Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ανάγνωση μιας θεατρικής παράστασης

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Ο Γάλ­λος συγ­γρα­φέ­ας Μπερ­νάρ-Μαρί Κολ­τές (1948–1989) εμπνέ­ε­ται για το έργο Αγώ­νας Νέγρου και Σκύ­λων, που παί­ζε­ται στο θέα­τρο «Τζέ­νη Καρέ­ζη», από ταξί­δια του στην αφρι­κα­νι­κή ήπει­ρο το 1979. Το έργο αυτό εμφα­νί­ζει τον κυνι­σμό ενός νεο-αποι­κιο­κρα­τι­κού συστή­μα­τος το οποίο τις χώρες όπου ο καπι­τα­λι­σμός στή­νει εργο­τά­ξια και εγκα­θι­στά πολυ­ε­θνι­κές εται­ρί­ες, τις θεω­ρεί δικό του έδαφος.

Στο έργο αυτό ο μαύ­ρος Άλμπου­ρι ζητά­ει από τους εργο­λά­βους μιας γαλ­λι­κής πολυ­ε­θνι­κής το σώμα του νεκρού αδερ­φού του για να το θάψει. Οι «πολι­τι­σμέ­νοι» Γάλ­λοι προ­βάλ­λουν κάποιες δικαιο­λο­γί­ες για να μη δώσουν τη σορό. Απο­κα­λύ­πτε­ται ότι ο μηχα­νι­κός του εργο­τα­ξί­ου, ο Καλ, σκό­τω­σε τον αδερ­φό του Άλμπου­ρι σε μια έκρη­ξη ρατσι­σμού. Δεν τον αφή­νουν, όμως, οι τύψεις και πετά­ει το σώμα του νεκρού σε βάλ­το. Ο λευ­κός προϊ­στά­με­νος του εργο­τα­ξί­ου προ­σπα­θεί μέσω μιας στά­σης συμ­βι­βα­σμού να κατα­πραϋ­νει τις αντι­δρά­σεις που ακο­λού­θη­σαν την απο­κά­λυ­ψη της αλή­θειας. Γεμά­τος υπο­κρι­τι­κή και ψυχρή ευγέ­νια προ­σφέ­ρει στον Άλμπου­ρι κάποια απο­ζη­μί­ω­ση. Η λογι­κή του είναι, ότι με το χρή­μα αγο­ρά­ζεις τα πάντα και κου­κου­λώ­νεις κάθε έγκλη­μα. Έτσι, οι λευ­κοί άντρες στο έργο εκπρο­σω­πούν την κυριαρ­χία του χρή­μα­τος στο οικο­νο­μι­κό σύστη­μα που τα τελευ­ταία 500 χρό­νια λήστε­ψε τον «Τρί­το Κόσμο» μέσω της αποικιοκρατίας.

Μέσω του μαύ­ρου Άλμπου­ρι ο συγ­γρα­φέ­ας αντι­πα­ρα­βάλ­λει σ’ αυτές τις καπι­τα­λι­στι­κές «αξί­ες» την αξιο­πρέ­πεια της παλαιάς κοι­νω­νί­ας της αφρι­κα­νι­κής χώρας με τις παρα­δό­σεις της, η οποία δεν έχει αγγι­χθεί- του­λά­χι­στον σύμ­φω­να με το κάπως θολό, ατα­ξι­κό βλέμ­μα του έργου‑, από την πλε­ο­νε­ξία, το κυνή­γι του κέρ­δους και την ιδιο­τέ­λεια. Ο Άλμπου­ρι αγα­πά­ει τη γενέ­θλια αφρι­κα­νι­κή γη του, σέβε­ται τους προ­γό­νους του και τηρεί τις παρα­δό­σεις. Ναι μεν, η χώρα του είναι «ανε­ξάρ­τη­τη», επί­ση­μα του­λά­χι­στον δεν είναι πια αποι­κία, αλλά το εργο­τά­ξιο ελέγ­χε­ται από γαλ­λι­κή πολυ­ε­θνι­κή και θεω­ρεί­ται, γι΄αυτό, γαλ­λι­κό έδα­φος. Οι φύλα­κες «προ­στα­τεύ­ουν» το εργο­τά­ξιο από τους κατοί­κους του χωριού, υπο­στη­ρί­ζει ο Γάλ­λος υπεύ­θυ­νος του εργο­τα­ξί­ου. Όμως, ο «νέγρος» Άλμπου­ρι λέει ότι προ­στα­τεύ­ουν τη ντό­πια κοι­νό­τη­τα. Τον επι­βε­βαιώ­νουν τα γεγο­νό­τα, όταν στο τέλος οι φύλα­κες σκο­τώ­νουν το μηχα­νι­κό Καλ, ο οποί­ος είχε σκο­τώ­σει τον αδερ­φό του Άλμπου­ρι. Στο έργο συγκρού­ε­ται ο κόσμος που έχει πατρί­δα μόνο το χρή­μα και το κέρ­δος με τον κόσμο, το θεω­ρού­με­νο «πρω­τό­γο­νο», που έχει πατρί­δα τις αξί­ες και τις παρα­δό­σεις του.

Η μονα­δι­κή γυναι­κεία παρου­σία στο έργο είναι η Λεο­νή, Γαλ­λί­δα καμα­ριέ­ρα με μητρι­κή γλώσ­σα τα γερ­μα­νι­κά. Την είχε καλέ­σει ο υπεύ­θυ­νος του εργο­τα­ξί­ου Ορν για να παντρευ­τούν. Βαριε­στη­μέ­νη και μπου­χτι­σμέ­νη από το «πολι­τι­σμέ­νο» Παρί­σι, ήρθε στην Αφρι­κή για αλλα­γή, για περι­πέ­τεια. Όμως, ο ήλιος και η καυ­τή άμμος της ερή­μου τη φοβί­ζουν και αρχι­κά δεν βγαί­νει από το δωμά­τιό της. Αυτό θα αλλά­ξει ριζι­κά, όταν συνα­ντη­θεί με τον Άλμπου­ρι, μέσω του οποί­ου θέλει να θέσει τέρ­μα στη μονα­ξιά της, ώστε επι­τέ­λους να ανή­κει κάπου. Του μιλά­ει στη μητρι­κή της γλώσ­σα κι αυτός στη δική του και…συνεννοούνται. Η Λεο­νή θέλει να προ­χω­ρή­σουν μαζί, αλλά ο Άλμπου­ρι την απορ­ρί­πτει. Ενώ η Λεο­νή ξεπερ­νά­ει τα σύνο­ρα, τα γλωσ­σι­κά, τα κουλ­του­ρι­κά, τα της κατα­γω­γής και της ταυ­τό­τη­τας, ο Άλμπου­ρι μένει στον κόσμο το δικό του, τον πολι­τι­σμό του, την «κοι­νό­τη­τά» του.

Το χάσμα με τον κόσμο των λευ­κών είναι δια­τα­ξι­κό και αγε­φύ­ρω­το. Οι λευ­κοί στο έργο είναι και οι τρεις με τον τρό­πο τους αλλο­τριω­μέ­νες ψυχές, ενώ ο μόνος μαύ­ρος έχει έναν εσω­τε­ρι­κό κόσμο σίγου­ρο, ήρε­μο, εντά­ξει με τον εαυ­τό του. Παρ’ όλη αυτή την κάπως απλοϊ­κή, βασι­σμέ­νη περισ­σό­τε­ρο στη φυλή και λιγό­τε­ρο στα κοι­νω­νι­κά συστή­μα­τα, αντι­πα­ρά­θε­ση, η οποία δεν είναι απαλ­λαγ­μέ­νη από μια νοσταλ­γι­κή διά­θε­ση ως προς την υπο­τι­θέ­με­νη αγνή, «πρω­τό­γο­νη» φάση της ανθρω­πό­τη­τας, προ­σω­πο­ποι­η­μέ­νη από τον Άλμπου­ρι, το έργο αξί­ζει να το δού­με γι’ αυτό που τολ­μά­ει να αγγί­ξει, αλλά και για τις εξαι­ρε­τι­κές ερμη­νεί­ες των ηθο­ποιών και την πει­στι­κή για την υπό­θε­ση σκη­νο­θε­σία και μουσική.

vivlio mpelogiannis

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο