Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κολοκύθια εις το πάτερο — Τι σημαίνει η Φράση

 Γρά­φει ο Χρή­στος Α. Τού­μπου­ρος //

Ανα­γκα­στι­κά πρέ­πει να ασχο­λη­θού­με με το τι είναι πάτε­ρο και τι είναι κολο­κύ­θια. Πάτε­ρο είναι το μεγά­λο ξύλι­νο δοκά­ρι που στη­ρί­ζει άλλα μικρό­τε­ρα δοκά­ρια της στέ­γης ή τις σανί­δες του πατώ­μα­τος• πατό­ξυ­λο. Κολο­κύ­θι είναι ο καρ­πός της κολο­κυ­θιάς, το κολοκυθάκι.

Μεγά­λη κου­βέ­ντα εκστο­μί­ζει κάποιος όταν λέει «σηκώ­νω το πάτε­ρο» που σημαί­νει κάνω όλη τη δύσκο­λη δου­λειά μόνος μου. «Της πέτα­ξαν της νύφης τα πέτα­λα στον αέρα. Μόνι­μα σηκών’ το πάτε­ρο η κακομοίρα».

Από την άλλη πλευ­ρά για ανό­η­τα λόγια, για από­ψεις κού­φιες, αστή­ρι­κτες, «έωλες» ή και για ισχυ­ρι­σμούς αβά­σι­μους έχου­με τις φρά­σεις κολο­κύ­θια με τη ρίγα­νη ιδιω­μα­τι­σμός που δεί­χνει αυτο­μά­τως ότι ο συζη­τη­τής απορ­ρί­πτει τα προ­τει­νό­με­να ή δια­τυ­πώ­νει δυσπι­στία ή απα­ξί­ω­ση επί προ­τά­σε­ως. Ακό­μη η φρά­ση «κολο­κύ­θια νερό­βρα­στα» αφο­ρά έδε­σμα χαμη­λής θρε­πτι­κής αξί­ας που τώρα πλέ­ον κυρί­ως χρη­σι­μο­ποιεί­ται για δίαι­τα. Μετα­φο­ρι­κά ανα­φε­ρό­μα­στε σε λόγο – «σια­μου­νί­κλα».

Τέλος έχου­με τα κολο­κύ­θια τού­μπα­να και κολο­κύ­θια εις το πάτερο.

Ειδι­κά τη φρά­ση κολο­κύ­θια εις το πάτε­ρο τη λέμε για να αμφι­σβη­τή­σου­με ή να απο­δο­κι­μά­σου­με τους ισχυ­ρι­σμούς κάποιου. Και έχει βέβαια την ιστο­ρία της.

Παλιά τα σπί­τια ήταν ατα­βά­νω­τα. Οι νοι­κο­κυ­ραί­οι λοι­πόν κρε­μού­σαν στο πάτε­ρο ξερά κολο­κύ­θια για να τα φάνε τον χει­μώ­να. Δεν υπήρ­χαν τότε ψυγεία, ψυγειο­κα­τα­ψύ­κτες και συντη­ρη­τι­κά. «Τα πάντα στον αέρα».

Η ιστο­ρία μας, λοι­πόν, λέει πως ένα χωρια­τό­παι­δο που για πολ­λά χρό­νια «σπού­δα­ζε» στο Γυμνά­σιο, στην πρω­τεύ­ου­σα του Νομού και ακο­λού­θως στο Πανε­πι­στή­μιο, «για να πάρ’ περισ­σό­τε­ρη φώτι­ση» και να γίνει θαυ­μα­στός και χρή­σι­μος άνθρω­πος στο χωριό του, επέ­στρε­ψε κάπο­τε. Θαυ­μα­στός ναι, χρή­σι­μος, θα δού­με… Μαζεύ­τη­κε στο σπί­τι κόσμος και ντου­νιάς για να καλω­σο­ρί­σει τον σπου­δα­σμέ­νο, τον πολύ­ξε­ρο και πρω­τευου­σιά­νο νέο. Επό­με­νο ήταν για­τί από αυτόν περί­με­ναν πολ­λά. Οι περισ­σό­τε­ροι δε από περιέρ­γεια. «Πώς είναι τώρα αυτός που έμα­θε τόσα και τόσα στην πρωτεύουσα».

Ο νεα­ρός καθό­ταν σε μια γωνία περί­σκε­πτος και είχε περι­πέ­σει σε βαθιά, μα πολύ βαθιά συλ­λο­γή. Η μάνα του σταυ­ρο­κο­πιό­ταν. «Τι έπα­θε το πιδά­κι μ’ και δεν κρέν’q Τι σιου­μπές βαθύς τον έπια­σε;». Κάθε φορά που κέρ­να­γε τους απο­ρη­μέ­νους-επι­σκέ­πτες να κι από ένα σταυ­ρό και από μια παρά­κλη­ση. «Θεέ μου, τι έπα­θε το παι­δά­κι μου. Μπα, βαρε­μέ­νο μου γύρι­σε απ’ την πρω­τεύ­ου­σα. Ξίκ’ τα γράμ­μα­τα. Καλύ­τε­ρα να ήταν εδώ να μανά­ρι­ζε τις πρα­τί­νες». Κι αλλοι παρα­κο­λου­θού­σαν αμί­λη­τοι και απο­ρη­μέ­νοι. . Οι κου­τσο­μπό­λες έπια­σαν έργο. «Για κοί­τα πώς κ’ταει. Σαν χαμ­χού­ιας. Το βάρε­σαν τα γράμ­μα­τα στο κεφάλ’».

Τι είχε πάθει ο κακο­μοί­ρης. Είδε στο ατα­βά­νω­το δωμά­τιο κοπρι­σμέ­νο το πάτε­ρο! Δια­πί­στω­σε πως δεν μπο­ρού­σε να το ερμη­νεύ­σει. Έπε­σε με τα μού­τρα σε βαθιά συλ­λο­γή. Μελέ­τη, υπο­λο­γι­σμοί, μαθη­μα­τι­κοί τύποι, όλα αυτά παρή­λα­σαν και συνε­ξε­τά­στη­καν από τον γιό­κα, το αρχι­σπου­δαγ­μέ­νο στην πρω­τεύ­ου­σα και όχι μόνοι.

Και η περί­σκε­ψη αυτή τον έκα­νε να «φου­σκώ­νει και να ξεφου­σκώ­νει». Έφτα­σε και η σει­ρά του πατέ­ρα του, ο οποί­ος ανη­σύ­χη­σε για τον προ­βλη­μα­τι­σμό του γιό­κα του. Τον ρώτη­σε, λοι­πόν, τι του συμ­βαί­νει. Ο «επι­στή­μο­νας» εκμυ­στη­ρεύ­θη­κε το πρό­βλη­μά του λέγο­ντάς του: «Αδυ­να­τώ να ερμη­νεύ­σω επι­στη­μο­νι­κώς πώς και από πού ο βους ανέ­βη και εκό­πρι­σεν το πάτερον!».

Απηυ­δι­σμέ­νος ο πατέ­ρας του μίλη­σε. «Δεν είναι τίπο­τε παι­δί μου. Το πάτε­ρο πριν μπει εκεί πάνω, ήταν στο σταύ­λο. Εκεί το κόπρι­σε το βόδι». Και συνέ­χι­σε. «Μην σκέ­φτε­σαι το κοπρι­σμέ­νο πάτε­ρο, αλλά να φοβά­σαι το κοπρι­σμέ­νο μυα­λό». Αυτά του είπε και μονο­λό­γη­σε: «Πάνε χαμέ­να τα χωρα­φά­κια που πού­λη­σε για να τον σπου­δά­σω. Αυτός είναι γκόρ­τσο αληθινό». 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο