Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αφιέρωμα Νότης Μαυρουδής ‑μια οπτική τέχνης: Κισμέτ _Πενθούντες & Μέσα Ενημέρωσης

Γρά­φει ο \\ Αστέ­ρης Αλα­μπής _Μίδας

Οι πε­ρισ­σό­τε­ρες –σχε­δόν όλες, οι ανα­λύ­σεις ακο­λου­θούν την αστι­κή πε­πα­τη­μέ­νη της «καθα­ρής» – «ελεύ­θε­ρης» (βλ ατα­ξι­κής) θε­ώ­ρη­σης της τέ­χνης –στην πε­ρί­πτω­σή μας της μου­σι­κής, που όταν τολ­μά να θίξει την ιε­ρό­τη­τα του εκμε­ταλ­λευ­τι­κού συ­στή­μα­τος και μά­λι­στα κα­λώ­ντας σε ανα­τρο­πή του, τότε _«μιαρά δε­σμευ­μέ­νη» είναι μόνο για «το πυρ το αιώ­νιον και το σκό­τος το εξώ­τε­ρον». Αλλά υπάρ­χει κα­θα­ρή τέχνη; Ακό­μη και οι δη­μιουρ­γοί που απο­κλεί­ουν από το έργο τους τα κοι­νω­νι­κο-πο­λι­­τι­­κά θέ­μα­τα και φτιά­χνουν «ωραία, ανώ­φε­λα που­λιά» για τις «σκά­λες των αιώ­νων» όπως έγρα­φε ο Ρί­τσος – παίρ­νουν στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα θέση. Ηθε­λη­μέ­να ή αθέ­λη­τα εκ­φρά­ζουν σκοπιμότη­τα, καθώς συμ­βάλ­λουν στην καλ­λιέρ­γεια της κοι­νω­νι­κής πα­θη­τι­κό­τη­τας και της αδρά­νειας απέ­να­ντι στην τα­ξι­κή βία και κα­τα­πί­ε­ση, κάτι που δίχως άλλο είναι πολύ βο­λι­κό για την αστι­κή εξουσία.

Πάνω σ’ αυτό το θέμα ο Γιάν­νης Ρί­τσος έλε­γε χαρακτηριστικά:
«Η τέχνη είναι πάντα κοι­νω­νι­κή λει­τουρ­γία. Οι στρα­τευ­μέ­νοι της απο­στρά­τευ­σης, εκεί­νοι που κά­νουν απο­λί­τι­κη τέχνη στην ουσία κά­νουν πο­λι­τι­κή, δη­λα­δή τεί­νουν να απο­φύ­γουν μια πολι­τι­κή θέση και να συμ­βου­λέ­ψουν και τους άλ­λους να αδρα­νή­σουν».
Ο δε Μπρε­χτ έγρα­φε με το γνω­στό λιτό, κοφτό στιλ του ότι οι αστρά­τευ­τοι, είναι στρα­τευ­μέ­νοι στην άρ­χου­σα τάξη. Επο­μέ­νως, έτσι ή αλ­λιώς η τέχνη έχει τα­ξι­κό­τη­τα, που μπο­ρεί να μην εκ­δη­λώ­νε­ται με την ανοι­χτή τοπο­θέ­τη­ση υπέρ της μιας ή της άλλης κοι­νω­νι­κής τάξης, εκ­φρά­ζε­ται όμως τε­λι­κά στο καλ­λι­τε­χνι­κό έργο.
Όπως δεν υπάρ­χει στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα απο­λί­τι­κος, αστρά­τευ­τος άν­θρω­πος – εκεί­νος που ισχυρί­ζε­ται πως δεν ασχο­λεί­ται με την πο­λι­τι­κή για να μην «κα­πε­λω­θεί», είναι αυτός που φορά και το με­γα­λύ­τε­ρο «κα­πέ­λο» – έτσι δεν υπάρ­χει και αστρά­τευ­τη τέχνη.

Ο Νότης (Πανα­γιώ­της) Μαυ­ρου­δής, συν­θέ­της, τρα­γου­δο­ποιός, κιθα­ρι­στής και ραδιο­φω­νι­κός παρα­γω­γός _Πολυ­γρα­φό­τα­τος …, γεν­νή­θη­κε στην Αθή­να το 1945 _στις Φυλα­κές Αβέ­ρωφ (η μητέ­ρα του, ήταν πολι­τι­κή κρα­τού­με­νη)  και έφυ­γε από τη ζωή στη Μακρι­νί­τσα φέτος το Γενά­ρη (έπει­τα από πτώ­ση από τα 3μ στο σπί­τι του).
Πολι­τι­κά «θολός»: Στις Ευρω­ε­κλο­γές του 2009 κατέ­βη­κε υπο­ψή­φιος με τους Οικο­λό­γους Πρά­σι­νους και το 2010 συμ­με­τεί­χε στην ίδρυ­ση της ΔημΑρ (εκλέ­χθη­κε μέλος της Πανελ­λα­δι­κής Πολι­τι­κής Επι­τρο­πής) _δείτε και Προ­σω­πι­κές Απόψεις

Το 1958 ξεκί­νη­σε μαθή­μα­τα κιθά­ρας στο Εθνι­κό Ωδείο με καθη­γη­τή τον Δημή­τρη Φάμπα και πήρε δίπλω­μα το 1969 με άρι­στα και αμέ­σως μετά επί χού­ντας (1970) εγκα­τα­στά­θη­κε στην Ιτα­λία, όπου του ανα­τέ­θη­κε η έδρα κλα­σι­κής κιθά­ρας στη Scuola Civica di Musica Claudio Abbado του Μιλά­νου, όπου δίδα­ξε ως το 1975, ενώ από το 1970 παρα­κο­λού­θη­σε μαθή­μα­τα της Ακα­δη­μί­ας Σαντιά­γο ντε Κομπο­στέ­λα στην Ισπα­νία με τον José Tomás. Από το 1975 εγκα­τα­στά­θη­κε ορι­στι­κά στην Αθή­να και δίδα­ξε κλα­σι­κή κιθά­ρα στο Εθνι­κό Ωδείο... 1975, 1977 και 1979 έδω­σε ρεσι­τάλ στο Φεστι­βάλ Κλα­σι­κής Κιθά­ρας του Έστερ­γκομ της Ουγ­γα­ρί­ας, το 1978 πήρε μέρος στο διε­θνές Φεστι­βάλ Πολι­τι­κού Τρα­γου­διού στο Ανα­το­λι­κό Βερο­λί­νο και στο 11ο Παγκό­σμιο Φεστι­βάλ Νεο­λαί­ας στην Αβά­να της Κού­βας. Ως συν­θέ­της και σολίστ έχει δώσει ρεσι­τάλ σε πολ­λές χώρες (Ελλά­δα, Ιτα­λία, Φιν­λαν­δία, Ελβε­τία, Γερ­μα­νία, Ουγ­γα­ρία, Αυστρία, Κού­βα). Ως καθη­γη­τής στο Εθνι­κό Ωδείο Αθή­νας, είχε μαθη­τές αρκε­τούς δημο­φι­λείς καλ­λι­τέ­χνες όπως οι Μανό­λης Ανδρου­λι­δά­κης, Σωκρά­της Μάλα­μας, Πανα­γιώ­της Μάρ­γα­ρης, Γιώρ­γος Μελάς, Λάμπρος Ντού­σι­κος, Δημή­τρης Σωτη­ρό­που­λος, κ.ά. Από το 1994 ανέ­λα­βε καθή­κο­ντα προ­έ­δρου στη Στέ­γη Γραμ­μά­των και Τεχνών του Υπουρ­γεί­ου Πολι­τι­σμού και από το 1995 ανέ­λα­βε καλ­λι­τε­χνι­κός διευ­θυ­ντής στο διε­θνές Φεστι­βάλ της Πάτρας. _Περισσότερα στο τέλος του σημειώματος

Επι­λέ­γου­με δυο αυτο­τε­λή απο­σπά­σμα­τα, επι­και­ρό­τη­τας, από το βιβλίο του «Μετά πάσης ειλι­κρί­νειας _ Ποι­κί­λες σκέ­ψεις στο πλη­κτρο­λό­γιο» εκδ. Άπαρ­σις _2019

Θα φαι­νό­ταν παρά­δο­ξο, γρά­φει στον πρό­λο­γο — υπο­ψιά­ζο­μαι, να υπο­στη­ρί­ξω πως τα κεί­με­να αυτού του βιβλί­ου είναι γραμ­μέ­να κατά τρό­πο που να στοι­χειο­θε­τούν ένα ημε­ρο­λό­γιο. Ωστό­σο, παρα­κο­λου­θώ­ντας τις παντός είδους ειδή­σεις, έβρι­σκα τις αφορ­μές για να κατα­γρά­φω σκέ­ψεις και παρα­τη­ρή­σεις πάνω σε γεγο­νό­τα μεγά­λα, μικρά, έως και… μικρού­τσι­κα, αρκεί να προ­κα­λού­σαν δημιουρ­γι­κά ερε­θί­σμα­τα και το προ­σω­πι­κό μου ενδιαφέρον.

Έτσι είναι τα βιβλία. Χώρος και ευκαι­ρία όπου κατα­γρά­φο­νται τα μύχια, τα ενδό­τε­ρα, τα βαθύ­τε­ρα, με την ενδό­μυ­χη ευχή να «συνα­ντή­σουν» τον ανα­γνώ­στη, αν όχι στο σύνο­λο των σκέ­ψε­ών του, έστω σε ορι­σμέ­να σημεία.

(…)
Υπεν­θυ­μί­ζω πως η μου­σι­κή μου ιδιό­τη­τα (κιθα­ρι­στής, τρα­γου­δο­ποιός, τέως παρα­γω­γός ραδιο­φώ­νου, διευ­θυ­ντής του tar.gr (μου­σι­κό δια­δι­κτυα­κό περιο­δι­κό με αφορ­μή την κιθά­ρα), δεν εμπό­δι­σε ποτέ την κατα­γρα­φή των ποι­κί­λων σκέ­ψε­ών μου πάνω σε θέμα­τα τα οποία κέντρι­ζαν τα ενδια­φέ­ρο­ντα και τον πνευ­μα­τι­κό μου ορί­ζο­ντα. Απε­να­ντί­ας, έφτα­σα σε σημείο να… υπο­ψιά­ζο­μαι πως είναι ο μου­σι­κός μου κόσμος αυτός που με οδή­γη­σε στο να «ακούω» πιο καθα­ρά τη γλώσ­σα, τις λέξεις, τον ήχο τους και άλλες λεπτο­μέ­ρειες… έχει να κάνει με την παρα­τη­ρη­τι­κό­τη­τα και την ενδε­λε­χή ακρό­α­ση και θεω­ρώ πως, ένας μου­σι­κός, θα πρέ­πει να δια­θέ­τει αυτή την ικανότητα…

Η πειθαρχία, την οποία έχω αποκτήσει από την άοκνη και διαρκή μελέτη της κλασικής κιθάρας από νεαρή ηλικία, με έκανε παρατηρητή τόσο της μουσικής εξέλιξης, όσο και του περιβάλλοντος χώρου στον οποίο ζω και δραστηριοποιούμαι, δηλαδή του κοινωνικού περίγυρου.

Είναι αυτό που με κάνει να επι­μέ­νω πως, οι τόσες παράλ­λη­λες δρά­σεις μου (συνε­πώς και η αρθρο­γρα­φία) πηγά­ζουν από τη μου­σι­κή και κατ’ επέ­κτα­ση πνευ­μα­τι­κή μου δια­μόρ­φω­ση, η οποία με απα­σχο­λεί όχι μόνο επαγ­γελ­μα­τι­κά, αλλά και ιδεολογικά.

Κατά κάποιον τρό­πο λοι­πόν, θα έλε­γα πως, η παρά­θε­ση των κει­μέ­νων μου σε μορ­φή μικρού ή μεγα­λύ­τε­ρου σχο­λί­ου και με τις ανα­γκαί­ες-απα­ραί­τη­τες ημε­ρο­μη­νί­ες των γεγο­νό­των, πλη­σιά­ζει τη φόρ­μα του Ανθολογίου.

Το ζητού­με­νο της συγ­γρα­φι­κής μου πρω­το­βου­λί­ας είναι ‑τι άλλο; ‑η προ­σπά­θεια να κατα­θέ­σω τις προ­σω­πι­κές μου σκέ­ψεις, ελπί­ζο­ντας να συνα­ντη­θούν με εκεί­νες των άλλων ανθρώ­πων που έζη­σαν τα κοι­νά γεγο­νό­τα. Επα­να­λαμ­βά­νω: τα γεγο­νό­τα ως αφορ­μή για βαθύ­τε­ρη κατα­νό­η­ση… Σε αυτό το σημείο λοι­πόν θα ήθε­λα να εφι­στή­σω την προ­σο­χή του ανα­γνώ­στη στις ημε­ρο­μη­νί­ες τις οποί­ες και συνέ­βη­σαν οι αφορ­μές των θεμά­των. Πάντα ο χρό­νος δημιουρ­γεί τα γεγο­νό­τα, μικρά ή μεγαλύτερα…

Τα βιβλία είναι κατα­θέ­σεις σκέ­ψε­ων, συγκι­νή­σε­ων, αισθη­μά­των και μόνο έτσι μπο­ρούν να εκλη­φθούν ως χρή­σι­μα. Για­τί ανοί­γουν τους πνευ­μα­τι­κούς μας ορί­ζο­ντες, δίνουν ευκαι­ρί­ες για ουσια­στι­κή συντρο­φιά, στον ελεύ­θε­ρο χρό­νο που έχου­με, όπως και την δυνα­τό­τη­τα να… συνο­μι­λή­σου­με με τις σκέ­ψεις ενός «άλλου», ο οποί­ος μπο­ρεί να απο­κα­λυ­φθεί πως είναι ο «άλλος» μας εαυτός…

___                  Νότης Μαυ­ρου­δής (7/10/2018)

1.

Τίτλος Πεν­θού­ντες και Μέσα Ενημέρωσης
06.08.18
(σσ. αμέ­σως μετά τις δύο μεγά­λες πυρ­κα­γιές στην Αττι­κή ‑23 Ιου­λί­ου 2018, Κινέ­τα και Ντα­ού Πεντέ­λης, που επε­κτά­θη­κε ραγδαία και πέρα­σε μέσα από Νέο Βου­τζά ‑Μάτι, όπου κάη­καν ζωντα­νοί 103 άνθρω­ποι _μεταξύ αυτών και ένα μωρό 6 μηνών).

Δίκη για το Μάτι: Ταρά­ζουν και τον πιο ψύχραι­μο άνθρω­πο οι κατα­θέ­σεις όσων έχα­σαν ανθρώ­πους τους

Μέσα σε όλη τη θλι­βε­ρή κατά­στα­ση των ημε­ρών, που θα τις ονο­μά­σω σκο­τει­νές, θα ήθε­λα να ανα­φερ­θώ σε μια αντί­δρα­ση την οποία θεω­ρώ σοβα­ρή και θετι­κή. Ανα­φέ­ρο­μαι στο ομό­φω­νο αίτη­μα των οικο­γε­νειών των τρα­γι­κών θυμά­των από τις πυρ­κα­γιές της Ανα­το­λι­κής Αττι­κής, να μην παρα­βρε­θούν και να μην καλύ­ψουν τις κηδεί­ες τα μέσα ενη­μέ­ρω­σης. Να τους αφή­σουν μόνους σε αυτήν την τόσο δύσκο­λη και γεμά­τη πόνο στιγμή.

Η συγκε­κρι­μέ­νη άρνη­ση περιέ­χει ενδια­φέ­ρου­σες πτυ­χές. Δεν είναι αψυ­χο­λό­γη­τη, αλλά ώρι­μη από­φα­ση ανθρώ­πων που, ως φαί­νε­ται, γνω­ρί­ζουν καλά τη διά­θε­ση κορα­κιού των τηλε­ο­πτι­κών μέσων, τα οποία έχουν απο­δεί­ξει ποι­κι­λο­τρό­πως την αναλ­γη­σία τους, καθώς και την ακό­ρε­στη επι­θυ­μία τους να κλέ­βουν συναι­σθή­μα­τα από χαρο­κα­μέ­νους συγγενείς.

Όταν έμα­θα για την από­φα­ση αυτή, έγρα­ψα σε ένα πρώ­το σημειω­μα­τά­κι μου στο Fb ότι ήταν δείγ­μα πολι­τι­σμού η απαί­τη­ση των οικο­γε­νειών να θρη­νή­σουν τους οικεί­ους τους μακριά από δημο­σιό­τη­τες και άστο­χα λογύ­δρια, στε­φά­νια επι­σή­μων, «τυχαί­ες» προ­σε­λεύ­σεις τοπι­κών αρχό­ντων. Να μη γίνουν οι κηδεί­ες κοσμι­κά γεγο­νό­τα, αλλά να γίνει σεβα­στή αυτή η ιδιαί­τε­ρα προ­σω­πι­κή στιγ­μή που ο ζων απο­χαι­ρε­τά τον νεκρό του. Έγρα­ψα επί­σης πως το «απα­γο­ρευ­τι­κό» προς τα ΜΜΕ συμ­βό­λι­ζε την ώρι­μη σκέ­ψη μιας κοι­νω­νί­ας κου­ρα­σμέ­νης από την ανού­σια δημο­σιό­τη­τα και απ’ ό,τι συνο­λι­κά εκπρο­σω­πεί το φαί­νε­σθαι αντί του είναι, και έκλει­να με την ευχή να γίνει αυτό αφορ­μή αυτο­κρι­τι­κής των μέσων.

Το ανθρώ­πι­νο δρά­μα (προ­σφυ­γιά, πόλε­μοι, θεο­μη­νί­ες κλπ.) πρέ­πει να το προ­βά­λεις και να ενη­με­ρώ­σεις γι’ αυτό, δεν δια­φω­νώ. Συγ­χρό­νως όμως, υπάρ­χουν κανό­νες για το πώς οι κανό­νες ονο­μά­ζο­νται δεο­ντο­λο­γία και η τήρη­σή της είναι ο παρά­γο­ντας που στο τέλος καθο­ρί­ζει εάν κάλυ­ψες το θέμα με αντι­κει­με­νι­κό­τη­τα και κυρί­ως με σοβα­ρό­τη­τα. Αυτό ακρι­βώς το σημείο είναι το δύσκο­λο, όπως φαί­νε­ται εκ του αποτελέσματος:

Τα περισ­σό­τε­ρα ΜΜΕ έχουν επι­λέ­ξει τον ρόλο της κου­τσο­μπό­λας της γει­το­νιάς, σαν αδη­φά­γα όντα που απλώ­νο­νται σε όλα τα μήκη και τα πλά­τη για να συλ­λέ­ξουν και να δημο­σιεύ­σουν κάθε πλη­ρο­φο­ρία επί παντός επι­στη­τού, ακό­μα κι αν αυτή η πλη­ρο­φο­ρία εισχω­ρεί σε απα­γο­ρευ­μέ­νες περιο­χές, όπως τα προ­σω­πι­κά δεδο­μέ­να ή η ανθρώ­πι­νη αξιο­πρέ­πεια. Ειδι­κά τα τηλε­ο­πτι­κά και δια­δι­κτυα­κά μέσα, έχουν χάσει όχι μόνο το πώς, αλλά και τα πρέ­πει και τα για­τί της δημο­σιο­γρα­φί­ας στον βωμό του τηλε­κο­ντρόλ ή του κλικ.

Δεν αφο­ρί­ζω, ούτε αγνοώ το γεγο­νός ότι ορι­σμέ­νες φορές η προ­σφο­ρά ορι­σμέ­νων μέσων ενη­μέ­ρω­σης σε μεγά­λα ζητή­μα­τα, όπως για παρά­δειγ­μα οι φυσι­κές κατα­στρο­φές, έχει υπάρ­ξει υπο­δειγ­μα­τι­κή. Είμα­στε ωστό­σο ακό­μα μακριά από το ευκταίο, που θα ήταν να απλω­θούν σε όλα τα μέσα οι κανό­νες της δημο­σιο­γρα­φι­κής δεο­ντο­λο­γί­ας και ο σεβα­σμός στον άνθρω­πο και τα πάθη του, ώστε να μην παρά­γε­ται βόρ­βο­ρος και κου­τό­χορ­το, αλλά τρο­φή για σκέ­ψεις και δημιουργικότητα.

Αλή­θεια, πόσες φορές δεν έχου­με ακού­σει τη δημο­σιο­γρα­φι­κή ηλι­θιό­τη­τα να ρωτά τι αισθαν­θή­κα­τε όταν βρέ­θη­κε το νεκρό σώμα της μητέ­ρας σας ή πώς αισθά­νε­στε για το δυστύ­χη­μα; Ερω­τή­σεις κενές περιε­χο­μέ­νου γύρω από ανεί­πω­τα και δρα­μα­τι­κά, τα οποία τρα­βά­νε σαν λάστι­χο την ήδη υπάρ­χου­σα τρα­γι­κό­τη­τα για να τη μετα­τρέ­ψουν σε ποσο­στά θεα­μα­τι­κό­τη­τας. Γνω­στά τα κόλ­πα στο χώρο της τηλε­ο­πτι­κής μπίζ­νας που δεκα­ε­τί­ες τώρα προ­σβάλ­λει, ταλαι­πω­ρεί τη χώρα και τον λαό της. Χαρα­κτη­ρι­στι­κό επί­σης το πρό­σφα­το παρά­δειγ­μα της έμπει­ρης δημο­σιο­γρά­φου, η οποία όχι μόνο υπο­στή­ρι­ξε τη δημο­σί­ευ­ση φωτο­γρα­φιών με καμέ­να παι­δά­κια, αλλά το έπρα­ξε κιό­λας το κρού­σμα δυστυ­χώς δεν είναι μεμονωμένο.

Πραγ­μα­το­γνώ­μο­νας στη δίκη για το Μάτι: «Δέχτη­κα παρεμ­βά­σεις για την αλλα­γή του πορίσματος»

Πόσο θα ενδια­φερ­θούν άρα­γε για τη δεο­ντο­λο­γία τα ίδια τα ΜΜΕ; Θα προ­σπα­θή­σουν να κατα­νο­ή­σουν τα μηνύ­μα­τα που τους στέλ­νει κοι­νω­νία; Το παρά­δειγ­μα της Ανα­το­λι­κής Αττι­κής, της παρά­κλη­σης των οικεί­ων για σεβα­σμό στη μνή­μη των νεκρών τους, ώστε το τρα­γι­κό θέμα να μεί­νει μακριά εκμε­τάλ­λευ­ση χάριν τηλε­θέ­α­σης, είναι ένα ράπι­σμα· οφεί­λουν να το αντι­λη­φθούν και να προ­βλη­μα­τι­στούν βαθύτατα.

Ατέχνως infoΚου­βέ­ντα για την ουσία …δια­πλο­κή ανά­με­σα σε κρά­τος και επι­χει­ρη­μα­τι­κούς ομί­λους που έχουν στα χέρια τους τα ΜΜΕ, τους μηχα­νι­σμούς  λογο­κρι­σί­ας και αυτο­λο­γο­κρι­σί­ας, την επι­χεί­ρη­ση φίμω­σης της αντί­θε­της με την κυρί­αρ­χη πολι­τι­κή γνώ­μης, με επι­τρο­πές «ηθι­κής» και δεο­ντο­λο­γί­ας, την ολο­έ­να και περισ­σό­τε­ρο συγκέ­ντρω­ση των ΜΜΕ σε ακό­μα λιγό­τε­ρα χέρια με σφο­δρή επί­θε­ση σε εργα­σια­κά δικαιώ­μα­τα για εργα­ζό­με­νους φοβι­σμέ­νους και ευά­λω­τους, πει­θή­νια όργα­να στην προ­σπά­θεια χει­ρα­γώ­γη­σης του λαού, ότι όλες οι κυβερ­νή­σεις προ­σφέ­ρουν διαρ­κώς δωρά­κια στους κανα­λάρ­χες προ­κει­μέ­νου να απο­σπούν την εύνοιά τους (πχ. λίστα Πέτσα με τα 11 εκατ. ευρώ, νόμος 4779/21 3,5 εκατ. ευρώ, χρη­μα­το­δό­τη­ση των ασφα­λι­στι­κών εισφο­ρών τους για τα έτη 2017 — 2020, τα 20 εκα­τομ­μύ­ρια που τους εξα­σφά­λι­σε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2017 με τη μεί­ω­ση της φορο­λο­γί­ας των κανα­λαρ­χών από το 20% στο 5% κλπ.

Αλλά ούτε και για τη φονι­κή πυρ­κα­γιά και τα πολι­τι­κά παι­χνί­δια συγκά­λυ­ψης από το αστι­κό κρά­τος, που συνε­χί­ζο­νται ακό­μη σήμερα

🎶 2.

Τίτλος 30.05.17

Τις τελευ­ταί­ες δύο εβδο­μά­δες, δύο σημα­ντι­κές προ­σω­πι­κό­τη­τες της ροκ μου­σι­κής έφυ­γαν από τη ζωή — ανα­πά­ντε­χα και τρα­γι­κά ο Κρις Κορ­νέλ (SoundGarden) στα πενή­ντα δύο, λιγό­τε­ρο ξαφ­νι­κά ο εξη­νια­εν­νιά­χρο­νος Γκρεκ Όλμον (Gregg Allman ­_Allman Brothers Band) που έπα­σχε από καρ­κί­νο. Με αυτό ως αφορ­μή, αξί­ζει τον κόπο να δού­με βαθύ­τε­ρα το φαι­νό­με­νο των πρό­ω­ρων θανά­των στον χώρο των διά­ση­μων τρα­γου­δι­στών, τρα­γου­δο­ποιών και μου­σι­κών, ιδιαί­τε­ρα της γενιάς του ’60 και του 70.

Ας θυμη­θού­με πρό­χει­ρα μερι­κά ονό­μα­τα διά­ση­μων πρω­τα­γω­νι­στών της μπλουζ και ροκ σκη­νής από τον Μεσο­πό­λε­μο μέχρι τις μέρες μας που ανα­χώ­ρη­σαν πρό­ω­ρα: Κερτ Κομπέιν, Τζά­νις Τζό­πλιν, Τζί­μι Χέντριξ, Ρόμπερτ Λίροϊ Τζόν­σον, Τζιμ Μόρι­σον, Κρί­στεν Πφαφ, Ρον «Pigpen» Μακ-Κέρ­ναν, Μία Ζαπά­τα, Μπράιαν Τζό­ουνς, Πιτ Χαμ, Ρίτσι Έντουαρντς, Τζέ­ρεμ Ουόρντ, Κρις Μπελ, Ντέι­βιντ Αλε­ξά­ντερ, Τζον «Σιντ Βίαιους» Ρίτσι, Έιμι Ουάιν­χα­ουζ και άλλοι πολ­λοί. Πάντα ήταν ένα βαθύ ερώ­τη­μα το τέ­λος τέτοιων προ­σω­πι­κο­τή­των με παγκό­σμια ανα­γνώ­ρι­ση, δημο­τι­κό­τη­τα και πλούτο.

Η ανα­χώ­ρη­ση για το επέ­κει­να νωρί­τε­ρα από το προσ­δό­κι­μο ζωής των πρω­τα­γω­νι­στών, δεν είναι πλέ­ον εξαί­ρε­ση αλλά τεί­νει να γίνει κανό­νας! Να φταί­ει γι’ αυτό ο τρό­πος ζωής; Να είναι η φυγή προς έναν άλλο νοη­τό κόσμο πιο «ξέγνοια­στο» μέσω ουσιών και αλκο­όλ; Να είναι η συνει­δη­το­ποί­η­ση πως η φαντα­χτε­ρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, της οποί­ας απο­τε­λού­σαν μέρος, ήταν μια κατά­στα­ση ανα­ντί­στοι­χη με αυτό που επι­θυ­μού­σαν; Να είναι η τερά­στια πίε­ση που συνή­θως υφί­στα­ντο από το σκλη­ρό σταρ σίστεμ με τους μάνα­τζερ, τα γρα­φεία παρα­γω­γής και προ­βο­λής; Ίσως εδώ χρειάζε­ται η συν­δρο­μή της ψυχα­να­λυ­τι­κής επι­στή­μης, την οποία εγώ δεν γνω­ρίζω, γι’ αυτό γρά­φω από την προ­σω­πι­κή μου εμπει­ρία — η οποία, ομο­λο­γώ, είναι μικρο­γρα­φία σε σχέ­ση με το τερά­στιο και στε­νά­χω­ρο αυτό ζήτημα.

Πολ­λά μπο­ρεί να σκε­φτεί κανείς σχε­τι­κά μ’ έναν παράλ­λη­λο φαντα­σια­κό κόσμο όπου επι­διώ­κουν να βρε­θούν οι σταρ, έστω για κάποιες ώρες ή και μέρες. Το όλο σύστη­μα, μέσα στον κόσμο της εκμε­τάλ­λευ­σης και του τρε­λού μάρ­κε­τινγκ της ροκ σκη­νής, είναι πολύ σκλη­ρό και σε πολ­λές περι­πτώ­σεις αβά­στα­χτο, αγχω­τι­κό, ψυχο­φθό­ρο. Στις περισ­σό­τε­ρες των πε­ριπτώσεων, οι μάνα­τζερ, οι παρα­γω­γοί, οι σύμ­βου­λοι, οι χορη­γοί, οι δισκο­γρα­φι­κές βιο­μη­χα­νί­ες, τα δια­φη­μι­στι­κά γρα­φεία, οι προ­ε­τοι­μα­σί­ες των συναυ­λιών και οι εξα­ντλη­τι­κές περιο­δεί­ες είναι μια μπίζ­να με ξέφρε­νους ρυθ­μούς. Ομοί­ως, το αδη­φά­γο κοι­νό και οι δημο­σιο­γρα­φι­κές κλει­δαρότρυπες χρειά­ζο­νται γερό συκώ­τι από τον πρω­τα­γω­νι­στή και την ομά­δα του. Δίχως ίχνος χιού­μορ ή ειρω­νεί­ας, υπο­στη­ρί­ζω βάσι­μα πως είναι ένα επάγ­γελ­μα που ανή­κει στα βαρέα ανθυ­γιει­νά και όποιος θεω­ρεί πως υπερ­βάλ­λω, απλώς βρί­σκε­ται μακριά από την επί­γνω­ση μιας τέτοιας καλ­λι­τε­χνι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, ειδι­κά σε αυτές τις ροκ δια­στά­σεις και τα παρά­γω­γά τους.

Θέλω εδώ να παρεμ­βά­λω μια προ­σω­πι­κή εμπει­ρία από τη δισκο­γρα­φι­κή μου δια­δρο­μή, αν και ούτε παγκο­σμί­ως διά­ση­μος είμαι ούτε στον χώρο της ροκ ανή­κω. Έχω συνη­θί­σει να ηχο­γρα­φώ το υλι­κό που απο­φα­σί­ζω, και επι­λέ­γω στί­χους που με εκφρά­ζουν και με εκπρο­σω­πούν πνευ­μα­τι­κά. Το τήρη­σα αυτό στην πορεία μου, όμως κάποια στιγ­μή μου προ­έ­κυ­ψε αφό­ρη­τη πίε­ση από έναν παρα­γω­γό, ο οποί­ος επέ­με­νε να μελο­ποι­ή­σω στί­χους φιλι­κού του προ­σώ­που που δεν μου άρε­σαν. Ζύγι­σα τα πράγ­μα­τα και δέχτη­κα. Από τότε (1990), ποτέ δεν ξανά­κου­σα εκου­σί­ως αυτά τα τρα­γού­δια — με το κοντρόλ ρυθ­μί­ζω να ακούω μόνο τα κομ­μά­τια που μου αρέ­σουν και αν κάποιες φορές ακούω τα άλλα από τα ραδιό­φω­να, νιώ­θω την ανά­γκη να κρυ­φτώ από αμη­χα­νία! Το παρά­δειγ­μα έχει σχέ­ση με το θέμα μας, με την έννοια πως οι πιέ­σεις, οι συμ­βι­βα­σμοί, οι σκο­πι­μό­τη­τες και οι τακτι­κι­σμοί είναι ένας οδο­στρω­τή­ρας που δεν αντέ­χε­ται εύκο­λα από τους ‑κατ’ εξο­χήν ευαί­σθη­τους- δημιουργούς.

Επι­στρέ­φο­ντας στα φαι­νό­με­να αυτο­κα­τα­στρο­φής σημα­ντι­κών μου­σι­κών, πάντα δυσκο­λευό­μα­στε να κατα­νο­ή­σου­με μια τέτοια παρά­δο­ση, ένα τέτοιο θανα­τι­κό σύν­δρο­μο, ένα τόσο δρα­μα­τι­κό τέλος από ναρ­κω­τι­κά, αλκοολι­σμό, αυτο­χει­ρία, αδιευ­κρί­νι­στες αιτί­ες, ακό­μα και δολο­φο­νί­ες — όλα μαζί σε υπερ­θε­τι­κό βαθ­μό, θαρ­ρείς και στοι­χειώ­νουν τον χώρο της ροκ σκη­νής (και των παρα­γώ­γων της). Σ’ αυτό να προ­στε­θεί και ο χώρος των ηθο­ποιών, πολ­λοί από τους οποί­ους έχουν την ίδια κατά­λη­ξη, βάζο­ντας τέλος στη ζωή τους και στην εποι­κο­δο­μη­τι­κή πορεία τους.

Οι ροκ σταρ με τις μπά­ντες τους, τον ανα­τρε­πτι­κό τους λόγο, τις εξαι­ρετικές μελω­δί­ες, τον ιδιο­φυή και πολ­λές φορές ιδιό­μορ­φο σκη­νι­κό και ρυθ­μι­κό χαρα­κτή­ρα που εξέ­πε­μπαν (ιδιαί­τε­ρα οι Αγγλο­σά­ξο­νες), άπλω­σαν τη φήμη τους και το είδος του τρα­γου­διού τους στα τέσ­σε­ρα σημεία του ορί­ζο­ντα, με μυθι­κά κέρ­δη και δόξα για παρα­γω­γούς, ερμη­νευ­τές και δημιουρ­γούς. Είναι επί­σης γεγο­νός πως πολ­λοί από αυτούς καταγ­γέλ­λουν στα τρα­γού­δια τους αυτόν ακρι­βώς τον πλού­το και τη δόξα, ενί­ο­τε και το ίδιο το καπι­τα­λι­στι­κό σύστη­μα- ναι, δεί­χνει αντι­φα­τι­κό, αλλά το σύστη­μα ξέρει να αμεί­βει ακό­μα και την ενα­ντί­ον του δια­μαρ­τυ­ρία, αρκεί να δια­χέ­ε­ται μέσα από τα δικά του εμπο­ρι­κά κανά­λια! Οι συνέ­πειες όμως ενός τέ­τοιου επαγ­γέλ­μα­τος έχουν τερά­στιο κόστος σε ψυχι­κά απο­θέ­μα­τα. Πολ­λές προ­σω­πι­κό­τη­τες της ροκ σκη­νής, απ’ ό,τι έχω κατα­λά­βει, κατα­λή­γουν να νιώ­θουν φυλα­κι­σμέ­νοι σε κάστρο απρο­σπέ­λα­στο που όχι μόνο τους εγ­κλωβίζει, αλλά ορί­ζει και τη ζωή τους. Υπάρ­χουν βεβαί­ως και εκεί­νοι που γλυ­τώ­νουν και παρα­μέ­νουν σχε­τι­κά αλώ­βη­τοι, συνε­χί­ζο­ντας τη μου­σι­κή τους παρου­σία και ενί­ο­τε διευ­ρύ­νο­ντας ακό­μα περισ­σό­τε­ρο το ήδη μεγά­λο κοι­νό τους.

Ίσως οι αυτό­χει­ρες είναι τελι­κό εκεί­νοι που δεν άντε­ξαν τον σκλη­ρό αντα­γω­νι­σμό, την εσω­τε­ρι­κή ερη­μιά, την εκμε­τάλ­λευ­ση και το ψέμα του πε­ρίγυρου, τους αμεί­λι­κτους δια­φη­μι­στι­κούς κανό­νες. Στο άγριο περι­βάλ­λον που έζη­σαν, ένιω­σαν πως πρέ­πει να δια­λέ­ξουν την κόλα­ση ή τον παρά­δεισο — αν και επί της ουσί­ας νομί­ζω πως ούτε αυτό τους ενδιέ­φε­ρε. Αφού χάθη­καν απ’ τη ζωή, κατέ­φυ­γαν στον θάνα­το, ακο­λου­θώ­ντας το κισμέτ των υπαρ­ξια­κών αδιεξόδων.

🔺🔺

Ατέχνως info

Πέρα από τις επί μέρους σωστές δια­πι­στώ­σεις, το σημεί­ω­μα είναι «λίγο» ειδι­κά σε μια χώρα όπου _και όπως γενι­κά συμ­βαί­νει στο _βυθι­σμέ­νο στο βούρ­κο και στην αιθα­λο­μί­χλη σάπιο καπι­τα­λι­στι­κό σύστη­μα (όρος που θα έπρε­πε να είναι κυρί­αρ­χος _ως αιτία, ανα­φέ­ρε­ται μόνο μια φορά στο σημεί­ω­μα του Μαυ­ρου­δή) κυριαρ­χούν ασυ­δο­σία και ανο­μία –πλάι στη σκαν­δα­λο­λο­γία και την εικο­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, εκτο­πί­ζο­ντας τα μεγά­λα προ­βλή­μα­τα του λαού, σε ένα σύστη­μα σκό­πι­μα συντη­ρού­με­νο από τις κυβερ­νή­σεις για να μπο­ρεί να ελέγ­χει το προ­σκή­νιο και να συναλ­λάσ­σε­ται στο παρα­σκή­νιο συμπα­ρα­σύ­ρο­ντας και σημα­ντι­κές προ­σω­πι­κό­τη­τες του χώρου της τέχνης _αλλά όχι όλες  ούτε καν την πλειο­ψη­φία τους

Δια­κρί­σεις

  • Το 1965 κατέ­κτη­σε το Α΄ βρα­βείο στο 4ο Φεστι­βάλ Τρα­γου­διού Θεσ­σα­λο­νί­κης, με το τρα­γού­δι «Ήταν μεγά­λη η νύχτα» (στί­χοι: Γιάν­νης Κακου­λί­δης, ερμη­νεία: Σού­λα Μπιρμπίλη).
  • Το 1969 τιμή­θη­κε με το Α΄ βρα­βείο στον Διε­θνή Δια­γω­νι­σμό Κιθά­ρας στο Μιλά­νο, και με το βρα­βείο του ιτα­λι­κού μου­σι­κού Τύπου “Mario de Luigi”.
  • Το 1990 βρα­βεύ­τη­κε στον Διε­θνή Δια­γω­νι­σμό Παι­δι­κού Τρα­γου­διού στη Λισα­βό­να. Την ίδια χρο­νιά, η πρε­σβεία της Βρα­ζι­λί­ας στην Ελλά­δα του απέ­νει­με το βρα­βείο Εϊτόρ Βίλα-Λόμπος για την προ­σφο­ρά του στη διά­δο­ση του έργου του Βρα­ζι­λιά­νου συν­θέ­τη στην Ελλάδα.
  • Την ίδια χρο­νιά, το τρα­γού­δι του «Ο παλιά­τσος», με την Παι­δι­κή Χορω­δία του Δημή­τρη Τυπάλ­δου, πήρε το Α΄ βρα­βείο στον 12ο Διε­θνή Δια­γω­νι­σμό Παι­δι­κών Χορω­διών στη Λισαβόνα.
  • Το 2005 και 2006 του απο­νε­μή­θη­κε το βρα­βείο «Αρί­ων» για τους δίσκους Café del’art – Cinema και Café de l’art – Τσι­τσά­νης – Βαμβακάρης.

Δισκο­γρα­φία

Ο Νότης Μαυ­ρου­δής εισήλ­θε στη δισκο­γρα­φία το 1964 με τα τρα­γού­δια «Άκρη δεν έχει ο ουρα­νός» και «Τα γιορ­τι­νά σου φόρε­σε», σε στί­χους του Γιάν­νη Κακου­λί­δη, με ερμη­νευ­τή τον Γιώρ­γο Ζωγρά­φο. [8] Το 1966 έγρα­ψε μου­σι­κή για το θέα­τρο και τον κινηματογράφο.

Μερι­κοί σταθ­μοί του είναι:

  • Το 1968 μελο­ποί­η­σε το έργο του Οδυσ­σέα Ελύ­τη Άσμα ηρω­ϊ­κό και πέν­θι­μο για τον χαμέ­νο ανθυ­πο­λο­χα­γό της Αλβα­νί­ας, που είναι ένα λαϊ­κό ορα­τό­ριο για φωνή-χορω­δία και ορχήστρα.
  • Το 1976 κυκλο­φό­ρη­σε τον δίσκο Ζωγρα­φιές απ’ τον Θεό­φι­λο σε στί­χους του Άκου Δασκα­λό­που­λου, εμπνευ­σμέ­νους από τις ζωγρα­φιές του Θεόφιλου.
  • Το 1977 μελο­ποί­η­σε ποι­ή­μα­τα του Μάνου Χατζι­δά­κι στο δίσκο Παι­δί της Γης.
  • Το 1985 κυκλο­φό­ρη­σε τον δίσκο Έρως ανί­κα­τε μάχαν σε ποί­η­ση του Ηλία Πετρόπουλου.
  • Από το 1990 έχει γρά­ψει τρα­γού­δια για παι­δι­κή χορω­δία, και συνερ­γα­ζό­ταν με την Παι­δι­κή Χορω­δία Δημή­τρη Τυπάλδου.
  • Το 1998 κυκλο­φό­ρη­σαν οι δίσκοι με μου­σι­κή για τις θεα­τρι­κές παρα­στά­σεις «Όλι­βερ Τουίστ» (μου­σι­κή και τρα­γού­δια του για την παρά­στα­ση του «Θιά­σου 81») και «Ιφι­γέ­νεια εν Αυλί­δι» (μου­σι­κή και 3 τρα­γού­δια, για την παρά­στα­ση της ομώ­νυ­μης τρα­γω­δί­ας από τον Θία­σο «Θυμέ­λη»).
  • Μετα­ξύ 1999 και 2008 ηχο­γρά­φη­σε μαζί με τον μαθη­τή του Πανα­γιώ­τη Μάρ­γα­ρη τη βρα­βευ­μέ­νη σει­ρά Café de l’art, στην οποία δια­σκεύ­α­ζαν γνω­στά τρα­γού­δια από το ελλη­νι­κό και διε­θνές ρεπερ­τό­ριο για δύο κιθά­ρες. Στο ίδιο πνεύ­μα, το 2018 ξεκί­νη­σε τη σει­ρά Café Latino με τον Γιώρ­γο Τοσικιάν.
  • Το 2019 κυκλο­φό­ρη­σε από τις εκδό­σεις IANOS το έργο “Άγρυ­πνο φεγ­γά­ρι” – Μελο­ποι­η­μέ­νοι Έλλη­νες ποι­η­τές από τον 19ο και τον 20ό αιώνα.
  • Επί­σης: Το 1999 κυκλο­φό­ρη­σε τον δίσκο Λού­να Πάρκ, με την Παι­δι­κή Χορω­δία του Δημή­τρη Τυπάλ­δου και συμ­με­το­χή του Γιώρ­γου Ντα­λά­ρα. Το 2002 συνέ­θε­σε τρα­γού­δια για γυναι­κεί­ες φωνές για τον δίσκο Στην ηχώ του έρω­τα, στον οποίο συμ­με­τέ­χουν μεγά­λα ονό­μα­τα όπως η Χάρις Αλε­ξί­ου, η Γλυ­κε­ρία, η Ελευ­θε­ρία Αρβα­νι­τά­κη και η Έλλη Πασπα­λά. Το 2006 έγρα­ψε από κοι­νού με τον Ηλία Κατσού­λη τρα­γού­δια που «αφη­γού­νταν» τις ιστο­ρί­ες μεγά­λων Ελλή­νων καλ­λι­τε­χνών (Γρη­γό­ρης Μπι­θι­κώ­τσης, Στέλ­λα Χασκίλ, Ρόζα Εσκε­νά­ζυ, Μαρί­κα Νίνου, Φλέ­ρυ Ντα­ντω­νά­κη, Σωτη­ρία Μπέλ­λου κ.ά.) και κυκλο­φό­ρη­σαν στον δίσκο Carte Postale.
  • Ο Νότης Μαυ­ρου­δής έχει συνερ­γα­στεί με σπου­δαί­ους ποι­η­τές όπως ο Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της, ο Γιάν­νης Κακου­λί­δης, ο Ηλί­ας Πετρό­που­λος, ο Άκος Δασκα­λό­που­λος και ο Μάνος Χατζι­δά­κις, καθώς και τρα­γου­δι­στές όπως οι Θανά­σης Γκαϊ­φύλ­λιας, Γιώρ­γος Ζωγρά­φος, Αρλέ­τα, Πόπη Αστε­ριά­δη, Ελέ­νη Βιτά­λη, Γιώρ­γος Μου­φλου­ζέ­λης, Γιάν­νης Σαμ­σιά­ρης, Νένα Βενε­τσά­νου, Πέτρος Παν­δής, Κώστας Θωμα­ΐ­δης, Στα­μά­της Κρα­ου­νά­κης, Τάνια Τσα­να­κλί­δου, Μανώ­λης Μητσιάς, Χάρις Αλε­ξί­ου, Γιώρ­γος Ντα­λά­ρας, Γλυ­κε­ρία, Παντε­λής Θαλασ­σι­νός, Έλλη Πασπα­λά, Ανα­στα­σία Μου­τσά­τσου κ.ά.
  • Ως τρα­γου­δι­στής συμ­με­τεί­χε σε ένα μόνο τρα­γού­δι, το «Πόλη Κων­στα­ντι­νού­πο­λη» από τον δίσκο Εάλω η Πόλις, όπου όλοι οι συν­θέ­τες ερμή­νευ­σαν τα τρα­γού­δια τους. Ακό­μα, συμ­με­τεί­χε ως δεύ­τε­ρη φωνή σε πέντε (5) τρα­γού­δια, στον δίσκο Μικρές νυχτε­ρι­νές μουσικές.
  • Από τις εκδό­σεις Γαβρι­η­λί­δης, κυκλο­φό­ρη­σε το βιβλίο του Περί ελλη­νι­κού τρα­γου­διού το ανά­γνω­σμα, συνο­δευό­με­νο από ένα ένθε­το CD στο οπι­σθό­φυλ­λο με τίτλο «Με δανει­κά ιδα­νι­κά» που περι­λαμ­βά­νει επτά νέα τρα­γού­δια του.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο