Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

H «Ταχυδρομική Άμαξα» που τράβηξε μπροστά τον κινηματογράφο

Ο Όρσον Γου­έλς είχε πει κάπο­τε ότι η μονα­δι­κή προ­ε­τοι­μα­σία που έκα­νε για να γυρί­σει τον «Πολί­τη Κέιν», ήταν η παρα­κο­λού­θη­ση της ται­νί­ας «Η Ταχυ­δρο­μι­κή Άμα­ξα» του Τζον Φορντ. Την είδε, όπως είπε ο ιδιο­φυ­ής σκη­νο­θέ­της, πάνω από 40 φορές, ενώ όταν ρωτή­θη­κε για το ποιοι είναι οι τρεις αγα­πη­μέ­νοι του σκη­νο­θέ­τες απά­ντη­σε «Φορντ, Φορντ, Φορντ»!

«Η Ταχυ­δρο­μι­κή Άμα­ξα», είναι μία από τις καλύ­τε­ρες ται­νί­ες όλων των επο­χών και συνά­μα σίγου­ρα μία από αυτές που είχαν τερά­στια επί­δρα­ση στον παγκό­σμιο κινη­μα­το­γρά­φο, καθώς η θέα­σή της απο­τε­λεί ένα από τα βασι­κά και δωρε­άν μαθή­μα­τα για όλους τους κινη­μα­το­γρα­φι­στές. Το εμβλη­μα­τι­κό γου­έ­στερν απο­τε­λεί μνη­μείο κλα­σι­κής αφή­γη­σης και σκη­νο­θε­τι­κής λιτό­τη­τας, ενώ ταυ­τό­χρο­να η τελειό­τη­τα των πλά­νων, του ρυθ­μού και το υπο­δειγ­μα­τι­κό μοντάζ σε συν­δυα­σμό με την αρτιό­τη­τα του σενα­ρί­ου μετα­τρέ­πουν το καθα­ρά ψυχα­γω­γι­κό σινε­μά σε μορ­φή μεγά­λης τέχνης.

Παράλ­λη­λα, η ται­νία, που συμπλη­ρώ­νει εφέ­τος 80 χρό­νια από την πρώ­τη της προ­βο­λή, απο­τε­λεί και την είσο­δο του Τζον Γου­έιν στη λεω­φό­ρο της δόξας, αφή­νο­ντας πίσω του το μονο­πά­τι με τα γου­έ­στερν β΄ δια­λο­γής, ενώ είναι και η πρώ­τη φορά που κατα­φέρ­νει να παί­ξει σαν ηθο­ποιός, πετώ­ντας από πάνω του την καρι­κα­τού­ρα του καου­μπόι, που μάσα­γε τις λέξεις, κου­νώ­ντας ακα­νό­νι­στα και σχε­δόν γρα­φι­κά το στό­μα, αφού ο Φορντ του είπε το βασι­κό: «παι­δί μου ο ηθο­ποιός παί­ζει με τα μάτια και όχι με το στόμα».

Αλλά ας δού­με καλύ­τε­ρα για­τί αυτή η ται­νία του Τζον Φορντ σημά­δε­ψε το παγκό­σμιο σινε­μά, απο­τε­λεί ακό­μη και σήμε­ρα θέμα μελέ­της και ανά­λυ­σης για τους επαγ­γελ­μα­τί­ες του είδους και για­τί μετά από τόσες δεκα­ε­τί­ες συνε­χί­ζει να συνε­παίρ­νει και να συγκι­νεί τους κινηματογραφόφιλους.

Η Δύναμη της Απλότητας

Το στό­ρι της ται­νί­ας, που ανα­δει­κνύ­ει τη δύνα­μη της απλό­τη­τας, είναι άκρως γοη­τευ­τι­κό και δου­λε­μέ­νο στην εντέ­λεια. Μια ομά­δα ετε­ρό­κλη­των επι­βα­τών και ανά­με­σά τους ο Ρίγκο (Τζον Γου­έιν) που μόλις απέ­δρα­σε από τη φυλα­κή για να εκδι­κη­θεί τη δολο­φο­νία του πατέ­ρα και αδελ­φού του, ξεκι­νά με μία άμα­ξα το μακρύ και δύσκο­λο ταξί­δι της ενώ ταυ­τό­χρο­να οι Απά­τσι έχουν μπει στο μονο­πά­τι του πολέ­μου και απο­τε­λούν μια απει­λή, αφού θεω­ρεί­ται σχε­δόν σίγου­ρο ότι δεν θα αφή­σουν την άμα­ξα να φτά­σει αλώ­βη­τη στον τελι­κό της προορισμό.

Στην άμα­ξα ο Φορντ τοπο­θε­τεί ως επι­βά­τες της: Τη Λού­σι, μία νεα­ρά κυρία της καλής κοι­νω­νί­ας, έγκυο που έχει έρθει από μακριά για να βρει το σύζυ­γό της — έναν αξιω­μα­τι­κό του ιππι­κού. Τον δόκτο­ρα Μπουν, έναν αλκο­ο­λι­κό για­τρό, αλλά καλό­καρ­δο και με αρχές, που τον διώ­χνει η υπο­κρι­σία της πόλης στην οποία ζού­σε. Την Ντά­λας, μία ελα­φρών ηθών κοπέ­λα. Τον Σάμιου­ελ, έναν πωλη­τή ουί­σκι και οικο­γε­νειάρ­χη, ένα ανθρω­πά­κι φοβι­σμέ­νο, που νιώ­θει σαν ψάρι έξω από το νερό, στη μακρι­νή Δύση. Τον Χάρτ­φιλντ, έναν τυχο­διώ­κτη χαρ­το­παί­χτη, ευγε­νι­κής κατα­γω­γής. Τον Γκέιτ­γουντ, έναν τρα­πε­ζί­τη και μέλος του αφρού της κοι­νω­νί­ας, που, όμως, έχει κλέ­ψει τα χρή­μα­τα της μισθο­δο­σί­ας των εργα­τών που δια­χει­ρί­ζε­ται η τρά­πε­ζά του και φυσι­κά τον Ρίγκο, ένα «ζωη­ρό» παλι­κά­ρι, ο οποί­ος έχει χάσει το χτυ­πη­μέ­νο άλο­γό του και βρί­σκε­ται ανά­με­σά τους, ως κρα­τού­με­νος του σερί­φη που συνο­δεύ­ει την άμα­ξα. Μαζί τους ο σερί­φης Γουίλ­κοξ, που συμ­βο­λί­ζει την εντι­μό­τη­τα, τη συνεί­δη­ση της ται­νί­ας και φυσι­κά ο αξιο­λά­τρευ­τος φωνα­κλάς αλλά και φοβι­σμέ­νος από τους ινδιά­νους, αμα­ξάς, ο Μπακ. Κατά τη διάρ­κεια του επι­κίν­δυ­νου και δύσκο­λου ταξι­διού και πάντα κάτω από την απει­λή των Απά­τσι, οι εννιά αυτοί επι­βά­τες θα οικο­δο­μή­σουν απρό­σμε­να σχέ­σεις αλλη­λο­ε­κτί­μη­σης και σεβα­σμού, θα δεί­ξουν το πραγ­μα­τι­κό τους πρό­σω­πο και τελι­κά ο μόνος που θα μεί­νει με το χαρα­κτη­ρι­σμό του μιά­σμα­τος είναι ο τρα­πε­ζί­της. Είναι τέτοια η απέ­χθεια του Φορντ για τους παρα­δό­πι­στους, τους ανθρώ­πους που έκα­ναν θεό τους το δολά­ριο, που είναι και ο μόνος χαρα­κτή­ρας της ται­νί­ας για τον οποίο δεν δίνει ούτε μια στά­λα συμπά­θειας ή δικαιο­λο­γί­ας για την κλο­πή που είχε κάνει.

Η Βίβλος του Γουέστερν

«Η Ταχυ­δρο­μι­κή Άμα­ξα» θα μπο­ρού­σε να χαρα­κτη­ρι­στεί και η Βίβλος των γου­έ­στερν, ενώ σε αφη­γη­μα­τι­κό, καλ­λι­τε­χνι­κό και τεχνι­κό επί­πε­δο του­λά­χι­στον υπό­δειγ­μα αν και το αρι­στούρ­γη­μα του Φορντ είναι το μετα­γε­νέ­στε­ρο φιλμ, «Η Αιχ­μά­λω­τη της Ερήμου».

Τα υπο­βλη­τι­κά πλά­να των ανοι­χτών τοπί­ων, με τα οποία η φύση κυριαρ­χεί ένα­ντι των ανθρώ­πων, τα κοντι­νά κάδρα στα πρό­σω­πα των ηθο­ποιών που συνω­θού­νται στο κλει­στό χώρο της άμα­ξας αιχ­μα­λω­τί­ζουν το θεα­τή. Και βεβαί­ως τα πλά­να στους κλει­στούς χώρους έξω από την άμα­ξα, όπου ο Φορντ τοπο­θε­τεί την κινη­μα­το­γρα­φι­κή του μηχα­νή χαμη­λά για να δώσει άλλη διά­στα­ση στους ήρω­ές του, κάτι που κάνει και ο Όρσον Γου­έλς στον «Πολί­τη Κέιν» ή σεκάνς με τις φιγού­ρες των ηρώ­ων του κόντρα στο φως να βγαί­νουν από το σκο­τά­δι είναι μόνο μερι­κές στιγ­μές κινη­μα­το­γρα­φι­κού μεγα­λεί­ου, που θα αντι­γρά­φο­νται για χρό­νια, ακό­μη και όταν θα συμπλη­ρώ­νο­νται 180 χρό­νια από την προ­βο­λή της ταινίας.

Επι­πλέ­ον, ο Φορντ έχει βάλει όλη του τη μαστο­ριά στους χαρα­κτή­ρες της ιστο­ρί­ας του, καθώς αυτοί διαρ­κώς εξε­λίσ­σο­νται κατά τη διάρ­κεια του ταξι­διού με τις συναρ­πα­στι­κές αλλη­λε­πι­δρά­σεις μετα­ξύ τους. Τι να πεις για την άψο­γη αίσθη­ση του ρυθ­μού, που κρύ­βει μια υπό­γεια έντα­ση, αλλά και την ανα­μο­νή της απει­λής, που θα κορυ­φω­θεί με την επί­θε­ση των Απά­τσι, λίγο πριν την κατά­λη­ξη της ιστο­ρί­ας, που έχει ένα διπλό τέλος, καθώς ο Ρίγκο, μετά την άφι­ξη της άμα­ξας στον προ­ο­ρι­σμό της, θα καθα­ρί­σει την τιμή της οικο­γέ­νειάς του, σκο­τώ­νο­ντας σε μία μονο­μα­χία τους φονιά­δες του πατέ­ρα και αδελ­φού του απο­δί­δο­ντας δικαιο­σύ­νη. Μία πρά­ξη δικαιο­σύ­νης αλλά και τήρη­ση των άγρα­φων ηθι­κών νόμων, που επι­βρα­βεύ­ει ο σερί­φης, αφή­νο­ντάς τον ελεύ­θε­ρο να ζήσει τον έρω­τά του με τη Λού­σι, η οποία κατά τη διάρ­κεια του ταξι­διού απέ­δει­ξε ότι δεν ήταν «ελα­φρών ηθών», αλλά μάλ­λον το πρό­τυ­πο του χαμέ­νου ήθους της Αμερικής.

Είναι επί­σης χαρα­κτη­ρι­στι­κό ότι στο φιλμ του Φορντ, αντι­στρέ­φει τα στε­ρε­ο­τυ­πι­κά αμε­ρι­κα­νι­κά πρό­τυ­πα και οι περι­θω­ρια­κοί εξυ­μνού­νται, μέσα από πρά­ξεις μεγα­λεί­ου. Ο για­τρός που ξεπερ­νά το πάθος του για το ποτό και ξεγεν­νά τη Λού­σι, σε ένα σταθ­μό στη μέση του που­θε­νά, η Ντά­λας που φρο­ντί­ζει μητέ­ρα και παι­δί σαν η μεγά­λη της αδελ­φή, ο Ρίγκο που ενώ μπο­ρεί να δρα­πε­τεύ­σει κάθε­ται για να βοη­θή­σει τους συνε­πι­βά­τες του στην επι­κεί­με­νη επί­θε­ση των Απά­τσι, ακό­μη και ο χαρ­το­παί­χτης Χάρτ­φιλντ, που συναρ­πα­σμέ­νος από την εύθραυ­στη ευγέ­νεια της Λού­σι, απο­γειώ­νει τον πλα­τω­νι­κό έρω­τα, δίνο­ντας τη ζωή του, είναι μερι­κές μόνο στιγ­μές ανθρω­πιάς και μεγα­λεί­ου των ανθρώ­πων που η αμε­ρι­κα­νι­κή υπο­κρι­σία και ο κυνι­σμός τους είχε κατα­τά­ξει στους από­βλη­τους. Μονα­δι­κή ένστα­ση η μονο­διά­στα­τη απει­κό­νι­ση των ινδιά­νων, που στο φιλμ είναι χρή­σι­μοι μόνο ως απει­λή. Αντι­θέ­τως, η ται­νία επι­φυ­λάσ­σει ένα άσχη­μο τέλος στον τρα­πε­ζί­τη, ο οποί­ος κατά δια­στή­μα­τα κηρύσ­σει την άτεγ­κτη συμπε­ρι­φο­ρά απέ­να­ντι στους υπο­λοί­πους, με έντο­νη αντι­κρα­τι­κι­στι­κή ρητο­ρία, απο­τυ­πώ­νο­ντας και μια τάση στο λαϊ­κό σινε­μά της επο­χής, που εξα­κο­λου­θού­σε να υπάρ­χει δέκα χρό­νια μετά το τέλος της Μεγά­λης Ύφε­σης του ’29, αλλά που συνέ­χι­ζε να στοι­χειώ­νει τον αμε­ρι­κα­νι­κό λαό.
Δεν είναι τυχαίο ότι η τελευ­ταία φρά­ση που ακού­γε­ται στην ται­νία και τη λέει ο σερί­φης διώ­χνο­ντας προς την ελευ­θε­ρία τον Ρίγκο και την Ντά­λας είναι: «Αυτοί σώθη­καν από την ευλο­γία του πολιτισμού»…

Πινακοθήκη Χαρακτήρων

Εκτός από τον Τζον Γου­έιν, που πραγ­μα­το­ποιεί την πρώ­τη του σημα­ντι­κή εμφά­νι­ση (παρό­τι είχε μια οκτα­ε­τία πολ­λών γου­έ­στερν στην πλά­τη του) και μπαί­νει επά­ξια στο κάδρο των μεγά­λων κινη­μα­το­γρα­φι­κών ηρώ­ων της Αμε­ρι­κής, όλοι οι πρω­τα­γω­νι­στές δίνουν το προ­σω­πι­κό τους στίγ­μα σε αυτή την μελε­τη­μέ­νη πινα­κο­θή­κη χαρα­κτή­ρων, υπό τη στι­βα­ρή διεύ­θυν­ση του Φορντ. Ο Τόμας Μίτσελ (δόκτορ Μπουν), που κέρ­δι­σε επά­ξια το Όσκαρ β ανδρι­κού ρόλου και που με τερά­στια οξυ­δέρ­κεια, μετα­μορ­φώ­νει μια απλώς ευχά­ρι­στη φιγού­ρα ενός μεθύ­στα­κα σε μια πολυ­διά­στα­τη προ­σω­πι­κό­τη­τα. Ο Άντι Ντι­βάιν (αμα­ξάς) δίνει τις κωμι­κές και ανά­λα­φρες ανά­σες ανά­με­σα στους χαρα­κτή­ρες, ο Τζον Καρα­ντάιν (Χάρτ­φιλντ) ολι­γό­λο­γος μοιά­ζει να ενώ­νει το σινε­μά του βωβού με εκεί­νο της νέας επο­χής, μονα­δι­κά, ενώ πολύ καλοί είναι και οι Τζον Μπάν­κροφτ (σερί­φης), Ντό­ναλντ Μικ (Σάμου­ελ). Οι δυο πρω­τα­γω­νί­στριες Κλερ Τρέ­βορ (Ντά­λας) και Λουίζ Πλατ (Λού­σι) χτί­ζουν θαυ­μά­σια τους ρόλους τους, ενώ η αλλη­λε­ξάρ­τη­σή τους κορυ­φώ­νε­ται και απο­γειώ­νε­ται στο τέλος.

Θα ήταν παρά­λει­ψη να μην ανα­φερ­θεί η σπου­δαία συμ­βο­λή του Ντά­ντλεϊ Νίκολς, που έγρα­ψε ένα υπο­δειγ­μα­τι­κό σενά­ριο, του μάστο­ρα Μπερτ Γκλέ­νον, που παρα­δί­δει μαθή­μα­τα με την κοφτε­ρή ασπρό­μαυ­ρη φωτο­γρα­φία του, του Ρίτσαρντ Χέι­γκ­μαν, με την υπο­βλη­τι­κή μου­σι­κή του, αλλά και των Ότο Λόβε­ρινγκ και Ντό­ρο­θι Σπέν­σερ στο μοντάζ.

Ο Πρωτοπόρος Τζον Φορντ

Ο Τζον Φορντ Ford (1894 — 1973), με το ιρλαν­δι­κό αίμα στις φλέ­βες του να βρά­ζει, υπήρ­ξε από τους πρω­το­πό­ρους του αμε­ρι­κα­νι­κού σινε­μά και ο μονα­δι­κός σκη­νο­θέ­της που έχει κερ­δί­σει τέσ­σε­ρις φορές το Όσκαρ Σκη­νο­θε­σί­ας. Βρέ­θη­κε στο Χόλι­γουντ από αμού­στα­κο παι­δί. Ήταν κομπάρ­σος στη φημι­σμέ­νη ται­νία «Γέν­νη­ση Ενός Έθνους» (1915) του Γκρί­φιθ, αλλά και παι­δί για όλες τις δου­λειές σε κινη­μα­το­γρα­φι­κές παρα­γω­γές, τότε που ξεκι­νού­σε η πιο λαμπρή περί­ο­δος του κινη­μα­το­γρά­φου. Υπήρ­ξε πριν τα 23 του χρό­νια, τεχνι­κός, βοη­θός καμε­ρα­μάν, μοντέρ, βοη­θός σκη­νο­θέ­τη και έκα­νε πάνω από 60 ται­νί­ες στην επο­χή του βωβού κινη­μα­το­γρά­φου (μέσα σε δέκα χρό­νια), απ’ τις οποί­ες, δυστυ­χώς, ελά­χι­στες έχουν διασωθεί.

Ο Φορντ απο­τε­λεί έναν από τους πέντε δέκα σκη­νο­θέ­τες — δάσκα­λους για τις επό­με­νες γενιές. Ήταν ένας σκη­νο­θέ­της που σπα­νί­ως κου­νού­σε την κινη­μα­το­γρα­φι­κή μηχα­νή, θα γρά­ψει ιστο­ρία για τα γενι­κά και μεσαία πλά­να του, το καδρά­ρι­σμά του, τις ανθρώ­πι­νες φιγού­ρες σε σχέ­ση με τα τοπία, ενώ όταν απο­φά­σι­σε να τοπο­θε­τή­σει την κάμε­ρα σε ράγες, αλλά­ζο­ντας ταχύ­τη­τα στα γου­έ­στερν του, έδω­σε τη δική του απά­ντη­ση στο τι σημαί­νει κινη­μα­το­γρα­φι­κός ρυθμός.

Το Ρεκόρ των Όσκαρ

Σε ιδιαι­τέ­ρως νεα­ρή ηλι­κία, τη δεκα­ε­τία του ’20 υπήρ­ξε πρό­ε­δρος της Ένω­σης των Σκη­νο­θε­τών, ενώ το πρώ­το του από τα τέσ­σε­ρα Όσκαρ, ήταν για την ται­νία του 1935 «Ο Κατα­δό­της», με τον υπέ­ρο­χο Μακ Λάγκλεν. Ένα εξπρε­σιο­νι­στι­κό αρι­στούρ­γη­μα και σίγου­ρα την καλύ­τε­ρη προ­πο­λε­μι­κή του ται­νία. Το δεύ­τε­ρο Όσκαρ το πήρε το 1940 για τα «Στα­φύ­λια της Οργής» (τι περί­ερ­γο, μια ται­νία που είναι επί­και­ρη ακό­μη και σήμε­ρα) με έναν συγκλο­νι­στι­κό Χέν­ρι Φόντα, ενώ το τρί­το Όσκαρ σκη­νο­θε­σί­ας το έλα­βε το 1941 για το αθά­να­το επι­κό δρά­μα «Η Κοι­λά­δα της Κατά­ρας». Το τελευ­ταίο Όσκαρ το πήρε το 1942 με το λυρι­κό δρά­μα «Ένας Ήσυ­χος Άνθρω­πος», μια νοσταλ­γι­κή ται­νία για την πατρί­δα του την Ιρλαν­δία, με τον Τζον Γου­έιν, σε έναν δια­φο­ρε­τι­κό ρόλο.

Ο Φορντ, που ήταν φοβε­ρά ιδιόρ­ρυθ­μος, σκλη­ρός, καβγα­τζής, πότης, προ­λη­πτι­κός, που αν άκου­γε κάποιον να βωμο­λο­χεί τον πέτα­γε έξω από τα πλα­τό, που δεν προ­σχε­δί­α­ζε ποτέ τα πλά­να του, εν αντι­θέ­σει με πολ­λούς άλλους μεγά­λους του κινη­μα­το­γρά­φου, εμπι­στευό­με­νος πάντα το ένστι­κτό του, γύρι­σε συνο­λι­κά πάνω από 120 ται­νί­ες, οι περισ­σό­τε­ρες ανα­γνω­ρί­σι­μες από τα πρώ­τα λεπτά ότι είναι δικές του, ενώ πολύ δύσκο­λα θα βρεις μία απο­τυ­χία, ένα φιλμ που θα σε αφή­σει αδιάφορο.

Ακέραιος Χαρακτήρας

Υπήρ­ξε ακέ­ραιος χαρα­κτή­ρας, πιστεύ­ο­ντας στην ανδρι­κή φιλία και σε αρχές, όπως η πίστη στον άνθρω­πο, ο σεβα­σμός στη φύση, η συντρο­φι­κό­τη­τα, το μεγα­λείο της θυσί­ας, η χρι­στια­νι­κή ηθι­κή και όχι η υπο­κρι­τι­κή ηθι­κο­λο­γία και ο δογ­μα­τι­σμός, ήταν αξί­ες που είδε να γκρε­μί­ζο­νται από μία νέα τάξη πραγ­μά­των, όταν βρι­σκό­ταν στην κινη­μα­το­γρα­φι­κή του ακμή. Έτσι μέσα από τις ται­νί­ες του έβρι­σκε πάντα την ευκαι­ρία να στη­λι­τεύ­σει με δρι­μύ­τη­τα την «ιδε­ο­λο­γία» του πλου­τι­σμού πάση θυσία, την εκμε­τάλ­λευ­ση του ανθρώ­που, τον και­ρο­σκο­πι­σμό, τον αμο­ρα­λι­σμό, αλλά και την επι­θε­τι­κή μανία κατά της φύσης, που τόσο αγά­πη­σε και ανέ­δει­ξε με τα μονα­δι­κά του πλάνα.

Δεν ήταν αρι­στε­ρός, μάλ­λον το αντί­θε­το, αλλά στά­θη­κε απέ­να­ντι ακό­μη και στον Μακαρ­θι­σμό. Χαρα­κτη­ρι­στι­κή ήταν η στά­ση του στην εκλο­γή προ­έ­δρου της Ένω­σης Σκη­νο­θε­τών, όταν έστει­λε στον αγύ­ρι­στο την κυρί­αρ­χη αντι­κο­μου­νι­στι­κή υστε­ρία και την ανθρω­πο­φα­γία της επο­χής, συμπα­ρα­στε­κό­με­νος στον Τζό­ζεφ Μαν­κί­ε­βιτς που είχε πάνω του το στίγ­μα του «φιλο­κομ­μου­νι­στή». Η ωραία και αλη­θι­νή ιστο­ρία έχει ως εξής: Σε συνε­δρί­α­ση του Σωμα­τεί­ου Αμε­ρι­κα­νών Σκη­νο­θε­τών, τη δεκα­ε­τία του ’50, που ήταν σε εξέ­λι­ξη, ο Φορντ κάθε­ται κάπου προς τα πίσω, φορώ­ντας τη γνω­στή τρα­γιά­σκα του, κάπνι­ζε την πίπα του και άκου­γε με όση υπο­μο­νή είχε το παρα­λή­ρη­μα του υπερ­συ­ντη­ρη­τι­κού Σεσίλ Ντε Μιλ για ώρα. Σε ένα χάσμα της ομι­λί­ας του Ντε Μιλ πήρε το λόγο και είπε «είμαι ο Τζον Φορντ και κάνω γου­έ­στερν. Σεσίλ άκου­σα προ­σε­κτι­κά ότι είπες και δεν μου άρε­σε καθό­λου. Κάτσε κάτω τώρα, να ψηφί­σου­με τον Μάν­κιε­βιτς και να πάμε στα σπί­τια μας». Έτσι κι έγινε.

Αυτός ήταν ο θρυ­λι­κός Τζον Φορντ, ο οποί­ος τίμη­σε την επο­χή στην οποία ανδρώ­θη­κε, την κλη­ρο­νο­μιά που άφη­σαν πίσω τους οι άνθρω­ποι της ερή­μου, που απο­θέ­ω­σε τον ανδρι­σμό, αλλά έκα­νε και τα λάθη του, ιδί­ως με τις ται­νί­ες που έδει­χνε τους ινδιά­νους ως την απει­λή ενός πολι­τι­σμού, που γνώ­ρι­ζε ότι έκα­νε μεγά­λο κακό.

Αυτό προ­σπά­θη­σε να το αλλά­ξει από ένα σημείο και μετά («Το Δει­λι­νό της Μεγά­λης Σφα­γής», «Η Αιχ­μά­λω­τη της Ερή­μου») κάνο­ντας την αυτο­κρι­τι­κή του και ανα­δει­κνύ­ο­ντας το άσχη­μο και απάν­θρω­πο παι­χνί­δι που έπαι­ξαν μαζί τους οι λευ­κοί, κυρί­ως οι στρα­το­κρά­τες και οι πολι­τι­κοί. Φυσι­κά, πέρα από τα καλ­λι­τε­χνι­κά του επι­τεύγ­μα­τα, είναι και ο σκη­νο­θέ­της που έκα­νε τον Τζον Γου­έιν ηθο­ποιό, ένα μύθο για την Αμε­ρι­κή, παρό­τι θα ήθε­λε πολ­λές φορές να του σπά­σει τα μού­τρα, για τα υπερ­συ­ντη­ρη­τι­κά, στα όρια της υστε­ρί­ας, πιστεύω του. Πέρα­σαν, όμως, πολ­λά μαζί και ήταν φίλος του. Αυτός όμως ήταν και ο χαρα­κτή­ρας του Τζον Φορντ, ο άνθρω­πος που έκα­νε γου­έ­στερν και η συμ­βο­λή του ήταν τερά­στια στο να εντα­χθεί το σινε­μά στις τέχνες.

Πηγή: Zugla / AΠΕ — ΜΠΕ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο