Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σκέψεις για τη «Διπλή οικογένεια» του Ονορέ ντε Μπαλζάκ — Παρουσιάζει ο Αλέκος Χατζηκώστας

Κυκλο­φό­ρη­σε πρό­σφα­τα από τις εκδό­σεις «ατε­χνώς» για πρώ­τη φορά ολό­κλη­ρη στα ελλη­νι­κά η νου­βέ­λα του Ονο­ρέ ντε Μπαλ­ζάκ (γραμ­μέ­νη στα 1830 με τον τίτλο «Η ενά­ρε­τη γυναί­κα») «Διπλή οικογένεια».

Πρό­κει­ται για ένα όμορ­φο βιβλίο, που θίγει μια σει­ρά κοι­νω­νι­κά ζητή­μα­τα της τότε επο­χής που οι απο­λή­ξεις τους φτά­νουν μέχρι και σήμε­ρα. Κοι­νω­νι­κή ανι­σό­τη­τα, έρω­τας, οικο­γέ­νεια κ.α «παρε­λαύ­νουν» μέσα από τις 93 σελί­δες του βιβλί­ου με μία μονα­δι­κή μαεστρία.

Το έργο περι­λαμ­βά­νει δύο μεγά­λες ενό­τη­τες, στην κυριο­λε­ξία δύο ιστο­ρί­ες με τον ίδιο πρω­τα­γω­νι­στή που «πατούν» σε δύο όψεις της – τελι­κά «διπλής ζωής» του ήρωα.

Σε μια σει­ρά σελί­δες γίνο­νται ανα­φο­ρές στην κατά­στα­ση της εργα­τι­κής τάξης και ευρύ­τε­ρα μία κοι­νω­νι­κή κρι­τι­κή της υπάρ­χου­σας τάξης πραγ­μά­των: «…Ρίχνο­ντας τυχαία μια ματιά μέσα στο σπί­τι ο πιο εγω­κε­ντρι­κός περα­στι­κός απο­κό­μι­ζε μια ολο­κλη­ρω­μέ­νη εικό­να της εργα­τι­κής τάξης στο Παρί­σι, καθώς η κεντή­στρα πρέ­πει να ζού­σε μόνο από τη βελό­να της… με τη ζωη­ρή του φαντα­σία θα παρο­μοί­α­ζε την κοπέ­λα που φυτο­ζω­ού­σε στην αφά­νεια με τον κισ­σό που καλύ­πτει τους ψυχρούς τοί­χους ή με τους αφο­σιω­μέ­νους στη δου­λειά τους χωρι­κούς που γεν­νιού­νται, οργώ­νουν τη γη και πεθαί­νουν αγνοη­μέ­νοι από τους ανθρώ­πους που έθρεψαν…»

Οι επιρ­ρο­ές της ρομα­ντι­κής παρά­δο­σης είναι ορα­τές στο έργο, ειδι­κά στον τρό­πο περι­γρα­φής του σκη­νι­κού και της όλης ατμό­σφαι­ρας του έργου, με απα­ρά­μιλ­λες περι­γρα­φές ενός έρω­τα που φου­ντώ­νει: «…Μία αμοι­βαία κατα­νό­η­ση έσμι­ξε ενστι­κτω­δώς τα χέρια τους, μία κοι­νή ελπί­δα έκα­νε τις καρ­δί­ες τους να χτυ­πή­σουν δυνα­τά. Κάτω από τον γαλά­ζιο ουρα­νό, με τις πλα­για­στές κόκ­κι­νες αχτί­δες του ηλιο­βα­σι­λέ­μα­τος , τα βλέμ­μα­τά τους ακτι­νο­βο­λού­σαν τόσο που στο τέλος για εκεί­νους μέχρι και ο ουρα­νός έχα­σε τη λάμ­ψη του. Τι περί­ερ­γη δύνα­μη μπο­ρεί να έχει μία ιδέα ή μια επιθυμία!»

Ο Μπαλ­ζάκ ανα­φέ­ρε­ται ακό­μη στο έργο του στο θεσμό του γάμου και ιδιαί­τε­ρα σε αυτόν που γίνε­ται για κοι­νω­νι­κούς λόγους, αγνο­ώ­ντας εντε­λώς τα συναι­σθή­μα­τα των μελ­λο­ντι­κών συζύ­γων και τις δια­φο­ρές στον χαρα­κτή­ρα τους. «…Δεν είχε απο­κτή­σει ούτε κομ­ψούς τρό­πους, ούτε εκεί­νη την τέχνη της συζή­τη­σης που ευδο­κι­μεί στα σαλό­νια και είναι γεμά­τη από λέξεις και άδεια από ιδέ­ες…» Καθώς και ευρύ­τε­ρα ζητή­μα­τα περί οικο­γε­νεια­κής ευτυ­χί­ας: «…Η ευτυ­χία αγα­πη­μέ­νη μου Αντζε­λίκ δεν πηγά­ζει από ένα έπι­πλο περισ­σό­τε­ρο ή λιγό­τε­ρο κομ­ψό. Εξαρ­τά­ται από τη γλυ­κύ­τη­τα, τη τρυ­φε­ρό­τη­τα και την αγά­πη μιας γυναί­κας. Είναι όμως καθή­κον μου να σας αγα­πώ. Και ποτέ κανέ­να καθή­κον δεν θα είναι τόσο γλυ­κό να εκπλη­ρώ­σω, απά­ντη­σε απα­λά η Αντζελικ.»

Ο συγ­γρα­φέ­ας με αφορ­μή τις εκτι­μή­σεις του για την ουσία των συζυ­γι­κών σχέ­σε­ων κατα­πιά­νε­ται και με το ζήτη­μα της μοι­χεί­ας και της διπλής ζωής που ζού­σε ο ήρω­ας χωρίς να την κατα­δι­κά­ζει, αλλά μάλ­λον να τη δικαιο­λο­γεί κιό­λας, αν και σε πολ­λά άλλα έργα του παίρ­νει ξεκά­θα­ρα το μέρος της παρα­δο­σια­κής ηθικής.

«…Μία γυναί­κα μπο­ρεί να έχει ελατ­τώ­μα­τα που ίσως υπο­χω­ρή­σουν στα δύσκο­λα μαθή­μα­τα που δίνει η πεί­ρα ή ένας σύζυ­γος, αλλά τίπο­τε δεν μπο­ρεί να κατα­πο­λε­μή­σει την τυραν­νία των στρε­βλών θρη­σκευ­τι­κών ιδε­ών. Η κατά­κτη­ση της μακά­ριας αιω­νιό­τη­τας, όταν μπαί­νει στο ζύγι με τις κοσμι­κές απο­λαύ­σεις, θριαμ­βεύ­ει όλων και όλα τα κάνει υπο­φερ­τά…» Καθώς και «…όταν παντρευ­τείς μη το κάνεις ελα­φρά τη καρ­δία, από όσα μας ανα­γκά­ζει η κοι­νω­νία να κάνου­με αυτό είναι το πιο σημαντικό…Η δυσαρ­μο­νία στο ζευ­γά­ρι όποια και αν είναι η αιτία της, φέρ­νει τρο­μα­κτι­κή δυστυ­χία., τιμω­ρού­μα­στε αργά ή γρή­γο­ρα, όταν δεν υπα­κού­με στους κοι­νω­νι­κούς νόμους…»

Ιδιαί­τε­ρα εντυ­πω­σια­κές είναι οι σελί­δες που ασκεί δρι­μύ­τα­τη κρι­τι­κή στη θρη­σκο­λη­ψία και στις συνέ­πιες που έχει στις ανθρώ­πι­νες σχέ­σεις. «…Η μετα­μόρ­φω­ση των πραγ­μά­των και των ανθρώ­πων σε θρη­σκο­λη­ψία είναι ένα ανε­ξή­γη­το μυστή­ριο όμως το γεγο­νός παρα­μέ­νει. Ο καθέ­νας μπο­ρεί να παρα­τη­ρή­σει ότι οι θρη­σκό­λη­πτοι δεν περ­πα­τούν, δεν κάθο­νται, δε μιλούν με τον ίδιο τρό­πο που περ­πα­τούν, κάθο­νται και μιλούν οι άνθρω­ποι του κόσμου, στο σπί­τι τους νοιώ­θεις άβο­λα, στο σπί­τι τους δεν γελάς, στο σπί­τι τους η δυσκαμ­ψία, η συμ­με­τρία βασι­λεύ­ουν παντού…τα βλέμ­μα­τα δεν είναι ειλι­κρι­νή, οι άνθρω­ποι θυμί­ζουν σκιές και η κυρία του σπι­τιού μοιά­ζει να κάθε­ται σε έναν θρό­νο από πάγο…»

Τελι­κά η εκτί­μη­ση των Κ. Μαρξ και Φ. Ενγκελς για το έργο του Μπαλ­ζάκ δεν ήταν τυχαίο!. Όπως έγρα­ψαν «ήταν αλη­θι­νή ειρω­νεία της τύχης για τον Μπαλ­ζάκ. που όλες του οι πολι­τι­κές του προ­τι­μή­σεις στρέ­φο­νταν προς τον παλιό κόσμο, να βρει τη μεγα­λύ­τε­ρη κατα­νό­η­ση κι επι­δο­κι­μα­σία στους πιο αδιάλ­λα­κτους επι­κρι­τές αυτού του κόσμου».

Στα αξιο­ση­μεί­ω­τα της έκδο­σης ότι για πρώ­τη φορά κυκλο­φο­ρεί στα ελλη­νι­κά σε μετά­φρα­ση μιας ομά­δας νέων γυναι­κών (Hélène Godard, Ζαφει­ρού­λα Λαμπρά­κη, Πολυ­τί­μη Λινάρ­δου, Βασι­λι­κή Πετρο­πού­λου, Στέλ­λα Τσού­που, Βασι­λι­κή Χαμά­κου) οι οποί­ες οι οποί­ες συστή­νο­νται ως εξής «Γνω­ρι­στή­κα­με την επο­χή της παν­δη­μί­ας στο δια­δι­κτυα­κό εργα­στή­ρι λογο­τε­χνι­κής μετά­φρα­σης του Γαλ­λι­κού Ινστι­τού­του, όλες γυναί­κες που ζού­με σε δια­φο­ρε­τι­κές πόλεις στην Ελλά­δα και στη Γαλ­λία. Με κινη­τή­ρια δύνα­μη την αγά­πη μας για τη γαλ­λι­κή λογο­τε­χνία φτιά­ξα­με την παρού­σα μετα­φρα­στι­κή ομά­δα για να κάνου­με το πάθος μας έργο και να το μοι­ρα­στού­με με τον κόσμο».

Ονο­ρέ Μπαλ­ζάκ: «Διπλή οικο­γέ­νεια» (Νου­βέ­λα)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο