Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι: ο οργισμένος βάρδος της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής επανάστασης

«Εγώ δεν έχω ουδέ μιαν άσπρη τρί­χα στην ψυχή μου
κι ουδέ στα­γό­να γερο­ντί­στι­κης ευγένειας.
Με την τρα­χιά κραυ­γή μου κεραυ­νώ­νο­ντας τον κόσμο,
ωραί­ος τρα­βάω, τρα­βάω εικο­σι­δυό χρο­νώ λεβέντης
Φαρ­μα­κε­ρός κι αγροί­κος πάντα | ως να χορ­τά­σω χλευασμό»
(“Σύν­νε­φο με Παντε­λό­νια”)Vladimir mayakovsky lilya brik«Να ζήσω θα ‘θελα και να πεθά­νω στο Παρίσι,
αν δεν υπήρ­χε η Μόσχα να με καρτερά»,
(“Απο­χαι­ρε­τι­σμός”)

«Ακού­στε παλιάνθρωποι…
Καρ­φω­μέ­νοι από το λόγο μου τού­το, βουβαθείτε.
Ακού­στε το ουρ­λια­χτό του λύκου που δε μοιά­ζει με τραγούδι.
Βαρά­τε τον πιο παχύ… τον πιο φαλακρό,
αρπά­χτε τον απ’ το για­κά και σπρώξ­τε τον
μέσα στη λάσπη και τους λογαριασμούς.
Κατα­ρα­μέ­νοι νάστε…
Να πέσει πάνω στα εστεμ­μέ­να κεφά­λια σας… η πυρ­κα­γιά της ανταρσίας,
να καούν οι πρω­τεύ­ου­σές σας συθέμελα.
Κατα­ρα­μέ­νοι νάστε οι τσιφλικάδες,
γερά­κι ν’ ανα­ση­κώ­σει τις κοι­λιές τους…
Κατα­ρα­μέ­νοι νάστε» (…)

«Δεν θα βου­τή­ξω στο κενό, ούτε θα φαρμακωθώ,
ούτε μπο­ρώ να σημα­δέ­ψω τον κρόταφο.
Καμιά λεπί­δα δεν μπο­ρεί να παγώ­σει το αίμα μου
παρά μονάχα
το δικό σου βλέμμα»,
(“Στη Λίλιτσκα”).Юрьевна Брик Λίλια Μπρικ

Στο ημι­τε­λές σημεί­ω­μα της αυτο­κτο­νί­ας του σημείωνε:

Σε όλους.
Μην κατη­γο­ρή­σε­τε κανέ­ναν για το θάνα­τό μου και παρα­κα­λώ να λεί­ψουν τα κουτσομπολιά.
Ο Μακα­ρί­της τα απε­χθα­νό­ταν φοβερά.
Μαμά, αδελ­φές, και σύντρο­φοι, σχω­ρέ­στε με – αυτός δεν είναι τρό­πος (δεν τον συμ­βου­λεύω σε κανέ­να), μα εγώ δεν έχω διέξοδο.
Λιλή αγά­πα με.
Συντρό­φισ­σα κυβέρ­νη­ση, η οικο­γέ­νειά μου είναι η Λιλή Μπρίκ, η μαμά, οι αδελ­φές και η Βερό­νι­κα Βιτόλ­νταβ­να Πολόνσκαγια.
Αν τους εξα­σφα­λί­σεις μια ανε­κτή ζωή, σ΄ ευχαριστώ.
Τα αρχι­νι­σμέ­να ποι­ή­μα­τα δώστε τα στους Μπρίκ, αυτοί θα τα καθαρογράψουνMayakovskiy deathbed Тело В. Маяковского

Όπως λένε: “Το επει­σό­διο έληξε”
η βάρ­κα του Ερωτα
συντρί­φτη­κε πάνω στην καθημερινότητα
Έχω ξοφλή­σει τους λογα­ρια­σμούς μου με τη ζωή
Προς τί λοι­πόν η απαρίθμηση
των αμοι­βαί­ων πόνων
των συμφορών
και των προσβολών.
Νάστε ευτυ­χι­σμέ­νοι.Mayakovsky + Fedor TarasovΟι κόκ­κι­νοι φαντά­ροι – τόμα­θες Βλαδίμηρε;
Στον τελευ­ταίο πόλε­μο, στην από μέσα τσέ­πη του αμπέχωνου
πάνου ακρι­βώς απ’ την καρ­διά τους, είχαν τα βιβλία σου
Κι ένα πελώ­ριο τανκ που φέρ­νει τ’ όνο­μά σου
κι υπε­ρα­σπί­στη νικη­φό­ρα τη Σοβιε­τι­κή πατρί­δα σου
έχει στη­θεί μνη­μείο στον κήπο του Μουσείου.
Τού­το το τανκ, Βλα­δί­μη­ρε, τ’ ακού­με κάθε νύχτα
ν’ ανη­φο­ρί­ζει σκί­ζο­ντας στα δυο τη δυστυχία
γκρε­μί­ζο­ντας τα τεί­χη, ανά­με­σα στους λαούς, Βλα­δί­μη­ρε, Βλαδίμηρε
φαρ­δαί­νο­ντας τις λεω­φό­ρους της ψυχής
σύμ­φω­να με τη νέα ρυμο­το­μία της παναν­θρώ­πι­νης ελπίδας.
«Γεια σου Βλα­δί­μη­ρε Μαγια­κόφ­σκι» -Γιάν­νης Ρίτσος

Mayakovsky Семья Маяковских Кутаиси 1905

1905…

Τα πρώτα-πρώιμα χρόνια

Ως ποι­η­τής αλλά και ως ενερ­γός αγω­νι­στής, ο Βλά­ντι­μιρ Βλα­ντι­μί­ρο­βι­τας Μαγια­κόφ­σκι, όπως ήταν το πλή­ρες όνο­μά του, έζη­σε και πέθα­νε με τρό­πο που ταρα­κού­νη­σε τα ήθη και τις αντι­λή­ψεις της επο­χής του, ερχό­με­νος σε σύγκρου­ση με τον καθω­σπρε­πι­σμό και τις βαθιές ταξι­κές ρίζες της κοι­νω­νι­κής αδικίας…

Γρά­φει χαρα­κτη­ρι­στι­κά στο Σύν­νε­φο με παντελόνια

[…] Εκεί όπου το ανθρώ­πι­νο μάτι τσα­κί­ζε­ται ανήμπορο,
αρχη­γός πει­να­σμέ­νων ορδών,
με το ακάν­θι­νο στε­φά­νι της επανάστασης
φτά­νει το χίλια εννια­κό­σια δεκά­ξι. III
[…] Τα χέρια βγάλ­τε απ’ τις τσέπες-
πάρ­τε πέτρα, μαχαί­ρι είτε βόμβα
κι όποιος δεν έχει χέρια-
ας έρθει με το μέτω­πο να πολεμήσει!

Ελά­τε, πεινασμένοι,
ιδρωμένοι,
υποταγμένοι,
που στων κοριών ξινί­σα­τε τη βρώμα!
Ελάτε!
Δευ­τέ­ρες και Τρίτες
γιορ­τές με το αίμα να σας βάψουμε!
Κάτω απ’ τα μαχαί­ρια θα κάνου­με τη γη να θυμηθεί
ποιους ήθε­λε να εξευτελήσει!
Η γη αυτή,
που χόντρυ­νε σαν ερωμένη,
αυτή που την πήδη­ξε ο Ρότσιλντ! […] 

IV
[…] Αφή­στε με να περάσω!
Δεν μπο­ρεί­τε να με σταματήσετε.
Μπο­ρεί να λέω ψέματα.
Μπο­ρεί και να ‘χω δίκιο,
μα δεν μπο­ρώ να ‘μαι πιο ήρεμος.
Κοιτάξτε-
και πάλι απο­κε­φά­λι­σαν τ’ αστέρια
και με σφα­γή τον ουρα­νό αιματοκύλησαν!
Έι, εσείς!
Ουρανέ!
Βγάλ­τε το καπέ­λο σας!
Περ­νάω εγώ!

Το ποί­η­μα του Λένιν, είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό της κατεύ­θυν­σης που χάρα­ξε ο Μαγια­κόφ­σκι εκεί­να τα χρό­νια (από­σπα­σμα από το μνη­μειώ­δες ποί­η­μα του Βλα­ντι­μίρ Μαγια­κόφ­σκι «Β. Ι. Λένιν», σε μετά­φρα­ση Δημή­τρη Πάνου, που εκδό­θη­κε από τη Σύγ­χρο­νη Επο­χή το 1982:

(…)
Ξέρω έναν εργάτη
που γράμ­μα­τα δε νογάει.
Δεν γεύτηκε
μήτε τ’ αλφά­βη­του τ’ αλάτι.
όμως άκου­σε κάποτε,
τον Λένιν να μιλάει,
κι όλα τα κατάλαβε
το μυα­λό του εργάτη.
Άκουσα
κάποιου χωριά­τη απ’ τη Σιβηρία
την ιστορία.
Σηκώ­θη­καν, με τα ντουφέκια
πήραν τη γη,
την καρπίσαν.

MAJAKOVSKI Влади́мир Влади́мирович Маяко́вский 5Για τον Λένιν
δεν είχαν ούτε δια­βά­σει, ούτε ακούσει,
μα λενινιστές
κιό­λας όλοι τους ήσαν.
Είδα βουνά,
που βλα­στά­ρι δε βγαίνει.
Μονά­χα το σύννεφο
στα βρά­χια σκοντάφτει.
Κι εκα­τό βέρ­στια πιο πέρα
κάποιος ερη­μί­της να μένει,
που στα κου­ρέ­λια του,
το σήμα του Λένιν
αστράφτει.
Θα μου πούνε ―
πως μιλώ για κονκάρδες
που τα κορί­τσια τις καρφώνουν
στο ρού­χο τους κοκέτικα
παρα­ξε­νιές της ζωής.

Μα όχι ―
δεν είναι κονκάρδες
είναι η καρ­διά η ίδια
που ανά­βει το ρούχο,
και λάμπει γεμάτη
αγά­πη για τον Ιλίτς
Αυτό
δεν εξηγείται
με της εκκλη­σί­ας τα τεφτέρια,
κι ούτε κάνας θεός τον πρόσταξε:
Γίνου ο εκλεκτός!
Με ανθρώ­πι­νο βήμα,
με εργά­τη χέρια,
με το δικό του μυαλό
πήρε το δρόμο
αυτός.(…)

Εκα­τόν τόσα χρό­νια από τότε που γρά­φτη­κε το τρα­γού­δι της επα­νά­στα­σης πάνω στη χιο­νι­σμέ­νη στέ­πα. Θαρ­ρα­λέ­ος, θυελ­λώ­δης, ορμη­τι­κός, σαρ­κα­στι­κός, ανυ­πό­τα­χτος, ανυ­πο­χώ­ρη­τος, άγριος, πύρι­νος — μερι­κά απ’ τα επί­θε­τα που του ται­ριά­ζουν — μ’ ένα μαχαί­ρι στο στό­μα και μια πένα στο φαρ­μά­κι

Ηρω­ι­κός μάρ­τυ­ρας του λόγου, χάρα­ξε την κόκ­κι­νη γραμ­μή στο ρωσι­κό χώμα.

Στα πρώ­τα χρό­νια της επα­νά­στα­σης, οι ποι­η­τές δεν είχαν, όχι μονά­χα και­ρό, παρά ούτε χαρ­τί και μολύ­βι να γρά­ψουν. Ούτε τυπο­γρα­φεία να τυπώσουν.

Τα ποι­ή­μα­τα τ’ απάγ­γελ­λαν στους στρα­τώ­νες, στα συλ­λα­λη­τή­ρια, στις φάμπρι­κες και στις εργα­τι­κές λέσχες. Οι νέοι Ρώσοι λογο­τέ­χνες δε βγή­καν από πανε­πι­στή­μια κι ούτε από μεγά­λα σπί­τια. Σπού­δα­σαν στις ανώ­τα­τες σχο­λές της πεί­νας, του κιν­δύ­νου και της επανάστασης.

Μαγιακόφσκι ο πιο τραγικός, ο πιο ορμητικός, ο πιο μεγαλειώδης.

Mayakovsky KrasnoarmeitsyΔεν ήταν και δεν ήθε­λε να είναι μόνο ποιητής.
Ήταν πολί­της με δρά­ση, δυνα­μι­κός και παθιασμένος.
Ήταν ο άνθρω­πος που απέ­βλε­πε σ’ ένα και­νού­ριο μέλ­λον και επε­δί­ω­κε να ξεπε­ρά­σει το χρό­νο και να τον κατακτήσει.
Ήθε­λε να έχει ενερ­γό επί­δρα­ση και επέμ­βα­ση στη δια­μόρ­φω­ση της συνεί­δη­σης του λαού.
Η πρώ­τη ποι­η­τι­κή του έκδο­ση ονο­μά­στη­κε «Χαστού­κι στο γού­στο του κοι­νού» και τυπώ­θη­κε το 1912.

Εδώ φωνά­ζει για το δικαί­ω­μα των ποι­η­τών να γυρί­σουν τις πλά­τες στην προη­γού­με­νη τέχνη και να δημιουρ­γή­σουν νέο ύφος και νέα ποι­η­τι­κή γλώσσα.
Δημο­σιο­γρα­φού­σε, συμ­με­τεί­χε στις συγκε­ντρώ­σεις με δια­λέ­ξεις κι απαγ­γε­λί­ες. Ζωγρά­φι­ζε πλα­κάτ και ρεκλά­μες κι έγρα­φε πύρι­νους στίχους.
Η δυνα­μι­κή του αυτή δρα­στη­ριό­τη­τα με τα πολ­λά ταξί­δια στο εσω­τε­ρι­κό και στο εξω­τε­ρι­κό, συνε­χί­στη­κε μέχρι το θάνα­τό του.

Πίστευε στην επα­νά­στα­ση και δε δίστα­σε να χτυ­πή­σει με το λόγο του κάθε εκδή­λω­ση γρα­φειο­κρα­τί­ας και ψυχρού υπολογισμού.

Μέσα σ’ ένα διαρ­κή και κοπια­στι­κό αγώ­να κι από μια πολύ­πλο­κη συγκυ­ρία δια­φό­ρων κατα­στά­σε­ων και συγ­χύ­σε­ων, οδη­γή­θη­κε, με μια σφαί­ρα στο κεφά­λι, στην αυτο­κτο­νία σε ηλι­κία μόνο 37 χρό­νων, αφή­νο­ντας ένα δυσα­να­πλή­ρω­το κενό.

Θάνα­τος παρά­λο­γος κι ανε­ξή­γη­τος από την άπο­ψη της γεμά­της δραστηριότητας
και όνει­ρα δημιουρ­γι­κής ζωής.
Ο ποι­η­τής πέθανε.
Το έργο παρέμεινε.
«Δύσκο­λο στη ζήση αυτή δεν είναι να πεθά­νεις, δυσκο­λό­τε­ρο πολύ, τη ζωή να φτιάξεις».

πηγή |>Ριζο­σπά­στης | Βασί­λης ΛΙΟΓΚΑΡΗΣ<|

Ο ποιητής της Επανάστασης

Εμάς η λέξη μας χρειάζεται για τη ζωή. Εμείς δεν αναγνωρίζουμε την ανώφελη τέχνη…

Γεν­νή­θη­κε τέλη Ιού­νη του 1893 (7 Ιού­λη με το παλιό ημε­ρο­λό­γιο), στο χωριό Μπαγκ­ντά­ντι, στη Γεωρ­γία. Οι γονείς του θα του διδά­ξουν τα πρώ­τα γράμ­μα­τα. Ο πατέ­ρας του πέθα­νε το 1906 και την ίδια χρο­νιά η οικο­γέ­νεια μετα­κο­μί­ζει στη Μόσχα. Στο γυμνά­σιο της Μόσχας ο Μαγια­κόφ­σκι θα γνω­ρί­σει τους Μπολ­σε­βί­κους και θα οργα­νω­θεί στις γραμ­μές τους. «Φιλο­σο­φία. Χέγκελ. Φυσιο­γνω­σία. Μα πάνω απ’ όλα μαρ­ξι­σμός. Δεν υπάρ­χει έργο τέχνης που να με τρά­βη­ξε περισ­σό­τε­ρο από τον Πρό­λο­γο του Μαρξ στην “Κρι­τι­κή της Πολι­τι­κής Οικο­νο­μί­ας”. Θυμά­μαι ολο­κά­θα­ρα το γαλά­ζιο τετρα­διά­κι του Λένιν Δύο Τακτι­κές. Μου άρε­σε που ήταν κομ­μέ­νο ως τα γράμ­μα­τα. Για παρά­νο­μη χρή­ση».

Θα συλ­λη­φθεί και θα φυλα­κι­στεί για 11 μήνες. Στη φυλα­κή θα αρχί­σει να γρά­φει ποί­η­ση. Το 1910 γίνε­ται δεκτός στη Σχο­λή Ζωγρα­φι­κής και Γλυ­πτι­κής της Μόσχας. Εκεί γνω­ρί­ζει τον ζωγρά­φο Ντα­βίντ Μπουρ­λιούκ, που έπαι­ξε σημα­ντι­κό ρόλο στην ποι­η­τι­κή του πορεία, μιας και προ­σχω­ρούν στην υπό δια­μόρ­φω­ση τότε κίνη­ση των φου­του­ρι­στών της Μόσχας και συμ­με­τεί­χαν στην πρώ­τη έκδο­ση της ομά­δας, «Ενα χαστού­κι στο γού­στο του κοι­νού», το 1912.

Ο ρωσικός κυβοφουτουρισμός

Majakofski Эй не верь ему плакат 1921

1921

Ο Μαγια­κόφ­σκι ήταν βασι­κός εκπρό­σω­πος του ρωσι­κού φου­του­ρι­σμού, που παίρ­νει την ονο­μα­σία ρωσι­κός κυβο­φου­του­ρι­σμός. Για να κατα­νοη­θεί επο­μέ­νως η ποί­η­ση του Μαγια­κόφ­σκι, χρειά­ζε­ται να είναι γνω­στά τα βασι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά του κυβοφουτουρισμού.

Ποιες όμως ήταν οι κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες που ευνό­η­σαν την εμφά­νι­ση και την ανά­πτυ­ξη αυτού του ρεύ­μα­τος; Η ανά­πτυ­ξη της βιο­μη­χα­νί­ας και η συγκέ­ντρω­ση της παρα­γω­γής σε γιγά­ντιες επι­χει­ρή­σεις, η αστι­κο­ποί­η­ση, προ­ϊ­όν της πλα­τιάς κοι­νω­νι­κο­ποί­η­σης της εργα­σί­ας και της συγκέ­ντρω­σης του πλη­θυ­σμού σε μεγά­λες πόλεις, οι γρή­γο­ροι και δυνα­μι­κοί ρυθ­μοί της ζωής που επι­βάλ­λει η επα­να­στα­τι­κο­ποί­η­ση των μέσων παρα­γω­γής (ηλε­κτρι­σμός, νέες μηχα­νές, αυτο­κί­νη­τα, αερο­πλά­να, υπο­βρύ­χια), οι ουρα­νο­ξύ­στες — σύμ­βο­λα της δύνα­μης μιας νέας ιστο­ρι­κής φάσης, ταρά­ζουν τη μέχρι τότε ζωή των ανθρώ­πων και γυρεύ­ουν την έκφρα­σή τους και στην τέχνη. Τα νέα καλ­λι­τε­χνι­κά ρεύ­μα­τα διεκ­δι­κούν να ξεπε­ρά­σουν τη στα­τι­κή, νατου­ρα­λι­στι­κή απει­κό­νι­ση της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας — καθή­κον που από και­ρό είχε ανα­λά­βει η τέχνη της φωτο­γρα­φί­ας — και να συλ­λά­βουν τη βαθύ­τε­ρη ουσία της.

Τα βασι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά του ρωσι­κού κυβο­φου­του­ρι­σμού είναι η ρήξη με τον ακα­δη­μαϊ­σμό και την παρα­δο­σια­κή κουλ­τού­ρα, η τάση για παρα­ξέ­νι­σμα και πρό­κλη­ση με σκο­πό να ταρα­χθούν τα λιμνα­σμέ­να νερά της κατε­στη­μέ­νης αισθη­τι­κής, που πέρα από τα έργα και τις δια­κη­ρύ­ξεις, κατορ­θώ­νε­ται και με την περι­φρό­νη­ση προς τις κοι­νω­νι­κές συμ­βά­σεις και τον μπο­έ­μι­κο τρό­πο ζωής των φου­του­ρι­στών καλ­λι­τε­χνών. Η απόρ­ρι­ψη του συναι­σθη­μα­τι­σμού και ο αντι­ρο­μα­ντι­σμός. Η θεο­ποί­η­ση του μέλ­λο­ντος και της μηχα­νής που θα απε­λευ­θε­ρώ­σει τον άνθρω­πο από κάθε είδους φυσι­κό κατα­να­γκα­σμό, δίνο­ντάς του τη δύνα­μη να κυριαρ­χή­σει όχι μόνο στη γήι­νη σφαί­ρα, αλλά και σε ολό­κλη­ρο το σύμπαν.

Οταν στα δίχτυα πιάνουμε
Ενα μικρό ομι­λη­τι­κό ψαράκι
Τραγουδούμε
Ανυ­μνού­με το ψαρίσιο
Ολό­χρυ­σο θαύμα.
Πώς εγώ να μη δοξά­ζω τον εαυ­τό μου
Μια και ολάκερος
Είμαι ένα απί­στευ­το θαύμα
Μια και κάθε μου κίνηση
Είναι ένα πελώριο
Ανε­ξή­γη­το θαύμα;
(«Βλα­δί­μη­ρος Μαγια­κόφ­σκι — Μια τρα­γω­δία», 1912)

Δική μου η επανάσταση

Vladimir mayakovskyΟταν ξέσπα­σε η επα­νά­στα­ση του 1917, ο Μαγια­κόφ­σκι είχε δώσει ήδη σημα­ντι­κό μέρος του έργου του. Ξεχω­ρί­ζου­με το έργο «Σύν­νε­φο με παντε­λό­νια», που γρά­φτη­κε το 1914 — ’15 και η πρώ­τη πλή­ρης έκδο­σή του έγι­νε το 1918. Ενα έργο που ίδιος ο ποι­η­τής το χαρα­κτή­ρι­σε ως προ­γραμ­μα­τι­κό για την επο­χή του.

Δε ζητού­με το έλε­ος του χρό­νου εμείς!
Εμείς -
Ο καθέ­νας από εμάς -
Κρα­τά­ει στα χέρια του
Τους κινη­τή­ριους ιμά­ντες του σύμπαντος!

Οι μόνοι από τους δια­νο­ού­με­νους που γρή­γο­ρα ξεπέ­ρα­σαν τους αρχι­κούς τους δισταγ­μούς και αγκά­λια­σαν τη νέα εξου­σία, ήταν οι καλ­λι­τέ­χνες της Ρώσι­κης Πρω­το­πο­ρί­ας. Ο Μαγια­κόφ­σκι δήλω­σε: «Τον δέχο­μαι ή δεν τον δέχο­μαι τον Οκτώ­βρη; Τέτοιο θέμα δεν υπήρ­ξε για μένα και για τους άλλους φου­του­ρι­στές της Μόσχας. Δική μου η επα­νά­στα­ση».

«Μέρες και νύχτες του ΡΟΣΤΑ (ρώσι­κο τηλε­γρα­φι­κό πρα­κτο­ρείο). Γρά­φω και ζωγρα­φί­ζω. Εκα­να κάπου 3.000 αφί­σες και κάπου 6.000 κείμενα.
Αυτοί δεν είναι μόνο στί­χοι. Αυτές οι εικό­νες δεν είναι για χαρα­κτι­κές διακοσμήσεις.
Είναι τα πρα­κτι­κά μιας δυσκο­λό­τα­της τριε­τί­ας επα­να­στα­τι­κής πάλης, δοσμέ­να με τις πινε­λιές των χρω­μά­των και την ηχη­ρό­τη­τα των συνθημάτων.
Είναι το δικό μου μερ­τι­κό σε μια τερά­στια προ­πα­γαν­δι­στι­κή δου­λειά. Δου­λεύ­α­με χωρίς να απο­βλέ­που­με στην ιστο­ρία και στη δόξα
(…)
Χωρίς ταχύ­τη­τα τηλέ­γρα­φου, πολυ­βό­λου, αυτή η δου­λειά δεν μπο­ρού­σε να γίνει. Μα εμείς την κάνα­με όχι μόνο με όλη τη δύνα­μη και τη σοβα­ρό­τη­τα των ικα­νο­τή­των μας, αλλά και επα­να­στα­τι­κο­ποιώ­ντας το γού­στο, ανε­βά­ζο­ντας την ποιό­τη­τα στην τέχνη της αφί­σας, στην τέχνη της προπαγάνδας».

Ο Μαγια­κόφ­σκι τον και­ρό της Επα­νά­στα­σης δημο­σιο­γρα­φεί, φτιά­χνει αφί­σες, γρά­φει κινη­μα­το­γρα­φι­κά σενά­ρια και παί­ζει ο ίδιος σε ταινίες.
Το 1919 παρου­σιά­στη­κε στην Πετρού­πο­λη το θεα­τρι­κό του έργο, που είναι και το πρώ­το σοβιε­τι­κό, «Μυστή­ριο Μπού­φο»- (Mistero Bufo), 50 χρό­νια προ­τού ο Dario Fo’ ανε­βά­σει το δικό του.

Ως αντα­πο­κρι­τής της «Ισβέ­στια» ταξι­δεύ­ει στη Δυτι­κή Ευρώ­πη, στο Μεξι­κό, την Κού­βα και τις ΗΠΑ. Δεν άντε­ξε για πολύ, όπως λέει ο ίδιος, ύστε­ρα από μισό χρό­νο ταξί­δι, «όρμη­σα σαν βολί­δα στην ΕΣΣΔ». «Είμαι ο πρώ­τος απε­σταλ­μέ­νος μιας νέας χώρας. Την Αμε­ρι­κή τη χωρί­ζουν απ’ την Ρωσία 9.000 μίλια κι ένας πελώ­ριος ωκε­α­νός. Τον ωκε­α­νό μπο­ρείς να τον περά­σεις σε 5 μέρες. Τη θάλασ­σα όμως της ψευ­τιάς και της συκο­φα­ντί­ας δεν την περ­νάς έτσι γρή­γο­ρα…». Για­τί… «Εκα­να ένα σάλ­το 7.000 βέρ­στια μπρο­στά, μα βρέ­θη­κα 7 χρό­νια πίσω». «Ο τρό­πος που κέρ­δι­σες τα εκα­τομ­μύ­ρια σου, δεν ενδια­φέ­ρει καθό­λου εδώ στην Αμε­ρι­κή. Ολα είναι μπίζ­νες, όλα επι­χεί­ρη­ση, όλα όσα γεν­νούν δολά­ρια. Πήρες ποσο­στά από κάποιο ποι­η­τι­κό σου έργο που έκα­νε κρό­το; Αυτό είναι μπίζ­νες. Εκλε­ψες και δεν σ’ έπια­σαν; Και αυτό μπίζ­νες. Τις μπίζ­νες σού τις μαθαί­νουν από τα παι­δι­κά­τα σου».

Τραγουδά τη νεαρή ΕΣΣΔ

Το 1924, πεθαί­νει ο Λένιν και ο Μαγια­κόφ­σκι ολο­κλη­ρώ­νει το μεγά­λο συν­θε­τι­κό του ποί­η­μα «Βλα­ντι­μίρ Ιλιτς Λένιν». «Τέλειω­σα το ποί­η­μα “Λένιν”. Το διά­βα­σα σε πολ­λές εργα­τι­κές συγκε­ντρώ­σεις. Αυτό το ποί­η­μα το φοβό­μουν πολύ, για­τί ήταν εύκο­λο να πέσω σε μια απλή πολι­τι­κή αφή­γη­ση. Η στά­ση του εργα­τι­κού ακρο­α­τη­ρί­ου μου ‘δωσε χαρά και μου εδραί­ω­σε την πεποί­θη­ση για την ανα­γκαιό­τη­τα του ποιήματος».

Ζωντα­νός σαν πρώτα
Μας καλεί ο Λένιν:
Προλετάριοι
Στη μάχη συνταχτείτε
Τη στερνή!
Στυλώστε
Οι δού­λοι τις πλάτες
Ορθοί οι γονατισμένοι!
Των προλετάριων
Η στρατιά,

Παρα­τά­ξου εμπρός!
Αυτός είν’ ο πόλεμος
Στα αλήθεια
Ο πιο τρανός
Απ’ όσους γνώ­ρι­σε η ιστορία.

Με τα ποι­ή­μα­τα και τα θεα­τρι­κά έργα του απευ­θυ­νό­ταν στους εργά­τες, στους πολί­τες της νεα­ρής ΕΣΣΔ. «Και­νού­ριους οικο­δό­μους περι­μέ­νουν οι ερει­πω­μέ­νες πόλεις. Ο ανε­μο­στρό­βι­λος της επα­νά­στα­σης ξερί­ζω­σε από τις καρ­διές τις ροζια­σμέ­νες ρίζες της σκλα­βιάς. Τη μεγά­λη σπο­ρά περι­μέ­νει η λαϊ­κή ψυχή. Σε σας που πήρα­τε στα χέρια σας την κλη­ρο­νο­μιά της Ρωσί­ας, σε σας που το πιστεύω, αύριο θα γίνε­τε αφέ­ντες όλου του κόσμου, απευ­θύ­νω το ερώ­τη­μα: με τι είδους φαντα­στι­κά κτί­ρια θα σκε­πά­σε­τε το χώρο των χθε­σι­νών πυρ­κα­γιών; Τι είδους τρα­γού­δια και μου­σι­κές θα ξεχύ­νο­νται απ’ τα παρά­θυ­ρά σας; Σε τι λογής Βίβλους θα ανοί­ξε­τε τις ψυχές σας;».

Το 1927, με αφορ­μή τα δέκα χρό­νια της Επα­νά­στα­σης, ο Μαγια­κόφ­σκι γρά­φει το συν­θε­τι­κό ποί­η­μα «Ποί­η­μα του Οχτώ­βρη» ή «Καλά πάμε», που απο­τε­λεί ουσια­στι­κά μια ποι­η­τι­κή τοι­χο­γρα­φία της δεκα­ε­τί­ας του ’20. Κατα­γρά­φει την πεί­να, τις στε­ρή­σεις, την ιμπε­ρια­λι­στι­κή επί­θε­ση στα πρώ­τα χρό­νια της Επα­νά­στα­σης, μαζί με την επο­ποι­ία της οικο­δό­μη­σης του σοσιαλισμού.

Χει­μώ­νας τσουχτερός.
Μεγά­λη παγωνιά.
Μα τα κορμιά
Ολο ίδρωτα
Κολ­λά­νε από τις μπλού­ζες κάτου.Tatlin

Κάτω απ’ τις μπλούζες
Οι κομμουνιστές
Καυ­σό­ξυ­λα φορ­τώ­νου­νε βαριά
Στην εθε­λο­ντι­κή εργα­σία του Σαββάτου.

Δε θα σκολάσουμε
Αν και
Πέρα­σε η ώρα της δουλειάς
Κι είναι το σκόλασμα
Δικαί­ω­μά μας.
Δικά μας τα βαγόνια
Και
Δικός μας δρό­μος όπου πας,
Κι εμείς
Φορτώνουμε
Τα ξύλα τα δικά μας.

Μπο­ρού­με
Να σκολάσουμε
Κατά τις δυο -
Μα εμείς
Αργά θα φύγουμε

Τη νύχτα
Παγώ­νουν τα συντρό­φια μας,
Κρύο τσουχτερό.
Χρειά­ζο­νται τα ξύλα μας.
Μες στη φωτιά τους ρίχτα.
Βαρειά δουλειά,
Δου­λειά εξα­ντλη­τι­κή, να πεις
Κι ούτε καπίκι
Για όλη αυτή
Την αγγαρεία.

Ομως εμείς
Δουλεύουμε
Σάμπως εμείς
Να φτιάχνουμε
Την πιο μεγάλη
εποποιία.

vladimir mayakovskyΤο έργο του χαστούκι στη θεωρία ότι η στράτευση καταστρέφει την τέχνη

Στις 14 του Απρί­λη του 1930 έθε­σε τέρ­μα στη ζωή του…
Μένει όμως ο λόγος του, η ποί­η­σή του που μας καλεί…
Αλλω­στε, όπως σημειώ­νει και ο Γιάν­νης Ρίτσος στα Μελε­τή­μα­τά του περί Μαγιακόφσκι.

«Η ποί­η­ση του Μαγια­κόφ­σκι είναι συνυ­φα­σμέ­νη φύσει και θέσει με τη δύνα­μη της νεό­τη­τας της επα­νά­στα­σης (…).
Η γενι­κή ανα­γνώ­ρι­ση του έργου του Μαγια­κόφ­σκι το κατέ­στη­σε μια ουσια­στι­κή κοι­νω­νι­κή, προ­ο­δευ­τι­κή δύνα­μη, ένα όπλο πάλης που το χρη­σι­μο­ποιού­σε κανείς, χωρίς να έχει τη δυνα­τό­τη­τα να στα­θεί στη μέση της μάχης και με δάχτυ­λα ψυχρά και ουδέ­τε­ρα να ψηλα­φί­σει και να περιερ­γα­στεί το καυ­τό μέταλ­λό του.
Το κύρος, επι­πλέ­ον του Μαγια­κόφ­σκι, στά­θη­κε μια έμπρα­κτη από­δει­ξη της κοι­νω­νι­κής ποί­η­σης (και το θεμέ­λιό της άλλω­στε) κι ένα απο­στο­μω­τι­κό επι­χεί­ρη­μα των συνά­δελ­φων του στη χώρα του, και των προ­ο­δευ­τι­κών ποι­η­τών όλου του κόσμου, ένα­ντι των δύσπι­στων, των ταλα­ντευό­με­νων, των ανα­πο­φά­σι­στων ή των αμεί­λι­κτων αρνη­τών που αμφι­σβη­τού­σαν κατά βάση τη δυνα­τό­τη­τα ύπαρ­ξης μιας καθα­ρά κοι­νω­νι­κής, ιδε­ο­λο­γι­κής κι ακό­μα περισ­σό­τε­ρο κομ­μα­τι­κής ποί­η­σης. Και η ποί­η­ση του ήταν μια δύνα­μη, ένα όπλο, μια από­δει­ξη κι ένα επιχείρημα».
Στο γύρι­σμα του αιώ­να, η ζωή και το έργο του μεγά­λου ποι­η­τή της επα­νά­στα­σης, δια­τη­ρούν αμεί­ω­τη την επι­και­ρό­τη­τα και τα διδάγ­μα­τά τουςMAJAKOVSKI Влади́мир Влади́мирович Маяко́вский γραμματόσημα

«Εμάς η λέξη μας χρειάζεται για τη ζωή.
Εμείς δεν αναγνωρίζουμε την ανώφελη τέχνη».

Λόγια του Βλα­ντί­μιρ Μαγια­κόφ­σκι . Του μεγά­λου, οικου­με­νι­κού ποι­η­τή. Του μονα­δι­κού τρα­γου­δι­στή της μεγά­λης επα­νά­στα­σης του Οχτώ­βρη. Του ρηξι­κέ­λευ­θου συνε­χι­στή της πλού­σιας λογο­τε­χνι­κής παρά­δο­σης της πατρί­δας του και συγ­χρό­νως, του ανα­νε­ω­τή της. Αυτού του τολ­μη­ρού πνεύ­μα­τος, που με το φλο­γε­ρό του πάθος ρίχτη­κε ολο­κλη­ρω­τι­κά στη μεγά­λη περι­πέ­τεια της ευρω­παϊ­κής τέχνης των αρχών του αιώ­να, ταυ­τί­ζο­ντας το όνο­μά του, με ό,τι εννο­ού­με σήμε­ρα όταν μιλά­με για τέχνη στρα­τευ­μέ­νη στο πλευ­ρό των ταπει­νών και κατα­φρο­νε­μέ­νων, στον αγώ­να του παγκό­σμιου προ­λε­τα­ριά­του για την κοι­νω­νι­κή του απε­λευ­θέ­ρω­ση και την εκπλή­ρω­ση του ιστο­ρι­κού του ρόλου.

Στο γύρι­σμα του αιώ­να, η ζωή και η τέχνη του Μαγια­κόφ­σκι δια­τη­ρούν μια μονα­δι­κή επι­και­ρό­τη­τα, που ξεφεύ­γει από μια απλή φιλο­λο­γι­κή επέ­τειο. Το έργο του έρχε­ται να συνα­ντή­σει τις σημε­ρι­νές ανά­γκες και να απα­ντή­σει σε αυτές, για μια τέχνη που ενώ θα δια­τη­ρεί τον αρχέ­γο­νο λυτρω­τι­κό και κοι­νω­νι­κό της ρόλο, θα απευ­θύ­νε­ται συγ­χρό­νως στο λαό και θα του δημιουρ­γεί αισθη­τι­κά κρι­τή­ρια, τόσο απα­ραί­τη­τα σαν γνώ­ση, στο οπλο­στά­σιο του προλεταριάτου.

Don Kijote Маяковский Дон КихотΟ ηλεκτρισμός…
και ο «Δον Κιχώτης»!

Θα γρά­ψει γι’ αυτές τις περι­πλα­νή­σεις, με «φου­του­ρι­στι­κή» διάθεση:
«Στο άνοιγ­μα της κατα­χνιάς, κάτω από τα πόδια μου, φέγ­γει πιο πολύ κι απ’ τον ουρα­νό. Είναι ο ηλε­κτρι­σμός… Υστε­ρα από τον ηλε­κτρι­σμό, έπα­ψα ολό­τε­λα να ενδια­φέ­ρο­μαι για τη φύση. Δεν είναι τελειο­ποι­η­μέ­νο πράγμα».

Το δεύ­τε­ρο βιβλίο που θα δια­βά­σει θα είναι ο «Δον Κιχώ­της» που θα τον ενθου­σιά­σει. Το πρώ­το ήταν «κάποια “Πτη­νο­τρό­φος Αγκά­φια”. Αν μου τύχαι­ναν τότε κι άλλα τέτοια βιβλία, θα παρα­τού­σα εντε­λώς το διάβασμα».

Η επανάσταση

Το ιδε­ο­λο­γι­κό, αισθη­τι­κό «τρί­γω­νο» του θαυ­μα­σμού στις δυνά­μεις του ανθρώ­που (ηλε­κτρι­σμός) και στην ανε­πτυγ­μέ­νη αίσθη­ση της ποιό­τη­τας («Δον Κιχώ­της») θα κλεί­σει με την επα­νά­στα­ση. «Ηρθε η αδερ­φή μου από τη Μόσχα. Ενθου­σια­σμέ­νη. Μου έδω­σε κρυ­φά κάτι μακρό­στε­να χαρ­τά­κια. Μου άρε­σε. Ήταν πολύ ριψο­κίν­δυ­νο. Τα θυμά­μαι και τώρα. Το πρώ­το: “Ξύπνα, λοι­πόν, σύντρο­φε, αδερφέ/ πέτα το του­φέ­κι σου χάμου”. Κι ένα άλλο που τελεί­ω­νε έτσι: “… αλλιώς υπάρ­χει κι άλλος δρό­μος — τράβα/ στους Γερ­μα­νούς με τη μαμά σου, τη γυναί­κα σου και το γιό­κα σου!…” (για τον τσά­ρο). Ηταν η επα­νά­στα­ση. Και ήταν σε στί­χους. Στί­χοι και επα­νά­στα­ση ενώ­θη­καν, έτσι, μέσα στο μυα­λό μου».

Και ενώ­θη­καν για πάντα. Στο γυμνά­σιο της Μόσχας ο Μαγια­κόφ­σκι θα γνω­ρί­σει τους Μπολ­σε­βί­κους και το 1908 θα εντα­χθεί στις γραμ­μές του ΣΔΕΡΚ(μπ).
Το 1909 στη φυλα­κή θα αρχί­σει να γρά­φει ποί­η­ση. «Γέμι­σα με τέτοια ένα ολό­κλη­ρο τετρά­διο. Να ευχα­ρι­στώ το δεσμο­φύ­λα­κα — όταν έβγαι­να μου το πήραν» θα γρά­ψει με αυτο­σαρ­κα­στι­κή διά­θε­ση. Γρά­φε­ται στη σχο­λή ζωγρα­φι­κής, γλυ­πτι­κής και αρχι­τε­κτο­νι­κής της Μόσχας.

Ο ρώσικος φουτουρισμός

Το 1911 είναι η χρο­νιά που θα γνω­ρι­στεί με τον Ντα­βίντ Μπουρ­λιούκ «υπέ­ρο­χος φίλος, ο πραγ­μα­τι­κός μου δάσκα­λος, ο Μπουρ­λιούκ με έκα­νε ποι­η­τή». Η συνά­ντη­ση αυτή θα είναι και η «ληξιαρ­χι­κή πρά­ξη γέν­νη­σης» του ρώσι­κου φου­του­ρι­σμού. Αυτού του ξεχω­ρι­στού καλ­λι­τε­χνι­κού κινή­μα­τος, που από τον Ιτα­λό «συγ­γε­νή» του θα κρα­τή­σει μόνο το όνο­μα και την αρχι­κή, επα­να­στα­τι­κή ορμή του, ξεπερ­νώ­ντας τον στην πορεία και αφή­νο­ντάς τον να παρακ­μά­σει στις «αγκα­λιές» του φασισμού.

Το 1912 ο Μαγια­κόφ­σκι θα δημο­σιεύ­σει το μανι­φέ­στο των Ρώσων φου­του­ρι­στών με τίτλο «Μπά­τσος για το δημό­σιο γού­στο». «Μόνο εμείς είμα­στε το πρό­σω­πο του και­ρού μας… Το παρελ­θόν είναι στε­νό­χω­ρο. Η Ακα­δη­μία και ο Πού­σκιν είναι πιο ακα­τα­νό­η­τοι και από τα ιερο­γλυ­φι­κά. Να πετά­ξου­με τον Πού­σκιν, τον Ντο­στο­γιέφ­σκι, τον Τολ­στόι και τους υπό­λοι­πους από το πλοίο του και­ρού μας! Οποιος δεν ξεχά­σει τον πρώ­το του έρω­τα, δε θα γνω­ρί­σει τον τελευ­ταίο». Οι αντι­δρά­σεις ανα­με­νό­με­νες. «Οι εφη­με­ρί­δες άρχι­σαν να γεμί­ζουν φου­του­ρι­σμό. Ο τόνος δεν ήταν και τόσο ευγε­νι­κός. Ετσι, λόγου χάρη, εμέ­να με απο­κα­λού­σαν απλώς “το βρομόσκυλο”».

Ωστό­σο, ο Μαγια­κόφ­σκι δεν ήταν ένας δημιουρ­γός που θα περιο­ρι­ζό­ταν από ένα κίνη­μα. Το κατο­πι­νό του έργο θα δεί­ξει πως η ανα­ζή­τη­ση της φόρ­μας θα είναι γι’ αυτόν ένα μέσο για την επί­λυ­ση του δια­χρο­νι­κού προ­βλή­μα­τος για τη δημιουρ­γία μιας νέας ποι­η­τι­κής γλώσ­σας. Το 1913 ανε­βαί­νει η τρα­γω­δία του «Βλα­ντί­μιρ Μαγια­κόφ­σκι» και το 1915 γρά­φει το «Σύν­νε­φο με παντε­λό­νια», όπου ο φου­του­ρι­σμός του μετα­τρέ­πε­ται από αυτο­σκο­πό σε μέσο δημιουρ­γί­ας ενός κατε­ξο­χήν επα­να­στα­τι­κού ποι­ή­μα­τος — σταθ­μού της ρώσι­κης λογο­τε­χνί­ας. Σημα­ντι­κή είναι και η συνει­σφο­ρά του στον κινη­μα­το­γρά­φο, ιδί­ως σε φου­του­ρι­στι­κές από­πει­ρες σε συνερ­γα­σία με τον Μπουρ­λιούκ, που εντάσ­σο­νται πλέ­ον στις πρώ­τες, σημα­ντι­κές από­πει­ρες της ευρω­παϊ­κής καλ­λι­τε­χνι­κής πρω­το­πο­ρί­ας για χρη­σι­μο­ποί­η­ση του κινη­μα­το­γρά­φου ως πεδίο έκφρα­σής της.

Το 1915 θα είναι και η χρο­νιά που θα γνω­ρι­στεί με το ζεύ­γος Μπρικ, τη Λίλη (αδελ­φή της Ελσας Τριο­λέ, κατο­πι­νής συζύ­γου του Αρα­γκόν) και τον Οσιπ, κρι­τι­κό και θεω­ρη­τι­κό της λογο­τε­χνί­ας και της τέχνης. Η Λίλη θα απο­τε­λέ­σει το μεγά­λο έρω­τα της ζωής του ποι­η­τή, ενώ με τον Οσιπ θα συνερ­γα­στούν στε­νά στην ομά­δα «κομ­μου­νι­στών — φου­του­ρι­στών» και στο ΛΕΦ που θα δημιουρ­γη­θούν μετά την επανάσταση.

Маяковский Владимир автограф 1910

«Η δική μου επανάσταση…»

Η συνέ­χεια θα είναι εκρη­κτι­κή. Ο ενθου­σια­σμός του για την επα­νά­στα­ση του ’17 θα εκφρα­στεί από την αρχή: «Αυτή είναι η δική μου επα­νά­στα­ση. Πήγα στο Σμόλ­νι. Δού­λε­ψα. Εκα­να κάθε είδους δου­λιά». Το 1919 δου­λεύ­ει στα Παρά­θυ­ρα του Τηλε­γρα­φι­κού Πρα­κτο­ρεί­ου Ρωσί­ας (ΡΟΣΤΑ) εκλαϊ­κεύ­ο­ντας με καλ­λι­τε­χνι­κό τρό­πο τους σκο­πούς της επα­νά­στα­σης. Βρί­σκε­ται στην ακμή της δημιουρ­γί­ας του. Η ποί­η­ση («150.000.000»,«Βλαντίμιρ Ιλίτς Λένιν» κ.ά.), το θέα­τρο («Μυστή­ριο Μπουφ», «Ο κοριός» που ανε­βά­στη­κε από τον Μέγερ­χολντ σε μου­σι­κή Σοστα­κό­βιτς), η σάτι­ρά του αγγί­ζουν κατά­βα­θα τον επα­να­στα­τη­μέ­νο λαό, που τοπο­θε­τεί το Μαγια­κόφ­σκι στο υψη­λό­τε­ρο βάθρο της συνεί­δη­σής του, χωρίς ούτε την παρα­μι­κρή ποιο­τι­κή έκπτω­ση στο έργο του εκ μέρους του δημιουρ­γού. Επί­τευγ­μα χωρίς προη­γού­με­νο και χωρίς συνέ­χεια μέχρι σήμε­ρα. Ανά­με­σα στα ποι­ή­μα­τα αυτής της περιό­δου είναι τα «Ωδή στην Επα­νά­στα­ση» και «Αρι­στε­ρό Εμβα­τή­ριο».

Ο Μαγια­κόφ­σκι θα γίνει η «ψυχή» της ιστο­ρι­κής συνά­ντη­σης της καλ­λι­τε­χνι­κής πρω­το­πο­ρί­ας των αρχών του αιώ­να με την επα­νά­στα­ση. Συν­δη­μιουρ­γός της ομά­δας «κομ­μου­νι­στών — φου­του­ρι­στών» και τουΛΕΦ (Αρι­στε­ρό Μέτω­πο Τέχνης), το 1923, θα συσπει­ρώ­σει καλ­λι­τέ­χνες με τις πιο δια­φο­ρε­τι­κές καλ­λι­τε­χνι­κές κατα­βο­λές, στην υπό­θε­ση της επα­νά­στα­σης. Συγ­χρό­νως ταξι­δεύ­ει στο εξω­τε­ρι­κό, σαν αντα­πο­κρι­τής της εφη­με­ρί­δας «Ιζβέ­στια» και προ­πα­γαν­δί­ζει τη νέα κοι­νω­νία που χτί­ζε­ται στην πατρί­δα του. Οι εντυ­πώ­σεις του από αυτά τα ταξί­δια θα απο­τε­λέ­σουν μια ακό­μη πτυ­χή της δημιουρ­γί­ας του, με πιο γνω­στό απο­τέ­λε­σμά της το βιβλίο «Η δική μου ανα­κά­λυ­ψη της Αμερικής».

Ο ποι­η­τής της Επα­νά­στα­σης, ο υμνη­τής της ζωής, θα αυτο­κτο­νή­σει με μια σφαί­ρα στην καρ­διά στις 14 Απρί­λη του 1930. Δύο μέρες πριν έγρα­ψε το απο­χαι­ρε­τι­στή­ριο γράμ­μα του που δημο­σί­ευ­σε η «Πράβ­ντα» την επο­μέ­νη της αυτο­κτο­νί­ας. Το έργο του θα επη­ρε­ά­σει τα μεγα­λύ­τε­ρα ονό­μα­τα της ρωσι­κής και παγκό­σμιας λογο­τε­χνί­ας. Και θα μεί­νει για πάντα στην καρ­διά των λαών όλου του κόσμου…

Βιβλιο­γρα­φία:

  • Β.Β. Μαγια­κόφ­σκι, «Απα­ντα», τόμος 1, εκδο­τι­κό «Πράβ­ντα», Μόσχα 1987
  • «Β.Μαγιακόφσκι, Ποί­η­ση και Επα­νά­στα­ση» εκδό­σεις «Θεμέ­λιο»
  • Σοβιε­τι­κή Εγκυκλοπαίδεια
  • Με πλη­ρο­φο­ρί­ες ‑εκτός από την ανα­λυ­τι­κή ανα­φο­ρά μας στις πηγές, από το Ριζο­σπά­στη 3‑Σεπ- 2017 |> Βλα­ντί­μιρ Μαγιακόφσκι

Маяковскому memorial

Παρίσι | Κουβεντούλα
με τον Πύργο του Άιφελ

Φθαρ­μέ­νο από χιλιά­δες λάστι­χα τριμ­μέ­νο από εκα­τομ­μύ­ρια πόδια οργώ­νω το Παρί­σι. Τόσο τρο­με­ρά μονά­χος… Είναι φρί­κη, μήτε ψυχή, φρί­κη- κανέ­νας γύρω μου.

Αυτο­σχε­διά­ζου­νε χορούς
τα λεωφορεία.
Γύρω μου
σφυ­ρί­ζουν τα νερά
συντρι­βα­νω­τά πετιούνται
μέσ’ από στό­μα­τα ψαριών-τεράτων
που χουν μεί­νει εκεί ακόμα
απ’ την επο­χή του Λουί Κενζ.
Μπαί­νω στην πλα­τεία Ομονοίας.

Περι­μέ­νω,
ώσπου σηκώ­νο­ντας τη νευ­ρια­σμέ­νη του κορ­φή, βαριε­στη­μέ­νος απ’ την παρα­κο­λού­θη­ση των γύρω του σπι­τιών έρχε­ται να με συνα­ντή­σει ένας μπολ­σε­βί­κος βγαί­νο­ντας απ’ τα σύννεφα:
Ο Πύρ­γος του Άιφελ, παλικαρίσια.

Σσσ…
Πύργε,
πάτα στα νύχια. Το φεγγάρι
στρα­βο­κοι­τά­ζει σαν γκιλοτίνα.

(Χαμη­λώ­νω τη φωνή και ψιθυρίζω.)
Άκου­σε με.
(Και μουρ­μου­ρί­ζω: Μπουζζζζζ
στο ράδιο-αυτί του.)

Έχω κάνει προπαγάνδα
σ’ όλα όσα γίναν και χτίστηκαν.
Θέλου­με μονά­χα να μας πεις
αν συμφωνάς,

Πύρ­γε,
αν θέλεις να μπεις πρώ­τος σε μια εξέ­γερ­ση. Πύργε,
αν πεις το ναι
σ’ εκλέ­γου­με αρχηγό!
Δεν είναι για σένα
‑μεγα­λο­φυ­ΐα των μηχανών-
να χαρα­μί­ζε­σαι δω χάμω
με τους στί­χους του Απολιναίρ.

Δεν είναι τόπος αυτός
για σένα.

Τού­τος ο τόπος της φθο­ράς, τού­το το Παρί­σι που γέμι­σε πόρνες,
ποιητές,
χρηματιστήρια.
Τα Μετρό συμφωνάνε,
τα Μετρό είναι μαζί μας.

Θα ξερά­σουν
το πλήθος
μέσ’ απ’ τα καγκε­λό­φρα­χτα τού­νελ. Θα σκου­πί­σουν και θα ξύσουν με αίμα
απ’ όλους τους τοί­χους τις ρεκλά­μες του λού­σου, των αρω­μά­των και της πούδρας.
Το ‘χουν πιστέψει-
ποιος ο λόγος να ξεχύ­νο­νται χτυ­πώ­ντας τις ρόδες
με τα βαγό­νια της πρώ­της για τους πλούσιους;

Δεν είναι όχλος τα Μετρό!
Το ‘χουν πιστέψει;
Οι δικές μας ρεκλάμες
τους πάνε πιο καλά,
τ’ απλά πανό
και τα πλα­κάτ του αγώνα.

Πύρ­γε,
μη φοβά­σαι τους δρόμους!
Κι αν οι δρό­μοι δεν αφή­σουν τα Μετρό
τα λιθό­στρω­τα είναι καρ­φω­μέ­να με ράγες.

Θα ξεση­κώ­σω τις ράγες σ’ εξέγερση.
Φοβάσαι;
Κοπά­δια τρα­κτέρ θα σε δια­φε­ντέ­ψουν. Σκιά­ζε­σαι ακόμα;
Θα ‘ρθει σ’ ενί­σχυ­ση μας η συνοι­κία της Ριβ Γκος. Μη φοβάσαι!

Θα βάλω μπρο­στά και τις γέφυρες-
δεν είναι τόσο εύκο­λο να περά­σουν κολυ­μπώ­ντας το ποτάμι!
Οι γέφυρες
ξετρε­λα­μέ­νες απ’ την πυκνή κυκλοφορία
θα σηκω­θούν απ’ τις όχθες του Παρισιού.
Με το πρώ­το σύνθημα
όλες οι γέφυ­ρες θα μπουν στην ανταρσία,
και θα πλαντάξουν
κάθε περαστικό
πάνω στα τόξα τους.

Όλα ξεση­κώ­νο­νται.
Ο κόμπος έφτα­σε στο χτένι.
Σε δεκαπέντε,
σε είκο­σι χρόνια
η δύνα­μη σκορπάει
τ’ ατσά­λι νερουλιάζει
και μια απ’ αυτές τις νύχτες
τα πράγματα
θα πάνε
να πουληθούνε
στη Μονμάρτη.

(μετά­φρα­ση Άρης Αλεξάνδρου)

Mayakovsky MUSEO MOSKA Το μουσείο στη Μόσχα

Έλα, Πύργε,
σε μας!

Εκεί
είσαι πιο χρεια­ζού­με­νος. Λάμπο­ντας με τ’ ατσά­λι σου,
τρυ­πώ­ντας τους καπνούς, θα σε υποδεχτούμε.
Έλα σε μας. Θα σε καλοδεχτούμε
πιο στορ­γι­κά κι απ’ την πρώ­τη μας αγάπη.
Έλα στη Μόσχα! Η Μόσχα
έχει τόπο για όλους.

Όλοι θα σ’ έχουν στο δρό­μο τους!
Ο καθένας
θα φρο­ντί­ζει τα πρω­ι­νά σου. Εκα­τό φορές τη μέρα
θα καθα­ρί­ζου­με το μπρούν­τζο και τ’ ατσά­λι σου
να λάμπει σαν τον ήλιο.
Άσε αυτή την πολιτεία-
το Παρί­σι των δανδήδων,
το Παρί­σι των μεγά­λων βουλεβάρτων
που σπά­νε τις μασέ­λες απ’ το χασμουρητό.

Άσ’ την να τελειώ­σει όπως είναι
στο δάσος της Βουλώνης,
στα μουσεία,
σ’ ένα Λούβρο
κοι­μη­τή­ρι των πάντων.

Βάδι­σε μπροστά
με τα γερά σον ποδάρια
που πήραν νεύ­ρο και ζωή απ’ τα σχέ­δια του Άιφελ.
Μες στον πλα­τύ μας ουρα­νό άσε το μεγά­λο σου φρύ­δι να ραδιωθεί,
έτσι που ακό­μα και τα κόκ­κι­να αστέ­ρια μας
να σε καλοκοιτάξουν!

Απο­φά­σι­σε, Πύργε-
ολό­γυ­ρά σου οι εξεγέρσεις
τρα­ντά­ζουν απ’ τα νύχια ως την κορφή
το γέρι­κο Παρίσι!
Έλα σε μας!

Σε μας, στην ΕΣΣΔ!
Έλα. Πάμε.
Εγώ
ανα­λαμ­βά­νω να σου βγά­λω διαβατήριο!

Vladimir Mayakovsky|> Αυτο­πα­ρου­σί­α­ση 1922 <|
Πριν την Οκτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση, ο Φου­του­ρι­σμός – ως ενιαία, ακρι­βώς δια­τυ­πω­μέ­νη τάση  – δεν υπήρ­χε στη Ρωσία.
Οι κρι­τι­κοί βάφτι­ζαν οτι­δή­πο­τε ήταν επα­να­στα­τι­κό και νέο με αυτό το όνομα.
Η ομά­δα μας – οι απο­κα­λού­με­νοι (ατυ­χώς) Κυβο-Φου­του­ρι­στές (V. Khlebnikov, V. Mayakovsky, D. Burlink, A. Kruchenykh, V. Kamensky, N. Aseev, O.M. Brik, S. Tretiakov, B. Kushner), ήταν μια ομά­δα φου­του­ρι­στών ιδε­ο­λο­γι­κά συσπειρωμένη.

Δεν είχα­με χρό­νο να ασχο­λη­θού­με με τη θεω­ρία της ποί­η­σης· ήμα­σταν απα­σχο­λη­μέ­νοι με την πρα­κτι­κή της.

Το μονα­δι­κό μανι­φέ­στο αυτής της ομά­δας ήταν η εισα­γω­γή στην ανθο­λο­γία «Μπά­τσος στο κοι­νό γού­στο», που δημο­σιεύ­τη­κε το 1913. Ήταν ένα ποι­η­τι­κό μανι­φέ­στο, που εξέ­φρα­ζε τους σκο­πούς του φου­του­ρι­σμού με θυμι­κά συν­θή­μα­τα.
Η Οκτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση δια­χώ­ρι­σε την ομά­δα μας από τους πολυά­ριθ­μους Φου­του­ρι­στές-εικο­νι­στές, που είχαν απο­μα­κρυν­θεί από την επα­να­στα­τι­κή Ρωσία. Αυτό μας μετέ­τρε­ψε σε μια ομά­δα “Κομ­μου­νι­στό-Φου­του­ρι­στών”, με αυτά τα λογο­τε­χνι­κά καθήκοντα:

1. Να καθιε­ρώ­σου­με τη λογο­τε­χνι­κή τέχνη ως μαστο­ριά των λέξε­ων– όχι ως ένα εστε­τι­κό στυ­λι­ζά­ρι­σμα, αλλά ως μια ικα­νό­τη­τα να λύνου­με κάθε πρό­βλη­μα με λέξεις.
2. Να αντα­πο­κρι­θού­με σε οποιο­δή­πο­τε καθή­κον απαι­τεί η επο­χή μας:
α. να κάνου­με δου­λειά πάνω στο λεξι­λό­γιο (νέους σχη­μα­τι­σμούς λέξε­ων, ηχη­τι­κή ενορ­χή­στρω­ση, κτλ.)
β. να αντι­κα­τα­στή­σου­με τα συμ­βα­τι­κά μετρι­κά των ιάμ­βων και των τρο­χαϊ­κών με την πολυ­ρυθ­μία της ίδιας της γλώσ­σας.
γ. να επα­να­στα­τι­κο­ποι­ή­σου­με το συντα­κτι­κό (απλού­στευ­ση των μορ­φών συν­δυα­σμού των λέξε­ων, το σοκ της ασυ­νή­θι­στης χρή­σης της λέξης κτλ.)
δ. να ανα­νε­ώ­σου­με τη σημα­σιο­λο­γία των λέξε­ων και των συν­δυα­σμών λέξεων
ε. να δημιουρ­γή­σου­με μοντέ­λα ιντρι­γκα­δό­ρι­κων σχη­μα­τι­σμών θέμα­τος.
ζ. να απο­κα­λύ­ψου­με την ικα­νό­τη­τα της λέξης να λει­τουρ­γεί ως πόστερ.

Η λύση των παρα­πά­νω λογο­τε­χνι­κών προ­βλη­μά­των θα δώσει τη δυνα­τό­τη­τα να ικα­νο­ποι­ή­σου­με ανά­γκες στους πιο δια­φο­ρε­τι­κούς τομείς της λογο­τε­χνι­κής δημιουρ­γί­ας (φόρ­μα, άρθρο, τηλε­γρά­φη­μα, ποί­η­μα, επι­φυλ­λί­δα, πίνα­κα τοι­χο­κόλ­λη­σης, προ­κή­ρυ­ξη, δια­φή­μι­ση και άλλα).

Όσον αφο­ρά το ζήτη­μα της πρόζας:

1. Δεν υπάρ­χει γνή­σια Φου­του­ρι­στι­κή πρό­ζα υπάρ­χουν ατο­μι­κές προ­σπά­θειες από τον Khlebnikov,τον Kamensky, τον Kushner στη Συγκέ­ντρω­ση των Ανα­κτό­ρων- αλλά αυτές οι προ­σπά­θειες είναι λιγό­τε­ρο σημα­ντι­κές από την ποί­η­ση των ίδιων συγ­γρα­φέ­ων. Αυτό εξη­γεί­ται από το γεγο­νός ότι:
α. οι Φου­του­ρι­στές δεν κάνουν διά­κρι­ση ανά­με­σα στα δια­φο­ρε­τι­κά είδη ποί­η­σης και βλέ­πουν όλη τη λογο­τε­χνία ως μια ενιαία φιλο­λο­γι­κή τέχνη.
β. πριν τους Φου­του­ρι­στές πίστευαν ότι η λυρι­κή ποί­η­ση είχε τον δικό της κύκλο θεμά­των, τη δική της φυσιο­γνω­μία, δια­φο­ρε­τι­κά από τα θέμα­τα και τη γλώσ­σα της λεγό­με­νης καλ­λι­τε­χνι­κής πρό­ζας· για τους Φου­του­ρι­στές, αυτή η διά­κρι­ση δεν υπάρχει.
γ. πριν τους Φου­του­ρι­στές πίστευαν ότι η ποί­η­ση έχει ένα σετ καθη­κό­ντων (ποη­τι­κών), και ο πρα­κτι­κός λόγος άλλο σετ (μη ποι­η­τι­κών)· για τους Φου­του­ρι­στές, η συγ­γρα­φή καλέ­σμα­τος για αγώ­να ενά­ντια στον τυφοει­δή και ερω­τι­κής ποί­η­σης είναι απλά δια­φο­ρε­τι­κές πλευ­ρές της ίδιας λογο­τε­χνι­κής διαδικασίας.
δ. μέχρι τώρα, οι Φου­του­ρι­στές έχουν παρά­ξει κυρί­ως ποί­η­ση. Αυτό συνέ­βη επει­δή, στην επα­να­στα­τι­κή επο­χή, που η ζωή δεν έχει ακό­μα πήξει, χρειά­ζε­ται μια λυρι­κή ποί­η­ση συν­θη­μά­των, που θα πυρο­δο­τεί την επα­να­στα­τι­κή πρα­κτι­κή, και όχι μια νεστο­ρι­κή επι­σκό­πη­ση των απο­τε­λε­σμά­των αυτής της πρακτικής.
ε. και μόνο στην πιο πρό­σφα­τη επο­χή μπή­κε μπρο­στά στους Φου­του­ρι­στές το καθή­κον να παρά­ξουν μοντέ­λα του σύγ­χρο­νου έπους. Όχι ένα κατα­γρα­φι­κό-περι­γρα­φι­κό έπος, αλλά ένα που να είναι γνή­σια προ­πα­γαν­δι­στι­κό ή φαντα­στι­κά ουτο­πι­κό, και να παρου­σιά­ζει τη ζωή όχι όπως είναι, αλλά όπως αναμ­φί­βο­λα θα γίνει και πρέ­πει να γίνει.
V. Mayakovsky — 1/ΙΧ 1922

Πηγή (Literaturnoye nasledstvo_Novoye o Mayakovskom_Glavnii redaktor‑V.V. Vinogradov_Izdatel’stvo Akademii Nauk SSSR_Moskva. 1958. σελ. 175–178)

Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι: ο οργισμένος βάρδος της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής επανάστασης

Владимира Маяковского τιμητική πλάκαΒλα­ντί­μιρ Μαγια­κόφ­σκι > το τελευ­ταίο γράμ­μα του
…Σε όλους

Για το θάνα­τό μου μην κατη­γο­ρή­σε­τε κανένα
και παρα­κα­λώ να λεί­ψουν τα κουτσομπολιά.
Το απε­χθα­νό­ταν αυτό φοβε­ρά ο μακαρίτης.
Μητέ­ρα, αδελ­φές και σύντρο­φοι, συγ­χω­ρέ­στε με – αυτός δεν είναι τρόπος-
(δεν τον συμ­βου­λεύω σε άλλους)
μα δεν έχω διέ­ξο­δο. Λίλια αγάπαμε.

MAJAKOVSKI Влади́мир Влади́мирович Маяко́вский 1914Συντρό­φισ­σα κυβέρ­νη­ση, η οικο­γέ­νειά μου είναι
η Λίλια Μπρικ, η μητέ­ρα, οι αδελ­φές και η Βερό­νι­κα Βιτό­λο­το­βα Πολόνσκαγια.
Αν τους εξα­σφα­λί­σεις μια υπο­φερ­τή ζωή, ευχαριστώ.

Τ’ αρχι­νι­σμέ­να ποι­ή­μα­τα δώστε τα στους Μπρικ.
Αυτοί θα τα ξεδιαλύνουν.
“Το επει­σό­διο θεω­ρεί­ται λήξαν” καθώς λεν
και εμείς ας πούμε
τη βάρ­κα του έρωτα
τη συνέ­τρι­ψε η ζωή.
Είμα­στε πάτσι τώρα οι δυο μας
και δεν έχει νόη­μα να κατα­γρα­φού­νε κάθε αμοι­βαί­ος πόνος, συμ­φο­ρά και προσβολή.
Να ‘στε καλά.
Βλα­ντι­μίρ Μαγιακόφσκι

Υστε­ρό­γρα­φο 12.IV.30
Σύντρο­φοι της ΡΑΠΠ. Μη με θεω­ρή­σε­τε λιγόψυχο.
Σοβα­ρά, τίπο­τα δεν μπο­ρεί να γίνει.
Γεια σας.
Πέστε του Γιερ­μί­λοφ, λυπά­μαι που έβγα­λα το σύνθημα,
έπρε­πε να συνε­χί­σω τον καυ­γά ως το τέλος.
Β.Μ.
Στο τρα­πέ­ζι μου είναι 2.000 ρού­βλια – δώστε τα στην Εφορία.
Τα υπό­λοι­πα πάρ­τε τα απ’ τις Κρα­τι­κές Εκδόσεις.
Β.Μ.

Μαγιακόφσκι Καμιά λεπίδα δεν μπορεί να παγώσει το αίμα μου παρά μονάχα το δικό σου βλέμμα» στη Λίλιτσκα«Καμιά λεπί­δα δεν μπο­ρεί να παγώ­σει το αίμα μου
παρά μονά­χα το δικό σου βλέμ­μα» -στη Λίλι­τσκαVladimir Mayakovsky

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο