Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΚΚΕ Δοκίμιο Ιστορίας _Γ2 Τόμος στο μικροσκόπιο

Σε συνέ­χεια της έκδο­σης πέντε τόμων του Δοκι­μίου Ιστο­ρί­ας του ΚΚΕ, που αφο­ρού­σαν την περίο­δο από την ίδρυ­σή του το 1918 έως την επι­βο­λή της στρα­τιω­τι­κής δικτα­το­ρί­ας τον Απρί­λη του 1967, η Σύγ­χρο­νη Επο­χή εξέ­δω­σε τον τόμο Γ2 (σσ. έχουν ήδη γίνει 2 ανα­τυ­πώ­σεις) που αφο­ρά την περί­ο­δο της δικτα­το­ρί­ας. Ο τόμος, αντί εισα­γω­γής, περι­λαμ­βά­νει την Εισή­γηση του ΠΓ προς τη Σύνο­δο της ΚΕ στις 27 Σεπτέμ­βρη 2023 που συζή­τη­σε και ενέ­κρι­νε το περιεχόμε­νο του τόμου.
  Εκδό­σεις Σύγ­χρο­νη ΕποχήDOK KKE ΔΟΚΙΜΙΟ

Εισήγηση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ 
για το περιεχόμενο του Γ2 τόμου 
του δοκιμίου ιστορίας, περίοδος 1967–1974

Η Κεντρι­κή Επι­τρο­πή σήμε­ρα συζη­τά ολο­κλη­ρω­μέ­να την περί­ο­δο ιστο­ρί­ας του Κόμ­μα­τος που σχε­τί­ζε­ται με την 7χρονη στρα­τιω­τι­κή δικτα­το­ρία στην Ελ­λάδα (1967–1974).

Μέχρι τώρα, τμη­μα­τι­κά έχουν γίνει οι εξής συζητήσεις:

  1. Η Πανελ­λα­δι­κή Συν­διά­σκε­ψη του Ιού­νη του 2011 είχε εγκρί­νει τον τότε Β’ Τόμο του Δοκι­μί­ου Ιστο­ρί­ας του ΚΚΕ, που περι­λάμ­βα­νε το κεφά­λαιο 3.Β.12, όπου δινό­ταν ο χαρα­κτή­ρας και οι αιτί­ες επι­βο­λής της δικτα­το­ρί­ας, καθώς και τα κεφά­λαια 3.Β.19 και 3.Β.20, που ανα­φέ­ρο­νταν στην υπο­νό­μευ­ση του ΚΚΕ από την οπορ­του­νι­στι­κή ομά­δα μέσω της ΕΔΑ την περί­ο­δο από τη 10η έως τη 12η Ευρεία Ολο­μέ­λεια, το Φλε­βά­ρη του 1968, όπου έγι­νε η διά­σπα­ση του Κόμματος.
  2. Ορι­σμέ­να ζητή­μα­τα ανα­φο­ρι­κά με τις αιτί­ες επι­βο­λής και το χαρα­κτή­ρα της στρα­τιω­τι­κής δικτα­το­ρί­ας, με πλευ­ρές της ιδε­ο­λο­γί­ας της και της οικο­νομικής της πολι­τι­κής, αλλά και της στρα­τη­γι­κής του Κόμ­μα­τος συζη­τή­θη­καν στο Πολι­τι­κό Γρα­φείο με αφορ­μή την έκδο­ση του Τμή­μα­τος Ιστο­ρί­ας Δικτατο­ρία 1967–1974, που κυκλο­φό­ρη­σε στην επέ­τειο των 40 χρό­νων από την πτώ­ση της δικτα­το­ρί­ας, το 2014.
  3. Πιο ολο­κλη­ρω­μέ­να για τα παρα­πά­νω θέμα­τα η Κεντρι­κή Επι­τρο­πή συζή­τησε το 2017, δια­μορ­φώ­νο­ντας την Ανα­κοί­νω­ση για τα 50 χρό­νια από την επι­βολή της στρα­τιω­τι­κής δικτατορίας.
  4. Το 2019, στα 45 χρό­νια από την πτώ­ση της δικτα­το­ρί­ας, κυρί­ως το Πο­λιτικό Γρα­φείο, αλλά και την Κεντρι­κή Επι­τρο­πή απα­σχό­λη­σε η δια­μόρ­φω­ση της Εισα­γω­γής για την έκδο­ση των Πρα­κτι­κών της 18ης Ολο­μέ­λειας της ΚΕ του ΚΚΕ (24 Ιού­νη ‑2 Ιού­λη 1973). Πρό­κει­ται για την Ολο­μέ­λεια αλλα­γής του Γραμ­ματέα της ΚΕ και προ­ε­τοι­μα­σί­ας του 9ου Συνε­δρί­ου του Κόμματος.

Η πορεία διαμόρφωσης 
του Γ2 Τόμου του Δοκιμίου

Από το 2018 κι έπει­τα, οπό­τε στην επέ­τειο των 100 χρό­νων του Κόμ­μα­τος κυκλο­φό­ρη­σαν οι τόμοι Α1, Α2, Βι και Β2 του Δοκι­μί­ου Ιστο­ρί­ας του Κόμμα­τος που αφο­ρού­σαν την περί­ο­δο 1918–1949, τέθη­κε ο στό­χος της αναμόρφω­σης και συμπλή­ρω­σης του παλιού Β’ Τόμου του Δοκι­μί­ου (1949–1968), με τρό­πο που να περι­λαμ­βά­νει και την περί­ο­δο της στρα­τιω­τι­κής δικτα­το­ρί­ας. Κατα­λήξαμε στο να δια­μορ­φω­θούν 2 τόμοι, ο ένας για την περί­ο­δο 1949–1967 και ο άλλος για την περί­ο­δο 1967–1974. Έτσι, το 2020 εκδό­θη­κε ο Τόμος Γ1 για την περί­ο­δο 1949–1967, απαλ­λαγ­μέ­νος από τις εκτε­τα­μέ­νες ανα­φο­ρές του πα­λιού Β’ Τόμου σε προη­γού­με­νες περιό­δους (που ήταν απα­ραί­τη­τες, αφού δεν είχαν κυκλο­φο­ρή­σει οι 4 τόμοι της περιό­δου 1918–1949) και απ’ ό,τι περιλάμ­βανε για την περί­ο­δο από την επι­βο­λή της απρι­λια­νής δικτα­το­ρί­ας έως τη διά­σπαση του Κόμ­μα­τος. Ο Γ1 Τόμος στη­ρί­χτη­κε σε σημα­ντι­κό βαθ­μό στις υπάρ­χου­σες επε­ξερ­γα­σί­ες του παλιού Β’ Τόμου, γι’ αυτό και δε συζη­τή­θη­κε στην ΚΕ.

Η ιστο­ρι­κή έρευ­να για τη συγ­γρα­φή του Γ2 Τόμου στη­ρί­χτη­κε στα πορίσμα­τα των προη­γού­με­νων επε­ξερ­γα­σιών και στο υλι­κό της έκδο­σης Δικτα­το­ρία 1967–1974, καθώς και σε άρθρα που έχουν δημο­σιευ­τεί τα προη­γού­με­να χρό­νια στην Κομ­μου­νι­στι­κή Επι­θε­ώ­ρη­ση με αντί­στοι­χο περιε­χό­με­νο. Ταυ­τό­χρο­να, διε­ρευ­νή­θη­καν και νέα ζητή­μα­τα, τα οποία επι­ση­μά­να­με στα περιε­χό­με­να του Τόμου, για τη διευ­κό­λυν­ση του δια­βά­σμα­τος των μελών της ΚΕ και της ΚΕΟΕ.

Παράγοντες που οδήγησαν στην επιβολή της δικτατορίας

Το προ­τει­νό­με­νο Δοκί­μιο σημειώ­νει ότι οι βαθύ­τε­ρες αιτί­ες που οδή­γη­σαν στη στρα­τιω­τι­κή δικτα­το­ρία πρέ­πει να ανα­ζη­τη­θούν πρω­ταρ­χι­κά στους κόλ­πους του μετεμ­φυ­λια­κού αστι­κού πολι­τι­κού συστή­μα­τος, όπως αυτό διαμορ­φώθηκε μετά από τη Συμ­φω­νία της Βάρ­κι­ζας και κυρί­ως με την επα­να­φο­ρά της βασι­λεί­ας και την ενσω­μά­τω­ση όλων των εθνι­κι­στι­κών ένο­πλων οργανώ­σεων στο αστι­κό κρά­τος και στη λει­τουρ­γία του αστι­κού πολι­τι­κού συστήματος.
Όπως τεκ­μη­ριώ­νε­ται στους Β2 και Γ1 Τόμους του Δοκι­μί­ου, η μετα­πο­λε­μι­κή στε­ρέ­ω­ση της αστι­κής εξου­σί­ας βασί­στη­κε στην ένο­πλη κατα­στο­λή του εργα­τι­κού-λαϊ­κού κινή­μα­τος με τη βοή­θεια και των διε­θνών συμ­μά­χων της αστι­κής τάξης. Η άρχου­σα τάξη, προ­κει­μέ­νου να αντι­με­τω­πί­σει το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και στη συνέ­χεια το ΔΣΕ, κινη­το­ποί­η­σε όλες τις δυνά­μεις της, πρω­ταρ­χι­κά το στρα­τό και τους άλλους κατα­σταλ­τι­κούς κρα­τι­κούς μηχα­νι­σμούς (αστυ­νο­μία, χω­ροφυλακή, ΤΕΑ κλπ.), τις «παρα­κρα­τι­κές οργα­νώ­σεις», την αστι­κή Δικαιο­σύ­νη κ.ά. Ταυ­τό­χρο­να, όλες οι αστι­κές πολι­τι­κές δυνά­μεις, παρά τις μετα­ξύ τους δια­φορές, είχαν συντα­χτεί στο στό­χο της ήττας του ΔΣΕ, με κοι­νή σημαία τους τον αντι­κομ­μου­νι­σμό και με προ­ε­ξάρ­χο­ντα το ρόλο του Παλατιού.

Ωστό­σο, ο θεσμι­κός ρόλος της βασι­λεί­ας, που στα πρώ­τα μετα­πο­λε­μι­κά χρό­νια απο­τέ­λε­σε μια ακό­μα ασφα­λι­στι­κή δικλεί­δα προ­στα­σί­ας της καπιτα­λιστικής εξου­σί­ας, στα­δια­κά έπα­ψε να αντα­πο­κρί­νε­ται στις ανά­γκες και στις προ­τε­ραιό­τη­τές της στις συν­θή­κες της μετα­πο­λε­μι­κής καπι­τα­λι­στι­κής ανά­πτυ­ξης. Μια σει­ρά από αρμο­διό­τη­τες του Παλα­τιού, και ειδι­κό­τε­ρα η δυνατό­τητά του να παρεμ­βαί­νει στο σχη­μα­τι­σμό κυβερ­νή­σε­ων και να ελέγ­χει το στρα­τό, έρχο­νταν σε αντί­θε­ση, ακό­μα και σε σύγκρου­ση, με την αστι­κή κυβερ­νη­τι­κή λει­τουρ­γία. Συνο­λι­κό­τε­ρα, το δια­μορ­φω­μέ­νο μετεμ­φυ­λια­κό πολι­τι­κό σύστη­μα γινό­ταν παρω­χη­μέ­νο απέ­να­ντι στην ανά­γκη ομα­λής χει­ρα­γώ­γη­σης και ενσω­μάτωσης των εργα­τι­κών-λαϊ­κών μαζών.

Έτσι, τη δεκα­ε­τία του 1950 και περισ­σό­τε­ρο τη δεκα­ε­τία του 1960 μέσα στους κόλ­πους της αστι­κής τάξης και των αστι­κών πολι­τι­κών δυνά­με­ων ανα­πτύσσονταν τάσεις υπέρ του εκσυγ­χρο­νι­σμού του αστι­κού κρά­τους και του αστι­κού πολι­τι­κού συστή­μα­τος. Οι αστι­κές κυβερ­νή­σεις των Κ. Καρα­μαν­λή και Γ. Παπαν­δρέ­ου, κατά τη δεκα­ε­τία του 1960, επι­δί­ω­ξαν ορι­σμέ­νους εκσυγχρο­νισμούς που αφο­ρού­σαν τις συνταγ­μα­τι­κά κατο­χυ­ρω­μέ­νες αρμο­διό­τη­τες της κυβέρ­νη­σης και του βασι­λιά, επι­χει­ρώ­ντας να περιο­ρί­σουν το ρόλο του τελευ­ταίου, ειδι­κά σε σχέ­ση με τον έλεγ­χο του στρατού.

Στις κινή­σεις αυτές δεν ενα­ντιώ­θη­καν πάντα οι διε­θνείς σύμ­μα­χοι της αστι­κής τάξης, ειδι­κό­τε­ρα ο αμε­ρι­κα­νι­κός παρά­γο­ντας. Ταυ­τό­χρο­να, όμως, συνά­ντησαν τη σθε­να­ρή αντί­στα­ση του Παλα­τιού, με απο­τέ­λε­σμα να οξυν­θούν οι προ­ϋ­πάρ­χου­σες αντι­θέ­σεις ανά­με­σα στα αστι­κά κόμ­μα­τα και στο Παλά­τι, που πραγ­μα­το­ποιού­σε συμ­μα­χί­ες πότε με το ένα και πότε με το άλλο κόμ­μα, ενώ άμε­σα και άλλο­τε έμμε­σα ανέ­τρε­πε με τους συμ­μά­χους του και κυβερνήσεις.

Το Παλά­τι, επί­σης, ήταν φορέ­ας του κυρί­αρ­χου ωμού αντι­κομ­μου­νι­σμού και της αντί­στοι­χης βίας, αντα­να­κλώ­ντας την αντί­δρα­ση της αστι­κής τάξης στον κίν­δυ­νο απώ­λειας της εξου­σί­ας της κατά τη διάρ­κεια της δεκα­ε­τί­ας του 1940. Ο μετα­πο­λε­μι­κός αντι­κομ­μου­νι­σμός λάμ­βα­νε πολ­λές μορ­φές, από το θεσμι­κό αντι­κομ­μου­νι­σμό των διώ­ξε­ων της κομ­μου­νι­στι­κής δρά­σης και των πιστο­ποιητικών κοι­νω­νι­κών φρο­νη­μά­των έως και την εκτε­τα­μέ­νη δρά­ση των ανεπί­σημων κατα­σταλ­τι­κών μηχα­νι­σμών του αστι­κού κρά­τους (παρα­κρα­τι­κών) και τη μαζι­κή, όσο και χυδαία αντι­κομ­μου­νι­στι­κή προπαγάνδα.

Από ένα σημείο κι έπει­τα, ο ωμός αντι­κομ­μου­νι­σμός δεν ευνο­ού­σε την εν­σωμάτωση ευρύ­τε­ρων εργα­τι­κών-λαϊ­κών δυνά­με­ων στην αστι­κή εξου­σία και επο­μέ­νως τη στε­ρέ­ω­σή της. Γινό­ταν πλέ­ον ανα­πό­σπα­στο τμή­μα του φαύ­λου κύκλου απα­ξί­ω­σης των αστι­κών πολι­τι­κών δυνά­με­ων. Έτσι, τμή­μα των αστών πολι­τι­κών, κυρί­ως των λεγά­με­νων «κεντρώ­ων», άρχι­σε να απο­στα­σιο­ποιεί­ται από το χυδαίο αντι­κομ­μου­νι­σμό, αν και παρέ­με­νε βέβαια εξί­σου αντι­κομ­μου­νι­στι­κό, συνε­πές σε κάθε από­πει­ρα αμφι­σβή­τη­σης και, πολύ περισ­σό­τε­ρο, ανα­τροπής της καπι­τα­λι­στι­κής εξουσίας.

Μέσα στο ίδιο πλαί­σιο, πεδίο ενδο­α­στι­κής αντι­πα­ρά­θε­σης απο­τέ­λε­σαν η λει­τουρ­γία και τα όρια δρά­σης των παρα­κρα­τι­κών οργα­νώ­σε­ων, αν και το σύ­νολο των αστι­κών πολι­τι­κών δυνά­με­ων τις είχε αντι­με­τω­πί­σει μεταπολεμι­κά ως απα­ραί­τη­το συμπλή­ρω­μα της επί­ση­μης κρα­τι­κής κατα­στο­λής και ως σημα­ντι­κό εργα­λείο εκφο­βι­σμού του εργα­τι­κού-λαϊ­κού κινή­μα­τος. Ωστό­σο, στην πάρο­δο του χρό­νου, η δρά­ση των παρα­κρα­τι­κών οργα­νώ­σε­ων απο­τέ­λε­σε ανα­σταλ­τι­κό παρά­γο­ντα για την ενσω­μά­τω­ση των εργα­τι­κών-λαϊ­κών μαζών, ενώ περαι­τέ­ρω πρό­βλη­μα δημιούρ­γη­σε και η χρη­σι­μο­ποί­η­σή τους στο πλαί­σιο των ενδο­α­στι­κών αντιθέσεων.

Την ίδια περί­ο­δο, οι διε­θνείς σύμ­μα­χοι της εγχώ­ριας καπι­τα­λι­στι­κής εξουσί­ας, μεπρο­ε­ξάρ­χο­ντε­ςτο Ηνω­μέ­νο Βασί­λειο και κυρί­ως τις Η ΠΑ, εκμεταλλευό­μενοι τη συνει­σφο­ρά τους στη διά­σω­ση της ελλη­νι­κής καπι­τα­λι­στι­κής εξουσί­ας, συνέ­χι­ζαν να επι­δρούν σε θεσμούς του αστι­κού κρά­τους και στο παρακρά­τος, επι­διώ­κο­ντας την προ­ώ­θη­ση της εξω­τε­ρι­κής τους πολι­τι­κής στη γεωπο­λιτικά κρί­σι­μη περιο­χή της Νοτιο­α­να­το­λι­κής Μεσο­γεί­ου. Όμως, από ένα ση­μείο κι έπει­τα, η στε­ρέ­ω­ση της εγχώ­ριας καπι­τα­λι­στι­κής εξου­σί­ας ενδυνάμω­σε εκεί­νη τη μερί­δα των αστι­κών πολι­τι­κών δυνά­με­ων που επι­δί­ω­καν μια εξω­τερική πολι­τι­κή η οποία, δίχως να αμφι­σβη­τεί τους βασι­κούς διε­θνείς συμμά­χους της καπι­τα­λι­στι­κής εξου­σί­ας, θα ήταν περισ­σό­τε­ρο αυτο­νο­μη­μέ­νη από το σύνο­λο των επι­διώ­ξε­ών τους, προ­τάσ­σο­ντας κυρί­ως όσους εξυ­πη­ρε­τού­σαν την ανα­βάθ­μι­ση του ελλη­νι­κού κεφαλαίου.

Το γεγο­νός αυτό αναμ­φί­βο­λα συν­δε­ό­ταν με τους αντί­πα­λους σχε­δια­σμούς της ελλη­νι­κής και της τουρ­κι­κής αστι­κής τάξης στην περιο­χή και στον προ­νομιακό τρό­πο που αντι­με­τω­πι­ζό­ταν η Τουρ­κία από το ΝΑΤΟ εξαι­τί­ας του κρί­σι­μου γεω­πο­λι­τι­κού ρόλου της, τόσο στη διε­θνή αντι­πα­ρά­θε­ση καπι­τα­λι­σμού-σοσια­λι­σμού όσο και στους ενδοϊ­μπε­ρια­λι­στι­κούς αντα­γω­νι­σμούς στη Νοτιο­α­να­το­λι­κή Μεσό­γειο. Υπεν­θυ­μί­ζου­με ότι ήδη από τις αρχές της δεκαετί­ας του 1950 είχαν εκδη­λω­θεί αστι­κές ενστά­σεις, επι­κε­ντρω­μέ­νες κυρί­ως στην απαί­τη­ση εξα­σφά­λι­σης σημα­ντι­κό­τε­ρων ανταλ­λαγ­μά­των για την έντα­ξη της Ελλά­δας στο ΝΑΤΟ (1952) και για τη συμ­φω­νία εγκα­τά­στα­σης αμε­ρι­κα­νι­κών βάσε­ων στην Ελλά­δα (1953), κυρί­ως για τη μη απο­θή­κευ­ση πυρη­νι­κών. Οι εν­στάσεις αυξή­θη­καν σε συν­θή­κες που όλο και περισ­σό­τε­ρα καπι­τα­λι­στι­κά κρά­τη της Ευρώ­πης, εκμε­ταλ­λευό­με­να τη μετα­πο­λε­μι­κή καπι­τα­λι­στι­κή τους ανά­πτυξη, δια­χω­ρί­ζο­νταν έως ένα βαθ­μό από την αμε­ρι­κα­νι­κή εξω­τε­ρι­κή πολι­τι­κή και επι­δί­ω­καν να δια­μορ­φώ­σουν ένα δια­κρι­τό ιμπε­ρια­λι­στι­κό κέντρο.

Ενδει­κτι­κά, το 1957 συγκρο­τή­θη­κε η ΕΟΚ και την επό­με­νη χρο­νιά ο Ντε Γκολ απαί­τη­σε από το Ηνω­μέ­νο Βασί­λειο και τις ΗΠΑ την ανα­βάθ­μι­ση της Γαλ­λί­ας στο πλαί­σιο της ΝΑΤΟϊ­κής διοί­κη­σης. Τμή­μα της αυτο­νό­μη­σης της εξω­τε­ρι­κής πολι­τι­κής κυρί­ως ευρω­παϊ­κών καπι­τα­λι­στι­κών κρα­τών απο­τε­λού­σε και η αύ­ξηση των εμπο­ρι­κών τους σχέ­σε­ων με την ΕΣΣΔ και τις άλλες χώρες της σοσι­αλιστικής οικο­δό­μη­σης, δίχως αυτό να σήμαι­νε και παύ­ση των υπο­νο­μευ­τι­κών ενερ­γειών ενα­ντί­ον τους.

Οι διε­θνείς εξε­λί­ξεις ανα­τρο­φο­δό­τη­σαν και τις ενδο­α­στι­κές αντι­θέ­σεις για την εξω­τε­ρι­κή πολι­τι­κή του αστι­κού κρά­τους, οδη­γώ­ντας και στην κλι­μά­κω­ση της αντί­θε­σης μερί­δας της αστι­κής τάξης με τις προ­τε­ραιό­τη­τες της αμερικα­νικής εξω­τε­ρι­κής πολι­τι­κής. Φυσι­κά, το σύνο­λο των αστι­κών πολι­τι­κών δυνά­μεων συνέ­χι­ζε να βλέ­πει το μέλ­λον του αστι­κού κρά­τους συνυ­φα­σμέ­νο με την έντα­ξή του τόσο στο ΝΑΤΟ όσο και στην ΕΟΚ, αλλά ταυ­τό­χρο­να συνυ­πήρ­χαν και οξεί­ες δια­μά­χες ανα­φο­ρι­κά με τους όρους της συμ­μα­χί­ας με τις δύο δια­κρατικές καπι­τα­λι­στι­κές ενώ­σεις και με την προ­τε­ραιό­τη­τά τους.
Παράλ­λη­λα, το Κυπρια­κό απο­τε­λού­σε μόνι­μο «αγκά­θι». Η ελλη­νι­κή καπι­ταλιστική εξου­σία είχε εγκα­τα­λεί­ψει το σύν­θη­μα της Ένω­σης, υπο­λο­γί­ζο­ντας την αντί­δρα­ση της συμ­μά­χου Μ. Βρε­τα­νί­ας, γεγο­νός που τρο­φο­δο­τού­σε αντι­δράσεις σε Ελλά­δα και Κύπρο και σχέ­δια διχο­τό­μη­σης και διπλής ένω­σης, που στρέ­φο­νταν ενα­ντί­ον των κυπρια­κών δυνά­με­ων που διεκ­δι­κού­σαν ανεξαρτη­σία. Η ελλη­νο­κυ­πρια­κή αστι­κή τάξη προ­σα­να­το­λί­στη­κε στη λύση της ανεξαρτη­σίας, ως μόνης ικα­νής να δια­φυ­λά­ξει την εξου­σία της, και παράλ­λη­λα προχώ­ρησε σε ανοίγ­μα­τα προς την ΕΣΣΔ και τις άλλες χώρες της σοσια­λι­στι­κής οι­κοδόμησης, οι οποί­ες δεν επι­θυ­μού­σαν τη μετα­τρο­πή της Κύπρου σε ΝΑΤΟϊ­κό ορμη­τή­ριο. Κάτω από αυτές τις συν­θή­κες, η ελλη­νι­κή αστι­κή τάξη επι­θυ­μού­σε, από τη μια πλευ­ρά, να δια­τη­ρή­σει τις διε­θνείς της συμ­μα­χί­ες και, από την άλ­λη, να περι­φρου­ρή­σει το ρόλο της στην Κύπρο και να μην έρθει σε ρήξη με την ελλη­νο­κυ­πρια­κή αστι­κή τάξη. Το καθή­κον αυτό απο­δεί­χτη­κε ιδιαί­τε­ρα σύνθε­το, ανα­ζω­πυ­ρώ­νο­ντας τις ενδο­α­στι­κές αντι­θέ­σεις στην εξω­τε­ρι­κή πολιτική.

Σε αυτές τις συν­θή­κες των ενδο­α­στι­κών και ενδοϊ­μπε­ρια­λι­στι­κών αντιθέσε­ων, επι­διώ­κο­ντας τον εκσυγ­χρο­νι­σμό του αστι­κού κρά­τους και την αναβάθμι­ση της θέσης της Ελλά­δας στο διε­θνές ιμπε­ρια­λι­στι­κό σύστη­μα, άρχι­σαν να δια­μορ­φώ­νο­νται σχέ­δια για την επι­βο­λή στρα­τιω­τι­κής δικτα­το­ρί­ας, τόσο από κύκλους του Παλα­τιού και των αστι­κών πολι­τι­κών κομ­μά­των όσο και από κύ­κλους της στρα­τιω­τι­κής ιεραρ­χί­ας. Οι τελευ­ταί­οι στοι­χί­ζο­νταν με τα μεν ή τα δε αλλη­λο­συ­γκρουό­με­να αστι­κά πολι­τι­κά σχέ­δια, που αφο­ρού­σαν την εσωτε­ρική πολι­τι­κή του αστι­κού κρά­τους, αλλά και την εξωτερική.

Κάτω από την επί­δρα­ση των παρα­πά­νω παρα­γό­ντων, δια­μορ­φώ­θη­καν δύο του­λά­χι­στον ομά­δες στρα­τιω­τι­κών (των στρα­τη­γών και των συνταγ­μα­ταρ­χών) που επι­δί­ω­ξαν τη δικτα­το­ρι­κή αστι­κή λύση. Τελι­κά, επι­κρά­τη­σε η ομά­δα των συνταγ­μα­ταρ­χών, η οποία γνώ­ρι­ζε τις κινή­σεις των στρα­τη­γών και κινή­θη­κε πιο απο­φα­σι­στι­κά. Βέβαια, ο ηγε­τι­κός πυρή­νας των συνταγ­μα­ταρ­χών είχε μακρά θητεία στις Ένο­πλες Δυνά­μεις, με ανά­λο­γες δια­συν­δέ­σεις με αστούς πο­λιτικούς, εκδό­τες εφη­με­ρί­δων, αλλά και με εφο­πλι­στές, βιο­μη­χά­νους, επιτε­λεία των ΗΠΑ κλπ.

Η δικτα­το­ρία των συνταγ­μα­ταρ­χών γεν­νή­θη­κε, λοι­πόν, μέσα από την κρί­ση του αστι­κού πολι­τι­κού συστή­μα­τος, με στό­χο να το βγά­λει από αυτήν. Ωστό­σο, οι ηγέ­τες του πρα­ξι­κο­πή­μα­τος δεν είχαν ενιαία και καθα­ρή αντί­λη­ψη για το τι ακρι­βώς απαι­τού­σε η «εξυ­γί­αν­ση» ή «ανα­γέν­νη­ση» του συστή­μα­τος, όπως επι­καλούνταν, και πόσος χρό­νος θα απαι­τού­νταν για την εκπλή­ρω­ση αυτής της απο­στο­λής. Πάντως, όπως επι­ση­μαί­νε­ται στο Δοκί­μιο, αδιαμ­φι­σβή­τη­τος στό­χος των πρα­ξι­κο­πη­μα­τιών ήταν η ανα­μόρ­φω­ση του αστι­κού πολι­τι­κού συστή­μα­τος με νέα ενδε­χο­μέ­νως μορ­φή και σύν­θε­ση των αστι­κών κομ­μά­των, μ ανοι­χτή αντι­κομ­μου­νι­στι­κή κατα­σταλ­τι­κή κρα­τι­κή παρέμ­βα­ση, που είχε χ ρώσει­τη δεκα­ε­τία του 1960, ιδιαί­τε­ρα μετά από την κυβερ­νη­τι­κή ανά­δει­ξη της Ένω­σης Κέντρου.

Ο ταξι­κός χαρα­κτή­ρας της δικτα­το­ρί­ας, όπως και η κατεύ­θυν­ση της δια­μόρ­φω­σης του αστι­κού πολι­τι­κού συστή­μα­τος, απο­τυ­πώ­νε­ται σε ένα βαθ­μό και στα δύο Συντάγ­μα­τα που προ­ώ­θη­σε η δικτα­το­ρία, το 1968 και το 1973 αντί­στοι­χα. Οι βασι­κές αλλα­γές που προ­ώ­θη­σαν τα Συντάγ­μα­τα της δικτα­το­ρί­ας (αρχι­κά περιο­ρι­σμός και στη συνέ­χεια κατάρ­γη­ση της βασι­λεί­ας, συγκρό­τη­ση Συνταγ­μα­τι­κού Δικα­στη­ρί­ου κλπ.) κατα­γρά­φο­νται στα υπο­κε­φά­λαια 15.2 και 39.1.

Η εσωτερική πολιτική της δικτατορίας 
και οι αντιθέσεις στους κόλπους της

Η εδραί­ω­ση της Χού­ντας, όπως κατα­γρά­φε­ται στο Κεφά­λαιο 6, συνο­δεύ­τη­κε από την προ­σπά­θεια ελέγ­χου όλων των μηχα­νι­σμών του καπι­τα­λι­στι­κό κρά­τους, τη διά­λυ­ση όλων των μαζι­κών εργα­τι­κών-λαϊ­κών οργα­νώ­σε­ων και π οργά­νω­ση ενός νέου θεσμι­κού πλαι­σί­ου κατα­στο­λής. Παράλ­λη­λα, η δικτα­το­ρία επι­χεί­ρη­σε να προ­σε­ται­ρι­στεί και τμή­μα­τα των εργα­τι­κών-λαϊ­κών δυνά­με­ων μέσα από την πολύ­μορ­φη προ­πα­γάν­δα της, που αξιο­ποιού­σε τα ΜΜΕ, τιι εκδό­σεις, τον αθλη­τι­σμό και τον κινη­μα­το­γρά­φο (υπο­κε­φά­λαιο 5.3 και 5.4), και μέσω της κοι­νω­νι­κής πολιτικής.

Συνο­λι­κό­τε­ρα, ανα­φο­ρι­κά με την οικο­νο­μι­κή πολι­τι­κή της δικτα­το­ρί­ας, επι- σημαί­νε­ται στο Δοκί­μιο ‑όπως και σε προη­γού­με­νες επε­ξερ­γα­σί­ες- ότι ακο­λούθησε τη γενι­κή επε­κτα­τι­κή (σε άμε­σες επεν­δύ­σεις) γραμ­μή των μεταπολε­μικών αστι­κών κυβερ­νή­σε­ων έως την εκδή­λω­ση της καπι­τα­λι­στι­κής οικονομι­κής κρί­σης το 1973, οπό­τε απαι­τή­θη­καν αλλα­γές, κυρί­ως στη δημοσιονομι­κή και νομι­σμα­τι­κή πολι­τι­κή. Το οικείο κεφά­λαιο στο παρόν Δοκί­μιο στηρίχτη­κε κατά κύριο λόγο στην ανά­λο­γη επε­ξερ­γα­σία της έκδο­σης Δικτα­το­ρία 1967- 1974, με εξαί­ρε­ση μια προ­σπά­θεια καλύ­τε­ρης κατα­γρα­φής της σχέ­σης της Χού­ντας με το εφο­πλι­στι­κό κεφά­λαιο και της ναυ­τι­λια­κής της πολι­τι­κής, που δίνε­ται στο υπο­κε­φά­λαιο 8.4. Επί­σης, δίνε­ται πιο ανα­λυ­τι­κά η τότε κρι­τι­κή του Κόμ­μα­τος προς την οικο­νο­μι­κή πολι­τι­κή της δικτα­το­ρί­ας (υπο­κε­φά­λαιο 8.10).

Οι προ­τε­ραιό­τη­τες της δικτα­το­ρί­ας, ειδι­κό­τε­ρα ανα­φο­ρι­κά με τον εκσυγ­χρονισμό του αστι­κού πολι­τι­κού συστή­μα­τος και την εξω­τε­ρι­κή πολι­τι­κή, προσ­διό­ρι­σαν και το πλαί­σιο των αντι­θέ­σε­ών της με τις αστι­κές πολι­τι­κές δυ­νάμεις και το βασι­λιά, που ανα­φέ­ρο­νται στο Κεφά­λαιο 7 και πυρο­δό­τη­σαν το βασι­λι­κό κίνη­μα του 1967, που ανα­πτύσ­σε­ται στο Κεφά­λαιο 13, και αργότε­ρα το κίνη­μα του Ναυ­τι­κού (υπο­κε­φά­λαιο 38.2). Φυσι­κά, η στά­ση των αστι­κών πολι­τι­κών δυνά­με­ων δεν ήταν ενιαία, ούτε και στα­θε­ρή κατά τη διάρ­κεια της δικτα­το­ρί­ας, αν και σε γενι­κές γραμ­μές μπο­ρού­με να πού­με ότι διαμορφώθη­καν δύο τάσεις: Η πρώ­τη θεω­ρού­σε ότι η συμ­με­το­χή στις δια­δι­κα­σί­ες της λεγό­με­νης «φιλε­λευ­θε­ρο­ποί­η­σης» της δικτα­το­ρί­ας και η απο­δο­χή αξιω­μά­των στο πλαί­σιό της απο­τε­λού­σε τον καταλ­λη­λό­τε­ρο δρό­μο για την ομα­λή επιστρο­φή στην αστι­κή κοι­νο­βου­λευ­τι­κή δημο­κρα­τία. Η δεύ­τε­ρη εκτι­μού­σε την απο­χή από τους θεσμούς της δικτα­το­ρί­ας και τη «φιλε­λευ­θε­ρο­ποί­η­ση» ως προϋ­πόθεση προ­κει­μέ­νου σημα­ντι­κές αστι­κές πολι­τι­κές δυνά­μεις να ανα­κτή­σουν το χαμέ­νο κύρος τους. Και οι δύο τάσεις επι­θυ­μού­σαν εξί­σου τον εκσυγχρονι­σμό του αστι­κού πολι­τι­κού συστή­μα­τος και επι­δί­ω­καν να απο­τρέ­ψουν μια ανα­τροπή της δικτα­το­ρί­ας από το μαζι­κό εργα­τι­κό-λαϊ­κό κίνη­μα. Με βάση τα προ­ηγούμενα, επι­χει­ρεί­ται να κατα­γρα­φεί η δια­χρο­νι­κή στά­ση των αστι­κών πολι­τικών δυνά­με­ων (υπο­κε­φά­λαια 17.1,23.1,30.2, 34.2,38.1,42.2,42.4) απέ­να­ντι στη δικτα­το­ρία και τα χου­ντι­κά σχέ­δια «φιλε­λευ­θε­ρο­ποί­η­σης», με αποκορύ­φωμα το λεγό­με­νο πεί­ρα­μα Μαρκεζίνη.

Ταυ­τό­χρο­να, με άξο­να τις κεντρι­κές επι­λο­γές της δικτα­το­ρί­ας, διαμορφώ­θηκαν οι αντι­θέ­σεις στο εσω­τε­ρι­κό της που αφο­ρού­σαν το χρό­νο και τη μορ­φή της λεγά­με­νης «φιλε­λευ­θε­ρο­ποί­η­σης» του καθε­στώ­τος και τη στά­ση του καθε­στώ­τος απέ­να­ντι στις διε­θνείς σχέ­σεις του καπι­τα­λι­στι­κού κρά­τους. Στο παρόν Δοκί­μιο επι­χει­ρεί­ται για πρώ­τη φορά μια εκτε­τα­μέ­νη κατα­γρα­φή αυ­τών των αντι­θέ­σε­ων σε όλη τη διάρ­κεια της δικτα­το­ρί­ας, που απο­τυ­πώ­νε­ται σε αντί­στοι­χα υπο­κε­φά­λαια (5.1,13.4,18.3, 28.1, 30.1, 34.1, 34.2) και στο Κε­φάλαιο 44 που ανα­φέ­ρε­ται στην ανα­τρο­πή του Παπα­δό­που­λου από τον Ιωαννίδη.

Βασικοί άξονες
της εξωτερικής πολιτικής της δικτατορίας

Όπως ανα­φέρ­θη­κε ήδη, στο επί­κε­ντρο των ενδο­α­στι­κών αντι­θέ­σε­ων βρι­σκόταν πριν τη δικτα­το­ρία και στη διάρ­κειά της και η εξω­τε­ρι­κή πολι­τι­κή του καπι­τα­λι­στι­κού κρά­τους και ειδι­κό­τε­ρα η στά­ση του απέ­να­ντι στο Κυπρια­κό. Γι’ αυτό, στα Κεφά­λαια 9 και 27 επι­χει­ρεί­ται μια πιο ανα­λυ­τι­κή κατα­γρα­φή των βασι­κών κατευ­θύν­σε­ων της χου­ντι­κής εξω­τε­ρι­κής πολιτικής.
Το Δοκί­μιο σημειώ­νει ότι, όπως και σε πολ­λούς άλλους τομείς, η πολιτι­κή της δικτα­το­ρί­ας ανα­φο­ρι­κά με τις διε­θνείς σχέ­σεις του ελλη­νι­κού αστι­κού κρά­τους απο­τε­λού­σε στο μεγα­λύ­τε­ρο μέρος της συνέ­χεια της πολι­τι­κής των μετα­πο­λε­μι­κών αστι­κών κυβερ­νή­σε­ων. Βασι­κό συστα­τι­κό αυτής της πολι­τι­κής ήταν η στε­νή συνερ­γα­σία του ελλη­νι­κού κρά­τους με τον αμε­ρι­κα­νι­κό ιμπερια­λισμό. Γι’ αυτό και η Χού­ντα επι­χεί­ρη­σε από την πρώ­τη στιγ­μή την αναγνώρι­ση της κυβέρ­νη­σής της από τις ΗΠΑ και τις καλές σχέ­σεις με το ΝΑΤΟ. Ταυτό­χρονα, η δικτα­το­ρία προ­σπα­θού­σε να δια­τη­ρή­σει και να εμβα­θύ­νει τις σχέ­σεις με τις χώρες της ΕΟΚ (θυμί­ζου­με ότι η Ελλά­δα βρι­σκό­ταν σε δια­δι­κα­σία σύν­δε­σης). Η δικτα­το­ρι­κή κυβέρ­νη­ση απέ­στει­λε μνη­μό­νιο στην ΕΟΚ, με το οποίο δήλω­νε την απο­δο­χή των πολι­τι­κών όρων της ευρω­παϊ­κής ενο­ποί­η­σης και υπο­σχό­ταν τη γρή­γο­ρη προ­σαρ­μο­γή της ελλη­νι­κής οικο­νο­μί­ας στις απαι­τή­σεις τη οικο­νο­μι­κής ολο­κλή­ρω­σης, εκφρά­ζο­ντας την άπο­ψη ότι η συνέ­χι­ση της δια­δι­κα­σί­ας σύν­δε­σης για την έντα­ξη ήταν προς το συμ­φέ­ρον και των δύο πλευρών.

Επί­σης, η δικτα­το­ρία επι­χεί­ρη­σε να συνε­χί­σει τα «ανοίγ­μα­τα» του αστι­κοί κρά­τους προς αρα­βι­κά και αφρι­κα­νι­κά κρά­τη. Ωστό­σο, οι καλές μετα­πο­λε­μι­κές σχέ­σεις του ελλη­νι­κού αστι­κού κρά­τους με τα αρα­βι­κά κρά­τη ήταν η αιτία των κακών σχέ­σε­ών του με το Ισρα­ήλ, βασι­κό σύμ­μα­χο των ΗΠΑ στην περιο­χή της Μέσης Ανα­το­λής. Στην πρά­ξη, η δικτα­το­ρία, όπως και οι κοινοβουλευτι­κά προ­ερ­χό­με­νες αστι­κές κυβερ­νή­σεις, προ­σπα­θού­σε να απο­κο­μί­σει τα μέγι­στα οφέ­λη, δια­φο­ρο­ποιού­με­νη σε ένα βαθ­μό από την εξω­τε­ρι­κή πολι­τι­κή τω\ ΗΠΑ απέ­να­ντι στα αρα­βι­κά κρά­τη, χωρίς όμως να δια­τα­ράσ­σει τις διακρατι­κές ελλη­νο­α­με­ρι­κα­νι­κές σχέ­σεις. Εξάλ­λου, η δια­φο­ρο­ποι­η­μέ­νη στά­ση του ελ­ληνικού καπι­τα­λι­στι­κού κρά­τους απέ­να­ντι στα αρα­βι­κά κρά­τη ήταν και προς το συμ­φέ­ρον της αμε­ρι­κα­νι­κής εξω­τε­ρι­κής πολι­τι­κής, η οποία από τη μια στή­ριζε ενερ­γά το Ισρα­ήλ, αλλά από την άλλη δεν ήθε­λε να σπρώ­ξει και τα αραβι­κά καπι­τα­λι­στι­κά κρά­τη σε μια στε­νό­τε­ρη συνερ­γα­σία με την ΕΣΣΔ και τα άλλα κρά­τη της σοσια­λι­στι­κής οικο­δό­μη­σης. Το ίδιο συνέ­βαι­νε και σε περι­πτώ­σεις αφρι­κα­νι­κών κρα­τών, όπως η Λιβύη και άλλες πρώ­ην αποικίες.

Παράλ­λη­λα, η δικτα­το­ρία επι­δί­ω­ξε από ένα σημείο κι έπει­τα να διευ­ρύ­νει τις οικο­νο­μι­κές και εμπο­ρι­κές σχέ­σεις της με την ΕΣΣΔ και τις άλλες χώρες της σοσια­λι­στι­κής οικο­δό­μη­σης, χωρίς να στα­μα­τά και τις δια­βρω­τι­κές ενέρ­γειες ενα­ντί­ον τους. Η συγκε­κρι­μέ­νη φαι­νο­με­νι­κά αντι­φα­τι­κή πολι­τι­κή πατού­σε σε ορι­σμέ­να δεδο­μέ­να της επο­χής. Από τη μια πλευ­ρά, στο βαθ­μό που στην αρ­χή της δεκα­ε­τί­ας του 1970 άρχι­σε να προ­ω­θεί­ται η λεγά­με­νη πολι­τι­κή της ύφε­σης στις διε­θνείς σχέ­σεις, πολ­λοί Έλλη­νες διπλω­μά­τες και στε­λέ­χη της δικτα­τορίας έβλε­παν, όπως παλιό­τε­ρα και ορι­σμέ­νοι αστοί πολι­τι­κοί, μια ευκαι­ρία για την αύξη­ση των επω­φε­λών οικο­νο­μι­κών και εμπο­ρι­κών σχέ­σε­ων με τις χώ­ρες της σοσια­λι­στι­κής οικο­δό­μη­σης, σε μια επο­χή που σε ανά­λο­γες ενέρ­γειες προ­χω­ρού­σαν και άλλα καπι­τα­λι­στι­κά κράτη.

Από την άλλη πλευ­ρά, η εξω­τε­ρι­κή πολι­τι­κή των καπι­τα­λι­στι­κών κρα­τών προ­σπα­θού­σε εκεί­νη την περί­ο­δο να αξιο­ποι­ή­σει δια­βρω­τι­κά τις όποιες συμ­φωνίες, αλλά και τις αντι­θέ­σεις των σοσια­λι­στι­κών κρα­τών. Παρό­μοια κινήθη­κε και η πολι­τι­κή της Χούντας.

Είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό ότι, έπει­τα από την προ­σέγ­γι­ση των ΗΠΑ με τη ΛΔ της Κίνας, η δικτα­το­ρία προ­χώ­ρη­σε άμε­σα στην ανα­γνώ­ρι­ση της ΛΔ της Κί­νας, ενώ προ­χώ­ρη­σε και σε εμπο­ρι­κή συμ­φω­νία με τη ΣΔ της Αλβα­νί­ας, δίχως να άρει την κατά­στα­ση πολέ­μου. Πολύ περισ­σό­τε­ρο, η δικτα­το­ρία αξιο­ποί­η­σε τις αντι­θέ­σεις της ΣΔ της Αλβα­νί­ας, της ΣΔ της Ρου­μα­νί­ας (που είχε διαφω­νήσει με τη διε­θνι­στι­κή βοή­θεια των στρα­τευ­μά­των της Βαρ­σο­βί­ας στην Τσε­χοσλοβακία το 1968) και της ΟΣΔ της Γιου­γκο­σλα­βί­ας (με την οποία το ελλη­νικό καπι­τα­λι­στι­κό κρά­τος δια­τη­ρού­σε σχέ­σεις από τον και­ρό του αγώ­να του ΔΣΕ) προ­σπα­θώ­ντας να δια­μορ­φώ­σει ένα βαλ­κα­νι­κό σύμ­φω­νο στο οποίο θα συμπα­ρέ­συ­ρε και τη ΛΔ Βουλ­γα­ρί­ας, με απώ­τε­ρο σκο­πό να οξύ­νει τις αντιθέ­σεις στο πλαί­σιο του Συμ­φώ­νου της Βαρ­σο­βί­ας και να απο­μο­νώ­σει περισσότε­ρο την ΕΣΣΔ και τους στε­νούς συμ­μά­χους της. Ταυ­τό­χρο­να, επι­χει­ρού­σε βελ­τίωση των σχέ­σε­ών της και με τους τελευ­ταί­ους, επι­διώ­κο­ντας πιο άμε­σα οι­κονομικά οφέλη.

Με δεδο­μέ­νο ότι η δια­μόρ­φω­ση σχέ­σε­ων της δικτα­το­ρί­ας με τα κρά­τη της σοσια­λι­στι­κής οικο­δό­μη­σης γενι­κά απο­τε­λού­σε μια δύσκο­λη υπό­θε­ση, η ανά­πτυξη σχέ­σε­ων με την ΕΣΣΔ και τους στε­νούς της συμ­μά­χους ήταν ακό­μα πιο σύν­θε­τη και αντι­φα­τι­κή. Στις καταγ­γε­λί­ες της ΕΣΣΔ και των στε­νών της συμ­μάχων ενα­ντί­ον της δικτα­το­ρί­ας, στην ενα­ντί­ω­σή τους απέ­να­ντι στους χειρι­σμούς της στο Κυπρια­κό και στην αντί­θε­ση κυρί­ως των ΗΠΑ απέ­να­ντι σε μια τέτοια προ­σέγ­γι­ση, ερχό­ταν να προ­στε­θεί και ο επί­ση­μος λόγος του χου­ντι­κού καθε­στώ­τος, που υπο­στή­ρι­ζε ότι η επι­βο­λή του θεω­ρή­θη­κε απα­ραί­τη­τη προ- κει­μέ­νου να απο­τρέ­ψει τη δια­βρω­τι­κή δρά­ση των κομ­μου­νι­στών, δηλα­δή του ΚΚΕ, που λίγο έως πολύ παρου­σια­ζό­ταν ‑όπως και σε όλη τη μετα­πο­λε­μι­κή περί­ο­δο- ως πρά­κτο­ρας της Μόσχας και των στε­νών συμ­μά­χων της.

Η ηγε­σία της δικτα­το­ρί­ας εκτι­μού­σε αρχι­κά ως δια­τα­κτι­κή τη στά­ση των ελ­ληνικών κυβερ­νή­σε­ων απέ­να­ντι στους εταί­ρους της (ΗΠΑ, Μ. Βρε­τα­νία, Τουρ­κία κλπ.) και στις αξιώ­σεις του Μακα­ρί­ου για ανε­ξαρ­τη­σία του κυπρια­κού κράτους.

Ο στό­χος της εξω­τε­ρι­κής πολι­τι­κής της δικτα­το­ρί­ας να ανα­βαθ­μί­σει τη θέ­ση της Ελλά­δας στην ιμπε­ρια­λι­στι­κή πυρα­μί­δα δέχτη­κε ένα πρώ­το πλήγ­μα το Μάη του 1967, όταν έπει­τα από πιέ­σεις του Κογκρέ­σου οι ΗΠΑ απο­φά­σι­σαν την απα­γό­ρευ­ση πώλη­σης βαρέ­ως οπλι­σμού στην Ελλά­δα. Επρό­κει­το για μια πρά­ξη περισ­σό­τε­ρο συμ­βο­λι­κή, η οποία ουσια­στι­κά μπή­κε στο περι­θώ­ριο όταν τον επό­με­νο μήνα ξέσπα­σε ο Αρα­βοϊσ­ραη­λι­νός Πόλε­μος και οι βάσεις αναδεί­χτηκαν κρί­σι­μες για την έκβα­ση της σύγκρου­σης στη Νοτιο­α­να­το­λι­κή Μεσό­γειο. Παράλ­λη­λα, βασι­κά στε­λέ­χη της δικτα­το­ρί­ας θεώ­ρη­σαν ότι η σύγκρου­ση του Ισρα­ήλ, βασι­κού συμ­μά­χου των ΗΠΑ στην περιο­χή, με τα αρα­βι­κά κρά­τη, που στη­ρί­ζο­νταν από την ΕΣΣΔ και τις χώρες της σοσια­λι­στι­κής οικοδόμη­σης, ήταν αυτή που θα μπο­ρού­σε να ανα­βαθ­μί­σει το γεω­πο­λι­τι­κό ρόλο της Ελ­λάδας και γι’ αυτό ο Πατ­τα­κός υπο­σχέ­θη­κε στον πρέ­σβη των ΗΠΑ την παρο­χή κάθε δυνα­τής βοή­θειας προς το ΝΑΤΟ.

Συνο­λι­κό­τε­ρα, η στά­ση των ΗΠΑ απέ­να­ντι στο χου­ντι­κό καθε­στώς είχε δύο όψεις, που πήγα­ζαν εξί­σου από τις ανά­γκες της εξω­τε­ρι­κής τους πολι­τι­κής. Από τη μια πλευ­ρά, η ανά­γκη δια­τή­ρη­σης της ηγε­μο­νι­κής τους θέσης στην ιμπε­ρια­λι­στι­κή πυρα­μί­δα και στην αντι­πα­ρά­θε­ση με τις χώρες της σοσιαλιστι­κής οικο­δό­μη­σης, διε­θνώς και ειδι­κό­τε­ρα στη Νοτιο­α­να­το­λι­κή Μεσό­γειο, καθι­στού­σε χρή­σι­μο σύμ­μα­χο το χου­ντι­κό καθε­στώς για τη συνέ­χι­ση της χρή­σης των στρα­τιω­τι­κών βάσε­ων και τη στα­θε­ρό­τη­τα της νοτιο­α­να­το­λι­κής πτέ­ρυ­γας του ΝΑΤΟ. Από την άλλη πλευ­ρά, η προ­πα­γάν­δα μέσα από την οποία οι ΗΠΑ προ­σπα­θού­σαν να δικαιο­λο­γή­σουν και κατά συνέ­πεια να ανα­πα­ρά­γουν τη ηγε­μο­νι­κή τους θέση επι­κα­λού­νταν την πάλη του «ελεύ­θε­ρου και  δημο­κρα­τι­κού κόσμου» απέ­να­ντι στις δυνά­μεις του ολο­κλη­ρω­τι­σμού. Αυτό έκα­νε κε απα­ραί­τη­τες τις πιέ­σεις των ΗΠΑ προς τη δικτα­το­ρία για την απο­κα­τά­στα­ση ενός τύπου αστι­κής κοι­νο­βου­λευ­τι­κής δημο­κρα­τί­ας. Έτσι κι αλλιώς, το προ­δι­κτα­το­ρι­κό κοι­νο­βου­λευ­τι­κό καθε­στώς δε δημιούρ­γη­σε σημα­ντι­κά προ­βλή­μα­τα στην προ­ώ­θη­ση της αμε­ρι­κα­νι­κής εξω­τε­ρι­κής πολι­τι­κής, ενώ μια απο­κα­τά­στα­σή του δε σήμαι­νε απα­ραί­τη­τα και την κατο­χύ­ρω­ση έστω και στοι­χειω­δών δικαιω­μά­των και ελευ­θε­ριών των εργα­τι­κών-λαϊ­κών δυνά­με­ων, όπως είχε απο­δειχτεί και στην περί­ο­δο μετά από τον αγώ­να του ΔΣΕ και μέχρι τη δικτα­το­ρία Φυσι­κά, οι δύο όψεις της στά­σης των ΗΠΑ κατέ­λη­γαν πάντα στην άμε­ση ή έμ­μεση στή­ρι­ξη της δικτα­το­ρί­ας, παρά τη δια­κη­ρυγ­μέ­νη τους θέση για αποκατά­σταση της αστι­κής κοι­νο­βου­λευ­τι­κής δημο­κρα­τί­ας, του­λά­χι­στον για όσο διά­στημα θεω­ρού­σαν εφι­κτή τη δια­τή­ρη­ση της στα­θε­ρό­τη­τας του δικτα­το­ρι­κού καθε­στώ­τος και εξα­σφα­λι­σμέ­να τα συμ­φέ­ρο­ντά τους στην περιο­χή. Αυτό σήμαι­νε και ότι δεν ήταν δια­τε­θει­μέ­νες να απο­δε­χτούν οποια­δή­πο­τε μονο­με­ρή ενέρ­γεια της δικτα­το­ρί­ας ενα­ντί­ον της Τουρκίας.

Σε συμ­βο­λι­κό επί­πε­δο κινή­θη­καν και οι αντι­δρά­σεις των καπι­τα­λι­στι­κών κρα­τών-μελών της ΕΟΚ, αφού συνε­χί­στη­καν και εμβα­θύν­θη­καν οι οικονομι­κές και εμπο­ρι­κές σχέ­σεις τους με τη δικτα­το­ρία και δεν αμφι­σβη­τή­θη­κε η δια­δι­κα­σία σύν­δε­σης (συμ­φω­νία για τους εμπο­ρι­κούς και τελω­νεια­κούς δα­σμούς). Περισ­σό­τε­ρο επι­κρι­τι­κά εμφα­νί­στη­καν ορι­σμέ­να σκαν­δι­να­βι­κά καπι­ταλιστικά κρά­τη, που συμ­με­τεί­χαν στην, αντα­γω­νι­στι­κή της ΕΟΚ, Ευρω­παϊ­κή Ζώνη Ελεύ­θε­ρων Συναλ­λα­γών (Δανία, Σου­η­δία, Φιν­λαν­δία). Εξάλ­λου, στο σύ­νολό τους δεν είχαν σημα­ντι­κές οικο­νο­μι­κές και εμπο­ρι­κές σχέ­σεις με το ελ­ληνικό καπι­τα­λι­στι­κό κρά­τος, ενώ ορι­σμέ­νες από αυτές (Σου­η­δία και Φινλαν­δία) δεν ανή­καν στο ΝΑΤΟ.

Η στάση της ΕΣΣΔ 
και των συμμάχων της απέναντι στη δικτατορία

Από την πλευ­ρά των χωρών της σοσια­λι­στι­κής οικο­δό­μη­σης και από τα κυβερ­νώ­ντα κομ­μου­νι­στι­κά και εργα­τι­κά κόμ­μα­τα εκφρά­στη­κε από την πρώ­τη στιγ­μή η πολι­τι­κή καταγ­γε­λία της δικτα­το­ρί­ας, γεγο­νός που οδή­γη­σε στην αλ­ληλεγγύη προς τους διω­κό­με­νους και το αντι­δι­κτα­το­ρι­κό κίνη­μα, αλλά δε συ­νοδεύτηκε με δια­κο­πή των εμπο­ρι­κών και διπλω­μα­τι­κών σχέ­σε­ων. Η διατήρη­ση των διπλω­μα­τι­κών σχέ­σε­ων σχε­τι­ζό­ταν με την επι­λο­γή της ΕΣΣΔ να πραγ­μα­το­ποι­ή­σει άμε­σα Ευρω­παϊ­κή Διά­σκε­ψη για την Ειρή­νη και την Ασφά­λεια, γε­γονός που προ­ϋ­πέ­θε­τε να μην απο­κλει­στεί κανέ­να ευρω­παϊ­κό κρά­τος, άρα και τα αστι­κά κρά­τη στα οποία είχε ανα­στα­λεί η αστι­κή κοι­νο­βου­λευ­τι­κή δη­μοκρατία (Ελλά­δα, Ισπα­νία, Πορ­το­γα­λία). Επί­σης, οι εμπο­ρι­κές σχέ­σεις σο­σιαλιστικών κρα­τών με την Ελλά­δα εξυ­πη­ρε­τού­σαν την εισα­γω­γή μεσογεια­κών αγρο­τι­κών προ­ϊ­ό­ντων. Αντί­στρο­φα, το ελλη­νι­κό κρά­τος και πριν την επι­βολή της δικτα­το­ρί­ας εισή­γα­γε εργα­λειο­μη­χα­νές, αγρο­τι­κά μηχα­νή­μα­τα από την ΕΣΣΔ και τα άλλα σοσια­λι­στι­κά κρά­τη. Σε αυτήν τη βάση είχαν προωθη­θεί προ­δι­κτα­το­ρι­κά εμπο­ρι­κές συμ­φω­νί­ες, που δεν ακυ­ρώ­θη­καν μετά από την 21 η Απρί­λη. Ταυ­τό­χρο­να, οι χώρες της σοσια­λι­στι­κής οικο­δό­μη­σης και ιδιαίτε­ρα η ΕΣΣΔ φρό­ντι­ζαν να εκπρο­σω­πού­νται από εμπο­ρι­κούς ακό­λου­θους των πρε­σβειών τους (ή, στην περί­πτω­ση που δε διέ­θε­ταν, μόνο από τον πρέ­σβη τους και όχι από κάποιον κρα­τι­κό αξιω­μα­τού­χο) στις περι­πτώ­σεις εγκαι­νί­ων έρ­γων στην Ελλά­δα που είχαν συμ­φω­νη­θεί πριν τη δικτατορία.

Η πολι­τι­κή της ΕΣΣΔ και των άλλων σοσια­λι­στι­κών κρα­τών, παρά το γεγο­νός ότι η Χού­ντα κινή­θη­κε στην ίδια γραμ­μή του αντι­κομ­μου­νι­σμού και αντι­σο­σια­λι­σμού-αντι­σο­βιε­τι­σμού των μετα­πο­λε­μι­κών αστι­κών κυβερ­νή­σε­ων, καθο­ρίστηκε με βάση την αντί­λη­ψη ότι η κρα­τι­κή τους πολι­τι­κή απέ­να­ντι σε κάθε καπι­τα­λι­στι­κό κρά­τος δεν έπρε­πε να καθο­ρί­ζε­ται από τη μορ­φή που λάμ­βα­νε η καπι­τα­λι­στι­κή εξου­σία σε αυτό. Με αυτήν την οπτι­κή, είδαν στα οικονομι­κά «ανοίγ­μα­τα» της δικτα­το­ρί­ας και των άλλων καπι­τα­λι­στι­κών κρα­τών μια ευ­καιρία αμοι­βαί­ως επω­φε­λών οικο­νο­μι­κών συμ­φω­νιών. Η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ήταν ότι τα καπι­τα­λι­στι­κά κρά­τη χρη­σι­μο­ποιού­σαν αυτές τις σχέ­σεις ως κανά­λι διά­βρωσης των σοσια­λι­στι­κών κρα­τών για να ανοί­ξει ο δρό­μος στην παλινόρθω­ση της καπι­τα­λι­στι­κής εξου­σί­ας. Η πλειο­ψη­φία των κρα­τών της σοσια­λι­στι­κής οικο­δό­μη­σης λαθε­μέ­να εκτι­μού­σε τα «ανοίγ­μα­τα» ως δείγ­μα της ενδυνάμω­σης του σοσια­λι­στι­κού μπλοκ και του εργα­τι­κού και κομ­μου­νι­στι­κού κινή­μα­τος στις καπι­τα­λι­στι­κές χώρες και της ευρεί­ας απο­δο­χής των από­ψε­ών τους, που εξα­νά­γκα­ζε τις καπι­τα­λι­στι­κές εξου­σί­ες να απο­δε­χτούν την ύφε­ση στις διε­θνείς σχέ­σεις και να συνη­γο­ρή­σουν στην εξα­σφά­λι­ση της παγκό­σμιας ειρήνης.

Η συγκε­κρι­μέ­νη στά­ση σε σημα­ντι­κό βαθ­μό ήταν προ­ϊ­όν της οπορ­του­νι­στι­κής αντί­λη­ψης περί δυνα­τό­τη­τας ειρη­νι­κής συνύ­παρ­ξης ανά­με­σα στο σοσια­λισμό και στον καπι­τα­λι­σμό και ειρη­νι­κής κοι­νο­βου­λευ­τι­κής μετά­βα­σης από την καπι­τα­λι­στι­κή στη σοσια­λι­στι­κή εξου­σία. Οι αντι­λή­ψεις αυτές αποκρυ­σταλλώνονταν στις οικο­νο­μι­κές σχέ­σεις μετα­ξύ σοσια­λι­στι­κών και καπιταλι­στικών κρα­τών, στις οποί­ες δε συνυ­πο­λο­γί­ζο­νταν μια σει­ρά κρι­τή­ρια, όπως οι διώ­ξεις του εργα­τι­κού και κομ­μου­νι­στι­κού κινή­μα­τος. Με αυτήν την έννοια, η προ­βλη­μα­τι­κή οπτι­κή των σοσια­λι­στι­κών κρα­τών δεν αφο­ρού­σε μόνο τη στά­ση τους απέ­να­ντι στους Έλλη­νες κομ­μου­νι­στές την περί­ο­δο της δικτατορί­ας ή αργό­τε­ρα τις σχέ­σεις τους με την Αργε­ντι­νή την περί­ο­δο της στρατιωτι­κής δικτα­το­ρί­ας του Βιντέ­λα, αλλά και την αντι­με­τώ­πι­ση αστι­κών κοινοβου­λευτικών καθε­στώ­των που δίω­καν κομ­μου­νι­στές, όπως το τυπι­κά δημοκρατι­κό αστι­κό αιγυ­πτια­κό καθε­στώς του Νάσερ, που προ­σπα­θού­σε να συντρί­ψει το κομ­μου­νι­στι­κό κίνημα.

Όπως έχου­με εκτι­μή­σει και σε προη­γού­με­νους τόμους του Δοκι­μί­ου, η οπορ­του­νι­στι­κή ανά­λυ­ση και πολι­τι­κή της «ειρη­νι­κής συνύ­παρ­ξης» υιοθετού­νταν και από ΚΚ των καπι­τα­λι­στι­κών κρα­τών. Εξ αντι­κει­μέ­νου ακύ­ρω­νε τις νο­μοτέλειες της διε­θνούς ταξι­κής πάλης και τα πολύ­τι­μα συμπε­ρά­σμα­τα από την ιστο­ρία της Οκτω­βρια­νής Επα­νά­στα­σης και απ’ όλες τις στιγ­μές κορύφω­σης της ταξι­κής πάλης, οδη­γώ­ντας στα­δια­κά τα ΚΚ των καπι­τα­λι­στι­κών κρα­τών σε πλή­ρη ενσω­μά­τω­ση και σε αντε­πα­να­στα­τι­κή επί­θε­ση στις χώρες της σοσια­λι­στι­κής οικοδόμησης.

Τα διπλω­μα­τι­κά «ανοίγ­μα­τα» της δικτα­το­ρί­ας προς τις χώρες της σοσια­λιστικής οικο­δό­μη­σης και ειδι­κό­τε­ρα οι οικο­νο­μι­κές και εμπο­ρι­κές συμφωνί­ες χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν για να εντα­θεί η προ­πα­γαν­δι­στι­κή επί­θε­ση στο ΚΚΕ εκ μέρους διά­φο­ρων οπορ­του­νι­στι­κών σχη­μά­των (με επι­κε­φα­λής το λεγό­με­νο «ΚΚΕ Εσω­τε­ρι­κού»), αλλά και από αστι­κές πολι­τι­κές δυνά­μεις. Φυσι­κά, τα επι­χειρήματα ήταν σαθρά, αφού τα οπορ­του­νι­στι­κά σχή­μα­τα επι­δί­ω­καν συνεργα­σία με τις αστι­κές πολι­τι­κές δυνά­μεις, ενώ η δικτα­το­ρία είχε πολύ στε­νό­τε­ρες ‑οικο­νο­μι­κές-εμπο­ρι­κές, αλλά και διπλω­μα­τι­κές-στρα­τιω­τι­κές- σχέ­σεις με τα καπι­τα­λι­στι­κά κρά­τη στα οποία επι­κρα­τού­σαν κυβερ­νή­σεις απ’ όλο το αστι­κό πολι­τι­κό φάσμα και τα οποία συμ­με­τεί­χαν από κοι­νού με τη δικτα­το­ρία σε δια­κρατικούς καπι­τα­λι­στι­κούς οργα­νι­σμούς (όπως το ΝΑΤΟ). Ειδι­κό­τε­ρα το «ευρω­κομ­μου­νι­στι­κό» ρεύ­μα, αλλά και το «φιλο­κι­νε­ζι­κό» αξιο­ποί­η­σαν αυτά τα προ­βλή­μα­τα της εξω­τε­ρι­κής πολι­τι­κής της ΕΣΣΔ στην πο­λεμική τους, αν και στο οικο­νο­μι­κό και διπλω­μα­τι­κό επί­πε­δο η δικτα­το­ρία είχε στε­νό­τε­ρες σχέ­σεις με εκεί­νες τις χώρες της σοσια­λι­στι­κής οικο­δό­μη­σης που είχαν καλύ­τε­ρες σχέ­σεις με το λεγό­με­νο «ΚΚΕ Εσω­τε­ρι­κού» και άλλες οπορ­του­νι­στι­κές ομά­δες (ΣΔ της Ρου­μα­νί­ας, ΟΣΔ Γιου­γκο­σλα­βί­ας, Αλβα­νία, ΛΔ της Κίνας).

Συμπε­ρα­σμα­τι­κά, το ζήτη­μα της εξω­τε­ρι­κής πολι­τι­κής της ΕΣΣΔ, καθώς και άλλων σοσια­λι­στι­κών κρα­τών, στις ανα­λύ­σεις του Διε­θνούς Κομ­μου­νι­στι­κού Κινή­μα­τος αντα­να­κλού­σε το συνο­λι­κό­τε­ρο πρό­βλη­μα της επι­κρά­τη­σης οπορ­του­νι­στι­κών τάσε­ων, τόσο στα ζητή­μα­τα της σοσια­λι­στι­κής οικο­δό­μη­σης όσο και στα ζητή­μα­τα της εξω­τε­ρι­κής πολι­τι­κής και της ταξι­κής πάλης, όπως θα δού­με και στη συνέχεια.

Η πολιτική της Χούντας στο Κυπριακό

Όπως ανα­δεί­χτη­κε και πρω­τύ­τε­ρα, κομ­βι­κής σημα­σί­ας ζήτη­μα στην εξω­τερική πολι­τι­κή της δικτα­το­ρί­ας, όπως και συνο­λι­κό­τε­ρα του ελλη­νι­κού καπι­ταλιστικού κρά­τους, απο­τέ­λε­σε το Κυπρια­κό. Γι’ αυτό, σε κεφά­λαια του κει­μένου (κυρί­ως στα 12, 25, 31 και 47 και σημεια­κά σε άλλα) επι­χει­ρεί­ται μια πιο ολο­κλη­ρω­μέ­νη κατα­γρα­φή των τοπο­θε­τή­σε­ων της δικτα­το­ρί­ας και των δια­φορετικών κύκλων της απέ­να­ντι στο Κυπρια­κό, αλλά και η στά­ση των κυπρι­ακών πολι­τι­κών δυνάμεων.

Η δικτα­το­ρία ανα­κί­νη­σε για πρώ­τη φορά το Κυπρια­κό το Σεπτέμ­βρη του 1967, επι­χει­ρώ­ντας μια γρή­γο­ρη επί­λυ­ση που θα την παρου­σί­α­ζε ως επι­τυ­χία της. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, η πρό­τα­ση της Χού­ντας απο­τε­λού­σε επα­νά­λη­ψη μιας άτυ­πης και μη δεσμευ­τι­κής συμ­φω­νί­ας των υπουρ­γών Εξω­τε­ρι­κών της Ελλά­δας και της Τουρ­κί­ας (Δεκέμ­βρης 1966), που μιλού­σε για την πιθανότη­τα ένω­σης της Κύπρου με την Ελλά­δα με αντάλ­λαγ­μα την παρα­χώ­ρη­ση στην Τουρ­κία της βάσης της Δεκέ­λειας, τη συμ­με­το­χή των Τουρ­κο­κύ­πριων στη δι­οίκηση του Νησιού και τον αφο­πλι­σμό της Κύπρου. Μάλι­στα, η δικτα­το­ρία ήταν δια­τε­θει­μέ­νη να δεχτεί ακό­μα και την παρα­χώ­ρη­ση περισ­σό­τε­ρων εδα­φικών ανταλ­λαγ­μά­των. Όταν όμως ο Μακά­ριος δήλω­σε ότι δεν επρό­κει­το να παρα­χω­ρή­σει κομ­μά­τι κυπρια­κής γης και η Τουρ­κία υπα­να­χώ­ρη­σε, απει­λή­θη­κε να προ­κλη­θεί πολε­μι­κή σύρ­ρα­ξη. Τότε, στους ηγε­τι­κούς κύκλους της δικτα­τορίας δια­μορ­φώ­θη­καν δύο αντί­θε­τες τάσεις. Την πρώ­τη και κυρί­αρ­χη τάση εξέ­φρα­σε ο Παπα­δό­που­λος και άλλα στε­λέ­χη του δικτα­το­ρι­κού καθε­στώ­τος, που παραι­τή­θη­καν από το σενά­ριο μιας άμε­σης και δυνα­μι­κής επί­λυ­σης, ευ­θυγραμμιζόμενοι ουσια­στι­κά με τις προ­δι­κτα­το­ρι­κές κοι­νο­βου­λευ­τι­κές κυβερ­νήσεις. Η δεύ­τε­ρη τάση συνέ­χι­ζε να τάσ­σε­ται υπέρ της δυνα­μι­κής επί­λυ­σης. Η σύγκρου­ση των δύο τάσε­ων θα εξε­λισ­σό­ταν σε διά­φο­ρες φάσεις της δικτατο­ρίας, επη­ρε­ά­ζο­ντας και τους εσω­τε­ρι­κούς συσχετισμούς.

Τελι­κά, έπει­τα από την ανα­τρο­πή του Παπα­δό­που­λου από τον Ιωαν­νί­δη επι­χει­ρή­θη­κε η λεγό­με­νη «δυνα­μι­κή επί­λυ­ση», όταν η δικτα­το­ρία οργά­νω­σε και στή­ρι­ξε το πρα­ξι­κό­πη­μα ενα­ντί­ον του Μακα­ρί­ου. Το χου­ντι­κό πραξικόπη­μα στην Κύπρο και η εισβο­λή του τουρ­κι­κού στρα­τού που ακο­λού­θη­σε υπήρ­ξαν η κορύ­φω­ση όσων προη­γή­θη­καν. Η ανα­τρο­πή της κυβέρ­νη­σης Μακαρί­ου δεν ήταν έξω από τους προ­βλη­μα­τι­σμούς των ελλη­νι­κών προ­δι­κτα­το­ρι­κών κυβερ­νή­σε­ων και της δικτα­το­ρί­ας επί Παπα­δό­που­λου. Το έργο ωστό­σο τόλ­μησε να επι­τε­λέ­σει η χου­ντι­κή κυβέρ­νη­ση Ιωαν­νί­δη, πάντο­τε στο πλαί­σιο του δια­χρο­νι­κά επι­διω­κό­με­νου στό­χου για ανα­βάθ­μι­ση της Ελλά­δας στη Νοτιοα­νατολική Μεσόγειο.

Το προ­τει­νό­με­νο Δοκί­μιο θέτει το εξής ερώ­τη­μα: Σε ποια δεδο­μέ­να στηρί­χτηκε η Χού­ντα ώστε να θεω­ρεί ότι μια πρα­ξι­κο­πη­μα­τι­κή ανα­τρο­πή του Μα­καρίου θα λει­τουρ­γού­σε αισί­ως ‑και απρό­σκο­πτα- στην κατεύ­θυν­ση υλοποί­ησης των γενι­κό­τε­ρων σχε­δια­σμών της; Την ίδια στιγ­μή, μάλι­στα, που προφα­νώς και γνώ­ρι­ζε ότι κάτι τέτοιο θα πρό­σφε­ρε γερό πάτη­μα στην Τουρ­κία, ως εγγυ­ή­τρια δύνα­μη (όπως ορι­ζό­ταν από τις Συν­θή­κες της Ζυρί­χης και του Λονδί­νου), να επέμ­βει στρα­τιω­τι­κά. Επι­πλέ­ον, δεν μπο­ρεί να αγνο­ού­σε πως η στρα­τηγική σημα­σία της Τουρ­κί­ας για ΗΠΑ-ΝΑΤΟ τότε ήταν μεγα­λύ­τε­ρη από εκεί­νη της Ελλά­δας (και επο­μέ­νως, σε μια ενδε­χό­με­νη σύγκρου­ση Ελλά­δας-Τουρ­κί­ας, το πιο πιθα­νό ήταν να συντα­χτούν με τη δεύτερη).

Η δια­τύ­πω­ση μιας ιστο­ρι­κά τεκ­μη­ριω­μέ­νης απά­ντη­σης σε αυτό το ερώ­τη­μα θα απαι­τού­σε πρό­σβα­ση σε αρχεια­κά υλι­κά (μιας σει­ράς κρα­τών και υπηρεσι­ών, όπως των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ, της Μ. Βρε­τα­νί­ας, της Ελλά­δας, της Τουρ­κί­ας κ.ά.), τα οποία είτε παρα­μέ­νουν απόρ­ρη­τα είτε έχουν κατα­στρα­φεί. Φως στην υπό­θε­ση θα μπο­ρού­σαν ακό­μη να ρίξουν οι συζη­τή­σεις διά­φο­ρων επι­τε­λεί­ων (που ‑αν κατα­γρά­φη­καν- δεν έχουν δημο­σιο­ποι­η­θεί, του­λά­χι­στον στη συντρι­πτική τους πλειο­ψη­φία), καθώς και οι κατα­θέ­σεις μιας σει­ράς πρω­τα­γω­νι­στών των γεγο­νό­των του 1974 (που ωστό­σο κρά­τη­σαν το στό­μα τους κλει­στό). Στη μη δια­λεύ­καν­ση της υπό­θε­σης συνέ­βα­λε αναμ­φί­βο­λα επί­σης το γεγο­νός ότι καμιά κυβέρ­νη­ση της Ελλά­δας, μετά από το 1974, δεν οδή­γη­σε τους πρωταί­τιους σε δίκη.

Σε κάθε περίπτωση, βάσει των διαθέσιμων πηγών, 
το Δοκίμιο προχωρά στη διατύπωση ορισμένων πολιτικών εκτιμήσεων.

Όπως δια­φαί­νε­ται, οι ηγε­τι­κοί παρά­γο­ντες της δικτα­το­ρί­ας προ­χώ­ρη­σαν στο στρα­τιω­τι­κό πρα­ξι­κό­πη­μα στην Κύπρο δίχως ενιαία θέση ή αντί­λη­ψη για το ωφέ­λι­μο και ρεα­λι­στι­κό της πραγ­μα­το­ποί­η­σής του. Οι υπάρ­χου­σες αντι­θέ­σεις στο εσω­τε­ρι­κό της Χού­ντας εκδη­λώ­θη­καν με ακό­μα πιο εμφα­τι­κό τρό­πο κα­τά την τουρ­κι­κή εισβο­λή που ακο­λού­θη­σε το πρα­ξι­κό­πη­μα. Η έλλει­ψη ενιαί­ας γραμ­μής και η αλλη­λο­ϋ­πο­νό­μευ­ση στους κόλ­πους της Χού­ντας δημιουρ­γούν ερω­τή­μα­τα και για το κατά πόσο υπήρ­ξε ενιαίο μελε­τη­μέ­νο και καταστρωμέ­νο σχέ­διο αντι­με­τώ­πι­σης της αντί­δρα­σης που θα προ­κα­λού­σε στην Τουρ­κία η επι­τυ­χής έκβα­ση του πραξικοπήματος.

Το τμή­μα της Χού­ντας (κυρί­ως ο Ιωαν­νί­δης και ο στε­νός κύκλος γύρω από αυτόν) που επέ­λε­ξε να ενερ­γή­σει το πρα­ξι­κό­πη­μα φαί­νε­ται πως υπο­λό­γι­ζε ότι οι ΗΠΑ θα υπο­χρέ­ω­ναν την Τουρ­κία σε απο­δο­χή των τετε­λε­σμέ­νων στην Κύ­προ, μη θέλο­ντας να ρισκά­ρουν το γκρέ­μι­σμα της νοτιο­α­να­το­λι­κής πτέ­ρυ­γας του ΝΑΤΟ με έναν ελλη­νο­τουρ­κι­κό πόλε­μο. Εξάλ­λου, από τα τετε­λε­σμέ­να αυ­τά θα μπο­ρού­σε να προ­κύ­ψει και μια «αμοι­βαία επω­φε­λής» ‑για τις αστι­κές τάξεις της Ελλά­δας και της Τουρ­κί­ας- συμ­βι­βα­στι­κή λύση (όπως αυτή που εί­χε τεθεί στο τρα­πέ­ζι στις 9–10 Σεπτέμ­βρη 1967). Φαί­νε­ται ακό­μα πως ο Ιωαν­νίδης είχε λάβει εγγυ­ή­σεις από μερί­δα του­λά­χι­στον των μυστι­κών υπη­ρε­σιών των ΗΠΑ ότι η Τουρ­κία δε θα επέμ­βει σε μια ενδε­χό­με­νη ανα­τρο­πή του Μακα­ρίου, όπως πολ­λές φορές υποστήριξε.

Σε κάθε περί­πτω­ση, οι σχε­δια­σμοί της Χού­ντας «σκό­ντα­ψαν» σε μια σει­ρά γεγο­νό­τα και παρά­γο­ντες. Κατά πρώ­τον, στο ότι ο Μακά­ριος κατά­φε­ρε να δια- φύγει και ανα­γνω­ρι­ζό­ταν ως επι­κε­φα­λής της Κυπρια­κής Δημο­κρα­τί­ας από τις χώρες του Συμ­φώ­νου της Βαρ­σο­βί­ας, από το λεγό­με­νο «Κίνη­μα των Αδεσμεύ­των», αλλά και από τον ΟΗΕ και την κυβέρ­νη­ση της Μ. Βρε­τα­νί­ας. Κατά δεύ­τε­ρον, στις αντι­θέ­σεις στους κόλ­πους της, που κορυ­φώ­θη­καν κατά την τουρ­κική εισβο­λή και λει­τούρ­γη­σαν δια­βρω­τι­κά. Τη στιγ­μή που ο Ιωαν­νί­δης διέ­τα­ξε τη γενι­κή επι­στρά­τευ­ση, οι αρχη­γοί των Ενό­πλων Δυνά­με­ων και ο Φ. Γκι­ζί­κης βρί­σκο­νταν ήδη σε συνεν­νό­η­ση με τις ΗΠΑ και σημα­ντι­κό μέρος των αστι­κών πολι­τι­κών δυνά­με­ων για τον τερ­μα­τι­σμό της δικτα­το­ρί­ας και τη μετά­βα­ση στον αστι­κό κοι­νο­βου­λευ­τι­σμό, ενώ σε καμιά περί­πτω­ση δε σκό­πευαν να διακινδυ­νεύσουν έναν πόλε­μο με την Τουρ­κία (εκτι­μώ­ντας πως θα έβαι­νε σε βάρος της Ελλά­δας). Οι εξε­λί­ξεις ‑κατά τρί­τον- διευ­κό­λυ­ναν και τους σχε­δια­σμούς των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ στην περιο­χή, τόσο ανα­φο­ρι­κά με την Ελλά­δα όσο και με την Κύ­προ. Γι’ αυτό και δεν επι­χεί­ρη­σαν να παρέμ­βουν για να απο­τρέ­ψουν την επέλα­ση του Αττί­λα II, που σημειώ­θη­κε μετά από την πτώ­ση της δικτατορίας.

Η εκτίμηση των θέσεων 
και της λειτουργίας του Κόμματος

Όπως γίνε­ται αντι­λη­πτό από την ανά­γνω­ση του προ­τει­νό­με­νου Γ2 Τόμου του Δοκι­μί­ου, ακο­λου­θεί­ται η ίδια μεθο­δο­λο­γία με τους προη­γού­με­νους τό­μους: Εξε­τά­ζε­ται η πολι­τι­κή δρά­ση του Κόμ­μα­τος ως προ­ϊ­όν των αποφάσε­ων των καθο­δη­γη­τι­κών οργά­νων, της ΚΕ και του ΠΓ, των Συνε­δρί­ων, με βασι­κή πηγή το Αρχείο του Κόμ­μα­τος. Φυσι­κά, η δρά­ση του Κόμ­μα­τος εξε­τά­ζε­ται στο έδα­φος της οικο­νο­μι­κής και κοι­νω­νι­κής-πολι­τι­κής κατά­στα­σης στην Ελλά­δα και των διε­θνών σχέ­σε­ών της.

Η ιστο­ρι­κή 12η Πλα­τιά Ολο­μέ­λεια της ΚΕ του ΚΚΕ (5–15 Φλε­βά­ρη 1968)

Έτσι, στο παρόν Δοκί­μιο επα­να­λαμ­βά­νε­ται το συμπέ­ρα­σμα ότι η δικτα­το­ρία του 1967 βρή­κε το ΚΚΕ ιδε­ο­λο­γι­κά-πολι­τι­κά και οργα­νω­τι­κά ανέ­τοι­μο. Η κύ­ρια αιτία βρι­σκό­ταν στη βαθιά ιδε­ο­λο­γι­κή-πολι­τι­κή και οργα­νω­τι­κή κρί­ση που το διέ­τρε­χε από την 6η Πλα­τιά Ολο­μέ­λεια (1956) έως και τη διά­σπα­ση στη 12η Ολο­μέ­λεια (1968).

Η κρί­ση στο ΚΚΕ ήταν απο­τέ­λε­σμα λαθών και αντι­φά­σε­ων της στρατηγι­κής του σε όλη τη δεκα­ε­τία του 1940 (Συμ­φω­νί­ες Λιβά­νου, Καζέρ­τα, Βάρκι­ζας, καθυ­στέ­ρη­ση έναρ­ξης του αγώ­να του ΔΣΕ), αλλά και των μετέ­πει­τα συν­θηκών: Διωγ­μοί, μέχρι και εκτε­λέ­σεις των παρά­νο­μων δυνά­με­ων στην Ελλά­δα, συγκρο­τη­μέ­νη υπο­χώ­ρη­ση του ΔΣΕ, εγκα­τά­στα­ση των μάχι­μων δυνά­με­ών του στις χώρες της σοσια­λι­στι­κής οικο­δό­μη­σης και δεξιά οπορ­του­νι­στι­κή στρο­φή στο ΚΚΣΕ (20ό Συνέ­δριο, 1956) και στα άλλα κομ­μου­νι­στι­κά και εργα­τι­κά κόμ­ματα των χωρών της σοσια­λι­στι­κής οικοδόμησης.

Τα προη­γού­με­να επέ­δρα­σαν αρνη­τι­κά στη δια­μόρ­φω­ση της στρα­τη­γι­κής και στη δρά­ση του συνό­λου των ΚΚ, όπως και στο εργα­τι­κό-λαϊ­κό κίνη­μα των καπι­τα­λι­στι­κών χωρών. Το ιδιαί­τε­ρο της κρί­σης του ΚΚΕ για την περί­ο­δο 1956- 1968 ήταν η παρου­σία της καθο­δή­γη­σής του και μεγά­λου μέρους των μελών του στις χώρες της σοσια­λι­στι­κής οικο­δό­μη­σης. Ιδιαί­τε­ρο χαρα­κτη­ρι­στι­κό απο­τε­λού­σε και η διά­λυ­ση των παρά­νο­μων Κομ­μα­τι­κών Οργα­νώ­σε­ων στην Ελλά­δα και η διά­χυ­ση των κομ­μα­τι­κών μελών στην ΕΔΑ (1958). Η παρα­τε­τα- μένη έλλει­ψη συν­δυα­σμού της νόμι­μης και της παρά­νο­μης δου­λειάς απο­τέ­λε­σε παρά­γο­ντα ενί­σχυ­σης των κοι­νο­βου­λευ­τι­κών αυτα­πα­τών, στη βάση και της προ­ϋ­πάρ­χου­σας στρα­τη­γι­κής των στα­δί­ων, που ενσω­μά­τω­νε πλέ­ον και έναν εκά­στο­τε στό­χο συνερ­γα­σί­ας με αστι­κές δημο­κρα­τι­κές πολι­τι­κές δυνά­μεις, κυρί­ως με την Ένω­ση Κέντρου, με στό­χο τον «εκδη­μο­κρα­τι­σμό και την εξο­μάλυνση του αστι­κού πολι­τι­κού συστή­μα­τος», που υπο­τί­θε­ται πως θα έφερ­νε «άρση του μετεμ­φυ­λια­κού καθε­στώ­τος και της παρά­νο­μης θέσης του ΚΚΕ».

Με δεδο­μέ­να όλα τα προη­γού­με­να, προ­δι­κτα­το­ρι­κά άμε­σα το ΚΚΕ, αλ­λά και μέσω της ΕΔΑ, κατήγ­γει­λε επα­νει­λημ­μέ­να τα αστι­κά σενά­ρια αναστο­λής του αστι­κού κοι­νο­βου­λευ­τι­σμού. Όμως, εκτι­μού­σε ότι αυτά εκπορεύο­νταν μόνο από το βασι­λιά και τη λεγά­με­νη «δεξιά» πτέ­ρυ­γα των αστι­κών πο­λιτικών δυνά­με­ων, σε συμ­μα­χία με τον αμε­ρι­κα­νι­κό ιμπε­ρια­λι­σμό. Ταυτόχρο­να, υπο­τι­μού­σε τον κίν­δυ­νο μιας στρα­τιω­τι­κής δικτα­το­ρί­ας (θεω­ρώ­ντας πιθα­νότερο ένα εκλο­γι­κό πρα­ξι­κό­πη­μα) και πίστευε ότι η αντι­με­τώ­πι­ση μιας ενδε­χόμενης ανα­στο­λής του κοι­νο­βου­λευ­τι­σμού απαι­τού­σε την ενδυ­νά­μω­ση της συμ­μα­χί­ας των λεγά­με­νων δημο­κρα­τι­κών δυνά­με­ων. Ως συνέ­πεια, δεν υπήρ­ξε μια ανά­λο­γη προ­ε­τοι­μα­σία για τη δημιουρ­γία του απα­ραί­τη­του μηχα­νι­σμού, που θα εξα­σφά­λι­ζε το συντο­νι­σμό της εργα­τι­κής-λαϊ­κής αντί­δρα­σης σε περί­πτωση στρα­τιω­τι­κού πρα­ξι­κο­πή­μα­τος και τη συνέ­χεια δρά­σης του Κόμ­μα­τος σε συν­θή­κες επι­κρά­τη­σής του.

Όμως, η ιστο­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα επι­βε­βαί­ω­σε για μια ακό­μα φόρα ότι, για όσο διά­στη­μα επι­κρα­τεί η καπι­τα­λι­στι­κή εξου­σία, η πολι­τι­κή μορ­φή που αυτή προ­σλαμ­βά­νει (αστι­κή κοι­νο­βου­λευ­τι­κή δημο­κρα­τία οποιοσ­δή­πο­τε μορ­φής, στρα­τιω­τι­κή ή μη δικτα­το­ρία κλπ.) δεν εξαρ­τά­ται πρώ­τι­στα από τη στά­ση και τη δρά­ση του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος και του εργα­τι­κού-λαϊ­κού κινή­μα­τος, αλλά κυρί­ως από το ποια μορ­φή εξυ­πη­ρε­τεί την ίδια την καπι­τα­λι­στι­κή εξου­σία ή του­λά­χι­στον από το ποια μορ­φή επι­λέ­γει το ισχυ­ρό­τε­ρο τμή­μα της αστι­κής τάξης στις εκά­στο­τε συνθήκες.

Γενι­κό­τε­ρα, από τη μελέ­τη της κατά­στα­σης του ΚΚΕ κατά τις προ­δι­κτα­το­ρι­κές συν­θή­κες, αλλά και εκεί­νης κατά το πρα­ξι­κό­πη­μα της 21 ης Απρί­λη και στο πρώ­το διά­στη­μα της δικτα­το­ρί­ας, προ­κύ­πτει για μια ακό­μα φορά το εξής καί­ριο και κρί­σι­μο συμπέ­ρα­σμα, που κατα­γρά­φε­ται στο Δοκί­μιο: Η ανά­γκη προ­ετοιμασίας, ετοι­μό­τη­τας, επα­γρύ­πνη­σης και λήψης των αντί­στοι­χων οργανω­τικών και πολι­τι­κών μέτρων ώστε το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα να αντα­πο­κρι­θεί στις απαι­τή­σεις της ταξι­κής πάλης σε οποιεσ­δή­πο­τε συν­θή­κες. Η προετοιμα­σία αυτή εξαρ­τά­ται από το Πρό­γραμ­μα και τη συλ­λο­γι­κή λει­τουρ­γία του Κόμ­ματος, την κομ­μα­τι­κή οικο­δό­μη­ση στην εργα­τι­κή τάξη και γενι­κό­τε­ρα σε το­μείς στρα­τη­γι­κής σημα­σί­ας για την ταξι­κή πάλη. Συντε­λεί­ται στην καθη­με­ρι­νή πάλη, με τον όρο ότι αυτή είναι ενταγ­μέ­νη και στο­χο­προ­ση­λω­μέ­νη, σε οποιεσ­δή­πο­τε συν­θή­κες και εναλ­λα­γές, στον αγώ­να για την επα­να­στα­τι­κή εργα­τι­κή εξου­σία, με γραμ­μή συσπεί­ρω­σης στο κοι­νω­νι­κό επί­πε­δο που συμ­βάλ­λει να ανε­βαί­νει η εργα­τι­κή-λαϊ­κή πεί­ρα και συνείδηση.

Με την επι­βο­λή της δικτα­το­ρί­ας, το Κόμ­μα βρέ­θη­κε αντι­μέ­τω­πο με την ευ­θύνη οργά­νω­σης της αντι­δι­κτα­το­ρι­κής πάλης. Όμως, η προ­σπά­θειά του να αντα­πο­κρι­θεί στα νέα του καθή­κο­ντα υπο­νο­μευό­ταν από την εκδή­λω­ση της προ­ε­τοι­μα­σμέ­νης ορμη­τι­κής επί­θε­σης του εγχώ­ριου δεξιού οπορ­του­νι­σμού και ανα­θε­ω­ρη­τι­σμού στις γραμ­μές του, που προ­σπα­θού­σε να παρε­μπο­δί­σει την ανα­συ­γκρό­τη­ση των παρά­νο­μων Κομ­μα­τι­κών Οργανώσεων.

Πριν περά­σει ένας χρό­νος από την επι­βο­λή του πρα­ξι­κο­πή­μα­τος, με τη διά­σπαση που σημειώ­θη­κε στη 12η Ευρεία Ολο­μέ­λεια του 1968, το ΚΚΕ κατά­φε­ρε να λύσει, έστω στοι­χειω­δώς, το βασι­κό ζήτη­μα, δηλα­δή να απαλ­λα­γεί από το βάρος των δια­μορ­φω­μέ­νων σε φρά­ξια οπορ­του­νι­στών, που επι­δί­ω­καν τη συνέ­χι­ση της διά­χυ­σης του Κόμ­μα­τος σε διά­φο­ρα σχή­μα­τα πολι­τι­κής συνεργα­σίας με αστι­κές δυνά­μεις. Στη 12η Ολο­μέ­λεια κρί­θη­κε η ιστο­ρι­κή συνέ­χεια του ΚΚΕ, ενώ στη βάση των απο­φά­σε­ών της ξεκί­νη­σε η ανα­συ­γκρό­τη­ση του Κόμ­ματος στην Ελλά­δα, ιδρύ­θη­κε η ΚΝΕ και επι­χει­ρή­θη­κε η ανά­κτη­ση και ισχυρο­ποίηση ορι­σμέ­νων μαρ­ξι­στι­κών-λενι­νι­στι­κών χαρα­κτη­ρι­στι­κών, που είχαν υπο­χωρήσει με την οργα­νω­τι­κή αφο­μοί­ω­ση των κομ­μου­νι­στών στην ΕΔΑ.

Ωστό­σο, παρά τη διά­σπα­ση από την οπορ­του­νι­στι­κή ομά­δα (που στη συνέ­χεια προ­χώ­ρη­σε στην ίδρυ­ση του λεγά­με­νου «ΚΚΕ Εσω­τε­ρι­κού») και την πολε­μική που ξεδι­πλώ­θη­κε ενα­ντί­ον της στη διάρ­κεια της δικτα­το­ρί­ας, δε σημειώ­θηκαν σημα­ντι­κά βήμα­τα στη διόρ­θω­ση της στρα­τη­γι­κής, δηλα­δή στον προσ­διορισμό του χαρα­κτή­ρα της επι­διω­κό­με­νης επα­νά­στα­σης και εξου­σί­ας. Κα­τά προ­έ­κτα­ση, στις κομ­μα­τι­κές απο­φά­σεις απου­σί­α­ζε η κρι­τι­κή τοπο­θέ­τη­ση στις επι­λο­γές που είχαν γίνει μετά από τη στρα­τιω­τι­κή ήττα του ΔΣΕ, ιδιαίτε­ρα έπει­τα από τη δεξιά οπορ­του­νι­στι­κή στρο­φή της 6ης Ολο­μέ­λειας του 1956. Υπό αυτό το πρί­σμα, ανά­με­σα στις και­νούρ­γιες επε­ξερ­γα­σί­ες που περιλαμβά­νει το προ­τει­νό­με­νο Δοκί­μιο, ιδιαί­τε­ρα σημα­ντι­κή είναι η απο­τί­μη­ση της στά­σης του ΚΚΕ απέ­να­ντι στην οπορ­του­νι­στι­κή ομά­δα, όπως παρα­τί­θε­ται στο υπο­κε­φά­λαιο 20.3.

Αυτό που έχει ιδιαί­τε­ρη σημα­σία είναι ότι, ακό­μα και μετά από τη διά­σπα­ση με την οπορ­του­νι­στι­κή ομά­δα, το ΚΚΕ εξα­κο­λου­θού­σε να έχει ως στρατηγι­κή αυτή των στα­δί­ων, η οποία, στις συν­θή­κες της δικτα­το­ρί­ας, εκφρά­στη­κε με τη διεκ­δί­κη­ση κυβέρ­νη­σης «όλων των αντι­δι­κτα­το­ρι­κών δυνά­με­ων». Σε αυτήν τη βάση απευ­θυ­νό­ταν σε αστι­κές και οπορ­του­νι­στι­κές πολι­τι­κές δυνά­μεις και στην ίδια βάση τις κατέ­κρι­νε για­τί δεν αντα­πο­κρί­νο­νταν και δεν ήταν προσα­νατολισμένες στην ανα­τρο­πή του δικτα­το­ρι­κού καθε­στώ­τος με τη μαζι­κή συμ­μετοχή του εργα­τι­κού-λαϊ­κού παρά­γο­ντα. Όμως, ακό­μα και χωρίς τη σύμ­φω­νη γνώ­μη και κοι­νή δρά­ση των αστι­κών και οπορ­του­νι­στι­κών δυνά­με­ων, η πρότα­ξη της «κυβέρ­νη­σης όλων των αντι­δι­κτα­το­ρι­κών δυνά­με­ων» καλ­λιερ­γού­σε αυ­ταπάτες στα ίδια τα μέλη και τα στε­λέ­χη του Κόμ­μα­τος, αλλά και σε όσους συ­μπορεύονταν μαζί του, παρό­τι αυτό συνέ­βαι­νε σε συν­θή­κες εκτε­τα­μέ­νης κρα­τικής κατα­στο­λής, σκλη­ρών διώ­ξε­ων και βασανισμών.

Συνο­λι­κό­τε­ρα, η δικτα­το­ρία παρέ­χει νέα πεί­ρα για τον ουτο­πι­κό χαρα­κτή­ρα της εκτί­μη­σης του Κόμ­μα­τος, που προ­έ­κυ­πτε και από τις αντί­στοι­χες του Δι­εθνούς Κομ­μου­νι­στι­κού Κινή­μα­τος, ότι ο δρό­μος πάλης για την αποκατάστα­ση της αστι­κής δημο­κρα­τί­ας απο­τε­λεί πρό­σφο­ρο πεδίο συγκέ­ντρω­σης δυνά­μεων και μετα­βα­τι­κό στά­διο για την επα­να­στα­τι­κή πάλη με στό­χο το σοσιαλι­σμό. Το βασι­κό πρό­βλη­μα, όπως εμφα­νί­στη­κε και στα κομ­μου­νι­στι­κά κόμμα­τα άλλων χωρών, ήταν η από­σπα­ση της πάλης για τα δημο­κρα­τι­κά δικαιώμα­τα και τις λαϊ­κές ελευ­θε­ρί­ες από την πάλη για το σοσια­λι­σμό, με απο­τέ­λε­σμα στη συνεί­δη­ση αγω­νι­ζό­με­νων εργα­τι­κών-λαϊ­κών δυνά­με­ων, ακό­μα και των πιο πρω­το­πό­ρων τμη­μά­των τους, να βαραί­νει ως αυτο­σκο­πός η πάλη για την «πιο καθα­ρή» αστι­κή κοι­νο­βου­λευ­τι­κή δημο­κρα­τία. Εξί­σου προ­βλη­μα­τι­κή αποδεί­χτηκε κατά την εξε­τα­ζό­με­νη περί­ο­δο και η προ­α­να­φε­ρό­με­νη εκτί­μη­ση του Δι­εθνούς Κομ­μου­νι­στι­κού Κινή­μα­τος ότι η κατά­κτη­ση του σοσια­λι­σμού δεν προ­ϋπέθετε επα­να­στα­τι­κή ρήξη με την καπι­τα­λι­στι­κή εξου­σία, αλλά μπο­ρού­σε να προ­κλη­θεί μέσα από μια κοι­νο­βου­λευ­τι­κή νίκη σε συνερ­γα­σία με αστι­κές ‑κυ­ρίως σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κές- πολι­τι­κές δυνάμεις.

Με δεδο­μέ­να τα προη­γού­με­να, μπο­ρού­με να πού­με ότι η συζή­τη­ση και ο προ­βλη­μα­τι­σμός που ανα­πτύ­χθη­κε στην ΚΕ, αλλά και σε μέλη του Κόμμα­τος κατά τη διάρ­κεια της εφτα­ε­τί­ας στρά­φη­κε κυρί­ως γύρω από το λεγό­με­νο «κομ­μα­τι­κό οργα­νω­τι­κό πρό­βλη­μα». Αρχι­κά, επι­κρά­τη­σε η άπο­ψη ότι η από­φαση «περά­σμα­τος» των κομ­μα­τι­κών μελών στην ΕΔΑ ήταν σωστή, ενώ κρι­νό­ταν αρνη­τι­κά η μη συγκρό­τη­ση παρά­νο­μων Κομ­μα­τι­κών Οργα­νώ­σε­ων στην Ελλά­δα. Η θέση αυτή, που υιο­θε­τή­θη­κε από την ΚΕ, περιεί­χε σαφή αντί­φα­ση, καθώς δεν ήταν δυνα­τόν οι κομ­μου­νι­στές να συμ­με­τέ­χουν σε δύο κόμ­μα­τα ταυ­τόχρονα. Αρκε­τά αργό­τε­ρα, στη 18η Ολο­μέ­λεια (1973), εκτι­μή­θη­κε ότι η διά­λυση των Κομ­μα­τι­κών Οργα­νώ­σε­ων ήταν θεμε­λια­κό λάθος. Και πάλι όμως, η θέση αυτή δε συν­δέ­θη­κε με την επα­νε­κτί­μη­ση της στρα­τη­γι­κής του Κόμματος.

Από αυτό το γεγο­νός, και συνο­λι­κό­τε­ρα από τη μελέ­τη της κομ­μα­τι­κής ιστο­ρίας τη συγκε­κρι­μέ­νη περί­ο­δο, πηγά­ζει ένα σημα­ντι­κό συμπέ­ρα­σμα που κα­ταγράφεται στο Δοκί­μιο και αφο­ρά την αξία της κομ­μα­τι­κής συλ­λο­γι­κό­τη­τας, που δεν πρέ­πει να αναι­ρεί­ται ή να καταρ­γεί­ται ανά­λο­γα με τις εκά­στο­τε συν­θήκες και τις δυσκο­λί­ες που αυτές ενέ­χουν. Αναμ­φι­σβή­τη­τα, η συλ­λο­γι­κό­τη­τα σε όλη την κλί­μα­κα του Κόμ­μα­τος δε δια­σφα­λί­ζε­ται με τον ίδιο τρό­πο σε συν­θή­κες παρα­νο­μί­ας όπως σε συν­θή­κες νόμι­μης δρά­σης. Απαι­τεί­ται συνε­χής έντα­ση της προ­σπά­θειας ανα­ζή­τη­σης μορ­φών και τρό­πων περιφρούρη­σης της συλ­λο­γι­κό­τη­τας, καθώς και της ανά­πτυ­ξης της ατο­μι­κής πρωτοβουλί­ας, αφού ο κομμουνιστής/η κομ­μου­νί­στρια όπου κι αν βρε­θεί, σε οποιεσ­δή­πο τε συν­θή­κες, πρέ­πει να δρα με βάση την ευθύ­νη του/της απέ­να­ντι στην εργα­τική τάξη, στα λαϊ­κά στρώματα.

Ωστό­σο, απά­τη μελέ­τη των πρα­κτι­κών των Ολο­με­λειών της ΚΕ την περί­ο­δο της εφτα­ε­τί­ας, προ­κύ­πτει ότι η συλ­λο­γι­κό­τη­τα δεν τηρή­θη­κε. Αυτό δεν οφει­λόταν μόνο στο ότι το καθο­δη­γη­τι­κό κέντρο ήταν έξω από την Ελλά­δα (με ένα τμή­μα του να δρα μέσα στη χώρα), ούτε απο­κλει­στι­κά στις αντι­κει­με­νι­κές συν­θήκες παρα­νο­μί­ας, που δυσκό­λευαν τη συμ­με­το­χή των μελών της ΚΕ από την Ελλά­δα και την εκ μέρους τους έγκαι­ρη απο­στο­λή παρά­νο­μου ενη­με­ρω­τι­κού υλι­κού με συμπε­ρά­σμα­τα, γνώ­μες και παρα­τη­ρή­σεις σχε­τι­κά με τη δρά­ση του Κόμ­μα­τος. Η μακρό­χρο­νη πεί­ρα του Κόμ­μα­τος έδει­ξε ότι, αν η συλ­λο­γι­κό­τη­τα βρί­σκε­ται στην πρώ­τη γραμ­μή της προ­σο­χής, υπάρ­χουν δυνα­τό­τη­τες αυτή να λει­τουρ­γεί με ορι­σμέ­νους τρό­πους και μορ­φές που εξα­σφα­λί­ζουν στην ΚΕ τη δυνα­τό­τη­τα να ασκεί τον καθο­δη­γη­τι­κό της ρόλο, έχο­ντας στη διά­θε­σή της τη γνώ­μη των παρα­κά­τω οργά­νων και των Κομ­μα­τι­κών Οργα­νώ­σε­ων Βάσης.

Δεκέμ­βρης 1973: Το 9ο Συνέ­δριο του ΚΚΕ

Στις τότε συν­θή­κες, με ευθύ­νη πριν απ’ όλα του ΠΓ, παρα­βιά­στη­κε η αρχή της συλ­λο­γι­κό­τη­τας όσον αφο­ρά την ενη­μέ­ρω­ση των μελών της ΚΕ, που απο­τελεί το ανώ­τε­ρο καθο­δη­γη­τι­κό όργα­νο, για την κατά­στα­ση στο ΠΓ, για τη στά­ση των μελών της οπορ­του­νι­στι­κής ομά­δας και αργό­τε­ρα για τα προ­βλή­μα­τα που προ­κα­λού­σε ο ΓΓ Κ. Κολι­γιάν­νης. Το πρό­βλη­μα ενη­μέ­ρω­σης της ΚΕ προ­ϋ­πήρ­χε της δικτα­το­ρί­ας και δια­τη­ρή­θη­κε στο μεγα­λύ­τε­ρο μέρος της. Μια έκ­φραση αυτού του προ­βλή­μα­τος ήταν οι πολύ αραιές συνε­δριά­σεις της ΚΕ, κα­θώς έγι­ναν μόνο 8 Ολο­μέ­λειες και το 9ο Συνέ­δριο μέσα σε 7 χρό­νια. Η παρα­βίαση της συλ­λο­γι­κό­τη­τας οδή­γη­σε στο συγκε­ντρω­τι­σμό στις απο­φά­σεις και επι­λο­γές, στη μεί­ω­ση του κύρους της ΚΕ, που μόνο ως ένα βαθ­μό αποκατα­στάθηκε μετά από τη 12η Ολο­μέ­λεια, ενώ σημα­ντι­κά βελ­τιώ­θη­κε η λει­τουρ­γία της μετά από τη 17η Ολο­μέ­λεια και την ανά­δει­ξη του X. Φλω­ρά­κη σε Α’ Γραμ­ματέα της ΚΕ.

Ανα­φο­ρι­κά με την τήρη­ση της κομ­μα­τι­κής συλ­λο­γι­κό­τη­τας, ανά­με­σα στις και­νούρ­γιες επε­ξερ­γα­σί­ες, που έγι­ναν υπό το φως και νέων ιστο­ρι­κών ντοκου­μέντων, ιδιαί­τε­ρη αξία έχει η εξέ­τα­ση της σύγκρου­σης του Κ. Κολι­γιάν­νη με το Πολι­τι­κό Γρα­φείο που οδή­γη­σε στην απαλ­λα­γή του, όπως περι­γρά­φε­ται στο υπο­κε­φά­λαιο 35.1, καθώς και η προ­σπά­θεια σύγ­χρο­νης απο­τί­μη­σής της που δίνε­ται στο υπο­κε­φά­λαιο 35.3 και η γενι­κή εκτί­μη­ση για τον Κ. Κολι­γιάν­νη, που γίνε­ται στο υπο­κε­φά­λαιο 36.3.

Η ουσία της εκτί­μη­σης είναι: Ο Κώστας Κολι­γιάν­νης ηγή­θη­κε της πάλης για την οργα­νω­τι­κή αυτο­τέ­λεια του ΚΚΕ λίγο πριν και κατά τη διάρ­κεια της 12ης Πλα­τιάς Ολο­μέ­λειας (1968), απο­δει­κνύ­ο­ντας ότι διέ­θε­τε αντα­να­κλα­στι­κά για την κατα­πο­λέ­μη­ση των πιο φανε­ρών εκδη­λώ­σε­ων του οπορ­του­νι­στι­κού ρεύ­ματος. Ωστό­σο, ακό­μα και έπει­τα από την απο­χώ­ρη­ση της οπορ­του­νι­στι­κής ομά­δας στη διάρ­κεια της 12ης Ολο­μέ­λειας, ο Κώστας Κολι­γιάν­νης επέ­μει­νε να μη βλέ­πει το πραγ­μα­τι­κό βάθος του οργα­νω­τι­κού προ­βλή­μα­τος και να το απο­συνδέει από τις απο­φά­σεις της 8ης Ολο­μέ­λειας του 1958 και του 8ου Συνεδρί­ου (1961) για τα κομ­μα­τι­κά στη­ρίγ­μα­τα, ενώ εκτι­μού­σε ότι αρκού­σε η περιορι­σμένη διορ­θω­τι­κή κίνη­ση που επι­χει­ρή­θη­κε με την από­φα­ση της 8ης Ολομέ­λειας του 1965, που μιλού­σε για ενί­σχυ­ση των κομ­μα­τι­κών στη­ριγ­μά­των. Δεν μπό­ρε­σε να δει το θέμα αυτο­κρι­τι­κά, ενώ επι­πλέ­ον για μεγά­λο χρο­νι­κό διάστη­μα αμφι­σβη­τού­σε και ότι υπήρ­χε από­φα­ση για διά­λυ­ση των Κομ­μα­τι­κών Οργα­νώσεων, ενώ ο ίδιος την είχε εισηγηθεί.

Η μελέ­τη της Ιστο­ρί­ας του ΚΚΕ δεν έχει ούτε εγκυ­κλο­παι­δι­κό χαρα­κτή­ρα ούτε επε­τεια­κό. Είναι πηγή προ­κλή­σε­ων για το σήμε­ρα και το αύριο της ταξι­κής πάλης στην Ελλά­δα και όχι μόνο

Ξεχω­ρι­στό μερί­διο ευθύ­νης, λόγω της χρέ­ω­σής του, έχει και για το γεγο­νός ότι η ΚΕ δε συνει­δη­το­ποί­η­σε το ιδε­ο­λο­γι­κό-πολι­τι­κό βάθος των διαφωνι­ών της οπορ­του­νι­στι­κής ομά­δας, που εκτει­νό­ταν πολύ πέραν των οργανωτι­κών ζητη­μά­των. Βέβαια, για τη συνει­δη­το­ποί­η­ση αυτού του ζητή­μα­τος απαι­τούνταν η συλ­λο­γι­κή υπέρ­βα­ση εκ μέρους των καθο­δη­γη­τι­κών οργά­νων του ΚΚΕ των προ­βλη­μα­τι­κών επε­ξερ­γα­σιών του Διε­θνούς Κομ­μου­νι­στι­κού Κινή­ματος την περί­ο­δο 1956–1968, γεγο­νός που θα σημα­το­δο­τού­σε τη σύγκρου­ση με το ΚΚΣΕ.

Την ίδια περί­ο­δο, η δια­φω­νία του Κολι­γιάν­νη με άλλα μέλη του ΠΓ και της ΚΕ ανα­φο­ρι­κά με την από­φα­ση διά­λυ­σης των Κομ­μα­τι­κών Οργα­νώ­σε­ων δυσχέ­ρα­νε τη συλ­λο­γι­κή λει­τουρ­γία των οργά­νων και οδη­γού­σε σε σημα­ντι­κές κα­θυστερήσεις ανα­φο­ρι­κά με την προ­ε­τοι­μα­σία του 9ου Συνε­δρί­ου του ΚΚΕ. Ο Κώστας Κολι­γιάν­νης έχει ξεχω­ρι­στή ευθύ­νη για την έλλει­ψη συλ­λο­γι­κό­τη­τας στα καθο­δη­γη­τι­κά όργα­να του Κόμ­μα­τος, όπως και για το γεγο­νός ότι δεν προ­βληματίστηκε από την αντι­κει­με­νι­κή κρι­τι­κή που ασκού­σαν μέλη της ΚΕ πάνω στο συγκε­κρι­μέ­νο θέμα. Είχε ακό­μα ευθύ­νη για το γεγο­νός ότι το ΠΓ υποκατέ­στησε την ΚΕ ως καθο­δη­γη­τι­κά όργα­νο του Κόμ­μα­τος, όπως και για τις αραι­ές χρο­νι­κά συνε­δριά­σεις του ΠΓ, οι οποί­ες μάλι­στα ανα­βάλ­λο­νταν όταν αντι­μετώπιζε προ­βλή­μα­τα υγεί­ας. Η συγκε­κρι­μέ­νη προ­βλη­μα­τι­κή λει­τουρ­γία, για την οποία βαρύ­νο­νται και άλλα μέλη των καθο­δη­γη­τι­κών οργά­νων, δεν αντα­πο­κρι­νό­ταν στις απαι­τή­σεις της δρά­σης του Κόμ­μα­τος, πόσω μάλ­λον στις ιδι­αίτερες συν­θή­κες που δια­μόρ­φω­νε η παρά­νο­μη δρά­ση του Κόμ­μα­τος σε συν­θήκες στρα­τιω­τι­κής δικτατορίας.

Παράλ­λη­λα, μέσα και από τη μελέ­τη των αρχεί­ων τεκ­μαί­ρε­ται ότι και τα μέ­λη του ΠΓ που έθε­σαν ζήτη­μα για τον Κ. Κολι­γιάν­νη δεν ακο­λού­θη­σαν διαδικα­σίες που θα διευ­κό­λυ­ναν την απο­κα­τά­στα­ση της κομ­μα­τι­κής συλ­λο­γι­κό­τη­τας. Αντί­θε­τα, έθε­σαν το ζήτη­μα στη συνά­ντη­ση αντι­προ­σω­πί­ας του ΚΚΕ με αντί­στοιχη του ΚΚΣΕ, δίχως να έχουν ενη­με­ρώ­σει πρώτ’ απ’ όλα το ΠΓ και κυρί­ως να έχουν θέσει ζήτη­μα στην ίδια την ΚΕ για τα προ­βλή­μα­τα που προ­κα­λού­σε ο Α’ Γραμ­μα­τέ­ας στη λει­τουρ­γία του καθο­δη­γη­τι­κού οργά­νου, το οποίο ήταν και υπεύ­θυ­νο να κρί­νει και να απο­φα­σί­σει. Η επι­λο­γή τους εκδή­λω­νε αδικαιολόγη­το δισταγ­μό και ατολ­μία να μπαί­νουν ανοι­χτά και καθα­ρά τα ζητή­μα­τα σε όλο το βάθος, παρά τις μεμο­νω­μέ­νες κρι­τι­κές που είχαν εκφρα­στεί σε προηγούμε­νες Ολο­μέ­λειες, ιδιαί­τε­ρα μετά από τη 14η Ολομέλεια.

Από την άλλη, η επι­λο­γή των μελών του ΠΓ να θέσουν το ζήτη­μα στο ΚΚΣΕ δε δικαιώ­νει την αντί­δρα­ση του Κ. Κολι­γιάν­νη, ούτε την κατη­γο­ρία ενα­ντί­ον τους ότι συνι­στού­σαν φρά­ξια. Όπως και η στά­ση του Κολι­γιάν­νη και τα συνο­λικότερα προ­βλή­μα­τα που είχε προ­κα­λέ­σει η πολι­τι­κή της διά­λυ­σης των Κομ­ματικών Οργα­νώ­σε­ων δε δικαιώ­νουν τη στά­ση των στε­λε­χών του ΚΚΣΕ, που επι­χεί­ρη­σαν να παρου­σιά­σουν τη διά­λυ­ση των Κομ­μα­τι­κών Οργα­νώ­σε­ων ως απο­κλει­στι­κή επι­λο­γή της ηγε­σί­ας του ΚΚΕ. Σχε­τι­κά με την από­φα­ση της 8ης Ολο­μέ­λειας της ΚΕ του 1958, μπο­ρεί το ΚΚΣΕ να μην πρό­τει­νε ή να μην υπο­στήριξε ρητά τη διά­λυ­ση των Κομ­μα­τι­κών Οργα­νώ­σε­ων, όμως στην ουσία εκεί οδη­γού­σε η συμ­φω­νία του με τη γνώ­μη της ηγε­σί­ας του ΚΚΕ ότι απαι­τού­νταν στις συν­θή­κες της παρα­νο­μί­ας η έντα­ξη όλων των κομ­μα­τι­κών δυνά­με­ων στο νόμι­μο πολι­τι­κό κόμ­μα της ΕΔΑ και η δημιουρ­γία στε­νού κομ­μα­τι­κού κέντρου, που ονο­μά­στη­κε Κλι­μά­κιο της ΚΕ.

Στην περί­ο­δο μετά από τον Κολι­γιάν­νη, ιδιαί­τε­ρη σημα­σία έχει η προ­πα­ρα­σκευή της 18ης Ολο­μέ­λειας για το 9ο Συνέ­δριο του Κόμ­μα­τος, όπως παρου­σιάζεται στο Κεφά­λαιο 40, καθώς και οι απο­φά­σεις του 9ου Συνε­δρί­ου και η απο­τί­μη­σή τους, όπως δίνε­ται στο Κεφά­λαιο 45. Επρό­κει­το για απο­φά­σεις που δια­τη­ρή­θη­καν μετά από την πτώ­ση της δικτα­το­ρί­ας και επη­ρέ­α­σαν τη στρα­τη­γι­κή του Κόμ­μα­τος για πολ­λά χρόνια.

Στο Σχέ­διο Προ­γράμ­μα­τος που υιο­θέ­τη­σε η 18η Ολο­μέ­λεια σωστά ασκήθη­κε κρι­τι­κή στον προη­γού­με­νο προσ­διο­ρι­σμό της «μη μονο­πω­λια­κής αστι­κής τάξης» ως «εθνι­κής αστι­κής τάξης», με τον οποίο αιτιο­λο­γού­νταν τα προ­δι­κτα­το­ρι­κά χρό­νια η ανά­γκη συνερ­γα­σί­ας της ΕΔΑ με την Ένω­ση Κέντρου, που θε­ωρούνταν εκφρα­στής της λεγά­με­νης «εθνι­κής αστι­κής τάξης» και, επο­μέ­νως, εχθρός των μονο­πω­λί­ων και του ιμπε­ρια­λι­σμού. Ωστό­σο, η συγκε­κρι­μέ­νη κριτι­κή συνέ­χι­ζε να υιο­θε­τεί (στο πρό­τυ­πο αντί­στοι­χων επε­ξερ­γα­σιών του Διε­θνούς Κομ­μου­νι­στι­κού Κινή­μα­τος) τον αντι­δια­λε­κτι­κό χωρι­σμό της αστι­κής τάξης σε μονο­πω­λια­κή και μη, καθώς και τον επί­σης λαθε­μέ­νο χαρα­κτη­ρι­σμό συνο­λι­κά της εγχώ­ριας αστι­κής τάξης ως εξαρ­τη­μέ­νης από το ξένο κεφά­λαιο.

Υπό το πρί­σμα της συγκε­κρι­μέ­νης ανά­λυ­σης, ο ιμπε­ρια­λι­σμός απο­σπό­ταν από τις σύγ­χρο­νες καπι­τα­λι­στι­κές σχέ­σεις παρα­γω­γής στο εσω­τε­ρι­κό κά­θε χώρας, εκτι­μώ­με­νος απο­κλει­στι­κά ως εξω­τε­ρι­κή πολι­τι­κο­οι­κο­νο­μι­κή και στρα­τιω­τι­κή επέμ­βα­ση των πιο ισχυ­ρών καπι­τα­λι­στι­κών κρα­τών και κυρί­ως των ΗΠΑ στα εσω­τε­ρι­κά άλλων καπι­τα­λι­στι­κών κρα­τών και απέ­να­ντι στις θε­λήσεις ακό­μα και δυνα­μι­κών τμη­μά­των της αστι­κής τάξης. Για τον ίδιο λόγο, η δικτα­το­ρία χαρα­κτη­ρι­ζό­ταν ξενο­κί­νη­τη και αιτιο­λο­γού­νταν απο­κλει­στι­κά στη βάση των επι­διώ­ξε­ων του αμε­ρι­κα­νι­κού ιμπε­ρια­λι­σμού. Ως συνέ­πεια, προτασ­σόταν η λαθε­μέ­νη στρα­τη­γι­κή επι­δί­ω­ξης μιας εξου­σί­ας που, απαλ­λαγ­μέ­νη από την εξάρ­τη­ση του ξένου κεφα­λαί­ου και των μονο­πω­λί­ων, θα στε­κό­ταν ανάμε­σα στην καπι­τα­λι­στι­κή και στη σοσια­λι­στι­κή, ανοί­γο­ντας πρα­κτι­κά το δρό­μο προς τη δεύτερη.

Γι’ αυτό και το Σχέ­διο Προ­γράμ­μα­τος που υιο­θέ­τη­σε η 18η Ολο­μέ­λεια όχι μόνο μιλού­σε για μια ενιαία επα­να­στα­τι­κή δια­δι­κα­σία που θα περι­λάμ­βα­νε το αντι­μπε­ρια­λι­στι­κό-αντι­μο­νο­πω­λια­κό στά­διο και το σοσια­λι­στι­κό, αλλά υιοθε­τούσε και τη φάση της λεγά­με­νης «Νέας Δημο­κρα­τί­ας» ως προ­θά­λα­μο του πρώ­του στα­δί­ου. Στο ίδιο πλαί­σιο, το Σχέ­διο Προ­γράμ­μα­τος θεω­ρού­σε ένα τμή­μα της «μη μονο­πω­λια­κής αστι­κής τάξης», όπως και την πλού­σια αγρο­τιά, ως δυνη­τι­κά κινη­τή­ριες δυνά­μεις του «καθε­στώ­τος της Νέας Δημο­κρα­τί­ας», δηλα­δή ενός καθε­στώ­τος που παρου­σια­ζό­ταν ως συν­δε­δε­μέ­νο με την κυβέρ­νηση των αντι­δι­κτα­το­ρι­κών δυνάμεων.

Συνο­λι­κό­τε­ρα, το Σχέ­διο Προ­γράμ­μα­τος προ­ω­θού­σε έναν περαι­τέ­ρω κα­τακερματισμό της ήδη δια­σπα­σμέ­νης σε δύο στά­δια στρα­τη­γι­κής του ΚΚΕ (το δημο­κρα­τι­κό — αντι­μο­νο­πω­λια­κό — αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κό και το σοσια­λι­στι­κό στά­διο), ενώ με την επι­δί­ω­ξη της «Νέας Δημο­κρα­τί­ας», το Κόμ­μα ήταν πρό­θυ­μο να συμ­με­τά­σχει σε συμ­μα­χία με αστι­κές πολι­τι­κές δυνά­μεις ή ακό­μα και στη συ­γκρότηση μιας κυβέρ­νη­σης συνερ­γα­σί­ας για την επα­να­φο­ρά της αστι­κής κοι­νοβουλευτικής δημοκρατίας.

Ταυ­τό­χρο­να και αντι­φα­τι­κά, το Σχέ­διο Προ­γράμ­μα­τος θεω­ρού­σε ότι στην Ελλά­δα υπήρ­χαν οι βασι­κές υλι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις για το πέρα­σμα στο σοσιαλι­σμό, καθώς και μια έμπει­ρη εργα­τι­κή τάξη, με το μαρ­ξι­στι­κό-λενι­νι­στι­κό κόμ­μα της και ένας λαός δοκι­μα­σμέ­νος σε αγώ­νες, και δια­κή­ρυτ­τε την ανά­γκη ανα­τροπής της δικτα­το­ρί­ας από την εργα­τι­κή-λαϊ­κή δράση.

Ακό­μα, η σωστή κρι­τι­κή στις προ­δι­κτα­το­ρι­κές αντι­λή­ψεις περί της μετα­τροπής της ΕΔΑ σε ενιαίο Κόμ­μα, όπως και η ορθή επι­σή­μαν­ση ότι η ΕΔΑ δεν μπο­ρού­σε να δια­δρα­μα­τί­σει το ρόλο του νόμι­μου εκφρα­στή του δημο­κρα­τι­κού κινή­μα­τος, δε συνο­δεύ­ο­νταν με πιο ουσια­στι­κά συμπε­ρά­σμα­τα για τη λεγάμε­νη «Αρι­στε­ρά» (στην οποία περι­λαμ­βά­νο­νταν σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κές και οπορ­του­νι­στι­κές δυνά­μεις ως σύμ­μα­χες). Έτσι, συνε­χι­ζό­ταν η επι­δί­ω­ξη ενός νέου σχή­μα­τος πολι­τι­κής συμ­μα­χί­ας με σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κές, οπορ­του­νι­στι­κές, αλ­λά και άλλες αστι­κές πολι­τι­κές δυνά­μεις, που θα ήταν απαλ­λαγ­μέ­νο από ορι­σμένα προ­βλή­μα­τα της ΕΔΑ. Αυτή η προ­σέγ­γι­ση εκφρά­στη­κε τόσο στην αντι­μετώπιση του ΠΑΜ όσο και στην αμβλυ­μέ­νη κρι­τι­κή απέ­να­ντι σε αστι­κές και οπορ­του­νι­στι­κές δυνά­μεις, όπως το ΠΑΚ, η Δημο­κρα­τι­κή Άμυ­να, ακό­μα και το λεγό­με­νο «ΚΚΕ Εσωτερικού».

Έτσι και αλλιώς, η γενι­κό­τε­ρη κρι­τι­κή στην οπορ­του­νι­στι­κή ομά­δα χαρακτη­ριζόταν από τις συνε­χι­ζό­με­νες αντι­φά­σεις στη στρα­τη­γι­κή του Κόμ­μα­τος. Κα­τά συνέ­πεια, ενώ σωστά η συγκρό­τη­ση οπορ­του­νι­στι­κής ομά­δας στα καθο­δη­γη­τι­κά όργα­να του Κόμ­μα­τος εντο­πι­ζό­ταν αρκε­τά νωρί­τε­ρα από τη 12η Ολο­μέλεια (1968), απο­συν­δέ­ο­νταν οι από­ψεις της από τη δεξιά οπορ­του­νι­στι­κή στρο­φή που συντε­λέ­στη­κε στην 6η Ολο­μέ­λεια του 1956.

Οι απο­φά­σεις του 9ου Συνε­δρί­ου σε μεγά­λο βαθ­μό στη­ρί­χτη­καν στην προ- παρα­σκευή της 18ης Ολο­μέ­λειας. Το Κόμ­μα παρέ­μει­νε εγκλω­βι­σμέ­νο σε προ­βληματικά κρι­τή­ρια ανά­λυ­σης και εκτί­μη­σης του καπι­τα­λι­σμού στην Ελλά­δα, χωρίς να ερμη­νεύ­ει αντι­κει­με­νι­κά την ανι­σο­με­τρία, την ανι­σο­τι­μία στις δια­κρα­τι­κές καπι­τα­λι­στι­κές σχέ­σεις. Στην ανά­λυ­ση του 9ου Συνε­δρί­ου, όπως και προ­ηγούμενα, καθώς και στην εκτί­μη­ση για την ανά­πτυ­ξη του ελλη­νι­κού καπιταλι­σμού, βάραι­νε το κρι­τή­ριο της ανά­πτυ­ξης της βιο­μη­χα­νί­ας μέσων παρα­γω­γής και όχι συνο­λι­κά της περαι­τέ­ρω επέ­κτα­σης των καπι­τα­λι­στι­κών σχέ­σε­ων σε διά­φορους κλά­δους της μετα­ποί­η­σης και της οικονομίας.

Υπό αυτό το πρί­σμα, το 9ο Συνέ­δριο δεν έβλε­πε ότι η αστι­κή τάξη στην Ελ­λάδα ‑ανε­ξάρ­τη­τα από το αν τα πιο αδύ­να­μα τμή­μα­τά της δυσκο­λεύ­ο­νταν να επι­βιώ­σουν σε συν­θή­κες ενσω­μά­τω­σης στην περι­φε­ρεια­κή ή παγκό­σμια κα­πιταλιστική αγο­ρά και οξυ­μέ­νου αντα­γω­νι­σμού τους με τα ξένα μονο­πώ­λια- ήταν στα­θε­ρά προ­σα­να­το­λι­σμέ­νη στην ανα­βάθ­μι­σή της διε­θνώς και αυτόν το στό­χο υπη­ρε­τού­σαν οι επι­λο­γές της. Συνέ­χι­σε να θεω­ρεί την εξάρ­τη­ση της Ελ­λάδας ως υπεύ­θυ­νη για τη σχε­τι­κή βιο­μη­χα­νι­κή καθυ­στέ­ρη­ση της χώρας και να μην ανι­χνεύ­ει τους αντι­κει­με­νι­κούς παρά­γο­ντες που ωθούν τους εγχώ­ριους καπι­τα­λι­στές στην επι­λο­γή των επενδύσεων.

Δεν εκτι­μού­σε αντι­κει­με­νι­κά τους μακρο­χρό­νιους ιστο­ρι­κού χαρα­κτή­ρα πα­ράγοντες που οδή­γη­σαν στην υπερ­τρο­φι­κή ανά­πτυ­ξη της ναυ­τι­λί­ας, των εξα­γωγών αγρο­τι­κών προ­ϊ­ό­ντων κλπ. Αντί­θε­τα, αντι­με­τώ­πι­ζε αυτήν την υπερτρο­φική ανά­πτυ­ξη ως συνέ­πεια και προ­έ­κτα­ση της εξάρ­τη­σης. Ανά­λο­γα ερμηνευό­ταν η μεγα­λύ­τε­ρη επι­βί­ω­ση της μικρής εμπο­ρευ­μα­τι­κής παρα­γω­γής (στην αγρο­τι­κή παρα­γω­γή και στη μετα­ποί­η­ση) και γενι­κό­τε­ρα η επι­βί­ω­ση περισσό­τερων μικρο­α­στι­κών στρω­μά­των στις κατα­σκευ­ές, στις χερ­σαί­ες και θαλάσσι­ες μετα­φο­ρές, ακό­μα και στο εμπό­ριο συγκρι­τι­κά με άλλα καπι­τα­λι­στι­κά κρά­τη, κυρί­ως στη Δυτι­κή Ευρώπη.

Για πολ­λά χρό­νια, το Κόμ­μα αντι­φα­τι­κά στε­κό­ταν και ως προς το ρόλο των Άμε­σων Ξένων Επεν­δύ­σε­ων (ΑΞΕ). Το Κόμ­μα αντι­με­τώ­πι­ζε τις ΑΞΕ ως παράγο­ντα υπο­δού­λω­σης και καθυ­στέ­ρη­σης της καπι­τα­λι­στι­κής Ελλά­δας, ως μοχλό εξάρ­τη­σής της από το ξένο κεφά­λαιο και όχι και ως μέσο επέ­κτα­σης των καπι­ταλιστικών σχέ­σε­ων, ενί­σχυ­σης της εγχώ­ριας αστι­κής τάξης και επί­τευ­ξης κα­πιταλιστικής ανά­πτυ­ξης με όρους ανι­σο­με­τρί­ας στην παγκό­σμια ή περιφερει­ακή καπι­τα­λι­στι­κή αγο­ρά. Εξί­σου λαθε­μέ­να και αντι­φα­τι­κά θεω­ρού­σε τα ξένα κρά­τη υπεύ­θυ­να για την καθυ­στέ­ρη­ση βιο­μη­χα­νι­κών επεν­δύ­σε­ων. Δεν έβλε­πε ότι στον περιο­ρι­σμέ­νο προ­σα­να­το­λι­σμό των ΑΞΕ προς την Ελλά­δα συνέβαλ­λε προ­πο­λε­μι­κά το πολύ περιο­ρι­σμέ­νο μέγε­θος της εσω­τε­ρι­κής καπιταλιστι­κής αγο­ράς και μετα­πο­λε­μι­κά και το γεγο­νός ότι, με εξαί­ρε­ση την Τουρ­κία, δε συνό­ρευε χερ­σαία με καπι­τα­λι­στι­κές οικονομίες.

Κάτω από το βάρος των προη­γού­με­νων προ­βλη­μα­τι­κών επε­ξερ­γα­σιών, το 9ο Συνέ­δριο δεν μπό­ρε­σε να απο­τι­μή­σει αντι­κει­με­νι­κά το χαρα­κτή­ρα της τότε καπι­τα­λι­στι­κής οικο­νο­μι­κής κρί­σης. Για την επε­ξερ­γα­σία-συγ­γρα­φή του Γ2 Τό­μου μελε­τή­θη­καν ορι­σμέ­να σχε­τι­κά άρθρα της περιό­δου προ­ε­τοι­μα­σί­ας του 9ου Συνε­δρί­ου, αλλά και τα πρα­κτι­κά της διε­ξα­γω­γής του, καθώς και αρθρο­γρα­φία Σοβιε­τι­κών ειδι­κών στο Νέο Κόσμο. Από αυτά προ­κύ­πτει ότι η καπι­ταλιστική οικο­νο­μι­κή κρί­ση ταυ­τι­ζό­ταν με τον αμφι­λε­γό­με­νο και χρησιμοποι­ούμενο με δια­φο­ρε­τι­κούς προσ­διο­ρι­σμούς όρο της «γενι­κής κρί­σης του καπι­ταλισμού», που είχε υιο­θε­τη­θεί από το Διε­θνές Κομ­μου­νι­στι­κό Κίνη­μα από τις πρώ­τες 10ετίες του 20ού αιώνα.

Ωστό­σο, αν και πρό­κει­ται για μια περί­ο­δο που η καπι­τα­λι­στι­κή οικο­νο­μι­κή κρί­ση είχε συγ­χρο­νι­σμέ­νο παγκό­σμιο χαρα­κτή­ρα και σημα­ντι­κό βάθος και στον έναν ή άλλο βαθ­μό συν­δέ­θη­κε και με γεγο­νό­τα πολι­τι­κής κρί­σης σε κάποιες χώρες ή έντα­σης των ιμπε­ρια­λι­στι­κών πολέ­μων και των συνε­πειών τους, ούτε από το ΚΚΕ στην παρού­σα συνε­δρια­κή φάση, ούτε γενι­κό­τε­ρα από το Διε­θνές Κομ­μου­νι­στι­κό Κίνη­μα συν­δέ­θη­κε με προ­βλη­μα­τι­σμούς για ανί­χνευ­ση στοιχεί­ων αρχό­με­νης επα­να­στα­τι­κής κατά­στα­σης. Έτσι, την ίδια ώρα που υιοθετού­νταν ο όρος «γενι­κή κρί­ση του καπι­τα­λι­σμού» και γινό­ταν η εκτί­μη­ση ότι ο δι­εθνής ιμπε­ρια­λι­σμός ήταν απο­δυ­να­μω­μέ­νος, οι πολι­τι­κές που προ­ω­θού­νταν παρέ­με­ναν στο έδα­φος της δια­χεί­ρι­σής του.

Εξαι­τί­ας και όλων των παρα­πά­νω, το Πρό­γραμ­μα που ψήφι­σε το 9ο Συνέ­δριο, παρά τις βελ­τιώ­σεις που επέ­φε­ρε σε σχέ­ση με παλιό­τε­ρες εκτι­μή­σεις και την κρι­τι­κή προη­γού­με­νων απο­φά­σε­ων, στην ουσία άφη­σε άθι­κτο τον κρί­σιμης σημα­σί­ας πυρή­να του λαθε­μέ­νου Προ­γράμ­μα­τος του 8ου Συνε­δρί­ου, δηλα­δή τη λογι­κή των δύο στα­δί­ων της επα­να­στα­τι­κής δια­δι­κα­σί­ας, όπως και το ζήτη­μα της εκτί­μη­σης της ανά­πτυ­ξης του ελλη­νι­κού καπι­τα­λι­σμού και της απο­τί­μη­σης της θέσης του στο διε­θνές ιμπε­ρια­λι­στι­κό σύστημα.

  • Ανα­πα­ρή­γα­γε την αντί­φα­ση, αφε­νός, να εκτι­μά ότι στην Ελλά­δα υπήρ­χαν οι υλι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις για το σοσια­λι­στι­κό μετα­σχη­μα­τι­σμό και, αφε­τέ­ρου, να προσ­διο­ρί­ζει το χαρα­κτή­ρα της επα­νά­στα­σης με κρι­τή­ρια τη θέση της χώρας στο ιμπε­ρια­λι­στι­κό σύστη­μα και το συσχε­τι­σμό δυνά­με­ων. Πρό­βα­λε την ύπαρ­ξη δύο αντι­θέ­σε­ων στην καπι­τα­λι­στι­κή κοι­νω­νία, τη βασι­κή κεφα­λαί­ου-εργα­σί­ας και μια άλλη ως κυρί­αρ­χη, την αντί­θε­ση ανά­με­σα στις μονο­πω­λια­κές και μη μονο­πω­λια­κές δυνά­μεις, περι­λαμ­βά­νο­ντας στις δεύ­τε­ρες και τμή­μα­τα της αστι­κής τάξης και όλα τα μεσαία στρώ­μα­τα. Αυτή ήταν η βάση και του μη αντι­κειμενικού ταξι­κά προσ­διο­ρι­σμού των αστι­κών πολι­τι­κών δυνά­με­ων και της στά­σης του Κόμ­μα­τος απέ­να­ντι τους και τελι­κά της επι­δί­ω­ξης μιας συνεργασί­ας μαζί τους και πολύ περισ­σό­τε­ρο μιας ενδιά­με­σης εξου­σί­ας μετα­ξύ της κα­πιταλιστικής και της σοσιαλιστικής.
  • Έτσι και αλλιώς, ο προσ­διο­ρι­σμός του σοσια­λι­σμού ως «τελι­κού» σκο­πού στο Πρό­γραμ­μα που υπερ­ψή­φι­σε το 9ο Συνέ­δριο υπο­δή­λω­νε με σαφή­νεια ότι υπήρ­χαν άλλοι άμε­σοι, ενδιά­με­σοι κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κοί και οικο­νο­μι­κοί στό­χοι, μετα­βα­τι­κό πολι­τι­κό καθε­στώς στο έδα­φος του καπι­τα­λι­σμού. Με αυτόν τον τρό­πο, όμως, απο­σπό­ταν η καθη­με­ρι­νή πάλη από την πάλη για το σοσιαλισμό.
  • Οι προη­γού­με­νες προ­σεγ­γί­σεις έρχο­νταν σε αντί­θε­ση με τη λενι­νι­στι­κή θέ­ση ότι ο ιμπε­ρια­λι­σμός είναι το ανώ­τα­το στά­διο του καπι­τα­λι­σμού. Δεν τοπο­θετούνταν αντι­κει­με­νι­κά ως προς τη θέση των τάξε­ων, δηλα­δή της αστι­κής και της εργα­τι­κής τάξης, αλλά και των ενδιά­με­σων στρω­μά­των απέ­να­ντι στην αστι­κή εξου­σία και στο χαρα­κτή­ρα της επανάστασης.

Είναι ενδει­κτι­κό ότι ο όρος «επα­να­στα­τι­κή κατά­στα­ση» ως αντι­κει­με­νι­κός παρά­γο­ντας για πραγ­μα­το­ποί­η­ση της επα­να­στα­τι­κής εξέ­γερ­σης για την ανα­τρο­πή της αστι­κής πολι­τι­κής εξου­σί­ας, το τσά­κι­σμα του αστι­κού κρά­τους, το επα­να­στα­τι­κό πέρα­σμα στην εργα­τι­κή εξου­σία, δεν υπήρ­ξε στα ντο­κου­μέ­ντα του 9ου Συνε­δρί­ου. Είναι δύσκο­λο να ερμη­νευ­τεί αυτή η ανε­πάρ­κεια μόνο ως θεω­ρη­τι­κή, καθώς ήταν γνω­στή η σχε­τι­κή ανά­λυ­ση του Λένιν. Περισ­σό­ε­ρο μπο­ρεί να εξη­γη­θεί από τη μεταρ­ρυθ­μι­στι­κή αντί­λη­ψη που σε τελευ­ταία ανά­λυ­ση δια­κα­τέ­χει τη στρα­τη­γι­κή των στα­δί­ων, αφού στο πρώ­το δεν υπάρ­χει σύγκρου­ση με την αστι­κή τάξη και το κρά­τος της, ενώ το δεύ­τε­ρο στά­διο προ­κύ­πτει εξε­λι­κτι­κά σε σχέ­ση με το πρώ­το. Έτσι, ακό­μα κι όταν η έναρ­ξη του πρώ­του στα­δί­ου συν­δε­ό­ταν με πιο δυνα­μι­κή ή και ένο­πλη μορ­φή πάλης, αυ- ό δε συνι­στού­σε επα­να­στα­τι­κή ανα­τρο­πή, αφού σε αυτή συμ­με­τεί­χε και τμή­μα­τα των αστι­κών δυνά­με­ων, ενώ δεν έθι­γε την καπι­τα­λι­στι­κή ιδιο­κτη­σία. Άλλω­στε, μια ένο­πλη μορ­φή πάλης μπο­ρεί να εκδη­λω­θεί και σε ένα μη επα­να­στα­τι­κό (με την έννοια της αλλα­γής τάξης στην εξου­σία) αγώ­να, π.χ., εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κό, αντιαποικιακό.

Η στρα­τη­γι­κή που υιο­θέ­τη­σε το ΚΚΕ στο Πρό­γραμ­μα του 9ου Συνε­δρί­ου ου είχε επι­πτώ­σεις στην παρα­πέ­ρα πορεία του Κόμ­μα­τος, από την αρχή ακό­μα της Μετα­πο­λί­τευ­σης έως και το 1996, όταν με το Πρό­γραμ­μα που υιο­θέ­τη­σε το 15ο Συνέ­δριο ξεκα­θά­ρι­σε το ζήτη­μα του χαρα­κτή­ρα της επι­κεί­με­νης επα­νά­στα­σης στην Ελλά­δα ως σοσια­λι­στι­κής, προσ­διό­ρι­σε τις κινη­τή­ριες δυνά­μεις και απέρ­ρι­ψε τη μετα­βα­τι­κή εξου­σία ανά­με­σα στον καπι­τα­λι­σμό αι στο σοσια­λι­σμό. Η επε­ξερ­γα­σία ολο­κλη­ρώ­θη­κε και διορ­θώ­θη­κε σε σημεία με το Πρό­γραμ­μα στο 19ο Συνέ­δριο του ΚΚΕ το 2013. Το 19ο Συνέ­δριο ολο­κλη­ρω­μέ­να καθό­ρι­σε το χαρα­κτή­ρα της πολι­τι­κής συμ­μα­χιών του ΚΚΕ, με την επε­ξερ­γα­σία του χαρα­κτή­ρα και του ρόλου της Κοι­νω­νι­κής Συμ­μα­χί­ας, του ρόλου του εργα­τι­κού επα­να­στα­τι­κού μετώ­που σε συν­θή­κες επα­να­στα­τι­κής κατάστασης.

Η δράση του Κόμματος 
στη διάρκεια της δικτατορίας

Στα συμπε­ρά­σμα­τα του προ­τει­νό­με­νου Δοκι­μί­ου υπο­γραμ­μί­ζε­ται ότι, ανε­ξάρ­τη­τα από τις αδυ­να­μί­ες στη στρα­τη­γι­κή του Κόμ­μα­τος που δια­συν­δέ­ο­νταν ε αδυ­να­μί­ες στις επε­ξερ­γα­σί­ες του Διε­θνούς Κομ­μου­νι­στι­κού Κινή­μα­τος, το ΚΚΕ έδω­σε από την πρώ­τη στιγ­μή τις περισ­σό­τε­ρες θυσί­ες στον αντι­δι­κτα­το­ρι­κό αγώ­να. Χιλιά­δες κομ­μου­νι­στές και κομ­μου­νί­στριες συνε­λή­φθη­σαν, δικά­στη­καν, βασα­νί­στη­καν, εξο­ρί­στη­καν. Ορι­σμέ­νοι πρό­σφε­ραν και τη ζωή τους, δολο­φο­νη­μέ­νοι από τα όργα­να της Χού­ντας ή πεθαί­νο­ντας από βασα­νι­στή­ρια (…) _συνεχίζεται

Δεί­τε σχετικά

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο