Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Get the Picture _άρπα το στον αέρα: Μια ιστορία για την “τέχνη” και την “ξύλινη γλώσσα” της στρατευμένης ΤΕΧΝΗΣ

Η Bianca Bosker είναι Αμε­ρι­κα­νί­δα δημο­σιο­γρά­φος και συγ­γρα­φέ­ας. Το βιβλίο της για τους σνομπ του κρα­σιού Cork Dork (φελ­λός ολκής), έγι­νε μπεστ σέλερ των New York Times, ενώ εμφα­νί­ζε­ται με μόνι­μες στή­λες σε The Wall Street Journal, Fast Company, The Atlantic, Food & Wine, The New York Times, Far Eastern Economic Review, The New Yorker, The Wall Street Journal, The Oregonian κλπ.
Είναι από­φοι­τος του Πανε­πι­στη­μί­ου του Πρίν­στον, και συνι­δρυ­τής του τμή­μα­τος Τεχνο­λο­γί­ας Huffington Post., The New York Times, και The Best American Travel Writing και έχει ανα­γνω­ρι­στεί με βρα­βεία από το New York Press Club, το Society of Professional Journalists και άλλα.

Γρά­φει ο  \\ Αστέ­ρης Αλα­μπής _Μίδας

Από την στρατευμένη τέχνη
στην “τέχνη” _Get the Picture

Το νέο πόνη­μα της Bianca Bosker _κυκλοφορεί αυτές τις μέρες στην Αμε­ρι­κή έχει τίτλο “Get the Picture”, που σημαί­νει _σε τρί­το πρό­σω­πο προ­στα­κτι­κής “το ΄πια­σα!”, “αντι­λαμ­βά­νο­μαι περί τίνος πρό­κει­ται” “συλ­λαμ­βά­νω”, “το κατάλαβα”!

Έγρα­ψαν:

  • «Το Get the Picture είναι ένα από τα πιο αστεία βιβλία που έχω δια­βά­σει… Λαμπρό.” — The Washington Post
  • «Μια συναρ­πα­στι­κή και συχνά ξεκαρ­δι­στι­κή έρευ­να στον κόσμο της τέχνης.… Η Bosker πηγαί­νει με 300 Tom Wolfe». — TIME
  • «Αστείο, έξυ­πνο και υπέ­ρο­χα γραμ­μέ­νο, το Get the Picture θα αλλά­ξει για πάντα τον τρό­πο που βλέ­πε­τε.… Μου άρε­σε κάθε λέξη.» —Suleika Jaouad, συγ­γρα­φέ­ας μπεστ σέλερ των New York Times

Η συγ­γρα­φέ­ας του Cork Dork _ μπεστ σέλερ των New York Times οδη­γεί τους ανα­γνώ­στες σε ένα άλλο συναρ­πα­στι­κό, ξεκαρ­δι­στι­κό και απο­κα­λυ­πτι­κό ταξί­δι —αυτή τη φορά τρυ­πώ­νο­ντας βαθιά μέσα στον μυστι­κό κόσμο της τέχνης και των καλλιτεχνών

Μια βρα­βευ­μέ­νη δημο­σιο­γρά­φος με εμμο­νή στην εμμο­νή, η ύπαρ­ξη της Bianca Bosker ανα­στα­τώ­θη­κε _λέει, όταν περι­πλα­νή­θη­κε στον κόσμο της τέχνης — και δεν μπο­ρού­σε να κοι­τά­ξει μακριά. Περι­τρι­γυ­ρι­σμέ­νη από καλ­λι­τέ­χνες που σφυ­ρί­ζουν αδιά­φο­ρα γύρω από τα αγα­πη­μέ­να τους ακα­τα­νό­η­τα χρώ­μα­τα και τους λάτρεις της τέχνης που γεμί­ζουν τις τσέ­πες τους με ακα­τα­νό­η­τα κομ­μά­τια μετάλ­λου που δια­τεί­νο­νται ότι μπο­ρούν να αλλά­ξουν τον κόσμο, η Bosker προ­ση­λώ­θη­κε στο να κατα­λά­βει για­τί η τέχνη έχει σημα­σία και πώς αυτή —ή οποιοσ­δή­πο­τε από εμάς— θα μπο­ρού­σε να ασχο­λη­θεί με αυτήν πιο βαθιά.

Στρατευμένη Τέχνη __
Τέχνη είναι οι αγώνες των λαών

Η τέχνη μπο­ρεί να είναι στρα­τευ­μέ­νη;”. Αυτό το ερώ­τη­μα τίθε­ται κυρί­ως όταν η ανθρω­πό­τη­τα περ­νά­ει μια κρί­ση, όταν ένας λαός βρί­σκε­ται σε ανά­γκη. Με θέμα τη στρα­τευ­μέ­νη τέχνη έχουν γίνει αμέ­τρη­τες συζη­τή­σεις και έχουν δοθεί πολ­λές απα­ντή­σεις, όμως η ζωή και η ιστο­ρία δίνουν τη σωστό­τε­ρη απά­ντη­ση. Η ζωή για­τί μας δημιουρ­γεί, για­τί μέσα σ’ αυτήν υπάρ­χου­με και δημιουρ­γού­με και η ιστο­ρία (όταν γρά­φε­ται από σωστούς ανθρώ­πους), για­τί κατα­γρά­φει. Μεγά­λοι δημιουρ­γοί έχουν να παρου­σιά­σουν αρι­στουρ­γή­μα­τα, που μπο­ρού­με να τα κατα­τά­ξου­με στην κατη­γο­ρία των έργων της στρα­τευ­μέ­νης τέχνης.

Η στρα­τευ­μέ­νη τέχνη δε συν­θη­μα­το­λο­γεί, δεν είναι φερέ­φω­νο πολι­τι­κών δογ­μά­των, δημιουρ­γεί έργο το οποίο υπο­στη­ρί­ζει τον άνθρω­πο, τη φύση, το ήθος. Η τέχνη, λοι­πόν, που υπη­ρε­τεί αυτά τα ιδα­νι­κά, είναι μαχη­τι­κή και συνα­γω­νί­στρια (με το δικό της τρό­πο, φυσι­κά), υπο­στη­ρί­ζει (με την ανώ­τα­τη γλώσ­σα της που πολ­λές φορές μπο­ρεί να είναι και απλή) τους ανθρώ­πους, τη φύση, το ήθος. Η τέχνη, λοι­πόν, μπο­ρεί, ιδιαί­τε­ρα σε και­ρούς δύσκο­λους, απει­λη­τι­κούς, δολο­φο­νι­κούς να είναι ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ _Τότε μπο­ρού­με να την πού­με και ΣΤΡΑΤΕΥΜΕΝΗ.

Ο Γιάννης Ρίτσος και η στράτευση

Το Ρίτσο πρέ­πει διαρ­κώς να τον τιμού­με (και τον τιμού­με) και πάνω απ’ όλα να τον μελε­τού­με. Οχι απλά από χρέ­ος προς έναν κορυ­φαίο ποι­η­τή που από το 1934 και ως το τέλος του υπήρ­ξε αφο­σιω­μέ­νο μέλος του ΚΚΕ, αλλά προ­πα­ντός από ανά­γκη. Την ανά­γκη να βαθύ­νει η σκέ­ψη μας και να οξυν­θεί η ευαι­σθη­σία μας έτσι που μαζί με το ιδε­ο­λο­γι­κό — πολι­τι­κό κρι­τή­ριο να δια­μορ­φώ­νου­με και το εξί­σου απα­ραί­τη­το για την ταξι­κή συνεί­δη­σή μας αισθη­τι­κό. Ένα κρι­τή­ριο που θα μας επι­τρέ­πει από τη μια να ανα­γνω­ρί­ζου­με την ασκή­μια σε οποια­δή­πο­τε μορ­φή της — κοι­νω­νι­κή, ηθι­κή, ψυχι­κή, πνευ­μα­τι­κή κ.λπ. — αλλά και από την άλλη να μην αντέ­χου­με να υπο­κύ­ψου­με σ’ αυτήν, να μη λυγί­ζου­με τα γόνα­τα μπρο­στά της σε όλες τις συν­θή­κες, ακό­μη και στις δυσκολότερες.

Κατά­φε­ρε μέσα από την τέχνη του αυτό που λέει στην ποι­η­τι­κή σύν­θε­σή του με τον αλλη­γο­ρι­κό τίτλο “Φρυ­κτω­ρία”, γραμ­μέ­νη μετα­ξύ του 1977 και ’78 (σσ. οι φρυ­κτω­ρί­ες — για όσους δεν το γνω­ρί­ζουν — ήταν ένα σύστη­μα με πυρ­σούς που χρη­σι­μο­ποιού­σαν οι αρχαί­οι Έλλη­νες για να εκπέ­μπουν μηνύ­μα­τα μες στο βαθύ σκο­τά­δι της νύχτας).
Γρά­φει λοι­πόν ο Ρίτσος στη “Φρυ­κτω­ρία”: Στο γύρι­σμα του χρό­νου θα με βρί­σκε­τε σε κάθε δευ­τε­ρό­λε­πτο της ζωής σας. Έχω γεμί­σει μ’ έπι­πλα, με φώτα και με πίνα­κες τα σπί­τια σας, και το κεφά­λι σας μ’ αινίγ­μα­τα και ιδέ­ες. Όποιο χαλί­κι αν ανε­βά­στε απ’ το βυθό θα σας πει μια δική μου και δική σας ιστο­ρία. Και το μερ­μή­γκι τ’ ανέ­βα­σα στο μύθο μ’ ένα στέμ­μα κουκ­κί καλαμπόκι.
Και δίδα­ξα στο τζι­τζί­κι ένα τρα­γού­δι πέρα απ’ το ξερό πετσί του. Γυμνός, στις χει­ρό­τε­ρες νύχτες, τοι­χο­κολ­λού­σα μεγά­λα προ­γράμ­μα­τα του φιλμ Ο ΛΑΟΣ σ’ όλο το μέλ­λον, κι όπου περίσ­σευαν οι δυσκο­λί­ες ψιθύ­ρι­ζα _σύντροφε και προ­χω­ρού­σα, κι έλε­γα πάλι σύντρο­φε — για να θυμί­ζω στον καθέ­να τον κόσμο Και πήρα μπρά­τσο το μεγα­λύ­τε­ρο όνει­ρο, μ’ ένα στί­χο πάντα στα χεί­λη, κι είταν μαζί και τα παι­διά μας με τα κόκ­κι­να που­λό­βερ
.

Ένα πλή­θος άλλων ποι­η­μά­των του, που γρά­φτη­καν μετά την ήττα του εργα­τι­κού — λαϊ­κού κινή­μα­τος στη χώρα μας και τις εξε­λί­ξεις που δρο­μο­λό­γη­σε στο παγκό­σμιο κομ­μου­νι­στι­κό κίνη­μα το 20ό Συνέ­δριο του ΚΚΣΕ, είναι χαμη­λό­φω­να, στο­χα­στι­κά, εξο­μο­λο­γη­τι­κά, σαν ανα­γκαία προ­σαρ­μο­γή του ρεα­λι­στή Ρίτσου στις τότε πρω­το­φα­νέ­ρω­τες συν­θή­κες κλο­νι­σμού της βεβαιό­τη­τας ότι ο σοσια­λι­σμός προ­χω­ρά ακά­θε­κτα μπρο­στά. Σ’ αυτή την κατη­γο­ρία ποι­η­μά­των ανή­κει και “Η Σονά­τα του Σελη­νό­φω­τος”, που γρά­φτη­κε τον Ιού­νη του 1956.
“Σονά­τα του Σελη­νό­φω­τος”; Είναι στρα­τευ­μέ­νη ποί­η­ση, όπως, για παρά­δειγ­μα, οι “Γει­το­νιές του Κόσμου”, το “Καπνι­σμέ­νο Τσου­κά­λι”, η “Καντά­τα για τη Μακρό­νη­σο” ή ελεύ­θε­ρη, απαλ­λαγ­μέ­νη από πολι­τι­κοϊ­δε­ο­λο­γι­κές δεσμεύ­σεις ποί­η­ση, όπως υπο­στη­ρί­ζει η αστι­κή και οπορ­του­νι­στι­κή κρι­τι­κή; Αστεία πράγ­μα­τα, θα σκε­φτεί κάθε λογι­κός άνθρω­πος. Είναι δυνα­τόν ένας ποι­η­τής που με λόγο και πρά­ξη έμει­νε σε όλη του τη ζωή στα­θε­ρός στα κομ­μου­νι­στι­κά ιδα­νι­κά, να απο­μο­νώ­νει ένα μεγά­λο μέρος της ποι­η­τι­κής δημιουρ­γί­ας του από την κοσμο­θε­ω­ρία του;

Κι όμως αυτή η παρα­μορ­φω­τι­κή ερμη­νεία του Ρίτσου, τον συνο­δεύ­ει ως τις μέρες μας, γεγο­νός που καθό­λου δεν μας εκπλήσ­σει. Ο Ρίτσος είναι πολύ μεγά­λος για να απο­σιω­πη­θεί από την άρχου­σα τάξη, άρα η μόνη λύση είναι να απο­πο­λι­τι­κο­ποι­η­θεί, να “απο­στρα­τευ­τεί”. Ένας σημα­ντι­κός αριθ­μός λοι­πόν μελε­τη­τών του Ρίτσου τον παρου­σιά­ζει ούτε λίγο — ούτε πολύ σα διχα­σμέ­νη και διαρ­κώς ταλα­ντευό­με­νη προ­σω­πι­κό­τη­τα. Από δω ο ποι­η­τής Ρίτσος, ωραί­ος, σπου­δαί­ος, μεγά­λος, για­τί ασχο­λεί­ται με τα θέμα­τα του αιώ­νιου ανθρώ­που, τα υπαρ­ξια­κά, όπως η φθο­ρά, ο θάνα­τος, ο έρω­τας, υπα­κού­ο­ντας στα εσω­τε­ρι­κά του και μόνον ορά­μα­τα, κι από κει ο απλοϊ­κός, μονο­διά­στα­τος, παρω­χη­μέ­νος κομ­μα­τι­κός Ρίτσος της κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κής στι­χουρ­γί­ας, που — παρά την ποι­η­τι­κή της κάλυ­ψη — δεν είναι ποί­η­ση, είναι δήθεν ποί­η­ση, σύμ­φω­να με όσα διδά­σκει και ο θεμε­λιω­τής της αστι­κής αισθη­τι­κής, Μπε­νε­ντέ­το Κρότσε.

_ Απέναντι από τους 
_“στρατευμένους της αποστράτευσης”

Σύμ­φω­να με την αστι­κή αισθη­τι­κή η αλη­θι­νή, καθα­ρή τέχνη, είναι η τέχνη που εκφρά­ζει τις αιώ­νιες κι αμε­τά­βλη­τες αλή­θειες και υπάρ­χει μόνο στον κόσμο των αυθόρ­μη­των ιδε­ών, στη φαντα­σία, στην ενό­ρα­ση, στην εσω­τε­ρι­κή παρόρ­μη­ση του καλ­λι­τέ­χνη, δεν έχει καμιά σχέ­ση με τον εξω­τε­ρι­κό κόσμο. Αν ανα­ζη­τή­σει κανείς βαθύ­τε­ρα τη φιλο­σο­φι­κή αφε­τη­ρία αυτών των θέσε­ων θα φτά­σει στο μετα­φυ­σι­κό ιδε­α­λι­σμό. Στην άρνη­ση ότι υπάρ­χει μια αντι­κει­με­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ανε­ξάρ­τη­τα από τα αισθή­μα­τα και τη συνεί­δη­ση του ανθρώ­που — που το μόνο αιώ­νιο σ’ αυτήν είναι η κίνη­σή της, η διαρ­κής αλλα­γή της — μια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που επε­νερ­γεί πάνω στα αισθη­τή­ρια όργα­να του ανθρώ­που προ­κα­λώ­ντας τα αντί­στοι­χα αισθή­μα­τα, επο­μέ­νως και στην άρνη­ση ότι η τέχνη απο­τε­λεί μια μορ­φή ιδιαί­τε­ρης, υπο­κει­με­νι­κής αντα­νά­κλα­σης αυτής της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας στη συνεί­δη­ση του καλ­λι­τέ­χνη. Με πιο απλά λόγια, δεν είναι οι ιδέ­ες που δημιουρ­γούν την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αλλά η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα είναι η πηγή των ιδε­ών. Αν εξε­τά­σει κανείς, για παρά­δειγ­μα, την ιστο­ρία της τέχνης θα δια­πι­στώ­σει ότι οι μεγά­λες αλλα­γές στα ρεύ­μα­τα και τις τάσεις της συντε­λού­νται σε περιό­δους ιστο­ρι­κών κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κών αλλα­γών. Η Ανα­γέν­νη­ση εμφα­νί­ζε­ται με το ξεκί­νη­μα της περιό­δου μετά­βα­σης από τη φεου­δαρ­χία στον καπι­τα­λι­σμό, ο μοντερ­νι­σμός συνό­δευε την είσο­δο του καπι­τα­λι­σμού στο ιμπε­ρια­λι­στι­κό του στά­διο κ.ο.κ. Επο­μέ­νως, ούτε αιώ­νια τέχνη, ούτε αιώ­νιες και αμε­τά­βλη­τες αλή­θειες υπάρ­χουν, αντί­θε­τα οι αντι­λή­ψεις μας, π.χ., για τον έρω­τα, το θάνα­το, τη μονα­ξιά, την ομορ­φιά είναι συνάρ­τη­ση ιστο­ρι­κών και κοι­νω­νι­κών παρα­μέ­τρων. Όμως, αυτό το θέμα είναι αντι­κεί­με­νο μιας άλλης συζήτησης.

Απο­στο­μω­τι­κή απά­ντη­ση στην αντί­λη­ψη ότι η τέχνη είναι προ­ο­ρι­σμέ­νη να πραγ­μα­τεύ­ε­ται τα “αιώ­νια” και “αμε­τά­βλη­τα”, ανα­βλύ­ζο­ντας απο­κλει­στι­κά από τον εσω­τε­ρι­κό κόσμο του καλ­λι­τέ­χνη είχε δώσει ο Μπρεχτ που έγρα­φε ότι αν ο καλ­λι­τέ­χνης ψάξει καλά την πηγή των “αιω­νό­βιων ορμών” του θα δια­πι­στώ­σει ότι πολ­λές απ’ αυτές του της δίδα­ξε ο δάσκα­λος με το ξύλο και πως από τον εσω­τε­ρι­κό του κόσμο δε βγαί­νει η φωνή των προ­σω­πι­κών ορα­μά­των του, “η φωνή του θεού του, αλλά η φωνή κάποιων εκμε­ταλ­λευ­τών”. “Ο καλ­λι­τέ­χνης τις περισ­σό­τε­ρες φορές δημιουρ­γεί ασυ­νεί­δη­τα μόνο πλά­νες και ψευ­τιές. Αντλεί δηλα­δή ασυ­νεί­δη­τα ό,τι του έχουν βάλει μέσα του εντε­λώς συνει­δη­τά” η κυρί­αρ­χη τάξη και ιδεολογία.

Μ’ όλα αυτά θέλου­με να κατα­λή­ξου­με ότι δεν υπάρ­χει ανό­θευ­τη, μη στρα­τευ­μέ­νη τέχνη. Δε θα υπο­στη­ρί­ξου­με, βέβαια, ότι όλοι οι δημιουρ­γοί είναι με επί­γνω­ση παρα­ταγ­μέ­νοι στο πλευ­ρό κάποιας από τις δύο αντα­γω­νι­στι­κές τάξεις του κοι­νω­νι­κού μας συστή­μα­τος. Ένα μεγά­λο μέρος τους δεν ξεκι­νά από κάποια πολι­τι­κή ή ιδε­ο­λο­γι­κή προ­αί­ρε­ση. Όμως, οι ιδέ­ες, οι πεποι­θή­σεις, τα αισθή­μα­τά τους, οι συμπά­θειες και οι αντι­πά­θειές τους, οι επιρ­ρο­ές που δέχο­νται αδιά­κο­πα από το γύρω κόσμο και η ταξι­κή τους θέση εισά­γουν αντι­κει­με­νι­κά την ταξι­κό­τη­τα στην τέχνη τους.

Ακό­μη και οι δημιουρ­γοί που απο­κλεί­ουν από το έργο τους τα κοι­νω­νι­κο-πολι­τι­κά θέμα­τα και φτιά­χνουν “ωραία, ανώ­φε­λα που­λιά” για τις “σκά­λες των αιώ­νων”, όπως έγρα­φε ο Ρίτσος, παίρ­νουν στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα θέση. Θελη­μέ­να ή αθέ­λη­τα εκφρά­ζουν σκο­πι­μό­τη­τα. Πάνω σ’ αυτό το θέμα ο Γιάν­νης Ρίτσος έλε­γε χαρα­κτη­ρι­στι­κά σε συνέ­ντευ­ξή του στον “Ριζο­σπά­στη”: “Η τέχνη είναι πάντα κοι­νω­νι­κή λει­τουρ­γία. Οι στρα­τευ­μέ­νοι της απο­στρά­τευ­σης, εκεί­νοι που κάνουν απο­λί­τι­κη τέχνη στην ουσία κάνουν πολι­τι­κή, δηλα­δή τεί­νουν να απο­φύ­γουν μια πολι­τι­κή θέση και να συμ­βου­λέ­ψουν και τους άλλους να αδρα­νή­σουν”. Με άλλα λόγια οι αστρά­τευ­τοι, ακό­μη και όταν δεν το θέλουν είναι στρα­τευ­μέ­νοι στην κυρί­αρ­χη τάξη. Οπως δεν υπάρ­χει στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα απο­λί­τι­κος άνθρω­πος — εκεί­νος που ισχυ­ρί­ζε­ται πως δεν ασχο­λεί­ται με την πολι­τι­κή για να μην “καπε­λω­θεί”, είναι αυτός που φορά και το μεγα­λύ­τε­ρο “καπέ­λο” — έτσι δεν υπάρ­χει κι αστρά­τευ­τη τέχνη.

Ας πάμε τώρα και σε μια άλλη σύν­θε­ση από τη συλ­λο­γή “Τέταρ­τη Διά­στα­ση”, το ποί­η­μα “Η Ελέ­νη”, που κατά και­ρούς επι­σεί­ε­ται ως ατρά­ντα­χτη από­δει­ξη απο­στρά­τευ­σης του Ρίτσου. Πρό­κει­ται για έναν εσω­τε­ρι­κό μονό­λο­γο της γερα­σμέ­νης πια ωραί­ας Ελέ­νης λίγο πριν το θάνα­τό της. Μόνο που το ποί­η­μα δεν ανα­φέ­ρε­ται απλά στη φυσι­κή φθο­ρά, αλλά μαζί και προ­πα­ντός στη φθο­ρά του ορά­μα­τος της κοι­νω­νι­κής απε­λευ­θέ­ρω­σης. Και όλο το νόη­μά του βρί­σκε­ται στη φρά­ση της Ελέ­νης: “Ισως εκεί που κάποιος αντι­στέ­κε­ται χωρίς ελπί­δα, ίσως εκεί να αρχί­ζει η ιστο­ρία”. Η “θέση” δηλα­δή του Ρίτσου δεν είναι η ματαιό­τη­τα του κοι­νω­νι­κού αγώ­να και η μετα­στρο­φή στα αιώ­νια, υπαρ­ξια­κά προ­βλή­μα­τα, αλλά η επι­στρο­φή μετά από βαθιά και ορι­σμέ­νες φορές βασα­νι­στι­κή περι­συλ­λο­γή στην ιστο­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και τις ανά­γκες της. Μια επι­στρο­φή όμως που μας βοη­θά να αντι­με­τω­πί­σου­με πιο ώρι­μα και πιο δυνα­τά, με βαθύ­τε­ρη γνώ­ση και συνεί­δη­ση — χωρίς επι­πό­λαιες συναι­σθη­μα­τι­κές εξάρ­σεις — τις ήττες, τις απώ­λειες, τις ιστο­ρι­κές επι­βρα­δύν­σεις, μαζί και τις υπαρ­ξια­κές ανη­συ­χί­ες μας.

Όπως γρά­φει στα Μελε­τή­μα­τά του: Το ιδε­ο­λο­γι­κό υπό­βα­θρο της τέχνης, το κοι­νω­νι­κό και ηθι­κό, αν δεν είναι ο πρώ­τος λόγος της αξί­ας της, είναι ωστό­σο ο τελι­κός ή όπως πιο ποι­η­τι­κά το εκφρά­ζει στην Γκρα­γκά­ντα: να ξεχνάς το μόχθο του μερο­κά­μα­του \ είναι να ξεχνάς την ιστο­ρία, τη μάνα σου, τους πεθα­μέ­νους \ είναι να ξεχνάς αυτό που λέμε δικαιο­σύ­νη, \ τ’ άλλα — σιω­πές, μεταμ­φιέ­σεις, πού­που­λα, φτε­ρού­γες — κου­ρα­φέ­ξα­λα.

Όσο όμως κου­ρα­φέ­ξα­λα, φτε­ρά και πού­που­λα, κού­φια κι άσκο­πη δλδ, κι αν είναι η υπο­τι­θέ­με­νη μη στρα­τευ­μέ­νη τέχνη, άλλο τόσο είναι και η τέχνη που βασί­ζε­ται σε έτοι­μα, προ­κα­τα­σκευα­σμέ­να ιδε­ο­λο­γι­κά σχή­μα­τα. Η τέχνη που κατα­ντά στεί­ρα πολι­τι­κο­λο­γία, μπο­ρεί να πετύ­χει τα αντί­θε­τα απο­τε­λέ­σμα­τα απ’ αυτά που επι­διώ­κει. Ο Ένγκελς ανα­φε­ρό­με­νος χαρα­κτη­ρι­στι­κά στη λογο­τε­χνία συχνά τόνι­ζε ότι όσο πιο κρυμ­μέ­νες μένουν οι από­ψεις του δημιουρ­γού, τόσο το καλύ­τε­ρο για το έργο τέχνης. “Η στρά­τευ­ση, κατά τη γνώ­μη μου, πρέ­πει να αντλεί­ται μέσα’ απ’ την ίδια την κατά­στα­ση κι από τη δρά­ση, χωρίς να ανα­φέ­ρε­ται συγκε­κρι­μέ­να…” έγρα­φε.

Με συνεί­δη­ση του ταξι­κού του χρέ­ους και υψη­λή κομ­μα­τι­κό­τη­τα ήταν μάλι­στα ανά­με­σα στους λίγους που δεν απέρ­ρι­πτε ούτε την απο­κα­λού­με­νη “κατά παραγ­γε­λία” τέχνη, αγνο­ώ­ντας επι­δει­χτι­κά τις επι­θέ­σεις των εχθρών και τις συμ­βου­λές των άσπον­δων φίλων του να πάψει να θέτει έτσι σε κίν­δυ­νο την ποι­η­τι­κή του οντό­τη­τα. Για ποιο λόγο άλλω­στε; Μήπως τόσα και τόσα κορυ­φαία έργα τέχνης δεν έγι­ναν κατά παραγ­γε­λία, όπως η Ακρό­πο­λη των Αθη­νών, τα έργα του Φει­δία, οι τοι­χο­γρα­φί­ες του Μιχα­ήλ Άγγε­λου στην Καπέ­λα Σιξ­τί­να, το Ρέκ­βιεμ του Μότσαρτ, η 5η Συμ­φω­νία του Μπε­τό­βεν και χιλιά­δες άλλα; Ειδι­κά όταν παραγ­γε­λιο­δό­της ήταν η εργα­τι­κή τάξη δημιουρ­γή­θη­καν αξε­πέ­ρα­στα ως τις μέρες μας αρι­στουρ­γή­μα­τα, όπως η Γκου­έρ­νι­κα του Πικά­σο, ο Πύρ­γος του Τάτλιν, οι τοι­χο­γρα­φί­ες των Μεξι­κα­νών ζωγρά­φων Σικέι­ρος και Ριβέ­ρα και άλλα πολ­λά, ανά­με­σα στα οποία ορι­σμέ­να από τα ωραιό­τε­ρα ποι­ή­μα­τα του Ρίτσου, όπως το Γράμ­μα στο Ζολιό Κιου­ρί γραμ­μέ­νο στον Αϊ — Στρά­τη σαν κάλε­σμα προς τους ξένους δια­νο­ού­με­νους και καλ­λι­τέ­χνες για να εκφρά­σουν την αλλη­λεγ­γύη τους στους εξό­ρι­στους — ένα ποί­η­μα που έγι­νε η αφορ­μή για να φου­ντώ­σει μια παγκό­σμια κατα­κραυ­γή κατά των εφιαλ­τι­κών στρα­το­πέ­δων, και κάτω από το βάρος της να κλεί­σουν τελι­κά η Μακρό­νη­σος και ο Αϊ — Στράτης.

Όποιος δεν ακού­ει το μεγά­λο τρα­γού­δι των λαών δεν είναι άνθρω­πος, πώς μπο­ρεί τάχα να είναι ποι­η­τής; υπο­στή­ρι­ζε ο Ρίτσος στην πρώ­τη συνέ­ντευ­ξή του στο μετα­πο­λε­μι­κό περιο­δι­κό του Δημή­τρη Φωτιά­δη “Ελεύ­θε­ρα Γράμ­μα­τα”. Κλεί­νου­με με ένα από­σπα­σμα από τη συνέ­ντευ­ξη αυτή:
Το ξέρου­με πως είναι εύκο­λο να φαντά­ξου­με, δίχως και πολύ κόπο, δίχως θυσία, ήρω­ες στη μικρή αρα­χνια­σμέ­νη και “λεύ­τε­ρη” γωνιά του σπι­τιού μας, στα μάτια της μάνας μας και των τριών όμοιών μας φίλων, που μας παι­νεύ­ουν για να παι­νευ­τούν κι αυτοί με τη σει­ρά τους. Μα είναι δύσκο­λο και ακρι­βό και μεγά­λο, να κρα­τάς ως την άκρη την ανθρώ­πι­νη ευθύ­νη σου, μέσα στο αδιά­ψευ­στο φως, όταν χιλιά­δες μάτια σε βλέ­πουν και χιλιά­δες αυτιά σ’ ακούν. Εκεί να πάρει κανείς τη θέση του δεν είναι “τιπο­τέ­νιος ρόλος”, δεν είναι “περιο­ρι­σμός του ατό­μου”, μα είναι ο καλ­λί­τε­ρος τρό­πος να δώσει ό,τι πιό­τε­ρο έχει το άτο­μο, να πάρει ό,τι πιό­τε­ρο μπο­ρεί, ν’ ανα­πτύ­ξει ως το άπει­ρο τις ικα­νό­τη­τές του, να ξεβου­λώ­σει τα ρου­θού­νια της ψυχής του, ν’ ανοί­ξει τους πόρους του πνεύ­μα­τός του. Εδώ η μεγά­λη άμιλ­λα, η μεγά­λη δοκι­μα­σία, το μεγά­λο έργο. Εδώ χρειά­ζου­νται γερά κότσια κι όποιος τα ‘χει χιλιά­δες κόσμος θα τον στε­φα­νώ­σει.

Με πλη­ρο­φο­ρί­ες από την ομι­λία της Ελέ­νης Μηλια­ρο­νι­κο­λά­κη, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ
και υπεύ­θυ­νης του Τμή­μα­τος Πολι­τι­σμού, σε εκδή­λω­ση για τον Γιάν­νη Ρίτσο _8.11.2013
και της  έκδο­σης _ “Σύγ­χρο­νη Επο­χή”, με τα υλι­κά του
Επι­στη­μο­νι­κού Συνε­δρί­ου του ΚΚΕ για τον Γιάν­νη Ρίτσο που έγι­νε το Νοέμ­βρη του 2009

Γιάννης Ρίτσος, o πιο δικός μας Ξένος:
της Καντάτας της Σονάτας, στα 3 κόκκινα γράμματα…

Bosker: SIS _MI6 — FBI

Εισέρ­χε­ται σαν μυστι­κός πρά­κτωρ 007 _σε αμε­ρι­κά­νι­κη έκδο­ση σε κομ­ψές γκα­λε­ρί του Chelsea και σε VIP δωμά­τια με πολ­λά ναρ­κω­τι­κά στην Art Basel του Μαϊ­ά­μι, για να κατα­νο­ή­σει το λόγο που η σύγ­χρο­νη τέχνη προ­σελ­κύ­ει τόσο πολύ χρή­μα, κύρος και (σπά­νια) ταλέντο.
Στο Get the Picture, η Bosker ρίχνε­ται στο νευ­ρι­κό κέντρο της τέχνης και στους ανθρώ­πους που ζουν για αυτήν και από αυτήν: γκα­λε­ρί­στες, συλ­λέ­κτες, επι­με­λη­τές και, φυσι­κά, οι ίδιοι οι καλ­λι­τέ­χνες — το είδος που εργά­ζε­ται σε πολ­λές δου­λειές για να αντέ­ξουν οικο­νο­μι­κά τα στού­ντιο τους ενώ σκαρ­φί­ζε­ται τα πάντα για να προ­βά­λει την “τέχνη του”. Καθώς απλώ­νει καμ­βά­δες μέχρι να πρη­στούν τα δάχτυ­λά της, μιλά­ει για πάρ­τι της A‑list γεμά­τα δισε­κα­τομ­μυ­ριού­χους συλ­λέ­κτες, βάζει το πρό­σω­πό της να κάθε­ται πίσω από έναν σχε­δόν γυμνό καλ­λι­τέ­χνη και ανα­γκά­ζει τον εαυ­τό της να κοι­τά­ζει ένα γλυ­πτό για ώρες ενώ εργά­ζε­ται Ως φύλα­κας του μου­σεί­ου, ανα­κα­λύ­πτει όχι μόνο τις εσω­τε­ρι­κές λει­τουρ­γί­ες της μηχα­νής αγιο­ποί­η­σης της “τέχνης”, εξε­τά­ζο­ντας τα πάντα, από πίνα­κες σπη­λαί­ων μέχρι Instagram και από την επι­στή­μη της όρα­σης μέχρι τη σημα­σία της ομορ­φιάς καθώς βάζει στο μικρο­σκό­πιο τον ρόλο της τέχνης στον πολι­τι­σμό, την οικο­νο­μία και τις καρ­διές μας, το Get the Picture _λέει, είναι μια περι­πέ­τεια που θα αλλά­ξει τον τρό­πο που βλέ­πε­τε για πάντα .

  • Μια μια σκο­τει­νή κωμω­δία τρό­πων ένα νέο είδος νοο­τρο­πί­ας κάντρι κλαμπ, όπου η πολι­τι­στι­κή ελίτ δεν μπο­ρεί πλέ­ον _τσακ μπαμ, να απο­κλεί­ει ανθρώ­πους με βάση τη φυλή, το φύλο ή τη σεξουα­λι­κή ταυ­τό­τη­τα …έξυ­πνοι νέοι τρό­ποι για να χτί­σουν τάφρους γύρω από τα μικρά τους κάστρα. .
  • “Περί­ερ­γη αλλά όχι αφε­λής, κου­τσο­μπό­λα αλλά γεν­ναιό­δω­ρη, επι­κρι­τι­κή αλλά θαυ­μα­στι­κή, ξεκαρ­δι­στι­κή αλλά όχι επι­φα­νεια­κή… Αυτό το βιβλίο είναι από­λαυ­ση”. — γρά­φει ο Benjamin Moser, βρα­βευ­μέ­νος με Πού­λι­τζερ συγ­γρα­φέ­ας των Sontag και The Upside-Down World _Meetings with the Dutch Masters
  • “Εξί­σου εποι­κο­δο­μη­τι­κό για τους λάτρεις της τέχνης και για τους αρχά­ριους, το Get the Picture θα σας στεί­λει σε μια τρο­με­ρή ερω­τι­κή σχέ­ση με σχή­μα, υφή και χρώ­μα. Μου άρε­σε κάθε λέξη” —Suleika Jaouad, συγ­γρα­φέ­ας του Between Two Kingdoms
  • “Αυτό το βιβλίο με τρό­μα­ξε. Η προ­σι­τή, ομι­λη­τι­κή παρω­δία της Bosker στον κόσμο της σύγ­χρο­νης τέχνης ενυ­δά­τω­σε τόσο δυνα­τά το PTSD μέσα μου ανά­με­σα στο μικρό παι­δί καλ­λι­τέ­χνη που ήμουν κάπο­τε με τον συνει­δη­τά περιο­ρι­σμέ­νο στο­χα­στή που έγι­να στη σχο­λή τέχνης που κάποια στιγ­μή έπρε­πε απλώς να το αφή­σω κάτω. Νοκ άουτ. Αν ανα­ρω­τη­θή­κα­τε ποτέ «τι απέ­γι­ναν» τα έργα τέχνης—γκαλερί, κρι­τι­κοί, συλλέκτες—και, φυσι­κά, καλλιτέχνες—τότε αυτό το βιβλίο είναι μια πολύ συνο­δευ­τι­κή αρχή. Είναι επί­σης πολύ αστείο, για να μην πω τίπο­τα πολύ ζωντα­νό. Και, μπερ­δε­μέ­να, πολύ, πολύ δύσκο­λο να το βάλεις κάτω”. —Chris Ware, Νεο­ϋ­ορ­κέ­ζος καλλιτέχνης/συγγραφέας, του Building Stories και του εκλε­κτού Whitney Biennial selectee (2002)

Σαν πράκτορας του FBI

Η συγ­γρα­φέ­ας έστρε­ψε το βλέμ­μα της προς την τέχνη, προ­σπα­θώ­ντας να βυθι­στεί σε έναν κόσμο που δεν ήθε­λε καμία σχέ­ση μαζί της κερ­δί­ζο­ντας το δικαί­ω­μα να κάνει τατουάζ αυτές τις δύο λέξεις σε οποιο­δή­πο­τε μέρος του σώμα­τος της. Δεν κάθε­ται και δεν κοσκι­νί­ζει το υλι­κό της τόσο όσο βυθί­ζε­ται με το κεφά­λι σε αυτό, καταρ­ρί­πτο­ντας κλει­στά οικο­συ­στή­μα­τα που δεν θέλουν καμία σχέ­ση μαζί της, και ανα­δει­κνύ­ε­ται ως μια κορυ­φαία ειδι­κός. Το πιο πρό­σφα­το αντι­κεί­με­νο της γοη­τεί­ας — και της απο­γο­ή­τευ­σης του New Yorker — είναι το βασί­λειο της σύγ­χρο­νης τέχνης, μια μικρο­κοι­νω­νία που κατοι­κεί­ται από πολύ ωραί­ους γκα­λε­ρί­στους, πλού­σιους συλ­λέ­κτες και αμέ­τρη­τους πει­να­σμέ­νους καλ­λι­τέ­χνες και λυπη­μέ­νους λάτρεις που ενερ­γο­ποιούν τις εφαρ­μο­γές τους Seesaw και προ­σπα­θεί να στρι­μώ­ξει 15 ανοίγ­μα­τα γκα­λε­ρί σε ένα βρά­δυ Πέμ­πτης. “Ένιω­σα σαν πρά­κτο­ρας του FBI που εμφα­νί­ζε­ται για μια συνέ­ντευ­ξη για δου­λειά με τον όχλο”, λέει για τις προ­σπά­θειές της να κερ­δί­σει πηγές από τον κόσμο της τέχνης. Το μήνυ­μα που άκου­γε ήταν: κάνε πίσω! _υπήρχαν ακό­μη και απειλές.

Το άγχος τους έχει κάποιο νόη­μα, αφού ο κόσμος της “τέχνης” εξαρ­τά­ται από έναν ιστό μυστι­κό­τη­τας για την προ­στα­σία του κοι­νω­νι­κού και οικο­νο­μι­κού κεφα­λαί­ου ορι­σμέ­νων εκλε­κτών και για τη δικαιο­λο­γία των αστρο­νο­μι­κών τιμών. «Αυτοί οι θυρω­ροί γίνο­νται πολύ πιο σημα­ντι­κοί αν μας πουν ότι δεν μπο­ρού­με να κατα­νο­ή­σου­με την τέχνη χωρίς να περά­σου­με χρό­νια σε εκθέ­σεις τέχνης, να πάρου­με μετα­πτυ­χια­κό, να απο­μνη­μο­νεύ­σου­με την εγκυ­κλο­παί­δεια των καλ­λι­τε­χνών και να φορά­με το σωστό τζιν», λέει η Bosker.

Καθώς μελε­τού­σε τα σήμα­τα Bat-Signals του κόσμου της τέχνης και άρχι­σε να μαζεύ­ει φίλους και να μαθαί­νει να μιλά­ει τη γλώσ­σα τους. Όχι ότι ήταν εύκο­λο. Παρό­λο που οι έρευ­νές της ήταν εντε­λώς αβλα­βείς, λίγοι θα έδι­ναν άμε­σες απα­ντή­σεις. Αντί­θε­τα, η περιέρ­γειά της αντι­με­τω­πί­στη­κε με επι­κρί­σεις, ακό­μη και από εκεί­νους που συμ­φώ­νη­σαν να περά­σουν χρό­νο μαζί της. Έκα­νε πάρα πολ­λές ερω­τή­σεις. Τα ρού­χα της ήταν πολύ βαρε­τά. Τα email της ήταν πολύ μεγά­λα και την έκα­ναν να ακού­γε­ται πολύ ασή­μα­ντη. Το πρό­σω­πό της ήταν εντε­λώς απελπισμένο.

Στο βιβλίο της, τολ­μά­ει να καταρ­ρί­ψει τους περί­ερ­γους κώδι­κες και τα έθι­μα του κόσμου της σύγ­χρο­νης τέχνης – για­τί, για παρά­δειγ­μα, είναι εντε­λώς αυθαί­ρε­το να απο­κα­λού­με κάτι “όμορ­φο” ή για­τί οι γκα­λε­ρί­στας πρέ­πει να λένε ότι “τοπο­θέ­τη­σαν” έναν πίνα­κα αντί να ανα­κοι­νώ­σουν ότι το “πού­λη­σαν”;
“Το Artspeak είναι ένας κωδι­κός απο­κλει­σμού όπου κάθε λέξη πρέ­πει να είναι μεγα­λύ­τε­ρη από όσο θα έπρε­πε”, εξη­γεί. “Όσες περισ­σό­τε­ρες συλ­λα­βές τόσο το καλύ­τε­ρο. Υπάρ­χει αυτός ο άσκο­πα πολύ­πλο­κος τρό­πος να συζη­τάς τα πάντα, και με μια φωνή που σε κάνει να ακού­γε­σαι σαν να σου τελειώ­νουν οι μπα­τα­ρί­ες”.  Αλλά η πρό­θε­σή της δεν ήταν να κοροϊ­δέ­ψει μια κοι­νω­νία που ορι­σμέ­νοι θεω­ρούν ως μια γρο­θιά direct στο σαγόνι.

Σε έναν κόσμο όπου ένας πίνακας 
μπορεί να πουληθεί για 200 ή 1.200$
μόνο και μόνο για να ανατραπεί δύο χρόνια αργότερα 
σε μια δημοπρασία για 600.000$

Αυτές τις μέρες, λέει, βρί­σκει την τέχνη σε απί­θα­να μέρη – ας πού­με, στο θέα­μα του ατμού που δια­φεύ­γει από τον αερα­γω­γό του πεζο­δρο­μί­ου ή έναν στό­λο παγω­το­φό­ρων Mr Softee που κάνουν ρελα­ντί σε μια γωνία του δρό­μου. Ο εγκέ­φα­λός μας είναι σαν συμπιε­στές σκου­πι­διών _ο τρό­πος που αντι­λαμ­βα­νό­μα­στε τον κόσμο περι­λαμ­βά­νει τη συμπύ­κνω­ση πλη­ρο­φο­ριών με βάση την εικό­να που σου προ­σφέ­ρουν τρι­βε­λί­ζο­ντας το κεφά­λι σου (και το μυα­λό σου) _στο χάος του κόσμου γύρω μας.
.        Το Get the Picture κυκλο­φο­ρεί στις 6 Φεβρουαρίου

🙃  Σε μια παρά­γρα­φο του βιβλί­ου, μια πρώ­ην βοη­θός στη διά­ση­μη γκα­λε­ρί Gagosian περι­γρά­φει πώς _ο εργο­δό­της της, της είχε δώσει τόσο αυστη­ρές οδη­γί­ες για τον τρό­πο που έπρε­πε να απα­ντά στο τηλέ­φω­νο, που την ανά­γκα­ζε να ηχο­γρα­φεί τον εαυ­τό της κάνο­ντας πρό­βα τον μονο­λε­κτι­κό χαι­ρε­τι­σμό _“Gagosian”_, και στη συνέ­χεια να εξα­σκεί­ται μέχρι να κατα­φέ­ρει να πετύ­χει τον σωστό τονι­σμό: κοφτός με μια υπο­το­νι­κή χροιά κλί­ση προς τα κάτω, για­τί επ’ ουδε­νί δεν έπρε­πε να ακού­γε­ται χαρού­με­νη. Σε μια άλλη, η εικα­στι­κός Julie Curtiss πανι­κο­βάλ­λε­ται όταν οι πίνα­κές της αρχί­ζουν να πωλού­νται σε τιμές ρεκόρ στις δημο­πρα­σί­ες, όχι μόνο επει­δή δεν παίρ­νει μερί­διο από τις πωλή­σεις αλλά επει­δή ξέρει ότι η από­το­μη δημο­σιό­τη­τα μπο­ρεί να σου κατα­στρέ­ψει την καριέρα.

🤔  Εν τω μετα­ξύ, οι απο­λαυ­ές είναι τόσο εξω­φρε­νι­κά χαμη­λοί, ειδι­κά στις χαμη­λές θέσεις εργα­σί­ας, που μόνο πλου­σιό­παι­δα μπο­ρούν να αντέ­ξουν οικο­νο­μι­κά, μετα­τρέ­πο­ντας έτσι τις γκα­λε­ρί σε λέσχες που διαιω­νί­ζουν τα ίδια τους τα προ­νό­μια.  Η γλώσ­σα, η εξε­ζη­τη­μέ­νη “θεω­ρη­τι­κή” αργκό που χρη­σι­μο­ποιεί­ται σ’ αυτούς τους κύκλους, βοη­θά επί­σης στον παρα­με­ρι­σμό των παρεί­σα­κτων. “Οι σύγ­χρο­νοι θια­σώ­τες της τέχνης μιλούν σαν να ήταν παγι­δευ­μέ­νοι μέσα σε λεξι­κά και πρέ­πει να μασή­σουν τις σελί­δες για να βγουν έξω”, γρά­φει η Μπό­σκερ. Όταν είπε σε έναν επι­με­λη­τή ότι ένα έργο performance art που μόλις είχε δει της φάνη­κε “βαρε­τό”, εκεί­νος δια­φώ­νη­σε, λέγο­ντάς της ότι “δεν ήταν βαρε­τό, αλλά διαρ­κές”.

Δυσμε­νής απει­κό­νι­ση, για τους συλ­λέ­κτες: Ένας από αυτούς, σε ένα τυπι­κά macho παι­χνί­δι εξου­σί­ας, εμφα­νί­ζε­ται να εισβάλ­λει σε μια γκα­λε­ρί της Tribeca με όλη την οικο­γέ­νειά του μαζί, μόνο και μόνο για να εξευ­τε­λί­σει τον γκα­λε­ρί­στα επει­δή είχε κάνει like σε μια ανάρ­μο­στη, κατά τη δική του άπο­ψη, ανάρ­τη­ση στο Instagram. Ένας άλλος πάλι –στο Μαϊ­ά­μι, φυσι­κά– παρα­δέ­χε­ται ότι συλ­λέ­γει έργα τέχνης μόνο για να εντυ­πω­σιά­σει τις γυναίκες.

              Με στοι­χεία και από “The Washington Post

Περισ­σό­τε­ρα…

εδώ

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο