Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Οι Δρόμοι της Πείνας

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Καθώς η Βρα­ζι­λία ήρθε στο προ­σκή­νιο αυτές τις ημέ­ρες με τους Ολυ­μπια­κούς αγώ­νες, εμείς δεν θυμη­θή­κα­με κάποιον σπου­δαίο αθλη­τή, αλλά τον μεγα­λύ­τε­ρο ίσως συγ­γρα­φέα της Βρα­ζι­λί­ας ‚ο οποί­ος ήρθε στη ζωή στις 10 Αυγού­στου του 1912 και έφυ­γε 89 χρό­νια μετά στις 6 Αυγού­στου του 2001,τον κομ­μου­νι­στή Γιόρ­κε ή Χόρ­χε Αμά­ντο (Jorge Amado) και το συγκλο­νι­στι­κό μυθι­στό­ρη­μα του οι « Δρό­μοι της Πεί­νας».

Ο Jorge Amado θεω­ρεί­ται από τους μεγα­λύ­τε­ρους λογο­τέ­χνες παγκο­σμί­ως και ευτύ­χη­σε να δει τα έργα του δια­βα­σμέ­να από εκα­τομ­μύ­ρια ανα­γνώ­στες σε όλο τον κόσμο. Ενερ­γό μέλος του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος Βρα­ζι­λί­ας από το 1931 , φυλα­κί­στη­κε από τη δικτα­το­ρία του Βάρ­γκας και αυτο­ε­ξο­ρί­στη­κε το 1941. Με την επι­στρο­φή του το 1945 εκλέ­χθη­κε βου­λευ­τής του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος Βρα­ζι­λί­ας και το 1948 οδη­γή­θη­κε και πάλι στην αυτο­ε­ξο­ρία. Το 1951 βρα­βεύ­τη­κε με το βρα­βείο Λένιν και ήταν πολ­λές φορές υπο­ψή­φιος για το βρα­βείο Νόμπελ Λογο­τε­χνί­ας. Μέλος της Ακα­δη­μί­ας της Βρα­ζι­λί­ας και του Παγκο­σμί­ου Συμ­βου­λί­ου Ειρή­νης « ξόδε­ψε» τη ζωή του αγω­νι­ζό­με­νος για τα δίκαια των φτω­χών και κατα­πιε­σμέ­νων και τη λύτρω­σή τους, για την παγκό­σμια ειρή­νη και τη φιλία των λαών.

Οι « Δρό­μοι της Πεί­νας», μυθι­στό­ρη­μα, μετα­φρά­στη­κε στα ελλη­νι­κά από τον λογο­τέ­χνη Κώστα Κοτζιά., ο οποί­ος προ­λό­γι­σε την έκδο­ση του 1963 παρου­σιά­ζο­ντας τον συγ­γρα­φέα και το έργο του:

vivlio« Στα μεγά­λα τσι­φλί­κια της εσω­τε­ρι­κής Βρα­ζι­λί­ας αρχί­ζουν οι « Δρό­μοι της Πεί­νας» και στις και­νούρ­γιες παρα­θα­λάσ­σιες πόλεις τα εξα­θλιω­μέ­να μπου­λού­κια των ξεσπι­τω­μέ­νων αγρο­τών κάνουν τον προ­σω­ρι­νό σταθ­μό τους. Γύρω από τους δύο αυτούς πόλους χτί­ζε­ται όχι μόνο το μυθι­στό­ρη­μά του που ακο­λου­θεί, αλλά μαζί κι’ ολό­κλη­ρο το έργο του Γιόρ­γκε Αμά­ντο. Οι δου­λευ­τά­δες της υπαί­θρου θα γίνουν εργά­τες των πόλε­ων, οι μεγα­λο­χτη­μα­τί­ες θα παί­ζουν πια την τύχη τους στο εμπό­ριο και το μόνο πράγ­μα που δε θ’ αλλά­ξει είναι η πεί­να – φαι­νό­με­νο τυπι­κό μιας χώρας που είναι από τις πιο πλού­σιες του κόσμου. Κι’ είναι ακρι­βώς αυτή η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που έχει προ­σπα­θή­σει να συλ­λά­βει και να περι­γρά­ψει σ’ όλη της την έχτα­ση και σ’ όλο της το βάθος ο Γιόρ­γκε Αμάντο.

Η ζωή και το έργο του ένα κύριο χαρα­κτη­ρι­στι­κό έχουν: Τη συνέ­πεια. Είκο­σι ετών γρά­φει το πρώ­το του μυθι­στό­ρη­μα και για θέμα του παίρ­νει το κακάο – πηγή αστεί­ρευ­τη του βρα­ζι­λιά­νι­κου πλού­του‘ είκο­σι περί­που χρό­νια μετά γρά­φει ένα από τα αρι­στουρ­γή­μα­τά του, την « Οργι­σμέ­νη Γη» και ξανά το κακάο έχει για θέμα του. Ένα χάσμα χωρί­ζει τεχνι­κά τα δύο αυτά έργα, που μένουν όμως μαζί σα δείγ­μα­τα της ακού­ρα­στής του προ­σπά­θειας ν’ απει­κο­νί­σει τη βρα­ζι­λιά­νι­κη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Για να μεί­νει συνε­πής στην προ­σπά­θειά του αυτή, ο Αμά­ντο στά­θη­κε πολύ­πλευ­ρος: Μετα­χει­ρί­στη­κε και το διή­γη­μα και το μυθι­στό­ρη­μα, την ποί­η­ση όπως και τη βιογραφία.

Από το πλή­θος αυτό των έργων ξεχω­ρί­ζουν κυρί­ως μυθι­στο­ρή­μα­τα σαν το 

« Μπα­ΐα, λιμά­νι κάθε λογής αγί­ου», « Νεκρή θάλασ­σα», « Πλοί­αρ­χοι των άμμων» — τα τρία αυτά έχουν κοι­νό κέντρο δρά­σης το πολυ­θρύ­λη­το λιμά­νι Μπα­ΐα, « Οργι­σμέ­νη γη» με θέμα την ίδρυ­ση των πρώ­των μεγά­λων τσι­φλι­κιών. « Η γη με τους χρυ­σούς καρ­πούς», όπου οι άνθρω­ποι πεθαί­νουν από την πεί­να, κι’ η θαυ­μα­στή σ’ έντα­ση ποι­η­τι­κής συγκί­νη­σης βιο­γρα­φία του: « Ο Ιππό­της της ελπί­δας» με θέμα την ταραγ­μέ­νη κι’ ανή­συ­χη ζωή του μεγά­λου λαϊ­κού βρα­ζι­λιά­νου ηγέ­τη Λουίζ Κάρ­λος Πρέστες.

Ρεα­λι­στής όμως ενός και­νούρ­γιου τύπου, δε θέλη­σε ποτέ να μεί­νει παθη­τι­κός θεα­τής των γεγο­νό­των, στά­θη­κε από τα πρώ­τα του βήμα­τα απο­φα­σι­σμέ­νος να βοη­θή­σει με κάθε δυνα­τό τρό­πο το μετα­σχη­μα­τι­σμό της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας που προ­σπα­θού­σε να περι­γρά­ψει. Έτσι στά­θη­κε σ’ όλη του τη ζωή αγω­νι­στής, έβγα­λε λόγους, έγρα­ψε άρθρα, βγή­κε βου­λευ­τής, διώ­χτη­κε, φυλα­κί­στη­κε, είδε τα βιβλία του να καί­γου­νται και σήμε­ρα ζει εξό­ρι­στος μακρυά από τον τόπο του. Μα ο τόπος αυτός το έργο του Αμά­ντο έχει για καθρέφτη.

Καθρέ­φτη κάπως ιδιό­τυ­πο ίσως‘ για­τί καθρέ­φτης θα πει απει­κό­νι­ση στα­τι­κή, σύλ­λη­ψη μια στιγ­μής και το έργο του Αμά­ντο είναι σύλ­λη­ψη διάρ­κειας κι’ απει­κό­νι­ση δυνα­μι­κή. Δεν είδε το τσι­φλί­κι σαν κάτι δοσμέ­νο μια για πάντα: το παρα­κο­λού­θη­σε στην εξέ­λι­ξή του, το είδε να γεν­νιέ­ται, να ζει, να ξεπερ­νιέ­ται σα στοι­χείο της οικο­νο­μι­κής ζωής και, στους «Δρό­μους της πεί­νας», να δια­λύ­ε­ται. Δεν είδε το μεγα­λο­χτη­μα­τία αφη­ρη­μέ­να, αλλά σε συσχε­τι­σμό με τις εξε­λισ­σό­με­νες συν­θή­κες της οικο­νο­μι­κής ζωής, τον απει­κό­νι­σε στην 

« Οργι­σμέ­νη γη», στον αγώ­να του για την κατά­χτη­ση της γης και στον αγώ­να του για τη δια­τή­ρη­σή της. Δεν είδε τον εργα­ζό­με­νο σαν έννοια μετα­φυ­σι­κή: Είδε το δου­λευ­τή της γης ν’ αλλά­ζει τόπο, τρό­πο κι’ όρους ζωής και κατά­λα­βε ότι σαν εργά­της άλλες αντι­δρά­σεις θα είχε απέ­να­ντι στη ζωή‘ τη στιγ­μή που οι αντι­δρά­σεις αυτές δεν έχουν ακό­μα πέρα για πέρα διο­μορ­φω­θεί στη Βρα­ζι­λία, δεν μπο­ρού­σε και να τις περι­γρά­ψει. Κατόρ­θω­σε, όμως, με τα μέσα που σα μυθι­στο­ριο­γρά­φος έχει στη διά­θε­σή του, να τις προαναγγείλει.

Ο Αμά­ντο, είναι ένας μεγά­λος μάστο­ρας της τέχνης του‘ το ρεα­λι­σμό του τον έχει βαθειά συν­δέ­σει με την τεχνι­κή του κι’ έτσι στο έργο του δε δημιουρ­γεί­ται χάσμα ανά­με­σα στου δημιουρ­γού την πρό­θε­ση και την εχτέ­λε­σή της. Στους « Δρό­μους της πεί­νας» έχει επι­τύ­χει μια αλη­θι­νά κατα­πλη­χτι­κή αντι­στοι­χία μορ­φής και περιε­χο­μέ­νου που μόνο γέν­νη­μα μιας συνά­ντη­σης γνώ­σης, τέχνης κι’ αγά­πης μπο­ρεί να είναι.

Είναι ακρι­βώς η συνά­ντη­ση αυτή που παρα­στέ­κε­ται στη γέν­να του φλο­γε­ρού κόσμου που μας περι­γρά­φουν οι « Δρό­μοι της πεί­νας». Ο κόσμος αυτός είναι από τους πιο πλού­σιους που έχουν ζωντα­νευ­τεί από τη σύγ­χρο­νη λογο­τε­χνία. Τερά­στιες ανθρώ­πι­νες μάζες κινού­νται με μια κατα­πλη­χτι­κή δύνα­μη. Αγρό­τες ξεσπι­τω­μέ­νοι ληστές, «προ­φή­τες» που σαλ­πί­ζουν το τέλος του κόσμου, πόρ­νες, φονιά­δες, ένα φλο­γε­ρό και ακα­τα­στά­λα­χτο σύνο­λο, που ως τόσο δεν παρα­δέρ­νει σε κανέ­να αδιέ­ξο­δο. Όλος αυτός ο δυσμά­χη­τος όγκος, αφού σπεί­ρει με το αίμα του τις βρα­ζι­λιά­νι­κες πάμπες, αφού δια­σχί­σει τους δρό­μους της πεί­νας, μπαί­νει τέλος στην πλα­τειά λεω­φό­ρο της ελπί­δας, για να βρει το δύσβα­το μονο­πά­τι που οδη­γεί προς τη λύτρω­ση, το μονο­πά­τι για την απε­λευ­θέ­ρω­ση των μαζών από την πεί­να και την κατα­πί­ε­ση. Και σαν τέτοιος μεγα­λό­πνο­ος πίνα­κας « Οι δρό­μοι της πεί­νας» είναι μονα­δι­κό από­κτη­μα για την παγκό­σμια λογοτεχνία.

Ο Αμά­ντο αγα­πά τον άνθρω­πο. Η αγά­πη του δεν είναι η αγά­πη του 

« ανώ­τε­ρου» προς τους « κατώ­τε­ρούς» του, καθώς είναι του Φώλ­κνερ, δεν είναι η « αγά­πη» που νοιώ­θει ο « πολι­τι­σμός» για τους πρω­τό­γο­νους τύπους, καθώς είναι του Στάιν­μπεκ, μα η αγά­πη ενός ανθρώ­που για τους συναν­θρώ­πους του. Χάρη στην αγά­πη του αυτή, ο Αμά­ντο κατορ­θώ­νει να δημιουρ­γή­σει σει­ρά ολο­κλη­ρω­μέ­νων χαρα­κτή­ρων και τύπων, τους ζωντα­νεύ­ει με μια ευκο­λία θαυ­μα­στή που αφή­νει πολύ πίσω τις οποιεσ­δή­πο­τε επι­τυ­χί­ες των « Στα­φυ­λιών της οργής». Εκεί που στο Στάιν­μπεκ υπο­ψια­ζό­μα­στε το ψεύ­τι­κο, εδώ νοιώ­θου­με το αλη­θι­νό. Ο ρεα­λι­σμός του Αμά­ντο είναι ο ρεα­λι­σμός ενός ανθρωπιστή.

Έτσι το μυθι­στό­ρη­μα που ακο­λου­θεί, εχτός από άλλα πολ­λά, μας επι­τρέ­πει να συνα­ντή­σου­με κι’ έναν από τους πρω­το­πό­ρους ανθρω­πι­στές του και­ρού μας που το μήνυ­μα ανθρω­πιάς κι’ ελπί­δας που μας φέρ­νει για την αύριο, είναι και σήμε­ρα πολύτιμο.

Σήμε­ρα το όνο­μα του Αμά­ντο είναι το δημο­φι­λέ­στε­ρο ίσως στο πνευ­μα­τι­κό κοι­νό της Ευρώ­πης. Αρκεί να σημειω­θεί ότι στη Γαλ­λία τρεις εκδο­τι­κοί οίκοι συνα­γω­νί­ζο­νται ποιος θα πρω­το­πα­ρου­σιά­σει τα έργα του, που κυκλο­φο­ρούν σε εκα­το­ντά­δες χιλιά­δες αντίτυπα.»

armando1

Ακο­λου­θεί ένα μικρό απόσπασμα:

Η Καα­τί­γκα

Άγο­νη κι αφι­λό­ξε­νη απλώ­νε­ται η Καα­τί­γκα. Σ’ αυτό το σερ­τάο, ξερό και άγο­νο σα μια έρη­μο από αγκά­θια, χιλιά­δες λεύ­γες μακρυά δε βλέ­πεις, παρά αραιούς θάμνους. Κάτω απ’ τον καυ­τό μεση­με­ριά­τι­κο ήλιο φίδια και σαύ­ρες γλυ­στρά­νε ανά­με­σα στις πέτρες. Σαύ­ρες πελώ­ριες, ακί­νη­τες, που όταν σε καρ­φώ­νουν με τα ανέκ­φρα­στα μάτια τους, μοιά­ζουν σαν σκα­λι­σμέ­νες φιγού­ρες ενός πρω­τό­γο­νου απο­λι­θω­μέ­νου κόσμου. Τα φίδια είναι απ’ τα φαρ­μα­κε­ρά, ο Γ ι α ρ α ρ α κ ο υ σ ο ύ, η Γ α ρ α ρ ά κα, ο κρο­τα­λί­ας. Μόλις κου­νη­θεί κανέ­να κλα­ρί, ή μόλις πηδή­ξει καμ­μιά σαύ­ρα, ή όταν ζεσταί­νει τρο­με­ρά ο ήλιος, αρχί­ζουν να σφυ­ρί­ζου­νε δαιμονισμένα.Οι αφά­νες των αγκα­θιών, όπως δια­σταυ­ρώ­νο­νται μέσα στην καρ­διά της Καα­τί­γκα, σχη­μα­τί­ζου­νε μια έρη­μο αδια­πέ­ρα­στη. Είναι η αδια­πέ­ρα­στη καρ­διά της Βορειο­δυ­τι­κής χώρας. Ξηρα­σία, αγκά­θια, φαρ­μά­κι, τίποτ’ άλλο. Δε θα βρεις ούτε ένα δρό­μο, ούτε καν μονο­πά­τι, ούτε δέντρο με ξεκού­ρα­στη σκιά, ούτε κανέ­να ζου­με­ρό καρ­πό. Μονά­χα μερι­κές ο υ μ π ο υ ρ ά ν α ς υψώ­νο­νται πού και πού δια­κό­πτο­ντας τη μονο­το­νία των θάμνων. Το μάτι αγκα­λιά­ζει στο άπει­ρο κάκτους απ’ όλα τα είδη, φ α β έ λ α ς, μ α ν τ α κ ά ρ ο υ ς, κ ο λ ο ύ μ π ι ς, κ ι χ ά μ π α ς, και στη μέση, σαν από κάποιο θαύ­μα, βλέ­πεις το λου­λού­δι κανε­νός ορχε­οει­δούς. Χιλιά­δες λεύ­γες εκτεί­νε­ται η έρη­μος της Καα­τί­γκα. Δίχως δρό­μους, δίχως μονο­πά­τια, δίχως τρο­φή, δίχως νερό, δίχως σκιά και ρυά­κια. Αδύ­να­το να περά­σει κανείς την Καα­τί­γκα του βορειο­δυ­τι­κού σερτάο.

Ωστό­σο, βήμα με βήμα προ­χω­ρού­σε σ’ αυτή την έρη­μο ένα αμέ­τρη­το κοπά­δι χωρι­κοί. Άνθρω­ποι διωγ­μέ­νοι απ’ τα σπί­τια τους, απ’ τους μεγα­λο­τσι­φλι­κά­δες και την ξηρα­σία, αφα­νι­σμέ­νοι, χωρίς δου­λειά, τρα­βού­σα­νε για το Σαν Πάο­λο, το Ελντο­ρά­ντο της φαντα­σί­ας τους. Κατέ­βαι­ναν απ’ όλες τις επαρ­χί­ες γι’ αυτό το επι­κίν­δυ­νο ταξί­δι, φορώ­ντας στα πόδια τους ένα ζευ­γά­ρι μονά­χα σαν­δά­λια. Δια­σχί­ζουν την καρ­διά της Καα­τί­γκα, ανοί­γουν πέρα­σμα μέσ’ απ’ τα αγκά­θια, νικά­νε τα φαρ­μα­κε­ρά φίδια, τη δίψα, την πεί­να. Τα χέρια τους γδέρ­νο­νται, τα πρό­σω­πά τους ξεσχί­ζο­νται και την ψυχή τους τη ζώνει η απελ­πι­σία. Χιλιά­δες και χιλιά­δες σε μια απέ­ρα­ντη φάλαγ­γα που δεν έχει τέλος. Ένα ταξεί­δι που άρχι­σε πριν από πολύν και­ρό και κανείς δεν ξέρει πότε θα τελειώ­σει, για­τί κάθε χρο­νιά, αμέ­τρη­τοι κολ­λή­γοι πού­χα­σαν τα χτη­μα­τά­κια τους, διωγ­μέ­νοι εργά­τες, θύμα­τα της ξηρα­σί­ας και των «συνταγματαρχαίων»[1], μαζεύ­ου­νε τα γεν­νή­μα­τά τους, τα παι­διά τους και τις τελευ­ταί­ες τους δυνά­μεις για τη μεγά­λη έξο­δο. Κι’ ενώ κατε­βαί­νου­νε οι φάλαγ­γες προς το Ζουα­ζέι­ρο ή το Μόντες – Κλά­ρος, ανε­βαί­νου­νε οι άλλοι που γυρί­ζουν πίσω απ’ το Σαν Πάο­λο. Και τότε είναι πολύ δύσκο­λο, αν όχι αδύ­να­το, να πει κανείς ποιοι γεύ­ο­νται την πιο μεγά­λη συμ­φο­ρά, εκεί­νοι που πάνε ή οι άλλοι που ξανα­γυ­ρί­ζουν στα χώμα­τά τους. Η πεί­να κι’ οι αρρώ­στειες σκορ­πά­νε αμέ­τρη­τα πτώ­μα­τα στο δρό­μο που μένουν παρα­τη­μέ­να εκεί, λιπαί­νο­ντας το χώμα της ερή­μου για να γεν­νιώ­νται πιο ακμαί­οι οι μ α ν τ α κ ά ρ ο υ ς, για να ορθώ­νο­νται πιο αιχ­μη­ρά τ’ αγκά­θια που θα σκί­ζου­νε τις σάρ­κες των φυγά­δων. Πολυά­ριθ­μες οικο­γέ­νειες ξεκι­νά­νε για το ταξί­δι και φτά­νου­νε στην Πιρα­πό­ρα ξεκλη­ρι­σμέ­νες απ’ τα μισά μέλη τους. Στις πόλεις, που βρί­σκο­νται ολό­γυ­ρα στην Καα­τί­γκα, θ’ ακού­σει κανείς τις πιο απί­στευ­τες ιστο­ρί­ες, με τις πιο τρο­μα­χτι­κές συμ­φο­ρές – συμ­φο­ρές που κανέ­να βιβλίο δεν μπο­ρεί να περι­γρά­ψει. Ένα ταξί­δι δίχως τέρ­μα, δίχως τελειω­μό, που ξαναρ­χί­ζει πάντα απ’ την αρχή, από ανθρώ­πους που μοιά­ζου­νε με τους προη­γού­με­νους, όπως το νερό σ’ ένα ποτή­ρι μοιά­ζει με το νερό που βρί­σκε­ται σ’ ένα άλλο. Είναι τα ίδια πρό­σω­πα με το απροσ­διό­ρι­στο χρώ­μα. Τα ίδια γιγά­ντια πέλ­μα­τα με τα απλω­μέ­να δάχτυ­λα, τα ίδια τσα­κι­σμέ­να κορ­μιά, οι ίδιες γυναί­κες με τα κου­ρα­σμέ­να πρό­σω­πα, όπου κάθε ίχνος ομορ­φιάς έχει σβήσει.

Εκεί γύρω στα χαμό­δε­ντρα λού­φα­ζαν οι καν­γκα­γκέι­ρος. Οι εκδι­κη­τές, οι αφέ­ντες του σερ­τάο. Γι’ αυτούς δεν υπάρ­χει ούτε ειρή­νη, ούτε ανά­παυ­λα, δεν έχουν ούτε τσαρ­δί, ούτε σπί­τι, ούτε μετα­φο­ρι­κά μέσα. Γι’ αυτούς σπί­τι, τρα­πέ­ζι, κρεβ­βά­τι, είναι η Καα­τί­γκα. Τα απο­σπά­σμα­τα που τους κυνη­γά­νε, δεν τολ­μά­νε να προ­χω­ρή­σουν εκεί που πυκνώ­νουν οι κάκτοι. Βαθειά στην Καα­τί­γκα, ανά­με­σα στα φίδια και τις σαύ­ρες, ζού­νε οι ληστές και κάπο­τε επι­τί­θε­νται στους χωρι­κούς που ανε­βαί­νου­νε και κατε­βαί­νου­νε στο αιώ­νιο ταξί­δι τους.

Εκεί στην ξερή καρ­διά της Καα­τί­γκα τρι­γυ­ρί­ζουν οι πιο φημι­σμέ­νοι μπε­ά­τος, αυτοί που σέρ­νου­νε τα βήμα­τα τους μαζί με τα τρα­γι­κά πλή­θη, γεμί­ζο­ντας το σερ­τάο με παρά­ξε­νες προ­σευ­χές, με προ­λή­ψεις, που εξαγ­γέλ­λουν με το προ­φη­τι­κό τους στό­μα το τέλος του κόσμου και το τέλος των συμ­φο­ρών του ανθρώ­που. Μέσα στα χαμό­κλα­δα έζη­σαν ο Λού­κας ντα Φέι­ρα, ο Αντώ­νιο Σιλ­βί­νο κι’ ο Λαμπιάο. Σήμε­ρα βρί­σκου­νε κατα­φύ­γιο ο Λού­κας Αρβο­ρέ­ντο κι’ η συμ­μο­ρία του. Τώρα στο βάθος της ερή­μου παρου­σιά­στη­κε ξαφ­νι­κά, με τα ίδια προ­φη­τι­κά λόγια στο στό­μα, ο Μπε­ά­το Εστεβάο.

Τα ονό­μα­τα αλλά­ζου­νε, μα τα πρό­σω­πα μένου­νε τα ίδια, η ίδια μοι­ρο­λα­τρεία, η ίδια απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα στην περ­πα­τη­σιά. Ανε­βαί­νου­νε σιγά – σιγά προς το Σαν Πάο­λο. Εκεί, λένε, πως η γης είναι τζά­μπα σχε­δόν και τα λεφτά τρέ­χουν στους δρό­μους. Κι’ ύστε­ρα πάλι κατε­βαί­νου­νε απ’ το Σαν Πάο­λο. Δεν βρή­καν ούτε γης, ούτε τίποτα.

Προ­χω­ρού­νε πάντα, πάντα εκα­το­ντά­δες, χιλιά­δες. Χρειά­ζε­σαι μήνες ολά­και­ρους για να περά­σεις την Καα­τί­γκα. Οι νεκροί σκε­πά­ζουν τους απί­θα­νους δρό­μους, μα τα πτώ­μα­τα δεν αλλά­ζου­νε το ερη­μι­κό τοπίο που κοι­μού­νται οι παρά­ξε­νες σαύ­ρες κάτω απ’ τον καυ­τό ήλιο. Νερό θα βρεις μονά­χα, όταν πάει να τελειώ­σει η συμ­φο­ρά της Καα­τί­γκα, εκεί που αρχί­ζει ο εφιάλ­της του ποτα­μού Σαν Φραντζίσκο…

[1] Συνταγ­μα­ταρ­χαί­οι: Τιμη­τι­κός τίτλος που δόθη­κε στους μεγα­λο­τσι­φλι­κά­δες. Επι­βί­ω­ση από τους πρώ­τους αποι­κι­σμούς της Βρα­ζι­λί­ας, όταν η χώρα μοι­ρά­στη­κε σε επαρ­χί­ες που τις εμπι­στευ­τή­κα­νε σε ανώ­τε­ρους αξιωματικούς.

Γιόρ­γκε Αμά­ντο, Οι Δρό­μοι της Πεί­νας, μετά­φρα­ση Κώστα Κοτζιά, Εκδό­σεις « Αρδητ­τός», Αθή­να 1963, 2η έκδο­ση. Η μακέτ­τα του εξω­φύλ­λου έγι­νε από τον καλ­λι­τέ­χνη Γιώρ­γο Φαρσακίδη.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο