Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

West Side Story: το μιούζικαλ της «δυτικής όχθης»

Σαν σήμε­ρα 26 Σεπτέμ­βρη 1957 κάνει πρε­μιέ­ρα στο Μπρό­ντ­γου­εϊ το θρυ­λι­κό West Side Story του Λέο­ναρντ Μπέρν­σταϊν / Λόρεντς / Σοντ­χάιμ, ένα από τα κορυ­φαία μιού­ζι­καλ όλων των εποχών.

Με σκο­τει­νό θέμα, απαι­τη­τι­κή μου­σι­κή, εκτε­τα­μέ­να χορευ­τι­κά και καλή στό­χευ­ση στα κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα, απο­τέ­λε­σε απο­φα­σι­στι­κή καμπή στο αμε­ρι­κα­νι­κό μου­σι­κό θέατρο.
Ακο­λου­θεί ‑4 χρό­νια, μετά η ομώ­νυ­μη ται­νία των 10 Oscars, 28 δια­κρί­σε­ων και 10 υπο­ψη­φιο­τή­των σε σκη­νο­θε­σία Jerome Robbins & Robert Wise, σενά­ριο Ernest Lehman (από το βιβλίο του Arthur Laurents) με Natalie Wood (Μαρία), George Chakiris, Richard Beymer, Rita Moreno (Anita) και 100+ ακόμη

Ακού­στε ‑δεί­τε


Όλο το μου­σι­κό θέμα…

Το 2021 έκα­νε ένα remake o Steven Spielberg σε σενά­ριο Tony Kushner, με Ansel Elgort, Rachel Zegler, Ariana DeBose με πολ­λά ψηφια­κά εφέ, καμιά σχέ­ση με την ομορ­φιά του κλασσικού.

Η «ιστο­ρία της δυτι­κής πλευ­ράς» (όχθης) βασι­σμέ­νη στη σεξ­πη­ρι­κή ιστο­ρία του Ρωμαί­ου και της Ιου­λιέ­τας, εκτυ­λίσ­σε­ται στις λαϊ­κές γει­το­νιές της Νέας Υόρ­κης τέλη 10ετίας ’40 και ξεκι­νά από την ιδέα του χορο­γρά­φου Ζερόμ Ρόμπινς να κάνει μια σύγ­χρο­νη μου­σι­κή προ­σαρ­μο­γή της.

Δυο συμ­μο­ρί­ες νεα­ρών ατό­μων της Νέας Υόρ­κης βρί­σκο­νται σε δια­μά­χη και η μια προ­σπα­θεί να υπε­ρι­σχύ­σει της άλλης. Η συμ­μο­ρία των Πορ­το­ρι­κα­νών Sharks έχει ως αρχη­γό της τον Μπερ­νάρ­ντο (Τζορτζ Τσα­κί­ρης) και εκεί­νη των Νεο­ϋ­ορ­κέ­ζων αγγλο­σα­ξώ­νων Jets έχει ως αρχη­γό της τον Ριφ (Ρας Τάμπλιν).

Κάποια στιγ­μή η αδελ­φή του Μπερ­νάρ­ντο, Μαρία (Νάτα­λι Γουντ) κατα­φθά­νει στη Νέα Υόρ­κη και ο αδελ­φός της την προ­ε­τοι­μά­ζει για γάμο με τον φίλο του Κίνο (Χοζέ Ντε Βέγκα), μέλος της συμ­μο­ρί­ας του. Ένα βρά­δυ η Μαρία πηγαί­νει σε ένα χορό και γνω­ρί­ζε­ται με τον Τόνι (Ρίτσαρντ Μπέι­μερ), πρώ­ην μέλος των Jets. Οι δυο νέοι ερω­τεύ­ο­νται παρά το χάσμα που χωρί­ζει τους κόσμους τους βλέ­πο­νται κρυ­φά και απο­φα­σί­ζουν να κλε­φτούν προ­κει­μέ­νου να παντρευτούν.

Παράλ­λη­λα οι δυο αντί­πα­λες συμ­μο­ρί­ες απο­φα­σί­ζουν να επι­λύ­σουν τις δια­φο­ρές τους μια και καλή και δίνουν νυχτε­ρι­νό ραντε­βού σε μια υπό­γεια διά­βα­ση κάτω από τη λεω­φό­ρο προ­κει­μέ­νου να ανα­με­τρη­θούν. Η Μαρία παρα­κα­λεί τον Τόνι να συμ­με­τά­σχει στην ανα­μέ­τρη­ση ώστε να προ­σπα­θή­σει να απο­τρέ­ψει τη βία. Ο Τόνι όμως δεν κατα­φέρ­νει να απο­τρέ­ψει τη συμπλο­κή και ο Μπερ­νάρ­ντο σκο­τώ­νει τον Ριφ, που είναι ο καλύ­τε­ρος του φίλος κι έπει­τα ο νεα­ρός σκο­τώ­νει τον Μπερ­νάρ­ντο. Ο Κίνο πλη­ρο­φο­ρεί­ται για τη σχέ­ση της Μαρί­ας με τον Τόνι και ορκί­ζε­ται εκδί­κη­ση. Ψάχνει λοι­πόν τον Τόνι για να τον σκοτώσει.

Η τρα­γω­δία χτυ­πά­ει το ζευ­γά­ρι των ερω­τευ­μέ­νων νέων το οποίο δε μπο­ρεί να κάνει τίπο­τα ώστε να απο­φύ­γει τη θανά­σι­μη έκβα­ση του τέλους. Ασυ­νή­θι­στο στο West Side Story πως δέχθη­κε την πρό­κλη­ση και πέτυ­χε στο unhappy end.

Το 1947 πλη­σί­α­σε τον Λέο­ναρντ Μπέρν­σταϊν, που ήταν ήδη διά­ση­μος μαέ­στρος, και τον θεα­τρι­κό συγ­γρα­φέα Άρθουρ Λόρεντς και τους πρό­τει­νε μια πλο­κή που επι­κε­ντρω­νό­ταν στη δια­μά­χη μετα­ξύ μιας καθο­λι­κής ιρλαν­δι­κής οικο­γέ­νειας και μιας εβραϊ­κής με φόντο την Κάτω Ανα­το­λι­κή πλευ­ρά του Μαν­χά­ταν την περί­ο­δο του Πάσχα. Η πρω­τα­γω­νί­στρια θα ήταν μια επι­ζή­σα­σα του Ολο­καυ­τώ­μα­τος και η σύγκρου­ση είχε επι­κε­ντρω­θεί στον αντι­ση­μι­τι­σμό με τον οποίο οι καθο­λι­κοί Jets αντι­με­τώ­πι­ζαν τους Εβραί­ους Emeralds.

Η ομά­δα δια­φώ­νη­σε –μετα­ξύ άλλων, όταν ο Μπέρν­σταϊν θέλη­σε να το κάνει όπε­ρα, έτσι το East Side Story, το πρώ­το προ­σχέ­διο, τους φάνη­κε αδύ­να­μο, ενώ το θέμα, που είχε γίνει ήδη έργο από άλλους, έμει­νε στο συρτάρι.

Οι τρεις δημιουρ­γοί συνα­ντή­θη­καν ξανά για να δου­λέ­ψουν μαζί σε μια παρα­γω­γή και σκέ­φτη­καν να ξανα­δούν την περί­πτω­ση του East Side Story και το σχέ­διο απέ­τυ­χε πάλι.

Λίγο και­ρό αργό­τε­ρα ο Λόρεντς προ­σλή­φθη­κε στο Χόλι­γουντ για να γρά­ψει το σενά­ριο για την Άβα Γκάρ­ντ­νερ. Στην πόλη βρι­σκό­ταν και ο Μπέρν­σταϊν και όταν οι δυο άντρες συνα­ντή­θη­καν τυχαία, άρχι­σαν να συζη­τούν για το κοι­νω­νι­κό φαι­νό­με­νο που μονο­πω­λού­σε τα πρω­το­σέ­λι­δα των εφη­με­ρί­δων, τις παρα­βα­τι­κές συμ­μο­ρί­ες των νέων. Ο Μπέρν­σταϊν πρό­τει­νε να ξανα­σχε­διά­σουν το East Side Story, με τη δρά­ση να εκτυ­λίσ­σε­ται στο Λος Άντζε­λες, αλλά ο Λόρεντς πίστευε ότι ήταν πιο εξοι­κειω­μέ­νος με τους Πορ­το­ρι­κα­νούς και το Χάρ­λεμ απ’ ό,τι με τους Μεξι­κα­νούς Τσικάνο.

Όταν επι­κοι­νώ­νη­σαν με τον Ρόμπινς, αυτός ενθου­σιά­στη­κε με την ιδέα να χορο­γρα­φή­σει ένα μου­σι­κό έργο με λάτιν ρυθμούς.

Άρχι­σαν να δου­λεύ­ουν το έργο μαζί και οι τρεις, παρό­λο που Μπέρν­σταϊν και Λόρεντς ήταν στη μαύ­ρη λίστα, φερό­με­νοι ως ανα­με­μειγ­μέ­νοι με κομ­μου­νι­στι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες, ενώ ο Ρόμπινς είχε συνερ­γα­στεί με την Επι­τρο­πή Αντια­με­ρι­κα­νι­κών Δραστηριοτήτων.

Με την ιστο­ρία να έχει μετο­νο­μα­στεί σε West Side Story, ο Λόρεντς, που εν τω μετα­ξύ είχε αλλά­ξει το υπό­βα­θρο των πρω­τα­γω­νι­στών, που τώρα ήταν λευ­κοί και Πορ­το­ρι­κα­νοί, συνα­ντά σε ένα πάρ­τι τον συν­θέ­τη και στι­χουρ­γό Στί­βεν Σόντ­χαϊμ και του προ­τεί­νει να γρά­ψει τους στί­χους. Ο Σόντ­χαϊμ δέχτη­κε, αν και ήθε­λε να γρά­ψει και τη μου­σι­κή και τους στί­χους, και ξεκί­νη­σε να δου­λεύ­ει με τους τρεις δημιουργούς.

Εκεί­νοι έκα­ναν πολ­λές δρα­στι­κές αλλα­γές στο πρω­τό­τυ­πο, εξα­λεί­φο­ντας χαρα­κτή­ρες και βρί­σκο­ντας λύσεις σε εκφρά­σεις της αργκό που μπο­ρεί να μην ήταν απο­δε­κτές. Ο Λόρεντς επι­νό­η­σε μια γλώσ­σα που ακού­γε­ται αγο­ραία, αλλά δεν είναι. Το ίδιο συνέ­βη και με τα τρα­γού­δια, γρά­φτη­καν πολ­λά, κόπη­καν πολ­λά, αλλά εξαρ­χής τα τρα­γού­δια «America» ​​και «I feel pretty» ήταν ατού του έργου και τελι­κά απο­δεί­χτη­καν και αγα­πη­μέ­να του κοινού.

Ο Μπέρν­σταϊν, που εκεί­νη την επο­χή δού­λευε και το Candide, πήρε από εκεί το «One hand, one heart» και το μετέ­φε­ρε στο Γου­έστ Σάιντ Στό­ρι ως ντου­έ­το του Τόνι και της Μαρίας.

Ο Λόρεντς, μιλώ­ντας για το έργο, είχε πει: «Προ­σπα­θή­σα­με να αυξή­σου­με το συναί­σθη­μα και να αρθρώ­σου­με την ακε­ραιό­τη­τα της εφη­βεί­ας μέσω της μου­σι­κής, του τρα­γου­διού και του χορού».

Ήρω­ες του έργου, ο ιτα­λο­α­με­ρι­κα­νός Αντό­νιο και η αμε­ρι­κα­νο­ε­βραία Μαρία, επι­ζή­σα­ζα του Ολο­καυ­τώ­μα­τος. Τα δύο νεα­ρά παι­διά ερω­τεύ­ο­νται και δημιουρ­γούν μία σχέ­ση, που δεν αρέ­σει στις οικο­γέ­νειες και τον περί­γυ­ρό τους. Ο προ­σω­ρι­νός τίτλος του έργου ήταν East Side Story, επει­δή εκτυ­λισ­σό­ταν στη γει­το­νιά East Side του Μαν­χά­ταν. Ο Λόρεντς δεν προ­χώ­ρη­σε στην υλο­ποί­η­ση της ιδέ­ας του, καθώς θεώ­ρη­σε την υπό­θε­ση του έργου παρω­χη­μέ­νη και χιλιοειπωμένη.

Το 1954 επα­νήλ­θε στο σχέ­διο του, όταν διά­βα­σε στις εφη­με­ρί­δες για τον πόλε­μο των νεα­νι­κών συμ­μο­ριών στους δρό­μους της Νέας Υόρ­κης. Απο­φά­σι­σε να το προ­σαρ­μό­σει στη νέα πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, που είχε δημιουρ­γη­θεί από την άφι­ξη χιλιά­δων πορ­το­ρι­κά­νων μεταναστών.

Ο Αντό­νιο του East Side Story έγι­νε Τόνι και ήταν ο αρχη­γός της λευ­κής συμ­μο­ρί­ας των Jets, ενώ η Μαρία από Εβραία έγι­νε Πορ­το­ρι­κα­νή και ήταν αδελ­φή του αρχη­γού της αντί­πα­λης συμ­μο­ρί­ας των Sharks. Οι δύο νέοι ερω­τεύ­ο­νται, προ­κα­λώ­ντας την εμπλο­κή των δύο συμ­μο­ριών στη σχέ­ση τους. Τόπος δρά­σης του έργου είναι η συνοι­κία Upper West Side του Μαν­χά­ταν, εξ ου και ο τίτλος του μιού­ζι­καλ West Side Story.

Μέσα του 1955 το έργο άρχι­σε να παίρ­νει σάρ­κα και οστά. Οι Λόρεντς και Μπερν­στάιν ανέ­θε­σαν στον 25χρονο Στί­βεν Σοντ­χάιμ να γρά­ψει τους στί­χους και στον Τζε­ρόμ Ρόμπινς τις χορο­γρα­φί­ες. Στην επι­λο­γή του πρω­τα­γω­νι­στή στά­θη­καν άτυ­χοι, καθώς ο Τζέιμς Ντιν σκο­τώ­θη­κε σε αυτο­κι­νη­τι­στι­κό δυστύ­χη­μα τον Σεπτέμ­βριο του ίδιου χρό­νου. Την παρα­γω­γή του μιού­ζι­καλ ανέ­λα­βαν η Τσέ­ριλ Κρό­φορντ και ο Ρότζερ Στίβενς.

Όλα κυλού­σαν ομα­λά μέχρι την άνοι­ξη του 1957 κι ενώ ο θία­σος ήταν έτοι­μος για να ξεκι­νή­σει πρό­βες, η Κρό­φορντ απο­χώ­ρη­σε από την παρα­γω­γή. Προς στιγ­μήν, η παρά­στα­ση απει­λή­θη­κε με ναυά­γιο. Όμως, ο έτε­ρος των παρα­γω­γών Ρότζερ Στί­βενς πήρε την παρά­στα­ση στις πλά­τες του και η πρε­μιέ­ρα του West Side Story δόθη­κε κανο­νι­κά στις 26 Σεπτεμ­βρί­ου 1957. Οι κρι­τι­κές ήταν ενθου­σιώ­δεις και η αντα­πό­κρι­ση του κοι­νού μεγάλη.

Το έργο παί­χθη­κε για 732 παρα­στά­σεις στο Μπρό­ντ­γου­εϊ –σχε­δόν για 3 χρό­νια, προ­τού ξεκι­νή­σει τη μεγά­λη διε­θνή καριέ­ρα του.

Η ταινία

Το 1961 το West Side Story έγι­νε γνω­στό σε όλο τον κόσμο μέσα από τη μεγά­λη οθό­νη. Μετα­φέρ­θη­κε στον κινη­μα­το­γρά­φο από τον σκη­νο­θέ­τη Ρόμπερτ Γουάιζ με τους ίδιους συντε­λε­στές και πρω­τα­γω­νι­στές τη Νάτα­λι Γουντ (Μαρία) και τον Ρίτσαρντ Μπέι­μερ (Τόνι). Η ται­νία θριάμ­βευ­σε τόσο στο ταμείο, όσο και στα Όσκαρ, απο­σπώ­ντας 10 από τα 11 προ­τα­θέ­ντα. Ένα από αυτά, το βρα­βείο δεύ­τε­ρου ανδρι­κού ρόλου, απο­νε­μή­θη­κε στον συμπα­τριώ­τη μας ηθο­ποιό και χορευ­τή Τζορτζ Τσακίρις.

Θριαμ­βευ­τι­κό μιού­ζι­καλ του 1961, βρα­βευ­μέ­νο με δέκα Όσκαρ, εκ των οποί­ων και εκεί­νου της Καλύ­τε­ρη Ται­νί­ας. Για ορι­σμέ­νους το από­λυ­το μιού­ζι­καλ και το σημείο ανα­φο­ράς για τις ται­νί­ες του είδους. Σαν σήμε­ρα, 18 Οκτω­βρί­ου κάνει πρε­μιέ­ρα στη Νέα Υόρ­κη και αλλά­ζει τη σημα­σία της λέξης «δια­σκέ­δα­ση» στο σινε­μά, ενώ από τότε έως τώρα φιγου­ρά­ρει πάντα (δικαί­ως;) στις λίστες με τα καλύ­τε­ρα μιού­ζι­καλ όλων των επο­χών. Σήμε­ρα βλέ­που­με την ται­νία «West Side Story» των Τζε­ρόμ Ρόμπινς και Ρότζερ Γουάιζ.

Εμπνευ­σμέ­νο από το έργο του Σαίξ­πηρ «Ρωμαί­ος και Ιου­λιέ­τα» σε χαλα­ρή μετα­φο­ρά, δύο αντί­πα­λες συμ­μο­ρί­ες τις Νέας Υόρ­κης οι Τζετς και οι Σαρκς συγκρού­ο­νται την ώρα που ένα μέλος της μίας, ο Τόνι (Ρίτσαρντ Μπέι­μερ) και η αδερ­φή του αρχη­γού της άλλης, Μαρία (Νάτα­λι Γουντ) ερω­τεύ­ο­νται. Σε κανο­νι­σμέ­νη συμπλο­κή μετα­ξύ τους, ο ένας εκ των αρχη­γών των ομά­δων δολο­φο­νεί­ται και η εκδί­κη­ση δεν αργεί να έρθει.

Τα μιού­ζι­καλ είναι πάντα μια υπό­θε­ση με ρίσκο. Αυτή εδώ η περί­πτω­ση αν και έχει κατά και­ρούς χαρα­κτη­ρι­στεί ως κινη­μα­το­γρα­φι­κό αρι­στούρ­γη­μα, δεν συνε­πά­γε­ται πως πρέ­πει να νιώ­σεις ενο­χές αν (πχ) το «Σικά­γο» σου άρε­σε περισ­σό­τε­ρο. Κάπως αθώο όπως τα μιού­ζι­καλ μιας κάποιας επο­χής, δια­τη­ρεί ακό­μη ορμή, ζωντά­νια και ενέρ­γεια νεα­νι­κών κορ­μιών σε συγ­χρο­νι­σμέ­νη κίνη­ση με χορο­γρα­φί­ες που έχουν αφή­σει μνη­μειώ­δες απο­τύ­πω­μα στο σινε­μά, όπως έχει κάνει άλλω­στε και η εμβλη­μα­τι­κή μου­σι­κή του Λέο­ναρντ Μπερν­στάιν με κομ­μά­τια όπως τα «I Feel Pretty», «Τonight» και «America».

Το «Γου­έστ Σάιντ Στό­ρι» είναι ένα έργο που όχι μόνο μετέ­βα­λε τα δεδο­μέ­να του μιού­ζι­καλ, αλλά και έδω­σε ηχη­ρή απά­ντη­ση στα αδιέ­ξο­δα της μου­σι­κής αβαν­γκάρντ της δεκα­ε­τί­ας του 1950. Δει­νός πια­νί­στας, ο Μπερν­στάιν εκτός από σπου­δαί­ος αρχι­μου­σι­κός έλαμ­ψε και ως συν­θέ­της. Παρ­τι­τού­ρες για συναυ­λια­κή χρή­ση, μπα­λέ­τα και συμ­φω­νί­ες συνυ­πάρ­χουν στην παρα­γω­γή του με έργα για το μου­σι­κό θέα­τρο, η φιλο­δο­ξία των οποί­ων συχνά ξεπερ­νά τα όρια του Μπρό­ντ­γου­εϊ. Από τα τέσ­σε­ρα μιού­ζι­καλ που συνέ­θε­σε, το «Γου­έστ Σάιντ Στό­ρι» κατέ­χει θέση ξεχω­ρι­στή, καθώς με αυτό το έργο πέτυ­χε ένα εντυ­πω­σια­κό επί­τευγ­μα, όπου συν­δυά­ζο­νται αρι­στο­τε­χνι­κά λατι­νο­α­με­ρι­κά­νι­κοι χορευ­τι­κοί ρυθ­μοί, μπιγκ-μπαντ τζαζ και κομ­μά­τια «ψυχρής» αισθη­τι­κής με εκφρα­στι­κές ερω­τι­κές μελωδίες.

Αν και η πρώ­τη παρά­στα­ση δε σημεί­ω­σε από­λυ­τη επι­τυ­χία, ο συν­θέ­της γρά­φει στο ημε­ρο­λό­γιό του την επό­με­νη μέρα: «… όπως ακρι­βώς το ονει­ρευ­τή­κα­με… Άσχε­τα με το αν τελι­κά θα πετύ­χει, με τους όρους του Μπρό­ντ­γου­εϊ, τώρα είμαι πεπει­σμέ­νος ότι αυτό που ονει­ρευ­τή­κα­με όλα αυτά τα χρό­νια είναι δυνα­τόν. Για­τί εδώ, έχου­με μια τρα­γι­κή ιστο­ρία με ένα θέμα τόσο βαθύ, όπως είναι η αγά­πη σε αντι­πα­ρά­θε­ση με το μίσος, με όλα τα θεα­τρι­κά ρίσκα του θανά­του και των φυλε­τι­κών δια­κρί­σε­ων». Το έργο πέρα από την τολ­μη­ρή μου­σι­κή του και τις ευφά­ντα­στες χορο­γρα­φί­ες του, απο­τε­λεί έναν εύστο­χο σχο­λια­σμό της αμε­ρι­κα­νι­κής κοι­νω­νί­ας της 10ετίας του ’50.

Το μιούζικαλ της «Δυτικής όχθης» στο Ηρώδειο

Το «West Side Story», με τις μαγευ­τι­κές μελω­δί­ες και εξαί­σιες χορο­γρα­φί­ες, ανέ­βη­κε στο Ηρώ­δειο, τις τρεις πρώ­τες βρα­διές του Σεπτέμ­βρη 2002, με το Κρα­τι­κό Θέα­τρο του Λιντς να «διη­γεί­ται» στο ελλη­νι­κό κοι­νό τη δυνα­τή ιστο­ρία αγά­πης, που πασχί­ζει ν’ ανθί­σει στη Ν. Υόρ­κη της 10ετίας του 1950 (την Ορχή­στρα Μπρού­κνερ του Λιντς διεύ­θυ­νε ο σπου­δαί­ος μαέ­στρος και καλ­λι­τε­χνι­κός διευ­θυ­ντής του αυστρια­κού συγκρο­τή­μα­τος, Dennis Russell Davies, ο οποί­ος υπήρ­ξε φίλος του Λ. Μπερν­στάιν. Τη σκη­νο­θε­σία υπο­γρά­φει ο Ματί­ας Ντέι­βιντς, τα σκη­νι­κά και τα κοστού­μια ο Κνουτ Χέτσερ και τις χορο­γρα­φί­ες η Μελί­σα Κινγκ. Αξί­ζει να σημειω­θεί πως όλοι οι καλ­λι­τέ­χνες που συμ­με­τεί­χαν στην παρά­στα­ση προ­έρ­χο­νταν από δια­φο­ρε­τι­κές χώρες, δια­μορ­φώ­νο­ντας έτσι ένα πολύ­χρω­μο παζλ πολι­τι­σμών, που τα συν­δέ­ει η μεγά­λη δημιουρ­γία του Λ. Μπερν­στάιν. Ανά­με­σα στους σημα­ντι­κούς ερμη­νευ­τές — τρα­γου­δι­στές και χορευ­τές — του μεγά­λου πολυ­ε­θνι­κού θιά­σου ο Άγγλος Ρόμπιν Ανταμς, στο ρόλο του Τόνι, η Ισπα­νί­δα Αρά­ντα Αρμε­ντία, στο ρόλο της Μαρί­ας και η Αμε­ρι­κα­νί­δα Τρέι­σι Πλέ­στερ, στο ρόλο της Ανί­τας (η παρά­στα­ση ήταν με ελλη­νι­κούς υπέρτιτλους).

Δια­κρί­σεις:

Καλύ­τε­ρης Ται­νί­ας – Ρόμπερτ Γουάιζ

Σκη­νο­θε­σί­ας – Ρόμπερτ Γουάιζ και Τζε­ρόμ Ρόμπινς

Β’ Ανδρι­κού Ρόλου — Τζορτζ Τσακίρης

Β’ Γυναι­κεί­ου Ρόλου — Ρίτα Μορένο

Φωτο­γρα­φί­ας, Έγχρω­μη ται­νία – Ντά­νιελ Φαπ

Μοντάζ – Τόμας Στάνφορντ

Κοστου­μιών — Άιριν Σάραφ

Καλ­λι­τε­χνι­κής Διεύ­θυν­σης — Βίκτορ Γκέιν­τζ­λιν και Μπό­ρις Λίβεν

Μου­σι­κής Επέν­δυ­σης — Σολ Τσά­πλιν, Τζό­νι Γκριν και Σιντ Ρέιμιν

Ήχου — Φρεντ Χάινς και Γκόρ­ντον Σόγιερ

Υπο­ψη­φιό­τη­τα: Δια­σκευα­σμέ­νου Σενα­ρί­ου – Έρνεστ Λέμαν

Τιμη­τι­κό Βρα­βείο: Για τις χορο­γρα­φί­ες της ται­νί­ας στον Τζε­ρόμ Ρόμπινς

Πηγή | περισσότερα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο