Κάθε σου βήμα μια θύμηση, πρόσωπα που περνούν στις αναμνήσεις όσο οι άνθρωποι δεν προειδοποιούν για το τελευταίο αντίο και τη φυγή τους. Η ψυχή λαχταρά κι ανοίγει τα φύλλα της ακολουθώντας τα ίδια χνάρια πότε πάνω στο πασπαρόχωμα και πότε στα στενά δρομάκια. Ο παλιός κόσμος είναι ακόμη εδώ. Οι κλειστές πόρτες προγονικά συνδεδεμένες με τη ζωή σου στο τρίξιμο της σκουριάς ξετυλίγουν καινούρια αφήγηση. Ελκυστική η εμμονή στα παλιά πράγματα όταν γίνονται αναζωογονητική αιτία και βρίσκει τρόπους η μνήμη να χαθεί σε μια διαρκή και ευδαίμονα μελαγχολία. Τώρα δεν φοβάσαι να παραδεχτείς πως φίλοι, συγγενείς, γείτονες δεν ήταν και δεν είναι δεδομένοι αφού κανείς και τίποτα δεν μένει για πάντα, τώρα συμφιλιωμένη επιστρέφεις. Σιγαλιά γύρω, στο οδοιπορικό της νοσταλγίας τα ονόματα γίνονται συλλαβές στην ψυχή. Κάποιοι από εκείνους που τόσο στις καλές όσο και στις κακές στιγμές σου κρατούσαν το χέρι μπορεί να μην είναι πια εδώ, μα θα τα καταφέρεις. Το σοκάκι με τους μπρούτζινους φανοστάτες σε καλωσορίζει στη γνώριμη ομίχλη. Μικρό κι ασήμαντο το νόμιζες κάποτε αυτό το σοκάκι που αγάπησες, τότε που σου έταζαν τον ουρανό με τ’ άστρα και τη μεγάλη λεωφόρο. Όχι, δεν θα μετρήσεις καμιά ματαίωση.
Το ρόπτρο στην πόρτα και το κεντημένο κουρτινάκι στο ραγισμένο παράθυρο της Μαλαματένιας που ανεμίζει ερήμην της κόντρα στην απουσία και την εγκατάλειψη όπως τα άφησε πριν φύγει για το μεγάλο ταξίδι. Εκεί πέφτει το βλέμμα. Φωτίζεται λοξά από την κολόνα του δρόμου. Το λεπτό ύφασμα δεν έχει χάσει εντελώς τη μεταξένια του υφή. Ίσως να μην έχει χάσει και όλες τις δυνατότητές του, εύχεσαι. Η πυκνή ύφανση αντιστέκεται στη φθορά λες και έχει προορισμό να διατηρεί αθέατη την πάντα μυστικιστική ατμόσφαιρα του εσωτερικού της κάμαρας. Τα δυνατά και τα αδύναμα χαρακτηριστικά όλα στο ξεθωριασμένο κέντημα και η έμπνευση σ’ ένα κομμάτι λευκή δαντέλλα που εκλιπαρεί ένα ακόμη βλέμμα, στο λίγο της θύμησης από το μαζί της συντροφιάς μιας ζωής.
Δρόμοι παλιοί, αυτοί που σε ελκύουν περισσότερο.
Δρόμοι παλιοί, του χαμένου χρόνου με τα σημάδια του ανεκπλήρωτου έρωτα.
Δρόμοι της ζωής που αγάπησες με πάθος, της απώλειας που ακόμη φοβάσαι, δρόμοι της ανεμελιάς κάποτε, δρόμοι που μιλούν τη δική τους γλώσσα καθώς μοιράζουν πεπρωμένα…
Δρόμοι παλιοί, εκεί που η αγάπη γίνεται περιουσία.
Μ’ ένα λαχάνιασμα φτάνεις μεσάνυχτα, δεν έχεις χρόνο για δεύτερες σκέψεις.
Σηκώνεις τα μάτια στον ουρανό, δεν γυρεύεις σκιές, μήτε άλλα σημάδια, εδώ καλείσαι να ξεδιπλώσεις την καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου.
Τ’ αστέρια τρεμοπαίζουν πότε μπλε και πότε χρυσοκίτρινα.
Μέσα στη βαθιά νύχτα στέκεσαι στο πλακόστρωτο στον άγιο Χαράλαμπο.
Αν υψώσεις τα χέρια θαρρείς θα τ’ αγγίξεις τ’ αστέρια που κρέμονται από πάνω σου και πάνω από το έλατο τώρα που χαμηλώνουν για να φωτίσουν τη μεταξοκλωστή στη ραφή της μοναξιάς.
Χωρίς το φαρμάκι της αμφιβολίας, κάπως πρωτόγνωρη και περίεργη η καινούρια ανάγνωση, ένα μάθημα ή και ένα πάθημα ακόμη. Στην επαναμυθολόγηση του τόπου ανακαλύπτεις τις λεπτομέρειες. Οργανώνεις το βλέμμα σχολαστικά σε κάθε αυλή, σε κάθε σπίτι, στα κεραμίδια και στα μπαλκόνια, στις καμινάδες και στα δώματα, αναζητώντας μέσα από τη φθορά και τα χαλάσματα την αίγλη μιας αλλοτινής ζωής. Μεταλαβαίνεις τη Μοίρα του γενέθλιου τόπου με ευγνωμοσύνη. Από την ψίχα της ψυχής η ευγνωμοσύνη για τους ανθρώπους που σε έμαθαν να γεμίζεις τη δική σου ψυχή με τα απλά, τα καθημερινά, τα μικρά, τα λίγα, αυτά που γίνονται μεγάλα και εφόδια ζωής. Εδώ να σταθείς, εδώ μπορείς να ξαναβρείς και να κερδίσεις από το πολύ της ομορφιάς μέσα στην τόση άρνηση, εδώ το λιγοστό φως του λύχνου μπορεί να σου δείξει τον χαμένο σου κόσμο.
Ένας ήχος σε βγάζει από την ονειροπόληση και το φευγιό της αθωότητας. Ανατριχιάζοντας στο παιχνίδισμα της σκέψης αναζητάς το πουλί της ορμήνειας, αυτό που μπορεί να διαλαλήσει με τέτοιο καημό και τα δικά σου παράπονα. Αναμνήσεις και συγκίνηση πλημμυρίζουν το νου, το νου που του αρέσει να χάνεται μέσα στα αυλάκια τού καιρού και στις παλιές συνήθειες, που δεν έχει ανάγκη αραξοβόλια γιατί εύκολα ξεκόβει από όλα για να κάνει την επιθυμία πράξη.
“Η νύχτα με παρηγορεί και η μέρα με μαλώνει
όντε γυρίζω στο χωριό και η σκέψη ξεμαργώνει”
(…)
φτάνει από μακριά η μαντινάδα με όχημα τους ήχους του μαντολίνου. Ίσως ο τραγουδιστής της νύχτας να αγγίζει τις χορδές κλαίγοντας, να βασανίζεται κι εκείνος από όσα χαμένα γυρίζουν και φωλιάζουν στις κόγχες των ματιών. Συλλογίζεσαι σπασμένους καθρέφτες και σπασμένες μορφές, μα θα στολίσεις τη θύμηση με ολόδροσους αροδαμούς καθώς μένεις ασάλευτη και ακούς να κορυφώνεται το δικό σου χτυποκάρδι. Αυτή τη φορά, το νιώθεις πως δεν μπορεί να ξεγλισρήσει τ’ όνειρο.
Είσαι στο χωριό σου, στο Τζερμιάδων. Εδώ μετάλαβες ζωή και φως, εδώ μεγάλωσες.
Στο ξημέρωμα η γειτονιά μυρίζει γιασεμί την ώρα που κόβεται το σκοτάδι και ξεμυτίζουν οι λαλητάδες της αυγής.
Στο ξημέρωμα, στο αδράχτι που γυρίζει και στροβιλίζεται στα δάχτυλα, θα ξοδέψεις τις εικόνες που ανάστησες με δάκρυα και θα παραδεχτείς μια επιστροφή με άπειρες δυνατότητες.
Οι φλέβες του νερού θα ξυπνήσουν τις παλιές αγάπες και το ψιχάλισμα που λαχταράς ακόμη στον οντά.
Γυρεύεις αιτίες κρυμμένες και φανερές και αφορμές να ψηλαφίσεις τον βαθύτερο καϋμό, αυτόν που σε κράτησε κρατώντας και το αίνιγμα μιας απουσίας και μιας φυγής σ’ ένα αντίο.
Τζερμιάδων
Η παλαιότερη μνεία στην ονομασία του χωριού, γίνεται από τον Ιταλό χαρτογράφο και στρατιωτικό μηχανικό, Francesco Basilicata, ο οποίος εργάστηκε στην υπηρεσία της Δημοκρατίας της Βενετίας και είναι γνωστός για τους χάρτες και τα σχέδια που κατασκεύασε για την Κρήτη. Το έτος χίλια εξακόσια τριάντα αναφέρει το χωριό ως «Zermiades» με πενήντα σπίτια. Στην τουρκική απογραφή του χίλια εξακόσια εβδομήντα ένα, αναφέρεται ως «Cermyado», με εκατόν δώδεκα οικογένειες, ενώ κατά την αιγυπτιακή απογραφή του χίλια οκτακόσια τριάντα τέσσερα είχαν απογραφεί εκατόν είκοσι χριστιανικές οικογένειες. Στην απογραφή του χίλια οκτακόσια ογδόντα ένα, αναφέρεται ως Τζερμιάδω και αποτελεί έδρα ομώνυμου δήμου με οκτακόσιους ενενήντα τέσσερις χριστιανούς αλλά και τέσσερις τούρκους εισπράκτορες των φόρων. Το χίλια εννιακόσια γράφεται Τζερμιάδων και είναι έδρα του ομώνυμου δήμου.
Όσο για την προέλευση του ονόματος ο Στέργιος Σπανάκης θεωρεί ότι προέρχεται από το επώνυμο των πρώτων οικιστών του χωριού.
Ενδέχεται το επώνυμο: Τζερμιάς να σχετίζεται με το βενετσιάνικο «Geremia». Το επώνυμο σώζεται μέχρι τις μέρες μας όχι μόνο στο χωριό αλλά και σε άλλες περιοχές.
Όμως, και το επώνυμο Ιερεμίας, απαντά ακόμη και σήμερα στην πόλη του Ηρακλείου.
Στην ευρύτερη περιοχή γύρω από το χωριό υπάρχουν ίχνη κατοίκησης από τη Νεολιθική εποχή. Το σπήλαιο της Τραπέζας, γνωστό και ως «Κρόνιον» προς την ανατολική πλευρά, θεωρείται ότι κατοικήθηκε από την Πρωτομινωική περίοδο.
Σε αυτό το όμορφο μέρος με την πυκνή άγρια βλάστηση, όπου διασώζεται ταυτόχρονα μακριά από ανθρώπινες παρεμβάσεις τόσο η φύση όσο και ο αρχαιολογικός χώρος, αισθάνεσαι πως το σπήλαιο είναι από τα γνήσια, τα αυθεντικά χαρακτηριστικά του τοπίου.
Αυτοί οι τόποι καταφέρνουν να διατηρούν την ιερή ατμόσφαιρα του μυστηρίου και να μεταφέρουν ένα πλήθος νοημάτων και χαρακτηριστικών των οποίων η απώλεια θα ισοδυναμούσε με απώλεια μνήμης.
Το χίλια οκτακόσια ενενήντα έξι το σπήλαιο επισκέφτηκε ο Evans. Εδώ βρήκε ειδώλια από φαγεντιανή και φύλλα χρυσού όμοια με αυτά της περιοχής του Μόχλου της Σητείας. Βρέθηκαν επίσης ειδώλια πρωτομινωικά από ελεφαντόδοντο. Τα ενδύματα ομοιάζουν με τα υστερονεολιθικά ειδώλια της Κρήτης. Το σπήλαιο έχει χαμηλή είσοδο και αρκετό βάθος. Σε αυτό έγιναν συστηματικές ανασκαφές από τον Βρετανό ρομαντικό και παράτολμο αρχαιολόγο, Jhon Pendlebury, το έτος χίλια εννιακόσια τριάντα έξι.
Ο Τζον Πεντεμπλέρι, κατά τους ντόπιους ήταν πολύ αγαπητός και απλός άνθρωπος. Όχι μόνο μιλούσε τη γλώσσα καλά, αλλά ήξερε την κάθε πέτρα και το κάθε μονοπάτι στα βουνά της Κρήτης, αφού του άρεσε η πεζοπορία και η εξερεύνηση.
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, παρ’ όλο που δεν ήταν στρατιωτικός, το υπουργείο Πολέμου του Λονδίνου του είχε αναθέσει να οργανώσει την αντίσταση κατά των Γερμανών στο Ηράκλειο, καθώς γνώριζε καλά τους Κρητικούς. Δεν δυσκολεύτηκε να οργανώσει τους άντρες καθώς οι ντόπιοι ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν. Ανάμεσα στους συνεργάτες του ήταν και παλιοί καπεταναίοι, όπως ο Αντώνης Γρηγοράκης, γνωστός περισσότερο ως Καπετάν Σατανάς.
Οι Γερμανοί είχαν ονομάσει τον αρχαιολόγο «Λόρενς της Κρήτης».
Τον εκτέλεσαν αφού τον ανέκριναν, χωρίς να του αποσπάσουν πληροφορίες και χωρίς να γνωρίζουν ποιος ήταν.
Τον είχαν βρει βαριά τραυματισμένο στο σπίτι της Αριστέας Δροσουλάκη, στο Ηράκλειο, λίγες ημέρες μετά από τη Μάχη της Κρήτης. Στο Τζερμιάδων, οι κάτοικοι, όχι μόνο δεν τον ξέχασαν, αλλά προκειμένου να τον μνημονεύουν καθημερινά είχαν ονομάσει τον Γεώργιο Καλογεράκη, Πεντεμπλέρι, εξ αιτίας του υψηλού αναστήματος, της ευγένειας, μα και της ομοιότητάς του με τον αρχαιολόγο.
Δίπλα στο λόφο, στη θέση Κάστελλος έχουν βρεθεί ταφές και κατοικίες που χρονολογούνται από τη Νεολιθική εποχή μέχρι τη Μεσομινωική. Ο Evans και ο Taramelli θεωρούν τον λόφο στον Κάστελλο προϊστορική ακρόπολη. Εκτιμάται ότι με την κατοίκηση στον Κάστελλο, το σπήλαιο της Τραπέζας μετατράπηκε σε χώρο ταφής. Αυτό δικαιολογεί τις προσφορές και τα αναθήματα που έχουν ανακαλυφθεί. Απείραχτα τοπία της φύσης, αυτοί οι χώροι προσφέρονται για ξεκούραση και γαλήνη. Οι διαδρομές αυτές αποτελούν μεγάλη ευκαιρία επαφής με το φυσικό περιβάλλον και γίνονται αιτίες που δίνουν τη δυνατότητα στον επισκέπτη να θαυμάσει τη διαχρονική αξία της φύσης και να καταφέρει να εντάξει τον εαυτό του στην ιστορική συνέχεια του Οροπεδίου.
Έλα τώρα να πάμε μέχρι τα Σκαφίδια. Σε αυτή τη θέση έχουν ανακαλυφθεί ταφές Νεολιθικής εποχής. Μετόχι ήταν και μάλιστα κατοικημένο και δεν είχε μόνο τις μεγάλες πέτρινες γούρνες που θυμάσαι αλλά και μακρόστενα σκαφίδια, που είχαν σκαλίσει οι κάτοικοι σε κορμούς δέντρων για να ποτίζουν τα ζώα τους. Ο γκρεμισμένος τοίχος με τον κισσό δείχνει τη θέση που ήταν το πιο παλιό υδραγωγείο του χωριού. Το νερό περνούσε μέσα από πήλινους σωλήνες, όπως λέει το Αριστειδάκι, τονίζοντας ότι στις συνδέσεις για να αποκλειστούν οι διαρροές οι παλιοί μαστόροι που ήξεραν τα μυστικά της αντοχής, είχαν χρησιμοποιήσει σαντορινιό χώμα. Έτσι έφτανε το νερό χωρίς απώλειες στις κοινοτικές βρύσες όπου μαζεύονταν κυρίως οι γυναίκες για να κάνουν τη λάτρα τους και να γεμίσουν τα σταμνιά. Πολλές φορές έγιναν σημείο αναφοράς και συνάντησης ερωτευμένων, αλλά και αιτίες καυγά.
Τριαντάφυλλα κι αγκάθια μαζί πηγαίνουν. Κάθε παλιά βρύση στο χωριό έχει και την ιστορία της. Ακούς τα πατήματα του καιρού που πέρασε, τις στάλες του νερού να πέφτουν βαριές, τα χείλη που έσκυψαν και ξεδίψασαν, το σταμνί που από μια αδέξια κίνηση έσπασε. Στη βρύση στην Ποταμίσσα είχε προσέξει την Καλλιόπη για πρώτη φορά το Αριστειδάκι. Πρώτα μάλωσαν, ήθελε να γεμίσει πρώτη το σταμνί.
“Κάμε στη μπάντα γιατί δε μού βολεί ν’ ανιμένω να ξεχειλίσει το σιντεροβάρελο ο φαμέγιος του Καρκαλέκου”, είχε ξεστομίσει με πρόκληση κι εκείνος ψύχραιμα:
“Των αμαθιώ σου το νερό να πιω να μεταλάβω
στα πάθη απού μ’ έβαλες αργάτη σου και σκλάβο”
Από τη μια ζύγισε μαντινάδα και ματόκλαδα κι από την άλλη έβαλε τιμή και περηφάνια για να μην δώσει δικαιώματα στον κόσμο.
“Γιάε, δεν ήρθα για να παίξομε συνορισά, κνεκνέ, ε κνεκνέ, κάμε στη μπάντα κι έχω ένα κάρο κατσικάνταρα να διαρμιστώ”, ισχυρίστηκε, μα ένα χαμόγελο το είχε ήδη σκάσει από τα λεπτά της χείλη και πετάριζε στα δικά του.
Η φήμη του νερού στα Σκαφίδια χάνεται στα υπόγεια λούκια και στο χρόνο. Η παράδοση θέλει από την πηγή αυτή να έπαιρνε νερό ο Κερήμ αγάς, πασάς του Ηρακλείου στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Λένε πως είχε δώσει εντολή στο μουχτάρη, να βάζει αγγαρεία τους κατοίκους και να του μεταφέρουν σε ασκιά με τα ζώα τους νερό της πηγής.
“Μια βολά…” , πάνει την ιστορία από την αρχή το Αριστειδάκι
“Μια βολά λοιπόν, εκεινουσάς τσι πια παλιούς χρόνους, ήρθενε και η σειρά κάποιου Τζερμιαδιανού απού τόνε ελέγανε Κοντογιάννη. Αυτός ήτονε ένας λακουδοπήγουνος χεροδύναμος άντρας και κατά πως ελέγανε δεν ήσκωνε μύγια στο σπαθί ντου. Φαίνεται πως τού κακόρχουντανε η απαίτηση τού αγά και εκατάσρτωσε συντινούς του άλλο σχέδιο για να χαλάσει τα χατίρια και τσι ορέξες του. Ελέγανε όντεν εφέρνανε την αθιβολή ντου, πως δεν εκατέβηκε προπατάρης, μα καβαλάρης στ’ άλογο ίσαμε απού ήφταξε στον Καρτερό όξω απού τη Χώρα με τ’ ασκιά διπλωμένα στο ντρουβά. Εκειά από ένα πηγάηδι με θελό νερό εξεπέζεψε και τα γέμισε.
Όντεν ήστεκε ο φεγγερός βασηλιάτορας των εφτά ουρανώ αποπάνω απού την πλατεία στα Λιοντάρια, ήφταξε πρέπει στο κονάκι του αγά κι εζήτηξε να παραδώσει την παραγγελιά. Με την άκρα των αμαθιώ ντου εξάνοιγε μια ζερβά και μια δεξά το αγαδικό απού ήγγιζε χιαρχιντισμένος την ογρασά απόξω στ’ ασκιά, μα πριχού προλάβει να του ζητήξει εξηγήσεις επετάχτηκε και είπε ντου πως ήτονε ογρά επειδή είχενε απόι όλη την αργατινή και δεν επρολάβανε να στεγνώξουνε. Ήκαμε πως τον επίστεψε ο αγάς κι απόει εζήτηξε να στρώσουνε το σοφρά, να τόνε φιλέψει ένα ξαρέσκι και μια ρακή μπάρε μου, για τον κόπο ντου.
Αυτός εδικαιολογήθηκε πως ήτονε χορτασμένος κι επροτίμησε να πιεί ένα λαήνι Σκαφιδιανό νερό, ετσά απού θάρριενε πως ήτονε, μα όντεν τό ’φερνε στα χείλια και τού χτύπησε αλλιώτικη μυρωδιά στ’ αρθούνια, εξετρουμίστηκε κι τση μύγιας το φτερό ήρχιξε κι εκουτσουνάριζε ο ίδρως τζομπιές-τζομπιές απού το κούτελο ντου, –ταμαϊμώς, ετουτονέ δεν είναι εκειονονά απού κατέχω‑, εσκέφτηκενε από μέσα ντου κι εκατάπιε με το ζόρε μια λαιμνιά.
Επιάσανε αθιβολές κι αθιβολές και είπανε εδά μα είπανε, τα κατεβάζει ο Χώνος του Γενάρη, μα ό,τι κι αν ελέγανε η φιλιά και η μπέσα δεν τως εχέρωνε να μπει απού κιαμιά μπάντα. Το αγαδικό εμύριζε κι εξαναμύριζε το νερό κι εσρτούφιζε τα μούτρα ντου εκατό λογιώ. Ξερανεγκασάς τό ’πινε, πότε του φαίνουντανε πρικύ και πότε εκάθουντανε βληχύ στο τζάρουγκα. Ενόγανε πως ήτονε μπαταξής ο Λασιθιώτης μα δεν ήβγανε και άχνα, δεν ήδειχνε πως ήτονε πουφουμισμένος, μόνο τού γέμιζε αμοναχός του το λαηνάκι ρακή και τον εκέρνανε πούρι πως ήτονε δικός του μπιστεμένος.
Όσο επέρνανε η ώρα και μούχρωνε εζώνανε οι όφιδες τον Κοντογιάννη, εφοβούντανε να μην πάθει πράμα ο Κερήμ και πει να του κόψουνε την κεφαλή σαν τση μαδολαίμας όρνιθας όντε τήνε βάνουνε στο κουτσούρι.
-Μπάταρε για χιανέτη με ζυάζει- , ήλεγε από μέσα ντου και ήθελε ίλα-ίλα να σκωθεί και να μισέψει πριχού γενούνε ντάρι-νάξι.
Σαν εβράδυαζε και δεν είχενε συμβεί πράμα κακό, εσκώθηκε απού το σοφρά, εκωλόσυρνε τη βρακοζώνη ντου και επαραντάλιζε ίσαμε να τήνε τυλίξει στη μέση, ήπιε την τελευταία ρακή ορθός στο πόρτεγο, εποχαιρέτηξε τ’ αγαδικό και σαν ήβγηκε όξω στην αυλή ενεγογύρεψε τ’ άλογο. Εκουκούμιζε ξετρουμισμένος τσι χερούκλες με την αναπνιά ντου, ήκαμε μια λεφούρα αίγα απού εβραχάλιζε στην άκρα στον τράφο, ήξυσε μνιαολιά το γραφάνι τση κεφαλής του, εμόλαρε δυο τρεις ποφουσκίδες στη βράκα, εκαβαλίκεψε κι επήρε εδά ύστερα τη στράτα να γιαγύρει στο Λασίθι.
Όντε ήφτανε κοντά στα Δυο Αοράκια, — αχαμνός τόπος, φαντάσει λένε εκειά πέρα μα αυτός δεν εφαντάχτηκε- μόνο είδενε απ’ αλάργο πως τόνε ζυγώνανε δυο Τούρκοι με τα μπεγίρια ντως και τον ήλουσε κρυγιός- κρυγιός ο ίδρως, τοσονά απού εκακανελίζανε τα μάγουλά ντου. Εκοπήκανε ντου τα νέκαρα, μα τζάμπα καθώς εφάνηκε ήπηρε την τρομάρα. Πράμα δεν του κάμανε, μόνο ένα γράμμα με βουλοκέρι του Κερήμ αγά του δώκανε και του παραγγείλανε να το παραδώσει του μουχτάρη ντελόγο όντεν ήθελα φτάξει στο Τζερμιάδω.
Ξεκαπυρωμένος ήφταξε εδά ύστερα απού τη χαρά ντου. Εκεινονά το γράμμα ήτονε απού ήγραφε πως τ’ αγαδικό δεν ήθελε να τού ξαναπέψουνε μπλιό Σκαφιδιανό νερό κι ετσά εξεγνοιάσανε οι αθρώποι στο χωριό. Εφοβήθηκε σάικα ο Κερήμ πως μια μέρα των ημερώ εμπόριε να τόνε φαρμακώσουνε. Ετσά εγίνηκε και ήτονε αφορμή ο Κοντογιάννης κι εγλιτώσανε οι Τζερμιαδιανοί την αγγαρεία.”
Κάνει μια παύση, ώρα ήτανε, με μια ανάσα τα είπε όλα. Κοιτάζει τους θεόρατους πρίνους στον κόκκινο γκρεμό στα Καταλύματα, παρασύροντας και τη δική σου ματιά σε ένα ακόμη δώρο της φύσης. Δέντρα και λογής — λογής χαμόκλαδα και θάμνοι αναπτύσσονται στις παρυφές της απότομης βραχώδους πλαγιάς. Δε χορταίνεις ν’ ανασαίνεις αλαδανιά και ρίγανη.
“Χι, χι τόνε τον Κοντογιάννη, γιάε πως μας εξανοίγει κι αφρουκάται απού τη κορφή του δέτη ανέ σας τά ’πα ντρέτα, μόνο πάμε εδά απού τουτονέ το στρατουλάκι με τσι αρτύκους κι ανέ μας επαντήξει, εμείς δα του πούμε ώρα καλή κι αυτός δα πει σπολλάιτη κοπέλια και δα σπάσει το γέλιο πριχού χαθεί στην αφούρα τ’ αλλουνού κόσμου”, σε ξαφνιάζει ενώ έχει ήδη πάρει το στρατουλάκι που σε βγάζει σε μιαν άλλη βρύση, στου Αμερικανού τη γειτονιά.
Σού αρέσει να τον ακούς, ωραίος παραμυθάς, μιλά για όσα θυμάται, όσα αγαπά, λατρεύει τη φύση, ανεβαίνει να χαιρετίσει τα μοναχικά δέντρα στα βουνά, συμπληρώνει τον μύθο σου, σού φτιάχνει τη διάθεση, είναι ο καλός σου άνθρωπος που έχει πάντα μια καραμέλλα στην τσέπη κι ένα χαμόγελο στα χείλη και το μεράκι του γίνεται σκάλα να φτάσεις κι εσύ ουρανό. Το Αριστειδάκι που σού λέει, “επαδέ στη μεγάλη ζέπη του σάκου μου έχω ένα κιλό ζαχαρωμένες λέξεις μόνο βάλε τη χέρα σου να πάρεις μια χαχαλιά”, κι άμα κάνεις την κίνηση, θα σού προτείνει και την άλλη τσέπη για να πάρεις “άλλη μια χαχαλιά παρηγοριά και θαύματα τσ’ αγάπης”… Τού αξίξει ένα χειροκρότημα του πατέρα σου και ας είναι μόνο το δικό σου.
Ο περίπατος μέσα από τη δασωμένη πλαγιά επιφυλάσσει μόνον ευχάριστες εκπλήξεις. Σκούρα χρώματα όταν κοιτάξεις ψηλά στους σκοτεινούς, ακατέργαστους κορμούς των πρίνων, πιο ανοιχτό πράσινο όταν χαμηλώσεις το βλέμμα στα νεαρά δέντρα. Κυριαρχεί η αίσθηση ότι όλα τα δέντρα ξέρουν να επικοινωνούν μεταξύ τους σα να μιλούν ειρηνικά για κάτι δικό τους και όταν ο άνεμος περνά από τις φυλλωσιές και τα κάνει να μουρμουρίζουν, γέρνουν τα κλαδιά θαρρείς για να σμίξουν και ν’ αγκαλιάσουν το ένα το άλλο. Εδώ συναντάς αγριολούλουδα, βότανα, κλήματα που κρέμονται στις αμυγδαλιές και κάτω από τις βαθιές σκιές μαλακή χλόη. Προχωρώντας ακούς τα κρυφά περάσματα του νερού. Ανάμεσα στα δυσπρόσιτα χαράκια η φύση διατηρεί τα μεγάλα της μυστικά αθέατα από όλους. Κάποτε μπορεί να ξεπεταχτεί αναπάντεχα μπροστά σου μια πέρδικα ή ένας λαγός. Τα πουλιά από κλαδί σε κλαδί δεν θα σταματήσουν το μελωδικό κελάδημα. Είναι πραγματική απόλαυση.
Λίγο πιο μακριά θα σε οδηγήσουν τα βήματά, σε ένα ακόμη σπήλαιο στο Τζερμιάδων και σε μια από τις ωραιότερες γειτονιές με πανοραμική θέα, στον Αργουλιά. Εδώ έχουν βρεθεί όστρακα Νεολιθικής έως Υστερομινωικής εποχής. Από εδώ αξίζει να σταθείς και να απολαύσεις τη μοναδική θέα του κάμπου. Εσύ που ανήκεις στον τόπο, νιώθεις ακόμη πιο οικεία αφού υπάρχουν εξ αρχής δεσμοί, οι οποίοι απλά με τόσα πολλά ερεθίσματα ενεργοποιούνται ξανά, έτσι ώστε να γίνει η σχέση σου πιο έντονη, πιο συνειδητή.
Το Λασίθι για εσένα είναι ένας τρόπος ύπαρξης
Στο Τζερμιάδων, με την επιστροφή σου ερμηνεύεται ο λόγος, η ανάγκη, η επιταγή της ψυχής που σε οδηγεί στην ανάκτηση της δικής σου ταυτότητας. Ο Αργουλιάς ως η ωραιότερη γειτονιά κοινής κληρονομιάς εξελίσσεται σε μέσον επαναδημιουργίας των χαμένων δεσμών. Οι φωνές στους αρμούς και στον κιτρινισμένο ασβέστη, στους πέτρινους τοίχους οι παλιές γνώριμες φωνές του Κασκαβάλη, του Φεγγάρη, του Μπολαντή, του Μπαεράμη του Πιπητού, του Μπλιαμπλιά, του Μαγέρεμα, του Γούβελου, του Καζόλη, του Ρουμπιέ είναι όλες εκεί.
Οι αυλές γεμάτες λουλούδια. Το δαχτυλίδι γλίσρτησε απ’ το χέρι σου στο πιθάρι με την ανθισμένη γαρυφαλλιά. Σκύβεις να το πιάσεις.
Η μυρωδιά γνώριμη σού φέρνει τις παλιές εικόνες. Με τις μυρωδιές γυρίζεις πίσω.
Η Κωσταντουραννιά, η Αριάδνη, η Ισμήνη, η Αγνή, η Πιπερόκαλλη, η Φεβρώνα, η Λωξάντρα, η Φαίδρα, η Μαντελενόκαλλη, η Φινοκαλιά, η Ανίκα, η Δανάη, η Αριστέα, η Κατίνα, η Ανδρομάχη, η Μερόπη, η Δημοκρατία, η Μαργή, η Τερψιχόρη, η Ανεζίνα, η Πιπίνα, όλες ποτίζουν στη χρυσή αστραπή της θύμησης βασιλικούς και κρίνους. Ανάσα ως την ψυχή, ανάσα βαθιά.
Εσύ όμως προορίζεσαι και θα σταθείς σε άλλη γειτονιά. Θ’ αφήσεις τα γκρεμισμένα σπίτια του Τζαγκουρνή, τη μεγάλη πελεκητή καμάρα του Μαστραντρέα, το ρούκουνα του Γρυνοσταυρούλη, το βούλισμα του Ντανασή, την πέτρινη σκάλα του Μπαντώλη, το πόρτεγο του Καντιφέ, τον οντά του Μουλαχαλή και θα κατέβεις από τα φαρδιά σκαλοπάτια της Μεσοχωριάς στου Μιχελιού το Χαράκι. Εδώ σε μια γωνιά δική σου θα σκοντάψεις όπως παλιά, εδώ θ’ απλώσεις τα σύνεργα της σκέψης, τα παράπονα, τις αναμνήσεις, την ξεχασμένη νιότη, όλα εδώ σε μια γωνιά τής ψυχής. Κάτω από τον πρίνο θ’ αγγίξεις σημάδια και ξέφτια, ξέρεις εσύ, όταν οι λογισμοί χτενίζουν τ’ αλάτι στα βλέφαρα και φέρνει βροχή τ’ απόβραδο, όταν η άγρια τριανταφυλλιά της Καλλιόπης απλώνει ρόδα στην πέτρα και η σουσουράδα καμαρώνει στην εξώπορτα.
Η ζύμη στη σκάφη, θαρρείς κινητοποιεί τις στιγμές για να προλάβουν την αιωνιότητα. Φωνή κοριτσίστικη αυτή που σε καλεί πίσω από τον χρόνο. Σ’ εκείνους τους άλλους καιρούς μπορεί και ν’ αγαπήθηκες περισσότερο. Ανοίγεις το συρτάρι. Δεν συνηθίζεις να αθετείς τις υποσχέσεις σου. Θα το άνοιγες κάποτε, μετά την αποδημία της όπως σού είχε ζητήσει. Εκεί ακόμη η λευκή δαντέλα, το βελονάκι, η δαχτυλήθρα, η ασημένια της καρφίτσα και κάτω από όλα αυτά διπλωμένο σε μια φωτογραφία ένα σημείωμα…
Στραφταλίζει η μορφή της στον ήλιο και στο θάνατο
Η Καλλιόπη, η μητέρα σου…
Με τη μνήμη των πράξεων, το χτες, το προχτές, το πριν πολλά χρόνια επιστρέφει στο παρόν. Ολομόναχη έμαθες να υπομένεις. Αντέχεις να κρατήσεις τα μάτια ανοιχτά στο φως. Το φως της Δίκτης, το υποσχόμενο επίσημο αρραβώνα στα κόκκινα μήλα δεν σε ενοχλεί. Ο προσανατολισμός σου είναι τέτοιος ώστε η καρδιά να απολαμβάνει το ταξίδι όσο τα μάτια δεν χορταίνουν να βλέπουν αυτό το φυσικό φως.
Σκέψου τι έγινε και έφερες τη ζωή σου ξανά εδώ. Θυμήσου, αυτή τη ζωή με όλα τα καλά και τα κακά, με όλες τις παρουσίες και τις απουσίες που μέτρησες, με όσα κέρδισες, με όσα έχασες. Θυμήσου πόσοι σε πλήγωσαν, ποιοι σε πρόδωσαν, μέτρησε τις σιωπές, ίσως μετά θα σου φανεί αστείο εκείνο το εύκολα ειπωμένο «σ’ αγαπώ», αλλά και το «σε περιμένω πάντα». Ψέματα μικρά και μεγάλα, καλοσερβιρισμένα να δείχνουν αθώα ή και ακίνδυνα, ψέματα εκδικητικά και ψέματα σωτήρια τελικά αφού σού έδειξαν την έξοδο κινδύνου.
Προσπαθείς να μάθεις από την πεθυμιά τού ανέμου και από τού κόσμου τα βάσανα καινούρια ανάγνωση στη ζωή.
Στα ψέματα που νόμιζες πως ρήμαξαν τη σκέψη σου, στα ψέματα που άφησες να υπάρχουν στη ζωή σου, να έχουν δύναμη στην καθημερινότητα σου, να φορούν την ετικέτα της αλήθειας μέχρι που πλήρωσες εσύ τις συνέπειες, μέχρι που κατάλαβες πως δεν είναι η εποχή που έβγαζες με προθυμία την καραμέλλα από το στόμα για να την μοιραστείς…
«Μιλάς… μιλάς… μιλάς…», σε πόνεσε και αυτό την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, η φωνή σου έφτανε αλλαργινή φορτωμένη αγωνία. Μάνα είσαι, μα δεν το κατάλαβε…
Από τα βαθιά ριζωμένα της ψυχής έφτασαν στα χείλη εξόριστες οι λέξεις, αδέσποτες πια διατυμπάνιζαν αυτά που φοβόσουν ν’ ακούσεις…
Μιλάς ακόμη με την οδύνη της παραπόνεσης, συνεχίζεις να μιλάς, φυσικά δεν ήξερε για πόσα έχεις σωπάσει, δεν ήξερε…
Όχι δεν θ’ αφήσεις, ποτέ ξανά, να σού χαλάσουν τ’ όνειρο κακές σκέψεις, όχι, εδώ λυτρώνεσαι, στο Λασίθι σε τρέφει η ποιητική ιδέα της ψυχής.
Είναι κάποιες φορές που όταν ξαναδιαβάζεις τη ζωή από την αρχή, ο θόρυβος γίνεται αφόρητος.
Είναι κάποιες φορές που όταν θυμάσαι, ο χώρος, όποια άπλα κι αν έχει, στενεύει, και ο χρόνος της μνήμης γίνεται ατελείωτος.
Είναι κάποιες φορές που ο εσωτερικός μονόλογος καλεί όλες μαζί τις σκοτεινές σκιές μα και τα αποτρόπαια πρόσωπα με τις αγγελικές μάσκες να μπουν στο χορό.
Είναι όμως και κάποιες φορές που ευτυχώς ξυπνάς και αλλάζεις…
Άλλαξες Χαρούλα…
Άνοιξες άβυσσο και παράδεισο μαζί γιατί το αντέχεις, κωπηλάτισσα σε ζωή και θάνατο, μα τα κουπιά σου στάζουν άσπρα γιασεμιά κι ανάσταση.
Η παλιά πόρτα γίνεται πύλη. Φεύγεις, αποχαιρετάς αποφασιστικά με τη σιωπή και ύστερα απλώνεις τα χέρια προς τον ουρανό. Η προγονική αυγή σού χαρίζει καινούρια ρόδα να μυρίσεις και σου επιστρέφει τις πιο προσφιλείς, τις πιο βαθιά ριζωμένες αφοσιώσεις σου.
Θα μείνεις μια αγκαλιά ανοιχτή σε αυτό το παρελθόν. Δεν θέλεις να το τσαλακώσεις, το κρατάς με την εμπειρία από όλα αυτά που πέρασες, ανάμεσά τους και οι φευγαλέες στιγμές εκείνης της αναχώρησης το φθινόπωρο του χίλια εννιακόσια ογδόντα ένα. Έτοιμη ή ανέτοιμη για την αλλαγή, αρκέστηκες με αξιοπρέπεια σε ένα αντίο.
Φορούσες κλασική μπεζ καπαρντίνα…
Λιγόστευε ο κόσμος όταν έφευγες. Οι παντοτινοί όρκοι είχαν γίνει μπαμπακένια σύννεφα στο φθινοπωρινό ουρανό. Πέρασαν πολλές μέρες και νύχτες στη σκιά του αρχάγγελου εκεί στην άκρη του καιρού κι αγιάζανε όλα με το ίδιο άκουσμα:
“Αστέρι μου, φεγγάρι μου, της άνοιξης κλωνάρι μου κοντά σου θα ’ρθω πάλι,
κοντά σου θα ’ρθω μιαν αυγή για να σου πάρω ένα φιλί και να με πάρεις πάλι.”
Η αίσθηση της μακρινής θύμησης έχει το δικό της πλούτο μέσα στην καρδιά σου για να μπορείς όχι μόνο να βλέπεις αλλιώς την ζωή, μα και να κοιτάς κατάματα τους γύρω σου.
Τελικά η αγάπη είναι επικίνδυνη άθληση…
Τελικά είναι και η μόνη επανάσταση που χαρίζει στιγμές ευτυχίας.
Τελικά είναι και η μόνη πράξη που ενώ μετράς το γκρίζο βγάζεις πάντα το άσπιλο λευκό!
Πανωφόρι το φως στο Τζερμιάδων.
Εσύ δεν έμαθες ανάγνωση στη γλώσσα που διαβάζουν οι αγράμματοι της λήθης, γιατί όπως έλεγε η Καλλιόπη “άμα δεν έχεις ρίζες βαθιές στον ουρανό δε φτάνεις”.
Αύριο ποιητή, αύριο νυχτώνει φθινόπωρο…
Aύριο…
“Πρωί πρωί χαράματα κόβω απ’ τον ήλιο γράμματα.
Στη γλώσσα που διαβάζουνε οι αγράμματοι και αγιάζουνε”.
(Οδυσσέας Ελύτης)
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρκυρα Μάης του 2020
Από το βιβλίο «Λασίθι, Τόπος Μέγας»
H Χαρούλα Βερίγου [Ζωή Δικταίου] γεννήθηκε στην Κρήτη. Οι ρίζες της είναι στο Οροπέδιο Λασιθίου. Στο Τζερμιάδο μεγάλωσε, εκεί έμαθε και τα πρώτα γράμματα. Δεν έγινε δασκάλα όπως ονειρευόταν όταν ήταν παιδί. Την κέρδισε η Τουριστική Εκπαίδευση. Ζει και εργάζεται στην Κέρκυρα.Μένει σταθερά αφοσιωμένη στην οικογένεια. Είναι παντρεμένη και τιμούν τη ζωή της δύο παιδιά. Καταθέτει την ευγνωμοσύνη της στο φως και στο ταξίδι του, αυτό που δικαιώνει την αιωνιότητα, για να δικαιωθεί ταπεινά στη σιωπή και αθόρυβα στο καθαρό βλέμμα θυμίζοντας την αλμύρα, την πιο αρχαία γεύση ζωής στο δάκρυ.Πιστεύει στην αγάπη. Συνηθίζει να κλείνει τα μάτια και να ταξιδεύει.Την γοητεύουν φεγγάρια, γιασεμιά, κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, όσο και τα ξεφτισμένα αποκόμματα από τις δαντέλες του παλιού καιρού. Η Αγάπη αντέχει το ρίσκο στ’ ανοικτά και τινάζει το χνούδι της λήθης στη βροχή. Της αρέσει η βροχή. Προτιμά τη μωβ ομπρέλα, μα έχει πάντα και μια κόκκινη, για να μπορεί να πληγώνει τις άφεγγες νύχτες το σκοτάδι.Την πολεμούν οι λέξεις. Γίνονται όχημα μαγείας, γι’ αυτό και δεν αναρωτιέται πια «γιατί γράφω;» Όπως αναπνέει, μιλάει, ονειρεύεται, συμφιλιώνεται με τη ζωή και τον θάνατο μαγικά, έτσι και η ανάγκη της να γράφει. Ακουμπά στο παρελθόν, όμως η λέξη που την καθορίζει είναι το «Αύριο»…