Γράφει ο \\ Σπύρος Τζόκας
Τι ανακαλεί η μνήμη!!!. Χειμωνιάτικο Σαββατόβραδο με ψιλόβροχο. «Μην πιείτε πολύ…. Και μην γυρίσετε πάλι το πρωί… δεν είναι ανάγκη να ξημερώνεστε κάθε φορά» τον ξεπροβόδισε η μάνα του. Και είχε δίκιο. Κάθε φορά τους έπαιρνε το ξημέρωμα. Τελευταίοι έφευγαν. Μπορεί να πήγαιναν και για πατσά ή σούπα. Ήθελαν και την κυριακάτικη εφημερίδα από την Ομόνοια. Τότε η εφημερίδα ήταν κάτι σαν σύμβολο. Με αυτά και με αυτά πέρναγε η ώρα. Ξημέρωνε…
Αν εκείνος δεν είχε καταπέσει, αν άντεχε η παρέα, ανέβαιναν και στον Υμηττό να απολαύσουν την ανατολή του ήλιου. Πραγματική απόλαυση. Πλησιάζοντας το πρωί στα σπίτια μας φορούσαμε τα μαύρα γυαλιά για να μην μας καταλάβουν στη γειτονιά ότι ήμασταν ξενύχτηδες. Αυταπάτη, όλοι το γνώριζαν.
Χειμωνιάτικο Σαββατόβραδο στο Χάραμα. 12 Δεκέμβρη 1983, του Αγίου Σπυρίδωνος. Όλα ήταν κανονισμένα. Εκείνος που γιόρταζε έκλεισε το τραπέζι για την παρέα. Και να ‘μαστε όλοι μας στο Χάραμα. Η ορχήστρα έπαιζε μελωδικά ορχηστρικά κομμάτια. Η μαγεία ήταν παρούσα. Ο μύθος άρχιζε να ξετυλίγεται. Το Χάραμα αποκτούσε μια άλλη λάμψη. Εκείνος αυτόπτης μάρτυρας της μουσικής ιστορίας που γραφόταν κάθε βράδυ εκεί και που αργότερα έγινε μύθος. Το μαγικό δίδυμο Τσιτσάνης – Μπέλλου εξάπτει τη φαντασία και δημιουργεί θετική διάθεση. Το ρεμπέτικο δεν είναι πια περιθώριο, είναι πολιτισμός. Το επιβεβαιώνει και ο Τσαρούχης με το γνωστό απόφθεγμα του: «Ο Τσιτσάνης μας θυμίζει πως έχουμε πολιτισμό».
Και πραγματικά στα χνάρια του ελληνικού πολιτισμού ο Τσιτσάνης. Στα χνάρια αυτά και το Χάραμα είχε γίνει ο τόπος αναφοράς του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού, το πρόσωπο μιας Ελλάδας που χάνονταν και η αύρα μιας αναπνοής που λαχάνιαζε κάτω από το βαρύ φορτίο που κουβαλούσαν οι πρωταγωνιστές καθισμένοι στις ξύλινες και άβολες καρέκλες του πάλκου. Η φοιτητική νεολαία πάντα παρούσα και εκδηλωτική. Ανακάλυψε το στέκι της. Ίσως και το πρόσωπο της. Και εκείνος συμβάδιζε με αυτά. Δεν ήταν ξενέρωτος. Από παιδί δεν ήταν. Του άρεσε αυτή η γνήσια λάμψη. Του άρεσε να ακούει «της γερακίνας γιός», ιδιαίτερα εκείνο τον στοίχο που έλεγε «μα εγώ δεν ζω γονατιστός». Ήθελε να είναι τέτοιος. ‘Όταν οι συνθήκες ήταν καλές, το χόρευε κιόλας. Και εκείνο το βράδυ το χόρεψε. Διασκέδασε. Διασκέδασε πολύ. Μέχρι το πρωί που έκλεισε το μαγαζί. Είχε κάποιο προαίσθημα. Και μετά δεν γύρισαν σπίτι. Γύρισαν περίπου μεσημέρι. Με τα μαύρα γυαλιά.
Φεβρουάριος 1983. Δύο μήνες μετά. Η μαγεία τελειώνει. Ο Βασίλης Τσιτσάνης σταματάει οριστικά τις παραστάσεις. Πλησιάζει το τέλος του. Μένει η Καισαριανή και το Χάραμα σαν η πιο μια σημαντική περιοχή για τον Βασίλη Τσιτσάνη.
Το “Χάραμα” χτίστηκε την ίδια περίοδο (1910 _τότε ήταν βασιλικοί στάβλοι) με το κτήριο που σήμερα στεγάζει το μουσείο ΕΑΜμικής Εθνικής Αντίστασης (σσ. δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία της Λαϊκής Συσπείρωσης και του κομμουνιστή δημάρχου Ηλία Σταμέλου). Λειτουργούσε αρχικά ως καφενείο για τους ιπποκόμους και άλλους. Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι της σωστής πλευράς της Ιστορίας (αλλά και της διαστρέβλωσής της). Την περίοδο 1940–1944 πάνω από 750 αγωνιστές (οι περισσότεροι κομμουνιστές _ακόμα και μικρά παιδιά) οδηγούνται στο Θυσιαστήριο της Λευτεριάς για να εκτελεστούν από τους φασίστες κατακτητές και τους ντόπιους συνεργάτες τους, με την πιο αιμάτινη γραμμή εκείνη της πρωτομαγιάς του 44.