Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η Documenta 14 και το πρόβλημα της κριτικής της

Γρά­φει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Η Documenta 14 στην Αθήνα και στο Κάσελ

   Η Documenta είναι μια από τις κορυ­φαί­ες εκθέ­σεις Σύγ­χρο­νης Τέχνης διε­θνώς που διορ­γα­νώ­νε­ται κάθε πέντε χρό­νια στο Κάσελ της Γερ­μα­νί­ας και η οποία εγκαι­νιά­στη­κε πρό­σφα­τα στην Αθή­να, με σκο­πό, όπως προ­βάλ­λε­ται από τους διορ­γα­νω­τές του­λά­χι­στον, οι συμ­με­τέ­χο­ντες στην έκθε­ση να μάθουν από την Αθή­να και την Ελλά­δα της κρί­σης, από το κοι­νω­νι­κό και καλ­λι­τε­χνι­κό της περι­βάλ­λον και να προ­σεγ­γί­σουν τα ζητή­μα­τα που ανα­δει­κνύ­ο­νται το τελευ­ταίο χρο­νι­κό διά­στη­μα: την προ­σφυ­γιά, την κρί­ση, την ιστο­ρι­κή μνήμη.

   Η έκθε­ση θα διαρ­κέ­σει μέχρι τις 12 Ιου­λί­ου και ύστε­ρα θα μετα­φερ­θεί στη φυσι­κή της έδρα, στο Κάσελ της Γερ­μα­νί­ας, που για πρώ­τη φορά στην ιστο­ρία της μοι­ρά­ζε­ται τη φιλο­ξε­νία της έκθε­σης με μία άλλη πόλη αν και είχε προη­γη­θεί και επα­φή της Documenta 13 με την Καμπούλ, πρω­τεύ­ου­σα του Αφγα­νι­στάν, το 2012. Η συμ­φω­νία για την κοι­νή διορ­γά­νω­ση είχε επι­ση­μο­ποι­η­θεί σε συνά­ντη­ση μετα­ξύ του δημάρ­χου Αθη­ναί­ων Γιώρ­γου Καμί­νη και του δημάρ­χου Κάσελ Bertram Hilgen τον Μάρ­τιο του 2015 στο Βερο­λί­νο, ενώ ακο­λού­θη­σαν συνε­ντεύ­ξεις τύπου και στις δύο πόλεις. Τα τρι­ή­με­ρα εγκαί­νια της Documenta 14, που τιτλο­φο­ρού­νταν «Μαθαί­νο­ντας από την Αθή­να», πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν  στις 6, 7 και 8 Απρι­λί­ου, παρου­σία πολι­τεια­κών και πολι­τι­κών παρα­γό­ντων καθώς και εκπρο­σώ­πων της Documenta και της Σύγ­χρο­νης Τέχνης. Προη­γή­θη­κε μια μεγά­λη προ­ε­τοι­μα­σία της έκθε­σης, δεν είναι κάτι που ξεφύ­τρω­σε από το που­θε­νά. Δια­βά­ζου­με σχε­τι­κά στην παρου­σί­α­ση με τους συνερ­γα­ζό­με­νους φορείς και τους εκθε­σια­κούς χώρους της Documenta στην Αθή­να πως «μετά από τέσ­σε­ρα χρό­νια προ­ε­τοι­μα­σί­ας, η Documenta 14 στα­δια­κά εδραί­ω­σε την παρου­σία της στην Αθή­να και τώρα καθί­στα­ται ορα­τή, ονο­μα­στή και πολ­λα­πλώς αντι­λη­πτή μέσα από ένα πλή­θος φωνών που δια­τη­ρούν το συνε­χές της έκθε­σης κατά τη διάρ­κεια των εκα­τό ημε­ρών της».(1)

   Οι χώροι και οι τοπο­θε­σί­ες της Documenta 14 στην Αθή­να περι­λαμ­βά­νουν μια σει­ρά από μου­σεία, κινη­μα­το­γρά­φους, θέα­τρα, βιβλιο­θή­κες, αρχεία, σχο­λεία, ραδιο­τη­λε­ό­ρα­ση, πανε­πι­στη­μια­κά αμφι­θέ­α­τρα, δημό­σιες πλα­τεί­ες, δρό­μους, κλαμπ, κατα­στή­μα­τα, πάρ­κα και μονο­πά­τια, καθώς και ιδιω­τι­κές οικί­ες – με λίγα λόγια, όλα όσα συν­θέ­τουν την πόλη, τον κύκλο ζωής της και των ανθρώ­πων της. Ένα μεγά­λο κομ­μά­τι της έκθε­σης μοι­ρά­ζε­ται μετα­ξύ των ακό­λου­θων τεσ­σά­ρων ιδρυ­μά­των: Ανω­τά­τη Σχο­λή Καλών Τεχνών (Α.Σ.Κ.Τ) — Κτί­ριο οδού Πει­ραιώς, Εκθε­σια­κός Χώρος “Νίκος Κεσ­σαν­λής”, Εθνι­κό Μου­σείο Σύγ­χρο­νης Τέχνης (ΕΜΣΤ), Μου­σείο Μπε­νά­κη, Ωδείο Αθη­νών αλλά και σε άλλους, όχι δευ­τε­ρεύ­ου­σας σημα­σί­ας χώρους όπως το Πάρ­κο Ελευ­θε­ρί­ας, Κέντρο Τεχνών Δήμου Αθη­ναί­ων — Μου­σείο Αντι­δι­κτα­το­ρι­κής Δημο­κρα­τι­κής Αντί­στα­σης. Είχαν προη­γη­θεί της επί­ση­μης έναρ­ξης της Documenta μία σει­ρά δρά­σε­ων στην πόλη της Αθή­νας, από τις 14 Σεπτεμ­βρί­ου 2016, δηλα­δή ένα συνε­χές πρό­γραμ­μα, που εμπλέ­κει τη δημό­σια σφαί­ρα και με την τέχνη αλλά και σε συνερ­γα­σία με την ΕΡΤ η προ­βο­λή ντο­κι­μα­ντέρ στη μετα­με­σο­νύ­χτια ζώνη με θεμα­το­λο­γία κοι­νω­νι­κού και πολι­τι­στι­κού περιεχομένου.

Ο δήμαρ­χος Αθη­ναί­ων μάλι­στα χαρα­κτή­ρι­σε τη διορ­γά­νω­ση της Documenta 14 ως «πολ­λα­πλή πρό­κλη­ση για την Αθή­να και δώρο για την πόλη» ενώ διά­φο­ρα δημο­σιεύ­μα­τα ανέ­δει­ξαν την Αθή­να ως πολι­τι­στι­κό — του­ρι­στι­κό προ­ο­ρι­σμό, σημειώ­νο­ντας ότι λόγω της παρου­σί­ας πολ­λών ξένων καλ­λι­τε­χνών διά­φο­ρα μαγα­ζιά και ξενο­δο­χεία θα ήταν αυτά που θα σήκω­ναν την ευθύ­νη της φιλο­ξε­νί­ας. Συγκε­κρι­μέ­να, η αερο­πο­ρι­κή εται­ρεία Aegean Airlines έχει λάβει την πρω­το­βου­λία και από το τέλος Μαρ­τί­ου μέχρι το τέλος Ιου­λί­ου θα πραγ­μα­το­ποιεί απευ­θεί­ας πτή­σεις από το Κάσελ στην Αθή­να. (2) Αλλά η Aegean δεν είναι η μόνη εται­ρεία που στη­ρί­ζει τη διοργάνωση.

Αντιδράσεις

   Η διορ­γά­νω­ση όμως της Documenta δεν άφη­σε ασυ­γκί­νη­το κανέ­ναν, είτε από τον χώρο της Δεξιάς (ή και της ακρο­δε­ξιάς), είτε από την Αρι­στε­ρά και τα κινή­μα­τα ή μεμο­νω­μέ­νους πολί­τες, καλ­λι­τέ­χνες, κρι­τι­κούς τέχνης, δημο­σιο­γρά­φους ή πολι­τι­κούς. Από μια άπο­ψη, αυτό είναι και το ζητού­με­νο, μια έκθε­σης Σύγ­χρο­νης Τέχνης που διεκ­δι­κεί να μάθει από την κοι­νω­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στην Ελλά­δα (και όχι μόνο) εξά­γο­ντας την εμπει­ρία της και ερχό­με­νη σε διά­λο­γο με ανη­συ­χού­ντες καλ­λι­τέ­χνες και με τα ζητή­μα­τα της επι­και­ρό­τη­τας ή με θέμα­τα γενι­κό­τε­ρης φύσε­ως. Οι αντι­δρά­σεις μάλι­στα εστιά­ζουν κατά κύριο λόγο στο πολι­τι­κό και ιδε­ο­λο­γι­κό μήνυ­μα της διορ­γά­νω­σης, παρα­γκω­νί­ζο­ντας την κρι­τι­κή στο καλ­λι­τε­χνι­κό περιε­χό­με­νο της έκθε­σης, με επι­φα­νεια­κές προ­σεγ­γί­σεις, σχο­λιά­ζο­ντας επι­λε­κτι­κά διά­φο­ρα έργα — με τις χίλιες αντι­φά­σεις που μπο­ρούν να έχουν όταν προ­έρ­χο­νται από δια­φο­ρε­τι­κές αισθη­τι­κές και πολι­τι­κές αφε­τη­ρί­ες και χωρίς να εξε­τά­ζουν εάν πραγ­μα­τι­κά περ­νούν στο κοι­νό το μήνυ­μα που θέλουν, κατα­λή­γο­ντας όμως να ανοί­γουν μέσα από αυτό τον σχο­λια­σμό την κρι­τι­κή και σε άλλα ζητή­μα­τα της καθη­με­ρι­νής ειδη­σε­ο­γρα­φί­ας. Η κρι­τι­κή στην χρη­μα­το­δό­τη­ση του εγχει­ρή­μα­τος της (δυτικο)γερμανικής έκθε­σης και στις απάν­θρω­πες εργα­σια­κές συν­θή­κες, που καταγ­γέλ­λει η Πρω­το­βου­λία Εργα­ζο­μέ­νων στην Documenta,  ακο­λου­θούν, είτε δεν ανα­φέ­ρο­νται καθόλου.

   Όπως προ­εί­πα­με οι κρι­τι­κές εστιά­ζουν στο πολι­τι­κό και κοι­νω­νι­κό μήνυ­μα της έκθε­σης, που για τον καθέ­να είναι και κάτι άλλο. Για παρά­δειγ­μα, από το φθι­νό­πω­ρο του 2016 που ξεκί­νη­σαν οι πρώ­τες εκδη­λώ­σεις πριν την επί­ση­μη έναρ­ξη της έκθε­σης υπήρ­χαν αντι­δρά­σεις και κρι­τι­κές, με διά­φο­ρους αρι­στε­ρούς ανθρώ­πους να θεω­ρούν την Documenta ως διορ­γά­νω­ση… δεξιάς από­χρω­σης και διά­φο­ρους δεξιούς και νεο­φι­λε­λεύ­θε­ρους αρθρο­γρά­φους ως χαρα­κτη­ρι­στι­κή έκφρα­ση της… αρι­στε­ρής ιδε­ο­λο­γι­κής ηγε­μο­νί­ας (εδώ βλέ­που­με για άλλη μια φορά την αντα­νά­κλα­ση της άπο­ψης που ανα­θε­ω­ρεί την ιστο­ρία για να υπε­ρα­σπί­σει την αστι­κή αφή­γη­ση σε βάρος των λαϊ­κών αγώ­νων – και­ρού επι­τρέ­πο­ντος θα ασχο­λη­θού­με και με αυτό το θέμα). Υπάρ­χουν και αυτοί όμως που από μια εθνι­κι­στι­κή σκο­πιά που (θέλει να) παρου­σιά­ζε­ται ως προ­ο­δευ­τι­κή, εναλ­λα­κτι­κή και αρι­στε­ρή, βλέ­πουν στην διορ­γά­νω­ση την επι­βο­λή της “Νέας Κατο­χής”, όπου ανα­λώ­νο­νται σε ένα απε­χθή, ρατσι­στι­κό λόγο κατά της Γερ­μα­νί­ας –βάζο­ντας στο ίδιο τσου­βά­λι την αστι­κή εξου­σία στη συγκε­κρι­μέ­νη χώρα με την εργα­ζό­με­νη πλειο­ψη­φία, χωρίς να αντι­λαμ­βά­νο­νται (ή έτσι το παρου­σιά­ζουν του­λά­χι­στον, με το απο­τέ­λε­σμα να είναι το ίδιο) το πραγ­μα­τι­κό δια­κύ­βευ­μα. Αλλά αδια­φο­ρώ­ντας ουσια­στι­κά για την ύπαρ­ξη των αλη­θι­νών νεο­να­ζί που τρα­μπου­κί­ζουν και δολο­φο­νούν Έλλη­νες και μετα­νά­στες εργάτες.

   Πράγ­μα­τι, πριν καν δού­με και μάθου­με όμως τι ακρι­βώς είναι αυτή η διορ­γά­νω­ση βγή­καν αρθρο­γρά­φοι, γνω­στοί για τις συντη­ρη­τι­κές θέσεις τους, για να την στο­χο­ποι­ή­σουν μιλώ­ντας για τον… αρι­στε­ρό λυρι­σμό της Documenta, όπως ο περί­φη­μος ιδε­ο­λο­γι­κός καθο­δη­γη­τής του νεο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού Πάσχος Μαν­δρα­βέ­λης στην εφη­με­ρί­δα Καθη­με­ρι­νή. Γρά­φει για παρά­δειγ­μα, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας σαν προ­πέ­τα­σμα καπνού σε ένα άλλο σημείο τον Μαρξ και την υπο­στή­ρι­ξη των χορη­γών στην εκδή­λω­ση, πως «Αν απο­κα­λύ­πτει κάτι η έκθε­ση –που καλω­σό­ρι­σε στην Αθή­να– είναι τα αδιέ­ξο­δα της Αρι­στε­ράς στην Ευρώ­πη, αυτής που έχα­σε ολό­κλη­ρη θεω­ρία για τον κόσμο και το έρι­ξε στην παλα­βή. Δηλα­δή, μας προ­σκα­λούν να συμ­με­τά­σχου­με στη Βου­λή των Σωμά­των και «αυτό που θα συμ­βεί εδώ αυτό το δεκα­ή­με­ρο δεν είναι ούτε συνέ­δριο ούτε έκθε­ση». Τι θα είναι; Δεν λένε, αλλά μάλ­λον ό,τι κάτσει. «Υπάρ­χει ένας χώρος. Υπάρ­χουν κάποια σώμα­τα. Υπάρ­χουν κάποιες φωνές. Τι σημαί­νει να είμα­στε μαζί, εδώ, τώρα; Τι μπο­ρεί να γίνει; Ποιος και τι γίνε­ται ορα­τό; Ποιες φωνές μπο­ρούν να ακου­στούν και ποιες παρα­μέ­νουν σιω­πη­λές; Πώς μπο­ρεί να ανα­διορ­γα­νω­θεί η δημό­σια σφαί­ρα;.. Είστε ευπρόσ­δε­κτοι να συμ­με­τά­σχε­τε στην καθη­με­ρι­νή δια­μόρ­φω­ση αυτού του πολι­τι­κού θεά­τρου, που αμφι­σβη­τεί την τοπο­θε­σία, την ιεραρ­χία, την ορα­τό­τη­τα, την κλί­μα­κα…». Κάτι, δηλα­δή, σαν ΙΚΕΑ της τέχνης και χωρίς καν να υπάρ­χει χαρ­τί οδη­γιών.» (3) Είναι όμως αυτό εδώ το σημείο όμως που ο λογι­κός και ψύχραι­μος ανα­γνώ­στης θα αντι­λη­φθεί ότι εάν η Documenta δεν είχε την οποια­δή­πο­τε πολι­τι­κή ανα­φο­ρά, τότε ο συγκε­κρι­μέ­νος αρθρο­γρά­φος ούτε που θα έκα­νε τον κόπο για να την σχο­λιά­σει. Αξί­ζει να υπεν­θυ­μί­σου­με σε αυτό το σημείο πως οι πρώ­τες εκδη­λώ­σεις γνω­ρι­μί­ας και προ­ε­τοι­μα­σί­ας με την Documenta το περα­σμέ­νο φθι­νό­πω­ρο είχαν ξεκά­θα­ρο πολι­τι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό ενώ συμ­με­τεί­χαν κι ομά­δες καλ­λι­τε­χνών με δια­κρι­τή παρου­σία στον καλ­λι­τε­χνι­κό χώρο και κυρί­ως, με εκφρα­σμέ­νη δημό­σια τη διά­θε­ση τους να στη­ρί­ξουν κάθε κοι­νω­νι­κό, προ­ο­δευ­τι­κό κίνη­μα συμ­με­τέ­χο­ντας ενερ­γά σε αυτό. Δεν είναι πλέ­ον κατα­νοη­τό για­τί οι διά­φο­ροι λαλί­στα­τοι ιδε­ο­λό­γοι της Δεξιάς μίλη­σαν και έγρα­ψαν περί αρι­στε­ρού λυρισμού;

   Αλλά η κατρα­κύ­λα της δεξιάς κρι­τι­κής στην Documenta, για­τί υπάρ­χει και ο πολύ χρή­σι­μος κι απα­ραί­τη­τος σχο­λια­σμός από προ­ο­δευ­τι­κή πλευ­ρά, δεν έχει τέλος. Για να σχο­λιά­σει την Documenta ο ποι­η­τής και δοκι­μιο­γρά­φος Κώστας Κου­τσου­ρέ­λης επι­τί­θε­ται, με καθυ­στέ­ρη­ση… εκα­τό και παρα­πά­νω χρό­νων, αρχι­κά στον μοντερ­νι­σμό, ως από­πει­ρα εξί­σω­σης της τέχνης με τη ζωή για «να κατα­στή­σουν τον άνθρω­πο μέτο­χο, κοι­νω­νό της καλ­λι­τε­χνι­κής πρά­ξης. Κοι­νω­νό όχι όμως με την παλιά έννοια της πρό­σλη­ψης, της δεξί­ω­σης του έργου από το κοι­νό. Για τους αντάρ­τες του 20ού αιώ­να, η ίδια η διά­κρι­ση μετα­ξύ δημιουρ­γού και κοι­νού ήταν ύπο­πτη. Πίσω της έσερ­νε μνή­μες ιεραρ­χι­κές, ταξι­κές, εξου­σια­στι­κές, από τις οποί­ες ο καλ­λι­τέ­χνης, πρό­σφα­τα χει­ρα­φε­τη­μέ­νος ο ίδιος από τον βρα­χνά της Κου­ρί­ας ή της Αυλής, απο­ζη­τού­σε να απαλ­λα­γεί. Η από­στα­ση μετα­ξύ παρα­γω­γού και απο­δέ­κτη έπρε­πε να καταρ­γη­θεί διαρ­ρή­δην, μέσα στο κάθε άτο­μο ξεχω­ρι­στά έπρε­πε να αφυ­πνι­στεί όχι πια ο φιλό­τε­χνος αλλά ο δημιουρ­γός, τα μέχρι πρό­τι­νος ανι­σο­ϋ­ψή ήταν και­ρός να ισο­ζυ­για­στούν» (4) κι ύστε­ρα για να επα­να­φέ­ρει στον διά­λο­γο τη θεω­ρία τον δύο άκρων, την επί­κλη­ση στον λαϊ­κι­σμό (που αλλού άρα­γε;) και τις αντι­κο­μου­νι­στι­κές από­ψεις των υπο­στη­ρι­κτών της ιστο­ρι­κής ανα­θε­ώ­ρη­σης. Όπως παρα­τη­ρεί σε σχε­τι­κή υπο­ση­μεί­ω­ση «Η συγ­γέ­νεια του μοντερ­νι­σμού με τους ποι­κί­λους ολο­κλη­ρω­τι­σμούς, φαιούς ή ερυ­θρούς, του 20ού αιώ­να είναι εξώ­φθαλ­μη. Ιδε­ο­λο­γι­κή και ακτι­βι­στι­κή εξαλ­λο­σύ­νη, μισαλ­λο­δο­ξία, δοξο­λό­γη­ση της βίας, περι­φρό­νη­ση μέχρι σημεί­ου εξευ­τέ­λι­σης των αντι­πά­λων και του μέσου ανθρώ­που, δοξο­λό­γη­ση του ηγέ­τη-πρω­το­πό­ρου, όλα αυτά απα­ντούν κατά κόρον στα νεω­τε­ρι­κά μανιφέστα.»…

Έχει βέβαια ενδια­φέ­ρον και η άλλη άπο­ψη που εκφρά­ζει ο αρθρο­γρά­φος που είτε λίγο, είτε πολύ μας λέει ότι «Η τέχνη δεν είναι ούτε «συναι­σθή­μα­τα» ούτε «ιδέ­ες». Η τέχνη είναι πρώ­τα απ’ όλα, το λέει η λέξη, τεχνι­κή. Μια ειδι­κή μορ­φή τεχνι­κής προ­φα­νώς, μια ειδι­κή νοη­μο­σύ­νη κατά κάποιον τρό­πο, που θα την ονό­μα­ζα νοη­μο­σύ­νηαι­σθη­τι­κή και που παρέ­χει στον κάτο­χό της την ικα­νό­τη­τα όχι να αισθαν­θεί ή να συλ­λά­βει «κάτι» (τού­τη την ικα­νό­τη­τα την μοι­ρα­ζό­μα­στε όλοι), αλλά αυτό το «κάτι» να το εκφρά­σει, να το απο­τυ­πώ­σει στο υλι­κό του: λέξεις, εικό­νες, ήχους. Με άλλα λόγια, να το κάνει πράγ­μα αυθύ­παρ­κτο, απο­σπα­σμέ­νο πια από τη δική του υπο­κει­με­νι­κό­τη­τα, ανοι­χτό και προ­σβά­σι­μο σε όλους – να του δώσει μορ­φήΚαι τι να πού­με τότε για την Γκερ­νί­κα ή τη Σφα­γή στην Κορέα του Πάμπλο Πικά­σο που δια­θέ­τουν και τεχνι­κή και ιδέ­ες και συναισθήματα;

Τέλος υπάρ­χουν και οι κρι­τι­κές, αν μπο­ρού­με να τις πού­με έτσι, που εστιά­ζουν στον έμφυ­λο χαρα­κτή­ρα πολ­λών δρά­σε­ων της Documenta, που ανα­πα­ρά­γουν μια ρατσι­στι­κής, σεξι­στι­κής, ομο-τραν­σφο­βι­κή προ­σέγ­γι­ση που επι­τί­θε­ται και στα δικαιώ­μα­τα της ΛΟΑΤ κοι­νό­τη­τας και που ανα­πα­ρά­γει ιδέ­ες και προ­λή­ψεις πολύ επι­κίν­δυ­νες και φυσι­κά, επι­στη­μο­νι­κά, αστήριχτες.

Κριτική από τα αριστερά και τους εργαζόμενους στην Documenta

   Η μόνη κρι­τι­κή που μπο­ρού­με να δεχθού­με σχε­τι­κά με την Documenta προ­έρ­χε­ται από τα αρι­στε­ρά (από πολι­τι­κούς, δημο­τι­κές κινή­σεις και καλ­λι­τέ­χνες). Είναι η κρι­τι­κή που ανα­δει­κνύ­ει στην ολό­τη­τα της τον εμπο­ρευ­μα­τι­κό χαρα­κτή­ρα της Documenta σε όλο του το μεγα­λείο καθώς και την διά­θε­ση αξιο­ποί­η­σης της έκθε­σης ως μια πολι­τι­στι­κή Ολυ­μπιά­δα που βάζο­ντας στο ίδιο τσου­βά­λι μία στεί­ρα του­ρι­στο­λα­τρεία, που απο­βλέ­πει στο κέρ­δος από το του­ρι­στι­κό προ­ϊ­όν, αδια­φο­ρώ­ντας για κάθε καλ­λι­τε­χνι­κή έκφρα­ση, με την ανά­δει­ξη της χώρας ως σύγ­χρο­νου πολι­τι­σμι­κού κέντρου μέσα στην «δημο­κρα­τι­κή» και «ελεύ­θε­ρη» Ευρω­παϊ­κή Ένω­ση. Και είναι αλή­θεια πως στις δηλώ­σεις του ο καλ­λι­τε­χνι­κός διευ­θυ­ντής της Documenta, Adam Szymczyk υπε­ρα­σπί­ζε­ται αυτή την λογική.

Αξί­ζει εδώ να ανα­φέ­ρου­με την παρέμ­βα­ση του Γρη­γό­ρη Ανα­γνώ­στου, τελειό­φοι­του του Τμή­μα­τος Θεω­ρί­ας & Ιστο­ρί­ας της Τέχνης της Ανω­τά­της Σχο­λής Καλών Τεχνών, που επι­ση­μαί­νει πως σχε­τι­κά με την Documenta «Η συμ­φω­νία της συγκυ­βέρ­νη­σης ΣΥΡΙΖΑ — ΑΝΕΛ στη διορ­γά­νω­ση της Ντο­κου­μέ­ντα απο­κα­λύ­πτει ότι η πολι­τι­κή που ασκεί­ται για την Τέχνη και τον Πολι­τι­σμό συν­δέ­ε­ται με όλες τις εξε­λί­ξεις και τους βασι­κούς στό­χους της αστι­κής τάξης που είναι το άνοιγ­μα νέων πεδί­ων κερ­δο­φο­ρί­ας, η σύν­δε­ση της πολι­τι­στι­κής παρα­γω­γής με άλλους κλά­δους στρα­τη­γι­κής σημα­σί­ας, όπως ο του­ρι­σμός και προ­πα­ντός η ενί­σχυ­ση του ιδε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κού — αισθη­τι­κού οπλο­στα­σί­ου της αστι­κής τάξης για τη διαιώ­νι­ση της εξου­σί­ας της. Η ανά­μει­ξη της δημο­τι­κής αρχής της Αθή­νας, σε ρόλο συν­διορ­γα­νω­τή, απο­δει­κνύ­ει, επί­σης, ότι η κεντρο­α­ρι­στε­ρά της δημαρ­χί­ας Καμί­νη με τη σοσιαλ­δη­μο­κρα­τία της κυβέρ­νη­σης ΣΥΡΙΖΑ συντο­νί­ζο­νται και ταυ­τί­ζο­νται στην υλο­ποί­η­ση των αστι­κών ταξι­κών συμ­φε­ρό­ντων και «αξιών» και στα ζητή­μα­τα του Πολι­τι­σμού.» (5)

   Αλλά είναι η καταγ­γε­λία της Πρω­το­βου­λί­ας Εργα­ζο­μέ­νων στην Documenta 14 που ανα­δει­κνύ­ει ως ένα βαθ­μό την πραγ­μα­τι­κή ταυ­τό­τη­τα της διορ­γά­νω­σης και που κάνει λόγο για απα­ρά­δε­κτες συν­θή­κες εργα­σί­ας και για μίμη­ση, σε πολύ λίγο χρό­νο, από τη διορ­γά­νω­ση, των χει­ρό­τε­ρων ντό­πιων εργο­δο­τών. Η σύμ­βα­ση μάλι­στα που κλή­θη­καν να υπο­γρά­ψουν οι εργα­ζό­με­νοι γρά­φει λιγό­τε­ρες μέρες και ώρες από αυτές που είχαν συμ­φω­νή­σει ενώ οι συμ­βά­σεις που είχαν συμ­φω­νή­σει καταρ­τί­στη­καν – επί­σης την τελευ­ταία στιγ­μή, χωρίς τη συναί­νε­σή τους και απροει­δο­ποί­η­τα – με την εται­ρεία μεσά­ζο­ντα, εργο­λά­βο Man Power. Έτσι, η διορ­γά­νω­ση της Documenta απο­ποιεί­ται κάθε ευθύ­νης, αφού ως εργο­δό­της φέρε­ται ο εργο­λά­βος ενώ οι μισθοί τους μειώ­θη­καν, προ­φα­νώς για να καλυ­φθεί το κόστος του μεσά­ζο­ντα… (6) Κι εδώ τίθε­ται το ερώ­τη­μα, πόσο δημο­κρα­τι­κή και εναλ­λα­κτι­κή μπο­ρεί να είναι μια έκθε­ση Σύγ­χρο­νης Τέχνης που εκμε­ταλ­λεύ­ε­ται τους εργα­ζό­με­νους της;

 Τι είναι η Documenta — η καλλιτεχνική έκφραση στην εποχή της καπιταλιστικής κρίσης

Θέλει ιδιαί­τε­ρη προ­σο­χή θα λέγα­με η κρι­τι­κή στην Documenta και για αυτό θα παρα­θέ­σω ακό­μα κάποιες σκέ­ψεις που ίσως βοη­θή­σουν στο να ξεκα­θα­ρί­σου­με λίγο το θολό τοπίο και το πλή­θος των αντι­φα­τι­κών από­ψε­ων και προ­τά­σε­ων που υπάρ­χει στον δημό­σιο διά­λο­γο σχε­τι­κά με το θέμα.

   Το 1955 η Documenta ξεκί­νη­σε ως πρω­το­βου­λία ομά­δας φιλό­τε­χνων με επι­κε­φα­λής τον καλ­λι­τέ­χνη, καθη­γη­τή τέχνης και επι­με­λη­τή Άρνολντ Μποντ (1900–77) και που διεκ­δι­κού­σε να ανα­δει­χτεί η δυνα­τό­τη­τα του ανθρώ­που για έργα ουσί­ας κι όχι κατα­στρο­φής όπως έκα­νε ο ναζι­σμός που κυνή­γη­σε τα κινή­μα­τα της Πρω­το­πο­ρί­ας και του μοντερ­νι­σμού ενώ απο­τέ­λε­σε το αντί­πα­λο, περισ­σό­τε­ρο πολι­τι­κο­ποι­η­μέ­νο δέος στις εμπο­ρευ­μα­τι­κές Μπιε­νά­λε της Βενε­τί­ας και άλλων πόλε­ων. Γενι­κά και ουσια­στι­κά, ανα­ζη­τού­σε να ανα­δεί­ξει το πολι­τι­κό και κοι­νω­νι­κό πρό­ση­μο πίσω από κάθε καλ­λι­τε­χνι­κή και αισθη­τι­κή κίνη­ση. Όπως βέβαια επι­ση­μαί­νει κι ο Γρη­γό­ρης Ανα­γνώ­στου μετά την πρώ­τη διορ­γά­νω­ση, η γερ­μα­νι­κή αστι­κή τάξη επέν­δυ­σε στην Ντο­κου­μέ­ντα, επι­διώ­κο­ντας την ενσω­μά­τω­ση των όποιων πρω­το­πο­ρια­κών στοι­χεί­ων της και καθιε­ρώ­νο­ντάς την σαν διε­θνή θεσμό, που πραγ­μα­το­ποιεί­ται κάθε 5 χρό­νια, τότε η Documenta καθιέ­ρω­σε και την αντί­θε­ση της στο πολι­τι­κό σύστη­μα της Ανα­το­λι­κής Γερμανίας.

   Έτσι, όσο κι αν προ­βάλ­λε­ται σαν μη εμπο­ρι­κή διορ­γά­νω­ση, είναι από­λυ­τα προσ­δε­μέ­νη στην αγο­ρά της Τέχνης. Είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κή η δημιουρ­γία του Οργα­νι­σμού — Εται­ρί­ας Documenta, λίγα χρό­νια αργό­τε­ρα, ως προ­ϋ­πό­θε­ση για τη διεκ­δί­κη­ση χρη­μα­το­δό­τη­σης από το κρά­τος με τη μορ­φή εταί­ρων, καθώς και διά­φο­ρους επι­χει­ρη­μα­τι­κούς ομί­λους, ενώ τα θεά­μα­τά της συνή­θως είναι οικο­νο­μι­κά δυσπρό­σι­τα για το πλα­τύ κοι­νό – παρό­λαυ­τα υπάρ­χουν και δωρε­άν δρά­σεις. Στο πλαί­σιο τηςDocumenta, μάλι­στα, έχει στη­θεί μια ολό­κλη­ρη βιο­μη­χα­νία «πολι­τι­στι­κού του­ρι­σμού» που απαρ­τί­ζε­ται από αερο­πο­ρι­κές εται­ρεί­ες, ξενο­δο­χεια­κά συγκρο­τή­μα­τα και έχει σαν στό­χο να προ­σελ­κύ­σει του­ρί­στες, καλ­λι­τέ­χνες και κοι­νό στις πόλεις που πραγ­μα­το­ποιεί­ται η Documenta. Όπως συμ­βαί­νει και στην Αθή­να , δηλαδή. 

   Αλλά αυτό δεν σημαί­νει ότι η Documenta έχα­σε τον πολι­τι­κό της χαρα­κτή­ρα. Έχει ενδια­φέ­ρον να δού­με σε αυτό το σημείο τις προη­γού­με­νες διορ­γα­νώ­σεις της Documenta για να αντι­λη­φθού­με πως δεν έχει χάσει ή δεν έχει χάσει τελεί­ως αν θέλε­τε, τον πολι­τι­κό της χαρα­κτή­ρα. Η Documenta ανέ­δει­ξε όλα τα προη­γού­με­να χρό­νια την εισχώ­ρη­ση της πολι­τι­κής στην τέχνη με ενερ­γό και καθό­λου παθη­τι­κό τρό­πο, εκμε­ταλ­λευό­με­νη τα σύγ­χρο­να μέσα της τεχνο­λο­γί­ας καθώς και την είσο­δο τους στον χώρο της τέχνης, με τον νεο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμό των Μπιε­νά­λε να δέχε­ται έντο­νη κρι­τι­κή. Κάποιες από τις πρό­σφα­τες Documenta μετέ­τρε­ψαν το θέμα τους σε πολι­τι­κή: η Documenta X, του 1996, την οποία επι­με­λή­θη­κε η Κάθριν Ντέι­βιντ εμφά­νι­σε τον απο­λί­τι­κο χαρα­κτή­ρα του κόσμου της τέχνης στο απο­κο­ρύ­φω­μα της οικο­νο­μι­κής άνθι­σης στη δεκα­ε­τία του ’90, γεγο­νός που οδή­γη­σε, όπως σημειώ­νει ο Τζού­λιαν Στά­λα­μπρας, φωτο­γρά­φος και καθη­γη­τής Σύγ­χρο­νης Τέχνης στο Ινστι­τού­το Τέχνης Κορ­τλοντ στο Λον­δί­νο, στην απόρ­ρι­ψη του ως ανα­δρο­μι­κού και νοσταλ­γι­κού. Ενώ η Documenta 11, κάτω από την επι­μέ­λεια του Οκούι Οβέν­ζορ, ήταν ένα ακό­μη δείγ­μα ότι η τέχνη της περι­φέ­ρειας είχε απο­κτή­σει κύρος, και περιεί­χε μια ενδια­φέ­ρου­σα κρι­τι­κή έργων, τα οποία καθιε­ρώ­θη­καν με συζη­τή­σεις σε δημό­σιους και ελεύ­θε­ρους χώρους και αφο­ρού­σαν ζητή­μα­τα γύρω από την δημο­κρα­τία, την συμ­φι­λί­ω­ση, την «κρε­ο­λο­ποί­η­ση» και την Λατι­νι­κή Αμε­ρι­κή. Παρό­λαυ­τα ο Στά­λα­μπρας επι­ση­μαί­νει πως όσο τα έργα αυτά περιο­ρί­ζο­νταν στις παρα­δο­σια­κές δομές του κόσμου της τέχνης, οι κρι­τι­κές τους περιεί­χαν αρκε­τές αντι­θέ­σεις που απο­δυ­νά­μω­ναν την ισχύ τους. (7)

Αυτή ακρι­βώς την αντί­λη­ψη θα δού­με και πίσω από την διορ­γά­νω­ση της φετι­νής Documenta, από αυτή την άπο­ψη δεν έχου­με και κάτι ιδιαί­τε­ρα πρω­τό­τυ­πο σαν σκέ­ψη ή δρά­ση, αρκεί να αλλά­ξου­με την Λατι­νι­κή Αμε­ρι­κή με την Καμπούλ ή την Αθή­να. Η αλή­θεια είναι πως η Documenta και το διά­στη­μα που μεσο­λα­βεί ανά­με­σα σε δύο διορ­γα­νώ­σεις επι­τρέ­πει μια βαθύ­τε­ρη σχέ­ση με το υπό έρευ­να θέμα αλλά δεν απο­κρύ­πτει κιό­λας τις δομι­κές αντι­φά­σεις της συγκε­κρι­μέ­νης διορ­γά­νω­σης. Υπάρ­χουν και δείγ­μα­τα ενός πολι­τι­σμι­κού ιμπε­ρια­λι­σμού και δείγ­μα­τα καπι­τα­λι­στι­κής κι εργα­σια­κής εκμε­τάλ­λευ­σης (βλέ­πε την καταγ­γε­λία των εργα­ζο­μέ­νων στην φετι­νή διορ­γά­νω­ση), εικα­στι­κά έργα που ανα­πα­ρά­γουν την κυρί­αρ­χη ιδε­ο­λο­γία και που προ­ά­γουν μια μετα­μο­ντέρ­να ανά­γνω­ση της ιστο­ρί­ας: η πρό­τα­ση για μια τέχνη των περι­φε­ρειών είναι αυτό ακρι­βώς, παρα­βλέ­πο­ντας, συνει­δη­τά θα λέγα­με, ότι τα καλ­λι­τε­χνι­κά κινή­μα­τα δεν έχουν ένα τοπι­κό ενδια­φέ­ρον αλλά επη­ρε­ά­ζο­νται άμε­σα από τις εξε­λί­ξεις στο διε­θνές πεδίο ενώ συνο­μι­λούν με την αστι­κή καθημερινότητα.

   Όμως δεν είναι μόνο αυτά στην φετι­νή, και σε κάθε άλλη, Documenta. Ο προ­σε­κτι­κός και χωρίς προ­κα­τα­λή­ψεις παρα­τη­ρη­τής θα εντο­πί­σει έργα με σαφέ­στα­το και ξεκά­θα­ρο πολι­τι­κό, κοι­νω­νι­κό, ιστο­ρι­κό, βαθειά επί­και­ρο χαρα­κτή­ρα, έργα με αντι­φα­σι­στι­κό, αντι­ρα­τσι­στι­κό, αντι­σε­ξι­στι­κό και ακό­μα-ακό­μα αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κό πρό­ση­μο. Έχει σημα­σία να ανα­γνω­ρί­σου­με ότι ακό­μα κι αν το μάθη­μα της Αθή­νας στην Documenta είναι κάποιο άλλο από αυτό που εμείς θα θέλα­με, ότι έρχε­ται η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα για να μας διορ­θώ­σει και να μας δεί­ξει ότι είναι η πολι­τι­κή επι­και­ρό­τη­τα που (ανα)καθορίζει τους στό­χους της φετι­νής Documenta, πέρα και μακριά από τις όποιες και γνω­στές προ­θέ­σεις των διορ­γα­νω­τών της. Τίπο­τα δεν μένει ανε­πη­ρέ­α­στο από την κρί­ση του καπι­τα­λι­σμού και από τη δυνα­τό­τη­τα να ανα­κα­θο­ρί­ζο­νται, μέσα σε ένα ασφυ­κτι­κό πλαί­σιο είναι η αλή­θεια, διά­φο­ρες δρά­σεις κάτω από την δυνα­μι­κή των προ­ο­δευ­τι­κών καλ­λι­τε­χνών – είναι μια ξεκά­θα­ρα, ανα­γνω­ρί­σι­μη δια­λε­κτι­κή δια­μά­χη αυτή.

   Και για αυτό είναι λάθος που η κρι­τι­κή σε διά­φο­ρα από τα εκθέ­μα­τα της Documenta αντί να κάνει κρι­τι­κή στο πόσο πετυ­χη­μέ­να ή όχι έχουν περά­σει το μήνυ­μα που θέλουν, προ­χω­ρούν σε μια δια­στρέ­βλω­ση αυτού του μηνύ­μα­τος. Χαρα­κτη­ρι­στι­κό παρά­δειγ­μα απο­τε­λούν τα πορ­τραί­τα του Χίτλερ πάνω στα οποία ανα­γρά­φε­ται κι από ένα όνο­μα ομο­φυ­λό­φι­λου θύμα­τος του Γ’ Ράιχ με την ημε­ρο­μη­νία δολο­φο­νί­ας του στα στρα­τό­πε­δα συγκέ­ντρω­σης ενώ στους πίνα­κες αντι­πα­ρα­βάλ­λο­νται καρέ της προ­πα­γα­δι­στι­κής ται­νί­ας της Λένι Ρίφεν­σταλ «Olympia» και της δικής της «εξύ­μνη­σης της ομορ­φιάς». Όπως σημειώ­νει η δημο­σιο­γρά­φος Δήμη­τρα Κυρίλ­λου σε σχε­τι­κή παρέμ­βα­ση της πρό­κει­ται σαφώς για αντι-ομο­φο­βι­κό έκθε­μα και όχι για  «αισθη­τι­κο­ποί­η­ση της πολι­τι­κής του τέταρ­του ράιχ»! (8) Στον ίδιο χώρο μάλι­στα μπο­ρεί κανείς να δει ένα ντο­κι­μα­ντέρ του Σερ­γκέι Αϊζεν­στάιν, να ακού­σει τέσ­σε­ρις ηχη­τι­κές εκδο­χές της «Διε­θνούς», να δει το ντο­κι­μα­ντέρ της Φαρούχ Φαρουχ­ζάντ για την αποι­κία λεπρών της Κασπί­ας (πρώ­το έργο του Ιρα­νι­κού «νέου κύμα­τος»), καθώς και μάσκες από τους αυτό­χθο­νες του Κανα­δά. Όλα αυτά μέσα στις πρώ­τες μέρες που φιλο­ξε­νού­σαν δρώ­με­να με θέμα την Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ, τον πρω­το­πο­ρια­κό σκη­νο­θέ­τη-κρι­τι­κό Γιό­νας Μέκας και μια εκδή­λω­ση στο Κάσελ με θέμα τη δίκη της Χρυ­σής Αυγής, με παρου­σία της Μάγδας Φύσ­σα και της Πολι­τι­κής αγω­γής. (Σε αυτό το σημείο βέβαια πρέ­πει να πού­με πως καλό είναι οι επό­με­νες συνερ­γα­σί­ες για το συγκε­κρι­μέ­νο ζήτη­μα να μην αρκε­στούν στην οποια­δή­πο­τε Documenta αλλά να απο­κτή­σουν τον ανε­ξάρ­τη­το, κινη­μα­τι­κό χαρα­κτή­ρα που τους αξί­ζει και που χρειάζεται).

   Αυτό δεν σημαί­νει πως πρέ­πει να παρα­βλέ­που­με και τις υπο­κρι­τι­κές έως εξευ­τε­λι­στι­κές για τους κατα­τρεγ­μέ­νους της κρί­σης δρά­σεις της Documenta όπως το φαγη­τό που προ­σφέ­ρε­ται στους άστε­γους, που τρώ­ει όποιος προ­λά­βει σε μια απί­στευ­τη άσκη­ση πάνω στο πνεύ­μα του κοι­νω­νι­κού αυτο­μα­τι­σμού ή να αδια­φο­ρή­σου­με για τον ρόλο των θεσμών του πολι­τι­σμού, το κυνή­γι του συμ­φέ­ρο­ντος και του κέρ­δους ή την ανα­πα­ρα­γω­γή συγκε­κρι­μέ­νων από­ψε­ων και ιδε­ο­λο­γί­ας, που όμως συνα­ντά­με παντού, είτε στο Μέγα­ρο Μου­σι­κής, είτε στα σχο­λεία και στα πανε­πι­στη­μια­κά ιδρύματα.

   Εκτί­μη­ση μας είναι πως η Documenta σε ένα βάθος χρό­νου έχει την τύχη των κινη­μά­των της Πρω­το­πο­ρί­ας, τηρου­μέ­νων βέβαια των όποιων, απα­ραί­τη­των, ανα­λο­γιών. Μιλά­με για την τάση, για να μην πού­με για τον κανό­να, πως όταν τα καλ­λι­τε­χνι­κά κινή­μα­τα της αμφι­σβή­τη­σης φτά­σουν στα όρια τους, δηλα­δή όταν έχουν εκφρά­σει την αντί­θε­ση τους και δεν έχουν τη δυνα­τό­τη­τα για περαι­τέ­ρω ανα­τρο­πές, να ενσω­μα­τώ­νο­νται και να ξεπέ­φτουν σε ένα φτω­χό παρά­γω­γο της εμπο­ρι­κής και εκμε­ταλ­λευ­τι­κής βιο­μη­χα­νί­ας – χωρίς και αυτό να είναι από­λυ­το. Κι αυτή η αντί­θε­ση των συγκρου­σια­κών κινη­μά­των της Τέχνης έχει όρια για­τί ανα­γκα­στι­κά πρέ­πει να συνο­δευ­τεί με μια συνο­λι­κό­τε­ρη, πολι­τι­κο­κοι­νω­νι­κή και οικο­νο­μι­κή ανα­τρο­πή στη βάση και το εποι­κο­δό­μη­μα της κοι­νω­νί­ας, όπως ακρι­βώς έγι­νε με την Ρώσι­κη (εργα­τι­κή και σοσια­λι­στι­κή) Επα­νά­στα­ση στη Ρωσία του 1917. Δεν είναι επί­σης γραμ­μι­κό ή απα­ραί­τη­το ότι ένα καλ­λι­τε­χνι­κό κίνη­μα θα ενσω­μα­τω­θεί, όπως έκα­νε ο Φου­του­ρι­σμός του Μαρι­νέ­τι στη φασι­στι­κή Ιτα­λία ή όπως δεν έκα­νε ο Φου­του­ρι­σμός του Μαγια­κόφ­σκι, μπο­ρεί και απλά να γίνει ανά­μνη­ση, με λαο­γρα­φι­κή και επι­στη­μο­νι­κή μόνο αξία, ή να μετε­ξε­λι­χθεί σε μία άλλη αισθη­τι­κή κίνη­ση, όπως έγι­νε για παρά­δειγ­μα με το Ντα­νταϊ­σμό και τον Σου­ρε­α­λι­σμό ή να ταυ­τι­στεί με πολ­λα­πλές πολι­τι­κές εκφρά­σεις ανά­λο­γα το περι­βάλ­λον που βρί­σκε­ται ή που σχε­τί­ζε­ται (άλλος είναι για παρά­δειγ­μα, ο σου­ρε­α­λι­σμός του Λουί Αρα­γκόν ή του Τρι­στάν Τζα­ρά που υπε­ρα­σπί­στη­καν την Ρωσία του Στά­λιν κι άλλος ο σου­ρε­α­λι­σμός του Αντρέ Μπρε­τόν που συνέ­γρα­ψε μαζί με τον Τρό­τσκι το Μανι­φέ­στο της Καλ­λι­τε­χνι­κής Δημιουρ­γί­ας, πιστό στις από­ψεις της Αρι­στε­ρής Αντιπολίτευσης).

   Όλο αυτό βέβαια είναι δια­φο­ρε­τι­κό από το να υπο­τι­μά­με συνο­λι­κά, χωρίς ξεχω­ρι­στή εξέ­τα­ση και έρευ­να, κάθε καλ­λι­τε­χνι­κή έκφρα­ση, ως ανε­γκέ­φα­λη ή ως παι­γνί­δι στα χέρια διά­φο­ρων μεγα­λό­σχη­μων, έτσι χωρίς επι­χει­ρή­μα­τα και εντε­λώς μηχα­νι­στι­κά, υπο­τι­μώ­ντας τη νοη­μο­σύ­νη του θεα­τή της έκθε­σης, χωρίς να εξε­τά­ζου­με το σχε­τι­κό περι­βάλ­λον που ανα­πτύσ­σε­ται η Τέχνη. Εδώ θέλου­με να παρα­τη­ρή­σου­με ότι στην τέχνη της επο­χής μας τόσο οι παλαιό­τε­ρες μορ­φές καλ­λι­τε­χνι­κής έκφρα­σης, όσο και οι νεό­τε­ρες (που συμπλη­ρώ­νουν πια εκα­τό και πλέ­ον χρό­νια ύπαρ­ξης) συν­δυά­ζο­νται από διά­φο­ρους καλ­λι­τέ­χνες, σε μια επο­χή σκλη­ρής καπι­τα­λι­στι­κής κρί­σης – ξεκι­νη­μέ­νης ήδη από το 1973 που όλο και χει­ρο­τε­ρεύ­ει – για να εκφρά­ζουν τις κοι­νω­νι­κές ή και τις προ­σω­πι­κές ανη­συ­χί­ες τους (αυτή είναι η κυρί­αρ­χη τάση που όμως ως μη εμπο­ρι­κή δεν πολυ­δια­φη­μί­ζε­ται) ή για να υπε­ρα­σπι­στούν το κίβδη­λο, αλλά πολύ πρό­σφα­το, παρελ­θόν μιας επί­πλα­στης ευμά­ρειας. Και είναι εδώ που το Ιερα­τείο της Σύγ­χρο­νης Τέχνης, το από­λυ­τα συν­δε­δε­μέ­νο με το αόρα­το χέρι της Αγο­ράς, που και στην παρακ­μή του προ­σπα­θεί να προ­σε­ται­ρι­στεί την σύγ­χρο­νη, υπό δια­μόρ­φω­ση, κι ακό­μα ακα­τέρ­γα­στη αλλά με λαμπρά δείγ­μα­τα, καλ­λι­τε­χνι­κή (άρα και πολι­τι­κή, ακό­μα κι αν δεν το αντι­λαμ­βά­νε­ται  άμε­σα) αμφι­σβή­τη­ση. Για λόγους ιδε­ο­λο­γι­κούς αλλά πρω­τί­στως οικο­νο­μι­κούς, το κυνή­γι της υπε­ρα­ξί­ας, να τι καθο­ρί­ζει την πολι­τι­κή τους. Υπάρ­χει όμως και εκεί­νη η αντί­λη­ψη, από άλλους χώρους της αστι­κής και μικρο­α­στι­κής τάξης, μια αντί­λη­ψη καθό­λου μειο­ψη­φι­κή κι επί­σης πολύ αντι­δρα­στι­κή, που ακό­μα και σε τέτοιες δρά­σεις υψώ­νει φωνή αντί­θε­σης, εστιά­ζο­ντας καθα­ρά και μόνο στην παρα­δο­σια­κή έκφρα­ση. Αυτό είναι το πρό­βλη­μα όλων των κρι­τι­κών που ασχο­λού­νται με την Documenta. Αλλά δεν είναι όλες οι δρά­σεις της Documenta για πέτα­μα, ας το πού­με έτσι απλά. Είναι λάθος να ισο­πε­δώ­νου­με και αν δια­γρά­φου­με την δια­δι­κα­σία πίσω από κάθε έργο, τη σκέ­ψη πίσω από αυτό, ιδιαί­τε­ρα όταν ασκεί κρι­τι­κή στο πνεύ­μα της επο­χής μας ακό­μα κι αν συμ­με­τέ­χει μέσα σε μια εκδή­λω­ση που εκπρο­σω­πεί ακρι­βώς αυτό το πνεύ­μα! Αλλά αυτές είναι οι αντι­φά­σεις του καπι­τα­λι­σμού, που πρέ­πει να ξεπε­ρα­στούν από τους καλ­λι­τέ­χνες που συμ­με­τέ­χουν και που δεν συμ­με­τέ­χουν στην Documenta, να την μελε­τή­σουν και να την ξεπε­ρά­σουν, να βγά­λουν τα συμπε­ρά­σμα­τα τους και να βάλουν τις βάσεις για μια τέχνη πραγ­μα­τι­κά ανε­ξάρ­τη­τη, που θα λει­τουρ­γεί σε ένα πραγ­μα­τι­κά, ελεύ­θε­ρο πεδίο από τις ιδέ­ες της κυρί­αρ­χης τάξης και όπου δεν θα  ανα­πα­ρά­γει, ανα­γκα­στι­κά όπως γίνε­ται μέχρι τώρα, την επι­κρα­τού­σα ιδεολογία

   Αλλά αυτό δεν μπο­ρεί αν γίνει χωρίς μια συνο­λι­κή πολι­τι­κή και κοι­νω­νι­κή αλλα­γή, για να εμφα­νι­στούν και να ξεπε­ρα­στούν στην ολό­τη­τα τους όλες οι αντι­φά­σεις αυτής της δια­δι­κα­σί­ας, ανοί­γο­ντας παράλ­λη­λα κι όχι μετα­θέ­το­ντας στο μέλ­λον την μεγά­λη κι ανα­γκαία συζή­τη­ση για τον ρόλο της κυρί­αρ­χης ιδε­ο­λο­γί­ας και της επι­κρα­τού­σας αισθη­τι­κής, στο πλαί­σιο ότι θέλου­με να αλλά­ξου­με τον κόσμο με βάση τις δικές μας ανά­γκες. Θα τον αρνη­θούν άρα­γε; Θα δώσουν χώρο στην αντί­δρα­ση να μονο­πω­λεί τη συζή­τη­ση και για αυτά τα θέμα­τα; Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα.

 

Παρα­πο­μπές:

1)      Η Documenta 14 παρου­σιά­ζει τους συνερ­γα­ζό­με­νους φορείς της στην Αθή­να και τους εκθε­σια­κούς της χώρους

2)      Documenta: Η ανα­γνω­ρι­σμέ­νη έκθε­ση Σύγ­χρο­νης Τέχνης έρχε­ται στην Αθή­να — Τι σημαί­νει για την πόλη

3) Documenta αμη­χα­νί­ας, Καθη­με­ρι­νή, 25/9/2016

4) Documenta εν Αθή­ναις: Εικό­νες από μια φάρ­σα, Bookpress, 19/4/2017

5) Με αφορ­μή τις πολι­τι­στι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες της Documenta 14, Ριζο­σπά­στης. 29–30/4/2017

6) Documenta 14: Learning from Athens όνο­μα και πράγ­μα… Καταγ­γε­λία εργα­ζο­μέ­νων, Ατέ­χνως, 20/4/2017

7) Σύγ­χρο­νη Τέχνη – όλα όσα πρέ­πει να γνω­ρί­ζε­τε, Τζού­λιαν Στά­λα­μπρας, Εκδ. Ελλη­νι­κά Γράμ­μα­τα, 2007

8) Do0cumenta 14: Τα πραγ­μα­τι­κά όρια μιας έκθε­σης, Εργα­τι­κή Αλλη­λεγ­γύη, 3/5/2017

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο