Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Chelsea D: Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη μεσσίες και βρίσκουν σύγχρονους συγγραφείς

1.

Είμαι δημο­σιο­γρά­φος. Δού­λευα στην δημο­τι­κή εφημερίδα.
Έχω δύο πιστώ­σεις και νοι­κια­ζό­με­νο διαμέρισμα.
Έχει περά­σει μισή ζωή μου και αντιλήφθηκα
μιά μετατροπή -
ακού­γο­ντας λέξεις έγι­να ένα μεγά­λο αυτί.
Έγρα­φα για τα πάντα — για βιαστές,
δολο­φό­νους, βλάβες,
ναρ­κω­τι­κά, σφα­γές και καυγές,
για και­ρό “σήμε­ρα +10, περι­μέ­νε­τε βροχές”.
Και τις νύχτες έγρα­φα για την πρώην,
αλλά αυτό — στο συρτάρι.
Έγρα­φα στί­χους (δεν είχα σκο­πό τις δημοσιεύσεις).
Θλί­ψη και κού­ρα­ση — παντα δίπλα μου αυτό το ζευγάρι.
Και αντί για αίμα στις φλέ­βες μου έτρε­χαν λέξεις.
Ξυπνού­σα — οι λέξεις στο ράδιο και μετρό.
Στη δου­λειά με τις λέξεις έγρα­φα άρθρο
Και τη νύχτα οι λέξεις μπαί­να­νε πετώ­ντας στο στό­μα ανοιχτό,
κολ­λώ­ντας μέσα στο λαιμό.
Δεν μπο­ρού­σα να κάνω διή­γη­ση για το πόσο απαί­σια νοιώθω -
παντού κλισέ.
Και από μέσα ένας σφι­χτός φου­σκω­μέ­νος βώλος σιω­πής πονούσε.
Το πλή­θος όλες τις λέξεις τετριμ­μέ­νες κατάντησε,
Και η ψυχή μου ανε­πα­νά­λη­πτες αναζητούσε.
Όλα πριν από μας εξιστόρησαν -
έμει­νε γενι­κό ρεπλέι.
Μισώ τις λέξεις. Και επί­σης καθέ­ναν που τις λέει.
Είμαι ένα τερά­στιο γρα­φο­μη­χα­νι­κό χέρι.
Δεν έχει σημα­σία Τι λένε, αλλά Πώς!…
Προ­σφά­τως κατά­λα­βα, μου­γκοί είναι μόνο δάσος και θάνατος.
Απο­χώ­ρη­σα στη λόχ­μη, να ζω μεσ’ τα δέντρα,
Έκλει­σα τηλέ­φω­νο, λάπτοπ. Αγό­ρα­σα καβα­λέ­το, μπο­γιές, πινέλα.
Απο­φά­σι­σα να ζωγρα­φί­ζω τη φύση, τις σκέψεις.
Και από τότε δεν γρά­φω, δεν ακούω κατα­ρα­μέ­νες λέξεις.
Δρα­πέ­τευ­σα από ρημά­των, συνή­χη­σης και γραμ­μά­των τη φυλακή,
Με τα μάτια απο­λαμ­βά­νω την ωραιό­τη­τα, τόσο σιωπηλή.
Μόνο στη σιω­πή και στο καβα­λέ­το τον εαυ­τό μου μπο­ρώ να εμπιστευτώ.
Συνεν­νο­ού­μα­στε με το σύμπαν, δεν χρειά­ζε­ται κάτι να του πω.
Άφη­σα τις λέξεις για απα­τε­ώ­νες και ερωτευμένους.
Κάτι δεν πρέ­πει να αφή­σου­με και σ’αυ­τούς τους δυστυχισμένους;
Πόση γλυ­κύ­τη­τα έχει η σιω­πή — ειναι γνωστό
μόνο στους παρά­φρο­νες, νεκρούς και Θεό.
Από τώρα
το ξέρω

και ‘γώ

2.

Κου­ρά­στη­κα να νουθετώ,

να τους οδη­γώ δια το πυκνό

και δυσώ­δης καπνό.

Ξέσχι­ζα καρδιά,

λέρω­να τα χέρια μου

για χάρη τους,

τορ­νεύ­ο­ντας το λόγο πάνω στο βωμό.

 

Λογο­τέ­χνης είμαι, και η δου­λειά μου -

να γρά­φω Ταλμούδ,

Να συν­θέ­τω Και­νή Δια­θή­κη, Κοράνι.

Είμαι τόσο μόνος, που ούτε οι ασκητές

δεν πρό­κει­ται να με καταλάβουν.

 

Είμαι τόσο ζωτικός,

που ο παπ­πούς ο Νώε

δεν με έσω­ζε, όταν είχε έκτρω­ση η Γη

“Κάθε είδος της ξηράς να έχει ζεύγος,

αυτο­νού εκεί — δώσ’ του μία με φτυάρι,

μην ανέ­βει στο καράβι”.

 

Και από τότε, όχι ότι είμαι Μωυσής,

αλλά πίσω μου,

ονο­μά­ζο­ντάς με συνάδελφο,

σέρ­νο­νται απο­λύ­τως όλοι

στο μέρος που για μας είναι άγνωστο.

 

Κου­ρά­στη­κα. Και το κρε­βά­τι μου -

είναι φρού­ριο.

Και φωνά­ζει το πλή­θος, καλώντας

αλή­θεια ή ψέμα.

Μόνο άψιν­θος βλα­σταί­νει από μέσα μου.

Και με ρυτίδες

γέμι­σε το δέρμα.

 

Θα’θε­λα να με κάψουν σαν σκιάχτρο,

άμα ήξε­ρα ότι θα τελειώ­σει μ’αυτό,

ότι πέφτο­ντας απ’ την γέφυ­ρα κάτω

δεν θα γίνω τέρας

θαλασ­σι­νό.

 

Ότι ολο­κλή­ρω­σα την εντο­λή αποτελεσματικά.

Ότι μου επι­στρέ­φουν σώμα, στο οποίο

μπο­ρώ να χαμογελάσω.

Ότι μέσα έχει καρ­διά που χτυ­πά δυνατά,

και ότι ποτέ δε θα την

ξανα­χά­σω.

 

…αλλά θα κλεί­σει ο κύκλος -

Έχο­ντας αλλά­ξει εκα­τό τομάρια,

η δου­λειά μου είναι — να γρά­φω σενάρια.

 

Ίσως είμαι χει­ρό­τε­ρος μεσ­σί­ας που υπήρ­χε ποτέ.

Αλλά κάρ­φω­σαν

τα βλέμ­μα­τα

και

με κοι­τά­νε.

 

***

1.

Απο­πε­ρά­τω­ση του βιβλίου -
απλή.
Ο μαγι­κός σπόρος
αποδείχθηκε
κεχρί.
Ποι­ή­τρια στην πρό­ζα ξέπεσε·
Γρά­φει στην μαμά, ότι
με τον Βασίλη
κου­βέ­ντα έπιασε.
Ότι στο διάδρομο
επιτρέπεται
να καπνίζουν.
Ότι τα χάπια την κατάθλιψη
θα καταπολεμήσουν.
Ότι με τον Βασίλη
έβλε­παν ταινία
χθες το βράδυ.
Ότι αισθά­νε­ται αγωνία
μερι­κές φορές.
Στο κακάο μένει απαί­σιο κατακάθι.
Λες και γίνε­ται επίτηδες!
Ένας καλλιτέχνης
δεν ξεχω­ρί­ζει χρώματα
και τον λένε Αλφρέντ.
Εδώ βρί­σκε­ται και μια
μπαλαρίνα
που ξέμα­θε να φορά­ει ποέντ.
Ότι η καλή νοσο­κό­μα Νίνα
δυστυ­χώς δεν έχει διαβάσει
Δάντη.
Και ότι η άτε­κνη Λίζα
είναι πολύ όμορφη
και πηγαί­νει στο χειρομάντη.
Όλοι υπά­κουα πίνουν χάπια
και σύντο­μα θα γίνουν καλά.
Ζήτω σκοτάδι!
Τις νύχτες δεν βλέπω
όνειρα.
Ότι ο δαί­μο­νας είναι
πανούργος,
έχει πολ­λά πόδια
και μεγά­λα μάτια.
Αλλά εδώ τον δαίμονα
ανα­γνω­ρί­ζουν οι φύλακες.
Και δεν τον αφή­νουν να μπαίνει
στα δωμάτια.
-
Πάνω στο φάκελο
υπο­γρα­φή “μαμά” βάζει,
και ο ψυχολόγος
το επιδοκιμάζει
-
Θερα­πεία — ό,τι καλύτερο
μπο­ρεί να υπάρχει!
Αμέ­σως νικά την ψύχωση!..
Όμως η μαμά αφή­νει το φάκελο
στην άκρη.
Φοβά­ται να δει
πώς τελειώνει
αυτή η διήγηση.

2.

Και δεν χρειά­ζο­μαι ούτε τους ρού­νους, ούτε ταρώ,

Για να δω ότι είμα­στε κάτι φανταστικό.

 

Έτσι κλαί­ει σε έναν από τους πλα­νή­τες Τζορ­ντά­νο Μπρούνο

Βλέ­πο­ντας στο όνει­ρο έναν πλα­νή­τη μοναδικό.

 

Περ­νά­νε οι μέρες και η μοί­ρα αυτή γελοία θα μας φανεί.

Θα βρε­θού­με με τους και­νού­ριους μέσα στην αγκαλιά.

 

Έτσι κοι­μά­ται μωρό χωρίς κού­κλα — μεγά­λο παιδί.

Αλλά ονει­ρεύ­ε­ται να ξυπνή­σει μαζί της

μια φορά.

3.

Κοπιά­ζω.

Το σύμπαν είναι απομονωμένο,

κρυ­φό,

απρό­σι­το.

Με τα νύχια τον τοί­χο ραγίζω.

Κάνω μια ερώτηση -

Υπάρ­χει κάποιος που να με θέλει;

Μάλ­λον..

Κάποιος που να με καταφέρει.

 

Απλά θα αντέ­ξει αδιά­κο­πο trip,

Και θα ανε­χθεί παρά­λο­γη φλυαρία.

Με βλέ­πεις;

Κοί­τα με!

Κοί­τα με!

Για­τί θα εξαφανιστώ

με συντο­μία.

 

Ο πόνος είναι ανόητος,

Ανα­φαί­ρε­τος,

Αλλά έχει τέρμα.

Με τη σκέ­ψη αυτή -

σβή­νω το φως.

Μα για­τί έπρε­πε να με σακετεύεις,

ενώ το βλέμ­μα μου έλε­γε SOS.

 

Είμαι ξένη — και αυτό είναι ένα

τσιπ συμπλη­ρω­μα­τι­κό.

Σκα­λιά­ζο­μαι στον εαυ­τό μου,

ελπί­ζο­ντας

ότι θα το βρω.

Άμα ξέρεις πώς, μάθε με,

σε παρα­κα­λώ…

4.

Μην εξευ­τε­λί­ζε­σαι

Μην είσαι χαζή

Μην φορ­τώ­νε­σαι

Πάψε να τρως το βράδυ

Μην κλεί­νε­σαι στον εαυ­τό σου

Στα­μά­τα να γκρι­νιά­ζεις, να φωνά­ζεις, να βλέ­πεις τοκ σόου.

Και να θυμά­σαι τα κλει­διά πού βάζεις

Να σκέ­φτε­σαι για πολλά

Διά­βα­σε ένα βιβλίο, άνοι­ξε μυθιστόρημα

Και επα­να­λάμ­βα­νε ότι όλα είναι μιά χαρά

Μην πίνεις πολύ

Περίσ­σιους ανθρώ­πους μην αφή­νεις να σε πλησιάζουν

Και οι κοτσο­μπο­λιές να μην σε νοιάζουν

Ξύπνα νωρίς. Να κοι­μά­σαι οκτώ ώρες την ημέρα

Κάνε δίαι­τα. Αλλά απ´τη ζυγα­ριά κατέβα

Κατέ­βη­κες από τα ζυγαριά;

Ξεκί­να να κάνεις δίαιτα

Στα­μά­τα να περι­μέ­νεις το καλο­καί­ρι όλη την χρονιά

Το Σάβ­βα­το πάρε την μαμά να πάτε στο σινεμά

Να απο­φεύ­γεις ανθρώ­πους σκυθρωπούς

Και μην διστά­ζεις παραλογισμούς

Να θυμά­σαι ότι το κάπνι­σμα δεν είναι μαγιά

Διώ­ξε τις μαύ­ρες σκέ­ψεις, κατάθλιψη.

Γρά­ψε γράμ­μα, κάνε μια επιστολή.

Μην προ­σποιεί­σαι

Λιγό­τε­ρα να φλυαρείς

Ερω­τεύ­τη­κες; — εξομολογήσου

Οχι; — να ερωτευτείς.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο