Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μάργκαρετ Θάτσερ: Ορκισμένη εχθρός της εργατικής τάξης, σύμβολο καπιταλιστικής βαρβαρότητας

Γρά­φει ο Νίκος Μότ­τας //

Στις 8 Απρί­λη συμπλη­ρώ­θη­καν 5 χρό­νια από το θάνα­το της «Σιδη­ράς Κυρί­ας» της βρε­τα­νι­κής πολι­τι­κής, της Μάρ­γκα­ρετ Θάτσερ. Οι αυθόρ­μη­τοι πανη­γυ­ρι­σμοί σε λαϊ­κές γει­το­νιές βρε­τα­νι­κών πόλε­ων την ημέ­ρα της ανα­κοί­νω­σης του θανά­του της, στις 8 Απρί­λη 2013, δεν ήταν διό­λου τυχαί­οι — στο διά­βα της πολι­τι­κής της πορεί­ας η «βαρώ­νη» Θάτσερ πολέ­μη­σε όσο λίγοι την εργα­τι­κή τάξη και τα λαϊ­κά στρώ­μα­τα. Πρω­θυ­πουρ­γός της Βρε­τα­νί­ας απ’ το 1979 ως το 1990, έμει­νε στην ιστο­ρία για την στα­θε­ρή προ­σή­λω­ση της στην πολι­τι­κή γραμ­μή των εκτε­τα­μέ­νων ιδιω­τι­κο­ποι­ή­σε­ων, την άγρια κατα­στο­λή των απερ­γιών και του εργα­τι­κού κινή­μα­τος και τον ιμπε­ρια­λι­στι­κό πόλε­μο στα νησιά Φώκλαντ (Μαλ­βί­νας) το 1982. 

Για να αντι­λη­φθού­με το φαι­νό­με­νο Μάρ­γκα­ρετ Θάτσερ, πρέ­πει πρώ­τα να δού­με το πολι­τι­κό και κοι­νω­νι­κό πλαί­σιο μέσα στο οποίο ανα­πτύ­χθη­κε. Η άνο­δος της «Σιδη­ράς Κυρί­ας» στην εξου­σία ήλθε ως από­το­κο των ενδο­κα­πι­τα­λι­στι­κών ανα­διαρ­θρώ­σε­ων που έλα­βαν χώρα τη δεκα­ε­τία του 1970 στη Βρε­τα­νία και ευρύ­τε­ρα στην Ευρώ­πη. Αυτές οι ανα­διαρ­θρώ­σεις υπήρ­ξαν το προ­οί­μιο του νεο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού που θα ακο­λου­θού­σε τις επό­με­νες δεκα­ε­τί­ες, της άγριας, ολο­μέ­τω­πης επί­θε­σης του καπι­τα­λι­στι­κού συστή­μα­τος ενά­ντια στην εργα­τι­κή τάξη.

Κατά την περί­ο­δο μετά το Β’ Παγκό­σμιο Πόλε­μο, ως απο­τέ­λε­σμα των ενδοι­μπε­ρια­λι­στι­κών ανα­κα­τα­τά­ξε­ων αλλά και του γεγο­νό­τος ότι βρι­σκό­ταν στο στρα­τό­πε­δο των νικη­τών, η Βρε­τα­νία γνώ­ρι­σε μια περί­ο­δο σχε­τι­κής καπι­τα­λι­στι­κής ανά­πτυ­ξης. Παρ’ ότι η χώρα βγή­κε λαβω­μέ­νη απ’ τον πόλε­μο, οι δεκα­ε­τί­ες του 1950 και 1960 έδω­σαν την ευκαι­ρία στο βρε­τα­νι­κό κεφά­λαιο να ανα­συ­ντα­χθεί και να δια­τη­ρή­σει στα­θε­ρά επί­πε­δα ανά­πτυ­ξης. Στα τέλη της δεκα­ε­τί­ας του 1960 παρα­τη­ρή­θη­καν τα πρώ­τα σοβα­ρά συμ­πτώ­μα­τα μεί­ω­σης της ισχύ­ος του βρε­τα­νι­κού καπι­τα­λι­σμού σε διε­θνές επί­πε­δο – η Βρε­τα­νία έμοια­ζε να είναι ο αδύ­να­μος κρί­κος του καπι­τα­λι­στι­κού συστή­μα­τος, με μειω­μέ­να ποσο­στά ανά­πτυ­ξης και υψη­λό πλη­θω­ρι­σμό. Μέχρι τις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του ’70 η χώρα είχε βρε­θεί στην πιο σημα­ντι­κή οικο­νο­μι­κή κρί­ση της μετα­πο­λε­μι­κής περιό­δου. Με την άνο­δο της ανερ­γί­ας διο­γκώ­θη­κε η αντί­δρα­ση σημα­ντι­κού μέρους της βρε­τα­νι­κής εργα­τι­κής τάξης η οποία έβλε­πε τις κυβερ­νή­σεις να επι­χει­ρούν ολο­έ­να και περισ­σό­τε­ρο τη μετα­τό­πι­ση του βάρους της κρί­σης σε αυτήν. 

Το 1972 σημειώ­θη­καν μεγά­λες απερ­για­κές κινη­το­ποι­ή­σεις από ναυ­τερ­γά­τες και μεταλ­λω­ρύ­χους, με τους δεύ­τε­ρους να πρω­τα­γω­νι­στούν σε μαζι­κές απερ­γί­ες δύο χρό­νια αργό­τε­ρα, το 1974. Καθώς η θέση της βρε­τα­νι­κής αστι­κής τάξης στο διε­θνές καπι­τα­λι­στι­κό στε­ρέ­ω­μα κλει­δω­νί­ζο­νταν, η κατα­στο­λή ενά­ντια στις εργα­τι­κές κινη­το­ποι­ή­σεις γινό­ταν ολο­έ­να και αγριό­τε­ρη. Την ίδια περί­ο­δο, σε διε­θνές επί­πε­δο και με επί­κε­ντρο τις ΗΠΑ, λάμ­βα­ναν χώρα σημα­ντι­κές ενδο­κα­πι­τα­λι­στι­κές αλλα­γές ανα­φο­ρι­κά με το μείγ­μα αντι­με­τώ­πι­σης της κρί­σης υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης: το «κεϋν­σια­νό» μοντέ­λο καπι­τα­λι­στι­κής δια­χεί­ρι­σης έδι­νε τη θέση του στη θεω­ρία του μονε­τα­ρι­σμού, της επο­νο­μα­ζό­με­νης «Σχο­λής του Σικά­γο», που αργό­τε­ρα θα μετου­σιώ­νο­νταν στις λεγό­με­νες νεο­φι­λε­λεύ­θε­ρες πολιτικές.

Όσο οι κυβερ­νή­σεις των Εργα­τι­κών (Ουίλ­σον, Κάλα­χαν) αδυ­να­τού­σαν να δώσουν λύση στο οικο­νο­μι­κό αδιέ­ξο­δο, τόσο η βρε­τα­νι­κή αστι­κή τάξη προ­σα­να­το­λί­ζο­νταν σε μια επι­λο­γή που θα δια­σφά­λι­ζε, χωρίς παρε­νέρ­γειες για τα συμ­φέ­ρο­ντα της, την ανά­καμ­ψη των κερ­δών της. Το 1976 η κυβέρ­νη­ση του Τζέ­ημς Κάλα­χαν απο­φά­σι­σε να προ­σφύ­γει στο Διε­θνές Νομι­σμα­τι­κό Ταμείο για δανειο­δό­τη­ση – η κίνη­ση αυτή είχε σημα­ντι­κές επι­πτώ­σεις: Οι Εργα­τι­κοί όφει­λαν να εφαρ­μό­σουν σκλη­ρή δημο­σιο­νο­μι­κή πολι­τι­κή, να περι­κό­ψουν μεγά­λο μέρος των δημό­σιων παρο­χών και να περά­σουν νέα αντερ­γα­τι­κά μέτρα. Η πολι­τι­κή αυτή από­φα­ση τους έφε­ρε σε ευθεία σύγκρου­ση με τα εργα­τι­κά συν­δι­κά­τα τα οποία έβλε­παν την – υπο­τι­θέ­με­νη – προ­ο­δευ­τι­κή παρά­τα­ξη να επι­χει­ρεί απρο­κά­λυ­πτα την επα­νά­καμ­ψη της οικο­νο­μί­ας προς όφε­λος του βρε­τα­νι­κού καπι­τα­λι­σμού, φορ­τώ­νο­ντας το βάρος στα εργα­τι­κά λαϊ­κά στρώ­μα­τα. Το Εργα­τι­κό Κόμ­μα, έχο­ντας διαρ­ρή­ξει από και­ρό τους δεσμούς του με σημα­ντι­κό μέρος της εργα­τι­κής τάξης, προ­κά­λε­σε με την πολι­τι­κή του κύμα απερ­για­κών κινη­το­ποι­ή­σε­ων (1979). Τότε υπήρ­ξε η χρυ­σή ευκαι­ρία των Συντη­ρη­τι­κών να επα­νέλ­θουν στην εξου­σία δρι­μύ­τε­ροι. Με νέα αρχη­γό τη Μάρ­γκα­ρετ Θάτσερ οι Τόρις «πάτη­σαν» πάνω στην αντι­λαϊ­κή πολι­τι­κή των Εργα­τι­κών, κατη­γό­ρη­σαν τα συν­δι­κά­τα για τη χαο­τι­κή κατά­στα­ση και ανέ­λα­βαν να βγά­λουν το βρε­τα­νι­κό Κεφά­λαιο απ’ την κρί­ση δια­σώ­ζο­ντας τα κέρ­δη του με κάθε κόστος. 

Κερ­δί­ζο­ντας τις εκλο­γές της 3ης Μάη 1979 η Θάτσερ ξεκί­νη­σε έναν ανη­λεή πόλε­μο ενά­ντια στην εργα­τι­κή τάξη της Βρε­τα­νί­ας με στό­χο να επι­βάλ­λει ένα νέο μοντέ­λο καπι­τα­λι­στι­κής δια­χεί­ρι­σης: εκτε­τα­μέ­νες ιδιω­τι­κο­ποι­ή­σεις, περιο­ρι­σμό του κρά­τους στην οικο­νο­μία (ώστε τα μονο­πώ­λια να έχουν το ελεύ­θε­ρο στην άκρα­τη κερ­δο­σκο­πία), ξερί­ζω­μα των δομών του κοι­νω­νι­κού κρά­τους, αντερ­γα­τι­κές μεταρ­ρυθ­μί­σεις προς όφε­λος του μεγά­λου Κεφα­λαί­ου και των εργοδοτών.

Αστυνομικές δυνάμεις καταδιώκουν εργαζόμενους, κατά τη διάρκεις των μεγάλων απεργιών 1984-85.

Αστυ­νο­μι­κές δυνά­μεις κατα­διώ­κουν εργα­ζό­με­νους, κατά τη διάρ­κεια των μεγά­λων απερ­γιών 1984–85.

Μια απ’ τις βασι­κό­τε­ρες παρα­μέ­τρους του «θατσε­ρι­σμού» υπήρ­ξε η μεθο­δευ­μέ­νη προ­σπά­θεια διά­λυ­σης των εργα­τι­κών συν­δι­κά­των. Πως άλλω­στε θα θριάμ­βευε η πολι­τι­κή της ελεύ­θε­ρης οικο­νο­μί­ας (της κερ­δο­φο­ρί­ας του κεφα­λαί­ου) εάν δεν απο­νευ­ρώ­νο­νταν πλή­ρως οι ισχυ­ροί θύλα­κες αντί­στα­σης της εργα­τι­κής τάξης; Η κυβέρ­νη­ση των Συντη­ρη­τι­κών ξεκί­νη­σε από τα πιο αδύ­να­μα συν­δι­κά­τα και στα­δια­κά κήρυ­ξε τον πόλε­μο στις πλέ­ον ισχυ­ρές εργα­τι­κές ενώ­σεις, όπως αυτή των μεταλ­λω­ρύ­χων της Βρε­τα­νί­ας. Η πολι­τι­κή της κυβέρ­νη­σης Θάτσερ οδή­γη­σε σε εξα­θλί­ω­ση τα λαϊ­κά στρώμ­μα­τα της χώρας, ανα­γκά­ζο­ντας μεγά­λο μέρος της νεο­λαί­ας να εξε­γερ­θεί, όπως συνέ­βη στο Λίβερ­πουλ, το Μάν­τσε­στερ αλλά και το Λον­δί­νο το 1981. Την ίδια περί­ο­δο που η βρε­τα­νι­κή πλου­το­κρα­τία έπαιρ­νε «τα πάνω της», οι λαϊ­κές μάζες βιο­μη­χα­νι­κών πόλε­ων όπως το Λίβερ­πουλ βυθί­ζο­νταν στην ανέ­χεια και την ανασφάλεια. 

Το αντί­δο­το στο κύμα λαϊ­κής δυσα­ρέ­σκειας ήταν ένας ιμπε­ρια­λι­στι­κός πόλε­μος με «πατριω­τι­κό προ­σω­πείο», ο οποί­ος θα μπο­ρού­σε να λει­τουρ­γή­σει και απο­προ­σα­να­το­λι­στι­κά για μεγά­λο τμή­μα των βρε­τα­νών. Η ένο­πλη ανά­μει­ξη της βρε­τα­νι­κής κυβέρ­νη­σης στα νησιά Φώκλαντ, η στρα­τιω­τι­κή σύρ­ρα­ξη με την Αργε­ντι­νή αλλά και η άκαμ­πτη, αποι­κιο­κρα­τι­κού-τύπου στά­ση του Λον­δί­νου στο θέμα της Βόρειας Ιρλαν­δί­ας είχαν ως στό­χο να σηκώ­σουν απ’ το λήθαρ­γο τον μικρο­α­στι­κό πατριω­τι­σμό των βρε­τα­νών. Είναι άλλω­στε συχνό φαι­νό­με­νο στην σύγ­χρο­νη ιστο­ρία βαθιά αντι­δρα­στι­κές αντι­λαϊ­κές κυβερ­νή­σεις να εμπλέ­κο­νται σε ιμπε­ρια­λι­στι­κούς πολέ­μους προ­κει­μέ­νου να απο­προ­σα­να­το­λί­σουν τα λαϊ­κά στρώ­μα­τα από τη βαρ­βα­ρό­τη­τα της ταξι­κής επί­θε­σης που έχουν εξα­πο­λύ­σει, στο εσω­τε­ρι­κό της χώρας, ενά­ντια σε αυτά. Σε αυτήν της την προ­σπά­θεια η «Σιδη­ρά Κυρία» δεν θα μπο­ρού­σε να βρει καλύ­τε­ρο σύμ­μα­χο απ’ τον τότε πρό­ε­δρο των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρίγκαν.

Αφίσα του 1981 ενάντια στην πολιτική Θάτσερ απέναντι στους ιρλανδούς αγωνιστές-απεργούς πείνας.

Αφί­σα του 1981 ενά­ντια στην πολι­τι­κή Θάτσερ απέ­να­ντι στους βορειοιρ­λαν­δούς αγω­νι­στές-απερ­γούς πείνας.

Η κυβέρ­νη­ση της Θάτσερ κατέ­στει­λε με πρω­το­φα­νή αγριό­τη­τα τις μεγα­λειώ­δεις κινη­το­ποι­ή­σεις των μεταλ­λω­ρύ­χων την περί­ο­δο 1984–85. Το μήνυ­μα που ουσια­στι­κά ήθε­λε να περά­σει η βρε­τα­νι­κή κυβέρ­νη­ση ήταν πως θα έδει­χνε μηδε­νι­κή ανο­χή σε κάθε προ­σπά­θεια εργα­τι­κής, λαϊ­κής αντί­στα­σης στη νεο­φι­λε­λεύ­θε­ρη λαί­λα­πα. «Αντι­λη­φθή­κα­με», σημεί­ω­νε ο Μικ Μακ­Γκά­χεϊ, αντι­πρό­ε­δρος της Ένω­σης Μεταλ­λω­ρύ­χων Βρε­τα­νί­ας την περί­ο­δο 1972–1987, «την απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα της κυβέρ­νη­σης των Συντη­ρη­τι­κών να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει την κρα­τι­κή μηχα­νή ενα­ντί­ον μας. Προ­κει­μέ­νου να δια­λύ­σει το κοι­νω­νι­κό κρά­τος έπρε­πε να δια­λύ­σει το εργα­τι­κό κίνη­μα και χρειά­στη­κε να επι­τε­θεί πρώ­τα στους μεταλ­λω­ρύ­χους». Ο στό­χος δεν ήταν άλλος απ’ τη δημιουρ­γία ενός οικο­νο­μι­κού και κοι­νω­νι­κού περι­βάλ­λο­ντος που θα ευνο­ού­σε, κατά το μέγι­στο δυνα­τό τρό­πο, την κερ­δο­φο­ρία των μονο­πω­λί­ων. Σε αυτό το πλαί­σιο αυξή­θη­καν κατα­κό­ρυ­φα τα κέρ­δη των τρα­πε­ζι­τών του λον­δρέ­ζι­κου City, ενώ πλα­τιά λαϊ­κά στρώ­μα­τα φτω­χο­ποι­ή­θη­καν με γορ­γούς ρυθμούς.

Για τους υπέρ­μα­χους της ελεύ­θε­ρης αγο­ράς, της εκμε­τάλ­λευ­σης και του καπι­τα­λι­σμού η Θάτσερ υπήρ­ξε μια «πετυ­χη­μέ­νη πολι­τι­κός» — μια «εμπνευ­σμέ­νη μεταρ­ρυθ­μί­στρια» όπως είχε γρά­ψει, προ πεντα­ε­τί­ας, στο βιβλίο συλ­λυ­πη­τη­ρί­ων της βρε­τα­νι­κής πρε­σβεί­ας ο τότε πρω­θυ­πουρ­γός Αντώ­νης Σαμα­ράς. Η Θάτσερ υπήρ­ξε πράγ­μα­τι πετυ­χη­μέ­νη. Όχι βέβαια για το λαό, αλλά για το βρε­τα­νι­κό Κεφά­λαιο, από αυτήν την άπο­ψη «πέτυ­χε» ο λεγό­με­νος «θατσε­ρι­σμός». Η «Σιδη­ρά Κυρία» υπήρ­ξε όντως μια «εμπνευ­σμέ­νη μεταρ­ρυθ­μί­στρια»: έκα­νε το καλύ­τε­ρο δυνα­τό για να ενι­σχύ­σει την κερ­δο­φο­ρία των καπι­τα­λι­στών, να δια­λύ­σει εργα­τι­κά κεκτη­μέ­να, να ρημά­ξει τη βρε­τα­νι­κή εργα­τι­κή τάξη και να επι­βά­λει ένα μοντέ­λο πολι­τι­κής που θέτει ως πρώ­τη προ­τε­ραιό­τη­τα την εκμε­τάλ­λευ­ση ανθρώ­που από άνθρωπο.

Τα απο­τε­λέ­σμα­τα για το λαό της Βρε­τα­νί­ας ήταν ασφα­λώς οδυ­νη­ρά. Οι κοι­νω­νι­κές ανι­σό­τη­τες διευ­ρύν­θη­καν σημα­ντι­κά, η οικο­νο­μία της χώρας αφέ­θη­κε στα νύχια των μονο­πω­λί­ων και των τρα­πε­ζι­τών ενώ τα ποσο­στά ανερ­γί­ας πήραν την ανιού­σα. Σε όλη τη χώρα, αλλά ιδιαί­τε­ρα στις λαϊ­κές, εργα­τι­κές συνοι­κί­ες, υπήρ­ξε αύξη­ση της εγκλη­μα­τι­κό­τη­τας και εκτε­τα­μέ­νο εμπό­ριο ναρ­κω­τι­κών ως απο­τέ­λε­σμα της κοι­νω­νι­κής κατάρ­ρευ­σης που επέ­φε­ρε η πολι­τι­κή Θάτσερ.

Την ίδια περί­ο­δο (1980–1990) που οι μεγά­λοι επι­χει­ρη­μα­τι­κοί όμι­λοι και οι βρε­τα­νι­κές πολυ­ε­θνι­κές συσ­σώ­ρευαν κέρ­δη, η φτώ­χεια του πλη­θυ­σμού αυξά­νο­νταν. Το 1978 – ένα χρό­νο πριν την εκλο­γή της Θάτσερ στην πρω­θυ­πουρ­γία – το ποσο­στό του πλη­θυ­σμού που βρί­σκο­νταν κάτω απ’ το 60% του μέσου ετή­σιου εισο­δή­μα­τος ήταν περί­που 13%. Το 1980 είχε εκτι­να­χθεί πάνω από 15%, το 1988 είχε ξεπε­ρά­σει το 20% και το 1990 (χρο­νιά που η Θάτσερ παραι­τή­θη­κε) άγγι­ζε το 22.2% του πλη­θυ­σμού. Ταυ­τό­χρο­να με την αύξη­ση της ανερ­γί­ας και της φτώ­χειας στα ευρύ­τε­ρα λαϊ­κά στρώμ­μα­τα, συνε­χί­ζο­νταν το ξεπού­λη­μα της δημό­σιας περιου­σί­ας σε μεγά­λους επι­χει­ρη­μα­τι­κούς ομί­λους. Κατά τη διάρ­κεια της θητεί­ας της Μ.Θάτσερ ιδιω­τι­κο­ποι­ή­θη­καν, μετα­ξύ άλλων, κολοσ­σοί όπως: Britoil (1982), Associated British Ports (1983), Enterprise Oil (1984), Jaguar (1984), British Telecom (1984), British Gas (1986), British Airways (1987), Rolls-Royce (1987), Βρε­τα­νι­κή Χαλυ­βουρ­γία (1988), Δημό­σια Επι­χεί­ρη­ση Ηλε­κτρι­σμού (1990).

Από τις ιδιω­τι­κο­ποι­ή­σεις προ­έ­κυ­ψαν εκα­το­ντά­δες χιλιά­δες νέοι άνερ­γοι και το μεγά­λο Κεφά­λαιο βρή­κε πρό­σφο­ρο έδα­φος για επεν­δύ­σεις και νέο κύκλο κερ­δο­φο­ρί­ας. Οι ηγέ­τες του Εργα­τι­κού Κόμ­μα­τος, που είχε ηττη­θεί το 1979, «ένι­πταν τας χεί­ρας τους», ως πολι­τι­κοί πόντιοι πιλά­τοι, όταν η κυβέρ­νη­ση της Θάτσερ επι­χει­ρού­σε τη διά­λυ­ση των εργα­τι­κών σωμα­τεί­ων και το ξεπού­λη­μα των εται­ρειών στους καρ­χα­ρί­ες του μεγά­λου κεφα­λαί­ου. Η θρυ­λι­κή απερ­γία των μεταλ­λω­ρύ­χων την περί­ο­δο 1984–85 δεν βρή­κε καμία υπο­στή­ρι­ξη ούτε απ’ τους Εργα­τι­κούς του Νέιλ Κίνοκ, ούτε απ’ την Γενι­κή Συνο­μο­σπον­δία Εργα­τών. Η βρε­τα­νι­κή σοσιαλ­δη­μο­κρα­τία – αυτή που μια δεκα­ε­τία αργό­τε­ρα θα εκφρά­ζο­νταν απ’ τον Τόνυ Μπλερ – απο­δεί­χθη­κε περί­τρα­να όχι μόνο παρά­τα­ξη των συμ­φε­ρό­ντων του Κεφα­λαί­ου, αλλά άξιο πολι­τι­κό τέκνο του θατσε­ρι­κού νεο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού. Την πεπα­τη­μέ­νη της Θάτσερ άλλω­στε ακο­λού­θη­σε η κεντρώα κυβέρ­νη­ση του Μπλερ, σε ένα βαθιά αντι­λαϊ­κό πρό­γραμ­μα που για επι­κοι­νω­νια­κούς λόγους- και με σκο­πό τον εγκλω­βι­σμό εργα­τι­κών λαϊ­κών μαζών- ονο­μά­στη­κε «Τρί­τος Δρόμος».

Με τον στενό της φίλο, τον χιλιανό δικτάτορα Αουγούστο Πινοσέτ.

Με τον στε­νό της φίλο, τον χασά­πη του λαού της Χιλής, δικτά­το­ρα Αου­γού­στο Πινοσέτ.

Η Μάρ­γκα­ρετ Θάτσερ υπήρ­ξε γνή­σια πολι­τι­κή εκπρό­σω­πος του βρε­τα­νι­κού καπι­τα­λι­στι­κού συστή­μα­τος. Τόσο στην εσω­τε­ρι­κή όσο και στην εξω­τε­ρι­κή πολι­τι­κή, η πολι­τι­κή της Θάτσερ είχε το δικό της ρόλο στις ενδοϊ­μπε­ρια­λι­στι­κές ανα­κα­τα­τά­ξεις που έλα­βαν χώρα στη παγκό­σμια πολι­τι­κή σκη­νή τη δεκα­ε­τία του ’80. Απο­τέ­λε­σε δε, κατά κάποιον τρό­πο, προ­οί­μιο όσων ακο­λού­θη­σαν τις επό­με­νες δύο δεκα­ε­τί­ες: το θρί­αμ­βο της αντε­πα­νά­στα­σης στην ΕΣΣΔ (με την περε­στρόϊ­κα του φίλου της Θάτσερ, Μιχα­ήλ Γκορ­μπα­τσώφ), την ευρω­παϊ­κή συν­θή­κη του Μάα­στριχτ (1992) και τον βαθύ­τα­τα αντι­λαϊ­κό-αντερ­γα­τι­κό χαρα­κτή­ρα της, την αιμα­τη­ρή ιμπε­ρια­λι­στι­κή ανά­μει­ξη του ΝΑΤΟ στη Γιου­γκο­σλα­βία και αργό­τε­ρα το Ιράκ, την πλή­ρη απε­λευ­θέ­ρω­ση των χρη­μα­τι­στι­κών αγο­ρών από την κυβέρ­νη­ση Μπ. Κλί­ντον (1998) με την κατάρ­γη­ση του δια­χω­ρι­σμού μετα­ξύ εμπο­ρι­κών και επεν­δυ­τι­κών τραπεζών. 

Αν είναι κάτι που, εν τέλει, συμ­βο­λί­ζει ο λεγό­με­νος «θατσε­ρι­σμός» αυτό είναι το ασι­γα­στο ταξι­κό μίσος της αστι­κής τάξης, του κεφα­λαί­ου, για την εργα­τι­κή τάξη. Και προ­κει­μέ­νου να καθυ­πο­τά­ξει την εργα­τι­κή τάξη χρη­σι­μο­ποιεί όλα τα μέσα – συμ­μα­χεί με αιμο­στα­γείς φασί­στες τύπου Πινο­σέτ και απάν­θρω­πα καθε­στώ­τα (άπαρτ­χαιντ Νότιας Αφρι­κής), μάχε­ται με αγριό­τη­τα ενά­ντια σε απε­λευ­θε­ρω­τι­κά κινή­μα­τα (Βόρειος Ιρλαν­δία), υφαρ­πά­ζει τον πλού­το της κοι­νω­νί­ας και τον δωρί­ζει στους καπι­τα­λι­στι­κούς αλι­γά­το­ρες, βυθί­ζει στην ανυ­πο­λη­ψία και την από­γνω­ση εργα­ζό­με­νους, μειο­νό­τη­τες και μη προ­νο­μιού­χα στρώ­μα­τα. Αυτή υπήρ­ξε η κλη­ρο­νο­μιά του θατσε­ρι­σμού, την οποία η εργα­τι­κή τάξη της Βρε­τα­νί­ας και ολό­κλη­ρου του κόσμου δεν πρό­κει­ται να ξεχά­σει. Μια κλη­ρο­νο­μιά που ουσια­στι­κά αντι­κα­το­πτρί­ζει τη βάρ­βα­ρη φύση του Καπι­τα­λι­σμού, του εκμε­ταλ­λευ­τι­κού εκεί­νου συστή­μα­τος που γεν­νά­ει κρί­σεις, φτώ­χεια, ανερ­γία και πολέμους. 

__________________________________________________________________________________________________

Νίκος Μόττας Γεννήθηκε το 1984 στη Θεσσαλονίκη. Είναι υποψήφιος διδάκτορας (Phd) Πολιτικής Επιστήμης, Διεθνών Σχέσεων και Ιστορίας. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες από το Πανεπιστήμιο Westminster του Λονδίνου και είναι κάτοχος δύο μεταπτυχιακών τίτλων (Master of Arts) στις διπλωματικές σπουδές (Παρίσι) και στις διεθνείς διπλωματικές σχέσεις (Πανεπιστήμιο Τελ Αβίβ). Άρθρα του έχουν δημοσιευθεί σε ελληνόφωνα και ξενόγλωσσα μέσα.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο