Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αλέκος Πούλος: «Το έγκλημα να τιμωρήσουμε»

Παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Το έγκλη­μα το οποίο ανα­φέ­ρε­ται στο ποί­η­μα που δημο­σιεύ­ου­με σήμε­ρα ο Αλέ­κος Πού­λος, ναυ­τερ­γά­της, βρα­βευ­μέ­νος ποι­η­τής και μέλος της Εται­ρεί­ας Ελλή­νων Λογο­τε­χνών καθώς και πρό­ε­δρος της Επι­τρο­πής Κρί­σης Νέων Μελών, είναι γνω­στό. Οι δολο­φο­νί­ες προ­σφύ­γων και μετα­να­στών από τις δυνά­μεις κατα­στο­λής στο Αιγαίο και οπου­δή­πο­τε, στο μακρύ ταξί­δι της σωτη­ρί­ας μακριά από τον πόλε­μο και τη σφα­γή. Ένα ποί­η­μα γραμ­μέ­νο από την πλευ­ρά του θύμα­τος που εκφρά­ζει τους πόθους και τις ανά­γκες όλων των προ­σφύ­γων αλλά και τον θυμό του κυρί­αρ­χου Λαού. Ένα ποί­η­μα στρα­τευ­μέ­νο στην υπό­θε­ση της κοι­νω­νι­κής απε­λευ­θέ­ρω­σης, ένα ποί­η­μα-σει­σμός για κάθε υπο­ταγ­μέ­νη συνεί­δη­ση. Η δική μας προ­τρο­πή είναι μόνο μία: δια­βά­στε και δια­δώ­στε αυτό το ποί­η­μα όσο πιο πλα­τιά γίνε­ται. Τίπο­τα περισ­σό­τε­ρο και τίπο­τα λιγότερο.

ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΝΑ ΤΙΜΩΡΗΣΟΥΜΕ

Τρέ­χα­με μισοσκοτωμένοι

προς του Βορ­ρά τα σύννεφα

για να γλυ­τώ­σου­με απ’ τον βαρύ χειμώνα

σκαρ­φα­λώ­νο­ντας σε κοφτε­ρούς βράχους

και στα­μα­τού­σα­με να κοιμηθούμε

στη θάλασ­σα που αγρίευε

μόλις μας αντίκρυζε

 

Κρύο νερό

η θάλασ­σα παγωμένη

απ’ του Βορ­ρά την παγωνιά.

Βυθί­ζα­με τα κορ­μιά μας

σε σάπιες προσδοκίες

αγκα­λια­στή­κα­με με το θάνατο

και στο κρυ­στάλ­λι­νο νερό του πελάγου

γυρί­σα­με τα μάτια στον ουρανό

κρα­τώ­ντας σφιχτά

το μέλ­λον πάνω στις καρ­διές μας.

 

Σκε­πα­ζό­μα­σταν με τα κλα­διά μας ελιάς

που έγερ­νε να μας χαϊδέψει

και μυρί­σα­με άνθρωπε

την ολόι­δια με μας καρ­διά σου.

Δεν έφτα­ναν όμως

οι κατα­πρά­σι­νες πλα­γιές σας

να κρύ­ψουν τον θάνα­τό μας

στην πελα­γί­σια όχθη

που κερ­δο­σκο­πού­σε το μίσος .

 

Μαδού­σα­με τα λου­λού­δια του φεγγαριού

κάθε νύχτα

που ευω­δί­α­ζαν σαν ελπίδα

καθώς καρ­τε­ρού­σα­με να μας σώσετε

απ’ αυτό το απελ­πι­σμέ­νο μας ταξί­δι στον Βορρά

πριν μας προφτάσουν

εκεί­νες οι λάμ­ψεις του πρωινού

που έφερ­ναν το σκο­τά­δι και τον θάνατο.

 

-Αχ! Δεν σας πρέπει

χει­μώ­να να μυρί­ζε­ται στην πορεία σας

μες τ’ ανε­μο­δαρ­μέ­να της θάλασ­σας μονοπάτια

που την ραντίσαμε

με δάκρυα, κατά­ρες κι αγώνα

για να σας ανε­βά­σου­με ψηλά

εκεί που θ’ ακού­γε­ται η μου­σι­κή των κυμάτων

να νανου­ρί­ζει τα όνει­ρα σας

γι’ αγά­πη, ειρή­νη, ελευθερία.

 

-Αγγίξ­τε μας είμα­στε φίλοι!

Φιλή­στε μας

είμα­στε οι Άγγελοι

που φέρ­νουν το και­νού­ριο μήνυμα.

Γευ­τεί­τε τα δάκρυα μας

που στέ­γνω­σαν στα μάτια μας

κι ορκι­στεί­τε μαζί μας

πως νικη­τές θα γυρίσουμε

το έγκλη­μα να τιμωρήσουμε

σαν κυρί­αρ­χος Λαός.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο