Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μεσσίας πέντε αστέρων

Γρά­φει ο Βασί­λης Κρί­τσας //

Ο Λιο­νέλ Μέσι κατέ­κτη­σε τις προ­άλ­λες την πέμ­πτη χρυ­σή μπά­λα της καριέ­ρας του, προ­τού καν κλεί­σει τα 29, ένα μονα­δι­κό επί­τευγ­μα που τον φέρ­νει αναμ­φί­βο­λα στην κορυ­φή του κόσμου, για μια σει­ρά προ­φα­νείς λόγους.

Ο Μέσι είναι ο πραγ­μα­τι­κός Μεσ­σί­ας του σύγ­χρο­νου ποδο­σφαί­ρου, που ήρθε να το απαλ­λά­ξει από τα προ­πα­το­ρι­κά αμαρ­τή­μα­τα της σκο­πι­μό­τη­τας και της κλει­στής άμυ­νας, και είχε τους μεγα­λύ­τε­ρους προ­φή­τες (Ριβάλ­ντο, Ροναλ­ντί­νιο) στη δική του Μέκ­κα, ακό­μα και έναν Ιού­δα (Λουίς Φίγκο), που φόρε­σε τα μπλα­ου­γκρά­να, πριν από αυτόν, ινά πλη­ρω­θούν οι γραφές.

Ο σύγ­χρο­νος ποδο­σφαι­ρι­κός Μεσ­σί­ας κάνει το Καμπ Νου να του υπο­κλί­νε­ται και να φωνά­ζει ρυθ­μι­κά το όνο­μά του, εχθρούς και φίλους να ανα­γνω­ρί­ζουν την αξία του. Αλλά μπο­ρεί ακό­μα και να απο­δο­κι­μα­στεί από τους συμπα­τριώ­τες του στην Αργε­ντι­νή (ουδείς Μεσ­σί­ας στον τόπο του), για­τί έχει μια μεγά­λη μαύ­ρη τρύ­πα, χωρίς τίτλους, με την Εθνι­κή Ανδρών στην καριέ­ρα του, σα μια ατέ­λεια που τονί­ζει την τελειό­τη­τα του συνόλου.

Δεν έχει χτι­στό κορ­μί, πακέ­το κοι­λια­κών, μοντέ­λα να τον περι­στοι­χί­ζουν. Είναι οικο­γε­νειάρ­χης, παντρε­μέ­νος με την κοπέ­λα που είχε από τα σχο­λι­κά του χρό­νια, αν και δεν πρέ­πει να υπάρ­χει πιο φλο­γι­σμέ­νος έρω­τας από τη σχέ­ση που έχει ανα­πτύ­ξει με τη στρογ­γυ­λή θεά. Και αν δεν ήταν οι μάνα­τζερ, οι ίματζ μέι­κερ, και άλλες τέτοιες αγγλι­κές λέξεις, που πιθα­νό­τα­τα δεν κατα­λα­βαί­νει, ίσως να μην είχε καν τατουάζ και να παρέ­με­νε το απλό παι­δί, με τα μαλ­λιά που έμπαι­ναν μες στα μάτια του και τη φυσι­κή συστο­λή (στα όρια της αντι­κοι­νω­νι­κό­τη­τας) μπρο­στά στις κάμε­ρες και τους δημοσιογράφους.

Όσο για το βασι­κό του αντί­ζη­λο, τον Πορ­το­γά­λο Ρονάλ­ντο, που σε οποια­δή­πο­τε άλλη επο­χή θα θεω­ρού­νταν απ’ όλους ο κορυ­φαί­ος, είναι κατα­δι­κα­σμέ­νος να έχει το ρόλο του Σαλιέ­ρι, που δε θα φτά­σει ποτέ την κλά­ση του Μότσαρτ, και να βλέ­πει ακό­μα και το γιο του να προ­τι­μά και να θαυ­μά­ζει τον Αργεντίνο.
Ενώ ακό­μα κι οι συμπαί­κτες του στην Μπαρ­τσε­λό­να ξέρουν πολύ καλά ότι υπήρ­χαν χρο­νιές που είχαν πετύ­χει περισ­σό­τε­ρα πράγ­μα­τα με την εθνι­κή Ισπα­νί­ας κι ίσως να άξι­ζαν αυτοί το βρα­βείο της Χρυ­σής Μπά­λας. Αλλά πώς να προ­σπε­ρά­σεις το βρα­χύ­σω­μο μάγο και να μην τον ψηφί­σεις αυτο­μά­τως, όταν σου τεθεί το ερώ­τη­μα για τον καλύτερο;

Φέτος ο Μέσι σφρά­γι­σε τη χρο­νιά με το στιγ­μιό­τυ­πο όπου αφή­νει τον Μπό­α­τενγκ να πέφτει σαν πελε­κη­μέ­νο δέντρο με σπα­σμέ­νο κορ­μό, μετά από δική του ντρί­πλα, στον ημι­τε­λι­κό με την Μπά­γερν. Και παρα­μέ­νει ως σήμε­ρα η βασι­κή από­δει­ξη ότι το ποδό­σφαι­ρο μπο­ρεί να γίνει μια μορ­φή τέχνης, θεά­μα­τος απαλ­λαγ­μέ­νου από τον κατα­να­γκα­σμό του απο­τε­λέ­σμα­τος, όπου αυτο­σκο­πός είναι η δημιουρ­γία και η (χαμέ­νη) χαρά του παιχνιδιού.

Μπά­λα είναι και γυρί­ζει. Αλλά στο δικό του πόδι μοιά­ζει να κολ­λά­ει και να στέ­κε­ται υπά­κουη, περι­μέ­νο­ντας τις δια­τα­γές του. Κι ίσως το πιο σημα­ντι­κό επί­τευγ­μα του Μέσι να είναι πως κάνει θελ­κτι­κό ένα άθλη­μα που ζέχνει από συμ­φέ­ρο­ντα και τις βρω­μιές του (κάθε) Μπλά­τερ και του (κάθε) παρά­γο­ντα Πλα­τι­νί (που μπαί­νουν στο περι­θώ­ριο και απο­βάλ­λο­νται, σαν περιτ­τά βαρί­δια, μόνο όταν βγουν τα άπλυ­τά τους στη φόρα). Ή ακό­μα και από τη δική του περί­πτω­ση φορο­δια­φυ­γής, για την οποία τον κυνη­γά ακό­μα το ισπα­νι­κό δημόσιο…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο