Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ανδρέας Εμπειρίκος

Γεν­νη­μέ­νος το 1901 στην Μπρα­ΐ­λα της Ρου­μα­νί­ας, ο Ανδρέ­ας Εμπει­ρί­κος , γόνος της αστι­κής οικο­γέ­νειας των Εμπει­ρί­κων, ανδριώ­τι­κης κατα­γω­γής, με σπου­δές φιλο­σο­φί­ας και αγγλι­κής φιλο­λο­γί­ας και ασχο­λη­θείς με την ψυχα­νά­λυ­ση κοντά στον ιδρυ­τή της Ψυχα­να­λυ­τι­κής Εται­ρεί­ας του Παρι­σιού Ρενέ Λαφόργκ.

Ο Ανδρέ­ας Εμπει­ρί­κος έχει συν­δε­θεί με την ελλη­νι­κή ιστο­ρία του 20ού αιώ­να για δυο και­νο­το­μί­ες: Ήταν ο πρώ­τος που άσκη­σε το 1935 στην Ελλά­δα μια και­νούρ­για τότε, τολ­μη­ρή θερα­πευ­τι­κή μέθο­δο την ψυχα­νά­λυ­ση και εκεί­νος που την ίδια χρο­νιά εισή­γα­γε ένα ρηξι­κέ­λευ­θο καλ­λι­τε­χνι­κό κίνη­μα, τον υπερρεαλισμό.

 

[…] Και μόλις μπαί­να­με στα 1935. […] Οπό­ταν, μπαί­νο­ντας ο Φλε­βά­ρης, εκεί που είχα αρχί­ζει να αισιο­δο­ξώ, να σου μια μικρή είδη­ση στην εφη­με­ρί­δα, που με ανα­στά­τω­σε. «Μεθαύ­ριον και ώραν 6 μ.μ., ο ποι­η­τής κ. Ανδρέ­ας Εμπει­ρί­κος θα ομι­λή­σει εις την αίθου­σαν του Ατε­λιέ, με θέμα: Υπερ­ρε­α­λι­σμός, μια νέα ποι­η­τι­κή σχο­λή. Είσο­δος ελευθέρα».

Δαι­μο­νί­στη­κα. Ποιος ήταν αυτός ο ουρα­νο­κα­τέ­βα­τος που μου κατα­πα­τού­σε τα οικόπεδα; […] 

Την άλλη μέρα, έγι­νε η διά­λε­ξη μπρο­στά σε μερι­κούς βλο­συ­ρούς αστούς που άκου­γαν, φανε­ρά ενο­χλη­μέ­νοι, ότι εκτός από τον Κον­δύ­λη και τον Τσαλ­δά­ρη υπήρ­χαν και άλλοι ενδια­φέ­ρο­ντες άνθρω­ποι στον κόσμο, που τους έλε­γαν Φρό­υντ ή Μπρε­τόν. Έλει­παν οι καλοί αγω­γοί της θερ­μό­τη­τας ιδε­ών, οι νέοι. Παρ’ όλ’ αυτά ο σπό­ρος είχε πέσει και σε λίγο, μέσα στη χρυ­σή σκό­νη της άνοι­ξης που έφτα­νε, άρχι­ζαν να μετε­ω­ρί­ζο­νται και να στίλ­βουν παρά­ξε­να ονό­μα­τα και όροι πρω­τά­κου­στοι: το υπο­συ­νεί­δη­το, η αυτό­μα­τη γρα­φή, το hazard objectif, τα collages, η μέθο­δος paranoïaque critique, το merveilleux και τα λοιπά.

Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της, «Το χρο­νι­κό μιας δεκα­ε­τί­ας». Ανοι­χτά χαρ­τιά, Ίκα­ρος, Αθή­να 1982 (2η έκδ.), 254 & 256–257.

Η πρώ­τη του ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή «Υψι­κά­μι­νος» (1935) αντι­με­τω­πί­στη­κε με μεγά­λη δυσπι­στία, στην καλύ­τε­ρη περί­πτω­ση, ενώ η δεύ­τε­ρη συλ­λο­γή του «Ενδο­χώ­ρα» (1945) αντι­με­τω­πί­στη­κε ευμε­νέ­στε­ρα. Αμφό­τε­ρες οι συλ­λο­γές άσκη­σαν απο­φα­σι­στι­κή επί­δρα­ση κυρί­ως στους Οδυσ­σέα Ελύ­τη, Νικό­λαο Κάλα, Νίκο Γκά­τσο και Νίκο Εγγο­νό­που­λο. Ο Ανδρέ­ας Εμπει­ρί­κος έχει χαρα­κτη­ρι­στεί ως ένας από τους κατε­ξο­χήν «ορα­μα­τι­στές ποι­η­τές», με το όρα­μά του να απο­τυ­πώ­νε­ται με ιδιαί­τε­ρη ενάρ­γεια στην ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή «Οκτά­να». Το μονα­δι­κό μυθι­στό­ρη­μά του, το οκτά­το­μο έργο «Ο Μέγας Ανα­το­λι­κός», συνι­στά ένα από τα πλέ­ον τολ­μη­ρά αμφι­λε­γό­με­να και ογκώ­δη μυθι­στο­ρή­μα­τα της νεό­τε­ρης ελλη­νι­κής λογο­τε­χνί­ας. Ο ποι­η­τής, ψυχα­να­λυ­τής και «μανιώ­δης» φωτο­γρά­φος, Ανδρέ­ας Εμπει­ρί­κος «έφυ­γε» το 1975, ενώ σημα­ντι­κό τμή­μα του έργου του εκδό­θη­κε μετά το θάνα­τό του.

[…] Εγώ εξε­παι­δεύ­θην στην καθα­ρεύ­ου­σα. Τα εκφρα­στι­κά μέσα στη δημο­τι­κή ήσαν ακα­δη­μαϊ­κά, ψεύ­τι­κα. Τα ’μαθα. Έγρα­φα ως δημο­τι­κι­στής ώσπου έφθα­σα στον υπερ­ρε­α­λι­σμό. Κι έχω ακό­μη μερι­κά κεί­με­νά μου τυπι­κώς υπερ­ρε­α­λι­στι­κά. Και σαν νέος που ήμουν και παι­δί, δεν ήμουν καν δημο­τι­κι­στής, με την έννοια που λέμε σήμε­ρα, ήμουν μαλ­λια­ρός, μαθη­τής του Ψυχά­ρη, κάτο­χος της γραμ­μα­τι­κής του. Μάλι­στα. Τα ποι­ή­μα­τά μου τα πρώ­τα, τα προ­ϋ­περ­ρε­α­λι­στι­κά, τα οποία απε­κή­ρυ­ξα (ήσαν λίγα άλλω­στε) ήσαν στη δημο­τι­κή […]. Εννο­εί­ται έλε­γα εγώ «Φχα­ρι­στώ-Φκα­ρι­στώ», να καταρ­γή­σου­με το υ, έγρα­φα άβριο με β, όταν λοι­πόν έφθα­σα με το καλό στον υπερ­ρε­α­λι­σμό, και εφήρ­μο­σα την μέθο­δο της αυτο­μά­του γρα­φής, τι νομί­ζε­τε ότι συνέ­βη; Εγώ δεν ήξε­ρα δημο­τι­κή, εννοώ «με τα γράμ­μα­τα» όπως λέμε, ήξε­ρα δημο­τι­κή επει­δή ήτο η λαλιά του τόπου μου και την άκου­γα αλλά η παι­δεία μου έγι­νε εξ ολο­κλή­ρου στην καθα­ρεύ­ου­σα και έτσι ήρθαν στην επι­φά­νεια αυτά που είχα αφο­μοιώ­σει. Φυσι­κό­τα­τα. Αλί­μο­νο αν εγώ στε­κό­μουν να διορ­θώ­σω επί το δημο­τι­κό­τε­ρον μία φρά­ση. Κατα­στρο­φή στο ποί­η­μα και ζημιά στην πνευ­μα­τι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα, την οιαν­δή­πο­τε έχει ο καθείς φυσι­κά. Μάσκα. Το άλλο ήτο η αλή­θεια μου. […]

Ανδρέ­ας Εμπει­ρί­κος, «Συζή­τη­ση στην Θεσ­σα­λο­νί­κη», περ. Χάρ­της, τχ. 17/18 (Νοέμ. 1985) 638–639.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο