Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αλέκος Χατζηκώστας: Ένας έρωτας στην (ή με την;) «Αλκυονίδα» (Διήγημα)

Η είδη­ση στην τηλε­ό­ρα­ση, τον χαρο­ποί­η­σε ιδιαί­τε­ρα: «Μνη­μείο χαρα­κτη­ρί­ζε­ται ο κινη­μα­το­γρά­φος «Αλκυο­νίς», μετά την ομό­φω­νη γνω­μο­δό­τη­ση του Κεντρι­κού Συμ­βου­λί­ου Νεο­τέ­ρων Μνη­μεί­ων (ΚΣΝΜ), που συνε­δρί­α­σε σήμε­ρα. Σύμ­φω­να με αυτήν, ο ιστο­ρι­κός κινη­μα­το­γρά­φος επί της οδού Ιου­λια­νού 42 στην Αθή­να απο­τε­λεί χώρο ιδιαί­τε­ρα αξιό­λο­γο για την παρα­γω­γή και διά­θε­ση της καλ­λι­τε­χνι­κής δημιουρ­γί­ας, άμε­σα συν­δε­δε­μέ­νης με τη συλ­λο­γι­κή μνή­μη και την υψη­λή πολι­τι­στι­κή παρα­γω­γή, καθώς και ανα­πό­σπα­στο τμή­μα της σύγ­χρο­νης πολι­τι­στι­κής ιστο­ρί­ας του τόπου.»

- «Επι­τέ­λους γυναί­κα. Να που η κυβέρ­νη­ση κάνει κάτι σωστό. Σώζει ένα κομ­μά­τι της νιό­της μας.»

- «Ναι, με κάτι τέτοια, πάει όλους εσάς τους ρομα­ντι­κούς αρι­στε­ρούς της μετα­πο­λί­τευ­σης, να σας του­μπά­ρει», του απά­ντη­σε και πήγε πάλι στο δωμά­τιο να συνε­χί­σει το διά­βα­σμα της ποι­η­τι­κής συλ­λο­γής που είχε πρό­σφα­τα λάβει από συνά­δελ­φο της, συντα­ξιού­χο φιλόλογο.

Τι να κατα­λά­βει αυτή , σκέ­φτη­κε, το τι «ιερός τόπος» απο­τε­λού­σε για όλους εμάς η «Αλκυο­νί­δα» τότε στα ’70-’80, μαζί με το «Στού­ντιο».

Τότε που φοι­τη­τής στην πρω­τεύ­ου­σα — λάτρης του κινη­μα­το­γρά­φου από τα μαθη­τι­κά του χρό­νια και ιδρυ­τι­κό μέλος της Κινη­μα­το­γρα­φι­κής Λέσχης της μικρής επαρ­χια­κής πόλης του (ως καθή­κον από την οργά­νω­ση)- βρή­κε το απά­νε­μο λιμά­νι του τα Σάβ­βα­τα στις σκο­τει­νές αίθου­σες των δύο αυτών κινη­μα­το­γρά­φων. Άλλω­στε και τα σπί­τια που νοί­κια­ζε όλα μετα­ξύ πλα­τεί­ας Βικτώ­ριας και πλα­τεί­ας Αμε­ρι­κής βρί­σκο­νταν, οπό­τε τον βόλευε.

Δεν είχε πάντα παρέα. Ο ελεύ­θε­ρος χρό­νος του άλλω­στε ήταν ελά­χι­στος. Οι συνε­λεύ­σεις στις σχο­λές, οι αδιά­κο­πες συνε­δριά­σεις με την οργά­νω­ση, οι πορεί­ες και οι εξορ­μή­σεις, αλλά και το διά­βα­σμα ‑μιας και ο πατέ­ρα του το είχε ξεκα­θα­ρί­σει από την αρχή: «Ούτε μία μέρα παρα­πά­νω στην Αθή­να για σπου­δές. Τα λεφτά είναι συγκε­κρι­μέ­να, δεν φτά­νουν για ντόλ­τσε βίτα»- δεν του επέ­τρε­παν και άλλες πολυ­τέ­λειες. Κινη­μα­το­γρά­φο, άντε και καμία ταβέρ­να. Στη δεύ­τε­ρη είχε πάντα παρέα. Ενώ στον κινη­μα­το­γρά­φο όχι πάντα, για­τί οι φίλοι του δεν είχαν τις δικές του κινη­μα­το­γρα­φι­κές ανη­συ­χί­ες. Συχνά όμως εισέ­πρατ­τε και την κοροϊ­δία τους περί «κουλ­του­ριά­ρη».

Η αγά­πη του για το σοβιε­τι­κό κινη­μα­το­γρά­φο ήταν- λόγω ιδε­ο­λο­γι­κής τοπο­θέ­τη­σης- δεδο­μέ­νη. Και η «Αλκυο­νί­δα» ήταν εκεί με τα αφιε­ρώ­μα­τα της στους Αϊζεν­στάιν, Ντοβ­ζέν­κο, Βερ­τόφ κ.α. Αντί­θε­τα το «Στού­ντιο» δεν ήταν πάντα στις προ­τι­μή­σεις του, τον θεω­ρού­σε περισ­σό­τε­ρο… «ανα­θε­ω­ρη­τι­κό».

Η παρου­σία της στο αμφι­θέ­α­τρο γει­το­νι­κής σχο­λής δεν μπο­ρού­σε να περά­σει απα­ρα­τή­ρη­τη, και σ’αυτό,ν που συχνά πήγαι­νε από εκεί για να βοη­θή­σει τις λιγο­στές δυνά­μεις της Παν­σπου­δα­στι­κής που υπήρ­χαν. Άλλω­στε «άντρο» του «Δημο­κρα­τι­κού Αγώ­να» ήταν εκεί­νη την επο­χή και αυτή το «πρώ­το βιο­λί του». Ψηλή με σγου­ρό μαλ­λί, μελιά μάτια και με ένα μόνι­μο κόκ­κι­νο φου­λά­ρι που πήγαι­νε ασορ­τί με το αιώ­νιο μπλου­τζίν της. Και η γλώσ­σα της ροδά­νι να καταγ­γέλ­λει μόνι­μα τους «δογ­μα­τι­κούς». Πάντως η ευρυ­μά­θεια της δεν μπο­ρού­σε από κανέ­ναν να αμφι­σβη­τη­θεί , ενώ και οι κινη­μα­το­γρα­φι­κές της «ατά­κες» έδει­χναν την αγά­πη της αλλά και τις γνώ­σεις της για την 7η Τέχνη.

Αρκε­τές φορές τα βλέμ­μα­τα τους αντά­μω­ναν, ενώ όπο­τε ήθε­λε του έσκα­γε και ένα χαμό­γε­λο μαζί με το «για χαρά» που του έλεγε.

Η Γενι­κή Συνέ­λευ­ση είχε πια τελειώ­σει και η ήττα στην τελι­κή ψηφο­φο­ρία- μετά από την δική του ουσια­στι­κή βοή­θεια- για τον «Δημο­κρα­τι­κό Αγώ­να» είχε να συμ­βεί πολ­λά χρόνια.

Βγή­κε με τους συντρό­φους του για τσί­που­ρα στο απέ­να­ντι καφέ-μπαρ με το τζουκ μποξ. Ευκαι­ρία να ακού­σει τρα­γού­δια από τον αγα­πη­μέ­νο του Στε­λά­ρα και να ξεκου­ρα­στεί λίγο.

Η δική της παρέα που κατέ­φθα­σε σε λίγο – πιθα­νά για να πνί­ξει με το πιο­τό την ήττα της- ήταν απο­κλει­στι­κά γυναι­κεία. Το βλέμ­μα που του έρι­ξε φαρμακερό.

Δεν της το αντα­πό­δω­σε. Απλά κέρα­σε στην παρέα της (και ας μην είχε να τα βγά­λει πέρα, μέχρι τέλους του μήνα…). Παρά τις ιδε­ο­λο­γι­κές τους δια­φω­νί­ες και την σκλη­ρή αντι­πα­ρά­θε­ση που κυριάρ­χη­σε νωρί­τε­ρα, το ποτό, το λαϊ­κό τρα­γού­δι και κυρί­ως η νεα­νι­κή τους τρέ­λα, τελι­κά , τους έκα­νε μία παρέα.

Η συζή­τη­ση μετα­ξύ τους περι­στρά­φη­κε γύρω από την κοι­νή τους αγά­πη, τον κινη­μα­το­γρά­φο. Αυτή Παζο­λί­νι, αυτός Βισκό­ντι, αυτή Γκο­ντάρ αυτός Ρομ αυτή Οσι­μα, αυτός Κου­ρο­σά­βα. Και εκεί δια­φω­νία λοι­πόν. Μία γοη­τευ­τι­κή συζή­τη­ση όμως, με μία πανέ­μορ­φη κοπέ­λα που τον μαγνή­τι­ζε με το βλέμ­μα της.

Λίγο πριν την ανα­χώ­ρη­ση την ζήτη­σε να μεί­νει για να δει κάτι. Οι στή­λες της εφη­με­ρί­δας του με τι προ­βαλ­λό­με­νες ται­νί­ες ήταν κάτι που πάντα πρό­σε­χε. Τις έδει­ξε τις προ­βαλ­λό­με­νες ταινίες.

-«Διά­λε­ξε σε ποια θέλεις να πάμε το Σαβ­βα­τό­βρα­δο» της είπε οπλι­σμέ­νος με το θάρ­ρος που τον είχαν εξο­πλί­σει τα τρία πενη­ντα­ρά­κια τσί­που­ρα που είχε κατεβάσει.

Τον κοί­τα­ξε διερευνητικά.

-«Μπα και η δογ­μα­τι­κή εφη­με­ρί­δα που δια­βά­ζεις, ασχο­λεί­ται με τον κινη­μα­το­γρά­φο;» του απά­ντη­σε περι­παι­χτι­κά. Πάντως έσκυ­ψε και την μελέ­τη­σε προ­σε­κτι­κά. «Να κάνω και εγώ τον ιστο­ρι­κό μου συμ­βι­βα­σμό και όχι μόνο οι Ιτα­λοί σύντρο­φοι μου. Στις 9 το βρά­δυ στην «Αλκυο­νί­δα. Παί­ζει την δεύ­τε­ρη ται­νία του αγα­πη­μέ­νου μου Βάϊ­ντα , «Στά­χτες και διαμάντια».

Το δέχτη­κε άσχε­τα αν μέσα του έβρα­ζε για τον σκη­νο­θέ­τη των ται­νιών «Άνθρω­πος από Μάρ­μα­ρο» και «Άνθρω­πος από Σίδε­ρο». Τον παρη­γο­ρού­σε όμως το γεγο­νός ότι η ται­νία που θα πήγαι­ναν , οι «Στά­χτες και δια­μά­ντια», είχε γίνει πριν αυτός στρα­φεί κατά του σοσια­λι­στι­κού καθεστώτος.

Οι μέρες πέρα­σαν γρή­γο­ρα. Αν και είχε τις αμφι­βο­λί­ες του, πήγε μισή ώρα νωρί­τε­ρα. Και αυτή δεν τον έστη­σε. Τον ξάφ­νια­σε ευχά­ρι­στα, όταν για πρώ­τη φορά την αντί­κρι­σε με εκεί­νο το μίνι που τόνι­ζε τα ατέ­λειω­τα πόδια της.

Η δεύ­τε­ρη έκπλη­ξη ήταν η ίδια η ται­νία. Δεν είχε ελλη­νι­κούς υπό­τι­τλους και ο κινη­μα­το­γρά­φος τους πρό­σφε­ρε ακου­στι­κά για την απο­λαύ­σουν μέσω μετα­φρα­στή που είχαν προ­σκα­λέ­σει. Όλο νάζι του πρό­τει­νε να μοι­ρα­στούν από ένα ακου­στι­κό. Αυτό τους έφε­ρε πολύ κοντά. Μύρι­ζε τα μαλ­λιά της, άγγι­ζε τον ώμο της, άκου­γε την ανά­σα της.

Και μετά τον κινη­μα­το­γρά­φο συζή­τη­ση για το έργο και τα βαθύ­τε­ρα νοή­μα­τα του στο δρό­μο για το σπί­τι της. Μάλι­στα κρά­τη­σαν ο καθέ­νας το εισι­τή­ριο σε ανά­μνη­ση όπως είπαν της πρώ­της τους κινη­μα­το­γρα­φι­κής συνύ­παρ­ξης Την χαι­ρέ­τη­σε σφίγ­γο­ντας το χέρι, ενώ αυτή του έσκα­σε ένα φιλί στο μάγου­λο, προ­τεί­νο­ντας τον την άλλη βδο­μά­δα την ίδια μέρα να πάνε και πάλι κινη­μα­το­γρά­φο, αυτή τη φορά στο «Στού­ντιο» όμως. Η «κρυ­φή γοη­τεία του οπορ­του­νι­σμού σκέ­φτη­κε χαμο­γε­λώ­ντας, καθώς τρα­βού­σε για το σπί­τι του.

Και το δεύ­τε­ρο ραντε­βού ήταν ευχά­ρι­στο, μόνο που αυτή τη φορά ήταν αυτός που την αγκά­λια­σε και την φίλη­σε στο στό­μα απο­χαι­ρε­τώ­ντας την.

Ήταν την τελευ­ταία χρο­νιά των σπου­δών του. Έγι­ναν ζευ­γά­ρι, κρα­τώ­ντας όμως όλες τις προφυλάξεις…

Ο απο­χαι­ρε­τι­σμός είχε κάτι το κινη­μα­το­γρα­φι­κό. Σαν την ομώ­νυ­μη ται­νία του Κλί­μοφ. Κρά­τη­σαν πάντως κάποια επα­φή τα πρώ­τα χρό­νια. Αυτός στον Βορ­ρά και αυτή στο Νότο. Αυτός πλέ­ον με Τεχνι­κό Γρα­φείο, αυτή δημο­σιο­γρά­φος με εμφα­νί­σεις στην τηλε­ό­ρα­ση και τελευ­ταία σαν αρχι­συ­ντά­κτης σε φιλο­κυ­βερ­νη­τι­κή εφη­με­ρί­δα. Αυτός παντρε­μέ­νος , με παι­διά φοι­τη­τές πια, αυτή φορ­τω­μέ­νη με ένα δια­ζύ­γιο, χωρίς παι­διά όμως όπως έγρα­φαν τα κου­τσο­μπο­λί­στι­κα περιο­δι­κά. Αυτός είχε την πολυ­τέ­λεια να την παρα­κο­λου­θεί έστω και από μακριά, αυτή όμως όχι για­τί είχε χάσει πια τα ίχνη του.

Η σωτη­ρία της «Αλκυο­νί­δας» του άνα­ψε μια μικρή φλό­γα που ίσως δεν είχε σβή­σει ποτέ μέσα του.

Το πήρε από­φα­ση. Το εισι­τή­ριο του κινη­μα­το­γρά­φου το είχε κρα­τη­μέ­νο ακό­μη, μαζί με τις φοι­τη­τι­κές του ανα­μνή­σεις. Το φωτο­τύ­πη­σε και σαν να είχε ακό­μη την παρορ­μη­τι­κό­τη­τα της φοι­τη­τι­κής νιό­της το έστει­λε με συστη­μέ­νο φάκε­λο στην διεύ­θυν­ση της εφη­με­ρί­δας που εργαζόταν.

Σε τέσ­σε­ρεις μέρες του ήλθε συστη­μέ­νος ένας φάκε­λος με τα στοι­χεία της εφη­με­ρί­δας απ’ έξω.

Μέσα είχε ένα παρό­μοιο εισι­τή­ριο, και μία κάρ­τα που έγρα­φε: «Για μένα μπο­ρεί η ζωή μου να έγι­νε στά­χτες, εσύ όμως και τα όσα ζήσα­με ήταν πάντα τα δια­μά­ντια σ’αυτήν. Έρχο­μαι επά­νω να τα πού­με από κοντά».

_________________________________________________________________________________________________

Αλέκος Α. Χατζηκώστας  Δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας «Η Άλλη Άποψη της Ημαθίας» και του alli-apopsi.gr. Άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες, περιοδικά και site εδώ και δεκαετίες, ενώ έχει συμμετάσχει με εισηγήσεις σε μια σειρά ιστορικά συνέδρια και ημερίδες. Έχει εκδώσει 8 βιβλία και συμμετέχει σε συλλογικούς τόμους.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο