Η είδηση στην τηλεόραση, τον χαροποίησε ιδιαίτερα: «Μνημείο χαρακτηρίζεται ο κινηματογράφος «Αλκυονίς», μετά την ομόφωνη γνωμοδότηση του Κεντρικού Συμβουλίου Νεοτέρων Μνημείων (ΚΣΝΜ), που συνεδρίασε σήμερα. Σύμφωνα με αυτήν, ο ιστορικός κινηματογράφος επί της οδού Ιουλιανού 42 στην Αθήνα αποτελεί χώρο ιδιαίτερα αξιόλογο για την παραγωγή και διάθεση της καλλιτεχνικής δημιουργίας, άμεσα συνδεδεμένης με τη συλλογική μνήμη και την υψηλή πολιτιστική παραγωγή, καθώς και αναπόσπαστο τμήμα της σύγχρονης πολιτιστικής ιστορίας του τόπου.»
- «Επιτέλους γυναίκα. Να που η κυβέρνηση κάνει κάτι σωστό. Σώζει ένα κομμάτι της νιότης μας.»
- «Ναι, με κάτι τέτοια, πάει όλους εσάς τους ρομαντικούς αριστερούς της μεταπολίτευσης, να σας τουμπάρει», του απάντησε και πήγε πάλι στο δωμάτιο να συνεχίσει το διάβασμα της ποιητικής συλλογής που είχε πρόσφατα λάβει από συνάδελφο της, συνταξιούχο φιλόλογο.
Τι να καταλάβει αυτή , σκέφτηκε, το τι «ιερός τόπος» αποτελούσε για όλους εμάς η «Αλκυονίδα» τότε στα ’70-’80, μαζί με το «Στούντιο».
Τότε που φοιτητής στην πρωτεύουσα — λάτρης του κινηματογράφου από τα μαθητικά του χρόνια και ιδρυτικό μέλος της Κινηματογραφικής Λέσχης της μικρής επαρχιακής πόλης του (ως καθήκον από την οργάνωση)- βρήκε το απάνεμο λιμάνι του τα Σάββατα στις σκοτεινές αίθουσες των δύο αυτών κινηματογράφων. Άλλωστε και τα σπίτια που νοίκιαζε όλα μεταξύ πλατείας Βικτώριας και πλατείας Αμερικής βρίσκονταν, οπότε τον βόλευε.
Δεν είχε πάντα παρέα. Ο ελεύθερος χρόνος του άλλωστε ήταν ελάχιστος. Οι συνελεύσεις στις σχολές, οι αδιάκοπες συνεδριάσεις με την οργάνωση, οι πορείες και οι εξορμήσεις, αλλά και το διάβασμα ‑μιας και ο πατέρα του το είχε ξεκαθαρίσει από την αρχή: «Ούτε μία μέρα παραπάνω στην Αθήνα για σπουδές. Τα λεφτά είναι συγκεκριμένα, δεν φτάνουν για ντόλτσε βίτα»- δεν του επέτρεπαν και άλλες πολυτέλειες. Κινηματογράφο, άντε και καμία ταβέρνα. Στη δεύτερη είχε πάντα παρέα. Ενώ στον κινηματογράφο όχι πάντα, γιατί οι φίλοι του δεν είχαν τις δικές του κινηματογραφικές ανησυχίες. Συχνά όμως εισέπραττε και την κοροϊδία τους περί «κουλτουριάρη».
Η αγάπη του για το σοβιετικό κινηματογράφο ήταν- λόγω ιδεολογικής τοποθέτησης- δεδομένη. Και η «Αλκυονίδα» ήταν εκεί με τα αφιερώματα της στους Αϊζενστάιν, Ντοβζένκο, Βερτόφ κ.α. Αντίθετα το «Στούντιο» δεν ήταν πάντα στις προτιμήσεις του, τον θεωρούσε περισσότερο… «αναθεωρητικό».
Η παρουσία της στο αμφιθέατρο γειτονικής σχολής δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη, και σ’αυτό,ν που συχνά πήγαινε από εκεί για να βοηθήσει τις λιγοστές δυνάμεις της Πανσπουδαστικής που υπήρχαν. Άλλωστε «άντρο» του «Δημοκρατικού Αγώνα» ήταν εκείνη την εποχή και αυτή το «πρώτο βιολί του». Ψηλή με σγουρό μαλλί, μελιά μάτια και με ένα μόνιμο κόκκινο φουλάρι που πήγαινε ασορτί με το αιώνιο μπλουτζίν της. Και η γλώσσα της ροδάνι να καταγγέλλει μόνιμα τους «δογματικούς». Πάντως η ευρυμάθεια της δεν μπορούσε από κανέναν να αμφισβητηθεί , ενώ και οι κινηματογραφικές της «ατάκες» έδειχναν την αγάπη της αλλά και τις γνώσεις της για την 7η Τέχνη.
Αρκετές φορές τα βλέμματα τους αντάμωναν, ενώ όποτε ήθελε του έσκαγε και ένα χαμόγελο μαζί με το «για χαρά» που του έλεγε.
Η Γενική Συνέλευση είχε πια τελειώσει και η ήττα στην τελική ψηφοφορία- μετά από την δική του ουσιαστική βοήθεια- για τον «Δημοκρατικό Αγώνα» είχε να συμβεί πολλά χρόνια.
Βγήκε με τους συντρόφους του για τσίπουρα στο απέναντι καφέ-μπαρ με το τζουκ μποξ. Ευκαιρία να ακούσει τραγούδια από τον αγαπημένο του Στελάρα και να ξεκουραστεί λίγο.
Η δική της παρέα που κατέφθασε σε λίγο – πιθανά για να πνίξει με το πιοτό την ήττα της- ήταν αποκλειστικά γυναικεία. Το βλέμμα που του έριξε φαρμακερό.
Δεν της το ανταπόδωσε. Απλά κέρασε στην παρέα της (και ας μην είχε να τα βγάλει πέρα, μέχρι τέλους του μήνα…). Παρά τις ιδεολογικές τους διαφωνίες και την σκληρή αντιπαράθεση που κυριάρχησε νωρίτερα, το ποτό, το λαϊκό τραγούδι και κυρίως η νεανική τους τρέλα, τελικά , τους έκανε μία παρέα.
Η συζήτηση μεταξύ τους περιστράφηκε γύρω από την κοινή τους αγάπη, τον κινηματογράφο. Αυτή Παζολίνι, αυτός Βισκόντι, αυτή Γκοντάρ αυτός Ρομ αυτή Οσιμα, αυτός Κουροσάβα. Και εκεί διαφωνία λοιπόν. Μία γοητευτική συζήτηση όμως, με μία πανέμορφη κοπέλα που τον μαγνήτιζε με το βλέμμα της.
Λίγο πριν την αναχώρηση την ζήτησε να μείνει για να δει κάτι. Οι στήλες της εφημερίδας του με τι προβαλλόμενες ταινίες ήταν κάτι που πάντα πρόσεχε. Τις έδειξε τις προβαλλόμενες ταινίες.
-«Διάλεξε σε ποια θέλεις να πάμε το Σαββατόβραδο» της είπε οπλισμένος με το θάρρος που τον είχαν εξοπλίσει τα τρία πενηνταράκια τσίπουρα που είχε κατεβάσει.
Τον κοίταξε διερευνητικά.
-«Μπα και η δογματική εφημερίδα που διαβάζεις, ασχολείται με τον κινηματογράφο;» του απάντησε περιπαιχτικά. Πάντως έσκυψε και την μελέτησε προσεκτικά. «Να κάνω και εγώ τον ιστορικό μου συμβιβασμό και όχι μόνο οι Ιταλοί σύντροφοι μου. Στις 9 το βράδυ στην «Αλκυονίδα. Παίζει την δεύτερη ταινία του αγαπημένου μου Βάϊντα , «Στάχτες και διαμάντια».
Το δέχτηκε άσχετα αν μέσα του έβραζε για τον σκηνοθέτη των ταινιών «Άνθρωπος από Μάρμαρο» και «Άνθρωπος από Σίδερο». Τον παρηγορούσε όμως το γεγονός ότι η ταινία που θα πήγαιναν , οι «Στάχτες και διαμάντια», είχε γίνει πριν αυτός στραφεί κατά του σοσιαλιστικού καθεστώτος.
Οι μέρες πέρασαν γρήγορα. Αν και είχε τις αμφιβολίες του, πήγε μισή ώρα νωρίτερα. Και αυτή δεν τον έστησε. Τον ξάφνιασε ευχάριστα, όταν για πρώτη φορά την αντίκρισε με εκείνο το μίνι που τόνιζε τα ατέλειωτα πόδια της.
Η δεύτερη έκπληξη ήταν η ίδια η ταινία. Δεν είχε ελληνικούς υπότιτλους και ο κινηματογράφος τους πρόσφερε ακουστικά για την απολαύσουν μέσω μεταφραστή που είχαν προσκαλέσει. Όλο νάζι του πρότεινε να μοιραστούν από ένα ακουστικό. Αυτό τους έφερε πολύ κοντά. Μύριζε τα μαλλιά της, άγγιζε τον ώμο της, άκουγε την ανάσα της.
Και μετά τον κινηματογράφο συζήτηση για το έργο και τα βαθύτερα νοήματα του στο δρόμο για το σπίτι της. Μάλιστα κράτησαν ο καθένας το εισιτήριο σε ανάμνηση όπως είπαν της πρώτης τους κινηματογραφικής συνύπαρξης Την χαιρέτησε σφίγγοντας το χέρι, ενώ αυτή του έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο, προτείνοντας τον την άλλη βδομάδα την ίδια μέρα να πάνε και πάλι κινηματογράφο, αυτή τη φορά στο «Στούντιο» όμως. Η «κρυφή γοητεία του οπορτουνισμού σκέφτηκε χαμογελώντας, καθώς τραβούσε για το σπίτι του.
Και το δεύτερο ραντεβού ήταν ευχάριστο, μόνο που αυτή τη φορά ήταν αυτός που την αγκάλιασε και την φίλησε στο στόμα αποχαιρετώντας την.
Ήταν την τελευταία χρονιά των σπουδών του. Έγιναν ζευγάρι, κρατώντας όμως όλες τις προφυλάξεις…
Ο αποχαιρετισμός είχε κάτι το κινηματογραφικό. Σαν την ομώνυμη ταινία του Κλίμοφ. Κράτησαν πάντως κάποια επαφή τα πρώτα χρόνια. Αυτός στον Βορρά και αυτή στο Νότο. Αυτός πλέον με Τεχνικό Γραφείο, αυτή δημοσιογράφος με εμφανίσεις στην τηλεόραση και τελευταία σαν αρχισυντάκτης σε φιλοκυβερνητική εφημερίδα. Αυτός παντρεμένος , με παιδιά φοιτητές πια, αυτή φορτωμένη με ένα διαζύγιο, χωρίς παιδιά όμως όπως έγραφαν τα κουτσομπολίστικα περιοδικά. Αυτός είχε την πολυτέλεια να την παρακολουθεί έστω και από μακριά, αυτή όμως όχι γιατί είχε χάσει πια τα ίχνη του.
Η σωτηρία της «Αλκυονίδας» του άναψε μια μικρή φλόγα που ίσως δεν είχε σβήσει ποτέ μέσα του.
Το πήρε απόφαση. Το εισιτήριο του κινηματογράφου το είχε κρατημένο ακόμη, μαζί με τις φοιτητικές του αναμνήσεις. Το φωτοτύπησε και σαν να είχε ακόμη την παρορμητικότητα της φοιτητικής νιότης το έστειλε με συστημένο φάκελο στην διεύθυνση της εφημερίδας που εργαζόταν.
Σε τέσσερεις μέρες του ήλθε συστημένος ένας φάκελος με τα στοιχεία της εφημερίδας απ’ έξω.
Μέσα είχε ένα παρόμοιο εισιτήριο, και μία κάρτα που έγραφε: «Για μένα μπορεί η ζωή μου να έγινε στάχτες, εσύ όμως και τα όσα ζήσαμε ήταν πάντα τα διαμάντια σ’αυτήν. Έρχομαι επάνω να τα πούμε από κοντά».
_________________________________________________________________________________________________
Αλέκος Α. Χατζηκώστας Δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας «Η Άλλη Άποψη της Ημαθίας» και του alli-apopsi.gr. Άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες, περιοδικά και site εδώ και δεκαετίες, ενώ έχει συμμετάσχει με εισηγήσεις σε μια σειρά ιστορικά συνέδρια και ημερίδες. Έχει εκδώσει 8 βιβλία και συμμετέχει σε συλλογικούς τόμους.