Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

“Εξέλιξη” του Περικλή Χούρσογλου στο “Studio

Περι­κλής Χούρ­σο­γλου. Ο σκη­νο­θέ­της του «Λευ­τέ­ρη Δημα­κό­που­λου», του «Κύριου με τα Γκρι», των «Ματιών από Νύχτα», του «Δια­χει­ρι­στή», ο καθη­γη­τής του Τμή­μα­τος Κινη­μα­το­γρά­φου στο Αρι­στο­τέ­λειο Πανε­πι­στή­μιο για 19 χρόνια…

Στην τελευ­ταία του ται­νία «Εξέ­λι­ξη», η οποία προ­βάλ­λε­ται στο «Studio New Star Art Cinema» (πλη­ρο­φο­ρί­ες στον κινη­μα­το­γρά­φο για τις ακρι­βείς μέρες και ώρες προ­βο­λής) μας δίνει το δικό του ανε­πί­δο­το γράμ­μα στην πατρι­κή αγάπη.

2012. Ο Νίκος μένει στην Αθή­να. Είναι σκη­νο­θέ­της και διδά­σκει σκη­νο­θε­σία κινη­μα­το­γρά­φου στο Πανε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης. Ζητά από τον πατέ­ρα του, τον κύριο Αντρί­κο, να τον συνο­δεύ­σει στην τελε­τή ορκω­μο­σί­ας για την εξέ­λι­ξή του στην ανώ­τε­ρη βαθ­μί­δα στο Πανε­πι­στή­μιο. Ένα ταξί­δι πατέ­ρα — γιου με το τρέ­νο, με τον χρό­νο να κυλά­ει προς τα πίσω.

Ριζο­σπά­στης
Με αφορ­μή την κυκλο­φο­ρία της τελευ­ταί­ας του ται­νί­ας, ήταν μεγά­λη χαρά και τιμή να συνο­μι­λή­σου­με με τον σπου­δαίο Περι­κλή Χούρσογλου.

Πεί­τε μας δυο λόγια για την «Εξέ­λι­ξη».

Δίδα­ξα στο Τμή­μα Κινη­μα­το­γρά­φου Θεσ­σα­λο­νί­κης για 19 χρό­νια. Μια μέρα που ήμουν στη σχο­λή, το 2012, μου ήρθε η σκέ­ψη ότι είμαι 58 ετών και ότι όλο και περισ­σό­τε­ρο η ζωή μου μοιά­ζει με τη ζωή του πατέ­ρα μου. Ο πατέ­ρας μου πέθα­νε όταν ήταν 60, σκε­φτό­μουν ότι ίσως πεθά­νω σε δυο χρό­νια, και με αυτήν τη σκέ­ψη συνή­θως κάνου­με έναν απο­λο­γι­σμό για το τι έχου­με κάνει στη ζωή μας μέχρι τώρα, κι έτσι γεν­νή­θη­κε η αρχι­κή ιδέα της ται­νί­ας. Από το 2012 μέχρι το 2022 που γυρί­στη­κε η ται­νία, ανά­με­σα σε πολ­λές υπο­χρε­ώ­σεις μου στη σχο­λή κινη­μα­το­γρά­φου, εργά­στη­κα πολύ πάνω στο σενά­ριο, σε αυτά τα χρό­νια — δανεί­ζο­μαι μια λέξη από τον Ταρ­κόφ­σκι — «σμι­λεύ­τη­κε» το σενά­ριο, η ιστο­ρία και νομί­ζω ότι αυτό το μεγά­λο διά­στη­μα που μεσο­λά­βη­σε ήταν προς όφε­λος της ται­νί­ας. Μέσα στην ται­νία υπάρ­χουν πολ­λά πράγ­μα­τα, συνή­θως με ρωτά­νε εάν η ται­νία είναι αυτο­βιο­γρα­φι­κή. Ενα σχό­λιο που μου είχε αρέ­σει είναι το εξής: «Αυτή η ται­νία είναι τόο­ο­ο­ο­σο (με πολ­λά όμι­κρον) αυτο­βιο­γρα­φι­κή ται­νία του Χούρ­σο­γλου, και τόο­ο­ο­ο­σο αυτο­βιο­γρα­φι­κή ται­νία του καθέ­να μας».

Πώς επι­λέ­ξα­τε τον Βασί­λη Κολο­βό και τον Αλέ­ξαν­δρο Λογο­θέ­τη για τους αντί­στοι­χους ρόλους;

Ο Βασί­λης ήταν ο πρώ­τος άνθρω­πος που είχα στο μυα­λό μου, απλώς είχα και­ρό να τον δω. Τελευ­ταία φορά τον είχα δει σε μία θεα­τρι­κή παρά­στα­ση στο Θέα­τρο Τέχνης σε ένα σπον­δυ­λω­τό έργο με μικρές ιστο­ρί­ες. Η ιστο­ρία που έπαι­ζε ο Βασί­λης ήταν μια ιστο­ρία με έναν παπ­πού που επι­σκέ­πτε­ται το αστυ­νο­μι­κό τμή­μα, ζητά­ει να δει την διευ­θύ­ντρια για­τί έχουν πιά­σει την εγγο­νή του για κάποια παρα­βα­τι­κή συμπε­ρι­φο­ρά, και μάλ­λον δεν υπάρ­χουν γονείς και είναι εκεί­νος ο κηδε­μό­νας. Πάει λοι­πόν ο παπ­πούς να παρα­κα­λέ­σει να μην «κάψουν» το κορί­τσι για το παρά­πτω­μά του. Σε αυτό το θεα­τρι­κό ο Βασί­λης δεν ήταν ο Βασί­λης που ήξε­ρα από άλλους ρόλους που έχει παί­ξει σε ται­νί­ες του Αγγε­λό­που­λου, του Ψαρά. Εισέ­πρα­ξα την τρυ­φε­ρό­τη­τα και την ευγέ­νεια αυτού του ανθρώπου.

Στο γύρι­σμα είχα τη μεγά­λη τύχη να εισπρά­ξω τη μεγά­λη ποιό­τη­τά του σαν ηθο­ποιού. Θυμά­μαι μάλι­στα όταν ήρθε στη μέση του μοντάζ ο Παντε­λής Βούλ­γα­ρης, είχε ενθου­σια­στεί μαζί του και του τηλε­φώ­νη­σε. Αργό­τε­ρα έμα­θα από τον Βασί­λη ότι του είπε πολύ ωραία πράγ­μα­τα και τον έκα­νε να νιώ­σει πολύ σπου­δαί­ος ηθο­ποιός. Το κάστινγκ είναι πολύ σημα­ντι­κό σε μια ται­νία, είναι ο μισός ρόλος, ο μισός χαρα­κτή­ρας. Μπο­ρού­με να πού­με ότι ηλι­κια­κά δεν ταί­ρια­ζε ο Βασί­λης με τον Αλέ­ξαν­δρο για να παί­ξουν πατέ­ρα και γιο, όμως εντέ­λει αυτοί οι δυο άνθρω­ποι ταί­ρια­ξαν πάρα πολύ. Τον Αλέ­ξαν­δρο τον γνώ­ρι­ζα από όταν ήταν μαθη­τής στο Εθνι­κό στο δεύ­τε­ρο έτος. Οταν κάνα­με τον «Λευ­τέ­ρη Δημα­κό­που­λο», επει­δή είχα επι­λέ­ξει την Μαρία Σκου­λά, επί­σης φοι­τή­τρια τότε στο Εθνι­κό, είχα δει τις εξε­τά­σεις των σπου­δα­στών της σχο­λής και τον είχα στα­μπά­ρει από τότε. Οταν σκε­φτό­μα­σταν την ται­νία, ήταν η άμε­ση επι­λο­γή μου.

Τελι­κά κάνου­με ται­νί­ες θραύ­σμα­τα της προ­σω­πι­κής μας ζωής;

Φαντά­ζο­μαι ότι και ο Μπαχ όταν έγρα­φε αυτά που έγρα­φε, μετέ­φε­ρε τη δικιά του πίστη στον θεό, για παρά­δειγ­μα μέσα στη ζωγρα­φι­κή κάποιου βλέ­πεις την εξέ­λι­ξή του. Περισ­σό­τε­ρο ή λιγό­τε­ρο αντα­να­κλά στην τέχνη μας, όχι μόνο στο σινε­μά, παντού, το πώς εμείς βλέ­που­με τον κόσμο, το πώς ο δημιουρ­γός βλέ­πει τον κόσμο.

Δεν κάνω συχνά ται­νί­ες, έχω κάνει 5 όλες κι όλες, ειδι­κά αυτή κρά­τη­σε 10 χρό­νια να γίνει, για­τί δού­λευα στο πανε­πι­στή­μιο. Το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος της ται­νί­ας τοπο­θε­τεί­ται στο 2012, κι αυτό δεν είναι τυχαίο, για­τί τότε λόγω της κρί­σης το υπουρ­γείο είχε κόψει από τα πανε­πι­στή­μια τους συμ­βα­σιού­χους, είτε ήταν καθη­γη­τι­κό, είτε τεχνι­κό, είτε βοη­θη­τι­κό προ­σω­πι­κό. Κι έτσι το Τμή­μα Κινη­μα­το­γρά­φου είχε μεί­νει δυο χρό­νια χωρίς καθό­λου καθα­ρί­στρια. Υπάρ­χει πάνω σε αυτό ένα κομ­μά­τι στην ται­νία που είναι αρκε­τά σημα­ντι­κό, που είναι μια σύγκρου­ση που έχει ο καθη­γη­τής με τους φοι­τη­τές. Μέσα στην ται­νία υπάρ­χουν τρεις γενιές. Υπάρ­χει η γενιά του πατέ­ρα του, που έχει τις παλιές αντι­λή­ψεις και αρχές για την Εκπαί­δευ­ση, για την Παι­δεία και για την εργα­σία, των φοι­τη­τών από την άλλη μεριά, και του καθη­γη­τή που προ­σπα­θεί να ισορ­ρο­πή­σει ανά­με­σα σε αυτούς τους δύο. Αυτό που τρο­φο­δο­τεί τον καβγά με τους φοι­τη­τές είναι ότι αυτός θέλει να κάνει το μάθη­μα, το οποίο είναι πολύ σημα­ντι­κό, είναι ιερό και τον φέρ­νει σε σύγκρου­ση με τους φοι­τη­τές. Από την άλλη μεριά, όταν έγρα­φα τους διά­λο­γους των φοι­τη­τών, αντι­λαμ­βα­νό­μουν ότι κι εκεί­νοι είχαν εξί­σου δίκιο με αυτόν. Αυτό είναι κάτι ενδια­φέ­ρον με κοι­νω­νι­κό και πολι­τι­κό πρό­ση­μο. Μια ιδέα που υπάρ­χει μέσα σε μια ται­νία, και το λέω για τις πέντε ται­νί­ες που έχου­με κάνει, ωρι­μά­ζει καθώς ωρι­μά­ζει ο συγ­γρα­φέ­ας μέσα σε αυτή την ιστο­ρία. Η άπο­ψή μου για τη σχο­λή κινη­μα­το­γρά­φου είναι ότι προ­σπα­θού­με να κάνου­με τη δου­λειά μας όσο γίνε­ται καλύ­τε­ρα, με όλες τις δυσκο­λί­ες και τις ελλεί­ψεις. Το να σου δίνε­ται η δυνα­τό­τη­τα να διδά­ξεις είναι ένα μεγά­λο δώρο, πρέ­πει να βρεις τρό­πο να μετα­δώ­σεις το πάθος που έχεις για το αντι­κεί­με­νο που διδάσκεις.

Το να είναι μια ται­νία αυτο­βιο­γρα­φι­κή, δεν έχει τον χαρα­κτή­ρα της ψυχα­νά­λυ­σης, δηλα­δή θα πω όσα έχω μέσα μου. Κάθε άλλο και, μάλι­στα, όταν σκε­φτό­μουν την ιστο­ρία είχα βάλει μια αυτο­λο­γο­κρι­σία ότι δεν θα σκέ­φτο­μαι τον εαυ­τό μου. Δεν είναι ο Περι­κλής στην ται­νία, είναι ο Νίκος. Αυτή είναι και μια παγί­δα όταν κάνεις πράγ­μα­τα που είναι προ­σω­πι­κά. Μπο­ρεί να κρα­τάω μια φωτο­γρα­φία του πατέ­ρα μου και να δακρύ­σω, αλλά ο θεα­τής που βλέ­πει την ται­νία δεν θα κατα­λά­βει. Πρέ­πει να δώσεις αρκε­τά στοι­χεία στον θεα­τή, ώστε να κατα­λά­βει τη δική σου συγκί­νη­ση. Όλες οι ται­νί­ες που έχου­με κάνει βγαί­νουν από τη δική μου εμπει­ρία και, μάλι­στα, κάτι που λέω και στους φοι­τη­τές μου, είναι ότι τα πράγ­μα­τα που ίσως φοβό­μουν τη δια­χεί­ρι­σή τους ή προ­σπα­θού­σα να τα απο­φύ­γω, μου έδω­σαν σπου­δαίο υλι­κό για τις ται­νί­ες μου.

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο