Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τα… δυο «φορτηγά καράβια» του Κώστα Ουράνη

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

Ο Κώστας Ουρά­νης έχει χαρα­κτη­ρι­στεί ως ο «τελευ­ταί­ος ρομα­ντι­κός των Γραμ­μά­των μας». Ο Μιχα­ήλ Περάν­θης (δικός του ο χαρα­κτη­ρι­σμός) γρά­φει ότι ο Ουρά­νης «γλι­στρώ­ντας πάνω απ’ τα κύμα­τα της λύπης, που ήταν ολό­κλη­ρη ψυχι­κή, αντι­πα­ρέρ­χο­νταν την καθη­με­ρι­νό­τη­τα, ξέφυ­γε την πεζο­λο­γία των πρα­κτικών ημερών και μετα­το­πί­ζο­νταν σε μια περιο­χή καμω­μέ­νη από το δικό του κλί­μα, όπου η νοσταλ­γία του εύρι­σκε τρο­φή και η θλί­ψη του διέξοδο».

Συνη­θι­σμέ­νη αντί­δρα­ση αυτού που απο­φεύ­γει, για­τί δεν μπο­ρεί είτε για­τί δεν θέλει,  ν’ αντι­με­τω­πί­σει, ν’ αντέ­ξει το βάρος κατα­στά­σε­ων, να οπι­σθο­χω­ρεί, να κλεί­νει τα μάτια και να οχυ­ρώ­νε­ται πίσω από ιδε­α­τές εικό­νες, απο­στρέ­φο­ντας τη σκέ­ψη από το  μέλ­λον, που δεν του προ­ξε­νεί παρά ανη­συ­χία και φόβο. Άλλες φορές πάλι η νοσταλ­γία κάνει συντρο­φιά στη θλί­ψη  κι οι δυο μαζί  ανα­σκα­λεύ­ουν  στις απο­θή­κες της μνή­μης μπας και βρουν εκεί αυτά που θα ανα­πλη­ρώ­σουν ό,τι δε βρί­σκουν στο παρόν. Ένας άλλος ποι­η­τής, ο Άκης Πάνου, μπό­ρε­σε όλο αυτό να το κλεί­σει σε δυο στί­χους: «Τον κόσμο αυτό σιχάθηκε/κι έφτια­ξε ένα δικό του».

Είναι όμως κατα­κρι­τέο να επι­στρέ­φει κανείς στο παρελ­θόν; Αν το κάνεις  νιώ­θο­ντας την ανά­γκη να πια­στείς από τις ζωο­γό­νες πηγές του (πρό­σω­πα, γεγο­νό­τα, βιώ­μα­τα) και να οπλι­στείς με πεί­ρα και δύνα­μη για να τα βάλεις με το παρόν, είναι μια δια­δι­κα­σία χρή­σι­μη και επι­βε­βλη­μέ­νη. Το να γαν­τζώ­νε­ται κανείς στο παρελ­θόν, όταν το έχει κιό­λας χωρίς δεύ­τε­ρη σκέ­ψη εξι­δα­νι­κεύ­σει, είναι από­δει­ξη απο­γο­ή­τευ­σης και παραί­τη­σης· μια παρακ­μια­κή  δια­δι­κα­σία που σε οδη­γεί να ζεις εγκλω­βι­σμέ­νος σε μια  εικο­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, έναν καλά περι­φραγ­μέ­νο μικρό­κο­σμο, που αφή­νει ανέγ­γι­χτο και ανε­πη­ρέ­α­στο  το παρόν.

Αυτά έχουν να κάνουν λίγο πολύ με την οπτι­κή, τη στά­ση απέ­να­ντι στη ζωή, με τα βιώ­μα­τα, τις προ­σλαμ­βά­νου­σες και τα απο­θέ­μα­τα δύνα­μης που ο καθέ­νας από μας διαθέτει.

Σε τρα­γού­δι θα ανα­φερ­θού­με, όχι όμως του Άκη Πάνου αλλά σε ένα μελο­ποι­η­μέ­νο ποί­η­μα του Κώστα Ουρά­νη, που ο συμ­μα­θη­τής του ιστο­ρι­κός Γιάν­νης Κορ­δά­τος χαρα­κτη­ρί­ζει «ποι­η­τή της φυγής» και «αδιά­φο­ρο» για τα μεγά­λα κοι­νω­νι­κά ζητή­μα­τα της επο­χής του. «Κου­ρα­σμέ­νος από τα γλέ­ντια και τις ερω­τι­κές του περι­πέ­τειες», γρά­φει ο Κορ­δά­τος για τον Ουρά­νη, «κλεί­νε­ται στον εαυ­τό του και πότε είναι απαι­σιό­δο­ξος και πότε νοσταλ­γεί τις παλιές χαρές της ζωής».

Οι ποι­η­τές έχουν την ικα­νό­τη­τα με τις λέξεις να συν­θέ­τουν εικό­νες δίνο­ντας  σχή­μα και μορ­φή σε όσα οι «απλοί» άνθρω­ποι βιώ­νουν και δεν μπο­ρούν. Άλλω­στε και οι ποι­η­τές άνθρω­ποι είναι.

Στο ποί­η­μά του «Τα φορ­τη­γά καρά­βια» ο Κώστας Ουρά­νης χρω­μα­τί­ζει με σκού­ρα χρώ­μα­τα την ανη­μπό­ρια του ανθρώ­που να αντι­με­τω­πί­σει τη  φθο­ρά που του προ­κα­λεί το πέρα­σμα του χρό­νου και που τον οδη­γεί συχνά στα μονο­πά­τια που περι­γρά­ψα­με πιο πάνω. Μια αίσθη­ση ματαιό­τη­τας (αυτή η κόρη του φόβου), του αφαι­ρεί κάθε διά­θε­ση να κάνει σχέ­δια για το μέλ­λον (που σώνε­ται όπως η άμμος της κλε­ψύ­δρας, είτε προ­οιω­νί­ζε­ται ζοφε­ρό), και τον σπρώ­χνει να  ζει με μονα­δι­κό σύντρο­φο τις ανα­μνή­σεις. Έτσι, αντι­κρί­ζο­ντας τη ζωή μέσα από ένα τέτοιο μου­ντό πρί­σμα χάνε­ται από το κάδρο η φωτει­νή πλευ­ρά της που είναι η εξέ­λι­ξη, η γέν­νη­ση του νέου που έρχε­ται να πάρει τη θέση του παλιού. Η αίσθη­ση της απώ­λειας δρα κατα­λυ­τι­κά, επι­σκιά­ζο­ντας κάθε τι άλλο σα να στα­μα­τά­ει η ζωή και χάνε­ται το νόη­μά της. Κάθε άλλη αντί­δρα­ση μοιά­ζει μη σημα­ντι­κή  και ανώ­φε­λη και το τέλος, ο θάνα­τος, συναι­σθη­μα­τι­κός και βιο­λο­γι­κός, ανί­κη­τος και η νίκη του προ­δια­γε­γραμ­μέ­νη και θριαμβευτική.

Η Ποί­η­ση, σε αντί­θε­ση με τους ανθρώ­πους, δεν κάνει δια­χω­ρι­σμούς και απο­κλει­σμούς, αγκα­λιά­ζει. Και είναι αλή­θεια ότι στους τόμους της φιλο­ξε­νεί πολ­λές δυνα­τές στιγ­μές που γέν­νη­σαν η απο­γο­ή­τευ­ση και η παραί­τη­ση, ακό­μα και η παρακμή.

Όμως για­τί… δυο τα «φορ­τη­γά καρά­βια» του Κώστα Ουράνη;

Τα φορ­τη­γά καράβια

Τα φορ­τη­γά καρά­βια συλλογίζομαι
που γέρα­σαν και τώρα, λαβωμένα,
χωρίς ούτε μια βάρ­δια στο κατάστρωμα,
σαπί­ζουν στ’ ακρο­λί­μα­να δεμένα.

(Τα φορ­τη­γά καρά­βια που ταξίδεψαν
στων πέντε των ηπεί­ρων τα πελάγη
απ’ του Μουρ­μάνσκ την παγε­ρή τη θάλασσα
ίσα­με του Αμα­ζό­να τα τενάγη.)

Τους ναυ­τι­κούς, τους γέρους συλλογίζομαι
που στα μεγά­λα των χει­μώ­νων βράδια
με υπο­μο­νή κι αγά­πη για τα εγγό­νια τους
είτε γι’ αυτούς μικρά φτιά­χνουν καράβια.

Και δεν μπο­ρούν πια να ταξιδέψουνε
μα κάθε μέρα ως το λιμά­νι πάνε
κι άνερ­γοι, ανώ­φε­λοι και πένθιμοι
σαν κάτι τις να χάσα­νε κοιτάνε.

Κι άνερ­γοι, ανώ­φε­λοι και πένθιμοι
σαν κάτι τις να χάσα­νε κοιτάνε.

Κώστας Ουρά­νης

Πρό­κει­ται για δυο δια­φο­ρε­τι­κές μελο­ποι­ή­σεις του ίδιου ποι­ή­μα­τος. Η δεύ­τε­ρη, χρο­νι­κά,  έρχε­ται σα να «αμφι­σβη­τεί», σαν «απά­ντη­ση» στην απαι­σιο­δο­ξία και στα σκού­ρα χρώ­μα­τα των στί­χων του Ουρά­νη: Οι κύκλοι μπο­ρεί να κλεί­νουν, αλλά δεν θα πάψουν ποτέ ν’ ανοί­γουν νέοι. Η δεύ­τε­ρη μελο­ποί­η­ση του ποι­ή­μα­τος έρχε­ται 44 ολό­κλη­ρα χρό­νια μετά. Όταν όλοι οι λίγο (…ή λίγο παρα­πά­νω) μεγα­λύ­τε­ροι σε ηλι­κία, ακού­γο­ντας το εξαι­ρε­τι­κό τρα­γού­δι σε μου­σι­κή Γιάν­νη Γλέ­ζου και ερμη­νεία Γιάν­νη Που­λό­που­λου (1970), έχουν ταυ­τί­σει τη συγκε­κρι­μέ­νη μελω­δία με τις λέξεις και ταυ­τι­στεί μαζί της. Έχουν δηλα­δή πιστέ­ψει ότι ο «κύκλος» αυτός έχει κλείσει.

Όμως αυτό δεν θα μπο­ρού­σε να εμπο­δί­σει ν’ ανοί­ξει ένας άλλος, νέος κύκλος. Το 2014 το ποί­η­μα του Κώστα Ουρά­νη θα ντυ­θεί μου­σι­κά από τους Δημή­τρη Κογιάν­νη και Αδρια­νό Παπα­μάρ­κου και το ―επί­σης εξαι­ρε­τι­κό και αυτό― τρα­γού­δι θα ερμη­νευ­τεί από τον Μίλ­το Πασχαλίδη.

Ο Μίλ­τος Πασχα­λί­δης θ’ αγγί­ξει με την ερμη­νεία του ιδιαί­τε­ρα τις νεώ­τε­ρες ηλι­κί­ες και αυτές με τη σει­ρά τους θ’ «αγγί­ξουν» στην ποί­η­ση του σχε­τι­κά όχι πολύ γνω­στού Ουρά­νη (αν και τον έκα­ναν περισ­σό­τε­ρο γνω­στό οι μελο­ποι­ή­σεις ποι­η­μά­των του από τα Διά­φα­να Κρί­να, τον Παντε­λή Θαλασ­σι­νό, τους Ενδε­λέ­χεια κ.ά. αγα­πη­μέ­νους της νεο­λαί­ας). Όσο για τους παλαιό­τε­ρους… θα δεί­ξουν στην αρχή δυσπι­στία, όπως συμ­βαί­νει σχε­δόν πάντα όταν βρί­σκο­νται απέ­να­ντι σε κάτι καινούργιο.

Ο ποι­η­τής δε στά­θη­κε δυνα­τό ν’ ακού­σει καμιά από τις δυο μελο­ποι­ή­σεις μιας και έφυ­γε από τη ζωή τον Ιού­λη του 1953. Εμείς έχου­με τη δυνα­τό­τη­τα να απο­λαμ­βά­νου­με δυο πολύ όμορ­φες μου­σι­κές «ανα­γνώ­σεις» του ίδιου ποι­ή­μα­τος και να θαυ­μά­ζου­με την ικα­νό­τη­τα του Ουρά­νη να μετα­πλά­θει την απο­γο­ή­τευ­ση και την απαι­σιο­δο­ξία σε όμορ­φους στί­χους. Δεν θαυ­μά­ζου­με όμως την απο­γο­ή­τευ­ση και τους παραι­τη­μέ­νους· προ­σπα­θού­με ν’ ανα­κα­λύ­πτου­με συνε­χώς τρό­πους και ν’ ανοί­γου­με νέους κύκλους. Η ηττο­πά­θεια και η παραί­τη­ση φέρ­νουν πιο κοντά ένα τέλος που τις περισ­σό­τε­ρες φορές οι άνθρω­ποι δεν αξί­ζουν. Έτσι κι αλλιώς όλα κάπο­τε τελειώ­νουν, όμως ο τρό­πος που κάθε τι τελειώ­νει έχει τη δική του σημα­σία που, πολ­λές φορές, είναι πιο «βαριά» από το ίδιο το τέλος.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο