Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Nanni Balestrini “Vogliamo tutto”! (Τα θέλουμε όλα)

Έφυ­γε από τη ζωή, ένα «μεγά­λο» όνο­μα της ιτα­λι­κής λογο­τε­χνί­ας, καλ­λι­τε­χνι­κά και πολι­τι­κά αμφι­λε­γό­με­νο που ‑θυμί­ζου­με, απο­τέ­λε­σε και ιδρυ­τι­κό μέλος της οργά­νω­σης «Potere Operaio» (Εργα­τι­κή Εξου­σία), ενώ από το 1973 συμ­με­τεί­χε στο κίνη­μα της «Autonomia Operaia» (Εργα­τι­κή Αυτο­νο­μία). Μια ανά­λυ­ση του πολι­τι­κού κλί­μα­τος της επο­χής, σε σχέ­ση και με την ορι­στι­κή στρο­φή του ΚΚ Ιτα­λί­ας προς το ρεφορ­μι­σμό — ευρω­κομ­μου­νι­σμό κλπ (compromesso storico |> «ιστο­ρι­κός συμ­βι­βα­σμός») μπο­ρεί­τε να δεί­τε εδώ |> Ατέ­χνως — Η σφα­γή στην Piazza Fontana

nanni balestrini vogliamo tutto les terroristes 1983Γεν­νη­μέ­νος (στο Μιλά­νο) το 1935, πρω­το­δη­μο­σιεύ­ει ποι­ή­μα­τα το 1953 και στις αρχές της δεκα­ε­τί­ας το ’60 συμ­με­τεί­χε στην ίδρυ­ση της λογο­τε­χνι­κής ομά­δας Gruppo 63 (ΣΣ |> πίσω το ακρω­νύ­μιο κρύ­βε­ται ένα «αυθόρ­μη­το» κίνη­μα μικρο­α­στι­κής ανυ­πο­μο­νη­σί­ας -στον αντί­πο­δα της δια­λε­κτι­κής, που κατά τον ίδιο και τον Alfredo Giuliani «αφο­ρά ακό­μη και αξιο­πρε­πή έργα αλλά που στε­ρού­νται ζωτι­κό­τη­τας, την τελευ­ταία φωτο­βο­λί­δα του νεο­ρε­α­λι­σμού στη λογο­τε­χνία, μια λιτή λαϊ­κι­στι­κή ηχώ της μεγά­λης κινη­μα­το­γρα­φι­κής επο­χής των Rossellini και De Sica»). Η «ομά­δα 63» που χαρα­κτη­ρί­ζε­ται ως «νεο-πρω­το­πο­ρια­κή για να δια­φο­ρο­ποι­η­θεί από τις ιστο­ρι­κές πρω­το­πο­ρί­ες του εικο­στού αιώ­να», ιδρύ­θη­κε ‑όχι τυχαία, στο Παλέρ­μο και όχι στον βιο­μη­χα­νι­κό βορ­ρά τον Οκτώ­βρη του 1963 μετά από μια διά­σκε­ψη που πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε στο Solunto από μερι­κούς νέους δια­νο­ού­με­νους, που εξα­κο­λου­θούν να συν­δέ­ο­νται σε παρα­δο­σια­κά μοντέ­λα τυπι­κά της δεκα­ε­τί­ας του ’50, μετα­ξύ αυτών ο Luigi Nono (που μάλι­στα πρό­τει­νε το πρό­τυ­πο της ομά­δας 47, ένα πολι­τι­στι­κό κίνη­μα που γεν­νή­θη­κε στο Μόνα­χο το 1947). Η ομά­δα περιε­λάμ­βα­νε λίγο απ’ όλα ‑ποι­η­τές, συγ­γρα­φείς, κρι­τι­κούς και επι­στή­μο­νες, κινού­με­νους «από την επι­θυ­μία να πει­ρα­μα­τι­στούν με νέες μορ­φές έκφρα­σης, σπά­ζο­ντας τα παρα­δο­σια­κά πρό­τυ­πα» που, σε μια προ­σπά­θεια παντρέ­μα­τος μαρ­ξι­σμού και «strutturalismo», (ΣΣ |> struttura = δομή, διάρ­θρω­ση, διά­τα­ξη) χωρίς να δίδει κανό­νες (η ομά­δα δεν είχε ποτέ δικό της μανι­φέ­στο), «δημιούρ­γη­σε έργα από­λυ­της ελευ­θε­ρί­ας περιε­χο­μέ­νου, χωρίς συγκε­κρι­μέ­νη πλο­κή» που «χαρα­κτη­ρί­ζε­ται από μια μαχη­τι­κή κοι­νω­νι­κή δέσμευ­ση» αλλά «σε κάθε περί­πτω­ση αμφι­σβη­τεί και απορ­ρί­πτει τις τυπι­κές μορ­φές του νεο­ρε­α­λι­στι­κού μυθι­στο­ρή­μα­τος και της παρα­δο­σια­κής ποί­η­σης, επι­διώ­κο­ντας μια πει­ρα­μα­τι­κή έρευ­να γλωσ­σι­κών μορ­φών και περιεχομένων»

.Nanni Balestrini 1973

Vogliamo tutto” (Τα θέλου­με όλα) …

H ιστο­ρία ενός εργά­τη που έφτα­σε από το Νότο στην Fiat που βρί­σκο­νταν σε ανα­βρα­σμό, η ιστο­ρία της ανα­κά­λυ­ψης της μητρό­πο­λης, της βίας και της κατα­πί­ε­σης του καπι­τα­λι­σμού, της προ­λε­τα­ρια­κής κοι­νό­τη­τας που σχη­μα­τί­ζε­ται, της εξέ­γερ­σης που ξετυ­λί­γε­ται και στη συνέ­χεια εκρή­γνυ­ται, ένα μυθι­στό­ρη­μα αφη­γεί­ται σε πρώ­το πρό­σω­πο την ιστο­ρία της μετα­νά­στευ­σης από τον Νότο και τον αγώ­να των εργα­τών στο Τορί­νο, μέσα από τα μάτια ενός «αυτό­νο­μου». Συνειρ­μι­κά στο «La classe operaia va in paradiso» του Elio Petri, αυτή η δια­φο­ρε­τι­κή οπτι­κή φαί­νε­ται ανά­γλυ­φα στον αρχι­κά απρο­βλη­μά­τι­στο Ludovico Massa (Lulù), που λέει στο συν­δι­κά­το, εκεί­νο το «αλλιώς μου τα λέει ο φοιτητής» !

Το πρώ­το πρό­σω­πο αφη­γη­τής είναι εκεί­νο ενός εργά­τη που ο Balestrini ακού­ει και κατα­γρά­φει με ευσυ­νει­δη­σία για να ανα­κα­τέ­ψει ξανά στη συνέ­χεια τον λόγο με ένα ρυθ­μό που σκύ­βει στην πρό­θε­ση μιας πλού­σιας ποι­η­τι­κής, πολύ­χρω­μης και «πολυ­φω­νι­κής» που δεν έχει τίπο­τα να κάνει με το λαϊ­κι­σμό ή τον περι­γρα­φι­κό ρεα­λι­σμό και απο­τυ­πώ­νει τις ιδε­ο­λο­γι­κές κατα­βο­λές και την κινη­μα­τι­κή θέση του Nanni

Από τη 10ετία του 1970 και μετά ο Balestrini συνέ­χι­σε να συνο­δεύ­ει τις κοι­νω­νι­κές ιστο­ρί­ες και τις πολι­τι­στι­κές ανα­τα­ρα­χές με αφη­γη­μα­τι­κά κεί­με­να (και ποι­η­τι­κά) που ακο­λου­θούν τον ίδιο συν­θε­τι­κό κανό­να: μια αφη­γη­μα­τι­κή τοι­χο­γρα­φία που μας μιλά για την ιστο­ρι­κή εξέ­λι­ξη και ιδιαί­τε­ρα την ανθρω­πο­λο­γι­κή της ύστε­ρης νεωτερικότητας.Nanni Balestrini

Στη 10ετία του 60, έργα όπως ο Tristanο και το «Ma noi facciamone un’altra» (Αλλά εμείς ας κάνου­με μιαν άλλη) δίνουν ένα πλαί­σιο ανά­με­σα σε μελαγ­χο­λί­ες και λαχτά­ρες, φλό­γες προ­ο­δευ­τι­κού πάθους και μεγά­λους ανα­γεν­νη­σια­κούς πόνους, ενώ με το «Τα θέλου­με όλα» ο Balestrini διη­γεί­ται «το πέρα­σμα από την 10ετία 60 σ’ εκεί­νη του 70» και «την ευτυ­χι­σμέ­νη και επι­κίν­δυ­νη περί­ο­δο της εργα­τι­κής εξέ­γερ­σης που δεν υπό­σχε­ται ένα νέο κόσμο αλλά τον ζει στους δρό­μους, στην κοι­νό­τη­τα των αγώ­νων και των ενθουσιασμών».

Στα επό­με­να βιβλία, διη­γεί­ται την μακριά (ατε­λεί­ω­τη) περί­ο­δο των Αορά­των, Invisibili, περι­θω­ριο­ποι­η­μέ­νων στην αρχή, εξε­γερ­μέ­νων που ψάχνουν κατα­φύ­γιο στη συνέ­χεια, οι οποί­οι τελι­κά εξα­φα­νί­στη­καν στις φυλα­κές ή στο που­θε­νά (Violenza illustrata  — «η Βία που απει­κο­νί­ζε­ται» ‑της τρο­μο­κρα­τι­κής και τρο­μο­κρα­τη­μέ­νης αντιφωνίας).

Έπει­τα, για να κάνει έναν απο­λο­γι­σμό της στιγ­μής κατά την οποί­αν η ιστο­ρι­κή παρα­βο­λή κατα­κερ­μα­τί­ζε­ται ο Balestrini επι­στρέ­φει, με το «L’editore» («Ο εκδό­της»), σε μια από τις σημα­ντι­κό­τε­ρες στιγ­μές του, όταν «η τρα­γω­δία αρχί­ζει να απο­κα­λύ­πτε­ται, όταν η εξέ­γερ­ση ενά­ντια στον υφι­στά­με­νο κόσμο ανα­πο­δο­γυ­ρί­ζει στη ζοφε­ρή ήττα της βίας και του θανάτου».

Και τέλος, μετά την εξο­ρία, μετά από εκεί­να τα χρό­νια ογδό­ντα που μετα­τρέ­πουν την Ιτα­λία σε μια χώρα που κυριαρ­χεί­ται από τους ράφτες και τους κομ­μω­τές, νάμα­στε έξω από το τού­νελ της δια­φυ­γής και του φόβου, σε έναν κόσμο φωτει­νά ηλί­θιο. Οι furiosi, είναι το τρα­γού­δι που κραυ­γά­ζει μια ανθρω­πό­τη­τα που ανθρώ­πι­νο δεν έχει πλέ­ον τίπο­τα, ένα πλή­θος που σαλεύ­ει εξ αιτί­ας μιας πλε­ο­νά­ζου­σας αφα­σι­κής ενέρ­γειας. Ένα εξαι­ρε­τι­κό επι­κό αφιέ­ρω­μα στην χει­ρο­νο­μού­σα ηλι­θιό­τη­τα της τηλε­ο­πτι­κής επο­χής. Και στο βάθος της παρα­βο­λής, δεν βρί­σκε­ται ξανά παρά μόνο η βία. Όχι πλέ­ον η τρο­με­ρή βία των μεγά­λων κομ­μου­νι­στι­κών ιδα­νι­κών και της αναρ­χι­κής μανί­ας, όχι πια η επι­κή βία των ανα­τρε­πτι­κών κοι­νω­νι­κών εκρή­ξε­ων, αλλά η αδί­στα­κτη εγκλη­μα­τι­κή βία του καμο­ρί­στα Sandokan. Ενός χαρα­κτή­ρα που φαί­νε­ται να συνο­ψί­ζει τις ιδιό­τη­τες μιας επο­χής αστι­κής και ηθι­κής παρακ­μής και κατά­πτω­σης όπως αυτή της Ιτα­λί­ας του σήμερα.Nanni Balestrini

Μια ακό­μη ιδε­ο­λο­γι­κή εικό­να του συγ­γρα­φέα: (λέει ο ίδιος) «Kατά τη διάρ­κεια της παρου­σί­α­σης σε βιβλιο­πω­λείο μιας πόλης κοντά στη Νάπο­λη, γνώ­ρι­σα τον πρω­τα­γω­νι­στή του βιβλί­ου (ΣΣ |> εννο­εί τον Sandokan), έναν νεα­ρό που έμε­νε σε κάποιο χωριό υπό την κυριαρ­χία της Καμό­ρα» — «Μου αφη­γή­θη­κε την ιστο­ρία μιας οικο­γέ­νειας της Καμό­ρα που μέσα σε λίγα χρό­νια έθε­σε υπό την εξου­σία της ολό­κλη­ρη την περιο­χή, ελέγ­χο­ντας όλες τις δρα­στη­ριό­τη­τες σε αυτήν, μέχρι να γίνει μία διε­θνής οικο­νο­μι­κή δύνα­μη. Εντυ­πω­σια­σμέ­νος από την ιστο­ρία του, απο­φά­σι­σα ότι έπρε­πε να γρά­ψω ένα βιβλίο βασι­σμέ­νο σε αυτή. Συνά­ντη­σα ξανά τον νεα­ρό για να μου δώσει όλες τις απα­ραί­τη­τες πλη­ρο­φο­ρί­ες, συγκέ­ντρω­σα την απα­ραί­τη­τη τεκ­μη­ρί­ω­ση και όταν κυκλο­φό­ρη­σε το βιβλίο, έβγα­λε στην επι­φά­νεια μία πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που εκεί­νη την επο­χή ήταν άγνω­στη». (sic!! ‑ποιο ήταν το «άγνω­στο» και η «ανα­κά­λυ­ψη»; η σχέ­ση της Camorra της ναπο­λι­τά­νι­κης μαφί­ας με το κεφά­λαιο και την πολι­τι­κή εξου­σία του αστι­κού κράτους;)

Πρό­λο­γος του Bifo στο βιβλίο “Vogliamo tutto”, «τα θέλου­με όλα»

Όπως λέει ο Aldo Nove, ο Balestrini μπο­ρεί να θεω­ρη­θεί ο μονα­δι­κός επι­κός ποι­η­τής του δεύ­τε­ρου ιτα­λι­κού 1900 — Μια επι­κή λιγά­κι χορευ­τι­κή και χορο­πη­δη­χτή, όπως ο κόσμος που θέλει να τρα­γου­δή­σει. Στη συγ­γρα­φή της ιτα­λι­κής μετα­πο­λε­μι­κής περιό­δου, και όχι μόνο της ιτα­λι­κής, δια­σταυ­ρώ­νο­νται δύο τάσεις, δύο προ­θέ­σεις, δύο προ­ο­πτι­κές. Μια περιε­χο­μέ­νου και μια μορ­φής, αν μπο­ρώ να χρη­σι­μο­ποι­ή­σω αυτή την απλού­στευ­ση. Αυτό που βρί­σκε­ται στην καρ­διά της ιστο­ρι­κής σκη­νής δεν είναι πλέ­ον ο λαός, αλλά οι τάξεις σε ανα­τα­ρα­χή, τα κινή­μα­τα που σχη­μα­τί­ζο­νται στη συνεί­δη­ση και στους δρό­μους. Και για να κρα­τή­σει το ρυθ­μό της βιο­μη­χα­νι­κής πόλης, το συγκε­κρι­μέ­νο έργο όσον αφο­ρά την γλώσ­σα πιέ­ζει προς νέους πειραματισμούς.

Αλλά στην μετα­πο­λε­μι­κή ιτα­λι­κή λογο­τε­χνία αυτά τα δύο ερευ­νη­τι­κά επί­πε­δα έχουν παρα­μεί­νει σε μεγά­λο βαθ­μό ξεχω­ρι­στά. Μόνο ο Balestrini νομί­ζω κατά­φε­ρε να συμ­φι­λιώ­σει το τρα­γι­κό-επι­κό πνεύ­μα του επα­να­στα­τι­κού κινή­μα­τος και το ειρω­νι­κό-συν­δυα­στι­κό πνεύ­μα του λογο­τε­χνι­κού πει­ρα­μα­τι­σμού. Και το προ­ϊ­όν αυτού του γάμου είναι το μυθι­στό­ρη­μα  Τα θέλου­με όλα, ίσως το πιο σημα­ντι­κό έργο της ιτα­λι­κής λογο­τε­χνί­ας της δεκα­ε­τί­ας του Εβδομήντα.

Το Vogliamo tutto είναι ένας γλωσ­σι­κός εκρη­κτι­κός μηχα­νι­σμός υπο­λο­γι­σμέ­νης ισχύ­ος και συγκρα­τη­μέ­νου πάθους. Πάθος ειρω­νεία δια­πλέ­κο­νται με επι­δέ­ξια ισορ­ρο­πία και εκρή­γνυ­νται μαζί, δίδο­ντας ζωή σε ένα βιβλίο που μπο­ρεί να δια­βα­στεί με πολ­λούς τρό­πους: ως ένας απο­λο­γι­σμός των κοι­νω­νι­κών αγώ­νων του μητρο­πο­λι­τι­κού προ­λε­τα­ριά­του, ως αντι­φω­νία επί­μο­νη και μερι­κές φορές κυμα­τι­στή κατά τη διάρ­κεια της εξά­πλω­σης της αυτο­νο­μί­ας των εργα­τών, σαν ένα βλέμ­μα από­μα­κρο, ή σαν μια χει­ρο­νο­μία συμπά­θειας της γλώσ­σας για την ζωή.

Το πρώ­το του μυθι­στό­ρη­μα με τίτλο “Tristano” δημο­σιεύ­τη­κε το 1964 από τον εκδο­τι­κό οίκο Feltrinelli, όπου δού­λευε μέχρι και τον θάνα­το του εκδό­τη Giangiacomo Feltrinelli το 1972. Το 1979 μαζί με πολ­λά μέλη της «Autonomia Operaia» κατη­γο­ρή­θη­κε για ανα­τρε­πτι­κή οργά­νω­ση, ένο­πλη συμ­μο­ρία και συμ­με­το­χή σε 19 δολο­φο­νί­ες, μετα­ξύ των οποί­ων και του Άλντο Μόρο. Για να δια­φύ­γει την σύλ­λη­ψη κατέ­φυ­γε στην Γαλ­λία μέχρι το 1984, όταν η δίω­ξη ενα­ντί­ον του έπαψε.

Έπαι­ξε σημα­ντι­κό ρόλο στη δημιουρ­γία των περιο­δι­κών “Il Verri”, “Quindici”, “Alfabeta” και “Zoooom”, δρα­στη­ριο­ποι­ή­θη­κε στον χώρο της λογο­τε­χνί­ας και των οπτι­κών τεχνών και πραγ­μα­το­ποί­η­σε πολ­λές εκθέ­σεις στην Ιτα­λία και το εξω­τε­ρι­κό. Το 1993 συμ­με­τεί­χε στην Μπιε­νά­λε της Βενετίας.

Περισ­σό­τε­ρα |> [ 1 ] <| — |> [ 2 ] <| — |> [ 3 ] <| (Είπα­με τόσες πολ­λές ανοη­σί­ες, και γελά­σα­με τόσο πολύ… γεια σου πατέ­ρα) — |> [ 4 ] <| — |> [ 5 ] <|Le avventure della signorina Richmond Derive e approdi (2016)

Vogliamo tutto

  • 1ο μέρος
  • 1Il sud
  • 2Il lavoro
  • 3Il nord
  • 4La Fiat
  • 5La lotta
  • 2ο μέρος
  • 6Il salario
  • 7I compagni
  • 8L’autonomia
  • 9L’assemblea
  • 10L’insurrezione

Νanni Βalestrini poeta

Επι­μέ­λεια  Ομά­δα ¡H.lV.S!

Επι­κοι­νω­νία — [ FaceBook |>1<|-|>2<| ] — Blog


Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο