Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Νίκος Ξανθόπουλος: Ταπεινός, αλλά όχι καταφρονημένος και σίγουρα ένας άντρας με καρδιά

Ο Νίκος Ξαν­θό­που­λος, στα μέσα της δεκα­ε­τί­ας του ’60, μέσα από τις ται­νί­ες της εμπο­ρι­κό­τα­της ΚΛΑΚ ΦΙΛΜ, κατέ­στη ένας από τους πιο αγα­πη­μέ­νους ηθο­ποιούς του κοι­νού και ειδι­κά στις φτω­χο­γει­το­νιές της Αθή­νας και της περι­φέ­ρειας. Εκεί που οι μάντρες των θερι­νών σινε­μά ή οι προ­χει­ρο­φτιαγ­μέ­νες αίθου­σες φιλο­ξε­νού­σαν τακτι­κό­τα­τα τις ται­νί­ες του και γινό­ταν πανικός.

«Τι παίζει σήμερα το σινεμά;»

-«Το παι­δί του λαού». Τη δεκα­ε­τία του ’60 δεν χρειά­ζο­νταν άλλες κου­βέ­ντες ή πλη­ρο­φο­ρί­ες για την ται­νία. Και μόνο οι φωτο­γρα­φί­ες του Νίκου Ξαν­θό­που­λου στις προ­θή­κες των σινε­μά, ήταν αρκε­τές για να σημά­νει συνα­γερ­μός στη γει­το­νιά, να φτά­σει το μήνυ­μα ακό­μη και στη γερό­ντισ­σα που έβγαι­νε από το σπί­τι στα περι­θώ­ρια του δρό­μου της μόνο ή για την κυρια­κά­τι­κη λειτουργία.

Σε αυτές τις γει­το­νιές με τα λασπό­νε­ρα και τους κινη­μα­το­γρά­φους που φύτρω­ναν και άνθι­ζαν καλύ­τε­ρα και από τις λαχα­νί­δες, οι ται­νί­ες του Νίκου Ξαν­θό­που­λου έκο­ψαν αμέ­τρη­τα εισι­τή­ρια. Ουδείς μπο­ρεί να υπο­λο­γί­σει πόσα εκα­τομ­μύ­ρια εισι­τή­ρια έκο­ψαν στη λεγό­με­νη τότε β’ προ­βο­λή οι ται­νί­ες του, διό­τι τότε στοι­χεία είχα­με μόνο για τις ται­νί­ες α’ προ­βο­λής. Δηλα­δή, τα εισι­τή­ρια που κοβό­ντου­σαν μόνο σε Αθή­να και Πει­ραιά. Και επει­δή, δεν ήταν λίγοι εκεί­νοι που έβλε­παν και δυο, τρεις και δεκα­τρείς φορές την ίδια ται­νία με το ίνδαλ­μα του λαού, μάλ­λον μιλά­με για πολ­λά εκα­τομ­μύ­ρια εισι­τή­ρια. Άλλω­στε, η ΚΛΑΚ ΦΙΛΜ εκεί­νη τη δεκα­ε­τία έγι­νε η τρί­τη, μπο­ρεί και η δεύ­τε­ρη, εμπο­ρι­κό­τε­ρη εται­ρεία παρα­γω­γής ται­νιών στην Ελλά­δα, ενώ πρέ­πει να σημειω­θεί ότι αρκε­τές από τις ται­νί­ες του δεν πέρα­σαν ποτέ από την α’ προ­βο­λή και πήγαν κατευ­θεί­αν στις συνοι­κί­ες της Αθή­νας ή της επαρχίας.

Μιλά­με για ένα φαι­νό­με­νο, που σήμε­ρα δύσκο­λα μπο­ρεί να κατα­λά­βει κανείς τους λόγους της επι­τυ­χί­ας του, με τα, πολ­λές φορές εξό­φθαλ­μα, μελο­δρά­μα­τα στα οποία πρω­τα­γω­νι­στού­σε. Μελο­δρά­μα­τα που λοι­δό­ρη­σαν οι κρι­τι­κοί, οι αστοί και οι δια­νο­ού­με­νοι της επο­χής. Ενί­ο­τε και η Αρι­στε­ρά, χωρίς, όμως, να φανε­ρώ­σει την αμη­χα­νία της μπρο­στά στην απί­στευ­τη επι­τυ­χία του Ξαν­θό­που­λου και του μόνι­μου σκη­νο­θέ­τη του Από­στο­λου Τεγόπουλου.

Συμπλη­ρώ­νο­ντας 90 χρό­νια από τη γέν­νη­σή του (14 Μαρ­τί­ου 1934), είναι ευκαι­ρία να θυμη­θού­με τη δύσκο­λη πορεία του Νίκου Ξαν­θό­που­λου προς την κορυ­φή, τους λόγους της επι­τυ­χί­ας του και στο λαϊ­κό τρα­γού­δι και την ανα­γνώ­ρι­σή του ως το «παι­δί του λαού».

Προσφυγόπουλο και ΑΕΚάρα

Ο Νίκος Ξαν­θό­που­λος γεν­νή­θη­κε στην προ­σφυ­γι­κή γει­το­νιά της Νέας Ιωνί­ας, όπου μεγά­λω­σε μέσα στη φτώ­χεια και σε δύσκο­λες συν­θή­κες. Παι­δί πόντιων προ­σφύ­γων, με τον πατέ­ρα του, που ήταν κατά περί­στα­ση τσα­γκά­ρης και ψαράς, να φυλα­κί­ζε­ται κατά τη διάρ­κεια της κατο­χής για την αντι­στα­σια­κή του δρά­ση. Μεγά­λω­σε με τη μάνα του, ακό­μη μία ηρω­ί­δα, που φρό­ντι­σε για την ανα­τρο­φή του παι­διού της, καθώς ο πατέ­ρας του είχε το συνή­θειο να «εξα­φα­νί­ζε­ται» για μεγά­λα χρο­νι­κά δια­στή­μα­τα. «Μια μέρα πήγε να πάρει κρα­σί και έκα­νε να γυρί­σει έξι μήνες…», έγρα­ψε στη βιο­γρα­φία του, που κυκλο­φό­ρη­σε το 2005 με τίτλο «Όσα Θυμά­μαι και Όσα Αγά­πη­σα». Στα εφη­βι­κά του χρό­νια θα απο­κτή­σει δελ­τίο στην αγα­πη­μέ­νη του ομά­δα ως αθλη­τής. Την «ΑΕΚά­ρα» του, στην οποία παρέ­μει­νε πιστός ως το τέλος.

Ίνδαλμα ο Κατράκης, δασκάλα η Κυρία Κατερίνα

Έχο­ντας ως ίνδαλ­μά του τον Μάνο Κατρά­κη, θα απο­φα­σί­σει από μικρός να ασχο­λη­θεί με την ηθο­ποι­ία, πηγαί­νο­ντας να σπου­δά­σει στη Δρα­μα­τι­κή Σχο­λή του Εθνι­κού Θεά­τρου, ενώ την πρώ­τη του εμφά­νι­ση στο θέα­τρο την έκα­νε το 1957 στον θία­σο της Κυρί­ας Κατε­ρί­νας, με την κομε­ντί «Βιρ­γι­νία». Η Κυρία Κατε­ρί­να, υπήρ­ξε για τον Ξαν­θό­που­λο η δασκά­λα του, ενώ στη συνέ­χεια κατά­φε­ρε να συνερ­γα­στεί και με το ίνδαλ­μά του Μάνο Κατρά­κη και τον θία­σό του, στο «Τρα­γού­δι του νεκρού αδελφού».

Το 1958 θα κάνει το ντε­μπού­το του στον κινη­μα­το­γρά­φο, στην κωμω­δία του Φίλιπ­πα Φυλα­κού «Το Εισπρα­κτο­ρά­κι», ενώ στη συνέ­χεια έπαι­ξε τον κακό και σκλη­ρό τύπο σε δεύ­τε­ρους ρόλους, μέχρι να έρθει η δεκα­ε­τία του ’60 για να συνερ­γα­στεί με τον παρα­γω­γό και σκη­νο­θέ­τη Από­στο­λο Τεγό­που­λο, απο­γειώ­νο­ντας την καριέ­ρα του.

ΚΛΑΚ ΦΙΛΜ και μελόδραμα

Με την ΚΛΑΚ ΦΙΛΜ και σκη­νο­θέ­τη τον Τεγό­που­λο, θα γυρί­σει 24 ται­νί­ες, έχο­ντας ως συμπρω­τα­γω­νι­στές πολ­λούς ηθο­ποιούς του Εθνι­κού Θεά­τρου, από Μάνο Κατρά­κη και Παντε­λή Ζερ­βό, μέχρι Ελέ­νη Ζαφει­ρί­ου και Θόδω­ρο Μορί­δη. Όλες με μελο­δρα­μα­τι­κά σενά­ρια και μελό σκη­νο­θε­σία, που τον τυπο­ποί­η­σαν σε ρόλους φτω­χού και κατα­τρεγ­μέ­νου, μονί­μως αδι­κη­μέ­νου, θαρ­ρα­λέ­ου παλι­κα­ριού, που θα κάνει τα πάντα για την αγά­πη του, το φτω­χο­κό­ρι­τσο ή το πλου­σιο­κό­ρι­τσο, που θα αρνη­θεί τον σκλη­ρό πατέ­ρα της ή καλύ­τε­ρα θα τον φέρει στον ίσιο δρό­μο. Ται­νί­ες, με κραυ­γα­λέ­ους, τίτλους όπως «Περι­φρό­να με Γλυ­κιά μου» (1965), «Κάπο­τε Κλαί­νε και οι Δυνα­τοί» (1967), «Άδι­κη Κατά­ρα» (1967), «Ξερι­ζω­μέ­νη Γενιά» (1968), «Ταπει­νός και Κατα­φρο­νε­μέ­νος» (1968) «Η Σφρα­γί­δα του Θεού» (1969), «Φτω­χο­γει­το­νιά Αγά­πη μου» και το επι­κό «Η Οδύσ­σεια ενός ξερι­ζω­μέ­νου» (1969).

Η καλή φωνή και ο Καλδάρας

Τα φτω­χι­κά παι­δι­κά του χρό­νια, η αγά­πη του για τους απλούς ανθρώ­πους και τους αγώ­νες τους για επι­βί­ω­ση, του έδω­σαν μία φυσι­κό­τη­τα στους ρόλους του, ενώ αξιο­ποί­η­σε και την καλή του φωνή, με τη βοή­θεια του Από­στο­λου Καλ­δά­ρα, ερμη­νεύ­ο­ντας λαϊ­κά τρα­γού­δια, κάνο­ντας τερά­στια επι­τυ­χία και ως τρα­γου­δι­στής. Μάλι­στα, ηχο­γρά­φη­σε εννέα δίσκους και 55 σιν­γκλ, ενώ εμφα­νί­στη­κε σε μεγά­λα κέντρα δια­σκέ­δα­σης και έκα­νε περιο­δεί­ες σε όλο τον κόσμο, με πρω­το­φα­νή επιτυχία.

Κοινωνικό σινεμά made in Greece

Σήμε­ρα, οι ται­νί­ες του έχουν κυρί­ως μία νοσταλ­γι­κή αξία, ενώ οι νεό­τε­ροι τις περισ­σό­τε­ρες φορές συγκρα­τούν τα γέλια τους, για να μην προ­σβά­λουν τη για­γιά ή τον παπ­πού που προ­σπα­θούν να συγκρα­τή­σουν τα δάκρυά τους. Τη δεκα­ε­τία του ’60 όμως, ήταν εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κές οι κατα­στά­σεις και συν­θή­κες. Τερά­στια τμή­μα­τα του πλη­θυ­σμού ζού­σαν μέσα στη φτώ­χεια, σε γει­το­νιές που δεν είχαν ούτε τρε­χού­με­νο νερό ή απο­χέ­τευ­ση, βίω­ναν την εκμε­τάλ­λευ­ση αυτών που πλού­τι­σαν ακό­μη και μέσα στην κατο­χή, ενός συστή­μα­τος εξου­σί­ας ανάλ­γη­του και πολ­λές φορές εκδι­κη­τι­κού. Επι­πλέ­ον, εκα­το­ντά­δες χιλιά­δες άνθρω­ποι έπαιρ­ναν το δρό­μο της ξενι­τιάς για ένα καλύ­τε­ρο αύριο, θερ­μαί­νο­ντας τις γερ­μα­νι­κές φάμπρι­κες. Ιστο­ρί­ες, που περιέ­γρα­φαν οι ται­νί­ες του Ξαν­θό­που­λου, έστω και αν δεν είχαν το υπό­βα­θρο να μιλή­σουν για τα βαθύ­τε­ρα αίτια, να περά­σουν μηνύ­μα­τα αφύ­πνι­σης, όπως στην Ιτα­λία και γενι­κό­τε­ρα στην Ευρώ­πη, όπου υπήρ­χε ένας ξεση­κω­μός με το πολι­τι­κό και μάχι­μο σινε­μά. Όμως, ας μην κρί­νου­με με αυστη­ρό­τη­τα τα απλοϊ­κά μελο­δρά­μα­τα του Τεγό­που­λου, καθώς οι επο­χές ήταν δύσκο­λες και για την τέχνη, με την επι­βο­λή του αστυ­νο­μι­κού κρά­τους και στη συνέ­χεια με τη δικτα­το­ρία των συνταγματαρχών.

Ο Νίκος Ξαν­θό­που­λος απο­τρα­βή­χτη­κε από το σινε­μά στις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του ’70, επέ­στρε­ψε για λίγο παί­ζο­ντας σε τηλε­ο­πτι­κές σει­ρές, έκα­νε και δυο τρεις βιντε­ο­ται­νί­ες, ενώ η τελευ­ταία του εμφά­νι­ση στο πανί ήταν το 1995 στην ται­νία του Γιώρ­γου Ζερ­βου­λά­κου «Με τον Ορφέα τον Αύγουστο».

Ο «Ρομπέν των Δασών»

Την προ­σω­πι­κή του ζωή την άφη­σε έξω από τα φώτα της δημο­σιό­τη­τας, ενώ για πολ­λά χρό­νια έζη­σε μόνο με την οικο­γέ­νειά του, τα τέσ­σε­ρα παι­διά του, έπει­τα από δυο γάμους και τα πέντε του εγγό­νια και τους καλούς του φίλους, απο­τρα­βηγ­μέ­νος στο κτή­μα του στην Παια­νία. Ο «Ρομπέν των Δασών» του ελλη­νι­κού σινε­μά, που λάτρε­ψαν γυναί­κες και άνδρες, θα πεθά­νει, έπει­τα από πολ­λά προ­βλή­μα­τα υγεί­ας, πέρ­σι, στις 22 Ιανουα­ρί­ου του 2023.

Ο Νίκος Ξαν­θό­που­λος, μπο­ρεί να μην άφη­σε πίσω του κανέ­να σπου­δαίο κινη­μα­το­γρα­φι­κό έργο, αλλά πάντα θα μας θυμί­ζει μία επο­χή που η αυθε­ντι­κή του λαϊ­κό­τη­τα ήταν συνώ­νυ­μο της καλο­σύ­νης, της παλι­κα­ριάς, της θυσί­ας. Και βεβαί­ως το κου­ρά­γιο που έδι­νε στον λαό, με τον βαθύ χαρα­κτη­ρι­στι­κό ανα­στε­ναγ­μό του, μπρο­στά σε οποιο­δή­πο­τε πρόβλημα.

Πηγή ΑΠΕ / Χ. Αναγνωστάκης

 

Το “έπος” του Γου­έ­μπλεϊ, αφη­γεί­ται ο Αρι­στεί­δης Καμάρας

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο