Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κολλάει ή δεν κολλάει; Το μέγα ερώτημα

Γρά­φει ο Χρή­στος Α. Τού­μπου­ρος //

Κολ­λά­ει ή δεν κολ­λά­ει; Κι αν κολ­λά­ει εξα­φα­νί­ζε­ται, ιάται ή «φωτιά που τον έκα­ψε» τον πάσα ένα και βουρ για τον για­τρό. Και τι να κάνει τότε κι αυτός; Απλά να υπο­γρά­ψει το πιστο­ποι­η­τι­κό του θανά­του. Και δεν μιλά­με για κόλ­λη­μα ή για κολ­λη­τή­ρια με την κυριο­λε­κτι­κή ή μετα­φο­ρι­κή σημα­σία. Εδώ μιλά­με για ιό, για σατα­νά που σε στέλ­νει… Ίσως και άψαλτο.

Η λέξη κόλ­λη­μα είναι πολύ­ση­μη. Συνή­θως εκτο­ξεύ­ο­νταν από γυναι­κεία χεί­λη προς συγκε­κρι­μέ­νο πρό­σω­πο. «Α, που να σε κολ­λή­σει κακιά χλα­πά­τσα παλιο­σκερ­βε­λέ που θα πεις εμέ­να βλαμ­μέν’. Βλαμ­μέ­νη είναι η γυναί­κα σου κι όλο το σόι σου». Ήταν ή πιο ήπια βρι­σιά. Ήταν βέβαια και το παρά­πο­νο του οικο­δό­μου για τα ένση­μα που μετα­φέρ­θη­κε επι­τυ­χώς στον κινη­μα­το­γρά­φο. «Μάνα δεν μού κολ­λάν τα ένση­μα». Και πόσες φορές σε επι­σφρά­γι­σμα συμ­φω­νί­ας, μικρή ή μεγά­λη δεν έχει σημα­σία, δεν την επι­βε­βαιώ­σα­με με τον χαι­ρε­τι­σμό: «κόλ­λα πέντε βρε μπα­γά­σα». Κι όταν ακό­μη μας έπια­νε η αγω­νία για την ταχύ­τη­τα πραγ­μα­το­ποί­η­σης του όποιου εγχει­ρή­μα­τος, πόσες και πόσες φορές δεν δια­τυ­πώ­να­με την περί­φη­μη ρήση «στη βρά­ση κολ­λά­ει το σίδερο».

Ειπώ­θη­κε από γυναί­κα πολιορ­κού­με­νη ερω­τι­κά. «Μην ζια­γκα­νιέ­σαι καθόλ’. Δεν το ‘χω κολημ­μέ­νο στο κού­τε­λο να το δώσω σε σένα. Να, οι μου­στε­ρή­δες, στην γραμ­μή τους έχω, αλλά εγώ τον καλύ­τε­ρο θα πάρω». Κι άμα επέ­με­νε, να και το κόλ­λη­μα. «Σού το είπα. Δε γίνε­ται τίπο­τε. Κόλ­λη­σε η βελό­να απ’ το γραμ­μό­φω­νο και σύ τα ίδια και τα ίδια. Άει σια­κάτ’». Σε αλη­θι­νό ψηστή­ρι, όταν «ο ψήστης» έλα­βε την αρνη­τι­κή απά­ντη­ση ότι υπάρ­χει άλλο πρό­σω­πο, πάλι κι αυτός στο ρήμα κολ­λάω «κόλ­λη­σε». «Μην φοβά­σαι. Και λοι­πόν; Ένας παρα­πά­νω. Κι αν σου χαλά­σου­με τη σαμπρέ­λα, θα την κολ­λή­σου­με. Κανέ­να πρό­βλη­μα». Ώσπου τα κατά­φε­ρε για να το πει, όχι και τόσο αθώα η κοπε­λιά «δεν κολ­λά­νε τα κομ­μά­τια του σπα­σμέ­νου βάζου. Ο γάμος είναι η μονα­δι­κή συγκολ­λη­τι­κή ουσία». Αν την παντρεύ­τη­κε ή όχι «ένας Θεός το ξέρει».

Τώρα που τα πρω­ι­νά­δι­κα επι­δί­δο­νται στην μαγει­ρι­κή να δεις πόσες φορές «κόλ­λη­σε το φαΐ στην κατσα­ρό­λα». Κάη­κε, ντιπ σκρού­μπος έγι­νε. Για­τί, πώς να το κάνου­με; Άλλο το μαγεί­ρε­μα κι άλλο η πρω­ι­νή ενη­μέ­ρω­ση. Αλη­θι­νό κόλ­λη­μα. Βεντού­ζα στην οθό­νη και δεν κολ­λά­ει μόνο το φαΐ, αλλά και το μυα­λό! Και στη συνέ­χεια κολ­λά­ει και το άντε­ρό μας από την πεί­να. Και κίν­δυ­νος υπάρ­χει μήπως γίνου­με σαν τα παι­δά­κια της Μπιά­φρας, πολύ αδύ­να­τα, καχε­κτι­κά, αλη­θι­νά κολ­λη­μέ­να. Σκάν­δα­λα, ρεμού­λες, κλε­ψί­μα­τα και ένα σωρό από τέτοια. «Είχε το μέλι στα χέρια του, άνοι­ξε το βάζο και το πήρε. Ήταν αχόρ­τα­γος και κόλ­λη­σαν τα χέρια του. Τον έπια­σαν…» Και μετά αρχί­ζει το τρο­πά­ρι. «Μού κόλ­λη­σαν τη ρετσι­νιά, χωρίς να φταίω καθόλου».

«Κόλ­λη­σαν τα φρέ­να», «το παι­δί κόλ­λη­σε ψεί­ρες στο σχο­λείο» και κάπο­τε λέγα­με ότι αυτός είναι κολ­λη­μέ­νος στα βιβλία. Τώρα οι εκφρά­σεις άλλα­ξαν. Ποιος να δια­βά­σει. «Φωτό και Δόξα σοι ο Θεός». Το κόλ­λη­μα γίνε­ται στο δια­δί­κτυο και η λέξη άλλα­ξε. Έγι­νε κάψι­μο! «Αυτός κάη­κε στο ιντερ­νετ» ή ας το πού­με δια­δί­κτυο. Κατά συνέ­πεια κολ­λη­μέ­νο μυα­λό, κολ­λη­μέ­νη σκέ­ψη και κολ­λη­μέ­να όλα τα νοη­τι­κά γρα­νά­ζια. Αυτό θέλουν οι ιθύ­νο­ντες. Να έχου­με, λίγη σκέ­ψη, χωρίς άπο­ψη και κρί­ση και να είμα­στε δου­λω­μέ­νοι στον κολ­λώ­δη αφρό της αδια­φο­ρί­ας, απά­θειας, ωχα­δελ­φι­σμού και της όποιας μεσαιω­νι­κής ηλιθιότητας.

Τελι­κά μία είναι η ερώ­τη­ση: «Με τη μετα­λα­βιά κολ­λά­ει ο ιός;», αλλά και μία η απά­ντη­ση: «Άμα το μυα­λό είναι περι­τυ­λιγ­μέ­νο με νάι­λον δεν κολ­λά­νε οι κολλητσίδες ».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο