ­πει στο κονά­κι του αγά κι εζή­τη­ξε να παρα­δώ­σει την παραγ­γε­λιά. Με την άκρα των αμα­θιώ ντου εξά­νοι­γε μια ζερ­βά και μια δεξά το αγα­δι­κό απού ήγγι­ζε χιαρ­χι­ντι­σμέ­νος την ογρα­σά από­ξω στ’ ασκιά, μα πρι­χού προ­λά­βει να του ζητή­ξει εξη­γή­σεις επε­τά­χτη­κε και είπε ντου πως ήτο­νε ογρά επει­δή είχε­νε απόι όλη την αργα­τι­νή και δεν επρο­λά­βα­νε να στε­γνώ­ξου­νε. Ήκα­με πως τον επί­στε­ψε ο αγάς κι από­ει εζή­τη­ξε να στρώ­σου­νε το σοφρά, να τόνε φιλέ­ψει ένα ξαρέ­σκι και μια ρακή μπά­ρε μου, για τον κόπο ντου.

Αυτός εδι­καιο­λο­γή­θη­κε πως ήτο­νε χορ­τα­σμέ­νος κι επρο­τί­μη­σε να πιεί ένα λαή­νι Σκα­φι­δια­νό νερό, ετσά απού θάρ­ριε­νε πως ήτο­νε, μα όντεν τό ’φερ­νε στα χεί­λια και τού χτύ­πη­σε αλλιώ­τι­κη μυρω­διά στ’ αρθού­νια, εξε­τρου­μί­στη­κε κι τση μύγιας το φτε­ρό ήρχι­ξε κι εκου­τσου­νά­ρι­ζε ο ίδρως τζο­μπιές-τζο­μπιές απού το κού­τε­λο ντου, –ταμαϊ­μώς, ετου­το­νέ δεν είναι εκειο­νο­νά απού κατέχω‑, εσκέ­φτη­κε­νε από μέσα ντου κι εκα­τά­πιε με το ζόρε μια λαιμνιά.

Επιά­σα­νε αθι­βο­λές κι αθι­βο­λές και είπα­νε εδά μα είπα­νε, τα κατε­βά­ζει ο Χώνος του Γενά­ρη, μα ό,τι κι αν ελέ­γα­νε η φιλιά και η μπέ­σα δεν τως εχέ­ρω­νε να μπει απού κια­μιά μπά­ντα. Το αγα­δι­κό εμύ­ρι­ζε κι εξα­να­μύ­ρι­ζε το νερό κι εσρ­τού­φι­ζε τα μού­τρα ντου εκα­τό λογιώ. Ξερα­νε­γκα­σάς τό ’πινε, πότε του φαί­νου­ντα­νε πρι­κύ και πότε εκά­θου­ντα­νε βλη­χύ στο τζά­ρου­γκα. Ενό­γα­νε πως ήτο­νε μπα­τα­ξής ο Λασι­θιώ­της μα δεν ήβγα­νε και άχνα, δεν ήδει­χνε πως ήτο­νε που­φου­μι­σμέ­νος, μόνο τού γέμι­ζε αμο­να­χός του το λαη­νά­κι ρακή και τον εκέρ­να­νε πού­ρι πως ήτο­νε δικός του μπιστεμένος.

Όσο επέρ­να­νε η ώρα και μού­χρω­νε εζώ­να­νε οι όφι­δες τον Κοντο­γιάν­νη, εφο­βού­ντα­νε να μην πάθει πρά­μα ο Κερήμ και πει να του κόψου­νε την κεφα­λή σαν τση μαδο­λαί­μας όρνι­θας όντε τήνε βάνου­νε στο κουτσούρι.

-Μπά­τα­ρε για χια­νέ­τη με ζυά­ζει- , ήλε­γε από μέσα ντου και ήθε­λε ίλα-ίλα να σκω­θεί και να μισέ­ψει πρι­χού γενού­νε ντάρι-νάξι.

Σαν εβρά­δυα­ζε και δεν είχε­νε συμ­βεί πρά­μα κακό, εσκώ­θη­κε απού το σοφρά,  εκω­λό­συρ­νε τη βρα­κο­ζώ­νη ντου και επα­ρα­ντά­λι­ζε ίσα­με να τήνε τυλί­ξει στη μέση, ήπιε την τελευ­ταία ρακή ορθός στο πόρ­τε­γο,  επο­χαι­ρέ­τη­ξε τ’ αγα­δι­κό και σαν ήβγη­κε όξω στην αυλή ενε­γο­γύ­ρε­ψε τ’ άλο­γο. Εκου­κού­μι­ζε ξετρου­μι­σμέ­νος τσι χερού­κλες με την ανα­πνιά ντου, ήκα­με μια λεφού­ρα αίγα απού εβρα­χά­λι­ζε στην άκρα στον τρά­φο, ήξυ­σε μνια­ο­λιά το γρα­φά­νι τση κεφα­λής του, εμό­λα­ρε δυο τρεις ποφου­σκί­δες στη βρά­κα, εκα­βα­λί­κε­ψε κι επή­ρε εδά ύστε­ρα τη στρά­τα να για­γύ­ρει στο Λασίθι.

Όντε ήφτα­νε κοντά στα Δυο Αορά­κια, — αχα­μνός τόπος, φαντά­σει λένε εκειά πέρα μα αυτός δεν εφα­ντά­χτη­κε- μόνο είδε­νε απ’ αλάρ­γο πως τόνε ζυγώ­να­νε δυο Τούρ­κοι με τα μπε­γί­ρια ντως και τον ήλου­σε κρυ­γιός- κρυ­γιός ο ίδρως, τοσο­νά απού εκα­κα­νε­λί­ζα­νε τα μάγου­λά ντου. Εκο­πή­κα­νε ντου τα νέκα­ρα, μα τζά­μπα καθώς εφά­νη­κε ήπη­ρε την τρο­μά­ρα. Πρά­μα δεν του κάμα­νε, μόνο ένα γράμ­μα με βου­λο­κέ­ρι του Κερήμ αγά του δώκα­νε και του παραγ­γεί­λα­νε να το παρα­δώ­σει του μου­χτά­ρη ντε­λό­γο όντεν ήθε­λα φτά­ξει στο Τζερμιάδω.

Ξεκα­πυ­ρω­μέ­νος ήφτα­ξε εδά ύστε­ρα απού τη χαρά ντου. Εκει­νο­νά το γράμ­μα  ήτο­νε απού ήγρα­φε πως τ’ αγα­δι­κό δεν ήθε­λε να τού ξανα­πέ­ψου­νε μπλιό Σκα­φι­δια­νό νερό κι ετσά εξε­γνοιά­σα­νε οι αθρώ­ποι στο χωριό. Εφο­βή­θη­κε σάι­κα ο Κερήμ πως μια μέρα των ημε­ρώ εμπό­ριε να τόνε φαρ­μα­κώ­σου­νε. Ετσά εγί­νη­κε και ήτο­νε αφορ­μή ο Κοντο­γιάν­νης κι εγλι­τώ­σα­νε οι Τζερ­μια­δια­νοί την αγγαρεία.”

Κάνει μια παύ­ση, ώρα ήτα­νε, με μια ανά­σα τα είπε όλα. Κοι­τά­ζει τους θεό­ρα­τους πρί­νους στον κόκ­κι­νο γκρε­μό στα Κατα­λύ­μα­τα, παρα­σύ­ρο­ντας και τη δική σου ματιά σε ένα ακό­μη δώρο της φύσης. Δέντρα και λογής — λογής χαμό­κλα­δα και θάμνοι ανα­πτύσ­σο­νται στις παρυ­φές της από­το­μης βρα­χώ­δους πλα­γιάς. Δε χορ­ταί­νεις ν’ ανα­σαί­νεις αλα­δα­νιά και ρίγανη.

“Χι, χι τόνε τον Κοντο­γιάν­νη, γιάε πως μας εξα­νοί­γει κι αφρου­κά­ται απού τη κορ­φή του δέτη ανέ σας τά ’πα ντρέ­τα, μόνο πάμε εδά απού του­το­νέ το στρα­του­λά­κι με τσι αρτύ­κους κι ανέ μας επα­ντή­ξει, εμείς δα του πού­με ώρα καλή κι αυτός δα πει σπολ­λάι­τη κοπέ­λια και δα σπά­σει το γέλιο πρι­χού χαθεί στην αφού­ρα τ’ αλλου­νού κόσμου”, σε ξαφ­νιά­ζει ενώ έχει ήδη πάρει το στρα­του­λά­κι που σε βγά­ζει σε μιαν άλλη βρύ­ση, στου Αμε­ρι­κα­νού τη γειτονιά.

Σού αρέ­σει να τον ακούς, ωραί­ος παρα­μυ­θάς, μιλά για όσα θυμά­ται, όσα αγα­πά, λατρεύ­ει τη φύση, ανε­βαί­νει να χαι­ρε­τί­σει τα μονα­χι­κά δέντρα στα βου­νά, συμπλη­ρώ­νει τον μύθο σου, σού φτιά­χνει τη διά­θε­ση, είναι ο καλός σου άνθρω­πος που έχει πάντα μια καρα­μέλ­λα στην τσέ­πη κι ένα χαμό­γε­λο στα χεί­λη και το μερά­κι του γίνε­ται σκά­λα να φτά­σεις κι εσύ ουρα­νό. Το Αρι­στει­δά­κι που σού λέει, “επα­δέ στη μεγά­λη ζέπη του σάκου μου έχω ένα κιλό ζαχα­ρω­μέ­νες λέξεις μόνο βάλε τη χέρα σου να πάρεις μια χαχα­λιά”, κι άμα κάνεις την κίνη­ση, θα σού προ­τεί­νει και την άλλη τσέ­πη για να πάρεις “άλλη μια χαχα­λιά παρη­γο­ριά και θαύ­μα­τα τσ’ αγά­πης”…  Τού αξί­ξει ένα χει­ρο­κρό­τη­μα του πατέ­ρα σου και ας είναι μόνο το δικό σου.

Ο περί­πα­τος μέσα από τη δασω­μέ­νη πλα­γιά επι­φυ­λάσ­σει μόνον ευχά­ρι­στες εκπλή­ξεις. Σκού­ρα χρώ­μα­τα όταν κοι­τά­ξεις ψηλά στους σκο­τει­νούς, ακα­τέρ­γα­στους κορ­μούς των πρί­νων, πιο ανοι­χτό πρά­σι­νο όταν χαμη­λώ­σεις το βλέμ­μα στα νεα­ρά δέντρα.  Κυριαρ­χεί η αίσθη­ση ότι όλα τα δέντρα ξέρουν να επι­κοι­νω­νούν μετα­ξύ τους σα να  μιλούν ειρη­νι­κά για κάτι δικό τους και όταν ο άνε­μος περ­νά από τις φυλ­λω­σιές και τα κάνει να μουρ­μου­ρί­ζουν, γέρ­νουν τα κλα­διά θαρ­ρείς για να σμί­ξουν και ν’ αγκα­λιά­σουν το ένα το άλλο. Εδώ συνα­ντάς αγριο­λού­λου­δα, βότα­να, κλή­μα­τα που κρέ­μο­νται στις αμυ­γδα­λιές και κάτω από τις βαθιές σκιές μαλα­κή χλόη. Προ­χω­ρώ­ντας ακούς τα κρυ­φά περά­σμα­τα του νερού. Ανά­με­σα στα δυσπρό­σι­τα χαρά­κια η φύση δια­τη­ρεί τα μεγά­λα της μυστι­κά αθέ­α­τα από όλους. Κάπο­τε μπο­ρεί να ξεπε­τα­χτεί ανα­πά­ντε­χα μπρο­στά σου μια πέρ­δι­κα ή ένας λαγός. Τα που­λιά από κλα­δί σε κλα­δί δεν θα στα­μα­τή­σουν το μελω­δι­κό κελά­δη­μα. Είναι πραγ­μα­τι­κή απόλαυση.

Λίγο πιο μακριά θα σε οδη­γή­σουν τα βήμα­τά, σε ένα ακό­μη σπή­λαιο στο Τζερ­μιά­δων και σε μια από τις ωραιό­τε­ρες γει­το­νιές με πανο­ρα­μι­κή θέα, στον Αργου­λιά. Εδώ έχουν βρε­θεί όστρα­κα Νεο­λι­θι­κής έως Υστε­ρο­μι­νω­ι­κής επο­χής. Από εδώ αξί­ζει να στα­θείς και να απο­λαύ­σεις τη μονα­δι­κή θέα του κάμπου. Εσύ που ανή­κεις στον τόπο, νιώ­θεις ακό­μη πιο οικεία αφού υπάρ­χουν εξ αρχής δεσμοί, οι οποί­οι απλά με τόσα πολ­λά ερε­θί­σμα­τα ενερ­γο­ποιού­νται ξανά, έτσι ώστε να γίνει η σχέ­ση σου πιο έντο­νη, πιο συνειδητή.

Το Λασίθι για εσένα είναι ένας τρόπος ύπαρξης

Χαρούλα Βερίγου Ζωή ΔικταίουΌντε γυρίζω στο χωριό ...Στο Τζερ­μιά­δων, με την επι­στρο­φή σου ερμη­νεύ­ε­ται ο λόγος, η ανά­γκη, η επι­τα­γή της ψυχής που σε οδη­γεί στην ανά­κτη­ση της δικής σου ταυ­τό­τη­τας. Ο Αργου­λιάς ως η ωραιό­τε­ρη γει­το­νιά κοι­νής κλη­ρο­νο­μιάς εξε­λίσ­σε­ται σε μέσον επα­να­δη­μιουρ­γί­ας των χαμέ­νων δεσμών. Οι φωνές στους αρμούς και στον κιτρι­νι­σμέ­νο ασβέ­στη, στους πέτρι­νους τοί­χους οι παλιές γνώ­ρι­μες φωνές του Κασκα­βά­λη, του Φεγ­γά­ρη, του Μπο­λα­ντή, του Μπα­ε­ρά­μη του Πιπη­τού, του Μπλια­μπλιά, του Μαγέ­ρε­μα, του Γού­βε­λου, του Καζό­λη, του Ρου­μπιέ είναι όλες εκεί.

Οι αυλές γεμά­τες λου­λού­δια. Το δαχτυ­λί­δι γλίσρ­τη­σε απ’ το χέρι σου στο πιθά­ρι με την ανθι­σμέ­νη γαρυ­φαλ­λιά. Σκύ­βεις να το πιάσεις.
Η μυρω­διά γνώ­ρι­μη σού φέρ­νει τις παλιές εικό­νες. Με τις μυρω­διές γυρί­ζεις πίσω.
Η Κωστα­ντου­ραν­νιά, η Αριά­δνη, η Ισμή­νη, η Αγνή, η Πιπε­ρό­καλ­λη, η Φεβρώ­να, η Λωξά­ντρα, η Φαί­δρα, η Μαντε­λε­νό­καλ­λη, η Φινο­κα­λιά, η Ανί­κα, η Δανάη, η Αρι­στέα, η Κατί­να, η Ανδρο­μά­χη, η Μερό­πη, η Δημο­κρα­τία, η Μαρ­γή, η Τερ­ψι­χό­ρη, η Ανε­ζί­να, η Πιπί­να, όλες ποτί­ζουν στη χρυ­σή αστρα­πή της θύμη­σης βασι­λι­κούς και κρί­νους. Ανά­σα ως την ψυχή, ανά­σα βαθιά.

Εσύ όμως προ­ο­ρί­ζε­σαι και θα στα­θείς σε άλλη γει­το­νιά. Θ’ αφή­σεις τα γκρε­μι­σμέ­να σπί­τια του Τζα­γκουρ­νή, τη μεγά­λη πελε­κη­τή καμά­ρα του Μαστρα­ντρέα, το ρού­κου­να του Γρυ­νο­σταυ­ρού­λη, το βού­λι­σμα του Ντα­να­σή, την πέτρι­νη σκά­λα του Μπα­ντώ­λη, το πόρ­τε­γο του Καντι­φέ, τον οντά του Μου­λα­χα­λή και θα κατέ­βεις από τα φαρ­διά σκα­λο­πά­τια της Μεσο­χω­ριάς στου Μιχε­λιού το Χαρά­κι. Εδώ σε μια γωνιά δική σου θα σκο­ντά­ψεις όπως παλιά, εδώ θ’ απλώ­σεις τα σύνερ­γα της σκέ­ψης, τα παρά­πο­να, τις ανα­μνή­σεις, την ξεχα­σμέ­νη νιό­τη, όλα εδώ σε μια γωνιά τής ψυχής. Κάτω από τον πρί­νο θ’ αγγί­ξεις σημά­δια και ξέφτια, ξέρεις εσύ, όταν οι λογι­σμοί χτε­νί­ζουν τ’ αλά­τι στα βλέ­φα­ρα και φέρ­νει βρο­χή τ’ από­βρα­δο, όταν η άγρια τρια­ντα­φυλ­λιά της Καλ­λιό­πης απλώ­νει ρόδα στην πέτρα και η σου­σου­ρά­δα καμα­ρώ­νει στην εξώπορτα.

Η ζύμη στη σκά­φη, θαρ­ρείς κινη­το­ποιεί τις στιγ­μές για να προ­λά­βουν την αιω­νιό­τη­τα. Φωνή κορι­τσί­στι­κη αυτή που σε καλεί πίσω από τον χρό­νο. Σ’ εκεί­νους τους άλλους και­ρούς μπο­ρεί και ν’ αγα­πή­θη­κες περισ­σό­τε­ρο. Ανοί­γεις το συρ­τά­ρι. Δεν συνη­θί­ζεις να αθε­τείς τις υπο­σχέ­σεις σου. Θα το άνοι­γες κάπο­τε, μετά την απο­δη­μία της όπως σού είχε ζητή­σει. Εκεί ακό­μη η λευ­κή δαντέ­λα, το βελο­νά­κι, η δαχτυ­λή­θρα, η αση­μέ­νια της καρ­φί­τσα και κάτω από όλα αυτά διπλω­μέ­νο σε μια φωτο­γρα­φία ένα σημείωμα…

Στραφταλίζει η μορφή της στον ήλιο και στο θάνατο 
Η Καλλιόπη, η μητέρα σου… 

Με τη μνή­μη των πρά­ξε­ων, το χτες, το προ­χτές,  το πριν πολ­λά χρό­νια επι­στρέ­φει στο παρόν. Ολο­μό­να­χη έμα­θες να υπο­μέ­νεις. Αντέ­χεις να κρα­τή­σεις τα μάτια ανοι­χτά στο φως. Το φως της Δίκτης, το υπο­σχό­με­νο επί­ση­μο αρρα­βώ­να στα κόκ­κι­να μήλα δεν σε ενο­χλεί. Ο προ­σα­να­το­λι­σμός σου είναι τέτοιος ώστε η καρ­διά να απο­λαμ­βά­νει το ταξί­δι όσο τα μάτια δεν χορ­ταί­νουν να βλέ­πουν αυτό το φυσι­κό φως.

Σκέ­ψου τι έγι­νε και έφε­ρες τη ζωή σου ξανά εδώ. Θυμή­σου, αυτή τη ζωή με όλα τα καλά και τα κακά, με όλες τις παρου­σί­ες και τις απου­σί­ες που μέτρη­σες, με όσα κέρ­δι­σες, με όσα έχα­σες. Θυμή­σου πόσοι σε πλή­γω­σαν, ποιοι σε πρό­δω­σαν, μέτρη­σε τις σιω­πές, ίσως μετά θα σου φανεί αστείο εκεί­νο το εύκο­λα ειπω­μέ­νο «σ’ αγα­πώ», αλλά και το «σε περι­μέ­νω πάντα». Ψέμα­τα μικρά και μεγά­λα, καλο­σερ­βι­ρι­σμέ­να να δεί­χνουν αθώα ή και ακίν­δυ­να, ψέμα­τα εκδι­κη­τι­κά και ψέμα­τα σωτή­ρια τελι­κά αφού σού έδει­ξαν την έξο­δο κινδύνου.

Προ­σπα­θείς να μάθεις από την πεθυ­μιά τού ανέ­μου και από τού κόσμου τα βάσα­να και­νού­ρια ανά­γνω­ση στη ζωή.

Στα ψέμα­τα που νόμι­ζες πως ρήμα­ξαν τη σκέ­ψη σου, στα ψέμα­τα που άφη­σες να υπάρ­χουν στη ζωή σου, να έχουν δύνα­μη στην καθη­με­ρι­νό­τη­τα σου, να φορούν την ετι­κέ­τα της αλή­θειας μέχρι που πλή­ρω­σες εσύ τις συνέ­πειες, μέχρι που κατά­λα­βες πως δεν είναι η επο­χή που έβγα­ζες με προ­θυ­μία την καρα­μέλ­λα από το στό­μα για να την μοιραστείς…
«Μιλάς… μιλάς… μιλάς…», σε πόνε­σε και αυτό την παρα­μο­νή της Πρω­το­χρο­νιάς, η φωνή σου έφτα­νε αλλαρ­γι­νή φορ­τω­μέ­νη αγω­νία. Μάνα είσαι, μα δεν το κατάλαβε…

Από τα βαθιά ριζω­μέ­να της ψυχής έφτα­σαν στα χεί­λη εξό­ρι­στες οι λέξεις, αδέ­σπο­τες πια δια­τυ­μπά­νι­ζαν αυτά που φοβό­σουν ν’ ακούσεις…

Μιλάς ακό­μη με την οδύ­νη της παρα­πό­νε­σης, συνε­χί­ζεις να μιλάς, φυσι­κά δεν ήξε­ρε για πόσα έχεις σωπά­σει, δεν ήξερε…
Όχι δεν θ’ αφή­σεις, ποτέ ξανά, να σού χαλά­σουν τ’ όνει­ρο κακές σκέ­ψεις, όχι, εδώ λυτρώ­νε­σαι, στο Λασί­θι σε τρέ­φει η ποι­η­τι­κή ιδέα της ψυχής.
Είναι κάποιες φορές που όταν ξανα­δια­βά­ζεις τη ζωή από την αρχή, ο θόρυ­βος γίνε­ται αφόρητος.
Είναι κάποιες φορές που όταν θυμά­σαι, ο χώρος, όποια άπλα κι αν έχει, στε­νεύ­ει, και ο χρό­νος της μνή­μης γίνε­ται ατελείωτος.
Είναι κάποιες φορές που ο εσω­τε­ρι­κός μονό­λο­γος καλεί όλες μαζί τις σκο­τει­νές σκιές μα και τα απο­τρό­παια πρό­σω­πα με τις αγγε­λι­κές μάσκες να μπουν στο χορό.

Είναι όμως και κάποιες φορές που ευτυχώς ξυπνάς και αλλάζεις…

Λασήθι

Άλλαξες Χαρούλα…

Άνοι­ξες άβυσ­σο και παρά­δει­σο μαζί για­τί το αντέ­χεις, κωπη­λά­τισ­σα σε ζωή και θάνα­το, μα τα κου­πιά σου στά­ζουν άσπρα για­σε­μιά κι ανάσταση.
Η παλιά πόρ­τα γίνε­ται πύλη. Φεύ­γεις, απο­χαι­ρε­τάς απο­φα­σι­στι­κά με τη σιω­πή και ύστε­ρα απλώ­νεις τα χέρια προς τον ουρα­νό. Η προ­γο­νι­κή αυγή σού χαρί­ζει και­νού­ρια ρόδα να μυρί­σεις και σου επι­στρέ­φει τις πιο προ­σφι­λείς, τις πιο βαθιά ριζω­μέ­νες αφο­σιώ­σεις σου.
Θα μεί­νεις μια αγκα­λιά ανοι­χτή σε αυτό το παρελ­θόν. Δεν θέλεις να το τσα­λα­κώ­σεις, το κρα­τάς με την εμπει­ρία από όλα αυτά που πέρα­σες, ανά­με­σά τους και οι φευ­γα­λέ­ες στιγ­μές εκεί­νης της ανα­χώ­ρη­σης το φθι­νό­πω­ρο του χίλια εννια­κό­σια ογδό­ντα ένα. Έτοι­μη ή ανέ­τοι­μη για την αλλα­γή, αρκέ­στη­κες με αξιο­πρέ­πεια σε ένα αντίο.

Φορούσες κλασική μπεζ καπαρντίνα…

Λιγό­στευε ο κόσμος όταν έφευ­γες. Οι παντο­τι­νοί όρκοι είχαν γίνει μπα­μπα­κέ­νια σύν­νε­φα στο φθι­νο­πω­ρι­νό ουρα­νό. Πέρα­σαν πολ­λές μέρες και νύχτες στη σκιά του αρχάγ­γε­λου εκεί στην άκρη του και­ρού κι αγιά­ζα­νε όλα με το ίδιο άκουσμα:

“Αστέ­ρι μου, φεγ­γά­ρι μου, της άνοι­ξης κλω­νά­ρι μου κοντά σου θα ’ρθω πάλι,
κοντά σου θα ’ρθω μιαν αυγή για να σου πάρω ένα φιλί και να με πάρεις πάλι.”

Η αίσθη­ση της μακρι­νής θύμη­σης έχει το δικό της πλού­το μέσα στην καρ­διά σου για να μπο­ρείς όχι μόνο να βλέ­πεις αλλιώς την ζωή, μα και να κοι­τάς κατά­μα­τα τους γύρω σου.

Τελι­κά η αγά­πη είναι επι­κίν­δυ­νη άθλη­ση
Τελι­κά είναι και η μόνη επα­νά­στα­ση που χαρί­ζει στιγ­μές ευτυχίας.
Τελι­κά είναι και η μόνη πρά­ξη που ενώ μετράς το γκρί­ζο βγά­ζεις πάντα το άσπι­λο λευκό!
Πανω­φό­ρι το φως στο Τζερμιάδων.
Εσύ δεν έμα­θες ανά­γνω­ση στη γλώσ­σα που δια­βά­ζουν οι αγράμ­μα­τοι της λήθης, για­τί όπως έλε­γε η Καλ­λιό­πη “άμα δεν έχεις ρίζες βαθιές στον ουρα­νό δε φτάνεις”.

Αύριο ποιητή, αύριο νυχτώνει φθινόπωρο…

Aύριο…

“Πρωί πρωί χαράματα κόβω απ’ τον ήλιο γράμματα.
Στη γλώσσα που διαβάζουνε οι αγράμματοι και αγιάζουνε”.

(Οδυσ­σέ­ας Ελύτης)


Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρ­κυ­ρα Μάης του 2020

Από το βιβλίο «Λασί­θι, Τόπος Μέγας»


Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου

H Χαρού­λα Βερί­γου [Ζωή Δικταί­ου] γεν­νή­θη­κε στην Κρή­τη. Οι ρίζες της είναι στο Ορο­πέ­διο Λασι­θί­ου. Στο Τζερ­μιά­δο μεγά­λω­σε, εκεί έμα­θε και τα πρώ­τα γράμ­μα­τα. Δεν έγι­νε δασκά­λα όπως ονει­ρευό­ταν όταν ήταν παι­δί. Την κέρ­δι­σε η Του­ρι­στι­κή Εκπαί­δευ­ση. Ζει και εργά­ζε­ται στην Κέρκυρα.
Μένει στα­θε­ρά αφο­σιω­μέ­νη στην οικο­γέ­νεια. Είναι παντρε­μέ­νη και τιμούν τη ζωή της δύο παι­διά. Κατα­θέ­τει την ευγνω­μο­σύ­νη της στο φως και στο ταξί­δι του, αυτό που δικαιώ­νει την αιω­νιό­τη­τα, για να δικαιω­θεί ταπει­νά στη σιω­πή και αθό­ρυ­βα στο καθα­ρό βλέμ­μα θυμί­ζο­ντας την αλμύ­ρα, την πιο αρχαία γεύ­ση ζωής στο δάκρυ.
Πιστεύ­ει στην αγά­πη. Συνη­θί­ζει να κλεί­νει τα μάτια και να ταξιδεύει.
Την γοη­τεύ­ουν φεγ­γά­ρια, για­σε­μιά, κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, όσο και τα ξεφτι­σμέ­να απο­κόμ­μα­τα από τις δαντέ­λες του παλιού και­ρού. Η Αγά­πη αντέ­χει το ρίσκο στ’ ανοι­κτά και τινά­ζει το χνού­δι της λήθης στη βρο­χή. Της αρέ­σει η βρο­χή. Προ­τι­μά τη μωβ ομπρέ­λα, μα έχει πάντα και μια κόκ­κι­νη, για να μπο­ρεί να πλη­γώ­νει τις άφεγ­γες νύχτες το σκοτάδι.
Την πολε­μούν οι λέξεις. Γίνο­νται όχη­μα μαγεί­ας, γι’ αυτό και δεν ανα­ρω­τιέ­ται πια «για­τί γρά­φω;» Όπως ανα­πνέ­ει, μιλά­ει, ονει­ρεύ­ε­ται, συμ­φι­λιώ­νε­ται με τη ζωή και τον θάνα­το μαγι­κά, έτσι και η ανά­γκη της να γρά­φει. Ακου­μπά στο παρελ­θόν, όμως η λέξη που την καθο­ρί­ζει είναι το «Αύριο»…

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο