Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Frédéric Chopin _Αφιέρωμα

1849 _Σαν σήμε­ρα 17 Οκτώβρη
Πεθαί­νει στο Παρί­σι ο Γαλ­λο­πο­λω­νός συν­θέ­της και 🎹 βιρ­τουό­ζος πια­νί­στας Frédéric Chopin (Φρει­δε­ρί­κος Σοπέν).

Γρά­φει ο \\ Αστέ­ρης Αλα­μπής _Μίδας

Ατέχνως info

🔹 Τα αφιέ­ρω­μα μεγά­λο και πολύ­πλευ­ρο, όπως και ο ήρω­ας γεμά­τος αντι­φά­σεις ως άτο­μο και χαρα­κτή­ρας: Ο Σοπέν δια­κρι­νό­ταν για γοη­τευ­τι­κή προ­σο­χή στα δημο­φι­λή (λαϊ­κά) τρα­γού­δια και χορούς της πατρί­δας του Πολω­νί­ας, αλλά είχε σχέ­ση μόνο με την αρι­στο­κρα­τία της επο­χής _Είμαι μέλος της ανώ­τε­ρης κοι­νω­νί­ας, έχω τη θέση μου σημα­δε­μέ­νη ανά­με­σα σε πρε­σβευ­τές, πρί­γκι­πες, υπουρ­γούς_ έγρα­φε. Η καλ­λι­τε­χνι­κή συνύ­παρ­ξη ήταν προ­βλη­μα­τι­κή, το ίδιο και η κοι­νω­νι­κή του ενσω­μά­τω­ση (αισθα­νό­ταν ξένος παντού), μερι­κές φορές ακό­μη και με τη μεγά­λη του αγά­πη _φίλη, ερω­μέ­νη και “μητέ­ρα” George Sand (Γεωρ­γία Σάνδη).
🔹 Στον αντί­πο­δα πολ­λών συγ­χρό­νων του (και της Σάν­δη), έπαι­ζε κρυ­φτού­λι με τις επα­να­στά­σεις της επο­χής του, με έντο­νη την απου­σία του από κάθε είδους συγκρού­σεις, πολι­τι­κές και ιδε­ο­λο­γι­κές, φανε­ρώ­νο­ντας τον πραγ­μα­τι­κό συμ­βι­βα­στι­κό _κοινωνικά και πολι­τι­κά χαρα­κτή­ρα του κρα­τώ­ντας “από­στα­ση σφα­λεί­ας” από πολι­τι­κές εκρήξεις.
🔹 Μου­σι­κά 🎶 υπήρ­ξε ιδιο­φυία: Τεχνι­κή πιά­νου  🎹  με απί­στευ­τους αυτο­σχε­δια­σμούς, θεϊ­κή η “αφή” _το “άγγιγ­μα”, εγκε­φα­λι­κή και εντε­λώς αυθόρ­μη­τη δημιουρ­γία, μόνι­μα σε κατάθλιψη.
Η Τζορτζ Σαντ, μιλώ­ντας για αυτή την πτυ­χή του άντρα που αγα­πού­σε, διευ­κρί­νι­ζε ότι «κλει­νό­ταν στο δωμά­τιό του για ολό­κλη­ρες μέρες, έκλαι­γε, περ­πα­τού­σε, σπά­ζο­ντας τα φτε­ρά του, επα­να­λαμ­βά­νο­ντας ή αλλά­ζο­ντας ένα μέτρο εκα­τό φορές, γρά­φο­ντάς το και σβή­νο­ντάς το άλλες τόσες και ξαναρ­χί­ζο­ντας την επό­με­νη μέρα με επί­πο­νη και απελ­πι­σμέ­νη επι­μο­νή. Πέρα­σε έξι εβδο­μά­δες σε μια σελί­δα για να επι­στρέ­ψει να την γρά­ψει όπως την είχε σχε­διά­σει από το πρώ­το προ­σχέ­διο».
🔹 Σε πλή­ρη κατά­πτω­ση από μια στιγ­μή και μετά με την κατά­στα­ση της υγεί­ας να τον οδη­γέι στο τέλος, μετά επώ­δυ­νο χωρι­σμό με την George.

Γεν­νή­θη­κε 1η Μάρ­τη 1810 στο Żelazowa Wola (Δου­κά­το της Βαρ­σο­βί­ας) και μετά το γυμνά­σιο, έφυ­γε από την Πολω­νία και, σε ηλι­κία 21 ετών, μετα­κό­μι­σε στη Γαλ­λία (κατα­γό­ταν _από τη μεριά του πατέ­ρα του, από μια οικο­γέ­νειας της Λωρ­ραί­νης _Marainville- sur-Madon), όπου ανέ­πτυ­ξε την έμπνευ­σή του στον ενθου­σια­σμό του παρι­ζιά­νι­κου πια­νι­στι­κού κόσμου και στη μνή­μη της κατε­στραμ­μέ­νης πατρί­δας του. Εκεί γνώ­ρι­σε και την George Sand (Αμα­ντίν Ωρόρ Λυσίλ Ντυ­πέν, αργό­τε­ρα Βαρό­νη Ντυ­ντε­βάν Γαλ­λί­δα μυθι­στο­ριο­γρά­φο, δημο­σιο­γρά­φο και πρώ­ι­μη φεμι­νί­στρια που συνέ­γρα­φε με το συγ­γρα­φι­κό ψευ­δώ­νυ­μο Γεωρ­γία Σάν­δη), που θα ήταν σύντρο­φός του για εννέα χρόνια.

George Sand – Γεωρ­γία Σάν­δη: Επα­να­στά­τρια ή σου­φρα­ζέ­τα της δεκάρας;

Ανα­γνω­ρι­σμέ­νος ως από τους μεγα­λύ­τε­ρους συν­θέ­τες της ρομα­ντι­κής περιό­δου, είναι επί­σης ένας από τους πιο διά­ση­μους πια­νί­στες του 19ου αιώ­να. Η μου­σι­κή του εξα­κο­λου­θεί να είναι μια από τις πιο παιγ­μέ­νες σήμε­ρα και παρα­μέ­νει ουσια­στι­κό μέρος του παγκό­σμιου πια­νι­στι­κού ρεπερ­το­ρί­ου. Μαζί με τον Franz Liszt, είναι ο πατέ­ρας της σύγ­χρο­νης τεχνι­κής στο συγκε­κρι­μέ­νο όργα­νο και επη­ρε­ά­ζει σει­ρά σύγ­χρο­νων συν­θε­τών, συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων των Claude Debussy, Alexandre Scriabin και Sergei Rachmaninov.

Frédéric François Chopin
(γεν­νη­μέ­νος ως Fryderyk Franciszek Chopin _ Szopen)

ℹ️  Το 1795, το Βασί­λειο της Πολω­νί­ας εξα­φα­νί­στη­κε μετά από μια τρί­τη μοι­ρα­σιά μετα­ξύ τσα­ρι­κής Ρωσί­ας, Πρω­σί­ας και Αυστρί­ας. Οι Ναπο­λε­ό­ντειοι Πόλε­μοι επέ­τρε­ψαν το 1807 την επα­νί­δρυ­ση ενός Πολω­νι­κού Κρά­τους, του Δου­κά­του της Βαρ­σο­βί­ας, στο οποίο γεν­νή­θη­κε ο Chopin, ακο­λού­θη­σε κατο­χή του από τους Ρώσους το 1813 και εξα­φά­νι­σή του πάλι το 1815, κατά τη διάρ­κεια του Συνέ­δριο της Βιέν­νης, με την Πρω­σία να ελέγ­χει από δυτι­κά (Μεγά­λο Δου­κά­το του Πόζεν), τον τσά­ρο στα ανα­το­λι­κά και στο κέντρο, την Αυστρία Νότια (Tarnopol, Wieliczka) ενώ η «Δημο­κρα­τία της Κρα­κο­βί­ας» υπό­κει­ται στις τρεις εξου­σί­ες της Ιεράς Συμμαχίας.

Με την εξέ­γερ­ση Νοε-1830 (το βασί­λειο ζού­σε με μια ορι­σμέ­νη αυτο­νο­μία μέχρι την έλευ­ση _1825) του Τσά­ρου Νικο­λά­ου Α’) ξεκί­νη­σε μια εξέ­γερ­ση, η οποία κατα­πνί­γη­κε βίαια και πολ­λά μέλη του «πολω­νι­κού στρα­τού» κατέ­φυ­γαν στο εξω­τε­ρι­κό. αρκε­τές χιλιά­δες πήγαν στη Γαλ­λία. Ήταν σε αυτές τις τρα­γι­κές συν­θή­κες που ο μικρός Frédéric έφτα­σε στη Γαλ­λία, όπου έζη­σε στη Γαλ­λία κυρί­ως κατά τη διάρ­κεια της μοναρ­χί­ας του Ιου­λί­ου (1830–1848), καθώς και στις αρχές της Δεύ­τε­ρης Δημο­κρα­τί­ας (1848–1851).
Στην Ευρώ­πη το 1848 είναι σημα­ντι­κό, αφού εξε­γέρ­σεις έγι­ναν σε πολ­λές χώρες, Γερ­μα­νία, Ιτα­λία, Ουγ­γα­ρία κ.λπ. με μετα­κί­νη­ση εθνικοτήτων.
Δεδο­μέ­νου ότι ο Σοπέν έχει Γάλ­λο πατέ­ρα και Πολω­νή μητέ­ρα, το ζήτη­μα της «εθνι­κό­τη­τας» του (με την έννοια της κρα­τι­κής υπα­γω­γής) απο­τέ­λε­σε αντι­κεί­με­νο ενί­ο­τε έντο­νων συζη­τή­σε­ων πάντως θεω­ρού­σε τον εαυ­τό του, και θεω­ρού­νταν από τους συγ­χρό­νους του, Πολω­νός. Οι συμπα­τριώ­τες του μιλούν για αυτόν ως τον Πολω­νό εθνι­κό συν­θέ­τη και οι φίλοι του κάνουν το ίδιο: ο Μπαλ­ζάκ γρά­φει για τον Λιστ και τον Σοπέν: «Ο Ούγ­γρος είναι δαί­μο­νας, ο Πολω­νός ένας άγγε­λος», ο Λιστ μιλά για τον «Πολω­νό καλ­λι­τέ­χνη» κλπ.

Ο Alfred Cortot δίνει μεγά­λη σημα­σία στον εκπαι­δευ­τι­κό ρόλο της μητέ­ρας του: «η επιρ­ροή που ασκεί η ειδι­κά γυναι­κεία ατμό­σφαι­ρα του οικο­γε­νεια­κού σπι­τιού, όπου μέχρι το δέκα­το τρί­το έτος, θα ζει, σύμ­φω­να με τον καθιε­ρω­μέ­νο τύπο, στις φού­στες της μητέ­ρας του και των αδελ­φών του».

Γαλλία, χώρα επιλογής

Ένα πρώ­το στοι­χείο είναι η γαλ­λι­κή κατα­γω­γή του πατέ­ρα του, η οποία, σύμ­φω­να με τις δια­τά­ξεις του Αστι­κού Κώδι­κα, επι­τρέ­πει στον Frédéric να επω­φε­λεί­ται από τη γαλ­λι­κή ιθα­γέ­νεια (η ανα­γνώ­ρι­ση του γαλ­λι­κού καθε­στώ­τος επι­βε­βαιώ­νε­ται με δια­βα­τή­ριο του 1835) και παρα­κάμ­πτει το καθε­στώς του πολι­τι­κού πρό­σφυ­γα, το οποίο θα ήταν απα­γο­ρευ­τι­κό σε κάθε ελπί­δα επι­στρο­φής στην Πολωνία .

Έτσι, ο Σοπέν εγκα­τα­στά­θη­κε στο Παρί­σι το 1831 και πέρα­σε σχε­δόν τη μισή ζωή του εκεί. Η πόλη ήταν, εκεί­νη την επο­χή, μια από τις πολι­τι­στι­κές πρω­τεύ­ου­σες του κόσμου, όπου δημιούρ­γη­σε τις πιο σημα­ντι­κές του αγά­πες και φιλί­ες: Σαντ, Ντε­λα­κρουά, Λιστ και Πλεϊ­έλ. Εκεί γνώ­ρι­σε όλο το καλ­λι­τε­χνι­κό Παρί­σι: Balzac, Berlioz, Thalberg, Kalkbrenner, Érard, Heine κλπ. Σύμ­φω­να με τον Antoine Goléa, το καλ­λι­τε­χνι­κό και πολι­τι­στι­κό σύμπαν στο οποίο ο συν­θέ­της παρή­γα­γε το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος του έργου του είναι η Γαλ­λία, αλλά η προ­σκόλ­λη­ση του με την πατρί­δα του και η επιρ­ροή της πολω­νι­κής του κατα­γω­γής παρέ­μει­ναν πολύ ισχυ­ρές καθ’ όλη τη γαλ­λι­κή περίοδο.

Η επιρ­ροή του είναι ιδιαί­τε­ρα έντο­νη στη Γαλ­λία. Για τον μου­σι­κο­λό­γο Eigeldinger, η πίστη του Debussy στον Πολω­νό Δάσκα­λο είναι προ­φα­νής. Αυτή η επιρ­ροή, που υπάρ­χει και στον Ραβέλ ή στον Φορέ, δεν περιο­ρί­ζε­ται στη μου­σι­κή. Ο μου­σι­κός του ιμπρε­σιο­νι­σμός εντο­πί­ζε­ται στη ζωγρα­φι­κή: «με σκο­πό να παρά­γει ένα ξεσκό­νι­σμα ήχου αρκε­τά παρό­μοιο με ορι­σμέ­να φωτει­νά εφέ, τόσο θολά όσο και ακρι­βή, στον πίνα­κα του Μονέ».

Καθολικότητα

Αν η ευαι­σθη­σία του Σοπέν είναι πολω­νι­κή και μετα­φρά­ζε­ται σε ανα­βί­ω­ση λαϊ­κών μελω­διών, η μου­σι­κή του γλώσ­σα «μαθεύ­ε­ται», είναι μέρος της «εξαι­ρε­τι­κής μου­σι­κής» σύμ­φω­να με μια έκφρα­ση του Ντε­λα­κρουά. Ο Σοπέν ήταν ο πρώ­τος που έδω­σε γοη­τευ­τι­κή προ­σο­χή στα δημο­φι­λή τρα­γού­δια και χορούς της πατρί­δας του Πολω­νί­ας, χωρίς ποτέ να παρα­θέ­σει πλή­ρως την παρα­μι­κρή φρά­ση στην παρα­γω­γή του. Σε έναν συμπα­τριώ­τη του για τον οποίο αυτο­σχε­διά­ζει στο Παρί­σι και που νόμι­ζε ότι άκου­γε πάλι ένα νανού­ρι­σμα από την παι­δι­κή του ηλι­κία, ο Σοπέν απά­ντη­σε: «Δεν θα μπο­ρού­σα­τε να ξέρε­τε αυτό το τρα­γού­δι… αλλά μόνο το πνεύ­μα που το ζωντα­νεύ­ει: το πνεύ­μα μιας πολω­νι­κής μελω­δί­ας!». Η μου­σι­κή του προ­έρ­χε­ται από μια επι­δέ­ξια επε­ξερ­γα­σία αρμο­νί­ας και αντί­στι­ξης. Είναι πάνω απ’ όλα “αρι­στο­κρα­τι­κή” και απέ­χει πολύ από λαϊ­κή ή λαο­γρα­φι­κή μορ­φή. Υπό αυτή την έννοια, η μου­σι­κή γλώσ­σα του Σοπέν είναι πιο καθο­λι­κή από την πολω­νι­κή. Ωστό­σο, εκτός από την επιρ­ροή της τοπι­κής λαο­γρα­φί­ας που ήξε­ρε να την καθο­λί­ζει όσο κανέ­νας άλλος, ο νεα­ρός Σοπέν υπέ­στη αναμ­φί­βο­λα την επιρ­ροή του πρί­γκι­πα Μίχαλ Ογκίν­σκι (Michał Kleofas Ogiński _1765-1833), του οποί­ου οι 26 διά­ση­μες σε όλη την Ευρώ­πη της επο­χής “πολω­νέ­ζες” του δια­κρί­νο­νταν για κομ­ψό­τη­τα, φινέ­τσα και σχε­δόν μοτσαρ­τι­κή μελαγ­χο­λία, τυπι­κή του προ-ρομα­ντι­σμού. Με τη σει­ρά του, στις δκές του “πολω­νέ­ζες”, ο Σοπέν μπό­ρε­σε να εκφρά­σει την ίδια την ουσία της “πολω­νι­κό­τη­τας” δίνο­ντάς της έναν παγκό­σμιο χαρα­κτή­ρα. Γι’ αυτό ο Cyprian Norwid (1821–1883), ο μεγα­λύ­τε­ρος σύγ­χρο­νός του Πολω­νός ποι­η­τής, τους συνέ­κρι­νε με το ελλη­νι­κό έπος.

Οι πνευ­μα­τι­κοί πατέ­ρες του Σοπέν είναι πολ­λοί, αλλά ο μου­σι­κο­λό­γος Eigeldinger τους βρί­σκει μόνο στην παγκό­σμια κλη­ρο­νο­μιά και κανέ­νας δεν είναι Πολω­νός: «Ο Μότσαρτ ήταν ο Θεός του, ο Séb και ο Μπαχ, ένας από τους αγα­πη­μέ­νους δασκά­λους που συνέ­στη­σε σε όλους τους μαθη­τές του». Αυτή η καθο­λι­κό­τη­τα της κατα­γω­γής και της μου­σι­κής του Σοπέν σύμ­φω­να με τον ποι­η­τή Heine «Δεν είναι τότε ούτε πολω­νι­κή, ούτε γαλ­λι­κή, ούτε γερ­μα­νι­κή, αλλά κάτι πολύ ανώ­τε­ρο: κατα­γω­γή, κατά­γε­ται από τη χώρα του Μότσαρτ, του Ραφα­ήλ, του Γκαί­τε: η αλη­θι­νή του πατρί­δα είναι το μαγε­μέ­νο βασί­λειο της ποίησης».

Η μητέ­ρα του, Tekla Justyna Krzyżanowska (1782–1861), κατα­γό­ταν από την πρώ­ι­μη αρι­στο­κρα­τία του Długie, στην Kujavia, με προ­σεγ­μέ­νη εκπαί­δευ­ση, που ξέρει να παί­ζει πιά­νο και να τρα­γου­δά με φωνή σοπρά­νο. Ο πατέ­ρας του, Nicolas (1771–1844), γιος αγρό­τη μετα­νά­στευ­σε στην Πολω­νία σε ηλι­κία 16 ετών και ενσω­μα­τω­μέ­νος γνώ­ρι­σε κοι­νω­νι­κή πρό­ο­δο στην πνευ­μα­τι­κή αστι­κή τάξη. Από το μάθη­μα στα παι­διά της κόμισ­σας Ludwika Skarbek το 1802, έγι­νε δάσκα­λος Γάλ­λων, στη συνέ­χεια δάσκα­λος σε γυμνά­σιο της Βαρ­σο­βί­ας και στη συνέ­χεια γύρω στο 1810 στη σχο­λή στρα­τιω­τι­κής εκπαί­δευ­σης. Ο γάμος τους έγι­νε στη Ζελά­ζο­βα Βόλα το 1806.

“Πολωνικά” χρόνια (1810–1830)

Το 1807 γεν­νή­θη­κε ο Ludwika, μετά ο Frédéric και δύο κόρες το 1811 και 1812.
Οι γονείς του αγό­ρα­σαν αμέ­σως ένα πιά­νο, ένα όργα­νο δημο­φι­λές στην Πολω­νία εκεί­νη την επο­χή με την μητέ­ρα του να παί­ζει δημο­φι­λείς χορούς, τρα­γού­δια ή κλα­σι­κά έργα (Ogiński κλπ), έτσι τα παι­διά μυού­νται στη μου­σι­κή πολύ νωρίς.

Οι πρώτοι δάσκαλοι

Ο Φρε­ντε­ρίκ απο­κα­λύ­πτε­ται πολύ προι­κι­σμέ­νος από νωρίς: ήταν μόλις 6 ετών όταν οι γονείς του απο­φά­σι­σαν να εμπι­στευ­τούν την εκπαί­δευ­σή του σε έναν Τσέ­χο μου­σι­κό, τον Wojciech Żywny, έναν βιο­λι­στή που κέρ­δι­ζε τα προς το ζην δίνο­ντας μαθή­μα­τα πιά­νου σε πλού­σιες οικο­γέ­νειες της Βαρ­σο­βί­ας (μάλ­λον εκπαι­δεύ­τη­κε από μαθη­τή του Μπαχ στη Λει­ψία). Αυτός ο καθη­γη­τής είναι πρω­τό­τυ­πος. εκτι­μού­σε ιδιαί­τε­ρα τον Μπαχ _ελάχιστα γνω­στό τότε, τον Μότσαρτ και τον Χάι­ντν, δηλα­δή συν­θέ­τες μιας άλλης επο­χής. Είναι δύσπι­στος για τις σύγ­χρο­νες τάσεις όπως το «λαμπε­ρό στυλ» του Hummel, τότε πολύ της μόδας. Μια ιδιαι­τε­ρό­τη­τα του Żywny ήταν να επι­τρέ­πει μεγά­λη ελευ­θε­ρία στον μαθη­τή, χωρίς να επι­βάλ­λει κάποια συγκε­κρι­μέ­νη μέθο­δο ή πολύ­ω­ρες ασκή­σεις που μου­διά­ζουν το μυα­λό. Το γεγο­νός ότι ο δάσκα­λος πιά­νου του μου­σι­κού ήταν επαγ­γελ­μα­τί­ας βιο­λο­νί­στας κάνει μερι­κές φορές τον κόσμο να λέει ότι «ο Σοπέν ήταν πρα­κτι­κά αυτο­δί­δα­κτος». Αν σε θεω­ρή­θη­κε από τους καλύ­τε­ρους στη μελέ­τη του πιά­νου, οι πρώ­τες του συν­θέ­σεις ήταν πιο εναρ­μο­νι­σμέ­νες με την επο­χή. Το 1817, συνέ­θε­σε δύο “πολω­νέ­ζες” εμπνευ­σμέ­νους από τα έργα του Ogiński. Η αρμο­νι­κή είναι ακό­μα φτω­χή, αλλά η λεπτό­τη­τα και η κομ­ψό­τη­τα, που θα χαρα­κτη­ρί­σουν αργό­τε­ρα τα έργα του καπε­τά­νιου, είναι ήδη λανθάνουσες.

Σε ηλι­κία 8 ετών, ο Frédéric είχε όλα τα φόντα ενός παι­διού θαύ­μα­τος. Αν και δεν λεί­πουν οι συγκρί­σεις με τον Μότσαρτ, οι κατα­στά­σεις ωστό­σο είναι δια­φο­ρε­τι­κές για­τί ο Νικο­λά Σοπέν δεν είναι Λεο­πόλ­δος Μότσαρτ. Ο Frédéric εμφα­νί­ζε­ται συχνά στους κοι­νω­νι­κούς κύκλους της αρι­στο­κρα­τί­ας της Βαρ­σο­βί­ας, «αλλά ο πατέ­ρας του δεν θα κερ­δί­σει ποτέ δεκά­ρα από αυτό». Σε ηλι­κία 8 ετών, έπαι­ζε με ορχή­στρα και, όπως ανα­φε­ρό­ταν στον τοπι­κό Τύπο, συχνά μπρο­στά στον Μέγα Δού­κα Κων­στα­ντί­νο, αδερ­φό του Τσά­ρου, κάπο­τε μπρο­στά στην διά­ση­μη τρα­γου­δί­στρια Catalani, “που του χάρι­σε ένα χρυ­σό ρολόι ως ενθύ­μιο” και από το 1818 ο «μικρός Μότσαρτ» ήταν ήδη διά­ση­μος στη Βαρσοβία.

Ο νεα­ρός Σοπέν μεγά­λω­σε «σαν σε μια συμπα­γή και απα­λή κού­νια», σε μια στορ­γι­κή και ζεστή ατμό­σφαι­ρα όπου ανέ­πτυ­ξε έναν ευγε­νι­κό και άτα­κτο χαρα­κτή­ρα, κάτω από το στορ­γι­κό βλέμ­μα της μητέ­ρας του που, σύμ­φω­να με τα λόγια της Τζορτζ Σαντ, «θα είναι το μόνο πάθος της ζωής του».

Αν η μητέ­ρα Justyna είναι ένα βασι­κό πρό­σω­πο στην πρώ­ι­μη παι­δι­κή ηλι­κία του Frédéric, ο πατέ­ρας του παί­ζει σημα­ντι­κό ρόλο κατά τη διάρ­κεια των μαθη­μά­των του γυμνα­σί­ου. Ο Νικο­λά του διδά­σκει γερ­μα­νι­κά και γαλ­λι­κά και, όταν ο Φρε­ντε­ρίκ το επι­θυ­μεί, έχει μια «ωραία γρα­φή» σε αυτή τη γλώσ­σα, όπως απο­δει­κνύ­ε­ται σε μια επι­στο­λή προς την Σαντ: «Ο κήπος σου είναι χιο­νό­μπα­λες με ζάχα­ρη, σαν κύκνος, σαν κρέ­μα τυρί, σαν χέρια της Σολάνζ και δόντια του Μωρίς». Η κοι­νω­νι­κή θέση του πατέ­ρα έγι­νε αυτή ενός καθιε­ρω­μέ­νου δια­νο­ού­με­νου και, κάθε Πέμ­πτη, ο Frédéric έβλε­πε την παρέ­λα­ση κορυ­φαί­ων πνευ­μα­τι­κών μορ­φών από τη Βαρ­σο­βία της επο­χής, όπως ο ιστο­ρι­κός Maciejowski, ο μαθη­μα­τι­κός Kolberg, ο ποι­η­τής Brodziński και οι μου­σι­κοί Elsner, Jawurek ή Würfel.

Το 1822, ο Żywny δεν είχε πια τίπο­τα να διδά­ξει στον νεα­ρό Chopin και ο Τσέ­χος Václav Würfel έγι­νε ο δάσκα­λός του οργά­νου. Σε αντί­θε­ση με τον Żywny, αυτός ο καθη­γη­τής είναι υπέρ­μα­χος του «λαμπρού στυλ»: «η μου­σι­κή του λαμπρού στυλ ξεφεύ­γει σημα­ντι­κά από τα κλα­σι­κά μοντέ­λα και τα ιδα­νι­κά και έφε­ρε την πνοή μιας νέας αισθη­τι­κής και γεύ­σης. Οι δια­δι­κα­σί­ες του βιρ­τουό­ζου παι­χνι­διού, άγνω­στες μέχρι τότε και τώρα…». Ο Έλσ­νερ, διευ­θυ­ντής του Ωδεί­ου, στο ίδιο πνεύ­μα με τον Βύρ­φελ, κατά και­ρούς δίνει στον Φρε­ντε­ρίκ μαθή­μα­τα αρμο­νί­ας και θεω­ρί­ας των μου­σι­κών μορ­φών. Αυτό το στυλ γοή­τευ­σε τον νεα­ρό μου­σι­κό, ο οποί­ος, το 1823, ερμή­νευ­σε κον­τσέρ­τα στο λαμπρό ύφος των Field και Hummel σε φιλαν­θρω­πι­κές συναυ­λί­ες. Αυτή η επιρ­ροή είναι ορα­τή και στις συν­θέ­σεις του, για παρά­δειγ­μα στις Παραλ­λα­γές σε Μι μεί­ζο­να, που συνέ­θε­σε αυτά τα χρό­νια του Λυκείου.

Αμέ­σως μετά την πρώ­τη δημο­σί­ευ­ση του Rondo opus 1 από τους Brzezina & Cie στις αρχές του 1825, ο Σοπέν ανα­φέρ­θη­κε για πρώ­τη φορά στον διε­θνή Τύπο, μετά από μια συναυ­λία στις 10 Ιου­νί­ου. Παί­ζει σε αελο­με­λω­δι­κόν, ένα είδος αρμο­νί­ου με χάλ­κι­νους σωλή­νες πρώ­τα μια συναυ­λία αλέ­γκρο του Moscheles και μετά αυτο­σχε­διά­ζει: «Ο νεα­ρός Σοπέν δια­κρί­θη­κε στον αυτο­σχε­δια­σμό του από τον πλού­το των μου­σι­κών του ιδε­ών και, κάτω από τα δάχτυ­λά του, αυτό το όργα­νο που κατέ­κτη­σε τέλεια προ­κά­λε­σε βαθιά εντύ­πω­ση». — Allgemeine musikalische Zeitung.

Ήταν κατά τη διάρ­κεια των δια­κο­πών, που πέρα­σαν στην πολω­νι­κή ύπαι­θρο, που ο Frédéric συνει­δη­το­ποί­η­σε την πλού­σια κλη­ρο­νο­μιά της λαϊ­κής μου­σι­κής. Πέρα­σε αρκε­τά καλο­καί­ρια στη Szafarnia στη Μαζό­βια και συμ­με­τεί­χε σε γάμους και φεστι­βάλ. Σε αυτές τις περι­πτώ­σεις δεν διστά­ζει να πιά­σει κάποιο όργα­νο. Μετα­γρά­φει δημο­φι­λή τρα­γού­δια και χορούς με τη φρο­ντί­δα και το μερά­κι ενός εθνο­λό­γου. Ταξί­δε­ψε στα γύρω χωριά και πόλεις ανα­ζη­τώ­ντας αυτόν τον πολι­τι­σμό και έφτα­σε στο σημείο να πλη­ρώ­σει μια αγρό­τισ­σα για να λάβει μια παρ­τι­τού­ρα. Το πάθος του δεν περιο­ρί­ζε­ται στη Μαζό­βια, αφού η Μαζούρ­κα του στη Β μεί­ζο­να από το 1826 ενσω­μα­τώ­νει ρυθ­μι­κές φόρ­μου­λες από την περιο­χή κατα­γω­γής της μητέ­ρας του, την Κουτζάβια.

Σύμ­φω­να με τον André Boucourechliev, τόσο μέσω της δια­νό­η­σης στην οποία ο πατέ­ρας του έδω­σε πρό­σβα­ση, της λαϊ­κής εκστρα­τεί­ας και της μητρι­κής αγά­πης, «χτι­σμέ­νος ως Πολω­νός, ο Frédéric δεν χρεια­ζό­ταν να διστά­σει σχε­τι­κά με το ανή­κειν του: για αυτόν, όπως και για την οικο­γέ­νειά του, les jeux étaient faits (ο κύβος ερρί­φθη). Και, όπως σημειώ­νει η βιο­γρά­φος Marie-Paule Rambeau, «μόνο μετά από δεκα­ο­κτώ χρό­νια εξο­ρί­ας ο Frédéric θα έλε­γε ότι ήταν δεμέ­νος με τους Γάλ­λους όπως και με τους δικούς του».

Γυμνάσιο Μουσικής (1826–1829)

Το φθι­νό­πω­ρο του 1826, ο ερα­σι­τέ­χνης μου­σι­κός άφη­σε το γυμνά­σιο για το Γυμνά­σιο Μου­σι­κής της Βαρ­σο­βί­ας (Główna Szkoła Muzyki, τώρα το Μου­σι­κό Πανε­πι­στή­μιο Frederic Chopin), το οποίο υπό τη διεύ­θυν­ση του Józef Elsner ανή­κε στο Τμή­μα Καλών Τεχνών του Πανε­πι­στή­μιο της Βαρ­σο­βί­ας. Εκεί γνώ­ρι­σε τον Ignacy Feliks Dobrzyński, τον επί­σης πολύ ταλα­ντού­χο συμ­μα­θη­τή του, και παρα­κο­λού­θη­σε τα μαθή­μα­τα του ιστο­ρι­κού Bentkowski καθώς και αυτά του ποι­η­τή Brodziński στο πανε­πι­στή­μιο. Αυτή την επο­χή, ο λογο­τε­χνι­κός καυ­γάς στη Βαρ­σο­βία μετα­ξύ των υπο­στη­ρι­κτών μιας κλα­σι­κής αισθη­τι­κής και των ρομα­ντι­κών μαί­νο­νταν. Ο ποι­η­τής που επέ­λε­ξε ο Frédéric αντι­προ­σω­πεύ­ει τη νεω­τε­ρι­κό­τη­τα, σε αντί­θε­ση με τον καθη­γη­τή Ludwik Osiński. Για τον Brodziński, ο καλ­λι­τέ­χνης «ενερ­γεί πάντα καλύ­τε­ρα όταν εκμε­ταλ­λεύ­ε­ται την έμπνευ­ση, όταν είναι λιγό­τε­ρο αυστη­ρός απέ­να­ντι σε ορι­σμέ­νες απο­κλί­σεις,… Όταν αφή­νει το συναί­σθη­μα να κυλή­σει και μετά το απορ­ρί­πτει, σαν ψυχρός κρι­τής, για να γυα­λί­σει το έργο του, να το ολο­κλη­ρώ­σει και διορ­θώ­στε το…» Για τον Boucourechliev, «αυτή είναι ακρι­βώς η μέθο­δος σύν­θε­σης του Chopin — συνε­πής με την ιδιο­συ­γκρα­σία του, τόσο αυθόρ­μη­τη όσο και ερω­τευ­μέ­νη με την τελειό­τη­τα…». Η επί­δρα­ση του μαθή­μα­τος της λογο­τε­χνί­ας δεν περιο­ρί­ζε­ται στη θέση του για τον ρομα­ντι­σμό. Σε μια χώρα που φιμώ­νε­ται όλο και περισ­σό­τε­ρο από τον ρωσι­κό αυταρ­χι­σμό, η δημιουρ­γία μιας εθνι­κής τέχνης είναι ένα μέλη­μα του ποι­η­τή, που συμ­με­ρί­ζε­ται ο Έλσ­νερ, καθώς και πολ­λοί Πολω­νοί δια­νο­ού­με­νοι. Ο Brodziński διευ­κρι­νί­ζει: «…Επα­να­λαμ­βά­νω ότι τα έργα των μεγα­λο­φυιών, χωρίς πατριω­τι­κά αισθή­μα­τα, δεν μπο­ρούν να είναι υπέροχα…».

Στην Haute École de Musique ο νεα­ρός μου­σι­κός έμα­θε την αυστη­ρό­τη­τα στη σύν­θε­ση. Το 1828 ο Σοπέν έγρα­ψε την πρώ­τη του σονά­τα σε ντο ελάσ­σο­να. Αυτή η εμμο­νή να κατέ­χει τέλεια τις τεχνι­κές της τέχνης του σε ένα μνη­μεια­κό έργο οδη­γεί σε αδυ­να­μί­ες και «όλα εδώ υπε­ρι­σχύ­ουν του αυθορ­μη­τι­σμού της έμπνευ­σης που κατα­λαμ­βά­νει τον ακρο­α­τή στα άλλα έργα του νεα­ρού συν­θέ­τη». Ταυ­τό­χρο­να, ο μου­σι­κός συνέ­θε­σε δύο πολω­νι­κά, σε ρε ελάσ­σο­να και σε ρε μεί­ζο­να που «εκφρά­ζουν την αυθόρ­μη­τη επι­θυ­μία σύν­θε­σης», αλλά «παρό­λα αυτά χρη­σι­μο­ποιούν πολύ απλές τονι­κές συναρ­τή­σεις». Ωστό­σο, εκεί­νη την επο­χή ήταν που ο Σοπέν έφτα­σε στην ωρι­μό­τη­τά του με έργα όπως οι Παραλ­λα­γές σε si bémol με θέμα το Là ci darem la mano από τον Don Giovanni του Μότσαρτ, την προ­έ­λευ­ση ενός διά­ση­μου άρθρου του Schumann που χρη­σι­μο­ποιεί την έκφρα­ση chapeau-bas messieurs, un génie ! (καπέ­λα μακριά κύριοι, μια ιδιο­φυ­ΐα!). Ήταν επί­σης κατά τη διάρ­κεια αυτής της περιό­δου που ο μου­σι­κός κατά­φε­ρε να ενσω­μα­τώ­σει πολω­νι­κή ευαι­σθη­σία σε ήδη ώρι­μα έργα, με για παρά­δειγ­μα μια συναυ­λία Rondeau de la Krakowiak, το 1828, ή το Nocturne του No 20, αφιε­ρω­μέ­νο στη μεγα­λύ­τε­ρη αδερ­φή του Λου­ντ­βί­κα Σοπέν.

Πρώτες δημόσιες συναυλίες

Ορι­σμέ­να συναι­σθή­μα­τα, χαρα­κτη­ρι­στι­κά της ενή­λι­κης ζωής του Σοπέν, είναι ήδη παρό­ντα αυτή την περί­ο­δο. Η συντρο­φι­κό­τη­τα που απο­κτά­ται στο λύκειο γίνο­νται αλη­θι­νές φιλί­ες. Όμως βρί­σκου­με ήδη, στην αλλη­λο­γρα­φία του, ίχνη μονα­ξιάς, ακό­μη και νοσταλ­γί­ας, όπως φαί­νε­ται στην επι­στο­λή που γρά­φτη­κε στον Tytus Woyciechowski, τον «κατ’ εξο­χήν φίλο» του (ή εραστή;)
«Πρέ­πει να σας πω ειλι­κρι­νά πόση χαρά νιώ­θω να θυμά­μαι όλα αυτά. Έχω νοσταλ­γία για τα χωρά­φια σου, αυτή η σημύ­δα κάτω από το παρά­θυ­ρό σου δεν μπο­ρεί να βγει από τη μνή­μη μου. Και αυτή η βαλ­λί­στρα! Πόσο ρομα­ντι­κό! Θυμά­μαι εκεί­νη τη βαλ­λί­στρα με την οποία με μαρ­τύ­ρη­σες για όλες τις αμαρ­τί­ες μου!» — Chopin στον Tytus Woyciechowski, 1830.
Ο Woyciechowski και ο Julian Fontana παρέ­μει­ναν έμπι­στοι του Σοπέν σε όλη τη διάρ­κεια της ζωής του.

Μια τρα­γω­δία σημα­δεύ­ει βαθιά τη σλα­βι­κή ψυχή του. Η νεό­τε­ρη Emilia του, που έπα­σχε από φυμα­τί­ω­ση, πέθα­νε μέσα σε δύο μήνες και ήταν πιθα­νώς εκεί­νη τη στιγ­μή που ο Chopin προ­σβλή­θη­κε από την ασθέ­νεια που δεν θα τον εγκα­τέ­λει­πε ποτέ.

Αυτή η περί­ο­δος είναι και εκεί­νη των πρώ­των ρομα­ντι­κών συναι­σθη­μά­των. Όταν ο συν­θέ­της γρά­φει στον Tytus: «Εγώ, ίσως για κακή μου τύχη, βρή­κα το ιδα­νι­κό μου, το σέβο­μαι με όλη μου την ψυχή. Το ονει­ρεύ­ο­μαι κάθε βρά­δυ εδώ και έξι μήνες και δεν του έχω μιλή­σει ακό­μα», ανα­φέ­ρει την τρα­γου­δί­στρια που συνε­χί­ζει τις σπου­δές της στο ωδείο, την Constance Gladkowska, στην οποία δεν θα εκδη­λω­θεί ποτέ. Είναι ικα­νο­ποι­η­μέ­νος να παρα­κο­λου­θεί τα μαθή­μα­τά της, να τη συνο­δεύ­ει στο πιά­νο και να παρα­κο­λου­θεί το ντε­μπού­το της στο Agnese (Agnès) του Paër,

Για τον Boucourechliev, «τίπο­τα δεν είναι πιο απο­κα­λυ­πτι­κό της προ­σω­πι­κό­τη­τάς του από αυτή την παθη­τι­κή ερω­τι­κή ενα­τέ­νι­ση». Ο μου­σι­κο­λό­γος ανα­ρω­τιέ­ται αν αυτή η εξευ­γε­νι­σμέ­νη αγά­πη «δεν ήταν το πιο όμορ­φο πρό­σχη­μα για την άνο­δο αυτού του λυρι­σμού… και αν ο Σοπέν… δεν παρα­δε­χό­ταν εντε­λώς ότι η μόνη προ­έ­κτα­ση του έρω­τά του μπο­ρού­σε να βρε­θεί στο έργο του». Συνέ­θε­σε το βαλς σε ρε μεί­ζο­να (valse en ré-bémol majeur όπ. 70 αρ. 3), για εκείνη.

Άλλα στοι­χεία συνέ­βα­λαν στο να γίνει το παι­δί θαύ­μα ανα­γνω­ρι­σμέ­νος επαγ­γελ­μα­τί­ας μου­σι­κός. Η Βαρ­σο­βία πρό­σφε­ρε στον νεα­ρό Σοπέν πολυά­ριθ­μες συναυ­λί­ες και όπε­ρες, τις οποί­ες παρα­κο­λου­θού­σε με προ­σο­χή. Άκου­σε την πια­νί­στα Maria Szymanowska, στον Κου­ρέα της Σεβίλ­λης, την ερμη­νεία της οποί­ας επέ­κρι­νε βίαια — «Θα είχα χει­ροδ­κή­σει _Τραγούδησε εκτός μελω­δί­ας, αυτός ο Arlecchino Italiano, τρα­γού­δη­σε άτα­κτα για να τρο­μά­ξει τον κόσμο!» —
Αυτή η ανα­κά­λυ­ψη της νεω­τε­ρι­κό­τη­τας δεν είναι χωρίς επιρ­ροή στα γού­στα του: «Ο Σοπέν θέλει να συγκε­ντρώ­σει στο πιά­νο τα δύο πιο ακραία σημεία όλων των ορχη­στρών μέχρι τώρα. Στο­χεύ­ει να συγ­χω­νεύ­σει σε ένα σύνο­λο το διδα­κτι­κό στοι­χείο που προ­έρ­χε­ται από το δια­μορ­φω­τι­κό πνεύ­μα του Μπαχ με την παθια­σμέ­νη πυρά­κτω­ση και την τεχνι­κή πρό­κλη­ση του Paganini». Μετά το ωδείο, όπου έμα­θε ορχη­στρι­κή σύν­θε­ση, ο Σοπέν έγι­νε «η μόνη μου­σι­κή ιδιο­φυ­ΐα του 19ου αιώ­να που αφο­σιώ­θη­κε σκό­πι­μα και απο­κλει­στι­κά στο μέσο του», το πιάνο.

Στο τέλος αυτής της περιό­δου, ο Σοπέν ήθε­λε να δώσει πραγ­μα­τι­κές δημό­σιες συναυ­λί­ες επί πλη­ρω­μή. Η πρώ­τη, όπου αυτο­σχε­δί­α­σε, ήταν το 1829, 1830 μια δεύ­τε­ρη και είχε ήδη ανα­γνω­ρι­στεί: Πέντε μέρες αργό­τε­ρα, ο συν­θέ­της εμφα­νί­στη­κε ξανά δημό­σια, με το ίδιο κον­σέρ­το και το Rondeau de Concert à la Krakowiak. Το Πολω­νι­κό Decameron ανα­φέ­ρει: «Ο κύριος Σοπέν είναι αλη­θι­νό φαι­νό­με­νο. Όλοι θαυ­μά­ζουν με ενθου­σια­σμό το εξαι­ρε­τι­κό ταλέ­ντο αυτού του νεα­ρού βιρ­τουό­ζου, κάποιοι βλέ­πουν σε αυτόν ακό­μη και έναν νέο Μότσαρτ». 11-Οκτ του ίδιου έτους, ο συν­θέ­της έδω­σε μια μεγά­λη απο­χαι­ρε­τι­στή­ρια συναυ­λία στην πόλη του.

Για τον Σοπέν, το ουσια­στι­κό δεν δια­κυ­βεύ­ε­ται πλέ­ον στη Βαρ­σο­βία. Το 1829, δήλω­σε: «Τι σημα­σία έχουν για μένα οι τοπι­κοί έπαι­νοι! Θα έπρε­πε να ξέρου­με τι θα έκρι­νε το κοι­νό της Βιέν­νης και του Παρι­σιού». Από τα 18 του, άντε­χε όλο και λιγό­τε­ρο το «στε­νό πλαί­σιο της Βαρ­σο­βί­ας». Ένα πρώ­το ταξί­δι στο Βερο­λί­νο οργα­νώ­θη­κε το 1828 με τον επι­στή­μο­να και καθη­γη­τή ζωο­λο­γί­ας Feliks Jarocki, φίλο του Nicolas που παρα­κο­λου­θού­σε ένα συνέ­δριο φυσιο­δί­φες. Η παρα­μο­νή απο­δεί­χθη­κε απο­γοη­τευ­τι­κή: ούτε συναυ­λία ούτε ενδια­φέ­ρου­σα συνά­ντη­ση. Ωστό­σο, κατά τη διάρ­κεια αυτών των δύο εβδο­μά­δων, πήγε στην όπε­ρα πέντε φορές, του άρε­σε η μου­σι­κή των Cimarosa (Ο μυστι­κός γάμος), Spontini (Cortez), Onslow (The Colporteur) και Weber (Der Freischütz), αν και “απο­γοη­τευ­μέ­νος από τη σκη­νο­θε­σία και ερμη­νεία” αλλά πάνω απ’ όλα ήταν η από­δο­ση της Ωδής του Χέντελ στην Αγία Σεσί­λια ήταν που τον ενθου­σί­α­σε και «πλη­σί­α­σε το ιδα­νι­κό της σπου­δαί­ας μου­σι­κής» είπε σε μια επι­στο­λή του προς τους γονείς του.

Αφού επέ­στρε­ψε στη Βαρ­σο­βία, άκου­σε ξανά τον Hummel και για πρώ­τη φορά τον Paganini στο Εθνι­κό Θέα­τρο το επό­με­νο καλο­καί­ρι. Πήγε σε πάνω από τις δέκα συναυ­λί­ες που έδω­σε εκεί ο Ιτα­λός: έμει­νε έκπλη­κτος από την εξαι­ρε­τι­κή δεξιο­τε­χνία. Στις 19 Ιου­λί­ου παρα­τέ­θη­κε συμπό­σιο προς τιμήν του βιο­λο­νί­στα και ο Έλσ­νερ του έδω­σε μια ταμπα­κιέ­ρα που έφε­ρε την επι­γρα­φή: «Στον ιππό­τη Niccolò Paganini, τους θαυ­μα­στές του ταλέ­ντου του». Στον από­η­χο των συναυ­λιών, ο Σοπέν συνέ­θε­σε μια μάλ­λον ήπια παρά­φρα­ση με τίτλο ανα­μνη­στι­κό του Paganini, που δημο­σιεύ­τη­κε μόλις το 1881 και, υπό το σοκ «αυτό το σύμπαν της υπερ­βα­τι­κής δεξιο­τε­χνί­ας» του Ιτα­λού, άρχι­σε να γρά­φει τις πρώ­τες μελέ­τες του έργου l’opus 10 : les numéros 8 à 11. Οι ακό­λου­θες συναυ­λί­ες που παρα­κο­λού­θη­σε, που έδω­σαν οι Heller και Lipiński, υπο­γραμ­μί­ζουν μόνο τη μεγα­λο­φυ­ΐα του Paganini.

Ενθαρ­ρυ­μέ­νος από τον Έλσ­νερ, πήγε για πρώ­τη φορά στη Βιέν­νη (1829) και «προ­κά­λε­σε σάλο» _αυτό το σύντο­μο ταξί­δι δεν του αρκεί. Όπως ο Ούγ­γρος Λιστ, το επάγ­γελ­μα του καλ­λι­τέ­χνη επέ­βα­λε στον Σοπέν μια διε­θνή καριέ­ρα και η Constance Gladkowska του έγρα­ψε: «Για να φτιά­ξεις το στέμ­μα της άφθαρ­της δόξας σου, εγκα­τα­λεί­πεις αγα­πη­μέ­νους φίλους και αγα­πη­μέ­νη οικο­γέ­νεια. Οι ξένοι θα μπο­ρούν να σε αντα­μεί­ψουν καλύ­τε­ρα, να σε εκτι­μή­σουν». Ωστό­σο, δεν ήταν χωρίς φόβο που άφη­σε τη γενέ­τει­ρά του και έγρα­ψε στον Τύτο: «Όταν δεν έχω πια αρκε­τά να φάω, θα ανα­γκα­στείς να με πάρεις ως γρα­φέα στο Ποτούρζιν».

Στις 2‑Νοε-1830 ο Σοπέν έφυ­γε από τη Βαρ­σο­βία προς την κατεύ­θυν­ση του Kalisz και από την με κατεύ­θυν­ση το Breslau (γερ­μα­νι­κή πόλη στη Σιλε­σία, σήμε­ρα Βρό­τσλαβ στην Πολω­νία). Ο μου­σι­κο­λό­γος Boucourechliev ανα­ρω­τιέ­ται: «Παρά τον εθνι­κι­στι­κό ζήλο των Πολω­νών θυρι­φε­ρών του, ωθή­θη­κε στην υπερ­βο­λή (και πάντα καλ­λιερ­γή­θη­κε), παρά τις δια­κη­ρύ­ξεις και τα δάκρυα για την κατε­χό­με­νη πατρί­δα, … η οικο­γέ­νειά του, παρα­μέ­νο­ντας εκεί, που έπρε­πε να έρθει μια μέρα στο Κάρλ­σμπαντ για να ξανα­δούν τους ένδο­ξους απο­γό­νους τους, ο Σοπέν δεν πάτη­σε ποτέ ξανά το πόδι του στην Πολω­νία… Για­τί αυτή η εγκα­τά­λει­ψη — για να μην πω αυτή η πει­σμα­τι­κή άρνηση;»

Βιέννη (1830–1831)

Περ­νώ­ντας από τη Δρέσ­δη και την Πρά­γα, ο Σοπέν έφτα­σε στη Βιέν­νη για τη δεύ­τε­ρη δια­μο­νή του, μαζί με τον φίλο του Tytus, ελπί­ζο­ντας να ανα­νε­ώ­σει την επι­τυ­χία του προη­γού­με­νου ταξι­διού του. Οι πρώ­τες μέρες ήταν χαρού­με­νες: γνώ­ρι­σε τον συν­θέ­τη Hummel, τον κατα­σκευα­στή πιά­νου Conrad Graf, τον αυτο­κρα­το­ρι­κό για­τρό Malfatti (τελευ­ταίο για­τρό του Beethoven), του οποί­ου η σύζυ­γος ήταν Πολω­νή. παρα­κο­λού­θη­σε πολ­λές όπε­ρες: την επιεί­κεια του Τίτου (La clémence de Titus) του Μότσαρτ, τον Γκι­γιόμ Τελ του Ροσί­νι και τον Φρα Ντια­βο­λό του Όμπερ. Γνώ­ρι­σε τον βιρ­τουό­ζο βιο­λο­νί­στα Josef Slavík, τον οποίο συνέ­κρι­νε με τον Paganini: «Εκτός από τον Paganini, δεν έχω ακού­σει ποτέ κάτι παρό­μοιο, ενε­νή­ντα έξι staccati με ένα χτύ­πη­μα δοξα­ριού: απί­στευ­το!». Μαζί, εργά­στη­καν πάνω στο έργο ενός κύκλου παραλ­λα­γών σε ένα θέμα του Μπε­τό­βεν για βιο­λί και πιά­νο, γραμ­μέ­νο από κοι­νού, από το οποίο ο Σοπέν θα είχε συν­θέ­σει το Adagio.

Στη συνέ­χεια, πολ­λά στοι­χεία συνω­μο­τούν για να κάνουν τη ζωή του μου­σι­κού δύσκο­λη, ιδί­ως οι πολι­τι­κές εξε­λί­ξεις στην Πολω­νία. Η επα­να­στα­τι­κή ανα­τα­ρα­χή — μετά τη Γαλ­λία (τον Ιού­λιο) και το Βέλ­γιο (τον Οκτώ­βριο) — έφτα­σε στην Πολω­νία, η οποία επα­να­στά­τη­σε ενά­ντια στη ρωσι­κή επο­πτεία: η εξέ­γερ­ση ξεκί­νη­σε στις Νοέμ­βριο. Ο Tytus αφή­νει τον Chopin για να την ακο­λου­θή­σει και ο βιρ­τουό­ζος βρί­σκε­ται λεία της μονα­ξιάς, ανα­με­μειγ­μέ­νης με ένα αίσθη­μα πατριω­τι­κής ανι­κα­νό­τη­τας που ωθεί­ται στον παρο­ξυ­σμό. Οι Αυστρια­κοί δεν είναι καθό­λου ευνοϊ­κοί για τους Πολω­νούς: «δεν μπο­ρεί να κερ­δί­σει τίπο­τα από την Πολω­νία που σπέρ­νει «ατα­ξία».

Επι­πλέ­ον, οι Βιεν­νέ­ζοι, κάτω από τα ξόρ­κια των βαλς του Στρά­ους, είναι αναί­σθη­τοι στην ποί­η­ση του Sarmate. Χρειά­στη­καν πάνω από επτά μήνες στη Βιέν­νη για να μπο­ρέ­σει ο Σοπέν να συμ­με­τά­σχει σε μια συναυ­λία χωρίς αμοι­βή (Ιουν-1831 στο Kärtnerthor-Theatre). Οι κρι­τι­κοί επαί­νε­σαν τις δεξιό­τη­τές του, αλλά παρέ­μει­ναν δύσπι­στοι για το Κον­τσέρ­το του για πιά­νο και ορχή­στρα Νο. 1 σε μι ελάσ­σο­να: «Το έργο δεν αντι­προ­σώ­πευε τίπο­τα το μονα­δι­κό, αλλά το παί­ξι­μο του καλ­λι­τέ­χνη επαι­νέ­στη­κε ομόφωνα».

Δημό­σια ανα­γνώ­ρι­ση δεν υπήρ­ξε, αλλά ξεκί­νη­σε ένα τερά­στιο έργο που του έφε­ρε δημό­σια επι­τυ­χία: αυτά ήταν τα Études op. 10, στη Βιέν­νη και η αρχή των Op. 25, αρι­στουρ­γή­μα­τα ενός εικο­σιε­νά­χρο­νου καλ­λι­τέ­χνη. Για να δημιουρ­γή­σει το δικό του ηχη­τι­κό σύμπαν σε αυτό το διδα­κτι­κό έργο, ο μου­σι­κός αντλεί έμπνευ­ση από τον Μπαχ για τις δύο πρώ­τες μελέ­τες και από τον Μότσαρτ για τη Μελέ­τη Νο. 6. Λόγω των πολω­νι­κών γεγο­νό­των, τα δέκα έργα που συντέ­θη­καν στη Βιέν­νη εκδη­λώ­νουν «μια σημα­ντι­κή ψυχο­λο­γι­κή δέσμευ­ση […] αυτός που θα ξέρου­με από εδώ και στο εξής: μου­σι­κός με σπα­ραγ­μό, δια­τε­θει­μέ­νος στη βία, ανα­τρέ­πο­ντας κλη­ρο­νο­μι­κά πλαί­σια». Αυτό συμ­βαί­νει με τον πρώ­το Scherzo, σε Β ελάσ­σο­να, απο­κα­λύ­πτει τα δύο πρό­σω­πα του Σοπέν: ριπή και νανού­ρι­σμα, απε­λευ­θέ­ρω­ση του μίσους και το ύψος της τρυ­φε­ρό­τη­τας, ένα άγριο θέμα και μια ειρη­νι­κή αρμο­νία, σαν ακίνητη.

Αηδια­σμέ­νος και χωρίς χρή­μα­τα, ο Σοπέν έφυ­γε από τη Βιέν­νη Ιού­λη 1831 για να δοκι­μά­σει την τύχη του στο Παρί­σι. Η ρωσι­κή πρε­σβεία στη Βιέν­νη –(νομι­κά ο Σοπέν ήταν Ρώσος υπή­κο­ος) αρχι­κά αρνή­θη­κε δια­βα­τή­ριο, στη συνέ­χεια χορή­γη­σε ένα «για το Λον­δί­νο, μέσω Παρι­σιού». Το ταξί­δι πραγ­μα­το­ποιεί­ται μέσω Σάλτσ­μπουργκ και Μονά­χου όπου δίνει συναυ­λία και της Στουτ­γάρ­δης όπου μένει ένα μικρό διά­στη­μα. Εκεί έμα­θε τα νέα της πτώ­σης της Βαρ­σο­βί­ας, χωρίς να ξέρει τι απέ­γι­νε η οικο­γέ­νειά του και αυτή η κατά­στα­ση δεν είναι χωρίς επιρ­ροή πάνω του.

Παρίσι (1831–1838)

Φτά­νο­ντας στο Παρί­σι ο Σοπέν εγκα­τα­στά­θη­κε στην μπο­έ­μι­κη και καλ­λι­τε­χνι­κή συνοι­κία, στη λεω­φό­ρο Poissonnière. Το πολι­τι­κό πλαί­σιο του Παρι­σιού είναι ευνοϊ­κό για την πολω­νι­κή υπό­θε­ση. Πολ­λοί μετα­νά­στες έχουν εντα­χθεί σε αυτήν την πρω­τεύ­ου­σα και οι πιο σημα­ντι­κοί απο­τε­λούν μια κοι­νό­τη­τα που συχνά­ζει ο μου­σι­κός στα σαλό­νια του Hôtel Lambert, στο Saint-Louis, έγι­νε επί­σης μέλος της Πολω­νι­κής Λογο­τε­χνι­κής Εται­ρεί­ας και μάλι­στα έδω­σε μια ευερ­γε­τι­κή συναυ­λία προς όφε­λος των προ­σφύ­γων. Ωστό­σο, δεν είναι πραγ­μα­τι­κά ακτι­βι­στής και ο θόρυ­βος των δια­δη­λώ­σε­ων τον ενο­χλεί: «Δεν μπο­ρώ να σας πω τη δυσά­ρε­στη εντύ­πω­ση που προ­κά­λε­σαν πάνω μου οι φρι­κτές φωνές αυτών των ταρα­ξιών και αυτού του δυσα­ρε­στη­μέ­νου πλήθους»

Κοινωνική ενσωμάτωση

Οι Πολω­νοί το λαν­σά­ρουν στην πρω­τεύ­ου­σα, ενώ δίνει μαθή­μα­τα πιά­νου στην κόμισ­σα Ποτό­σκα και χάρη στη βοή­θειά της και του Βαλε­ντίν Ράν­τζι­γουιλ, γίνε­ται ο «κομ­ψός» δάσκα­λος πιά­νου της πολω­νι­κής αρι­στο­κρα­τί­ας στην εξο­ρία και των πιο κλει­στών παρι­σι­νών κύκλων. Το 1832 μετα­κό­μι­σε στη μικρή πόλη Bergère, που ήταν πιο ήρε­μη και καλο­πλη­ρω­μέ­νος (είκο­σι χρυ­σά φρά­γκα την ώρα), εξα­σφα­λί­ζει υλι­κή άνε­ση. Του ανοί­γει επί­σης την πόρ­τα στον αρι­στο­κρα­τι­κό κόσμο, που τον υπο­δέ­χε­ται σαν φίλο και όπου νιώ­θει καλά: «Είμαι μέλος της ανώ­τε­ρης κοι­νω­νί­ας, έχω τη θέση μου σημα­δε­μέ­νη ανά­με­σα σε πρε­σβευ­τές, πρί­γκι­πες, υπουρ­γούς, […]. Το 1836, μετα­κό­μι­σε στην rue de la Chaussée-d’Antin, «τη βιτρί­να του νέου καθε­στώ­τος όπου η αρι­στο­κρα­τία του χρή­μα­τος αντι­κα­τέ­στη­σε αυτή των τίτλων».

Καλλιτεχνική ένταξη

Κατά τη διάρ­κεια αυτής της περιό­δου οι Ρομα­ντι­κοί δρα­στη­ριο­ποι­ή­θη­καν σε όλους τους τομείς. Ο Βίκτορ Ουγκώ έγρα­ψε την Πανα­γία των Παρι­σί­ων (1831), το Le roi s’amuse (1832) και ο Μπαλ­ζάκ έγρα­ψε τα κύρια έργα του, ενώ ο Ντε­λα­κρουά και­νο­τό­μη­σε και μετέ­φρα­σε τον ρομα­ντι­σμό σε ζωγρα­φι­κή, ενώ στη μου­σι­κή, ο Μπερ­λιόζ είναι ο ηγέ­της των ρομα­ντι­κών. Στον τομέα αυτό, την πρώ­τη θέση κατέ­χει ωστό­σο η λυρι­κή τέχνη, με πρω­τα­γω­νι­στή τον Rossini. Το πιά­νο παί­ζουν οι μεγα­λύ­τε­ροι βιρ­τουό­ζοι: ο Λιστ και ο Καλ­κμπρέ­νερ (Kalkbrenner), που με άλλους λαμπρούς ερμη­νευ­τές όπως οι Hiller, Herz και Pleyel, έκα­ναν το Παρί­σι πρω­τεύ­ου­σα του πια­νι­στι­κού κόσμου.

Ο Σοπέν είναι, στην αρχή, ένας ακού­ρα­στος ακρο­α­τής. Ανα­κά­λυ­ψε τον Κου­ρέα της Σεβίλ­λης, την Ιτα­λί­δα στο Αλγέ­ρι, τον Φρα Ντιά­βο­λο και τον Ρόμπερτ τον Διά­βο­λο, κάτι που τον άφη­σε συντε­τριμ­μέ­νο: «Αμφι­βάλ­λω ότι θα επι­τύ­χου­με ποτέ στο θέα­τρο τον βαθ­μό μεγα­λο­πρέ­πειας που πέτυ­χε ο Ρόμπερτ ο Διά­βο­λος». Ο μου­σι­κός γνώ­ρι­σε γρή­γο­ρα τον Kalkbrenner και ο θαυ­μα­σμός του ήταν αμέ­τρη­τος: «Δεν θα πιστεύ­α­τε πόσο περί­ερ­γος ήμουν για τον Herz, τον Liszt, τον Hiller κ.λπ. Όλα αυτά είναι μηδε­νι­κά σε σύγκρι­ση με τον Kalkbrenner». Αυτή η συνά­ντη­ση του επέ­τρε­ψε να δώσει μια πρώ­τη συναυ­λία το 1832. Δεν γέμι­σε την αίθου­σα και το κοι­νό απο­τε­λού­νταν κυρί­ως από Πολω­νούς, αλλά οι κρι­τι­κές δεν ήταν κακές. Ο François-Joseph Fétis γρά­φει στο Revue musicale: «Το κον­σέρ­το του προ­κά­λε­σε έκπλη­ξη όσο και ευχα­ρί­στη­ση στο κοι­νό του, […] Υπερ­βο­λι­κή πολυ­τέ­λεια στις δια­μορ­φώ­σεις, ατα­ξία στη σει­ρά των φρά­σε­ων…». Έπαι­ξε ξανά λίγο μετά και η κρι­τι­κή έγι­νε πιο εγκω­μια­στι­κή: «Ο κ. Σοπέν είναι ένας πολύ νέος πια­νί­στας που κατά τη γνώ­μη μας θα γίνει πολύ γνω­στός με τον και­ρό, ιδιαί­τε­ρα ως συν­θέ­της». Αυτή η περί­ο­δος είναι πλού­σια σε συναυ­λί­ες του. Αν, το 1833, ο συν­θέ­της-πια­νί­στας ήταν ακό­μα ξένος σολίστ στην πρω­τεύ­ου­σα, το 1834 ήταν η χρο­νιά της μετά­βα­σης και κατά τη συναυ­λία του στις 25-Δεκ έγι­νε, για τους ειδι­κούς κρι­τι­κούς, ισά­ξιος των πιο μεγάλων

Στο βιβλίο του Soixante ans de souvenirs (Εξή­ντα Χρό­νια Μνή­μες), ο Ernest Legouvé ανα­φέ­ρει: «Δεν μπο­ρώ να προσ­διο­ρί­σω καλύ­τε­ρα τον Chopin, λέγο­ντας ότι ήταν μια γοη­τευ­τι­κή τριά­δα. Υπήρ­χε μια τέτοια συμ­φω­νία μετα­ξύ του ατό­μου, του παι­χνι­διού και των έργων του…». Κάθε ένα από τα συστα­τι­κά αυτής της τριά­δας είναι ένα “σου­σά­μι” που ανοί­γει την πόρ­τα σε φιλί­ες για τον μου­σι­κό που μερι­κές φορές θα κρα­τή­σει σε όλη του τη ζωή.

Από πολύ μικρός, ο Πολω­νός σύχνα­ζε στην αρι­στο­κρα­τία. Εσω­τε­ρί­κευ­σε τους κανό­νες του, την ευγέ­νειά του και τους καλούς του τρό­πους: «η φρο­ντί­δα και η έρευ­να της τουα­λέ­τας του μας έκα­νε να κατα­νο­ή­σου­με την ίδια την κοσμι­κή κομ­ψό­τη­τα ορι­σμέ­νων τμη­μά­των των έργων του. Μου φαι­νό­ταν φυσι­κός γιος του Βέμπερ και της δού­κισ­σας…» Η φιλία μετα­ξύ της κόμισ­σας Delfina Potocka, που φημί­ζε­ται ότι είναι πολύ όμορ­φη, πλού­σια και προ­στα­τευ­τι­κή, και του μου­σι­κού βασί­ζε­ται σε ένα αίσθη­μα σεβα­σμού και αμοι­βαί­ας εκτί­μη­σης. Αυτή η συγ­γέ­νεια με το αριστοκρατικ;o περι­βάλ­λον ευνο­εί την έκφρα­ση της καλ­λι­τε­χνι­κής διά­στα­σης του Σοπέν στα σαλό­νια: «Χωρίς να μπο­ρεί κανείς να χαρα­κτη­ρί­σει τον Σοπέν ως συν­θέ­τη σαλο­νιού […], είναι ωστό­σο το παρι­ζιά­νι­κο σαλό­νι ό,τι καλύ­τε­ρο με τον Louis-Philippe το ισχυ­ρό­τε­ρο στή­ριγ­μα». Όπως πολ­λοί άλλοι, ο Μαρ­κή­σιος de Custine ξόρ­κι­ζε: «Του έδω­σα το θέμα του Ranz des Vaches και της Marseillaise. Να σας πω τι όφε­λος είχε από αυτό το μου­σι­κό έπος είναι αδύ­να­το. Είδα­με τους βοσκούς να φεύ­γουν μπρο­στά στους κατα­κτη­τές». Η κοσμι­κό­τη­τα του Σοπέν είναι η πηγή ενός στε­ρε­ό­τυ­που: «ο παρακ­μια­κός ποι­η­τής των χλω­ρώ­σε­ων και των νευ­ρώ­σε­ων» ή ακό­μα και «η ενσάρ­κω­ση του rubato, αγα­πη­μέ­νος των νεα­ρών κορι­τσιών οικοτροφείου».

Ο κοσμι­κός είναι αχώ­ρι­στος από τον βιρ­τουό­ζο. Ο οιο­νεί αυτο­δί­δα­κτος ανέ­πτυ­ξε τη δική του τεχνι­κή στην παι­δι­κή του ηλι­κία, τα αξιώ­μα­τα της οποί­ας είναι η ακου­στι­κή συγκέ­ντρω­ση και η μυϊ­κή χαλά­ρω­ση. Αυτή η δεξιο­τε­χνία, τόσο δια­φο­ρε­τι­κή από τις δυνα­τές ερμη­νεί­ες του Λιστ, καθή­λω­σε το παρι­ζιά­νι­κο πια­νι­στι­κό σύμπαν και πρώ­τα απ’ όλα τον Kalkbrenner. Ο Λιστ και ο Χίλερ έγρα­φαν: «Κανείς δεν έχει μετα­κι­νη­θεί ποτέ στα πλή­κτρα ενός πιά­νου σαν αυτόν, κανείς δεν μπό­ρε­σε να βγά­λει τους ίδιους ήχους, απο­χρώ­σεις στο άπει­ρο». Αυτή η μονα­δι­κή πινε­λιά είναι η πηγή μιας βαθιάς φιλί­ας με τον κατα­σκευα­στή πιά­νων Camille Pleyel. Ο βιρ­τουό­ζος διευ­κρι­νί­ζει: «Όταν είμαι σε κακή διά­θε­ση […], παί­ζω σε ένα πιά­νο Erard και βρί­σκω εύκο­λα έναν έτοι­μο ήχο. αλλά, όταν νιώ­θω ζωη­ρός και αρκε­τά δυνα­τός για να βρω τον δικό μου ήχο, χρειά­ζο­μαι ένα πιά­νο Pleyel».

Ο Σοπέν είναι επί­σης συν­θέ­της και ο Λιστ ήταν πάνω απ’ όλα ενθου­σια­σμέ­νος με τα έργα του Σοπέν: καλύ­τε­ρα από οποιον­δή­πο­τε άλλον, κατά­λα­βε την και­νο­το­μία και την πρω­το­τυ­πία τους και έγι­νε αμέ­σως ένας από τους ένθερ­μους θαυ­μα­στές του. Κατά τη διάρ­κεια αυτής της περιό­δου, όταν ο πόλε­μος μετα­ξύ των κλα­σι­κών και των ρομα­ντι­κών ήταν ανοι­χτός, ο Σοπέν ασχο­λή­θη­κε πλή­ρως με τη νεω­τε­ρι­κό­τη­τα. Ο Μπερ­λιόζ, που κατα­λα­βαί­νει τη μου­σι­κή του ενώ ο Σοπέν δεν κατα­λα­βαί­νει τη δική του, γίνε­ται φίλος με τον νομά­δα ποι­η­τή. Με τους Λιστ, Μέντελ­σον και Χίλερ, αυτοί οι δύο συν­θέ­τες απο­τε­λούν το προ­γε­φύ­ρω­μα του παρι­ζιά­νι­κου μου­σι­κού ρομα­ντι­σμού. Συνα­ντώ­νται συχνά σε μια ανε­πί­ση­μη ατμό­σφαι­ρα, όπως φαί­νε­ται από αυτό το μικρό σημεί­ω­μα του Berlioz «Chopinetto mio, si fa una villegiatura da noi, a Montmartre rue St. Denis; spero che Hiller, Liszt και de Vigny saranno accompagnati da Chopin __Chopinetto μου, περ­νάς τις δια­κο­πές σου μαζί μας, στη Μον­μάρ­τρη, rue St. Denis _ελπίζω Hiller, Liszt και de Vigny θα συνο­δεύ­ο­νται από τον Chopin. Τερά­στια βλα­κεία, κρί­μα. HB ». Άλλοι καλ­λι­τέ­χνες, περ­νώ­ντας από το Παρί­σι, έγι­ναν επί­σης φίλοι του. Ο Schumann τον θαυ­μά­ζει απε­ριό­ρι­στα και _ξέρουμε ότι ο Bellini και ο Chopin, έγρα­ψε ο Schumann, ήταν φίλοι και ότι, επι­κοι­νω­νώ­ντας συχνά τις συν­θέ­σεις τους μετα­ξύ τους, δεν έμει­ναν χωρίς καλ­λι­τε­χνι­κή επιρ­ροή ο ένας στον άλλον. Οι καλ­λι­τε­χνι­κές φιλί­ες του Σοπέν εκτεί­νο­νται πέρα ​​από τη μου­σι­κή. Ο Ντε­λα­κρουά έγι­νε ένας από τους στε­νό­τε­ρους φίλους του το 1835: «Έχω άπει­ρους κατ’ ιδί­αν με τον Σοπέν, τον οποίο αγα­πώ πολύ, και ο οποί­ος είναι ένας άνθρω­πος σπά­νιας διά­κρι­σης, είναι ο πιο αλη­θι­νός καλ­λι­τέ­χνης που έχω γνω­ρί­σει ποτέ. Είναι ένας από αυτούς, τους λίγους, που μπο­ρεί κανείς να τον θαυ­μά­σει και να τον εκτιμήσει»

Ο Μπαλ­ζάκ είναι επί­σης θαυ­μα­στής του: «Βρή­κε υπέ­ρο­χα θέμα­τα πάνω στα οποία κέντη­σε καπρί­τσια εκτε­λε­σμέ­να άλλο­τε με τον πόνο και τη ραφα­ε­λι­κή τελειό­τη­τα του, άλλο­τε με τη θέρ­μη και τη ντα­ντι­κή μεγα­λο­πρέ­πεια του Λιστ, των δύο μου­σι­κών οργα­νι­σμών που είναι πιο κοντά ο ένας στον άλλον και αυτή του Παγκα­νί­νι. Η εκτέ­λε­ση, έχο­ντας φτά­σει σε αυτόν τον βαθ­μό τελειό­τη­τας, προ­φα­νώς τοπο­θε­τεί τον ερμη­νευ­τή στο ίδιο επί­πε­δο με τον ποι­η­τή _είναι για τον συν­θέ­τη ό,τι ο ηθο­ποιός για τον συγ­γρα­φέα, ένας θεϊ­κός μετα­φρα­στής των θεί­ων πραγμάτων».

Maria Wodzińska

Μετα­ξύ 1831 και 1835, ο Σοπέν, στα μάτια του γαλ­λι­κού δικαί­ου, ήταν Πολω­νός που διέ­με­νε στο Παρί­σι, με άδεια παρα­μο­νής που όρι­ζε ότι έφυ­γε από την Πολω­νία πριν από την εξέ­γερ­ση και ότι ο πατέ­ρας του ήταν Γάλ­λος. Από το 1835, απέ­κτη­σε πλή­ρη γαλ­λι­κή υπη­κο­ό­τη­τα και ανα­κη­ρύ­χθη­κε Γάλ­λος. Σε αντί­θε­ση με τους Πολω­νούς, δεν χρειά­ζε­ται πλέ­ον να επι­κοι­νω­νεί με τη ρωσι­κή διοί­κη­ση για να ταξι­δέ­ψει οπου­δή­πο­τε αλλού εκτός από την Πολωνία.

Κατά τη διάρ­κεια του καλο­και­ριού του 1835, μετά από συμ­βου­λή του φίλου του Jan Matuszyński, ο Σοπέν πήγε στο θέρε­τρο Enghien με τον Vincenzo Bellini και, όχι πολύ μακριά, ήταν οι φίλοι του Μαρ­κή­σιος ντε Κου­στίν και Ντελ­φί­να Ποτό­κα και έμα­θε ότι οι γονείς του βρί­σκο­νταν στο Carlsbad της Βοη­μί­ας, όπου είχαν έρθει για θεραπεία.

Πηγαί­νει εκεί (10ήμερο ταξί­δι) και η οικο­γέ­νεια ξανα­βρί­σκε­ται: «Η χαρά μας είναι ανέκ­φρα­στη! Φιλιό­μα­στε και ξανα­φι­λιό­μα­στε», έγρα­ψε ο συν­θέ­της μετά από ένα γράμ­μα του Νικο­λά προς τις κόρες του, παντρε­μέ­νες και παρα­μέ­νο­ντας στη Βαρσοβία.

Μετά από τρεις εβδο­μά­δες, πήγαν στο Κάστρο Děčín, που ανή­κε στον κόμη Franz von Thun-Hohenstein. Οι γονείς του έφυ­γαν για την Πολω­νία και ο Σοπέν έμει­νε εκεί για άλλη μια εβδομάδα.

Στο δρό­μο της επι­στρο­φής στο Παρί­σι, πήγε στη Δρέσ­δη και πέρα­σε μια εβδο­μά­δα με την οικο­γέ­νεια Wodziński και λέγε­ται ότι ο μου­σι­κός ερω­τεύ­τη­κε την 16χρονη αδερ­φή τους, Μαρί. «Δεν ήταν καλ­λο­νή» αλλά, παρά το νεα­ρό της ηλι­κί­ας της, είχε ήδη απο­πλα­νή­σει τον ποι­η­τή Juliusz Słowacki, τον κόμη του Montigny …κά. Μετά από μια εβδο­μά­δα, ο Σοπέν εγκα­τα­λεί­πει τους Wodziński και ανα­πτύσ­σε­ται μια ανο­μο­λό­γη­τη, επι­στο­λι­κή αγά­πη _ίσως και φαντα­στι­κή με την Μαρί να τον τον εμπνέ­ει σαν “ένα μικρό βαλς, γραμ­μέ­νο βια­στι­κά σε μάλ­λον ευτυ­χι­σμέ­νους και­ρούς” _έγραψε (“απο­πλα­νη­μέ­νος” ή μη από την νεα­ρή τσαχ­πι­νού­λα και το Απο­χαι­ρε­τι­στή­ριο Βαλς, σε A flat major, op. 69 αρ. 1).
Το επό­με­νο καλο­καί­ρι, ο Σοπέν τη βρή­κε στο Marienbad και λέγε­ται ότι μια μέρα πριν την ανα­χώ­ρη­σή του, ζήτη­σε τελι­κά το χέρι της, η Μαρί δέχτη­κε, αλλά υπέ­κυ­ψε στην από­φα­ση της μητέ­ρας της, παρό­λο που θα ήθε­λε το αντί­θε­το … ενώ άλλοι φίλοι του “προ­ξέ­νε­ψαν” ένα άλλο κορί­τσι, της ίδιας ηλι­κί­ας, στη Λει­ψία, την Clara Wieck, που έμελ­λε να γίνει σύζυ­γος του Σούμαν.

Αυτή η περί­ο­δος είναι τελι­κά η πιο γαλή­νια της ζωής του Σοπέν, ξανα­βρή­κε τους γονείς του, είναι διά­ση­μος, δεν είχε ποτέ καλύ­τε­ρη υγεία, απο­λαμ­βά­νει τα εγκό­σμια _αλλά με συνέ­πειες στη δρα­στη­ριό­τη­τά του ως συνθέτη.
Τελειώ­νει το τετρά­διο Σπου­δών του op. 25, λίγα Νυχτε­ρι­νά, την πρώ­τη Μπα­λά­ντα, γύρω στις είκο­σι Μαζούρ­κες, δύο Πολω­νέ­ζες και πέντε Βαλς.

Κατά τη διάρ­κεια αυτών των χρό­νων, ο Σοπέν έδω­σε λίγες συναυ­λί­ες, αλλά είχε πολ­λές πια­νι­στι­κές παρα­στά­σεις το 1838 συναυ­λία στο δημαρ­χείο της Ρου­έν, φόρο τιμής (1839 _Μασσαλία), στον τενό­ρο Adolphe Nourrit, ο οποί­ος πέθα­νε τον προη­γού­με­νο μήνα στην Ιτα­λία, ενώ κατά τη διάρ­κεια της λει­τουρ­γί­ας για το θάνα­τό του έπαι­ξε το “Les Astres” στο όργα­νο της Notre-Dame-du-Mont (τρα­γού­δι του Franz Schubert).

Το ίδιο έτος, ο βασι­λιάς Λου­δο­βί­κος-Φίλιπ­πος, περί­ερ­γος να ακού­σει τον Πολω­νό, κάλε­σε τον ίδιο και τον πια­νί­στα Ignaz Moscheles στο Saint-Cloud. Παρου­σία του βασι­λιά, της βασί­λισ­σας Marie-Amélie, της Madame Adélaïde και της Δού­κισ­σας της Ορλε­ά­νης και άλλων παρα­τρε­χά­με­νων του θρό­νου γοή­τευ­σε με τις Études του, Moscheles, τα Nocturnes του και μια σονά­τα σε 4 μέρη του Μότσαρτ: “περισ­σό­τε­ρο από επι­τυ­χία, είναι ένας πραγ­μα­τι­κός θρί­αμ­βος”, έγραψαν.

Την άνοι­ξη του 1841, ο Σοπέν έδω­σε, πάλι στο Pleyel, μια αρι­στουρ­γη­μα­τι­κή συναυ­λία την οποία ο Φραντς Λιστ (με τον οποίο κυριαρ­χού­σε πλέ­ον στο πια­νι­στι­κό Παρί­σι της επο­χής) σχο­λί­α­σε την επό­με­νη μέρα στο Gazette musicale. Ασχο­λη­μέ­νος με άλλες δρα­στη­ριό­τη­τες και χωρίς να απο­λαμ­βά­νει, σε αντί­θε­ση με τον Λιστ, να παί­ζει δημό­σια, δεν έδω­σε συναυ­λί­ες τα επό­με­να χρό­νια, ενώ η Sand, κατά την προ­ε­τοι­μα­σία της συναυ­λί­ας, έγρα­ψε στην Pauline Viardot: «Δεν θέλει αφί­σες, δεν θέλει προ­γράμ­μα­τα, δεν θέλει πάρα πολύ κοι­νό. Δεν θέλει να το συζη­τή­σου­με. Φοβά­ται τόσα πολ­λά πράγ­μα­τα που του προ­τεί­νω να παί­ζει χωρίς κεριά, χωρίς ακρο­α­τές, σε βου­βό πιάνο».

Προ­τι­μά να παί­ζει για τους φίλους του τις πολ­λές βρα­διές που περ­νά στο δια­μέ­ρι­σμά του στην rue Pigalle. Μετα­ξύ των καλε­σμέ­νων και των μου­σι­κών αυτών των ιδιω­τι­κών συναυ­λιών ήταν οι Sainte-Beuve, Mickiewicz, Marie Poznanska, Delacroix, Berlioz, καθώς και αρκε­τοί Πολω­νοί εξό­ρι­στοι. Μαρ­τυ­ρί­ες για αυτές τις ιδιω­τι­κές συναυ­λί­ες, που παί­ζο­νται στο αχνό φως των κεριών στη σκο­τει­νή γωνιά του μικρού σαλο­νιού, γρά­φουν: “Το βλέμ­μα του ζωντά­νε­ψε με πυρε­τώ­δη λάμ­ψη, τα χεί­λη του έγι­ναν κόκ­κι­να ματω­μέ­να, η ανά­σα του έγι­νε πιο μικρή. Ένιω­θε, νιώ­θα­με, ότι κάτι από τη ζωή του κυλού­σε με τους ήχους”.

Η τελευ­ταία του συναυ­λία στο Παρί­σι, μια τερά­στια επι­τυ­χία παρά την εξα­σθε­νη­μέ­νη του υγεία, πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε στις 16-Φεβ-1848, εισπράτ­το­ντας διθυ­ραμ­βι­κές κριτικές

Ο Σοπέν έγρα­ψε στον Ζυλιέν Φοντά­να λίγους μήνες πριν από το θάνα­τό του: «Η μόνη ατυ­χία συνί­στα­ται σε αυτό: ότι φεύ­γου­με από το εργα­στή­ριο ενός διά­ση­μου δασκά­λου, κάποιου Stradivarius, που δεν είναι πια εκεί για να μας φτιά­ξει. Τα επι­δέ­ξια χέρια δεν ξέρουν πώς να αντλούν νέους ήχους από εμάς, και κατα­πιέ­ζου­με βαθιά μέσα μας αυτό που κανείς δεν ξέρει πώς να βγά­λει, ελλεί­ψει λαουτιέρη”.

Ένας άντρας με εύθραυστη υγεία

Ο Σοπέν δεν είχε ποτέ καλή υγεία. Ασθε­νι­κός πάντα, η γενι­κή του κατά­στα­ση άλλα­ζε προς το χει­ρό­τε­ρο και το τέλος της ζωής του ήταν μόνο μια στα­δια­κή κάθο­δος προς το θάνα­το, οι χει­μώ­νες τον βάραι­ναν όλο και περισ­σό­τε­ρο και κάθε μικρή αρρώ­στια τον επη­ρέ­α­ζε δυσα­νά­λο­γα. Η ιατρι­κή εκεί­νης της επο­χής, δοκί­μα­σε στον μου­σι­κό πολ­λές θερα­πευ­τι­κές μεθό­δους (στα­γό­νες οπί­ου σε ένα ποτή­ρι νερό, έτρι­βε τους κρο­τά­φους του με eau de Cologne όπο­τε η κατά­στα­σή του απει­λού­σε να επι­δει­νω­θεί κά).

Το 1844, για να τον βγά­λει από την κατά­θλι­ψη που έδει­ξε μετά το θάνα­το του πατέ­ρα του, μετά από αυτόν του παι­δι­κού του φίλου Matuszyński, η George Sand απο­φά­σι­σε να καλέ­σει τη μεγα­λύ­τε­ρη αδερ­φή του Chopin, Ludwika Jędrzejewicz, στη Γαλ­λία, η οποία έκα­νε το ταξί­δι με τον σύζυ­γό της. γρά­φο­ντας για να την προει­δο­ποι­ή­σει: «Θα βρεί­τε το αγα­πη­μέ­νο μου παι­δί πολύ άρρω­στο και πολύ αλλαγ­μέ­νο από την τελευ­ταία φορά που το είδα­τε, αλλά μην φοβά­στε πολύ την υγεία του. Συντη­ρεί­ται χωρίς γενι­κή αλλοί­ω­ση εδώ και έξι χρό­νια από τότε που το έβλε­πα καθη­με­ρι­νά. Ένας αρκε­τά δυνα­τός βήχας κάθε πρωί, δύο ή τρεις σημα­ντι­κές κρί­σεις και η καθε­μία διαρ­κεί μόνο δύο ή τρεις ημέ­ρες, κάθε χει­μώ­να. μερι­κά νευ­ραλ­γι­κά βάσα­να, κατά και­ρούς, αυτή είναι η κανο­νι­κή του κατά­στα­ση…» Κάθε χει­μώ­νας είναι μια δοκι­μα­σία για τον μου­σι­κό. Ο Σοπέν, γρά­φο­ντας στην οικο­γέ­νειά του το φθι­νό­πω­ρο του 1846, εξή­γη­σε: «Ο χει­μώ­νας δεν φαί­νε­ται κακός, και αν φρο­ντί­σω λίγο τον εαυ­τό μου θα περά­σει όπως ο προη­γού­με­νος, και δόξα τω Θεώ όχι χει­ρό­τε­ρα. Πόσοι άνθρω­ποι είναι χει­ρό­τε­ρα από εμέ­να! Είναι αλή­θεια ότι πολ­λοί είναι καλύ­τε­ρα, αλλά δεν τα σκέ­φτο­μαι αυτά».

Τα επί­θε­τα που χρη­σι­μο­ποιεί η Τζορτζ Σαντ στα κεί­με­νά της για τον Σοπέν απο­κα­λύ­πτουν τόσο την κατά­στα­ση της υγεί­ας του μου­σι­κού, αλλά και την επι­δεί­νω­ση της σχέ­σης μετα­ξύ των δύο καλ­λι­τε­χνών: «Αγα­πη­τό μου αρρω­στού­λι» μετά «μικρό μου πάσχον» μέχρι …«αγα­πη­τό μου πτώμα».

Τον Ιού­νιο του 2008, Πολω­νοί επι­στή­μο­νες, συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου του καθη­γη­τή Wojciech Cichy, ειδι­κού στην κυστι­κή ίνω­ση, υπέ­θε­σαν ότι θα μπο­ρού­σε να είχε ήδη πεθά­νει. Προς υπο­στή­ρι­ξη της δια­τρι­βής τους, η κατά­στα­ση αδυ­να­μί­ας από την παι­δι­κή ηλι­κία, οι πνευ­μο­νι­κές λοι­μώ­ξεις και ο βήχας, η επι­δεί­νω­ση στην ενή­λι­κη ζωή του και ο θάνα­τος πριν από την ηλι­κία των σαρά­ντα, όπως τα περισ­σό­τε­ρα άτο­μα με κυστι­κή ίνω­ση. Επι­πλέ­ον, παρά τις διαρ­κείς σεξουα­λι­κές σχέ­σεις με γυναί­κες, δεν έκα­νε παι­διά, άρα πιθα­νή στει­ρό­τη­τα, ένα άλλο σύμ­πτω­μα αυτής της ασθέ­νειας. Αυτοί οι επι­στή­μο­νες επι­θυ­μούν να είναι σε θέση να ανα­λύ­σουν το DNA της καρ­διάς του Σοπέν, που δια­τη­ρεί­ται σε μια κρυ­στάλ­λι­νη τεφροδόχο.

Αλλά μια πρό­σφα­τη εξέ­τα­ση θα έτει­νε να απο­δεί­ξει ότι ήταν πράγ­μα­τι η φυμα­τί­ω­ση που σκό­τω­σε τον καλ­λι­τέ­χνη, χωρίς να απο­κλεί­ε­ται η πιθα­νό­τη­τα να είχε προ­σβλη­θεί και από κυστι­κή ίνωση.

Απόσταση από “πολιτικές εκρήξεις”

Ο Σοπέν _στον αντί­πο­δα της George Sand, έπαι­ζε κρυ­φτού­λι με τις επα­να­στά­σεις της επο­χής του. Η έντο­νη απου­σία του σε κάθε είδους συγκρού­σεις, πολι­τι­κές και ιδε­ο­λο­γι­κές, φανε­ρώ­νει τον πραγ­μα­τι­κό συμ­βι­βα­στι­κό χαρα­κτή­ρα του.

Ο μου­σι­κός έφυ­γε από τη Βαρ­σο­βία λίγες εβδο­μά­δες πριν από τη μεγά­λη εξέ­γερ­ση του Νοεμ­βρί­ου 1830 και την έναρ­ξη του Ρωσο-Πολω­νι­κού Πολέ­μου. Η Βαρ­σο­βία αντι­στά­θη­κε για περισ­σό­τε­ρο από έξι μήνες, βασι­ζό­με­νη στην υπο­στή­ρι­ξη της Γαλ­λί­ας, αλλά ο Λου­δο­βί­κος-Φίλιπ­πος Α’ αρνή­θη­κε τη βοή­θειά του. Ο Σοπέν έμα­θε με πόνο την κατά­λη­ψη της Βαρ­σο­βί­ας από τους Ρώσους (8‑Σεπ-1831). Ταραγ­μέ­νος από αυτά τα γεγο­νό­τα, έγρα­ψε στην οικο­γέ­νειά του που έμε­νε στην Πολω­νία: «Θεέ, Θεέ. Κίνη­ση της γης, κατα­βρο­χθί­ζει ανθρώ­πους αυτής της επο­χής. Να είναι η πιο σκλη­ρή τιμω­ρία που να βασα­νί­ζει τους Γάλλους»
Συνέ­θε­σε το Étude Révolutionnaire (Μελέ­τη για τον βομ­βαρ­δι­σμό της Βαρσοβίας202) το opus 10, no 12 και το prelude op. 28 αρ. 2 και 24.

Ο Σοπέν βρι­σκό­ταν, κατά τη διάρ­κεια αυτών των γεγο­νό­των, στη Βιέν­νη με τον φίλο του Tytus που επέ­στρε­ψε στη χώρα για να βοη­θή­σει τους πολω­νούς αγω­νι­στές. Ένα χρό­νο αργό­τε­ρα, την άνοι­ξη του 1831, ο Σοπέν συνέ­χι­σε να ξεφεύ­γει από τα “πολι­τι­κά μαρ­τύ­ρια” εγκα­τα­λεί­πο­ντας το σχέ­διό του να ταξι­δέ­ψει στην Ιτα­λία (εξαι­τί­ας των εξε­γέρ­σε­ων στη Μπο­λό­νια, το Μιλά­νο, την Ανκό­να και τη Ρώμη).

Φτά­νο­ντας στο Παρί­σι ένα χρό­νο μετά το Trois Glorieuses, ο Σοπέν είχε και πάλι ξεφύ­γει από τα “δει­νά της χώρας” και μόλις είχε παρα­κο­λου­θή­σει την τελευ­ταία λαϊ­κή ανα­τα­ρα­χή από το μπαλ­κό­νι του δια­με­ρί­σμα­τός του στην rue Poissonnière.
Αμέ­το­χος και στην επα­νά­στα­σης του 1848 (révolution de Février), που οδή­γη­σε στη δημιουρ­γία της Δεύ­τε­ρης Γαλ­λι­κής Δημο­κρα­τί­ας _ο Σοπέν έφυ­γε από τη Γαλ­λία για την περιο­δεία του στην Αγγλία.

Μια εικονογράφηση φιλίας:
οι τελευταίες μέρες του μουσικού

Το Σάβ­βα­το 14 Οκτω­βρί­ου 1849, ο Σοπέν βρι­σκό­ταν στο νεκρο­κρέ­βα­τό του στην Place Vendôme στο Παρί­σι, έχο­ντας μακρές περιό­δους εξα­ντλη­τι­κού βήχα. Κατά τη διάρ­κεια μιας από αυτές τις επι­θέ­σεις, ενώ ο Γκά­τμαν τον κρα­τά­ει στην αγκα­λιά του, ο Σοπέν ανα­κτώ­ντας την ψυχραι­μία του του μιλά­ει: «Τώρα μπαί­νω στην αγω­νία». Συνε­χί­ζει … «Είναι μια σπά­νια χάρη που κάνει ο Θεός στον Άνθρω­πο απο­κα­λύ­πτο­ντάς του τη στιγ­μή που αρχί­ζει η αγω­νία του. Μου έδω­σε αυτή τη χάρη. Μη με ενο­χλείς»

Περι­βάλ­λε­ται από τους ισό­βιους φίλους του και ο Φραν­κόμ θα ανα­φέ­ρει έναν ψίθυ­ρο του από εκεί­νο το βρά­δυ: «Μου είπε, ωστό­σο, ότι θα πέθαι­να μόνο στην αγκα­λιά της».
Την Κυρια­κή 15 Οκτω­βρί­ου έρχε­ται από τη Νίκαια η Delphine Potocka. Αφού έφε­ρε το πιά­νο στο δωμά­τιο του ετοι­μο­θά­να­του, μετά από παρά­κλη­ση του, η κόμισ­σα τρα­γου­δά. Ακό­μα κι αν είναι παρό­ντες όλοι οι φίλοι του μου­σι­κού, σίγου­ρα λόγω της γενι­κό­τε­ρης συγκί­νη­σης, κανείς δεν μπο­ρεί να θυμη­θεί ποια κομ­μά­τια είναι η επι­λο­γή του. Η εικό­να που απο­μέ­νει από εκεί­νη την ημέ­ρα είναι αυτή της θανα­τι­κού ρόγ­χου του ετοι­μο­θά­να­του που ανα­γκά­ζει όλους τους φίλους του να γονα­τί­σουν μπρο­στά στο κρε­βά­τι του.
Τη Δευ­τέ­ρα, 16 Οκτω­βρί­ου, ο Σοπέν έχα­σε τη φωνή του και τις αισθή­σεις του για αρκε­τές ώρες και, υπερ­βάλ­λο­ντας εαυ­τόν, έγρα­ψε τις τελευ­ταί­ες του ευχές: «καθώς αυτή η γη θα με πνί­ξει, σας ικε­τεύω να ανοί­ξε­τε το σώμα μου για να μην βρυ­κο­λα­κιά­σω». Και στη συνέ­χεια οι τελευ­ταί­ες οδηγίες:

«Θα βρεί­τε πολ­λές περισ­σό­τε­ρο ή λιγό­τε­ρο σκια­γρα­φη­μέ­νες συν­θέ­σεις. Ζητώ, στο όνο­μα της προ­σκόλ­λη­σης που έχουν οι άνθρω­ποι για μένα, να καούν όλα, εκτός από την αρχή μιας μεθό­δου, την οποία κλη­ρο­δο­τώ στον Αλκάν και τον Ρεμπέρ για να μπο­ρέ­σουν να αντλή­σουν κάποια χρή­ση από αυτήν. Τα υπό­λοι­πα, χωρίς καμία εξαί­ρε­ση, πρέ­πει να τα κατα­να­λώ­σει η φωτιά, για­τί τρέ­φω μεγά­λο σεβα­σμό για το κοι­νό και τα δοκί­μιά μου ολο­κλη­ρώ­νο­νται στο μέτρο που είχα τη δυνα­τό­τη­τα να το κάνω. Δεν θέλω με ευθύ­νη του ονό­μα­τός μου να δια­δί­δο­νται έργα ανά­ξια του κοι­νού».

Ο Σοπέν απο­χαι­ρέ­τη­σε τους φίλους του. Τα λόγια του είναι ως επί το πλεί­στον άγνω­στα, αλλά είπε στον Franchomme: «Θα παί­ξεις Μότσαρτ στη μνή­μη μου» και στη Marceline και τον Mlle Gavaard: «Θα κάνε­τε μου­σι­κή μαζί, θα με σκέ­φτε­στε και θα σας ακού­σω».

Τεχνική πιάνου

Μέσα από μνη­μεία όπως οι Κύκλοι Σπου­δών op. 10 και ό.π. 25, οι 4 Μπα­λά­ντες, τα Νυχτε­ρι­νά, τα 24 Πρε­λού­δια όπ. 28, τα τέσ­σε­ρα Scherzos, ή τα δύο κον­τσέρ­τα για πιά­νο, ο Chopin έφε­ρε επα­νά­στα­ση στο πιά­νο και εφηύ­ρε μια πραγ­μα­τι­κή σχο­λή με τη συμ­βο­λή νέων ηχη­τι­κών, καθώς και ένα νέο όρα­μα του οργά­νου. Η μελω­δι­κή μου­σι­κή του παρα­μέ­νει από τις πιο άτυ­πες και λατρε­μέ­νες στο ρομα­ντι­κό ρεπερ­τό­ριο. Ο ίδιος είπε: «Όταν είμαι σε κακή διά­θε­ση, παί­ζω σε πιά­νο Érard και βρί­σκω εύκο­λα έναν έτοι­μο ήχο, αλλά όταν νιώ­θω ζωη­ρός και αρκε­τά δυνα­τός για να βρω τον δικό μου ήχο, χρειά­ζο­μαι ένα πιά­νο Pleyel»

Το παί­ξι­μο του Σοπέν, σύμ­φω­να με ανθρώ­πους που τον γνώ­ρι­ζαν, δεν ήταν ποτέ αμε­τά­βλη­το, ποτέ στα­θε­ρό. Ο αυθόρ­μη­τος χαρα­κτή­ρας των ερμη­νειών του περι­γρά­φε­ται με τον ίδιο τρό­πο από τους ακρο­α­τές του Πολω­νού. «Το να ακούς το ίδιο κομ­μά­τι να παί­ζε­ται δύο φορές από τον Σοπέν ήταν, θα λέγα­με, να ακούς δύο δια­φο­ρε­τι­κά κομ­μά­τια». Όπως υπο­γράμ­μι­σε περαι­τέ­ρω η πρι­γκί­πισ­σα Marcelina Czartoryska: «Ακρι­βώς όπως διόρ­θω­νε, άλλα­ζε, τρο­πο­ποιού­σε συνε­χώς τα χει­ρό­γρα­φά του – σε σημείο να σπέρ­νει σύγ­χυ­ση στους ατυ­χείς εκδό­τες του όταν αντι­με­τώ­πι­ζε την ίδια ιδέα που εκφρά­ζε­ται και μερι­κές φορές αντι­με­τω­πί­ζε­ται δια­φο­ρε­τι­κά σε ένα κεί­με­νο με τον άλλον – σπά­νια καθό­ταν στο πιά­νο με την ίδια ψυχι­κή και συναι­σθη­μα­τι­κή διά­θε­ση: έτσι που σπά­νια έπαι­ζε μια σύν­θε­ση όπως την προη­γού­με­νη επο­χή».

Η “αφή” _το “άγγιγμα”

Αυτά δεν οφεί­λε­ται σε καμία περί­πτω­ση στην τύχη. Η επι­θυ­μία αυτού του μου­σι­κού για απο­χρώ­σεις με τέλειο τρό­πο είναι το απο­τέ­λε­σμα του ορά­μα­τός του για την πια­νι­στι­κή τεχνι­κή. Ο Chopin ανα­πτύσ­σο­ντας αυτό το θέμα εξή­γη­σε ότι «…ο στό­χος δεν είναι να ξέρεις να παί­ζεις τα πάντα με ίσο ήχο. Μου φαί­νε­ται ότι είναι ένας καλά εκπαι­δευ­μέ­νος μηχα­νι­σμός για να ξέρεις πώς να δια­μορ­φώ­νεις σωστά μια όμορ­φη ποιό­τη­τα ήχου. Έχου­με από και­ρό ενερ­γή­σει ενά­ντια στη φύση [εκπαι­δεύ­ο­ντας] τα δάχτυ­λα να δίνουν ίση δύνα­μη. Κάθε δάχτυ­λο που δια­μορ­φώ­νε­ται δια­φο­ρε­τι­κά, είναι καλύ­τε­ρα να μην επι­διώ­κε­τε να κατα­στρέ­ψε­τε τη γοη­τεία του ιδιαί­τε­ρου αγγίγ­μα­τος κάθε δακτύ­λου, αλλά αντί­θε­τα να το ανα­πτύ­ξε­τε. Κάθε δάχτυ­λο έχει δύνα­μη ανά­λο­γα με τη δια­μόρ­φω­σή του. Ο αντί­χει­ρας, ο μεγα­λύ­τε­ρος, ως [είναι] ο μεγα­λύ­τε­ρος, ο πιο κοντός και ο πιο ελεύ­θε­ρος. το πέμ­πτο ως [που σχη­μα­τί­ζει] το άλλο άκρο του χεριού. το 3ο ως μέσο και σημείο στή­ρι­ξης, το δεύ­τε­ρο μετά και μετά το 4ο, το πιο αδύ­να­μο, αυτό που είναι το σια­μαίο του τρί­του, που συν­δέ­ε­ται με αυτόν με τον ίδιο σύν­δε­σμο, και το οποίο θέλου­με με κάθε δύνα­μη να απο­κολ­λή­σου­με από τον τρί­το – κάτι αδύ­να­το και, δόξα τω Θεώ, άχρη­στο. Όσοι δια­φο­ρε­τι­κοί ήχοι υπάρ­χουν και τα δάχτυ­λα — το μόνο που χρειά­ζε­ται είναι να ξέρεις πώς να δακτύ­λους καλά. Ο Hummel ήταν ο πιο μαθη­μέ­νος [;] σε αυτό το θέμα. Όπως πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποιού­με τη δια­μόρ­φω­ση των δακτύ­λων, πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποιού­με και το υπό­λοι­πο χέρι, δηλα­δή τον καρ­πό, τον πήχη και τον βρα­χί­ο­να. Δεν πρέ­πει να θέλε­τε να παί­ξε­τε τα πάντα με τον καρ­πό σας, όπως ισχυ­ρί­ζε­ται ο Kalkbrenner».
— Frédéric Chopin: Σκί­τσα για μια μέθο­δο πιάνου

Υπάρ­χουν αρκε­τές περι­γρα­φές για τα χέρια του Σοπέν _για κάποιον ήταν «ο σκε­λε­τός ενός στρα­τιώ­τη που τυλί­γε­ται από τους μύες μιας γυναί­κας», για έναν άλλο φίλο «ένα χέρι χωρίς κόκα­λα».
Stephen Heller: «Το χέρι του κάλυ­πτε το ένα τρί­το του clavicorde σαν το στό­μα ενός φιδιού που ξαφ­νι­κά ανοί­γει για να κατα­πιεί ένα κου­νέ­λι με ένα μόνο δάγκωμα »

Το πρωί της 17ης –Οκτ-1849, ο Ογκίστ Κλε­ζίν­τζερ σκέ­πα­σε το πρό­σω­πο και τα χέρια του Σοπέν, όπως συνη­θι­ζό­ταν εκεί­νη την επο­χή και πολ­λά σχέ­δια έγι­ναν με τον Σοπέν στο νεκρο­κρέ­βα­τό του.
Το καστ ενός από τα χέρια του μου­σι­κού εκτί­θε­ται στο Μου­σείο Ρομα­ντι­κής Ζωής στο Παρίσι.

Μουσική σύνθεση

Αν το πλαί­σιο παρα­γω­γής ορι­σμέ­νων έργων του Σοπέν είναι γνω­στό χάρη στις μαρ­τυ­ρί­ες των φίλων του (l’Étude Révolutionnaire _η Επα­να­στα­τι­κή Μελέ­τη, ορι­σμέ­να πρε­λού­δια, la Valse de l’Adieu _το βαλς του απο­χαι­ρε­τι­σμού κ.λπ.), ο συνή­θης τρό­πος σύν­θε­σης του Πολω­νού είναι εξί­σου ενδιαφέρων.

Σύμ­φω­να με μαρ­τυ­ρί­ες, η δημιουρ­γία του Σοπέν ήταν εντε­λώς αυθόρ­μη­τη. Είτε μπρο­στά στο πιά­νο σε άλλη περί­στα­ση, σε μια βόλ­τα ή σε δια­λο­γι­σμό, η αρχι­κή σπί­θα εμφα­νι­ζό­ταν συνή­θως το καλο­καί­ρι. Από αυτή την αρχι­κή λάμ­ψη, αφού μετέ­φρα­σε την ιδέα του με φωνή και clavicorde, ξεκι­νού­σε τη μακρά δου­λειά του τελειό­τη­τας που κρά­τα­γε εβδο­μά­δες. Η Τζορτζ Σαντ, μιλώ­ντας για αυτή την πτυ­χή του άντρα που αγα­πού­σε, διευ­κρί­νι­ζε ότι σε αυτό το στά­διο «κλει­νό­ταν στο δωμά­τιό του για ολό­κλη­ρες μέρες, έκλαι­γε, περ­πα­τού­σε, σπά­ζο­ντας τα φτε­ρά του, επα­να­λαμ­βά­νο­ντας ή αλλά­ζο­ντας ένα μέτρο εκα­τό φορές, γρά­φο­ντάς το και σβή­νο­ντάς το άλλες τόσες και ξαναρ­χί­ζο­ντας την επό­με­νη μέρα με επί­πο­νη και απελ­πι­σμέ­νη επι­μο­νή. Πέρα­σε έξι εβδο­μά­δες σε μια σελί­δα για να επι­στρέ­ψει να την γρά­ψει όπως την είχε σχε­διά­σει από το πρώ­το προσχέδιο»

Μουσικές συνεισφορές

Η μου­σι­κή περί­ο­δος που πέρα­σε ο Σοπέν σημα­δεύ­τη­κε από μια μονα­δι­κή εξέ­λι­ξη στην πια­νι­στι­κή τεχνι­κή. Όπως αυτό που είχε ανα­πτυ­χθεί λίγα χρό­νια νωρί­τε­ρα από τον Paganini για το βιο­λί, το πιά­νο είδε, στους μεγά­λους βιρ­τουό­ζους των αρχών του 19ου αιώ­να, την πορεία προς την πρό­ο­δο. Ο Λιστ δεν ήταν ο μόνος που τελειο­ποί­η­σε την πια­νι­στι­κή τεχνι­κή κατά τη διάρ­κεια των δεκα­ε­τιών 1830–1840 _ο ίδιος δηλώ­νει ότι πολ­λές προ­ό­δους οφεί­λο­νται στον Σοπέν.

Αυτές οι εξε­λί­ξεις περι­λαμ­βά­νουν την επέ­κτα­ση των συγ­χορ­διών (σε αρπέ­τζιο, τάκλιν ή ακό­μα και σε ντραμς). Μικρές ομά­δες από νότες προ­στέ­θη­καν στις παρ­τι­τού­ρες πέφτο­ντας (όπως τόνι­σε ο Λιστ) «σαν στα­γό­νες ποι­κί­λης δρο­σιάς πάνω από τη μελω­δι­κή φιγού­ρα». Αυτή η τεχνι­κή, που προ­ήλ­θε άμε­σα από την άνθη­ση της παλιάς μεγά­λης ιτα­λι­κής σχο­λής τρα­γου­διού, ήταν, στο πιά­νο, χρω­μα­τι­σμέ­νη από τον Σοπέν απροσ­δό­κη­τα και με ποι­κι­λία. Επι­νό­η­σε επί­σης αρμο­νι­κές για να κρύ­ψει την ελα­φρό­τη­τα ορι­σμέ­νων σελί­δων ενός αναμ­φι­σβή­τη­τα σοβα­ρού χαρακτήρα.

Αυτοσχεδιασμοί

Ο 19ος αιώ­νας ήταν η επο­χή των βιρ­τουό­ζων πια­νι­στών στις ερμη­νεί­ες και τους αυτο­σχε­δια­σμούς τους. Έτσι, περ­νώ­ντας από τον θρυ­λι­κό αυτο­σχε­δια­σμό της Hélène de Montgeroult στη La Marseillaise και τα τεχνι­κά κατορ­θώ­μα­τα του Franz Liszt, ο Chopin ήταν, σύμ­φω­να με τις μαρ­τυ­ρί­ες των κοντι­νών του, ένας εξαι­ρε­τι­κός αυτο­σχε­δια­στής στο αγα­πη­μέ­νο του όργανο:

«Από πολύ μικρός κατα­πλήσ­σει με τον πλού­το του αυτο­σχε­δια­σμού του. Ωστό­σο, πρό­σε­χε να μην επι­δει­κνύ­ε­ται. Αλλά οι λίγοι εκλε­κτοί που τον άκου­γαν να αυτο­σχε­διά­ζει επί ώρες, με τον πιο θαυ­μά­σιο τρό­πο, χωρίς να θυμη­θούν ούτε μια φρά­ση από κανέ­να συν­θέ­τη, χωρίς καν να αγγί­ξουν κανέ­να δικό του έργο, δεν θα μας αντι­κρού­σουν αν υπο­στη­ρί­ξου­με ότι το πιο όμορ­φο του στις συν­θέ­σεις είναι μόνο αντα­να­κλά­σεις και από­η­χοι του αυτο­σχε­δια­σμού του. Αυτή η αυθόρ­μη­τη έμπνευ­ση ήταν σαν ένας ανε­ξά­ντλη­τος χεί­μαρ­ρος που βρά­ζει πολύ­τι­μα υλι­κά. Από και­ρό σε και­ρό, ο κύριος έπαιρ­νε μερι­κά φλι­τζά­νια για να τα ρίξει στο καλού­πι του και απο­δεί­χτη­κε ότι αυτά τα κύπελ­λα ήταν γεμά­τα με μαρ­γα­ρι­τά­ρια και ρουμπίνια».
—    Julian Fontana, Πρό­λο­γος στα μετα­θα­νά­τια έργα του F. C., σελ. 1–2.

Από την άλλη πλευ­ρά, κατά την πρώ­ι­μη νεό­τη­τά του, ο Σοπέν είχε την ευκαι­ρία να εξα­σκή­σει αυτή την τέχνη εκτε­νώς κατά τις επι­σκέ­ψεις του στο κάστρο του Μεγά­λου Δού­κα Κων­στα­ντί­νου και ο Μαρ­κή­σιος ντε Κου­στίν μίλη­σε εκτε­νώς για τους αυτο­σχε­δια­σμούς του νεα­ρού Πολωνού.

Ο Eugène Delacroix μας αφή­νει μια μαρ­τυ­ρία για αυτό το θέμα: «Επι­στρέ­φο­ντας με την Grzymala, μιλή­σα­με για τον Chopin. Μου είπε ότι οι αυτο­σχε­δια­σμοί του ήταν πολύ πιο τολ­μη­ροί από τις έτοι­μες συν­θέ­σεις του. Σε αυτό ήταν, αναμ­φί­βο­λα, σαν το σκί­τσο του πίνα­κα σε σύγκρι­ση με τον τελειω­μέ­νο πίνακα».
— Eugène Delacroix, Journal, 20 Απρι­λί­ου 1853, II, σελ. 22.

Ο Σοπέν σε σχέση με άλλους συνθέτες
και τη μουσική της εποχής του

Υπήρ­ξε φίλος των Hector Berlioz, Robert Schumann κά, αλλά εκτι­μού­σε σαν μέτρια τη μου­σι­κή τους (αν και τους αφιέ­ρω­σε μερι­κές από τις συν­θέ­σεις του). Ο Λιστ μαρ­τυ­ρεί ότι ο Σοπέν είχε εξαι­ρε­τι­κά μικρή εκτί­μη­ση για τη μου­σι­κή άλλων συν­θε­τών της επο­χής του ή της κλα­σι­κής επο­χής, για διά­φο­ρους λόγους __«δεν επαί­νε­σε ούτε στο ελά­χι­στο αυτό που δεν έκρι­νε ως απο­τε­λε­σμα­τι­κή κατά­κτη­ση της τέχνης».
Σχε­τι­κά με τον Μπε­τό­βεν πρώ­τα, ο φόβος χαρα­κτη­ρί­ζει αυτό που νιώ­θει ο Σοπέν (όπως με τον Μιχα­ήλ Άγγε­λο ή τον Σαίξ­πηρ). Ο Μέντελ­σον του φαι­νό­ταν κοι­νός και παρέ­μει­νε πολύ δια­κρι­τι­κός όσον αφο­ρά το έργο του Σούμπερτ.
Ο Σοπέν έμει­νε επί­σης εντε­λώς μακριά από τους ρομα­ντι­κούς μου­σι­κούς αγώ­νες της επο­χής του, σε αντί­θε­ση με τον Μπερ­λιόζ ή τον Λιστ. Παρό­τι πάντα, ο ίδιος αντι­προ­σώ­πευε ένα ρομα­ντι­κό ιδα­νι­κό που παρέ­μει­νε χρή­σι­μο σε άλλους συν­θέ­τες στον αγώ­να τους.

Σχέ­ση με τον Λιστ: Η σχέ­ση μετα­ξύ των δύο μεγα­λύ­τε­ρων πια­νι­στών του πρώ­του μισού του 19ου αιώ­να είναι σύν­θε­τη και σαν καρι­κα­τού­ρα. Μερι­κές μαρ­τυ­ρί­ες από φίλους των δύο ανδρών παρα­μέ­νουν το καλύ­τε­ρο κλει­δί για την κατα­νό­η­ση αυτής της πτυ­χής της προ­σω­πι­κό­τη­τας του Σοπέν. Είναι αρκε­τά δύσκο­λο να συνο­ψί­σου­με τόσο την επι­θυ­μία των δύο καλ­λι­τε­χνών να τελειο­ποι­η­θούν στον δικό τους ξεχω­ρι­στό τομέα αλλά και να αντα­γω­νι­στούν στον καλ­λι­τε­χνι­κό αγώ­να. Η πιο χαρα­κτη­ρι­στι­κή μαρ­τυ­ρία που δεί­χνει τόσο την από­στα­ση από το πεδίο προ­τί­μη­σης των δύο καλ­λι­τε­χνών, αλλά και την επι­θυ­μία του καθε­νός να υπερ­βεί καλ­λι­τε­χνι­κά είναι αυτή του Charles Rollinat (γνω­στός της George Sand): «Ο Σοπέν έπαι­ζε σπά­νια. […] Ο Λιστ, αντί­θε­τα, έπαι­ζε πάντα, καλά ή άσχη­μα. Ένα βρά­δυ του Μάη, μετα­ξύ έντε­κα και μεσά­νυ­χτα, η παρέα ήταν μαζε­μέ­νη στο μεγά­λο σαλό­νι. […] Ο Λιστ έπαι­ξε ένα Νυχτε­ρι­νό του Σοπέν και, ως συνή­θως, το κέντη­σε με τον δικό του τρό­πο, ανα­κα­τεύ­ο­ντας με τρί­λιες, τρέ­μου­λους, σημεία οργά­νων που δεν υπήρ­χαν, έχο­ντας δεί­ξει σημά­δια ανυ­πο­μο­νη­σί­ας _ τελι­κά, μη μπο­ρώ­ντας πια να το κρα­τή­σει, πλη­σί­α­σε το πιά­νο και είπε στον Λιστ με το αγγλι­κό του φλέγ­μα: Σε παρα­κα­λώ, αγα­πη­τέ μου, αν μου κάνεις την τιμή να παί­ξεις ένα κομ­μά­τι μου, παί­ξε αυτό που είναι γραμ­μέ­νο ή παί­ξε κάτι άλλο: μόνο ο Σοπέν έχει το δικαί­ω­μα να αλλά­ξει τον Σοπέν. Λοι­πόν, παίξ­τε το μόνοι σας! είπε ο Λιστ, Με χαρά, είπε ο Σοπέν.
Εκεί­νη τη στιγ­μή, η λάμπα έσβη­σε από έναν έκπλη­κτο σκό­ρο που είχε έρθει να κάψει τα φτε­ρά του εκεί. Θέλα­με να την ανά­ψου­με, αλλά… Οχι ! φώνα­ξε ο Σοπέν· Αντι­θέ­τως, σβή­στε όλα τα κεριά. το φως του φεγ­γα­ριού μου φτά­νει. Έπαι­ξε λοι­πόν… έπαι­ζε μια ολό­κλη­ρη ώρα. Το να σας πού­με πώς είναι αυτό που δεν θέλου­με να δοκι­μά­σου­με. […] Το κοι­νό, σε βου­βή έκστα­ση, μετά βίας τόλ­μη­σε να ανα­πνεύ­σει, και όταν τελεί­ω­σε η μαγεία, όλα τα μάτια ήταν λου­σμέ­να σε δάκρυα, ειδι­κά εκεί­να του Λιστ. Αγκά­λια­σε τον Σοπέν και ανα­φώ­νη­σε: Αχ! φιλε μου ειχες δικιο! Τα έργα μιας ιδιο­φυ­ΐ­ας σαν τη δική σου είναι ιερά. είναι βεβή­λω­ση να το αγγί­ζεις. Είσαι αλη­θι­νός ποι­η­τής κι εγώ απλώς ακροβάτης.
Ελα τότε! απά­ντη­σε ο Σοπέν γρή­γο­ρα· ο καθέ­νας μας έχει το δικό του φύλο, αυτό είναι όλο. Ξέρεις πολύ καλά ότι κανείς στον κόσμο δεν μπο­ρεί να παί­ξει Βέμπερ και Μπε­τό­βεν όπως εσύ. Παί­ξε μου το Adagio του Μπε­τό­βεν σε ντο ελάσ­σο­να, αλλά κάν ΄το σοβα­ρά, όπως ξέρεις.
Ο Λιστ έπαι­ξε αυτό το adagio και έβα­λε όλη του την ψυχή σε αυτό. […] δεν ήταν ελε­γεία, ήταν δρά­μα. Ωστό­σο, ο Σοπέν πίστευε ότι είχε επι­σκιά­σει τον Λιστ εκεί­νο το βρά­δυ. Το καμά­ρω­νε λέγο­ντας (κατά λέξη): «Τι θυμω­μέ­νος που είναι! » Ο Λιστ έμα­θε τη λέξη και την εκδι­κή­θη­κε, σαν πνευ­μα­τι­κός καλ­λι­τέ­χνης που ήταν. Να το κόλ­πο που φαντά­στη­κε τέσ­σε­ρις ή πέντε μέρες μετά. Η Grzymala συγκε­ντρώ­θη­κε την ίδια ώρα, δηλα­δή γύρω στα μεσά­νυ­χτα. Ο Λιστ παρα­κά­λε­σε τον Σοπέν να παί­ξει, που μετά από πολ­λά παρα­κά­λια, συμ­φώ­νη­σε. Ο Λιστ ζήτη­σε τότε να σβή­σουν όλες οι λάμπες, να αφαι­ρε­θούν τα κεριά και να κατέ­βουν οι κουρ­τί­νες, ώστε το σκο­τά­δι να είναι πλή­ρες. Ήταν ιδιο­τρο­πία καλ­λι­τέ­χνη, κάνα­με ότι ήθε­λε. Αλλά τη στιγ­μή που ο Σοπέν ήταν έτοι­μος να καθί­σει στο πιά­νο, ο Λιστ του ψιθύ­ρι­σε μερι­κές λέξεις στο αυτί και πήρε τη θέση του. Ο Σοπέν, που απεί­χε πολύ από το να μαντέ­ψει τι ήθε­λε να κάνει ο σύντρο­φός του, τοπο­θε­τή­θη­κε αθό­ρυ­βα σε μια κοντι­νή πολυ­θρό­να. Στη συνέ­χεια, ο Λιστ έπαι­ξε ακρι­βώς όλες τις συν­θέ­σεις που είχε ερμη­νεύ­σει ο Σοπέν στην αξέ­χα­στη βρα­διά για την οποία μιλή­σα­με, αλλά ήξε­ρε πώς να τις παί­ξει με μια τόσο υπέ­ρο­χη μίμη­ση του στυλ και του τρό­που του αντι­πά­λου του που ήταν αδύ­να­το να μην κάνει λάθος… και μάλι­στα όλοι έκα­ναν λάθος.

Η ίδια μαγεία, η ίδια συγκί­νη­ση ανα­νε­ώ­θη­καν. Όταν η έκστα­ση έφτα­σε στο από­γειό της, ο Λιστ έκα­νε τσαφ στα γρή­γο­ρα με ένα σπίρ­το και άνα­ψε τα κεριά στο πιά­νο. Ακού­στη­κε μια κραυ­γή έκπλη­ξης από την παρέα. __Τι ? Είσαι εσύ! __Οπως βλέ­πε­τε! __Αλλά νομί­ζα­με ότι ήταν ο Σοπέν.
Βλέ­πεις, είπε ο βιρ­τουό­ζος, ενώ σηκώ­θη­κε, ότι ο Λιστ μπο­ρεί να είναι ο Σοπέν όπο­τε θέλει, αλλά θα μπο­ρού­σε ο Σοπέν να είναι ο Λιστ; Ήταν μια πρό­κλη­ση. αλλά ο Σοπέν δεν ήθε­λε ή δεν τολ­μού­σε να το δεχτεί. Ο Λιστ εκδικήθηκε».

Θαυ­μά­ζο­ντας ο ένας τον άλλον, απο­φεύ­γο­ντας αλλά και πιέ­ζο­ντας τη σύγκρι­ση, αυτό το επει­σό­διο στη ζωή των δύο καλ­λι­τε­χνών, στις τελευ­ταί­ες του φρά­σεις, είναι μια εξαι­ρε­τι­κή περί­λη­ψη της σχέ­σης που ενώ­νει τους δύο πιανίστες.

Ο Σοπέν και οι μεγάλοι δάσκαλοι _
Μότσαρτ_ Μπετόβεν_ Μπερλιόζ _ Σούμπερτ

Ο Μότσαρτ ήταν, μαζί με τον Μπαχ, ο μόνος στον οποίο ο Σοπέν διεκ­δί­κη­σε τα εύση­μα. Ωστό­σο, σε αντί­θε­ση με τον Johann Sebastian Bach, έφε­ρε τα πάνω κάτω για ορι­σμέ­να απο­σπά­σμα­τα στα έργα του κλα­σι­κού συν­θέ­τη. Έτσι, αν ο Σοπέν λάτρευε τον Ντον Τζιο­βά­νι του Μότσαρτ, τον στε­να­χώ­ρη­σαν ορι­σμέ­νες στιγ­μές του έργου του: ο Λιστ το εξη­γεί λέγο­ντας ότι «κατά­φε­ρε να ξεχά­σει ό,τι τον απώ­θη­σε, αλλά του ήταν αδύ­να­το να συμ­φι­λιω­θεί με αυτό».
Συγκρί­νο­ντας τη μου­σι­κή του Μότσαρτ με αυτή του Μπε­τό­βεν, ο Σοπέν δεί­χνει ξεκά­θα­ρα την αγά­πη του για τον πρώ­το: «Όταν ο Μπε­τό­βεν είναι σκο­τει­νός και φαί­νε­ται να του λεί­πει η ενό­τη­τα, δεν πρό­κει­ται για μια λεγό­με­νη κάπως άγρια ​​πρω­το­τυ­πία, για την οποία του απο­δί­δο­νται τα εύση­μα, που είναι η αιτία. Είναι ότι γυρί­ζει την πλά­τη του στις αιώ­νιες αρχές. Μότσαρτ ποτέ. Κάθε ένα από τα μέρη έχει τη δική του πορεία που ενώ εναρ­μο­νί­ζε­ται με τα άλλα, σχη­μα­τί­ζει ένα τρα­γού­δι και το ακο­λου­θεί τέλεια. Αυτή είναι η αντί­στι­ξη, punto contrapunto. Έχου­με συνη­θί­σει να μαθαί­νου­με τις συγ­χορ­δί­ες πριν από την αντί­στι­ξη, δηλα­δή τη δια­δο­χή των νότων που οδη­γεί στις συγ­χορ­δί­ες. Ο Μπερ­λιόζ συμπλη­ρώ­νει συγ­χορ­δί­ες και γεμί­ζει τα δια­στή­μα­τα όσο καλύ­τε­ρα μπο­ρεί. Στη μου­σι­κή η καθα­ρή λογι­κή είναι η φού­γκα. Το να μαθαί­νεις στη φού­γκα σημαί­νει να γνω­ρί­ζεις το στοι­χείο κάθε λογι­κής και όλων των συνεπειών».
Σύμ­φω­να με την επι­θυ­μία του Σοπέν, το Ρέκ­βιεμ του Μότσαρτ, που θεω­ρεί­ται από τον Πολω­νό εξαι­ρε­τι­κής ομορ­φιάς, ερμη­νεύ­τη­κε ολό­κλη­ρο από την ορχή­στρα του Ωδεί­ου του Παρι­σιού υπό τη διεύ­θυν­ση του Narcisse Girard κατά την κηδεία του, στην εκκλη­σία de la Madeleine στο Παρί­σι. Η ιστο­ρία θα κατα­γρά­ψει ότι με την ευκαι­ρία αυτή χορη­γή­θη­κε εξαί­ρε­ση από τον κλή­ρο επει­δή, εκεί­νη την επο­χή, οι γυναι­κεί­ες φωνές δεν γίνο­νταν δεκτές σε θρη­σκευ­τι­κές λει­τουρ­γί­ες. Οι σολίστ, Pauline Viardot και Madame Castellan, κρύ­φτη­καν από μαύ­ρες κουρ­τί­νες κάπου πίσω.

Ορι­σμέ­να έργα του Σού­μπερτ δεν ακού­στη­καν πρό­θυ­μα από τον Σοπέν. Ο Λιστ μας δια­φω­τί­ζει σχε­τι­κά με αυτό το θέμα ανα­φέ­ρο­ντας ότι ο Σοπέν δεν εκτι­μού­σε τα έργα του Σού­μπερτ, «του οποί­ου τα περι­γράμ­μα­τα ήταν πολύ “αιχ­μη­ρά” για το αυτί του, όπου το συναί­σθη­μα είναι σαν να είναι απο­γυ­μνω­μέ­νο. Όλη η άγρια ​​σκλη­ρό­τη­τα του ενέ­πνευ­σε την από­στα­ση. Στη μου­σι­κή, όπως και στη λογο­τε­χνία, όπως και στις συνή­θειες της ζωής, ό,τι πλη­σιά­ζει στο μελό­δρα­μα ήταν γι’ αυτόν μαρ­τύ­ριο. Ο Σοπέν, μιλώ­ντας για τον Σού­μπερτ, είπε κάπο­τε στον Λιστ: «Το υψη­λό μαραί­νε­ται όταν το δια­δέ­χε­ται το κοι­νό ή το ασήμαντο».

Ζωγραφική

Ο Σοπέν είναι _μεταξύ πολ­λών άλλων πινά­κων ένας από τους πέντε χαρα­κτή­ρες του πίνα­κα με την Τζορτζ Σαντ στο στού­ντιο του Ντε­λα­κρουά με τον Μου­σέ, τον Μπαλ­ζάκ και τον Σοπέν που παρή­χθη από τον Περου­βια­νό ζωγρά­φο Χέρ­μαν Μπρά­ουν-Βέγκα μετά από αίτη­μα των Μου­σεί­ων Châteauroux, το 2004, με την ευκαι­ρία των 200 χρο­νων από τη γέν­νη­ση της Σαντ. Στο σχό­λιό του για τον πίνα­κα, ο Braun-Vega παρα­πέ­μπει στη σχέ­ση μετα­ξύ Frédéric Chopin και του George Sand. Ο πίνα­κας εκτέ­θη­κε για πρώ­τη φορά το 2004–2005 στο Couvent des Cordeliers στο Châteauroux.

Κινηματογράφος

  • Notturno der Liebe (1919) του Carl Boese με τον Conrad Veidt
  • La Valse de l’adieu _Το βαλς του απο­χαι­ρε­τι­σμού (1928) του Henry Roussel με τον Pierre Blanchar
  • La Chanson de l’adieu _Το τρα­γού­δι του απο­χαι­ρε­τι­σμού (1934) των Géza von Bolváry και Albert Valentin με τους Jean Servais και Lucienne Le Marchand
  • La Chanson du souvenir _Song of Remembrance (1945) του Charles Vidor με τους Cornel Wilde (Chopen) και Merle Oberon (George Sand) — Ο Cornel Wilde προ­τά­θη­κε για Όσκαρ για την ερμη­νεία του.
  • La Jeunesse de Chopin _Chopin’s Youth (Młodość Chopina) του Aleksander Ford (1952) με τον Czesław Wołłejko
  • La Note bleue _Blue Note του Andrzej Żuławski (1991) με τον Janusz Olejniczak
  • Impromptu του James Lapine (ερω­τι­κή έμπνευ­ση _1991) με τον Hugh Grant
  • Chopin _Pragnienie miłości (2002) του Jerzy Antczak με τον Piotr Adamczyk
  • Τηλε­ο­πτι­κή σει­ρά Piano no mori (2018)
    • Anime Le Piano dans la forêt _Anime The Piano in the Forest — σεζόν 2, αφιε­ρω­μέ­νη στον δια­γω­νι­σμό Frédéric-Chopen

Επι­λεγ­μέ­νη εργο­γρα­φία _Σόλο πιάνο

      • 4 Μπα­λά­ντες
      • 24 Σπου­δές (Op. 10, Op. 25)
      • 58 Μαζούρ­κες
      • 21 Νυχτε­ρι­νά
      • 25 Πρε­λού­δια (Op. 28, 24 Πρε­λού­δια & Op. 45, 1 Πρελούδιο)
      • 4 Scherzi
      • 3 Σονά­τες
      • Παραλ­λα­γές
      • Βαλς
      • Berceuse σε Ρε-ύφε­ση Μείζονα
      • Barcarolle σε Φα-δίε­ση Μείζονα
      • Fantaisie σε Φα Ελάσσονα
      • Andante spianato σε Σολ Μείζονα

Πιά­νο και ορχήστρα

  • 4 Μπα­λά­ντες
  • 24 Σπου­δές (Op. 10, Op. 25)
  • 58 Μαζούρ­κες
  • 21 Νυχτε­ρι­νά
  • 25 Πρε­λού­δια (Op. 28, 24 Πρε­λού­δια & Op. 45, 1 Πρελούδιο)
  • 4 Scherzi
  • 3 Σονά­τες
  • Παραλ­λα­γές
  • Βαλς
  • Berceuse σε Ρε-ύφε­ση Μείζονα
  • Barcarolle σε Φα-δίε­ση Μείζονα
  • Fantaisie σε Φα Ελάσσονα
  • Andante spianato σε Σολ Μείζονα

Φωνή και πιάνο

  • 19 τρα­γού­δια με πολω­νι­κούς στίχους

Περισσότερα + video εκτός YouTube

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο