Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Δεν πήρες είδηση ότι έγινε επανάσταση;»…

Μετά από δυό­μι­ση μήνες περί­που μου κάνουν μπλό­κο κάτω απ’ τη δεξα­με­νή της Νέας Κυψέ­λης. Με πήραν παρά­με­ρα σ’ ένα μικρό παρ­κά­κι που  ήταν εκεί κοντά, με ψάξα­νε, μου βγά­λα­νε τα παπού­τσια, τις κάλ­τσες και μου λένε:

― Τι τον έκα­νες το Ριζο­σπά­στη που πήρες;

― Δεν έχω ιδέα για το Ριζο­σπά­στη, τους λέω. Καταρ­χάς ο Ριζο­σπά­στης δεν κυκλο­φο­ρεί, δεν υπάρχει.

― Ο Ριζο­σπά­στης υπάρ­χει και ξέρου­με ότι τον παίρ­νεις εσύ  και τον διο­χε­τεύ­εις σε άλλους.

Αφού δεν βρή­καν τίπο­τα πάνω μου, με άφη­σαν να φύγω.

Πέρα­σε περί­που ένα τρί­μη­νο και μου ξανα­έ­κα­ναν έλεγ­χο στο ίδιο σημείο. Πάλι δεν μου βρή­καν τίποτα.

Μετά απ’ αυτό, ένα βρά­δυ στις δώδε­κα τη νύχτα χτυ­πά­ει η πόρ­τα του σπι­τιού μου. Ανοί­γω ένα τζα­μά­κι που είχε και βλέ­πω έναν ασφα­λί­τη με πολι­τι­κά  να μου βγά­ζει ταυ­τό­τη­τα. Ήταν ο διοι­κη­τής του παραρ­τή­μα­τος Ασφα­λεί­ας Κυψέ­λης. «Άνοι­ξε την πόρ­τα να κάνου­με έρευ­να» μου λέει. Ανοί­γω την πόρ­τα. Μέσα κοι­μό­ταν τ’ αδέλ­φια μου, ο Νίκος  και η Βάγια. Φωνά­ζει αυτός δυο αστυ­φύ­λα­κες που ήταν απ’ έξω ―με τα πολι­τι­κά και αυτοί― και τους λέει: «Ψάξ­τε, να μη μεί­νει τίπο­τα αγύ­ρι­στο». Και τους τονί­ζει: «Μην κάνε­τε θόρυ­βο όμως, για­τί μέσα κοι­μού­νται μικρά παιδιά».

Δεν άφη­σαν τίπο­τα όρθιο. Άνοι­ξαν όλα τα συρ­τά­ρια, όλα τα ντου­λά­πια και ντου­λα­πά­κια. Ο διοι­κη­τής της Ασφά­λειας έπε­φτε μπρού­μυ­τα στο πάτω­μα και κοι­τού­σε κάτω απ’ τις ντου­λά­πες και τα κρε­βά­τια να δει αν υπάρ­χει τίπο­τα εκεί. Πάνω σ’ ένα τρα­πε­ζά­κι είχα κάνα–δυο βιβλία του Στά­λιν και του Λένιν, δυο φωτο­γρα­φί­ες από τη Μαρα­θώ­νια πορεία ειρή­νης μαζί με την αδελ­φή μου και τον Κώστα Παπ­πά και τρία–τέσσερα φάκε­λα με γράμ­μα­τα απ’ την αλλη­λο­γρα­φία που είχα με το ραδιο­φω­νι­κό σταθ­μό της Βου­δα­πέ­στης. Ο σταθ­μός μετέ­δι­δε δυο φορές τη βδο­μά­δα ελλη­νι­κά τρα­γού­δια και μηνύ­μα­τα και εκφω­νη­τής ήταν ο Μόλ­να, ο οποί­ος ήταν Έλλη­νας. Η αλλη­λο­γρα­φία ήταν για το ποια τρα­γού­δια θέλα­με να μας βάλει και ερω­τή­σεις για το κοι­νω­νι­κό σύστη­μα της Ουγ­γα­ρί­ας. Είχε γίνει μάλι­στα και ένας δια­γω­νι­σμός δι’ αλλη­λο­γρα­φί­ας, στον οποίο κέρ­δι­σα και μου έστει­λαν δυο δίσκους. Μόλις τα είδε όλα αυτά ο ασφα­λί­της λέει: «Αυτά κατάσχονται».

Πάνω στη ντου­λά­πα είχα μια στοί­βα Αυγές. Καλεί ο διοι­κη­τής έναν αστυ­φύ­λα­κα  και του λέει: «Γιώρ­γο, ανέ­βα στην καρέ­κλα και ψάξε να δεις τι έχει πάνω στην ντου­λά­πα.  Βλέ­πω κάτι εφη­με­ρί­δες εκεί». Ο Γιώρ­γος ήταν ο αστυ­φύ­λα­κας που με «χτύ­πα­γε» στην πλά­τη και μου έλε­γε να κλεί­σω την εφη­με­ρί­δα μέσα στο λεω­φο­ρείο. Μόλις βλέ­πει τη στοί­βα με τις Αυγές, μου λέει:

― Καλά ρε Χρή­στο, δεν πήρες είδη­ση τίπο­τα; Εδώ έγι­νε επα­νά­στα­ση κι εσύ κρα­τάς όλες τις Αυγές εδώ;

― Δεν έγι­νε επα­νά­στα­ση κύριε Γιώρ­γο. Έγι­νε πρα­ξι­κό­πη­μα, για­τί αν γινό­ταν επα­νά­στα­ση από το λαό θα ήμουν κι εγώ μέσα, του λέω.

― Αφού άκου­σες έστω ότι έγι­νε πρα­ξι­κό­πη­μα, για­τί τότε τις μαζεύ­εις εδώ όλες τις εφημερίδες;

― Η Αυγή ήταν νόμι­μη και την αγό­ρα­ζα, γι’ αυτό την κρατούσα.

― Μου φαί­νε­ται ότι έχεις το μυα­λό της μάνας μου, που μαζεύ­ει ό,τι παλιό βρί­σκει και δεν πετά­ει τίπο­τα! μου λέει.

Τι να του έλε­γα μετά απ’ αυτό;…

Βγαί­νο­ντας έξω απ το σπί­τι ο διοι­κη­τής και οι δυο αστυ­φύ­λα­κες που ήταν μέσα, βγή­κα κι εγώ έξω στη βερά­ντα και βλέ­πω γύρω–γύρω απ’ το σπί­τι ότι το είχαν κυκλώ­σει με τ’ αυτό­μα­τα. Κάτω απ’ τη βερά­ντα είχε φτιά­ξει ο σπι­το­νοι­κο­κύ­ρης μια απο­θη­κού­λα για να βάζου­με τον τενε­κέ με τα σκου­πί­δια. Κατε­βαί­νει ο διοι­κη­τής, ανοί­γει το πορ­τά­κι και βγά­ζει τον τενε­κέ με τα σκου­πί­δια έξω. Χώνε­ται με το κεφά­λι μέσα και μ’ έναν φακό άρχι­σε να ψάχνει την απο­θη­κού­λα. Βγαί­νο­ντας από εκεί, αφού δεν βρή­κε τίπο­τα, γύρι­σε ανά­πο­δα τον κάδο με τα σκου­πί­δια και τα έψα­χνε ένα–ένα με το φακό. Σηκώ­θη­κε όρθιος και λέει αγανακτισμένος:

― Γ… την Πανα­γία του! Δεν έχει τίποτα!

― Κύριε διοι­κη­τά, τι θέλα­τε να βρεί­τε; του λέω.

― Το Ριζοσπάστη!

― Όμως δεν τον βρή­κα­τε κι αυτό σημαί­νει ότι εγώ δεν ασχο­λού­μαι με το Ριζοσπάστη.

― Μα εγώ είχα πλη­ρο­φο­ρία ότι είχες, γι’ αυτό έκα­να όλη αυτή τη φασα­ρία εδώ πέρα. Νομί­ζεις ότι για πλά­κα το έκανα;

― Άρα οι πλη­ρο­φο­ρί­ες σας ήταν ψεύ­τι­κες, του λέω.

― Αύριο το πρωί στις δέκα να είσαι στο γρα­φείο μου.

Πράγ­μα­τι την άλλη μέρα στις δέκα το πρωί πήγα στο γρα­φείο του. Μου λέει:

― Καθί­στε, να σας παραγ­γεί­λω καφεδάκι;

― Όχι, ευχα­ρι­στώ. Δεν πίνω.

― Ντα­βαν­τζή, ξέρεις πολύ καλά ότι έγι­νε επανάσταση.

― Κύριε διοι­κη­τά, δεν έγι­νε επα­νά­στα­ση, έγι­νε πραξικόπημα.

― Ξέρω ότι είσαι κομ­μου­νι­στής και όχι ΕΔΑ­ΐ­της, όπως λένε. Αυτά τα βιβλία που έχεις εδώ κατά­σχο­νται. Τις φωτο­γρα­φί­ες και τα γράμ­μα­τα θα σου τα δώσω. Θα σου πω όμως κάτι, έτσι, σα φίλος. Να απο­φύ­γεις κάθε ανά­μι­ξη και δρα­στη­ριό­τη­τα διό­τι αν σε πιά­σου­με με το Ριζο­σπά­στη ή με οτι­δή­πο­τε άλλο παρά­νο­μο να ξέρεις ότι θα σε στεί­λω εξο­ρία. Μου το υπό­σχε­σαι αυτό;

― Αν με πιά­σε­τε με Ριζο­σπά­στη, τότε να εφαρ­μό­σε­τε το νόμο σας.

― Άρα, δεν υπόσχεσαι;

― Σας είπα.

― Κοί­τα­ξε, εγώ είμαι δημο­κρα­τι­κός, παπαν­δρεϊ­κός και απ’ ό,τι γνω­ρί­ζω σε λίγο χρο­νι­κό διά­στη­μα θα με διώ­ξουν από εδώ, γι’ αυτό σε προει­δο­ποιώ να λάβεις τα μέτρα σου για­τί δεν θα γλι­τώ­σεις με τίποτα.

Μου έδω­σε τις φωτο­γρα­φί­ες[1] κι έφυ­γα. Πράγ­μα­τι μετά από ένα μήνα έμα­θα ότι άλλα­ξε ο διοι­κη­τής του παραρτήματος.

[1]  Βλ.στο Παράρ­τη­μα φωτογραφιών.

Από­σπα­σμα από το βιβλίο του Χρή­στου Ι. Ντα­βαν­τζή Όσα επέ­ζη­σαν στη μνή­μη… Οδοι­πο­ρι­κό μιας ζωής, Αθή­να 2016.

Το περιο­δι­κό ΑΤΕΧΝΩΣ (atexnos.gr)
σας προ­σκα­λεί στην παρου­σί­α­ση του βιβλίου

Όσα επέ­ζη­σαν στη μνή­μη… Οδοι­πο­ρι­κό μιας ζωής,
του Χρή­στου Ι. Νταβαντζή

Στην εκδή­λω­ση θα μιλήσουν:

Χρή­στος Τσιν­τζι­λώ­νης, Πρό­ε­δρος της Πανελ­λή­νιας Ένω­σης Αγω­νι­στών Εθνι­κής Αντί­στα­σης – Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού Ελλά­δας (ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ)

Κώστας Μαρα­γκου­δά­κης, Πρό­ε­δρος του Ιδρύ­μα­τος Περί­θαλ­ψης Ηλι­κιω­μέ­νων «Το Σπί­τι του Αγωνιστή»

Νίκος Πουρ­να­ράς, συνεκ­δό­της του περιο­δι­κού ΑΤΕΧΝΩΣ, επι­με­λη­τής του βιβλίου

Θα δια­βα­στούν απο­σπά­σμα­τα από το βιβλίο. Χαι­ρε­τι­σμό θα απευ­θύ­νει ο συγγραφέας.

Κυρια­κή 9 Οκτώ­βρη 2016, στις 18:00

Κινη­μα­το­γρά­φος Αλκυονίς
NEW STAR art cinema
Ιου­λια­νού 42–46, πλα­τεία Βικτωρίας
Τηλ: 210 8220 008

Είσο­δος ελεύθερη

Δια­βά­στε ακόμα:
Χρή­στος Ντα­βαν­τζής: Εμφύ­λιος στα Τζου­μέρ­κα – Μάχη του ΔΣΕ στη Χώσεψη

Χρή­στος Ντα­βαν­τζής: Έτσι τη γλί­τω­σε ο Ζέρβας…

Περισ­σό­τε­ρα για την εκδή­λω­ση ΕΔΩ.
Για το βιβλίο και τον συγ­γρα­φέα ΕΔΩ.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο