Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πλευρές της ιστορικής εξέλιξης της βιοκοινωνικής σχέσης μητρότητας — πατρότητας

«Τα παι­διά για να μεγα­λώ­σουν χρειά­ζο­νται μόνο αγά­πη». ‘Η «γονιός ενός παι­διού μπο­ρεί να είναι όποιος το αγα­πά­ει». Η επι­στη­μο­νι­κο­φα­νής εκδο­χή του ίδιου επι­χει­ρή­μα­τος δια­τυ­πώ­νε­ται από μερί­δα ειδι­κών ψυχι­κής υγεί­ας με αφορ­μή το νομο­σχέ­διο για το γάμο των ομό­φυ­λων ζευ­γα­ριών ως εξής: σημα­σία δεν έχει ποιος είναι ο γονιός ή το φύλο του, αλλά η ποιό­τη­τα του δεσμού που ανα­πτύσ­σει με το παιδί.

Τί σημαίνει όμως σήμερα ποιοτική σχέση,
ακόμα περισσότερο σχέση αγάπης
ανάμεσα στους γονείς και το παιδί;
Όντως δεν έχουν καμία σημασία η μητρότητα
και η πατρότητα ως διαφοροποιημένες με βάση
το φύλο του γονιού σχέσεις με το παιδί;

Η οικο­γέ­νεια είναι μια ιστο­ρι­κά δια­μορ­φω­μέ­νη μορ­φή κοι­νω­νι­κής συμ­βί­ω­σης, η οποία έχει στη βάση της την ανα­πα­ρα­γω­γή του είδους. Εξαρ­χής η εξέ­λι­ξή της συμ­βα­δί­ζει με την κοι­νω­νι­κή εξέλιξη.

Στο πέρα­σμα του ανθρώ­πι­νου είδους από τη ζωώ­δη κατά­στα­ση στην ανθρώ­πι­νη, η ανα­πα­ρα­γω­γι­κή δια­δι­κα­σία χάνει τον αμι­γώς ενστι­κτώ­δη χαρα­κτή­ρα της και απο­κτά κοι­νω­νι­κό χαρα­κτή­ρα, εμπε­ριέ­χο­ντας τη βιο­λο­γι­κή σχέ­ση γυναί­κας — άνδρα στην τεκνο­ποί­η­ση. Οι σχέ­σεις που συν­δέ­ο­νται με αυτή — γάμος, οικο­γέ­νεια — έχουν εξαρ­χής κοι­νω­νι­κό χαρα­κτή­ρα, όπως απο­κα­λύ­πτει ο Ενγκελς στην «Κατα­γω­γή της Οικο­γέ­νειας», για το πέρα­σμα από τις ελεύ­θε­ρες σεξουα­λι­κές σχέ­σεις στον ζευ­γα­ρω­τό γάμο των πρω­τό­γο­νων ατα­ξι­κών κοι­νω­νιών και από εκεί στην οικο­γέ­νεια της πρώ­της ταξι­κής κοινωνίας.

Στην πορεία από τις ελεύ­θε­ρες και χωρίς ιδιαί­τε­ρους κανό­νες σεξουα­λι­κές σχέ­σεις των πρω­τό­γο­νων ατα­ξι­κών κοι­νω­νιών, μέχρι την τυπι­κή πυρη­νι­κή οικο­γέ­νεια της ανε­πτυγ­μέ­νης καπι­τα­λι­στι­κής κοι­νω­νί­ας, εμφα­νί­στη­καν πολ­λές και διά­φο­ρες παραλ­λα­γές της οικογένειας.

Σε κάθε φάση το καθο­ρι­στι­κό στοι­χείο ήταν οι σχέ­σεις παρα­γω­γής και ιδιο­κτη­σί­ας, χωρίς να παρα­γνω­ρί­ζου­με και μια σχε­τι­κά αυτο­τε­λή αλλη­λε­πί­δρα­ση της οικο­γέ­νειας με άλλα στοι­χεία του εποι­κο­δο­μή­μα­τος (τα έθι­μα, το κρά­τος, τη θρη­σκεία, την κοι­νω­νι­κή θέση της γυναί­κας κ.ά.).

Η ιστο­ρι­κή μελέ­τη της παι­δι­κής ηλι­κί­ας, και κατ’ επέ­κτα­ση της σχέ­σης γονιών — παι­διών, διέ­πε­ται από σημα­ντι­κά προ­βλή­μα­τα, όπως η έλλει­ψη στοι­χεί­ων (π.χ. παι­χνί­δια, βιβλία, άλλα αντι­κεί­με­να που προ­ο­ρί­ζο­νταν για τα παι­διά). Το εύρος ιστο­ρι­κών πηγών (λογο­τε­χνία, βιο­γρα­φι­κά κεί­με­να, ημε­ρο­λό­για, εγχει­ρί­δια συμ­βου­λών για γονείς, καλ­λι­τε­χνι­κά έργα, δημο­γρα­φι­κά και άλλα στοι­χεία) κατά κύριο λόγο καλύ­πτει μόνο τις ανώ­τε­ρες κοι­νω­νι­κές τάξεις κάθε κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κού συστή­μα­τος και την εγγράμ­μα­τη μειο­ψη­φία του πλη­θυ­σμού1.

Αντί­στοι­χες δυσκο­λί­ες παρου­σιά­ζει και η ιστο­ρι­κή μελέ­τη της ηθι­κής — νομι­κής ρύθ­μι­σης των γονι­κών υπο­χρε­ώ­σε­ων απέ­να­ντι στο παι­δί. Ετσι, αν και η πώλη­ση παι­διών στην αρχαιό­τη­τα ήταν κατα­δι­κα­στέα, στο Ρωμαϊ­κό Δίκαιο, αλλά και σε ολό­κλη­ρη την ελλη­νι­στι­κή Μεσό­γειο δεν υπήρ­χε καμία πρό­βλε­ψη για την απο­τρο­πή της πώλη­σης ή της εγκα­τά­λει­ψής τους2.

Το ιστορικό — κοινωνικό περιεχόμενο 
της στοργής των γονιών προς τα παιδιά

Το συναί­σθη­μα της αγά­πης έχει τη δική του ιστο­ρι­κό­τη­τα και πολυ­πλο­κό­τη­τα.«Ρωτούν οι συγ­γρα­φείς, άρα­γε στο παρελ­θόν αγα­πού­σαν οι γονείς τα παι­διά τους; Προ­φα­νώς δεν είναι φλέ­γον ζήτη­μα το αν τα παι­διά αγα­πού­σαν τους γονείς τους. Ετσι όπως τίθε­ται το ερώ­τη­μα είναι αδύ­να­τον να βρε­θεί μια απά­ντη­ση, εν μέρει για­τί δεν γνω­ρί­ζου­με, και δεν πρό­κει­ται ποτέ να μάθου­με, πολ­λά για τις εκφρά­σεις της τρυ­φε­ρό­τη­τας στις σχέ­σεις γονιών και παι­διών, και εν μέρει επει­δή το ερώ­τη­μα αυτό θεω­ρεί δεδο­μέ­νο ότι θα ανα­γνω­ρί­ζα­με την αγά­πη αν τη βλέ­πα­με, ή ότι θα κατα­γρά­φα­με την απου­σία της στην περί­πτω­ση που θα έλει­πε, λες και είναι κάποιο υλι­κό αντι­κεί­με­νο, σαν το τρα­πέ­ζι. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, βεβαί­ως, η αγά­πη μπο­ρεί να εκφρά­στη­κε με πολ­λούς δια­φο­ρε­τι­κούς τρό­πους στις διά­φο­ρες κοι­νω­νί­ες»3.

Η αγά­πη, λοι­πόν, με δια­φο­ρε­τι­κές μορ­φές πιθα­νά εμπε­ριέ­χε­ται δια­χρο­νι­κά στη σχέ­ση γονιών και παι­διού. Για παρά­δειγ­μα, από την αρχαιό­τη­τα ο θρή­νος των γονιών που έχα­ναν τα παι­διά τους είναι ιστο­ρι­κά κατα­γε­γραμ­μέ­νος ως στοι­χείο στορ­γι­κής σχέ­σης. Ωστό­σο, δεν φαί­νε­ται να ήταν ποτέ το καθο­ρι­στι­κό γι’ αυτήν τη σχέ­ση στοι­χείο. Υπάρ­χουν παρα­δείγ­μα­τα που κατα­δει­κνύ­ουν ότι οι σχέ­σεις μετα­ξύ γονιών και παι­διών διέ­φε­ραν σημα­ντι­κά από τη σημε­ρι­νή αντί­λη­ψη για το περιε­χό­με­νο της στορ­γι­κής σχέσης.

20ός αιώνας: 
“Ο αιώνας του παιδιού”

Στην προ­κα­πι­τα­λι­στι­κή επο­χή, το παι­δί κοι­νω­νι­κο­ποιού­νταν στο πλαί­σιο της ευρύ­τε­ρης οικο­γέ­νειας, συμ­με­τέ­χο­ντας στις αγρο­τι­κές εργα­σί­ες, αμέ­σως μετά τη βρε­φι­κή ηλι­κία. Στον καπι­τα­λι­σμό, η παι­δι­κή εργα­σία — όπως και η γυναι­κεία — στη βιο­μη­χα­νία απο­τέ­λε­σε χαρα­κτη­ρι­στι­κό γνώ­ρι­σμα της συγκε­κρι­μέ­νης οργά­νω­σης της κοι­νω­νι­κής παρα­γω­γής4.

Είναι ανα­τρι­χια­στι­κές οι περι­γρα­φές του Ενγκελς στο έργο του «Η κατά­στα­ση της εργα­τι­κής τάξης στη Αγγλία» για τα παι­διά που δού­λευαν συχνά από τη νηπια­κή ηλι­κία στα εργο­στά­σια, για τις εργά­τριες που νάρ­κω­ναν τα βρέ­φη με αλκο­όλ και όπιο, ώστε να εργά­ζο­νται 13 ώρες ημε­ρη­σί­ως, με απο­τέ­λε­σμα να υπάρ­χουν υψη­λά ποσο­στά βρε­φι­κής και παι­δι­κής θνησιμότητας.

Η εξέ­λι­ξη του καπι­τα­λι­σμού στο ιμπε­ρια­λι­στι­κό του στά­διο, η κυριαρ­χία των μεγά­λων μονο­πω­λί­ων, η όξυν­ση του καπι­τα­λι­στι­κού αντα­γω­νι­σμού και η έντα­ση της καπι­τα­λι­στι­κής εκμε­τάλ­λευ­σης σε πρω­το­φα­νή επί­πε­δα, έθε­σαν νέα ζητή­μα­τα στους όρους ανα­πα­ρα­γω­γής, ανα­τρο­φής και δημιουρ­γί­ας των κατάλ­λη­λων προ­ϋ­πο­θέ­σε­ων για την έντα­ξη της νέας βάρ­διας της εργα­τι­κής τάξης στην παραγωγή.

Οχι τυχαία, ο 20ός αιώ­νας ονο­μά­στη­κε «ο αιώ­νας του παι­διού». Γι’ αυτό και στη συγκε­κρι­μέ­νη φάση ανα­πτύσ­σο­νται οι επι­στή­μες που μελε­τούν με συστη­μα­τι­κό τρό­πο την ανά­πτυ­ξη του παι­διού (νευ­ρο­ε­πι­στή­μες, ψυχο­λο­γία, παι­δα­γω­γι­κή κ.λπ.), γνώ­ση που φτά­νει απο­σπα­σμα­τι­κά στους γονείς και απο­τε­λεί δική τους ευθύ­νη να την προσεγγίσουν.

Λόγω της ανά­πτυ­ξης της παι­δια­τρι­κής και γενι­κά της ιατρι­κής, και κυρί­ως της ποιο­τι­κής ανα­βάθ­μι­σης των συν­θη­κών δια­βί­ω­σης (π.χ. εκσυγ­χρο­νι­σμός των υδρευ­τι­κών και απο­χε­τευ­τι­κών συστη­μά­των, που μεί­ω­σε τις λοι­μώ­ξεις), μειώ­νε­ται κατα­κό­ρυ­φα η βρε­φι­κή και παι­δι­κή θνη­σι­μό­τη­τα5.

Η εξέλιξη της γονικής σχέσης 
στον όψιμο καπιταλισμό

Είναι ζήτη­μα περαι­τέ­ρω μελέ­της η αντα­νά­κλα­ση στη γονι­κή σχέ­ση, των οικο­νο­μι­κών και κοι­νω­νι­κών εξε­λί­ξε­ων, της πιο μαζι­κής συμ­με­το­χής των γυναι­κών στην κοι­νω­νι­κή εργα­σία ως μισθω­τών ή αυτο­α­πα­σχο­λού­με­νων, «η οποία έχει προ­ο­δευ­τι­κό χαρα­κτή­ρα, αλλά αντι­κει­με­νι­κά δια­μορ­φώ­νει νέες ανά­γκες στη σχέ­ση εργα­σί­ας — μητρό­τη­τας / πατρό­τη­τας. Οπωσ­δή­πο­τε απαι­τεί­ται βαθύ­τε­ρη διε­ρεύ­νη­ση της σχε­τι­κής πολι­τι­κής και επι­στη­μο­νι­κής συζή­τη­σης στο πλαί­σιο της ΕΕ και διε­θνώς, της ανη­συ­χί­ας τους για την κρί­ση της “ετε­ρό­φυ­λης πυρη­νι­κής οικο­γέ­νειας”»6.

Όπως επι­ση­μαί­νε­ται και στην Από­φα­ση της ΚΕ του ΚΚΕ, η υπο­γο­νι­μό­τη­τα, η γήραν­ση του πλη­θυ­σμού ως στοι­χείο του όψι­μου καπι­τα­λι­σμού επι­διώ­κε­ται να αντι­με­τω­πι­στεί με την αξιο­ποί­η­ση των νέων επι­στη­μο­νι­κών — τεχνο­λο­γι­κών δυνα­το­τή­των. Η ανθρώ­πι­νη ανα­πα­ρα­γω­γή εμπο­ρευ­μα­το­ποιεί­ται μέσω της Ιατρι­κώς Υπο­βοη­θού­με­νης Αναπαραγωγής.

ΑΠΟΦΑΣΗ της ΚΕ του ΚΚΕ: “Οι θέσεις του ΚΚΕ για τον πολι­τι­κό γάμο των ομό­φυ­λων ζευ­γα­ριών και τις επι­πτώ­σεις του στα δικαιώ­μα­τα των παιδιών”

Νέα βιοη­θι­κά διλήμ­μα­τα έρχο­νται στο προ­σκή­νιο. Η επι­στη­μο­νι­κή εξέ­λι­ξη «αντί να χρη­σι­μο­ποιεί­ται για την ευη­με­ρία των εργα­ζο­μέ­νων αξιο­ποιεί­ται σε στρε­βλή — αντι­κοι­νω­νι­κή κατεύ­θυν­ση, με σκο­πό την εξυ­πη­ρέ­τη­ση των συμ­φε­ρό­ντων του κεφα­λαί­ου. Για παρά­δειγ­μα, απέ­να­ντι στην έλλει­ψη ουσια­στι­κής κοι­νω­νι­κής στή­ρι­ξης για τεκνο­ποί­η­ση στην πιο γόνι­μη ηλι­κία, η κρυο­συ­ντή­ρη­ση ωαρί­ων ή η προ­ο­πτι­κή της κύη­σης εργα­στη­ρί­ου προ­βάλ­λο­νται ως “λύση” για την παρα­μο­νή της γυναί­κας στην εργα­σία και την έντα­ση της εκμε­τάλ­λευ­σής της». Την ίδια στιγ­μή ανθί­ζει το εμπό­ριο παι­διών, μέσω των παρά­νο­μων ή και νόμι­μων ιδιω­τι­κών υιοθεσιών.

Η δημιουρ­γία κατάλ­λη­λων προ­ϋ­πο­θέ­σε­ων για την πιο απο­τε­λε­σμα­τι­κή εκμε­τάλ­λευ­ση οδη­γεί, κυρί­ως στα μέσα του 20ού αιώ­να, το αστι­κό κρά­τος να ανα­λαμ­βά­νει σχε­δόν εξο­λο­κλή­ρου σε μαζι­κή κλί­μα­κα τη δια­παι­δα­γώ­γη­ση των παι­διών, από την πρώ­τη παι­δι­κή ηλι­κία, με επι­στη­μο­νι­κά οργα­νω­μέ­νο τρό­πο. Το σχο­λείο γίνε­ται υπο­χρε­ω­τι­κό και η παι­δι­κή εργα­σία περιορίζεται.

Αυτή η εξέ­λι­ξη οδή­γη­σε εν τέλει σε μία συναι­σθη­μα­τι­κή αξιο­δό­τη­ση των παι­διών πρω­το­φα­νή σε σύγκρι­ση με όλους τους προη­γού­με­νους αιώ­νες7. Γιγα­ντώ­νε­ται ο όγκος των νοη­τι­κών, γνω­στι­κών και συναι­σθη­μα­τι­κών δεξιο­τή­των που πρέ­πει να αφο­μοιώ­σει το παι­δί, ως ανα­γκαία εξέ­λι­ξη με βάση τις απαι­τή­σεις του κεφα­λαί­ου για το εργα­τι­κό δυνα­μι­κό, με τις ανα­γκαί­ες δεξιότητες.

Στα­δια­κά εκλεί­πει η μορ­φή της διευ­ρυ­μέ­νης οικο­γέ­νειας, όπου σε ένα σπί­τι συγκα­τοι­κού­σαν δύο ή και τρεις γενιές, μοι­ρά­ζο­ντας μετα­ξύ τους τη φρο­ντί­δα των παι­διών. Για τους γονείς της εργα­τι­κής τάξης και των λαϊ­κών στρω­μά­των απο­μέ­νει το κοπια­στι­κό και πολυ­δά­πα­νο έργο της ανα­τρο­φής και της φρο­ντί­δας, η οποία γίνε­ται σχε­δόν απο­κλει­στι­κή τους ευθύ­νη. Αυτό δεν σημαί­νει όμως ότι η συμ­βο­λή τους στην ανά­πτυ­ξη και ωρί­μαν­ση της προ­σω­πι­κό­τη­τας του παι­διού είναι άνευ σημασίας.

Ορισμένες πλευρές για την ανάπτυξη
της προσωπικότητας του παιδιού και τη συμβολή των γονιών

Η ουσία του ανθρώ­που είναι το σύνο­λο των κοι­νω­νι­κών του σχέ­σε­ων, που αφο­μοιώ­νο­νται και αντα­να­κλώ­νται ενερ­γη­τι­κά στη συνεί­δη­ση. Η κοι­νω­νι­κή συνεί­δη­ση διέ­πε­ται από τους δικούς της νόμους ανά­πτυ­ξης, μέσω των άμε­σων στε­νών σχέ­σε­ων και των δυνα­μι­κών που διαμορφώνουν.

Η προ­σω­πι­κό­τη­τα δεν είναι ένα απλό άθροι­σμα ιδιο­τή­των, ταυ­το­τή­των κ.λπ. Με τον όρο προ­σω­πι­κό­τη­τα εννο­ού­με μία ολο­κλη­ρω­μέ­νη κοι­νω­νι­κή ποιό­τη­τα, που το άτο­μο την κατα­κτά μέσα από τη δρα­στη­ριό­τη­τα και την επι­κοι­νω­νία, δηλα­δή μέσα από τη συμ­με­το­χή του στις κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις. Απο­κτά την πραγ­μα­τι­κή της σημα­σία μόνο στο πλαί­σιο των στα­θε­ρών δια­προ­σω­πι­κών σχέ­σε­ων, που ανα­πτύσ­σο­νται στην κοι­νω­νι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα του ανθρώ­που 8.

Η δια­μόρ­φω­ση της προ­σω­πι­κό­τη­τας του παι­διού, λοι­πόν, προσ­διο­ρί­ζε­ται από τη θέση και την αλλη­λε­πί­δρα­σή του στο σύστη­μα των ανθρώ­πι­νων σχέ­σε­ων. Σε αυτήν την πορεία, η σχέ­ση με τους γονείς είναι η πρώ­τη και πιο στα­θε­ρή κατά τα πρώ­τα χρό­νια της ζωής του παι­διού, από τους οποί­ους εξαρ­τά­ται για μεγά­λο χρο­νι­κό διά­στη­μα, εμπε­ριέ­χο­ντας αντι­κει­με­νι­κά τη σχέ­ση μητρό­τη­τας — πατρό­τη­τας, χωρίς την οποία το ανθρώ­πι­νο είδος δεν αναπαράγεται.

Οι αλλα­γές στην ψυχι­κή ανά­πτυ­ξη του παι­διού οριο­θε­τούν τα στά­δια και τις περιό­δους της. Τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά κάθε ηλι­κια­κής περιό­δου προσ­διο­ρί­ζο­νται από συν­δυα­σμό πολ­λών παρα­γό­ντων, όπως είναι οι συν­θή­κες ζωής του παι­διού και οι απαι­τή­σεις προς αυτό στη συγκε­κρι­μέ­νη περί­ο­δο, οι σχέ­σεις του με τους άλλους ανθρώ­πους, το επί­πε­δο ανά­πτυ­ξης της προ­σω­πι­κό­τη­τάς του, το επί­πε­δο ανά­πτυ­ξης των γνώ­σε­ών του και ο τύπος της δρα­στη­ριό­τη­τας που μαθαί­νει να πραγ­μα­το­ποιεί, οι μέθο­δοι αφο­μοί­ω­σης της κοι­νω­νι­κής εμπει­ρί­ας και συγκε­κρι­μέ­να χαρα­κτη­ρι­στι­κά της φυσι­κής ανά­πτυ­ξής του9.

Η βρε­φι­κή και πρώ­τη παι­δι­κή ηλι­κία έχει ιδιαί­τε­ρη σημα­σία στη δια­μόρ­φω­ση της προ­σω­πι­κό­τη­τας, λόγω της εξαι­ρε­τι­κής πλα­στι­κό­τη­τας αυτής της ηλι­κί­ας. Ωστό­σο, η προ­σω­πι­κό­τη­τα ανα­πτύσ­σε­ται σε όλη τη ζωή του ανθρώπου.

Το μικρό παι­δί αφο­μοιώ­νει τον τύπο σχέ­σε­ων που υπάρ­χουν στην οικο­γέ­νεια και τις μετα­τρέ­πει σε χαρα­κτη­ρι­στι­κά της ανα­δυό­με­νης προ­σω­πι­κό­τη­τάς του. Αυτά τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά εξε­λίσ­σο­νται με αντί­στοι­χη επί­δρα­ση στην προ­ε­φη­βι­κή και εφη­βι­κή ηλι­κία. Οφεί­λε­ται στο γεγο­νός ότι η υπο­κει­με­νι­κή αίσθη­ση του εαυ­τού είναι απο­τέ­λε­σμα της εσω­τε­ρί­κευ­σης των σχέ­σε­ων του παι­διού με τους άλλους ανθρώπους.

Κατα­νό­η­ση του «εαυ­τού μου» δεν σημαί­νει ατέρ­μο­νη ομφα­λο­σκό­πη­ση, αλλά ότι το άτο­μο κατα­νο­εί τη θέση του στο σύστη­μα των κοι­νω­νι­κών σχέ­σε­ων μέσα στο οποίο ζει και δρα. Οπως έλε­γε ο Βιγκό­τσκι: «Εχου­με συνεί­δη­ση του εαυ­τού μας για­τί έχου­με συνεί­δη­ση των άλλων, και με τα ίδια δεδο­μέ­να που έχου­με συνεί­δη­ση των άλλων, για­τί είμα­στε για τον εαυ­τό μας αυτό που είναι οι άλλοι για μας»10.

Η θέση λοι­πόν ότι σημα­σία έχει μόνο η ποιό­τη­τα του δεσμού («αγά­πη να υπάρ­χει») με τον γονιό (όπου γονιός βλέ­πε «όποιος αγα­πά­ει το παι­δί») είναι απλου­στευ­τι­κή και απο­σπά τη σχέ­ση από τις πραγ­μα­τι­κές ιστο­ρι­κές — κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες στις οποί­ες αυτή υπάρχει.

Η μητρό­τη­τα και η πατρό­τη­τα, ως δια­φο­ρο­ποι­η­μέ­νες με βάση το φύλο του γονιού σχέ­σεις με το παι­δί, μέχρι πρό­τι­νος θεω­ρού­νταν αδιαμ­φι­σβή­τη­τες. Πρό­κει­ται για κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις, για­τί δεν μπο­ρούν να υπάρ­ξουν εκτός κοι­νω­νί­ας και εξε­λίσ­σο­νται ιστο­ρι­κά, οι οποί­ες εμπε­ριέ­χουν ως προ­ϋ­πό­θε­ση τη συμπλη­ρω­μα­τι­κό­τη­τα των δύο φύλων στην ανα­πα­ρα­γω­γι­κή διαδικασία.

Στη βάση αυτή μελε­τή­θη­καν επι­στη­μο­νι­κά — αν και με αντι­φά­σεις και συχνά στρε­βλώ­σεις από την αστι­κή επι­στή­μη — τόσο η σχέ­ση της μητρό­τη­τας όσο και η σχέ­ση της πατρό­τη­τας. Συνο­πτι­κά, η σχέ­ση με τον γονέα και του ίδιου και του αντί­θε­του φύλου θεω­ρεί­ται σημα­ντι­κή για την ανά­πτυ­ξη της αντί­λη­ψης του παι­διού για τον εαυ­τό του και το φύλο του, αλλά και για την εξι­σορ­ρό­πη­ση των σχέ­σε­ων μέσα στο οικο­γε­νεια­κό σύστημα.

Η κλι­νι­κή εμπει­ρία συχνά δεί­χνει ότι το παι­δί είτε της μονο­γο­νεϊ­κής είτε της ομό­φυ­λης οικο­γέ­νειας τεί­νει να ανα­ζη­τά ανα­πλή­ρω­ση της σχέ­σης που λεί­πει με κάποιο άλλο πρό­σω­πο του οικο­γε­νεια­κού — φιλι­κού περί­γυ­ρου, π.χ. τον παπ­πού ή την για­γιά, την θεία ή τον θείο, την νονά κ.λπ., χωρίς όμως να έχει απο­δει­χθεί ότι μπο­ρεί ουσια­στι­κά να το κάνει.

Η αμφισβήτηση
της διαλεκτικής σχέσης μητρότητας — πατρότητας

Η άμε­ση ή έμμε­ση αμφι­σβή­τη­ση της αντι­κει­με­νι­κής συμπλη­ρω­μα­τι­κό­τη­τας των δύο φύλων στην ανα­πα­ρα­γω­γι­κή δια­δι­κα­σία, με το πρό­σχη­μα ότι το βιο­λο­γι­κό στοι­χείο ως προ­ϋ­πό­θε­ση είναι άνευ σημα­σί­ας, αυτο­α­ναι­ρεί­ται όταν συν­δέ­ε­ται με το «ατο­μι­κό δικαί­ω­μα» στην παρέν­θε­τη μητρό­τη­τα, δηλα­δή την ατο­μι­κή επι­θυ­μία το παι­δί τελι­κά να μην πάρει από τον γονιό «μόνο αγά­πη», αλλά και το DNA, τα δικά του βιο­λο­γι­κά χαρακτηριστικά.

Η θέση που προ­κρί­νει την ατο­μι­κή επι­θυ­μία σε σχέ­ση με την κοι­νω­νι­κή ανά­γκη του παι­διού να έχει σχέ­ση και με την μητέ­ρα και με τον πατέ­ρα του (ανε­ξάρ­τη­τα από τη σχέ­ση που έχουν οι γονείς μετα­ξύ τους, αν είναι σε γάμο ή χωρι­σμέ­νοι ή απλά φίλοι, αν έχουν άλλους ερω­τι­κούς συντρό­φους, αν έχουν ομο­φυ­λό­φι­λο ή ετε­ρο­φυ­λό­φι­λο σεξουα­λι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό κ.λπ.) περισ­σό­τε­ρο απη­χεί τη σύγ­χρο­νη μετα­μο­ντέρ­να αστι­κή κοσμο­θε­ω­ρία, η οποία δια­περ­νά όλες τις κοι­νω­νι­κές και ανθρω­πι­στι­κές επιστήμες.

Στο πλαί­σιο αυτό ανα­πτύσ­σο­νται και οι θεω­ρί­ες που θεω­ρούν το φύλο «γλωσ­σι­κή — κοι­νω­νι­κή κατα­σκευή». Ετσι, το φύλο δεν θεω­ρεί­ται βιο­λο­γι­κή πλευ­ρά της ανθρώ­πι­νης ύπαρ­ξης, που η κοι­νω­νι­κή της έκφρα­ση βέβαια είναι κοι­νω­νι­κά προσ­διο­ρι­σμέ­νη. Η κοι­νω­νι­κή υπό­στα­ση του ανθρώ­που εμπε­ριέ­χει τα βιο­λο­γι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά του φύλου αλλά δεν ταυ­τί­ζε­ται με αυτά, αφού στον άνθρω­πο καθε­τί βιο­λο­γι­κό μετα­τρέ­πε­ται σε κοινωνικό.

Οι θεω­ρί­ες που απο­κό­πτουν το κοι­νω­νι­κό από το βιο­λο­γι­κό (άρνη­ση του βιο­λο­γι­κού φύλου), κομ­μα­τιά­ζο­ντας τον άνθρω­πο σε χίλια δυο κομ­μά­τια, τελι­κά αυτό που αρνού­νται δεν είναι απλά η βιο­λο­γι­κή προ­ϋ­πό­θε­ση, αλλά η αντι­κει­με­νι­κή υλι­κή υπό­στα­ση του ανθρώ­που ως κοι­νω­νι­κού — ιστο­ρι­κού όντος.

Στον πυρή­να αυτών των θεω­ριών βρί­σκε­ται η αντί­θε­ση ανά­με­σα στο θεο­ποι­η­μέ­νο — αλλά πάντα μονα­χι­κό — άτο­μο και στην κοι­νω­νία, η οποία είναι εχθρι­κή όχι επει­δή είναι ταξι­κή, αλλά για­τί κατα­πιέ­ζει / κατα­στρέ­φει τη μονα­δι­κό­τη­τα του ατόμου.

Σε τελι­κή ανά­λυ­ση, οι θεω­ρί­ες αυτές περιο­ρί­ζουν τις επι­λο­γές του ατό­μου ανά­με­σα στα εξής αδιέ­ξο­δα: Είτε τον συμ­βι­βα­σμό, είτε την ολο­κλη­ρω­τι­κή απόρ­ρι­ψη του κόσμου, την απο­μό­νω­ση από καθε­τί κοι­νω­νι­κό. Η επι­λο­γή της επα­να­στα­τι­κής δρά­σης σε κάθε περί­πτω­ση αποκλείεται.

Το ζητού­με­νο είναι το άτο­μο να προ­σαρ­μο­στεί στην άθλια συν­θή­κη της ταξι­κής κοι­νω­νί­ας και όχι να την αλλά­ξει με τη δρά­ση του. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, όμως, ο μεμο­νω­μέ­νος άνθρω­πος όχι μόνο δεν βρί­σκε­ται σε αντι­πα­ρά­θε­ση με την κοι­νω­νία, αλλά δεν μπο­ρεί να υπάρ­ξει έξω από αυτήν.

“Σε τι κόσμο 
μεγαλώνουν τα παιδιά μας”

Η οικο­γέ­νεια δεν απο­τε­λεί ένα αδια­πέ­ρα­στο κου­κού­λι, πέρα και έξω από την υπό­λοι­πη κοι­νω­νία. Ετσι και σήμε­ρα δια­τρέ­χε­ται από όλες τις εκφάν­σεις της σήψης του καπι­τα­λι­στι­κού συστήματος.

Όπως ανα­φέ­ρε­ται και στην Από­φα­ση της ΚΕ: «Η ψυχι­κή και σωμα­τι­κή — πνευ­μα­τι­κή υγεία και κοι­νω­νι­κή ανά­πτυ­ξη των παι­διών είναι φανε­ρό ότι δεν μπο­ρεί να εξα­σφα­λι­στεί από ένα σύστη­μα που μετρά τις ανά­γκες των παι­διών με τον γνώ­μο­να του “κόστους — οφέ­λους” από τη σκο­πιά της καπι­τα­λι­στι­κής αντα­γω­νι­στι­κό­τη­τας».

Στη χει­ρό­τε­ρη περί­πτω­ση, η σύγ­χρο­νη αντι­δρα­στι­κο­ποί­η­ση της καπι­τα­λι­στι­κής κοι­νω­νί­ας οδη­γεί σε φαι­νό­με­να παρα­μέ­λη­σης, βίας, σεξουα­λι­κής και άλλης κακο­ποί­η­σης των παι­διών από τους γονείς τους. Στην καλύ­τε­ρη περί­πτω­ση, δεν αφή­νει παρά ελά­χι­στα περι­θώ­ρια για την ανά­πτυ­ξη πραγ­μα­τι­κά ποιο­τι­κής, δημιουρ­γι­κής σχέ­σης με το παιδί.

Όμως, «σπέρ­μα­τα» αυτής της τάσης είναι ανά­γκη να δια­πε­ρά­σουν πιο βαθιά την κομ­μου­νι­στι­κή σκέ­ψη για τη γονι­κή σχέ­ση, με κρι­τή­ριο την ανά­γκη ανά­πτυ­ξης του παι­διού ως αυτο­τε­λούς προ­σω­πι­κό­τη­τας και όχι σαν επέν­δυ­ση, σαν μέσο συναι­σθη­μα­τι­κής στήριξης.

«Με το πέρα­σμα των μέσων παρα­γω­γής σε κοι­νή ιδιο­κτη­σία (…) το ατο­μι­κό νοι­κο­κυ­ριό μετα­τρέ­πε­ται σε κοι­νω­νι­κό λει­τούρ­γη­μα. Η περι­ποί­η­ση και η ανα­τρο­φή των παι­διών γίνε­ται δημό­σια υπό­θε­ση. Η κοι­νω­νία φρο­ντί­ζει ισό­τι­μα για όλα τα παι­διά»11.

Η πραγ­μα­τι­κή ποιο­τι­κή ανα­βάθ­μι­ση της σχέ­σης γονιών — παι­διού δεν μπο­ρεί να γίνει πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αν δεν ξερι­ζω­θούν όλα εκεί­να τα εμπό­δια που βάζουν οι σημε­ρι­νές εκμε­ταλ­λευ­τι­κές σχέ­σεις παρα­γω­γής, ιδιο­κτη­σί­ας, το σύνο­λο των κοι­νω­νι­κών σχέσεων.

Αν δεν φύγει από τη μέση το καθη­με­ρι­νό άγχος της επι­βί­ω­σης. Αν δεν μειω­θεί ο χρό­νος εργα­σί­ας και δεν υπάρ­ξει στα­θε­ρός ημε­ρή­σιος ελεύ­θε­ρος χρό­νος για όλες και όλους. Απο­τε­λεί προ­ϋ­πό­θε­ση να πλαι­σιω­θεί η παι­δι­κή προ­στα­σία και στή­ρι­ξη με μια σει­ρά δωρε­άν, κρα­τι­κές υπη­ρε­σί­ες Υγεί­ας — Παι­δεί­ας — Πρό­νοιας — Πολι­τι­σμού — Αθλη­τι­σμού, που θα απαλ­λάσ­σουν τους γονείς από όσα στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεν μπο­ρούν να έχουν στην ευθύ­νη τους.

Όλα αυτά τα ζητή­μα­τα δεν είναι στε­νά «ατο­μι­κά — οικο­γε­νεια­κά», όπως παρου­σιά­ζο­νται, αλλά είναι κοι­νω­νι­κά, με άξο­να το αυτο­τε­λές συμ­φέ­ρον του παιδιού.

Για όλα αυτά δίνει ατα­λά­ντευ­τα τη μάχη το ΚΚΕ. Για τη σοσια­λι­στι­κή — κομ­μου­νι­στι­κή κοι­νω­νία, στην οποία η ανά­πτυ­ξη των μέσων παρα­γω­γής και η επι­στη­μο­νι­κή πρό­ο­δος θα αξιο­ποιού­νται για την ευη­με­ρία όλων, παι­διών και ενηλίκων.

Παρα­πο­μπές:

  • 1. «Τα δικαιώ­μα­τα του παι­διού. Ιστο­ρι­κή διά­στα­ση, σύγ­χρο­νη εξέ­λι­ξη και η Διε­θνής Σύμ­βα­ση για τα δικαιώ­μα­τα του παι­διού», Β. Φασού­λης, «Παπα­ζή­ση», 2016, σελ. 28
  • 2. «Παι­διά και παι­δι­κή ηλι­κία στη δυτι­κή κοι­νω­νία από τον 16ο αιώ­να μέχρι και σήμε­ρα», H. Cunningham, «Σμί­λη», Αθή­να 2016, σελ. 49
  • 3. Ο.π., σελ. 21
  • 4. «Τα δικαιώ­μα­τα του παι­διού. Ιστο­ρι­κή διά­στα­ση, σύγ­χρο­νη εξέ­λι­ξη και η Διε­θνής Σύμ­βα­ση για τα δικαιώ­μα­τα του παι­διού», Β. Φασού­λης, «Παπα­ζή­ση», 2016, σελ. 58
  • 5. Ο.π., σελ. 281
  • 6. Από­φα­ση της ΚΕ: «Οι θέσεις του ΚΚΕ για τον πολι­τι­κό γάμο των ομό­φυ­λων ζευ­γα­ριών και τις επι­πτώ­σεις του στα δικαιώ­μα­τα των παιδιών»
  • 7. «Τα δικαιώ­μα­τα του παι­διού. Ιστο­ρι­κή διά­στα­ση, σύγ­χρο­νη εξέ­λι­ξη και η Διε­θνής Σύμ­βα­ση για τα δικαιώ­μα­τα του παι­διού», Β. Φασού­λης, «Παπα­ζή­ση», 2016, σελ. 44
  • 8. «Γενι­κή Ψυχο­λο­γία. Δια­λε­κτι­κή υλι­στι­κή προ­σέγ­γι­ση», επι­μέ­λεια Μ. Κου­βε­λάς, Ομι­λος Εκπαι­δευ­τι­κού Προ­βλη­μα­τι­σμού, Αθή­να 2009, σελ. 306
  • 9. «Δια­λε­κτι­κή Ψυχο­λο­γία. Στα βήμα­τα του Vygotsky», Μ. Κου­βε­λάς, «Ελλη­νι­κά Γράμ­μα­τα», Αθή­να 2007, σελ. 252
  • 10. Καρλ Λεβί­τιν, «Η δια­μόρ­φω­ση της προ­σω­πι­κό­τη­τας», Αθή­να 1988, «Σύγ­χρο­νη Επο­χή» — «Ελλη­νι­κά Γράμ­μα­τα», σελ. 18
  • 11. «Η κατα­γω­γή της οικο­γέ­νειας, της ατο­μι­κής ιδιο­κτη­σί­ας και του κρά­τους», Φρ. Ενγκελς, «Σύγ­χρο­νη Επο­χή», Αθή­να 2019, σελ. 92
Κων­στα­ντί­να Τσότρα
Ψυχολόγος,
μέλος του Τμή­μα­τος της ΚΕ του ΚΚΕ
για την Ισοτιμία
και τη Χει­ρα­φέ­τη­ση των γυναικών
ℹ️  Η Κων­στα­ντί­να Τσό­τρα δουλεύει
στο Ψυχια­τρι­κό Νοσο­κο­μείο Αττι­κής Δρομοκαΐτειο
και είναι μετα­ξύ άλλων μέλος του ΔΣ της ΟΓΕ

info Ατέχνως

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο