Ο όρος “ανθεκτικότητα” (resilience) εμφανίζεται ολοένα και συχνότερα στο δημόσιο λόγο πλαισιώνοντας τη γλώσσα των σύγχρονων τεχνοκρατών. Με το να καθίσταται, έτσι, συμβολικά ισχυρός και έγκυρος, επιτυγχάνει την ενσωμάτωσή του στις κοινές μας προσλαμβάνουσες ως ιδεολογικά ουδέτερος, κατάλληλος για φενακισμό, για να επιτελέσει δηλαδή – όπως μας έχει δείξει ο Μπουρντιέ (βλ. Γλώσσα και συμβολική Εξουσία) – το έργο της εγκαθίδρυσης μιας φυσικοποιημένης παράστασης της ‘κοινωνικής πραγματικότητας.
Μετά τις πρόσφατες καταστροφές από τις πυρκαγιές και τις πλημμύρες, ακούμε, για παράδειγμα, τον πρωθυπουργό να επικαλείται την “ανθεκτικότητα” απέναντι στους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής και να επανέρχεται ως πολιτική πρόταση η υποχρεωτική ασφάλιση κατοικιών και επιχειρήσεων. Ήδη από το 2022, ο υπουργός Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας εισηγείται το μέτρο αναφέροντας: «Η ασφάλιση μπορεί να μας οδηγήσει συμπληρωματικά και στην ενδυνάμωση της κλιματικής ανθεκτικότητας της χώρας, ενισχύοντας παράλληλα και την οικονομική ανθεκτικότητα» (βλ. σχετικά εδώ). Ενώ πρόσφατα έλαβε χώρα η Σύγκληση της 2ης Διυπουργικής Οργανωτικής Σύσκεψης για την Εθνική Ανθεκτικότητα με σκοπό τη διαμόρφωση μιας “Εθνικής Στρατηγικής Ανθεκτικότητας” (βλ. σχετικά εδώ).
Δεν ήταν ωστόσο οι “φυσικές καταστροφές” που προηγήθηκαν, που σύστησαν στο ευρύ κοινό την “ανθεκτικότητα”. Όρος δάνειος από την επιστήμη των υλικών και την οικολογία, κάνει την εμφάνισή του ήδη από τη δεκαετία του ’70 και στη συνέχεια χρησιμοποιείται σε πεδία όπως της διοίκησης και της ψυχολογίας (βλ. ενδεικτικά εδώ για μια γενική επισκόπηση).
Τα τελευταία χρόνια όμως δεν είναι εύκολο να αγνοήσουμε την εκρηκτική του εξάπλωση στην πολιτική σφαίρα και τη χρήση του σε μία πληθώρα από κείμενα και συμφωνίες, διακηρύξεις και στόχους από διεθνείς οργανισμούς, κυβερνήσεις και ΜΚΟ και γενικότερα όπου εμπλέκονται αναπτυξιακές πολιτικές. Ενδεικτικό της τάσης αυτής είναι το κείμενο «Ελλάδα 2.0. Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας» (βλ. εδώ) ή το σχέδιο οδηγίας της ΕΕ «για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων» (βλ. εδώ). Παρότι υπάρχει εκτενής βιβλιογραφία που παρακολουθεί, συζητά και αναλύει την έννοια της “ανθεκτικότητας” από διάφορες σκοπιές, εδώ θα εστιάσω συνοπτικά σε μια ορισμένη γραμμή προσέγγισης, που ασκεί κριτική, καθώς την συνδέει με τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία και τις αντίστοιχες πολιτικές εφαρμογές, ευρύτερα, δηλαδή, με τη νεοφιλελεύθερη κυβερνητικότητα (βλ. ενδεικτικά Matthew Donoghue, «Resilience as Ideology», newsocialist).
Στο πλαίσιο αυτής της κριτικής, η έννοια της “ανθεκτικότητας” αποτελεί το θεμέλιο, την κεντρική ιδέα. σε ένα μοντέλο νοητικής αναπαράστασης του κοινωνικού κόσμου που επιχειρεί να αποκρύψει την καπιταλιστική δομή της κοινωνικής πραγματικότητας, προτείνoντας έναν νέο τρόπο θέασης του “καπιταλισμού της καταστροφής” και φυσικοποιώντας τον. Σημειώνω εδώ σχηματικά ότι, ενώ ο “καπιταλισμός της καταστροφής”, που εισηγήθηκε η Ναόμι Κλάιν (βλ. το έργο της το Δόγμα του Σοκ), αναπαριστά ξεκάθαρα την κρίση ως ευκαιρία για την άπληστη επενδυτική δραστηριότητα του κεφαλαίου και για την επιβολή σκληρών οικονομικών μεταρρυθμίσεων, η έννοια της “ανθεκτικότητας” επιχειρεί ακριβώς αντίθετα να συσκοτίσει και να αποκρύψει τη σχέση αυτή (καπιταλισμού- κρίσεων/καταστροφών).
Η πολιτική της “ανθεκτικότητας” υπονοεί, επινοεί και φαντάζεται την ανθρώπινη ζωή μέσα σε περιβάλλοντα αβεβαιότητας και επικείμενων απειλών ή συνεχών, μόνιμων κρίσεων. Κατά συνέπεια, εκφράζει την κυβερνητικότητα ως διασφάλιση της προσαρμοστικότητας των πολιτών σε τέτοια περιβάλλοντα, αφού το κράτος πρέπει να εφαρμόζει πολιτικές με άξονα τις επικείμενες απειλές/ κρίσεις.
Η μεταφορά της “ανθεκτικότητας”, δοσμένη από τον κόσμο των υλικών, της φύσης και της οικολογίας, αφαιρεί το κοινωνικό και πολιτισμικό υπόβαθρο της ανθρώπινης ζωής, και πλάθει το νοητικό δυαδικό σχήμα της “επίθεσης — επιβίωσης”, (όπου επίθεση: φυσικές καταστροφές, οικονομικές κρίσεις, μετανάστευση, πόλεμοι, τρομοκρατία κ.οκ.) ως να πρόκειται για καθαρά βιολογικά συμβάντα. Στο σχήμα αυτό δεν υπάρχουν οι σχέσεις δύναμης και εξουσίας, η ανισότητα, η εκμετάλλευση, η ταξική συγκρότηση της κοινωνίας, εξαφανίζεται, με άλλα λόγια, η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των καταστροφών και του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Το “ανθεκτικό υποκείμενο” είναι αυτό που επιβιώνει. Το υποκείμενο της επιβίωσης είναι βέβαια, από μια άλλη σκοπιά, και αυτό στο οποίο αναγνωρίζεται η ελάχιστη συνθήκη μιας – κατά Αγκάμπεν (βλ. Homo Sacer)– “γυμνής ζωής” και όχι η πληρότητα του “βίου”. Είναι το υποκείμενο που απλά προσαρμόζεται, χωρίς να έχει δυνατότητα συμμετοχής στον πολιτικό βίο, κριτικού αναστοχασμού, αντίστασης και ανατροπής. Έτσι, προσφέρεται ιδανικά για την άσκηση ελέγχου και εξουσίας και για κάθε πειθαρχικό καταναγκασμό που το σχήμα της κρίσης — ανταπόκρισης στην κρίση/προσαρμογής επιβάλει.
Η κατίσχυση του νεοφιλελευθερισμού, εξάλλου, με την υπέρμετρη λατρεία του ατομικισμού, στρώνει το έδαφος για την άκριτη υποδοχή της “ανθεκτικότητας” ως αξίας, ως ιδιότητας που ενδυναμώνει τις μονάδες (άτομα ή/και οικογένειες νοικοκυριά) απέναντι στο ρίσκο του συστήματος. Το βάρος της ευθύνης, δηλαδή, μεταφέρεται από τη δομή του συστήματος (που υποτίθεται δεν αλλάζει) στη μονάδα. Τα άτομα επιβάλλεται να αποκτούν δεξιότητες προσαρμοστικότητας και ανθεκτικότητας και, αν δεν το κάνουν, αν δεν πειθαρχήσουν, θεωρούνται υπεύθυνα για την αποτυχία τους. Έτσι, ας αναλογιστούμε σ’ αυτήν την περίπτωση, ενδεικτικά, το ολοένα και ισχνότερο κοινωνικό κράτος που εξαρτά την επιδοματική του πολιτική από τις ατομικές υποχρεώσεις των δικαιούχων στις οποίες εκείνοι πρέπει να ανταποκρίνονται, πχ άνεργοι που δέχονται να καταρτιστούν αποκτώντας δεξιότητες ανθεκτικότητας. Ή, τα νοικοκυριά που συμμορφώνονται προς τις υποδείξεις του υπουργείου ανάπτυξης και επιλέγουν από τα “καλάθια προσφορών” (π.χ. καλάθι του νοικοκυριού) τις αγορές τους, προκειμένου να γίνουν ανθεκτικά απέναντι στην υπερβολική αύξηση τιμών λόγω των επάλληλων κρίσεων . Παράλληλα, βλέπουμε το κράτος στην ίδια λογική να θεσμοθετεί την ευελιξία και την επισφάλεια στον εργασιακό χώρο, με πρόσφατα νομοθετήματα όπως το “συμβόλαιο μηδενικών ωρών”, και το πρόσχημα της προστασίας και της ανθεκτικότητας των εργαζομένων απέναντι στο ρίσκο της ελεύθερης αγοράς.
Ασφαλώς η “ανθεκτικότητα”, μια κάθε άλλο παρά ουδέτερη έννοια, όπως είδαμε, εισάγει μια νέα γλώσσα για τη σχέση κράτους ‑πολίτη και την κυβερνητικότητα και στην ουσία καλούμαστε να εξοικειωθούμε με ένα ακόμη εργαλείο προώθησης της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας. Δε θα ήταν υπερβολικός μάλιστα ο ισχυρισμός, ότι, πλέον, μια σειρά από πολιτικές που αναφέρονται σε όλο το φάσμα της κοινωνικής ζωής, π.χ. την οικονομία, την κοινωνική πολιτική, την υγεία, την εργασία, τον αστικό σχεδιασμό κ.λπ., πλαισιώνονται από τη γλώσσα της “ανθεκτικότητας” και η οποία τείνει να χρησιμοποιείται ως το άλλοθι νομιμοποίησης των ποικίλων μέτρων που εξαγγέλλονται.
Το νεοφιλελεύθερο σύμπαν της “ανθεκτικότητας” παραπέμπει στη (και φαίνεται να “συνομιλεί” με τη) δημοφιλή κουλτούρα του είδους (genre) τού αποκαλυπτικού ή μετα- αποκαλυπτικού κινηματογράφου που έχει ήδη εξασκήσει το βλέμμα μας στην εικονοποιία της επερχόμενης ή συντελεσμένης καταστροφής, ενός “τέλους του κόσμου” (βλ. wikipedia). Οι ιδέες αυτές εξάλλου εμφιλοχωρούν και στα μεγάλα πρότζεκτ που χρηματοδοτεί η NASA για τον εποικισμό άλλων πλανητών. Το κεντρικό μήνυμα που προπαγανδίζουν απροκάλυπτα τα ισχυρά κέντρα λήψης αποφάσεων και χάραξης πολιτικών, ως επιστημονικό επίτευγμα, είναι η ζωή “αλλού”, ως η μόνη δυνατότητα επιβίωσης, ακριβώς λόγω των υποτιθέμενα επερχόμενων καταστροφών που θα καταστήσουν αδύνατη τη ζωή στον πλανήτη μας. Απολύτως εκφραστική αυτής της κοσμοθεώρησης και ιδεολογίας, πρόσφατη συνέντευξη του ακαδημαϊκού Δημήτρη Νανόπουλου, στην οποία μεταξύ άλλων καταλήγει: «Έχω επισημάνει πολλές φορές ότι το τέλος της Γης δεν είναι μακριά, καθώς αργά ή γρήγορα δεν θα μπορέσει να αντεπεξέλθει στα πολυάριθμα προβλήματά της. Είναι αναγκαίο, λοιπόν, να προετοιμαστούμε για τη μετοίκηση της ανθρωπότητας σε άλλους πλανήτες.» (βλ. 22/9/2023, αναδημοσίευση από την έντυπη LiFO, εδώ). Δεν υπάρχει, λοιπόν, εναλλακτική πρόταση και βρισκόμαστε σε αδιέξοδο, ό,τι, δηλαδή, υπαινίσσεται η πολιτική της “ανθεκτικότητας”, βρίσκει την πιο ρητή διατύπωση σε αυτά ακριβώς τα λόγια.
Βασιλική Παπαγεωργίου, Εθνολόγος- Κοιν. Ανθρωπολόγος, δρ