Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Από το Αγγελόκαστρο στο Όρος, αγάπη πανσέληνη

Γρά­φει η Ζωή Δικταί­ου //

Είναι ένα χρώ­μα που σε έχει δια­πο­τί­σει, που κατα­φέρ­νει όχι μόνο να σε μαγεύ­ει, αλλά και να σε συμ­φι­λιώ­νει, να μειώ­νει τις απο­στά­σεις μεγε­θύ­νο­ντας την οικειό­τη­τα, να προ­κα­λεί την αίσθη­ση της μόνι­μης φιλο­ξε­νί­ας, από­σταγ­μα ενός μελαγ­χο­λι­κού έρω­τα ακό­μη και σε αυτή τη λεπτή ομί­χλη στο βλέμ­μα του. Είναι το σμα­ρα­γδί μπλε του Ιονί­ου, αυτό που εξε­λίσ­σε­ται σε από­χρω­ση της ψυχής και κάνει τον κόσμο σου κατα­νοη­τό. Κι αν καμιά φορά σκο­τει­νιά­σει, μη φοβά­σαι, να ξέρεις δεν θα αργή­σει να ξανα­φα­νεί. Νερό και δάκρυ, βρο­χή και θάλασ­σα, όλα είναι εδώ με γλυ­κύ­τη­τα για να εμψυ­χώ­νε­ται ο ρομα­ντι­σμός, για να μας ανε­βά­ζουν πάνω από τον πρω­τό­γο­νο άνθρωπο.

Ο  χει­μω­νιά­τι­κος ουρα­νός πάνω από τα γρα­φι­κά χωριά σε κάθε επό­με­νο λεπτό αλλά­ζει. Τα χρώ­μα­τα χορεύ­ουν πότε σε ροζ και πότε σε βιο­λε­τί σύν­νε­φα μετου­σιώ­νο­ντας το κατώ­τε­ρο σε ανώ­τε­ρο. Η παν­σέ­λη­νος του Φλε­βά­ρη θαρ­ρείς χαμη­λώ­νει πριν πέσει η νύχτα στον παλιό οικι­σμό της Κρή­νης. Αφή­νεις πίσω σου τα στε­νά σοκά­κια, βιά­ζε­σαι να βρε­θείς στο μεσαιω­νι­κό Αγγε­λό­κα­στρο. Όσο και αν σού κόβε­ται η ανά­σα στα πολ­λά σκα­λο­πά­τια, η πανο­ρα­μι­κή θέα από ψηλά στον κόλ­πο της Παλαιο­κα­στρί­τσας σε αποζημιώνει.

Το Αγγε­λό­κα­στρο χτι­σμέ­νο σε στρα­τη­γι­κής σημα­σί­ας τοπο­θε­σία, ένα τερά­στιο οικο­δό­μη­μα αμυ­ντι­κού χαρα­κτή­ρα περι­στοι­χι­σμέ­νο από λιθό­στρω­τες αυλές, πύρ­γους και οχυ­ρώ­σεις είναι ένα από τα σημα­ντι­κό­τε­ρα βυζα­ντι­νά κάστρα της Ελλά­δας. Η περί­ο­πτη θέση του υπο­γραμ­μί­ζει τον επι­βλη­τι­κό­τε­ρο και υπο­βλη­τι­κό­τε­ρο χαρα­κτή­ρα σε ολό­κλη­ρη τη  γύρω περιο­χή. Η προ­έ­λευ­ση του ονό­μα­τός δεν είναι απο­λύ­τως σαφής. Κάποιοι ιστο­ρι­κοί ανα­φέ­ρουν ότι το 1214 ο Μιχα­ήλ Α΄ ο Κομνη­νός,  γνω­στός και σαν Μιχα­ήλ Άγγε­λος, δεσπό­της της Ηπεί­ρου, κατέ­λα­βε την Κέρ­κυ­ρα και μετά από το θάνα­τό του, ο γιός του Μιχα­ήλ Β’ ο Κομνη­νός, οχύ­ρω­σε την περιο­χή και έδω­σε στο κάστρο το όνο­μα του πατέ­ρα του.

Άγρια & ''ήμερα''Σύμ­βο­λο ισχύ­ος και αίγλης, περι­στοι­χι­σμέ­νο από πυκνή βλά­στη­ση, απρο­σπέ­λα­στο και απο­μο­νω­μέ­νο από τον υπό­λοι­πο κόσμο, από το 1387 μέχρι το τέλος του 16ου αιώ­να, το Αγγε­λό­κα­στρο, απο­τέ­λε­σε την πρω­τεύ­ου­σα του νησιού και έδρα του τοπι­κού κυβερ­νή­τη. Οι οχυ­ρώ­σεις πρέ­πει να ορι­στι­κο­ποι­ή­θη­καν αυτή την περί­ο­δο, οπό­τε πήρε τη μορ­φή με την οποία σώζε­ται μέχρι σήμε­ρα. Το Αγγε­λό­κα­στρο έπαι­ξε σημα­ντι­κό ρόλο στην απώ­θη­ση των Τούρ­κων στις τρεις πολιορ­κί­ες της Κέρ­κυ­ρας από αυτούς, κυρί­ως το 1537 αλλά και μετά, το 1571 και το 1716.
Περι­μέ­νεις λες για ν’ ακού­σεις τα βήμα­τα των ακρι­τών στο πλα­κό­στρω­το. Ζωντα­νεύ­ει η ηρω­ι­κή μυθο­λο­γία. Ακρί­τες, Σαρα­κη­νοί, Βενε­τσιά­νοι, απε­λά­τες,  καπε­τα­ναί­οι, κουρ­σά­ροι, περι­πλα­νώ­με­νοι μισθο­φό­ροι στρα­τιώ­τες, άρχο­ντες, ατρό­μη­τοι πρα­μα­τευ­τά­δες, τρα­γου­δι­στά­δες και ανά­με­σά τους γυναί­κες όμορ­φες, μαχή­τριες, αγα­πη­μέ­νες, ποθη­τές, ελεύ­θε­ρες και ευά­λω­τες, ένα μυθι­κό σύμπαν ξυπνά­ει εδώ.

Για το άλλο­τε μεγα­λειώ­δες κάστρο μάρ­τυ­ρες όσα έχουν δια­σω­θεί. Τόσο στην εξω­τε­ρι­κή όσο και στην εσω­τε­ρι­κή του μορ­φή τα ερεί­πια γεν­νούν πολ­λά συναι­σθή­μα­τα. Τρο­φο­δο­τούν τη φαντα­σία για να συμπλη­ρώ­νο­νται θρύ­λοι και λαϊ­κές δει­σι­δαι­μο­νί­ες. Εδώ κάθε αλα­φρο­ΐ­σκιω­τος επι­βε­βαιώ­νει τις ψευ­δαι­σθή­σεις του. Τα όρια ανά­με­σα στο πραγ­μα­τι­κό και το φαντα­στι­κό θαρ­ρείς δια­σα­λεύ­ο­νται. Αινιγ­μα­τι­κά βλέμ­μα­τα σε παρα­κο­λου­θούν από παντού, δεν θέλεις πολύ να το πιστέ­ψεις. Οι από­κο­σμες μορ­φές στη φαντα­σία φτιά­χνουν ακό­μη ιστο­ρί­ες με δρά­κους, νεράι­δες, αερι­κά, στοι­χειω­μέ­νες μορ­φές και φαντάσματα.

Κοι­τάς τον γκρε­μό. Σού κόβε­ται η ανά­σα. Δεν πει­ρά­ζει θα πάρεις μια δεύ­τε­ρη. Εσέ­να κανείς δεν σε κυνη­γά, κανείς εκτός από τον έρω­τα. Στα χεί­λη ένα χαμό­γε­λο. Και στα δικά του, δια­βά­ζεις απέ­να­ντι, την ειλι­κρί­νεια, την καθα­ρό­τη­τα, την αγά­πη. Κι ύστε­ρα βάζει το χρυ­σό περί­γραμ­μα η περη­φά­νια και νομί­ζεις πως αυτό που μόλις εισέ­πρα­ξες μπο­ρεί και να είναι το πρώ­το χαμό­γε­λο επί γης. Ό,τι εμπο­δί­ζε­ται αγα­πιέ­ται πιό­τε­ρο κι ό,τι διαρ­κεί τεί­νο­ντας να ξεφύ­γει τη Μοί­ρα, γρά­φει και­νούρ­γιες σελί­δες στο σημειω­μα­τά­ριο της καρ­διάς. Διαρ­κεί η νοσταλ­γία σου…

Ποιος είπε πως μόνο οι άντρες έδω­σαν μάχες εδώ, τον κοι­τά­ζεις λοξά να στα­μα­τή­σει να κοκο­ρεύ­ε­ται. Εσύ την ακούς, την βλέ­πεις, μια γυναί­κα στην κόψη του βρά­χου με το τόξο στο χέρι και τη φαρέ­τρα κρε­μα­σμέ­νη στον ώμο. Η Χαρι­ξέ­νη, έτσι είπε πως την φωνά­ζουν ακό­μη. Πιο γοη­τευ­τι­κή από τις όμορ­φες αρχο­ντο­πού­λες και χωρια­το­πού­λες με το άσπρο δέρ­μα. Το βλέμ­μα στα μάτια της, ένας κόμπος σκού­ρο κεχρι­μπά­ρι σε βεβαιώ­νει για τη στα­θε­ρό­τη­τα στις συνή­θειες και την ικα­νό­τη­τα στο ρίσκο.

Στο­λί­ζεις τη μορ­φή με ολό­δρο­σους αρο­δα­μούς από την ανθι­σμέ­νη αμυ­γδα­λιά. Καθώς μένεις ασά­λευ­τη κι ακούς να κορυ­φώ­νε­ται η μάνη­τα της θάλασ­σας στην ακτή γυρεύ­εις αιτί­ες, φανε­ρές και κρυ­φές, να ψηλα­φί­σεις το βαθύ­τε­ρο καη­μό, το κρυμ­μέ­νο αίνιγ­μα, το ανεί­πω­το παρά­πο­νο. Ακούς φωνές. Στους ξεφτι­σμέ­νους αρμούς του καστρό­τοι­χου, εκεί έχουν μείνει.

Γιαγιά Κέρκυρα σοκάκιΛένε πως οι άνθρω­ποι έχουν μάτια αλλά δεν τα βλέ­πουν όλα κι έχουν αφτιά αλλά και πάλι δεν τ’ ακού­νε όλα.
Λένε πως ανά­με­σα στους πολ­λούς είναι κι εκεί­νοι που πιά­νουν τον ήχο από το φευ­γιό τής πετα­λού­δας και το παρά­πο­νο της μέλισ­σας όταν διψά.
Λένε ακό­μη πως αν τους κοι­τά­ξεις τα μεσά­νυ­χτα, το βλέμ­μα τους γυά­λι­νο, φέγ­γει σαν άστρο στο σκο­τά­δι, ίσως επει­δή στην ψυχή τους συντη­ρούν πάντα μια φέτα αναμ­μέ­νο φεγ­γά­ρι. Αυτοί οι αλα­φρο­ΐ­σκιω­τοι, που ερμη­νεύ­ουν τον ψίθυ­ρο του χει­μω­ναν­θού και τα λόγια που ανταλ­λά­σουν οι πέτρες του για­λού με τ’ άστρα, που βλέ­πουν τα φτε­ρά του ανέ­μου και δια­βά­ζουν τα κελα­ρύ­σμα­τα του νερού στη βρο­χή, αυτοί σ’ αρέσουν…
Λένε ακό­μη, πως οι αλα­φρο­ΐ­σκιω­τοι μπαί­νουν από τις ρωγ­μές των βρά­χων για να συνα­ντή­σουν  στο βασί­λε­μα του ήλιου τη Χαρι­ξέ­νη κι όταν βγαί­νουν κρα­τούν τα παμπά­λαια κλει­διά της χαράς και της ξεφά­ντω­σης, για­τί η ζωή  αυτό πρέ­πει να είναι για όλους, χαρά και ξεφάντωση…

Οι οξει­δώ­σεις του παλιού και­ρού στην ψυχή δεν είναι πια κρυ­φή ανάγνωση.
Τώρα, η αλή­θεια φωνά­ζει μέσα από όλες τις ρωγμές.
Τώρα, η αρχαία σκου­ριά συλ­λα­βί­ζει την απά­τη των σύγ­χρο­νων υλι­κών, που δεν αντέ­χουν στο χρόνο.
Τώρα, η ξαφ­νι­κή βρο­χή, όσο η σιω­πή χλευά­ζει την απρέ­πεια των «ξένων» θορύ­βων, σε γυρί­ζει πίσω στην αθωότητα.
Γήι­νη, ελεύ­θε­ρη, πιο μονα­χι­κή από τις μονα­χές, ανε­ξάρ­τη­τη, ασυμ­βί­βα­στη, η Χαρι­ξέ­νη, συλ­λο­γι­ζό­ταν με περη­φά­νια,  ήξε­ρε ν’ αφή­νει να φτε­ρου­γί­ζει η σκέ­ψη εκεί που ανά­βει ο ουρα­νός γυρεύ­ο­ντας την αλήθεια.

Καμιά φορά ένα λεπτό γλι­στρά από την τάξη του χρό­νου και όλα αλλά­ζουν.  Μέρες σού λέει κρυ­βό­τα­νε, η Χαρι­ξέ­νη, στις ερη­μιές να μη την βρουν οι κουρ­σά­ροι, ώσπου ένα βρά­δυ ώρα που βασί­λευε ο ήλιος και γύρι­ζαν τα που­λιά στις φωλιές πρό­σε­ξε κάτι παρά­ξε­νο μπρο­στά της. Μια φλό­γα, μήτε κερί, μήτε φανά­ρι κι ούτε έτρε­με στο φύση­μα του αέρα. Ένας ανθός αμυ­γδα­λιάς ήταν κι από μέσα του μια μικρή φλό­γα έφεγ­γε. Μια πλη­σί­α­ζε και καθό­ταν στα χέρια της, χωρίς όμως να την καί­ει και μια την έβλε­πε ν’ απο­μα­κρύ­νε­ται χωρίς πάλι να χάνε­ται. Εκεί­νη τη φλό­γα ακο­λού­θη­σε μέχρι που έφτα­σε σε μια αφύ­λα­χτη πολε­μί­στρα στο κάστρο.

Εκεί ήταν το γραμ­μέ­νο της, εκεί ένας πλη­γω­μέ­νος στρα­τιώ­της, γερ­μέ­νος στον κορ­μό μιας ανθι­σμέ­νης αμυ­γδα­λιάς της ζήτη­σε νερό. Πριν προ­λά­βει η βρο­χή έσκυ­ψε και τον άφη­σε να ξεδι­ψά­σει στα χεί­λη της. Τα μάτια του γεμά­τα λαχτά­ρα μιλού­σαν στην καρ­διά της. Με τα μάτια αντάλ­λα­ξαν όρκους κι ύστε­ρα  γονα­τι­στός την παρα­κά­λε­σε με μια κραυ­γή πόνου, να μη ριχτεί στη μάχη, μα δεν τον άκουσε…

Το τοπίο δεν απαι­τεί από εσέ­να τίπο­τα, μόνο την αγά­πη σου. Έχεις την πολυ­τέ­λεια, τη δυνα­τό­τη­τα μιας και­νούρ­γιας εμπει­ρί­ας πηγαί­νο­ντας ως το τέλος κάθε συγκί­νη­σης, κάθε στιγ­μής, κάθε σκέ­ψης. Όνει­ρο μοιάζει!

Στο κάστρο, λένε πως τις νύχτες συμ­βαί­νουν απί­στευ­τα πράγ­μα­τα. Τρί­ζουν οι αόρα­τες καστρό­πορ­τες κι ακού­γο­νται ομι­λί­ες σε γλώσ­σες ακα­τα­λα­βί­στι­κες. Καμιά φορά, το νιώ­θεις πως οι πέτρες μυρί­ζουν θειά­φι, κεδρό­ξυ­λο, μαύ­ρο πιπέ­ρι και τριμ­μέ­νο μαν­δρα­γό­ρα κι άλλο­τε πάλι φτά­νει ο καπνός της τελευ­ταί­ας μάχης ως την άκρη της μύτης και σού καί­ει τα ρουθούνια.

Μα και το βου­η­τό του ανέ­μου παρά­ξε­νο καθώς σμί­γει στο διά­βα του με δέντρα, βρά­χια και στέ­γες, γίνε­ται από­κο­σμο. Περ­νά μέσα από τις φυλ­λω­σιές κι όταν φτά­νει στη θάλασ­σα χάνε­ται με δύνα­μη κι ανα­δεύ­ο­νται βίαια και αντα­ρια­σμέ­να τα νερά και χτυ­πιού­νται με λύσ­σα στα βράχια.

Στο μελαγ­χο­λι­κό ψιχά­λι­σμα βρί­σκεις αγκα­λιά ανοι­κτή. Τρέ­χεις να σε κρα­τή­σει έχο­ντας μόνη βεβαιό­τη­τα την ψευ­δαί­σθη­ση  και τότε καλο­συ­νεύ­ουν κι ησυ­χά­ζουν τα νερά λες και όλα συνη­γο­ρούν για να σε σπρώ­ξουν με τον τρό­πο τους εκεί, στον έρωτα.

Η Χαρι­ξέ­νη, ανε­βο­κα­τε­βαί­νο­ντας μια σκά­λα χωρίς σκα­λο­πά­τια πια, από τότε, κάθε νύχτα του Φλε­βά­ρη τρέ­χει από αμυ­γδα­λιά σε αμυ­γδα­λιά κι από ακρο­πύρ­γιο σε ακρο­πύρ­γιο και μετρώ­ντας απου­σί­ες και απώ­λειες, ψάχνει πρώ­τα τον καλό της. Μετά, ο πλα­νη­μέ­νος ίσκιος της ρίχνε­ται στη μάχη.  Ασά­ντα­λη και ξεμαλ­λο­πλεγ­μέ­νη, με τη λινο­μέ­τα­ξη κόκ­κι­νη ζώνη στη μέση, χαμο­γε­λά βου­βά παρα­με­ρί­ζο­ντας τα σκο­τει­νά φυλ­λώ­μα­τα, ακο­λου­θώ­ντας εκεί­νο το φεγ­γε­ρό ανθό. Κι ύστε­ρα στο δεί­λι, όταν αφή­νει το τόξο, υψώ­νει τα χέρια στον ουρα­νό και δέε­ται το άυλο πέρα­σμα του ανέ­μου και την ακό­λα­στη ψυχή στο φεγ­γά­ρι. Τότε παρα­με­ρί­ζει η στα­χτιά συν­νε­φιά, χαμη­λώ­νουν τα ρόδα της δύσης στα μαλ­λιά της και νιώ­θει το άγγιγ­μά του…

«Ανά­θε­μά σε, μάγισ­σα, που μάγια δε γνω­ρί­ζεις!» ακούς να την κατα­ριέ­ται το στοι­χειω­μέ­νο πλή­ρω­μα της γαλέ­ρας πριν χαθεί υπο­χω­ρώ­ντας στο θαλασ­σι­νό αφρό. Τρί­ζουν τα χαλί­κια του βυθού. Λένε πως όλοι μαζί, τη λιό­στερ­νη ώρα τη βάζουν στο σημά­δι, μα και το μπα­ρού­τι και τα βόλια κι οι φαρ­μα­κε­ρές τζά­γρες, γυρί­ζουν πίσω, καρ­φώ­νο­νται στο κουρ­σά­ρι­κο του Μπαρ­μπα­ρό­σα, κι όταν χαρά­ζει η αυγή  μεμιάς όλα χάνο­νται στο πούσι.

Χορ­ταί­νει η όρα­ση. Δοξα­στι­κή η αφή της αγά­πης στο σιγα­νο­ψι­χά­λι­σμα. Επι­στή­θια φιλε­νά­δα η Χαρι­ξέ­νη επι­στρέ­φει στην ποί­η­ση, να γρά­ψει για τον έρω­τα, να το θυμάσαι.
Το πρώ­το άστρο, ένα καρα­βο­φά­να­ρο στο πέλα­γος παρα­μο­νεύ­ει δυο σύν­νε­φα. Ασπρο­ντυ­μέ­νοι, ένας άγγε­λος και μια αγγέ­λισ­σα μ’ ανοι­χτά φτε­ρά. Λησμο­νη­μέ­νοι έμει­ναν στο βάθος της θαλασσογραμμής.

Ανεμίζεις το μαντήλι σου. Ώρα να πηγαίνεις.

Στο  παμπά­λαιο χωριό των Μακρά­δων με την ιδιαί­τε­ρη αρχι­τε­κτο­νι­κή θα περά­σεις με καλή συντρο­φιά και κόκ­κι­νο κρα­σί τη νύχτα. Οι φίλοι σου, ισχυ­ρί­ζο­νται πως οι πρώ­τοι κάτοι­κοι, ήταν οι πρω­το­μά­στο­ρες που έχτι­σαν το θρυλ­λι­κό καστρο.

Ξημε­ρώ­μα­τα, όλοι έτοι­μοι για μια δια­δρο­μή που εκπλήσ­σει ευχά­ρι­στα τα μάτια και γεμί­ζει εικό­νες την ψυχή.  Από τους Μακρά­δες, στην Κρή­νη και μετά στο Βίστω­να κι από αυτό το μικρό γρα­φι­κό χωριό που πήρε το όνο­μα του από το αρχαίο όρος Ιστώ­νη, στην Αγία Άννα με προ­πτι­κή να σε βρει το βρά­δυ στα χωριά του Όρους.

Τοπία απεί­ρα­χτα. Στε­νά μονο­πά­τια και χωμα­τό­δρο­μοι κάνουν πιο ενδια­φέ­ρου­σα την πεζο­πο­ρία και οι κάθε­τοι βρά­χοι μεγα­λύ­τε­ρη πρό­κλη­ση της αναρ­ρί­χη­σης για όσους τολ­μούν. Η επα­φή με τη φύση μετα­τρέ­πει τον άγνω­στο προ­ο­ρι­σμό σε ακρι­βό ταξί­δι των αισθή­σε­ων. Χαμη­λώ­νεις το σώμα, λυγί­ζεις τα γόνα­τα, σκύ­βεις προ­σκυ­νάς την τρυ­φε­ρή χλόη κι ύστε­ρα υψώ­νε­σαι, σηκώ­νεις το βλέμ­μα ορκί­ζε­σαι στη θαλάσ­σια αύρα που σε κυκλώ­νει από παντού διεκ­δι­κώ­ντας μιαν αγά­πη πανσέληνη…

Δεν έχεις κου­ρα­στεί. Όχι, η ομορ­φιά δεν κου­ρά­ζει. Έχεις αφή­σει πίσω σου όλα αυτά που φοβά­σαι. Τα σύν­νε­φα ζωη­ρεύ­ουν πέρα μακριά κατά τους Οθω­νούς, το Μαθρά­κι και την Ερεί­κου­σα. Κρα­τιέ­σαι από μια πέτρα για να μη γλι­στρή­σεις. Μετά κοι­τά­ζεις μπρο­στά σου με τη βεβαιό­τη­τα πως προ­κει­μέ­νου να μην χάσεις το δικαί­ω­μα στ’ όνει­ρο είσαι ικα­νή να στύ­ψεις και την πέτρα…

Κλη­μα­τιά σού δεί­χνουν μια κου­κί­δα στο χάρ­τη. Η δια­δρο­μή ποι­η­τι­κά υπέ­ρο­χη. Δεν έχεις ακού­σει άλλη φορά για το σπή­λαιο «Ανθρω­πό­γρα­βα». Ευκαι­ρία λοι­πόν, τώρα που κοι­μού­νται οι Δρά­κοι των παρα­μυ­θιών, τώρα που ξυπνά στο «εμείς» ο και­ρός της αγά­πης, μπο­ρού­με ν’ αγγί­ξου­με στα­λα­κτί­τες και στα­λαγ­μί­τες, να γυρί­σου­με πίσω απ’ τον χρό­νο, να τα δού­με όλα αλλιώς, να πλη­σιά­σου­με τα ανέγ­γι­χτα και να θυμη­θού­με την ιερή μνή­μη της πέτρας.

Η μαγι­κή λέξη είναι, η ζωή! Τα χνά­ρια και τα σημά­δια της παντού, τόσο παλιά, τόσο και­νούρ­για ταυ­τό­χρο­να. Σκαρ­φα­λώ­νεις κι άλλο στο μονο­πά­τι. Το θέα­μα σε απο­ζη­μιώ­νει. Εδώ στο πέρα­σμα του χρό­νου η αθέ­α­τη φύση, με ασύ­γκρι­τη δεξιο­τε­χνία και υπο­μο­νή σμί­λε­ψε ένα ακό­μη μονα­δι­κό θαύ­μα πέρα από κάθε φαντα­σία. Μερι­κοί από τους ωραιό­τε­ρους στα­λαγ­μί­τες και στα­λα­κτί­τες που βρί­σκου­με στα ελλη­νι­κά σπή­λαια, σε όλες τις απο­χρώ­σεις του μπεζ και της ώχρας στο­λί­ζουν κάθε γωνιά γύρω σου. Οι έρευ­νες που έγι­ναν, έφε­ραν στο φως διά­φο­ρα ευρή­μα­τα, ανά­με­σά τους κομ­μά­τια αρχαϊ­κής κερα­μι­κής, ένα βυζα­ντι­νό νόμι­σμα και δρε­πά­νια, απο­δεί­ξεις της χρή­σης του σπη­λαί­ου από την αρχαϊ­κή επο­χή έως και το πρό­σφα­το παρελ­θόν. Τα σπή­λαια είναι δώρα, έργα της φύσης που κιν­δυ­νεύ­ουν μόνο από τις πρα­κτι­κές του ανθρώ­που. Γι’ αυτό θα πρέ­πει να δεί­χνου­με σεβα­σμό και να τα προστατεύουμε.

Έχεις μπρο­στά σου αρκε­τά χιλιό­με­τρα ακό­μη, ίσως τέσ­σε­ρις με πέντε ώρες δια­δρο­μή. Ο ορί­ζο­ντας κλεί­νει από τις αιω­νό­βιες ελιές και την πυκνή βλά­στη­ση. Η φύση ξεδι­πλώ­νει το μεγα­λείο της και απο­κα­λύ­πτε­ται. Οι ανε­μώ­νες έχουν κάνει δει­λά — δει­λά την εμφά­νι­σή τους, το ίδιο και οι νάρ­κισ­σοι στα χέρ­σα χωρά­φια. Στα ξέφω­τα, τα αμπέ­λια κλα­δε­μέ­να ανα­παύ­ο­νται. Αργό­τε­ρα θα πετά­ξουν τα πρώ­τα φύλ­λα, ο κακο­τρύ­γης, η ξερο­πο­διά, η ρομπό­λα, το μοσχά­το το πετρο­κό­ρι­θο, το τσου­πί και θα γεμί­σουν τρυ­φε­ρούς αρο­δα­μούς  το αφιώ­νι, η φιδιά, το μαν­τζα­βί, με τον ίδιο πάντα προ­ο­ρι­σμό, στα­φύ­λι στα χείλη.

Η φύση της Κέρ­κυ­ρας, ένας απέ­ρα­ντος καμ­βάς. Το νερό που τρέ­χει ακού­γε­ται μαγε­μέ­νο. Θα το δεις να γίνε­ται μπλε και ζαφει­ρέ­νιο, να φαντά­ζει όπως το πρά­σι­νο στις άκριες των κυπα­ρισ­σιών, να παίρ­νει αση­μέ­νιες ανταύ­γειες από τα φύλ­λα της ελιάς, μετά διά­φα­νο σαν δάκρυ στα κοι­λώ­μα­τα του βρά­χου. Ύστε­ρα σε ξαφ­νιά­ζει η πανάρ­χαια σκου­ριά στο ρίζω­μα του γκρε­μού και παρα­σύ­ρε­ται αλλού η ματιά και η σκέ­ψη σου.

«Αν θέλε­τε να ζωγρα­φί­σε­τε, κλεί­στε τα μάτια και τρα­γου­δή­στε», θυμά­σαι την παρό­τρυν­ση του Picasso. Στην Επί­σκε­ψη, στο πρώ­το από τα χωριά του Όρους, που φτά­νεις, εκεί, θα κλεί­σεις τα βλέ­φα­ρα από κού­ρα­ση και θα τ’ ανοί­ξεις αμέ­σως μετά από έκπλη­ξη. Κάθε φωνή έχει τη θέση της στον κύκλο της ζωής, κάθε κύκλος το τοπίο του, κάθε τοπίο τη γλώσ­σα του. Ένα παρα­δο­σια­κό τρα­γού­δι ερμη­νεύ­ε­ται αλλιώς, με τη φωνή του Νίκου Ανδρουλάκη:

«Από τ’ Aλφα θε ν αρχί­σω φως μου για να σ αγαπήσω
Βήτα, βέβαια σου μνώ­γω πως εσύ μ’α­ρέ­σεις μόνο
Γάμα, γίνο­μαι γεφύ­ρι να περ­νάς χρυ­σό ζαφείρι
Δέλ­τα, σου βεβαιώ­νω της καρ­δού­λας μου τον πόνο
Έψι­λό, μου κυπα­ρίσ­σι και καμα­ρω­τή μου βρύση
Ζήτα, ζώνο­μαι τα φίδια για τα δυο σου μαύ­ρα φρύδια
Ήτα, ήλιος εχά­θη πέτε του που­λιού μου να’ρθει
Θήτα, θάλασ­σα θα γένω να σε παίρ­νω να διαβαίνω
Γιώ­τα, παίρ­νω σε και φεύ­γω και στη χώρα μπλιο δε μπαίνω
Κάπα, κλαίω και φωνά­ζω και για σένα αναστενάζω
Λάμ­δα, λάβρα έχει η καρ­διά μου ω!για σένα πέρ­δι­κά μου
Μι-Μηλιά, μου με τα φύλ­λα και με τα γλυ­κά σου μήλα
Νι-νύφη, είσαι των γονιών μου και το φως των αμα­θιών μου
Ξι-ξαν­θά,  ‘ναι τα μαλ­λιά σου βάλε με στην αγκα­λιά σου
Όμι­κρό, μου κυπα­ρίσ­σι πες μου ποιος θα σε φιλήσει
Πι-περό­ρι­ζα, με λένε κι αν με χάσεις γύρευέ με
Ρό-δα, έχεις μες στα μάτια κάνεις τις καρ­διές κομμάτια
Σίγ­μα, σειέ­σαι και λυγιέ­σαι τα πλε­ξού­δια σου ξεπλέξε
Ταυ, των αμα­τιών σου οι σπί­θες σφά­ζου­νε’με με σαϊτες
Ύψι­λό, μου κυπα­ρίσ­σι πες μου ποιος θα σε φιλήσει
Φι-λί, μου δώσε ένα σκλά­βος γίνο­μαι για σένα
Χι-χει­λά­κια, ζαχα­ρέ­νια δόντια μαργαριταρένια
Ψι-ψυχή, μου και ζωή μου είσαι η απα­ντο­χή μου
Ω! , μεγά­λη νεραν­τζού­λα και χρυ­σή αγγελοπούλα».

Το πάθος χρη­σμο­δο­τεί το ανα­γκαίο με δάκρυα κάποιες φορές. Η πνοή της ψυχής στε­γνή από την κού­ρα­ση κι όμως μια πλα­νό­δια χαρά σε κυκλώ­νει. Από­κο­τοι και οι παλ­μοί της καρ­διάς, μα δεν θα σε προ­δώ­σουν. Στο φεύ­γα της μέρας, ίσα που πρό­λα­βες να κορ­φο­λο­γή­σεις τους νάρ­κισ­σους μέσα από το σάστι­σμα και τον πόθο…

Και ξαφ­νι­κά μια σου­σου­ρά­δα στην απά­νω ρού­γα –εκεί­νη η ρομα­ντι­κή που προ­τι­μά να κρα­τά τη δική της επι­κρά­τεια και μέσα στην αιώ­νια περι­πλά­νη­ση ενσαρ­κώ­νει την αγά­πη και τη θύμη­ση– απο­σπά την προ­σο­χή σου.

Ζωή Δικταίου Χαρούλα Βερίγου       Μια σου­σου­ρά­δα ήταν πάντα οιω­νός συνάντησης.

Ο δρό­μος σέρ­νε­ται ερη­μι­κός. Αντέ­χεις, λίγα χιλιό­με­τρα έμει­ναν μέχρι το Λαύ­κι. Και­ρός παλιός φύση­ξε άλλη μια φορά. Βλέ­πει η καρ­διά πιο μακριά.  Aφου­γκρά­ζε­ται τον άνε­μο, “ν’ ανοί­γεις τις κλει­στές πόρτες…”

Στα­μα­τάς, τις κοι­τά­ζεις ερευ­νη­τι­κά, θαρ­ρείς εσέ­να περι­μέ­νουν, άλλο­τε κυκλω­μέ­νες με τ’ αγριό­χορ­τα να ξεφυ­τρώ­νουν από τους αρμούς και τις πελε­κη­μέ­νες πέτρες, άλλο­τε μισά­νοι­χτες με τα σιδε­ρέ­νια μάντα­λα παρα­δο­μέ­να στη σκου­ριά κι άλλο­τε ετοι­μόρ­ρο­πες κατα­κτη­μέ­νες από κισ­σούς με στή­ριγ­μα τις ανα­μνή­σεις, μαρ­τυ­ρία πως κάπο­τε στο μέρος αυτό υπήρ­ξαν άνθρω­ποι. Αμί­λη­τες απου­σί­ες, ευγε­νι­κές φωνές. Απ’ αυτές τις κλει­στές πόρ­τες κι από τον κόπο της ζωής που πέρα­σε, πονε­τι­κά τα μάτια θα κρα­τή­σουν άλλη μια φορά τη συγκίνηση.

Στην επα­να­μυ­θο­λό­γη­ση του τόπου που σε κάλε­σε και σε αγά­πη­σε ανα­κα­λύ­πτεις πολ­λές και­νούρ­γιες λεπτο­μέ­ρειες. Η Κέρ­κυ­ρα, σου προ­σφέ­ρε­ται. Οργα­νώ­νεις το βλέμ­μα σχο­λα­στι­κά, σε κάθε αυλή, σε κάθε σπί­τι, στα κερα­μί­δια, στο παλιό καλ­ντε­ρί­μι, στην ανθι­σμέ­νη αμυ­γδα­λιά, στα μάτια που δεν έχουν αφή­σει ούτε για μια στιγ­μή τα δικά σου…

Το μυστι­κό και το παρά­δο­ξο ζωντα­νεύ­ει στα χαλά­σμα­τα. Κάποιοι ίσκιοι χορεύ­ουν ακό­μη στις αυλές. Με μια αίσθη­ση νίκης απέ­να­ντι στο φόβο υψώ­νουν την κού­πα της χαράς και με κάρ­βου­να αναμ­μέ­να στα μάτια κοι­τά­ζουν το χτες και το αύριο του κόσμου. Έρχο­νται κάπο­τε σαν τα που­λιά ή σαν τα κύμα­τα καβά­λα στον και­ρό κι ανοί­γουν πάλι δρόμο…

Ονόματα, συλλαβές στην ψυχή…

Το ακα­τά­λη­πτο κατε­βαί­νει μέσα από την ομί­χλη του Όρους, ζητώ­ντας να ερμη­νευ­τεί. Αγα­πάς αυτή τη συναι­σθη­μα­τι­κή εγρή­γορ­ση, αγα­πάς και αφή­νε­σαι. Ζητάς τ’ αδύ­να­τα, πριν γίνουν ωχρό μπα­κί­ρι τα δάχτυ­λα θέλεις να ξοδέ­ψεις τη ζωή όπως εσύ την ονει­ρεύ­ε­σαι, στην Κέρ­κυ­ρα. Η παρου­σία των χρω­μά­των ακό­μη και στο γυμνό τοπίο, σού υπυν­θυ­μί­ζουν την ίδια τη ζωή.
Στην απο­γευ­μα­τι­νή ανά­βα­ση στο Όρος, στο ατμο­σφαι­ρι­κό και ρεμ­βώ­δες μυθι­κό τοπίο, διαι­σθά­νε­σαι τη  συνά­ντη­ση με την τέχνη που λαλί­στα­τη στα χρώ­μα­τα, αφου­γκρά­ζε­ται, νιώ­θει, αισθά­νε­ται, ονει­ρεύ­ε­ται, δημιουρ­γεί με έμπνευ­ση και πηγαίο ταλέ­ντο. Τού­τη την ώρα στην κορυ­φή του Όρους, στη γαλή­νια απε­ρα­ντο­σύ­νη του ορί­ζο­ντα, ανα­ζη­τά απο­χρώ­σεις στο πλά­γιο φως και τις μεγά­λες σκιές, γνω­ρί­ζο­ντας πως το λιό­γερ­μα κρα­τά­ει πάντα περισ­σό­τε­ρο από την ανατολή.

Αγγελόκαστρο Κέρκυρα Aggelokastro Korfù

Ο ουρα­νός γκρι και σιέλ ξεδι­πλώ­νει ένα — ένα τα μυστι­κά της συμπα­ντι­κής συνεί­δη­σης, αρμο­νί­ας και γνώ­σης, μέχρι εκεί­νη την αρι­στουρ­γη­μα­τι­κή στιγ­μή που ο δίσκος του ήλιου βυθί­ζε­ται προς τα Δια­πό­ντια νησιά χαρί­ζο­ντας το χρυ­σό άγγιγ­μα του Μίδα σε λοφο­σει­ρές και ακρογιάλια.
Από το φλο­γε­ρό πορ­το­κα­λί της δικαιο­σύ­νης,  μέχρι το υπο­βλη­τι­κό μωβ της συμ­φι­λί­ω­σης, όλα με την ίδια έμφα­ση στην πρό­κλη­ση της πιο ισχυ­ρής εικό­νας, για να μετρη­θεί ξανά και ξανά γοη­τεία και πραγματικότητα.

Θαυ­μά­ζεις, απο­λαμ­βά­νεις, νοσταλ­γείς, θαρ­ρείς σου λεί­πουν οι λέξεις, δεν σού φτά­νουν να περι­γρά­ψεις όσα εισπράτ­τεις, χρώ­μα, φως και την ομορ­φιά που σε περι­βάλ­λει. Όταν η λογο­τε­χνία συνα­ντά τη ζωγρα­φι­κή, όταν η εικό­να γίνε­ται λόγος και ο λόγος εικό­να, τα κοι­νά οπτι­κά ερε­θί­σμα­τα παρου­σιά­ζο­νται πιο ελκυ­στι­κά. Δύο γλώσ­σες εκφρα­στι­κές ζητούν να γίνουν μία.

«Η φύση και η τέχνη διευ­ρύ­νουν τα όρια της ελευ­θε­ρί­ας», «Και της αγάπης…»

Καθώς βρα­διά­ζει, η σιγα­λιά στην Παλιά Περί­θεια δεν απο­τε­λεί μόνο ποι­η­τι­κή εντύ­πω­ση αλλά και ζωγρα­φι­κή πρό­κλη­ση, θαρ­ρείς και το ακρό­α­μα του μυστη­ρί­ου της Κέρ­κυ­ρας βρί­σκε­ται εδώ. Το χωριό είναι γνω­στό από το 300 π. Χ., όταν ένα κατα­στρο­φι­κό τσου­νά­μι χτύ­πη­σε τα παρά­λια του νησιού. Όσοι επέ­ζη­σαν, οδη­γή­θη­καν εδώ, στις παρυ­φές της αρχαί­ας Ιστώ­νης ανα­ζη­τώ­ντας ένα ασφα­λέ­στε­ρο μέρος μακριά από τη θάλασσα.

Κατά το 14ο αιώ­να οι αδιά­κο­πες πει­ρα­τι­κές επι­δρο­μές, ανά­γκα­σαν τους ανθρώ­πους για λόγους ασφά­λειας να μετα­κι­νη­θούν στο ίδιο αυτό μέρος και μετα­γε­νέ­στε­ρα όμως, όταν εξέ­λει­ψε ο φόβος των πει­ρα­τών οι κάτοι­κοι των ακτών που είχαν να αντι­με­τω­πί­σουν την ελο­νο­σία από τα κου­νού­πια της λιμνο­θά­λασ­σας Αντι­νιώ­τη, εδώ κατέ­φυ­γαν. Μέχρι και τα τέλη της δεκα­ε­τί­ας του 1940 που άρχι­σε να αντι­με­τω­πί­ζε­ται η ελο­νο­σία, για να απο­φύ­γουν τα θανα­τη­φό­ρα τσι­μπή­μα­τα, από την άνοι­ξη ερχό­ταν στην Παλιά Περί­θεια, για να προ­στα­τευ­τούν. Μέχρι τα μισά του εικο­στού αιώ­να που άκμα­σε, χίλιες πεντα­κό­σιες ψυχές απο­τε­λού­σαν την ψυχή μιας εύρω­στης μικρής κοι­νω­νί­ας. Όταν ξεχά­στη­κε ο φόβος της ελο­νο­σί­ας, οι Περι­θειώ­τες περ­νού­σαν πια μόνο λίγους μήνες του καλο­και­ριού, στο χωριό, όπως έλε­γαν χαρα­κτη­ρι­στι­κά. Το 1950 στα­μά­τη­σε να λει­τουρ­γεί και το σχο­λείο και στην επό­με­νη δεκα­ε­τία του 1960 όταν άρχι­σαν να ανα­πτύσ­σο­νται του­ρι­στι­κά οι γει­το­νι­κές περιο­χές αυτό το υπέ­ρο­χο μέρος, αυτό το μονα­δι­κό αρχι­τε­κτο­νι­κό κόσμη­μα με τα ερει­πω­μέ­να αρχο­ντι­κά, εγκαταλείφθηκε.

Η παλιά αίγλη, στις πλη­γές που άφη­σε ο και­ρός στα θυρώ­μα­τα, στις στέ­γες με τα χει­ρο­ποί­η­τα κερα­μί­δια, στους πέτρι­νους τοί­χους, στα καμπα­να­ριά των επι­βλη­τι­κών εκκλη­σιών.  Εμφα­νές το περα­σμέ­νο μεγα­λείο, σε καλεί από όπου κι αν στα­θείς, παρά τη δια­βρω­τι­κή μανία του χρό­νου και την εγκατάλειψη.

Στην Παλιά Περί­θεια μαθαί­νεις να προ­σλαμ­βά­νεις τον κόσμο από την αρχή με ενσυ­ναί­σθη­ση, να βιώ­νεις το παρόν σαν παι­δί που βρί­σκει τα βήμα­τά του μπαί­νο­ντας στο χορό, ή στο παι­χνί­δι με μόνο σκο­πό τη χαρά της ζωής, της ξεγνοια­σιάς, την αξία να κάνεις φίλους, χωρίς την απει­λή του θανά­του και τους περιο­ρι­σμούς της ελεύ­θε­ρης σκέψης.

Με τη δύνα­μη του ονεί­ρου, ο κύκλος της ομορ­φιάς συνε­χί­ζε­ται στο ρυθ­μό της απεί­ρα­χτης φύσης. Ένα μόνο ματσά­κι παν­σέ­δες, μια ανθι­σμέ­νη πρι­μα­ντό­να, μια ίρι­δα, ένα κλα­δί ανθι­σμέ­νης αμυ­γδα­λιάς στο φεγ­γα­ρό­φω­το και αλλά­ζει ο κόσμος εντός.

Παρα­δέ­χε­σαι πως το Όρος, είναι ένα ξέφω­το ασφά­λειας που υπό­σχε­ται να επα­να­νοη­μα­το­δο­τή­σει την αγά­πη, την παν­σέ­λη­νη αγά­πη που δεν κιν­δυ­νεύ­ει από την αίσθη­ση του εφήμερου…


Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρ­κυ­ρα 8 Φλε­βά­ρη 2021


Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου Bio Βιογ

Χαρούλα Βερίγου [Ζωή Δικταίου]

🔹  Γεν­νή­θη­κα στον Άγιο Νικό­λαο της Κρή­της το 1962 και μεγά­λω­σα στο Τζερ­μιά­δων του Ορο­πε­δί­ου Λασι­θί­ου. Εκεί έμα­θα τα πρώ­τα μου γράμ­μα­τα. Δεν έγι­να δασκά­λα όπως ονει­ρευό­μουν. Η ζωή με έφε­ρε στην Κέρ­κυ­ρα, όπου για τριά­ντα τρία χρό­νια εργά­στη­κα ως Διοι­κη­τι­κός Υπάλ­λη­λος στη Σχο­λή Του­ρι­στι­κής Εκπαίδευσης.

🔹  Με γοη­τεύ­ουν τα για­σε­μιά, τα φεγ­γά­ρια, τα βλέμ­μα­τα, τα δακρυ­σμέ­να μάτια, τα κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, οι ξεχα­σμέ­νοι δρό­μοι, τα βου­νά, τα ξέφτια από τις δαντέ­λες το παλιού και­ρού. Όπως ανα­πνέω, μιλάω, ονει­ρεύ­ο­μαι, συμ­φι­λιώ­νο­μαι με τη ζωή και τον θάνα­το, έτσι και γρά­φω. Ακου­μπώ στο παρελ­θόν κι όμως η λέξη που με ορί­ζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω στην αγάπη.

🔹  Αγα­πώ τον πεζό λόγο κι ας επι­στρέ­φω πάντο­τε στην ποί­η­ση. Ως «Χαρού­λα Βερί­γου» γοη­τεύ­ο­μαι από τη μνή­μη της Όστριας και την περη­φά­νια της Κρή­της. Ως «Ζωή Δικταί­ου» επι­στρέ­φω την ευγνω­μο­σύ­νη μου στο Ιόνιο φως και στη βροχή.

Στί­χοι μου έχουν μελο­ποι­η­θεί από τον Νίκο Ανδρου­λά­κη, τον Γιώρ­γη Κοντο­γιάν­νη, τον Ανδρέα Ζιά­κα, τον Γιάν­νη Νικο­λά­ου, τον Αλέ­ξαν­δρο Χατζη­νι­κο­λι­δά­κη και τον Θοδω­ρή Καστρινό.

Ζωή Δικταίου FaceBook

Εργο­γρα­φία

  • Εκδό­σεις Φίλ­ντι­σι – Αθήνα
  • Αύριο, αφή αλμύ­ρας οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή- Νοέμ­βριος 2020,
  • Αθι­βο­λή γαρύ­φαλ­λο και θύμη­ση κανέλ­λα, Διη­γή­μα­τα – Νοέμ­βριος 2019
  • Αύριο στά­χυα οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή – Σεπτέμ­βριος 2018
  • Οι άλλες ν’ απλώ­νουν ρού­χα κι εσύ τρια­ντά­φυλ­λα, Διη­γή­μα­τα – Φεβρουά­ριος 2018
  • Μια κούρ­σα για τη Χαρι­γέ­νεια, Μυθι­στό­ρη­μα – Μάιος 2017
  • Αύριο, νυχτώ­νει φθι­νό­πω­ρο, Μυθι­στό­ρη­μα – Ιού­νιος 2015
  • Εκδό­σεις: Έψι­λον, 1996, Αθήνα
  • Ιστο­ρί­ες για φεγ­γά­ρια, Παι­δι­κή Λογοτεχνία,

Συμ­με­το­χές σε συλ­λο­γι­κά έργα


facebook logo click

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο