Ήδη έχουμε κάνει σχετική αναφορά, στο εξαιρετικό βιβλίο «Σοβιετικοί Ιστορικοί για την Αρχαία Ελλάδα: Οικονομία – Κοινωνία – Πολιτική», με αναλυτική αναφορά στα περιεχόμενα και παρουσίαση του επίλογου ‑σελ 372–375 (“Συμπέρασμα _Το ιστορικό παράδοξο του πανελληνισμού”).
Προχωράμε σήμερα στο κεφάλαιο 2ο (σελ 89–112)“η Σπάρτη ως τύπος πόλεως” κυρίως γιατί ο “θρύλος — μύθος” αυτής της πόλης (Polis-κράτους) παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον _μεταξύ άλλων και ως ένα “ιδανικό κράτος”, οι πολίτες του οποίου είχαν _δήθεν, καταφέρει να λύσουν όλα τα εσωτερικά προβλήματα εν μέσω “ησυχίας-τάξης-ασφάλειας” ψευδαίσθηση στην οποία υπέκυψαν πολλοί από τους μεγάλους αρχαίους στοχαστές ως ευρεία διάδοση μιας “σπαρτιατικής οφθαλμαπάτης” που ξεπερνούσε κατά πολύ την εποχή εκείνη.
Σοβιετικοί Ιστορικοί για την Αρχαία Ελλάδα: Οικονομία – Κοινωνία – Πολιτική
κεφάλαιο 2ο
Η Σπάρτη ως τύπος πόλεως
\\ του Γ. Αντρέγιεφ
Η Σπάρτη είναι αναμφίβολα η πιο ασυνήθιστη και πιο μυστηριώδης απ’ όλες τις πόλεις-κράτη. Αυτή η φήμη έχει εδραιωθεί σταθερά από την Αρχαιότητα και διατηρείται μέχρι σήμερα.
Για αρκετούς αιώνες (τουλάχιστον από τον 7ο έως τον 3ο αιώνα) η Σπάρτη παρέμεινε σημαντικός πολιτικός και στρατιωτικός παράγοντας από τον οποίο εξαρτιόταν η μοίρα του υπόλοιπου ελληνικού κόσμου.
Αν και βρισκόταν σε αρκετά μεγάλη απόσταση από τα άλλα ελληνικά κράτη και σε πολιτική απομόνωση[1] [2] από αυτά, οι Σπαρτιάτες σε σταθερή βάση υπενθύμιζαν την παρουσία τους στους Έλληνες, επεμβαίνοντας απροκάλυπτα στις εσωτερικές τους υποθέσεις, με απειλητικές φωνές και τιμωρητικές εκστρατείες, περιορίζοντας κάθε φωνή αντίστασης, διεκδικώντας πεισματικά το δικαίωμά τους στην κυριαρχία της Ελλάδας, περιορίζοντας με στρατιωτική δύναμη την αύξηση της εξουσίας των πιο επικίνδυνων αντιπάλων τους.
Το τεράστιο στρατιωτικό δυναμικό της Σπάρτης, το απαράμιλλο κύρος της στις διεθνείς υποθέσεις, η αξιοσημείωτη σταθερότητα του πολιτεύματος της και η εξαιρετική του μοναδικότητα, ήδη σε αρκετά πρώιμο στάδιο (πιθανώς από το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα), κατέστησαν αυτό το κράτος αντικείμενο μεγάλης προσοχής και μελέτης. Αυτό το ενδιαφέρον για τη Σπάρτη αυξήθηκε ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, από τον οποίο η Σπάρτη βγήκε νικήτρια, αντίθετα με όλους τους υπολογισμούς των αντιπάλων της, και έφτασε στο υψηλότερο σημείο στις πρώτες δεκαετίες του 4ου αιώνα, σε μια περίοδο γενικών πολιτικών ανακατατάξεων και παρακμής του συστήματος των Πόλεων.
Όπως είναι γνωστό στην ιστοριογραφία της περιόδου αυτής, η Σπάρτη τελεί ένα από τα κεντρικά θέματα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι από αυτήν την εποχή η ελληνική ιστοριογραφία, είχε ήδη αναπτύξει μια ολόκληρη σειρά από ιστορικούς μύθους, διηγήματα ανέκδοτα που συνδέονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο με τη Σπάρτη και τους Σπαρτιάτες. Στο σύνολό τους δημιούργησαν αυτό που σήμερα είναι γνωστός ως «θρύλος» ή «μύθος» της Σπάρτης.[3] Το κύριο σημείο της πλοκής του θρύλο· φαίνεται να ήταν, από την αρχή της δημιουργίας του, η βιογραφία του μεγάλου νομοθέτη Λυκούργου, τον οποίο οι αρχαίοι θεωρούσαν ιδρυτή του σπαρτιατικού κράτους, δημιουργό όλων σχεδόν των σημαντικότερων θεσμών της.
Για το σύγχρονο ερευνητή, ο σπαρτιατικός μύθος παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον ως το πρώτο σχεδόν παράδειγμα πολιτικής μυθοποίησης στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Μέσω αυτής στην ελληνική κοινωνία, ιδιαίτερα ανάμεσα στους αριστοκρατικούς και εχθρικούς προς τη δημοκρατία κύκλους (ιδιαίτερα στην αριστοκρατική, αντιδημοκρατική ελίτ τους), ρίζωσε η άποψη για τη Σπάρτη ως ένα ιδανικό κράτος, οι πολίτες του οποίου είχαν καταφέρει να λύσουν όλα τα εσωτερικά προβλήματα κι έτσι να απαλλαγούν μόνιμα από κάθε είδους αναταραχή. Στην ψευδαίσθηση αυτήν υπέκυψαν πολλοί από τους μεγάλους αρχαίους στοχαστές του 5ου και 4ου αιώνα. Για να μην αναφερθούμε σε τόσο πεπεισμένους και συνεπείς «λακωνόφιλους» όπως ο Κριτίας ή ο Ξενοφώντας, τα έργα των οποίων προφανώς συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στην προπαγάνδα και την ευρεία διάδοση της «σπαρτιατικής οφθαλμαπάτης» (έκφραση του Fr. Olier), βρίσκουμε την επιρροή της ακόμη και στα θεωρητικά έργα φιλοσόφων που φαινομενικά είναι πολύ μακριά από την τυφλή λατρεία της Σπάρτης, όπως ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης.
Παρά την ενίοτε σκληρή κριτική για τη Σπάρτη, και οι δύο φιλόσοφοι στα ουτοπικά τους σχέδια εκφράζουν μια εκπληκτική στήριξη σε έναν πολύ συγκεκριμένο τύπο κράτους ‑την πρωτόγονη αγροτική Πόλιν-κράτος του σπαρτιατικού ή, ίσως, θα ήταν καλύτερα να πούμε, του σπαρτιατικο-κρητικού μοντέλου.[4]
Η επιρροή του σπαρτιατικού μύθου ξεπερνά κατά πολύ την αρχαία εποχή. Αυτό είναι αισθητό στην ευρωπαϊκή κοινωνική σκέψη της νεότερης εποχής. Από την περίοδο της Αναγέννησης οι εκπρόσωποι διάφορων και ενίοτε ευθέως αντίθετων πολιτικών και φιλοσοφικών ρευμάτων αναφέρονται στο «κράτος του Λυκούργου» ως ένα σημαντικό ιστορικό προηγούμενο, που επιβεβαιώνει την ορθότητα των προγραμμάτων και των θεωριών τους.[5]
Για μεγάλο χρονικό διάστημα η πολιτική σημασία του «Σπαρτιατικού Ζητήματος» εμπόδιζε τη σοβαρή και αντικειμενική μελέτη του. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τη γερμανική ιστοριογραφία, καθώς εκεί ο θαυμασμός για τη Σπάρτη είχε γίνει σχεδόν υποχρεωτικός κανόνας, ένα μοτίβο που επαναλαμβανόταν σχεδόν σε κάθε σημαντικό έργο για την ελληνική ιστορία. Ήδη από τη δεκαετία του ’20 του 19ου αιώνα ο C. Ο. Muller προβάλλει τους Σπαρτιάτες — και γενικότερα τους Δωριείς- ως ζωντανή ενσάρκωση των καλύτερων ιδιοτήτων του ελληνικού λαού και ως φορείς ενός «αληθινά ελληνικού πνεύματος» σε σχέση με τους «παρακμιακούς, εκφυλισμένους» Ίωνες.[6]
Αυτή η τάση κορυφώθηκε αργότερα στα «γραπτά» φασιστών ιστορικών, οι οποίοι προσπάθησαν να δικαιολογήσουν την εγκληματικότητα και την απανθρωπιά του ναζιστικού πολιτικού συστήματος, επικαλούμενοι το κύρος της Σπάρτης.[7]
Φυσικά, δεν ήταν όλοι οι Ευρωπαίοι λόγιοι ενθουσιασμένοι με το σπαρτιατικό καθεστώς. Στη δυτική ιστοριογραφία της περιόδου 19ου-20ού αι. επανειλημμένα έγιναν προσπάθειες να αξιολογηθεί το «λυκούργειο σύστημα» πιο νηφάλια και αμερόληπτα, χωρίς να υιοθετείται ένας πανηγυρικός τόνος. Παραδείγματα μιας περισσότερο ή λιγότερο αντικειμενικής επιστημονικής προσέγγισης του «Σπαρτιατικού Ζητήματος» είναι τα έργα των J. Groth, II. D. Fustel de Coulanges, Ed. Meyer, W. Ehrenberg, G. Glotz και άλλων.[8]
Χάρη στις προσπάθειες όλων αυτών των ερευνητών, έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στη μελέτη του αρχαίου παρελθόντος της Σπάρτης. Αν και σε γενικές γραμμές, με πολλά προβλήματα και αβεβαιότητες, εν τούτοις έχει διαμορφωθεί μια εικόνα της πολύπλοκης αλληλεπίδρασης των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που συμμετείχαν στη δημιουργία του σπαρτιατικού κράτους. Αποκαλύπτεται ο πρωταρχικός ρόλος του παράγοντα της κατάκτησης σε αυτήν τη διαδικασία. Ταυτόχρονα, έγινε δυνατόν να αποσαφηνιστεί ένα πολύ μπερδεμένο ζήτημα που υπήρχε ήδη στην Αρχαιότητα, το ζήτημα της προέλευσης και του χαρακτήρα των σπαρτιατικών θεσμών, όπως η δυαδική βασιλική εξουσία, οι Έφοροι, τα κοινά γεύματα των πολιτών (συσσίτια), το εκπαιδευτικό σύστημα κλπ. Σε αυτό συνέβαλε η εισαγωγή της συγκριτικής- ιστορικής μεθόδου στην επιστήμη της μελέτης της Αρχαιότητας στο μεταίχμιο του 19ου και του 20ού αιώνα. Η εκτεταμένη χρήση εθνογραφικών παραλληλισμών στα έργα των Nilsson, Frazer, Janmair και άλλων[9] κατέστησε δυνατή μια αρκετά πειστική επιστημονική ερμηνεία των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του σπαρτιατικού τρόπου ζωής, αποκαλύπτοντας τη βαθιά σύνδεσή τους με τις πρωτόγονες μορφές κοινωνικής οργάνωσης που εφαρμόζονταν μεταξύ των πιο καθυστερημένων λαών του πλανήτη μας. Έτσι, η εικασία που είχε εκφραστεί και παλιότερα (π.χ., στο βιβλίο του C. Ο. Muller),[10] ότι οι λεγόμενοι «Νόμοι του Λυκούργου» είναι πολύ παλαιότεροι από τον ίδιο το νομοθέτη, έχει πλέον επιβεβαιωθεί επαρκώς.
Όσον αφορά τον ίδιο τον Λυκούργο, μια προσεκτική ανάλυση της βιογραφίας του ‑στην πιο ολοκληρωμένη πλουταρχική εκδοχή της- αποκαλύπτει ορισμένα σημάδια μιας λογοτεχνικής πλοκής, ένα είδος «μυθιστορήματος», που πιθανώς ανάγεται σε κάποιον αρχαίο λακωνικό μύθο, αλλά προφανώς στερείται κάθε αυθεντικής ιστορικής βάσης.[11] Επί του παρόντος, η πλειοψηφία των ιστορικών που έχουν ασχοληθεί ειδικά με αυτό το θέμα τείνουν στην ιδέα ότι ο μεγάλος Σπαρτιάτης νομοθέτης δεν υπήρξε ποτέ ως πραγματική ιστορική προσωπικότητα.[12]
Το εκτεταμένο ερευνητικό έργο που έγινε από μελετητές από διάφορες χώρες τα τελευταία 100–150 χρόνια έχει σε μεγάλο βαθμό απομυθοποιήσει την πρώιμη ιστορία της Σπάρτης, απαλλάσσοντάς την από τα στοιχεία του μυστι- κισμού και του αφελούς ανθρωποκεντρισμού της αρχαίας παράδοσης. Η ατμόσφαιρα μυστηρίου που είχε περιβάλει την «πολιτεία του Λυκούργου» στην Αρχαιότητα, είχε αρχίσει σταδιακά να διαλύεται. Ωστόσο, καθώς τα χαρακτηριστικά της πραγματικής και όχι της θρυλικής Σπάρτης γίνονται σαφέστερα, προκύπτουν νέα και πιο σύνθετα προβλήματα για τους ιστορικούς.
Το σημαντικότερο από αυτά είναι η τυπολογική υπαγωγή της σπαρτιατικής κοινωνίας ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, η θέση που κατείχε μεταξύ των άλλων κοινωνιών του αρχαίου κόσμου. Οι περισσότεροι ιστορικοί, οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο με το ζήτημα αυτό, αρκούνται στο να κατατάξουν με σαφήνεια τη Σπάρτη στην κατηγορία των «καθυστερημένων» ή (κατά μια άλλη διατύπωση) «αγροτικών» ελληνικών κρατών.[13]
Η απλότητα και η προσβασιμότητα αυτού του ορισμού δεν αντισταθμίζει σε καμία περίπτωση τις δύο σοβαρές ελλείψεις του: Μη εποικοδομητικός και ασαφής. Φυσικά, η οικονομική καθυστέρηση σε κάποιο βαθμό φέρνει τη Σπάρτη πιο κοντά σε αρχαϊκές μορφές της ελληνικής κοινωνίας, όπως οι δωρικές πόλεις της Κρήτης, οι Θεσσαλικές και οι Βοιωτικές πόλεις, οι φυλετικές κοινότητες της Λοκρίδας, της Ήλιδας, της Αιτωλίας κλπ. Αλλά και πάλι, αυτό μόνο το χαρακτηριστικό δεν αρκεί για να μιλάμε για μια θεμελιώδη ιστορική ομοιογένεια όλων αυτών των διαφορετικών μεταξύ τους κοινωνικών δομών. Ορισμένοι συγγραφείς, μη θέλοντας να ασχοληθούν με την εξεύρεση ακριβών ορισμών, δηλώνουν ότι η Σπάρτη είναι μια «ιστορική περιέργεια», μια «ανωμαλία», για την οποία δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει καμία αναλογία στην ιστορία όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά ολόκληρου του αρχαίου κόσμου.[14] Σε αυτήν την προσέγγιση, αντί να ξετυλίγεται σε βάθος το πολύπλοκο επιστημονικό πρόβλημα που έχουμε μπροστά μας, κόβεται με μια κίνηση, όπως ο περίφημος γόρδιος δεσμός.
Τοποθετημένη εντελώς μακριά από τα υπόλοιπα ελληνικά κράτη, η Σπάρτη αναπόφευκτα εμπίπτει στην κατηγορία των αφηρημένων γενικών ιστορικών ή μάλλον εξωϊστορικών κατηγοριών, οι οποίες μπορούν να βρεθούν σε κάθε χώρα και σε κάθε ιστορική στιγμή. Το ενδιαφέρον που δείχνουν πάντοτε οι απολογητές του σύγχρονου κυκλισμού για το σπαρτιατικό φαινόμενο δεν είναι καθόλου τυχαίο σε αυτό το πλαίσιο.
Ήδη ο R. Pohlmann στην Ιστορία του Κοινωνικού Ζητήματος και του Σοσιαλισμού στον Αρχαίο Κόσμο όρισε το σπαρτιατικό κοινωνικό και πολιτικό σύστημα ως έναν ειδικό, «στρατιωτικό τύπο κοινωνίας» (kriegerische Gesellschaftstypus), του οποίου ο «κρατικός σοσιαλισμός» αποτελεί τον «αναγκαίο συσχετισμό».[15] Η ίδια ιδέα επαναλαμβάνεται αρκετά συχνά στα γραπτά των νεότερων αστών ιστοριογράφων, με ελαφρώς τροποποιημένες διατυπώσεις, αλλά σχεδόν πάντα με απολύτως σαφή πολιτική χροιά. Η Σπάρτη, ως παράδειγμα «ολοκληρωτικού κράτους», αντιπαραβάλλεται με την «ελεύθερη και δημοκρατική» Αθήνα, η οποία, δήθεν, ενσάρκωνε το ιδανικό της περιβόητης «ανοικτής κοινωνίας».[16] Δε χρειάζεται να εξηγήσει κανείς ότι αυτού του τύπου οι συλλογισμοί αγνοούν λανθασμένα τον ταξικό, δουλοκτητικό χαρακτήρα της σπαρτιατικής κοινωνίας, δηλαδή το κυριότερο που την φέρνει πιο κοντά στις άλλες κοινωνίες της αρχαίας εποχής που γνωρίζουμε, όπως ότι είναι εξίσου λάθος να αναδεικνύονται και να απολυτοποιούνται κάποια από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, τα οποία έχουν μόνο σχετική, δευτερεύουσα σημασία.
Τονίζοντας την παρερμηνευμένη ιδιαιτερότητα της κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης της Σπάρτης, οι σύγχρονοι δυτικοί ιστορικοί συχνά αποκλείουν αυτό το κράτος, στο οποίο οι αρχαίοι έβλεπαν ένα ιδιότυπο είδος του συστήματος της Πόλεως,[17] από τις τάξεις των «αληθινών ελληνικών Πόλεων». «Η Σπάρτη είναι ένα κράτος που δεν είχε ποτέ καμία σχέση με την αληθινή ουσία της Πόλεως.» Αυτή η κατηγορηματική κρίση ανήκει στο διάσημο Γερμανό ιστορικό Έρενμπεργκ, που αφιέρωσε στη Σπάρτη από τη δεκαετία του 1920 μια ολόκληρη σειρά ειδικών μελετών.[18] Με ελαφρώς διαφορετικές διατυπώσεις και με διαφορετικά επιχειρήματα, η ίδια ιδέα επαναλαμβάνεται και στα έργα ορισμένων άλλων συγγραφέων.[19] Είναι ενδιαφέρον, ωστόσο, ότι ο ίδιος Έρενμπεργκ σ’ ένα άλλο άρθρο του[20] ανακηρύσσει τη Σπάρτη ως το πρώτο σχεδόν ελληνικό κράτος που θέσπισε πολίτευμα τύπου «Πόλεως» (αναφέρεται στη λεγόμενη «Μεγάλη Ρήτρα», την οποία ο Έρενμπεργκ χρονολογεί στο δεύτερο μισό του 8ου αιώνα). Τέτοιες αντιφατικές κρίσεις για το ίδιο κράτος καταδεικνύουν, πρώτ’ απ’ όλα, την ακραία αυθαιρεσία των κριτηρίων με τα οποία οι πιο πρόσφατοι δυτικοί ιστορικοί προσεγγίζουν την αποκρυπτογράφηση της ίδιας της έννοιας της «Πόλεως».
Οι Σοβιετικοί ιστορικοί[21] βασίζουν την κατανόηση της φύσης της Πόλεως στην περίφημη διατύπωση του Μαρξ στη Γερμανική Ιδεολογία: «Η δεύτερη μορφή ιδιοκτησίας είναι η αρχαία κοινοτική και κρατική ιδιοκτησία. Πλάι στην κοινωνική ιδιοκτησία βρίσκουμε ήδη να αναπτύσσεται κινητή και αργότερα επίσης και ακίνητη ατομική ιδιοκτησία, αλλά σα μια κατ’ εξαίρεση μορφή υποταγμένη στην κοινοτική ιδιοκτησία. Οι πολίτες εξουσιάζουν τους εργαζόμενους δούλους τους μονάχα μέσα στην κοινότητα και μονάχα γι ’αυτήν, και επομένως είναι δεμένοι με τη μορφή της κοινοτικής ιδιοκτησίας. Η κοινοτική ατομική ιδιοκτησία των δραστήριων πολιτών σε σχέση με τους δούλους είναι ακριβώς αυτή που τους αναγκάζει να παραμένουν σ’ αυτήν την αυθόρμητα βγαλμένη μορφή συνένωσης.»[22] [23]
Τα λόγια αυτά δείχνουν σαφώς ότι ο Κ. Μαρξ έβλεπε στην αρχαία αστική κοινότητα μια ορισμένη μορφή οργάνωσης της άρχουσας τάξης απέναντι στους καταπιεσμένους και, κατά συνέπεια, βασικό στοιχείο του ίδιου του δουλοκτητικού τρόπου παραγωγής σε ένα στάδιο της ανάπτυξής του. Η βάση αυτής της οργάνωσης ήταν μια ειδική μορφή ιδιοκτησίας, την οποία ορίζει με μεγάλη ακρίβεια ως «την κοινή ιδιωτική ιδιοκτησία των ενεργών πολιτών του κράτους (gemeinschaftliche privateigentum)»
Η κύρια ιδιαιτερότητα της Πόλεως που την διακρίνει απ’ όλους τους άλλους τύπους και μορφές οργάνωσης της άρχουσας τάξης είναι ότι το κράτος, το οποίο εδώ, όπως και σε άλλες περιπτώσεις, λειτουργεί κυρίως ως όργανο της ταξικής κυριαρχίας, διατηρεί ωστόσο την κληρονομημένη από το παρελθόν (από την εποχή του πρωτόγονου κοινοτικού συστήματος) μορφή της γειτονικής κοινότητας (έτσι νομίζουμε ότι πρέπει να κατανοήσουμε τα λόγια του Μαρξ, για τους «πολίτες του κράτους που αναγκάζονται να διατηρούν απέναντι στους σκλάβους αυτήν τη φυσικά ανεπτυγμένη μορφή σύνδεσης»). Ταυτόχρονα, η κοινότητα δεν υποσκελίζεται και δεν απορροφάται από το κράτος, όπως συμβαίνει συνήθως σε άλλες πρώιμες ταξικές κοινωνίες, για παράδειγμα στις χώρες της Δυτικής Ασίας. Αντιθέτως, το ίδιο το κράτος παρομοιάζεται εδώ με την κοινότητα ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, συγκροτείται ως κοινότητα, γεγονός που μας επιτρέπει να θεωρήσουμε την Πόλιν ως μια ειδική, αν μας επιτρέπεται αυτή η διατύπωση, υποβαθμισμένη μορφή της κοινότητας.[24]
Το παράδειγμα της Σπάρτης από αυτήν την άποψη είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό, διότι εδώ εμφανίζονται με τη μεγαλύτερη σαφήνεια τα βασικά χαρακτηριστικά που κληρονόμησε η Πόλις από τον ιστορικό της προκάτοχο, αλλά είναι ιδιαίτερα εμφανείς και οι θεμελιώδεις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ τους. Η εξήγηση γι’ αυτό το παράδοξο φαινόμενο πρέπει να αναζητηθεί στην ιστορία της ίδιας της Σπάρτης.
Είναι γνωστό ότι οι Δωριείς, οι οποίοι ίδρυσαν τη Σπάρτη, ήρθαν στη Λακωνία ως κατακτητές και υποδουλωτές του τοπικού αχαϊκού πληθυσμού.[25] Ο ενδοφυλετικός ανταγωνισμός, ο οποίος σταδιακά μετατράπηκε σε ταξική έχθρα, κατέστησε την κοινωνική και πολιτική κατάσταση σε αυτό το τμήμα της Πελοποννήσου εξαιρετικά τεταμένη. Η κατάσταση έγινε ακόμη πιο περίπλοκη περίπου στα μέσα του 8ου αιώνα, όταν η Σπάρτη, όπως και πολλά άλλα ελληνικά κράτη, άρχισε να λιμοκτονεί.[26] Το επακόλουθο πρόβλημα του πλεονάζοντος πληθυσμού που προέκυψε χρειαζόταν άμεση λύση, αλλά οι Σπαρτιάτες το έλυσαν με το δικό τους τρόπο. Αντί να αναζητήσουν διέξοδο, όπως οι υπόλοιποι Έλληνες, στον αποικισμό και στην κατάκτηση νέων εδαφών πέρα από τη θάλασσα, οι Σπαρτιάτες βρήκαν τη διέξοδο στην επέκταση της επικράτειάς τους σε βάρος των πλησιέστερων γειτόνων τους, των Μεσσήνιων, που τους χώριζε μόνο η οροσειρά του Ταΰγετου.[27] Η κατάκτηση της Μεσσηνίας, η οποία έγινε τετελεσμένο γεγονός μόλις στα τέλη του 7ου αιώνα, μετά από το λεγόμενο Β’ Μεσσηνιακό Πόλεμο, επέτρεψε να ανακοπεί η επικείμενη αγροτική κρίση, αλλά επιδείνωσε σε μεγάλο βαθμό τις εσωτερικές εντάσεις, οι οποίες αποδείχτηκαν καθοριστικός παράγοντας για την ανάπτυξη του κράτους.
Το κύριο αποτέλεσμα της κατακτητικής πολιτικής της Σπάρτης στο έδαφος της Λακωνίας και της Μεσσηνίας ήταν η εμφάνιση μιας συγκεκριμένης μορφής δουλείας, γνωστής με το όνομα «ειλωτεία». Η ειλωτεία διακρίνεται από τον κλασικό τύπο δουλείας πρώτ’ απ’ όλα από το ότι ο δούλος δεν είναι εντελώς αποξενωμένος από τα μέσα παραγωγής κι έχει ουσιαστικά ένα ανεξάρτητο νοικοκυριό, χρησιμοποιώντας το ζωικό κεφάλαιο, τα γεωργικά εργαλεία και όλα τα άλλα είδη ιδιοκτησίας που του ανήκουν (είτε με δικαίωμα κατοχής είτε με πλήρη κυριότητα ‑αυτό παραμένει ασαφές).[28] Αφού πληρώσει το φόρο υποτέλειας, έχει ακόμη στη διάθεσή του ένα ορισμένο μέρος της συγκομιδής, την οποία μπορεί, κατά πάσα πιθανότητα, να χρησιμοποιήσει κατά το δοκούν και, αν το επιθυμεί, να το πουλήσει.[29]
Με βάση τα δεδομένα που διαθέτουμε, οι Σπαρτιάτες δεν παρενέβαιναν καθόλου στις οικονομικές υποθέσεις των ειλώτων, αρκούμενοι σε όσα έπαιρναν από αυτούς, τα οποία ορίζονταν από το νόμο.[30] Στη Σπάρτη, επομένως, αναπτύχθηκε μια ιδιότυπη μορφή δουλοκτησίας, στην οποία η άμεση παρέμβαση του δουλοκτήτη στην παραγωγική διαδικασία έγινε κάτι εντελώς περιττό ή και αποκλείστηκε. Εδώ ο δουλοκτήτης μετατρέπεται από οργανωτής της παραγωγής σε παθητικό αποδέκτη του ενοικίου, ενώ η οικονομική πρωτοβουλία συγκεντρώνεται εξολοκλήρου στα χέρια του άμεσου παραγωγού, δηλαδή του δούλου.
Η οικονομική αυτονομία των ειλώτων συνδέεται επίσης με την ιδιαίτερη δομή αυτής της τάξης, διαφοροποιώντας την και πάλι από τους δούλους του κλασικού τύπου. Είναι γνωστό ότι μεταξύ των τελευταίων η συντριπτική πλειοψηφία τους βίαια βγήκαν από το συνηθισμένο κοινωνικό τους περιβάλλον και αναμίχτηκαν τυχαία μεταξύ τους. Αντίθετα, οι είλωτες δεν αποκόπηκαν από τις πατρίδες τους. Αντιθέτως, όπως και οι ελληνιστικοί λαοί, ήταν μόνιμα συνδεδεμένοι με τον τόπο κατοικίας τους και τη γη που καλλιεργούσαν για τα αφεντικά τους.[31] Μπορεί να υποτεθεί ότι με την αποφυγή των αναγκαστικών μετατοπίσεων οι είλωτες μπόρεσαν να διατηρήσουν, τουλάχιστον εν μέρει, αυτές τις μορφές κοινωνικών σχέσεων που υπήρχαν μεταξύ τους και παλιά, όταν ήταν ελεύθεροι. Παρά την έλλειψη άμεσων ενδείξεων στις πηγές, μπορούμε να θεωρήσουμε πιθανό ότι είχαν οικογένεια.[32] Είναι επίσης πιθανό να διατήρησαν ακόμη και κάποια στοιχεία κοινοτικής οργάνωσης.[33]
Η ιδιαίτερη μορφή δουλοκτητικής οικονομίας που αναπτύχθηκε στη Σπάρτη, η οποία προφανώς δεν είχε καθιερωθεί μέχρι το τέλος του 7ου αιώνα, προϋπέθετε ως φυσικό και αναγκαίο συμπλήρωμα έναν ειδικό τύπο οργάνωσης της τάξης των δουλοκτητών ή, με άλλα λόγια, έναν ειδικό τύπο συστήματος της Πόλεως. Κατά τη γνώμη μας, το κύριο διακριτικό γνώρισμα της σπαρτιατικής μορφής της Πόλεως είναι ότι η αρχή του κολεκτιβισμού και της κοινοκτημοσύνης, που βρίσκεται στην ίδια τη βάση της αρχαίας ιδιοκτησίας ως «κοινή ατομική ιδιοκτησία (…) των πολιτών του κράτους», έλαβε εδώ την πιο ζωντανή έκφρασή της στον ίδιο το σπαρτιατικό τρόπο ζωής, ο οποίος διαπνέ- εται από την ιδέα της ισότητας.
Θεωρητικά, η κυρίαρχη μορφή ιδιοκτησίας στη Σπάρτη ήταν η κοινοτική-κρατική ιδιοκτησία της γης και των δούλων. Σύμφωνα με τον Πολύβιο (VI, 45, 3), όλη η γη που είχε κατανεμηθεί στους πολίτες ονομαζόταν «πολιτική χώρα», δηλαδή «κρατική» ή «δημόσια γη». Ομοίως, οι είλωτες αναφέρονται στις πηγές μας ως «κρατικοί δούλοι» ή «δούλοι της κοινότητας».[34] Ιστορικά, αυτή η όχι και τόσο συνηθισμένη για το ελληνικό κράτος κατάσταση βρίσκει την εξήγησή της στο ίδιο το γεγονός της κατάκτησης της Λακωνίας και της Μεσσηνίας από τους Σπαρτιάτες. Εφόσον οι κατακτήσεις πραγματοποιήθηκαν από το σύνολο της κοινότητας των Σπαρτιατών, ο καθένας είχε το ίδιο δικαίωμα να γίνει ιδιοκτήτης της κατακτημένης γης και των δούλων που ήταν συνδεδεμένοι με αυτήν. Από την άλλη πλευρά, το ίδιο το σπαρτιατικό κράτος ενδιαφερόταν να διατηρήσει μια ορισμένη ισορροπία μεταξύ του αριθμού των ελεύθερων και των υπόδουλων πληθυσμών. Αυτός φαίνεται ότι ήταν ο στόχος του συστήματος ιδιοκτησίας της γης, που βασιζόταν σε αδιαίρετα και αναπαλλοτρίωτα «αρχαία» οικόπεδα (κλήρους), καθένα από τα οποία έπρεπε να συντηρεί έναν ή ίσως και περισσότερους πολεμιστές-Σπαρτιάτες μαζί με τις οικογένειές τους και θεωρούνταν νομικά ιδιοκτησία του κράτους.[35] Δε γνωρίζουμε με πόση ευρύτητα και ελευθερία το σπαρτιατικό κράτος άσκησε το δικαίωμα του ανώτερου ιδιοκτήτη. Δεν είναι επίσης γνωστό αν είχε στη διάθεσή του σημαντικές εφεδρικές εκτάσεις.[36]
Είναι πιθανό ότι ο πραγματικός ρόλος του «δημόσιου τομέα» στη σπαρτιατική οικονομία δεν ήταν τόσο μεγάλος. Η οικονομική κυριαρχία του κράτους εδώ, όπως και στις περισσότερες ελληνικές Πόλεις, δεν εκφράστηκε τόσο στην άμεση κατοχή κάποιου περιουσιακού στοιχείου, που θα μπορούσε να αποτελέ- σει τη βάση της κρατικής οικονομίας, με την ορθή έννοια του όρου, όσο στον έλεγχο και στα διάφορα περιοριστικά μέτρα επί των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων των μεμονωμένων πολιτών.[37] Ανάμεσα στα μέτρα που εφαρμόστηκαν από τη σπαρτιατική κυβέρνηση είναι πρώτα και κύρια η απαγόρευση της πώλησης και της αγοράς γης ακόμη και με συγκεκαλυμμένες μορφές όπως οι δωρεές και τα κληροδοτήματα· η απαγόρευση να πωλούνται οι είλωτες εκτός του κράτους, καθώς και να αφήνονται ελεύθεροι και, τέλος, ο νόμος που απαγόρευε τη χρήση άλλων νομισμάτων εκτός από τα περίφημα σιδερένια όβολα.
Κατά πάσα πιθανότητα, τα μέτρα αυτά δε θα μπορούσαν να είναι επαρκή για να αποτρέψουν την αύξηση του ιδιωτικού πλούτου και την αναπόφευκτη μαζική καταστροφή των πολιτών.[38] Κατανοώντας αυτό, ο Σπαρτιάτης νομοθέτης (ή νομοθέτες) προσπάθησε να κάνει ό,τι ήταν δυνατόν ώστε, όπως λέει ο Θεόφραστος: «Ο πλούτος να πάψει να είναι πλούτος.» Η ισοπεδωτική τάση, χαρακτηριστική κάθε πρωτόγονης Πόλεως, συνηθισμένη εκδήλωση της οποίας σε άλλα κράτη ήταν οι νόμοι κατά του πλούτου, βρήκε έκφραση στη Σπάρτη σε ένα ολόκληρο σύστημα επίσημων απαγορεύσεων και διαταγών που ρύθμιζαν τη ζωή κάθε Σπαρτιάτη από τη στιγμή της γέννησης μέχρι το θάνατο. Αυτό το καταπληκτικό σύστημα προέβλεπε τη μορφή των ενδυμάτων που επιτρεπόταν να φορούν οι πολίτες, καθώς και το σχήμα των γενειάδων και των μουστακιών τους.
Ο ακρογωνιαίος λίθος του σπαρτιατικού «σύμπαντος» ήταν τα συσσίτια, τα κοινά γεύματα, στα οποία βασίλευε το πνεύμα ενός άξεστου εξισωτισμού και αυστηρού αμοιβαίου ελέγχου. Το σταθερό ποσοστό των εισφορών που θεσπίστηκε με νόμο, καθώς και το ποσοστό κατανάλωσης που ήταν ίσο για όλους τους συμμετέχοντες στα συσσίτια, υποτίθεται ότι ήταν σαφής έκφραση της αρχής της ισότητας ως θεμελιώδους αρχής ολόκληρης της σπαρτιατικής πολιτείας.[39]
Άμεσα συνδεδεμένο με το σπαρτιατικό στρατό, συντονισμένο με την εδαφική και διοικητική διαίρεση του κράτους σε κόμες,[40] το σύστημα των συσσιτίων ήταν ένα σημαντικό δομικό στοιχείο της οργάνωσης της σπαρτιατικής Πόλεως. Το δεύτερο στοιχείο ήταν το σύστημα της αγωγής του πολίτη,[41] στενά συνυφασμένο με το πρώτο.
Τόσο τα συσσίτια των πολιτών όσο και οι αγέλες, που ένωναν τους νέους και τους εφήβους, ανήκουν στους πιο αρχαϊκούς σπαρτιατικούς θεσμούς. Η στενή ομοιότητα με παρόμοιους θεσμούς των δωρικών πόλεων της Κρήτης, που υποδεικνύει μια αναμφισβήτητη κοινή προέλευση, αναγνωρίστηκε ήδη από την Αρχαιότητα.[42] Η επιβίωση αυτών των μορφών πρωτόγονης κοινωνικής οργάνωσης στην ήδη εδραιωμένη ταξική κοινωνία, καθώς και η ενσωμάτωσή τους στο δουλοκτητικό κράτος, οφειλόταν κυρίως στην επείγουσα ανάγκη της άρχουσας τάξης στη Σπάρτη να εδραιωθεί και να ενοποιηθεί εσωτερικά έναντι της συντριπτικής μάζας του υπόδουλου και εξαρτημένου πληθυσμού της.[43] Το δύσκολο αυτό έργο επιλύθηκε με τον απλούστερο και αποτελεσματικότερο τρόπο, με την εισαγωγή της υποχρεωτικής ρύθμισης του ελεύθερου χρόνου των πολιτών. Προκειμένου να μεγιστοποιηθεί η συνοχή και να διατηρηθεί η πειθαρχία, μια παραδοσιακή μορφή συλλογικής αναψυχής και ομαδικής αθλητικής άσκησης επιβλήθηκε σε όλους, ως ένα είδος υποχρεωτικού κανόνα συμπεριφοράς.
Η αρχή του κορπορατιβισμού, που σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό ενυπάρχει σε όλες τις αρχαίες Πόλεις, εκφράστηκε στην πολιτική και κοινωνική ζωή της Σπάρτης με ιδιαίτερη ισχύ. Ο πιο συνηθισμένος τρόπος για να γίνει αυτό είναι η μετακίνηση από μια ομάδα σε μια άλλη, πιο προνομιούχα. Από την ομάδα που ανήκε εξαρτιόταν η κοινωνική του θέση, το σύνολο των πολιτικών του δικαιωμάτων.[44] Αντίστοιχα, η ίδια η κοινότητα των πολιτών οικοδομήθηκε ως ένα σύστημα περισσότερο ή λιγότερο στενά συνδεδεμένων αντρικών ενώσεων, καθεμία από τις οποίες μπορεί να θεωρηθεί ως μια ζωντανή ενσάρκωση της βασικής αρχής του συστήματος της Πόλεως, της πολιτικής ομοφωνίας, της υποταγής της μειοψηφίας στην πλειοψηφία. Οι αποσχιστικές τάσεις που ενυπάρχουν στην ίδια τη φύση των «εταιρικών» κοινοτήτων έχουν ξεπεραστεί και εξουδετερωθεί. Η σαφώς μελετημένη διαδικασία συγκρότησης των ενώσεων, καθώς και η απόλυτη τυποποίηση της εσωτερικής οργάνωσής τους, επέτρεψαν τη μετατροπή ολόκληρης της αγέλης και των συσσιτίων σε έναν ενιαίο, καλά οργανωμένο πολιτικό μηχανισμό.[45]
Το κύριο όργανο που καθοδηγούσε και συντόνιζε όλες τις δραστηριότητες του συστήματος των ενώσεων των πολιτών ήταν αναμφίβολα οι Έφοροι. Οι Έφοροι εμφανίζονται στις πηγές ως οι κύριοι θεματοφύλακες του σπαρτιατικού «modus vivendi». Τα μέλη του ήταν υπεύθυνα για την αυστηρότητα της εκπαίδευσης της νέας γενιάς στις αγέλες. Επίσης, επέβλεπαν τη συμπεριφορά των ηλικιωμένων πολιτών που συμμετείχαν στα συσσίτια. Υπό την άμεση υπαγωγή των Εφόρων υπήρχαν επίσης ορισμένα ειδικά είδη «εταιριών» που αποτελούσαν σημαντικά στοιχεία του διοικητικού μηχανισμού του σπαρτιατικού κράτους και εκτελούσαν κυρίως αστυνομικές και κατασκοπευτικές λειτουργίες. Παραδείγματα είναι το Σώμα των τριακοσίων λεγάμενων «ιππέων» και οι στενά συνδεδεμένοι μαζί του Αγαθοεργοί.[46] Με το ευρύ, πρακτικά απεριόριστο δικαίωμα ελέγχου που είχαν, οιΈφοροι παρενέβαιναν ενεργά σε κάθε τομέα της δημόσιας και κρατικής ζωής της Σπάρτης, υπαγορεύοντας τη θέλησή τους σε ιδιώτες και δικαστές.[47]
Η συγκέντρωση τόσων πολλών εξουσιών στα χέρια ενός και σχετικά ολιγομελούς οργάνου αξιωματούχων θέτει τους Εφόρους σε μια εντελώς εξαιρετική θέση μεταξύ όλων των άλλων γνωστών πολιτικών αξιωματούχων. Δεν είναι τυχαίο ότι οι αρχαίοι συγγραφείς αποκαλούσαν την εξουσία των Εφόρων «κοντά στην τυραννία». Η εξήγηση αυτού του φαινομένου θα πρέπει να αναζητηθεί και πάλι στις συγκεκριμένες τοπικές σπαρτιατικές συνθήκες, και πρώτ’ απ’ όλα, όπως πιστεύουμε, στο γεγονός ότι για να εφαρμοστεί πραγματικά ολόκληρο το σύνθετο πρόγραμμα της «νομοθεσίας του Λυκούργου» ήταν απαραίτητο ένα όργανο με τόσο καθολικό σχέδιο όπως οι Έφοροι. Η σχεδόν τυραννική παντοδυναμία των Εφόρων αποτελούσε μια ζωντανή έκφραση, θα μπορούσε να πει κανείς, μια προσωποποίηση αυτού του «δεσποτισμού του νόμου» που, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, βασίλευε αδιαίρετα στην κλασική Σπάρτη.
Είναι μάλλον δύσκολο να προσδιοριστεί η φύση αυτού του ιδιόμορφου καθεστώτος, χρησιμοποιώντας τους γνωστούς πολιτικούς όρους. Σημειώνουμε ότι, ήδη από την Αρχαιότητα, δεν υπήρχε ομοφωνία για την εκτίμηση του κρατικού συστήματος της Σπάρτης. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη ορισμένοι συγγραφείς θεωρούσαν το λακεδαιμονικό πολίτευμα ως υπόδειγμα δημοκρατίας, ενώ άλλοι, αντίθετα, ως παράδειγμα ολιγαρχίας. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης έτεινε να την θεωρεί ως μια ενδιάμεση ή μικτή μορφή διακυβέρνησης, η οποία συνδύαζε στοιχεία και των δύο πολιτικών καθεστώτων. Το σύνταγμα της Σπάρτης αποτελεί γι’ αυτόν παράδειγμα «ενός όμορφου μίγματος ολιγαρχικού και δημοκρατικού συστήματος».
Στα δημοκρατικά στοιχεία του σπαρτιατικού πολιτεύματος ο Αριστοτέλης περιλαμβάνει, πρώτον, την ισότητα στον τρόπο ζωής όλων των Σπαρτιατών χωρίς διάκριση του πλούτου και της καταγωγής τους και, δεύτερον, τη συμμετοχή του λαού στην εκλογή των σημαντικότερων αξιωματούχων: Γερουσία και Έφοροι.
Όπως αναφέρεται αλλού στο ίδιο έργο, ο λαός όχι μόνο παθητικά, αλλά και ενεργά συμμετείχε στην εκλογή των Εφόρων, με αποτέλεσμα το σώμα συχνά να αποτελείται από ανθρώπους με πολύ μέτρια οικονομικά μέσα. Ο Αριστοτέλης το θεωρεί αυτό ως ένα σοβαρό ελάττωμα του σπαρτιατικού πολιτικού συστήματος, σημειώνοντας ότι η φτώχεια έκανε τους Εφόρους πολύ άπληστους για διαφθορά, η οποία μπορεί να έχει πολύ καταστροφικές συνέπειες για το κράτος. Επίσης, η περίφημη σπαρτιατική ισότητα ήταν, για το συγγραφέα των Πολιτικών, μάλλον ένα δημαγωγικό καμουφλάζ για να καλυφθούν οι βαθιές κοινωνικές διαιρέσεις που έτρωγαν την «κοινότητα των ίσων». Έτσι το κράτος, στο οποίο ο Αριστοτέλης ήταν πρόθυμος να δει το ιδανικό της συγχώνευσης αντίθετων πολιτικών αρχών, στην πραγματικότητα αποδεικνύεται ότι απέχει πολύ από αυτό το ιδανικό.[48]
Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Αριστοτέλης αναφέρεται στη Σπάρτη σε μια εποχή που βρισκόταν ήδη σε παρατεταμένη κοινωνικοπολιτική κρίση και σταδιακά παράκμαζε. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη[49], η δραστική μείωση του αριθμού των πολιτών με πλήρη δικαιώματα, κατά χίλιους, ήταν βέβαιο ότι θα οδηγούσε σε αποδυνάμωση της δημοκρατικής αρχής που ενυπήρχε στο σύνταγμά της. Στη Σπάρτη, ωστόσο, δεν ήταν πάντα έτσι. Σίγουρα είχε γνωρίσει και καλύτερες εποχές. Η Σπάρτη της εποχής των Ελληνοπερσικών Πολέμων, η οποία ήταν, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (VII, 234), «πόλις αν- δρών οκτακισχιλίων μάλιστα», ήταν ένα εντελώς διαφορετικό κράτος που δεν έμοιαζε στη Σπάρτη του 4ου αιώνα.
Με τουλάχιστον 8.000 άνδρες και συμπίπτοντας σχεδόν με την πολιτοφυλακή, η Απέλλα ήταν αναμφίβολα μια τρομερή πολιτική δύναμη, ικανή να επιβάλλει κάθε πρόσωπο που της ήταν αρεστό.[50] Οι δικαστές, και κυρίως οι Έφοροι, εκλεγμένοι από το λαό και με μια σταθερά καθορισμένη θητεία, ασκούσαν στο λαό συνεχή ψυχολογική πίεση και ως εκ τούτου έπρεπε να ακολουθήσουν μια πολιτική αρχών προς το συμφέρον του κράτους στο σύνολό του, αν και μεμονωμένες περιπτώσεις διαφθοράς, φυσικά, δεν ήταν ασυνήθιστες ούτε εκείνη την εποχή.
Όλα αυτά θα πρέπει να μας «υποψιάσουν» ώστε να μη μεταφέρουμε αυτόματα τις μαρτυρίες σχετικά ύστερων συγγραφέων, όπως ο Αριστοτέλης, στην εσωτερική πολιτική ζωή της Σπάρτης, την εποχή της υψηλότερης ανόδου της δύναμής της (αυτό είναι, κατά τη γνώμη μας, το κύριο λάθος εκείνων που βλέπουν τη Σπάρτη ως πρότυπο ενός αμιγώς ολιγαρχικού κράτους).[51] Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι η εξωτερική μορφή των σπαρτιατικών κρατικών θεσμών δεν είχε υποστεί καμία σημαντική αλλαγή κατά τη διάρκεια αρκετών αιώνων κατά τους οποίους παρέμειναν στο στόχαστρο των Ελλήνων ιστορικών, θα ήταν μεθοδολογικά εσφαλμένο να αρνηθούμε τη δυνατότητα εσωτερικής αναγέννησής τους σε συνδυασμό με τη σταδιακή αναγέννηση της ίδιας της σπαρτιατικής κοινωνίας. Ως αποτέλεσμα αυτής της αναγέννησης, το κράτος της Σπάρτης, που αρχικά φαινόταν να προσεγγίζει αυτό που οι αρχαίοι αποκαλούσαν «οπλική πολιτεία», εννοώντας με αυτόν τον όρο μία από τις εκδοχές της μετριοπαθούς δημοκρατίας[52], θα μπορούσε με τον καιρό να μετατραπεί σε μια πραγματική ολιγαρχία.[53]
Οι κοινωνικοί και πολιτικοί θεσμοί της σπαρτιατικής κοινωνίας, στο σύνολό τους, αποτελούν ένα μάλλον πολύπλοκο σύστημα, στο οποίο παραδοσιακά στοιχεία, που ανάγονται στο πιο μακρινό δωρικό παρελθόν, ήταν συνυφασμένα με μεταγενέστερες προσθήκες.
Πολλοί σπαρτιατικοί θεσμοί, συμπεριλαμβανομένων των ήδη αναφερθέντων όπως τα συσσίτια, η διπλή βασιλεία, η Γερουσία κλπ., φέρουν τη σφραγίδα της βαθιάς αρχαϊκής εποχής και θεωρούνται απομεινάρια κοινωνικών δομών που εξαφανίστηκαν τυχαία. Αυτό έδωσε αφορμή στο Γερμανό εθνογράφο G. Schurz να αποκαλέσει τη Σπάρτη «πραγματικό μουσείο αρχαίων, παγκοσμίως εξαφανισμένων από τον πολιτισμό θεσμών».[54] Ωστόσο, με μια πιο προσεκτική εξέταση, αυτό το «μουσείο» εντυπωσιάζει κάθε αμερόληπτο παρατηρητή ως εντελώς αντισυμβατικό, με ακριβώς εκείνα τα χαρακτηριστικά και τις ιδιαιτερότητες που δείχνουν ότι η σπαρτιατική κοινωνία απέχει πολύ από κάθε πρότυπο πρωτόγονης κοινωνικής οργάνωσης. Μεταξύ των λεγάμενων «πρωτόγονων κοινωνιών» δε βρίσκουμε καμία στην οποία η αυστηρή πειθαρχία να επιβάλλεται με τέτοια σιδερένια πυγμή και η πολιτική εσκεμμέ- νης απομόνωσης από τον έξω κόσμο να επιβάλλεται τόσο αυστηρά, όπως συ- νέβαινε στη Σπάρτη.
Ο υπερκορεσμός του κοινωνικού καθεστώτος της Σπάρτης με απομεινάρια αρχαϊκών φυλετικών θεσμών δεν πρέπει να μας αποκρύψει το πολύ ουσιαστικό γεγονός ότι όλα αυτά τα παλλαϊκά ιδρύματα εκτελούσαν λειτουργίες που δεν ήταν καθόλου της φύσης τους.[55] Έτσι, η περίφημη σπαρτιατική «κρυπτεία» στην αρχική της εκδοχή ήταν πιθανότατα ένα είδος πρωτόγονων τελετών μύησης. Στην κλασική Σπάρτη χρησιμοποιούνταν κυρίως ως μέσο επιτήρησης και τρόμου εναντίον των ειλώτων.[56]
Παρόμοιες μεταμορφώσεις υπέστησαν η Αγέλη, τα συσσίτια[57] και πιθανότατα πολλά άλλα στοιχεία του «συστήματος του Λυκούργου». Η προσαρμογή ολόκληρου αυτού του συμπλέγματος πρωτόγονων εθίμων στις ανάγκες του δουλοκτητικού κράτους δε θα μπορούσε, φυσικά, να γίνει χωρίς ριζική ρήξη και μετασχηματισμό των παραδοσιακών θεμελίων του σπαρτιατικού κοινωνικού συστήματος. Σε αντίθεση με την ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι αυτό το σύστημα παρέμεινε αμετάβλητο από την εποχή της δωρικής κατάκτησης της Λακωνίας[58], το «λυκούργειο σύστημα» δεν ήταν απλώς μια «δεύτερη έκδοση» του αρχαίου δωρικού κόσμου, μια συντηρημένη φυλετική κοινότητα κατακτητών, αλλά αναμφίβολα περιλάμβανε μια σειρά από θεμελιωδώς νέα στοιχεία. Η ίδια η στασιμότητα της σπαρτιατικής κοινωνίας ήταν ένα φαινόμενο δευτερεύουσας τάξης, που προκλήθηκε από σκόπιμη κρατική παρέμβαση στη φυσική διαδικασία της κοινωνικοοικονομικής εξέλιξης. Προφανώς, το εμπόδιο της Νομοθεσίας του Λυκούργου, που είχε σκόπιμα τεθεί στο δρόμο αυτής της διαδικασίας, φέρει σαφή σημάδια εκπόνησης μιας ορθολογικής, λογικής δομής.[59] Όλα αυτά υποδηλώνουν αναπόφευκτα ένα ιστορικό άλμα, μια απότομη μετάβαση, από μια ποιότητα σε μια άλλη.
Στην αρχαία ιστοριογραφία ολόκληρη η πρώιμη ιστορία της Σπάρτης (πριν τους Περσικούς Πολέμους) χωριζόταν σε δύο κύριες φάσεις: Την περίοδο της αναταραχής και της «ανομίας» (ανομία ή κακονομία) και την περίοδο της «νομιμότητας» (ευνομία).[60] Η μετάβαση από την «ανομία» στην «ευνομία» συνοδεύτηκε σύμφωνα με τον Πλούταρχο από ένα είδος πραξικοπήματος, στο οποίο ο ίδιος ο νομοθέτης συμμετείχε ενεργά, μαζί με μια μικρή ομάδα υποστηρικτών. Οι Ευρωπαίοι ιστορικοί του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, έχοντας αμφισβητήσει την ιστορική υπόσταση του ίδιου του Λυκούργου, ήταν φυσικό να απορρίψουν την ιδέα του πραξικοπήματος. Οι περισσότερες μελέτες για την περίοδο αυτήν παρουσιάζουν το σχηματισμό «του λυκούργειου συστήματος» ως αποτέλεσμα αυθόρμητης εξέλιξης της ίδιας της σπαρτιατικής κοινωνίας, που εκφράστηκε με τη σταδιακή προσαρμογή της στο κλίμα του χρόνιου στρατιωτικού κινδύνου στον οποίο βρέθηκαν οι Δωριείς άποικοι της κοιλάδας του Ευρώτα αμέσως μετά από την άφιξή τους στη χώρα αυτήν. Πίστευαν ότι η διαδικασία αυτή είχε ολοκληρωθεί σε μεγάλο βαθμό περίπου στα μέσα του 8ου αιώνα, και στην επόμενη περίοδο της ιστορίας της, την εποχή των Μεσσηνιακών Πολέμων, η Σπάρτη εισήλθε ήδη σε ένα πλήρως διαμορφωμένο κράτος με όλες τις ιδιαιτερότητές του, που παρέμειναν ακόμη και σε μεταγενέστερους χρόνους.[61]
Ωστόσο, ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα περιήλθαν σε γνώση μας ορισμένα νέα γεγονότα, τα οποία έκαναν πολλούς να αμφισβητήσουν την εγκυρότητα αυτού του ισχυρισμού και, ως ένα βαθμό, αποκατέστησαν τον αρχαίο μύθο της «νομοθεσίας του Λυκούργου», αν και τώρα, χωρίς τον ίδιο τον Λυκούργο. Το άμεσο έναυσμα για την αναθεώρηση της επικρατούσας, στην επιστήμη, άποψης για τα αρχαία στάδια της ιστορίας της Σπάρτης δόθηκε από τις συγκλονιστικές ανακαλύψεις που έκανε το 1906 έως το 1910 η βρετανική αρχαιολογική αποστολή με επικεφαλής τον Ντόκινς κατά τη διάρκεια ανασκαφών στο αρχαϊκό ιερό της Όρθιας Αρτέμιδος, έναν από τους παλαιότερους σπαρτιατικούς ναούς. Οι ανασκαφές αυτές αποκάλυψαν μεγάλο αριθμό τοπικών καλλιτεχνικών έργων, λακωνικής κατασκευής, που χρονολογούνται κυρίως από τον 7ο-6ο αιώνα. Τα ευρήματα των Βρετανών αρχαιολόγων περιλάμβαναν εξαιρετικά δείγματα ζωγραφισμένης κεραμικής, που δεν υστερούσαν πολύ από τα καλύτερα έργα των Κορίνθιων και Αθηναίων της ίδιας περιόδου, μοναδικές μάσκες από τερακότα, που δε συναντώνται αλλού, αντικείμενα από πολύτιμα υλικά όπως χρυσό, κεχριμπάρι και ελεφαντόδοντο.[62] Όλο αυτό το υλικό κατέδειξε σαφώς ότι η αρχαϊκή Σπάρτη θα μπορούσε δικαίως να θεωρηθεί ως ένα από τα σημαντικότερα κέντρα της καλλιτεχνικής χειροτεχνίας στην Ελλάδα της εποχής εκείνης. Ταυτόχρονα, ήταν επίσης σε πλήρη αντίθεση με την αντίληψη για τον αυστηρό και ασκητικό τρόπο ζωής των Σπαρτιατών και τη σχεδόν πλήρη απομόνωση του κράτους τους από τον υπόλοιπο κόσμο. Υπάρχει μόνο ένας τρόπος να εξηγηθεί αυτή η αντίφαση, να υποθέσουμε ότι, την εποχή που όλη αυτή η σπαρτιατική τέχνη ανθούσε, ο ισοπεδωτικός μηχανισμός της «νομοθεσίας του Λυκούργου»[63] και η Σπάρτη ως «κανονικό αρχαϊκό κράτος» διέφερε ελάχιστα από τις άλλες ελληνικές Πόλεις. Η ανάπτυξη της λακωνικής σχολής τέχνης έφτασε στο υψηλότερο σημείο της γύρω στα μέσα του 6ου αιώνα.[64] Αργότερα, γύρω στα μέσα του ίδιου αιώνα ξεκινάει γρήγορα και ακανόνιστα η πτώση. Η ποιότητα της χειροτεχνίας μειώνεται αισθητά. Αντικείμενα ξένης προέλευσης εξαφανίζονται εντελώς. Η Σπάρτη κλείνεται σαφώς στον εαυτό της και προφανώς μετατρέπεται σε ένα κράτος — φυλακή, όπως την γνώρισαν οι ιστορικοί του 5ου-4ου αιώνα.
Η αρχαία ιστορική παράδοση δεν καταγράφει ούτε μία σημαντική αλλαγή στην εσωτερική ζωή της Σπάρτης που να μπορεί να αποδοθεί με βεβαιότητα στα μέσα του 6ου αιώνα. Εξάλλου, σύμφωνα με τον κατηγορηματικό ισχυρισμό του Θουκυδίδη, κατά τη διάρκεια των τεσσάρων αιώνων που προηγήθηκαν του ξεσπάσματος του Πελοποννησιακού Πολέμου, το πολίτευμα της Σπάρτης δεν υπέστη καμία απολύτως αλλαγή. Τα αρχαιολογικά ευρήματα έρχονται σαφώς σε αντίθεση με τα στοιχεία από τις γραπτές πηγές. Είναι πιθανό ότι η απόλυτη σιωπή των αρχαίων ιστορικών για τα γεγονότα του 6ου αιώνα μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι, μην έχοντας επαρκείς πληροφορίες για την εσωτερική κατάσταση του σπαρτιατικού κράτους σε μια τόσο πρώιμη περίοδο, απλώς παρέβλεψαν μια ανατροπή, εξαιρετικά σημαντική ως προς τις συνέπειές της, η οποία άλλαξε ανεπανόρθωτα όχι μόνο ολόκληρη τη ζωή των Σπαρτιατών, αλλά και την ψυχολογία και τον τρόπο σκέψης τους.
Η ιδέα της άμεσης συσχέτισης μεταξύ της παρακμής της σπαρτιατικής τέχνης και της εγκαθίδρυσης του «συστήματος του Λυκούργου» διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Άγγλο ιστορικό G. Dickins, ήδη από το 1912.[65] Η υπόθεση αυτή έτυχε μεγάλης υποστήριξης μεταξύ επιστημόνων διαφορετικών χωρών και την συμμερίζονται πλέον οι περισσότεροι ειδικοί στην ιστορία της Σπάρτης.[66] Συνοψίζοντας όλα όσα έχουν γραφτεί μέχρι σήμερα για το πρόβλημα του πραξικοπήματος του 6ου αιώνα, μπορούμε να παρουσιάσουμε ως εξής την εξέλιξη των γεγονότων κατά την κρίσιμη αυτή περίοδο της ιστορίας του σπαρτιατικού κράτους:
Σχεδόν όλοι οι συγγραφείς που υποστηρίζουν την εκδοχή του πραξικοπήματος αναγνωρίζουν ως σημαντικότερη καμπή στην πρώιμη ιστορία της Σπάρτης το ΕΓ Μεσσηνιακό Πόλεμο. Μετά από την κατάκτηση της Μεσσηνίας, η Σπάρτη βρέθηκε αντιμέτωπη με μια εξαιρετικά πιεσμένη κατάσταση που απειλούσε με κοινωνική καταστροφή. Περικυκλωμένοι απ’ όλες τις πλευρές από την τεράστια αριθμητική υπεροχή δούλων και εξαρτημένου πληθυσμού, οι Σπαρτιάτες ζούσαν σε συνεχή φόβο, περιμένοντας πάντα την εξέγερση των ειλώτων. Ταυτόχρονα, η ίδια η κοινωνία των πολιτών της Σπάρτης δεν ήταν ενωμένη και υπέφερε από εσωτερικές διαμάχες. Το ισχυρό δημοκρατικό κίνημα που είχε καταλάβει το σπαρτιατικό κράτος, ήδη από τα χρόνια των Μεσσηνιακών Πολέμων συνέχισε να αναπτύσσεται. Η αιχμή του δόρατος του κινήματος, όπως και σε άλλα μέρη της αρχαϊκής Ελλάδας, ήταν προφανώς το αίτημα για καθολική ισότητα, με το οποίο εννοούσαν την εξίσωση όλων των πολιτών στα πολιτικά και περιουσιακά τους δικαιώματα.
Η απάντηση σε αυτά τα αιτήματα ήταν μια σειρά μεταρρυθμίσεων που πραγματοποιήθηκαν στο πρώτο μισό του 6ου αιώνα, και οι οποίες πιθανώς έληξαν γύρω στα μέσα του ίδιου αιώνα.[67] Κεντρική θέση μεταξύ αυτών των μεταρρυθμίσεων κατείχε η αγροτική μεταρρύθμιση που συνίστατο στη διαίρεση των κατακτημένων μεσσηνιακών εδαφών, στα οποία πιθανότατα προ- σαρτήθηκε και ένα μεγάλο μέρος της καλλιεργήσιμης γης της Λακωνίας, που βρισκόταν σε άμεση γειτνίαση με τη Σπάρτη. Η γη που τεμαχίστηκε σε ίσους κλήρους, μαζί με τους προσαρτημένους σε αυτήν είλωτες, αποτέλεσαν στη συνέχεια την κύρια υλική βάση της σπαρτιατικής «κοινότητας των ομοίων», από την οποία εξαρτιόταν η ίδια η ύπαρξή της. Η διανομή της γης στη Μεσσηνία και τη Λακωνία διεύρυνε σημαντικά τα όρια της κοινότητας προσελκύοντας στις τάξεις της τους φτωχούς και άπορους Σπαρτιάτες και, το σημαντικότερο, έδωσε τη δυνατότητα σε καθέναν να ζήσει μια άνετη ζωή μέσω της υποδούλωσης των ειλώτων. Έτσι έγινε το πρώτο βήμα προς τη μετατροπή του σπαρτιατικού δήμου σε μια κλειστή τάξη επαγγελματιών πολεμιστών-οπλιτών[68] που, με τη δύναμη των όπλων, ασκούσε την κυριαρχία της σε μια μάζα χιλιάδων υποδουλωμένων ανθρώπων.
Ταυτόχρονα με την αγροτική μεταρρύθμιση, ή ίσως λίγο αργότερα, σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα κοινωνικοπολιτικών μεταρρυθμίσεων με στόχο την ανάκαμψη και τον εκδημοκρατισμό της σπαρτιατικής κοινωνίας, με προφανή στόχο τη μετατροπή ολόκληρου του κράτους σε ένα στρατόπεδο έτοιμο να αντιμετωπίσει την απειλή μιας εξέγερσης των ειλώτων. Οι μεταρρυθμίσεις περιλάμβαναν την καθιέρωση των συσσιτίων, την οργάνωση της δημόσιας εκπαίδευσης των νέων, την καθιέρωση συστηματικού ελέγχου της προσωπικής ζωής και των οικονομικών δραστηριοτήτων των Σπαρτιατών, την εισαγωγή σιδερένιου νομίσματος σε αντικατάσταση του κοινού αργυρού νομίσματος και άλλα μέτρα, που συνθέτουν τους λεγάμενους «Νόμους του Λυκούργου».[69]
Είναι πιθανό ότι η άνοδος του σώματος των Εφόρων, το οποίο μέχρι τα μέσα του 6ου αιώνα δεν είχε λάβει ενεργό μέρος στη διακυβέρνηση του κράτους, συνδέεται άμεσα με αυτά τα γεγονότα. Ο πρώτος που «έδεσε τους Εφόρους στον ίδιο ιμάντα με τους βασιλείς» και, προφανώς, δρομολόγησε τη μετέπειτα δύναμη και επιρροή τους ήταν ο σοφός Χίλων,[70] [71] ο οποίος ανέλαβε ο ίδιος το αξίωμα το 556/551.
Είτε ο συντάκτης των νόμων του Λυκούργου ήταν αριστοκράτης είτε μέλος του λαού, η αντιαριστοκρατική τους τάση είναι αδιαμφισβήτητη. Ο τρόπος ζωής του δήμου, οι συνήθειες και οι προτιμήσεις του είχαν αποκτήσει στη Σπάρτη ισχύ νόμου. Η αριστοκρατία, αν και προφανώς διατηρούσε κάποια από τα προνόμιά της, ισοπεδώθηκε και διαλύθηκε ανάμεσα στη μάζα των πολιτών, ώστε οι ιστορικοί συχνά αναρωτιούνται: «Υπήρξε ποτέ εδώ;» Έχει ήδη αναφερθεί ότι το κοινωνικοπολιτικό σύστημα που διαμορφώθηκε στη Σπάρτη, ως αποτέλεσμα του πραξικοπήματος του 6ου αιώνα, θυμίζει σε ορισμένα από τα χαρακτηριστικά του την «οπλική πολιτεία» ή εκείνη την παραλλαγή της αγροτικής δημοκρατίας που προέκυψε στην Αθήνα μετά από τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα και του Κλεισθένη.[72] Ωστόσο, σε αντίθεση με την Αθήνα, η περαιτέρω ανάπτυξη της δημοκρατίας στη Σπάρτη αποδείχτηκε αδύνατη, διότι με την εγκαθίδρυση του «πολιτεύματος του Λυκούργου» η ανάπτυξη των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων επιβραδύνθηκε απότομα και το εμπορικό-χειροτεχνικό στρώμα που είχε αρχίσει να σχηματίζεται αποκλείστηκε οριστικά από την πολιτική ζωή του κράτους. Η συνειδητή καλλιέργεια της γεωργίας με πρωτόγονο, φυσικό τρόπο μετέτρεψε γρήγορα τη Σπάρτη σε ένα από τα πιο καθυστερημένα οικονομικά κράτη της Ελλάδας. Και οι απαρχές της δημοκρατίας που είχαν τεθεί από τις μεταρρυθμίσεις του 6ου αιώνα, σε συνθήκες χρόνιας στρατοκρατίας και αυστηρής πειθαρχίας, γνωστά χαρακτηριστικά της Σπάρτης του 5ου και 4ου αιώνα, δεν μπόρεσαν να ξεδιπλωθούν πλήρως και τελικά, υπό τις συνθήκες της προοδευτικά οικονομικής υποβάθμισης της άρχουσας τάξης, ήταν καταδικασμένες σε σταδιακή εξαφάνιση.
Συνοψίζοντας: Μεταξύ των άλλων ελληνικών κρατών, η Σπάρτη κατέχει αναμφίβολα μια πολύ ιδιαίτερη και μοναδική θέση. Κατά μία έννοια αποτελεί μια ανωμαλία, μια εξαίρεση από το γενικό κανόνα της ελληνικής ιστορίας. Ωστόσο, η ιδιαιτερότητα δεν είναι ότι η Σπάρτη ήταν ο φορέας, στη σφαίρα της εξάπλωσης του αρχαίου πολιτισμού, κάποιας οικονομικής τάξης ή είδους πολιτισμού,[73] αλλά αντίθετα, ότι ορισμένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του συστήματος της Πόλεως εκδηλώθηκαν εδώ με ιδιαίτερη δύναμη και πληρότητα.[74]
Σε αντίθεση με τη δημοκρατική Αθήνα, με το σύστημα των λειτουργιών, των επιδομάτων και των αμειβόμενων θέσεων, που αποσκοπούσε στην εξομάλυνση των κοινωνικών αντιθέσεων που διάβρωναν την Πόλιν εκ των έσω, με έσοδα, είτε μέσω των συμμαχικών φόρων είτε μέσω της επιβολής φορολογίας της ιδιοκτησίας στις ανώτερες τάξεις (στην ουσία επρόκειτο για μια προσπάθεια να οργανωθεί μια περίπου ίση κατανομή των κρατικών εσόδων μεταξύ όλων των πολιτών), η Σπάρτη επέλεξε έναν άλλο, φαινομενικά απλούστερο και ευκολότερο τρόπο[75] για να καθιερώσει την αρχή της «κοινής ατομικής ιδιοκτησίας», καθιερώνοντας ένα σύστημα άμεσου ελέγχου της καθημερινής ζωής των πολιτών, με πρώτο και κύριο την κατανάλωση των προϊόντων της εργασίας των υπόδουλων ειλώτων.
Σε μια καθυστερημένη οικονομία, υπό τη διαρκή απειλή εξέγερσης από ένα σκλαβωμένο πληθυσμό που ήταν πολλαπλάσιος σε αριθμό από τους ίδιους τους Σπαρτιάτες, το σύστημα αυτό ήταν ο απλούστερος και πιο ορθολογικός τρόπος για την εδραίωση της κοινότητας των πολιτών, αν και οδήγησε στην αποστέωση ολόκληρης της κοινωνικής ζωής της Σπάρτης και την πλήρη απομόνωση από τον έξω κόσμο, με αποτέλεσμα τη ραγδαία πολιτιστική παρακμή και τον πνευματικό εκφυλισμό. Σε σύγκριση με την Αθήνα, η Σπάρτη της κλασικής περιόδου αντιπροσωπεύει ένα μάλλον πρωτόγονο τύπο Πόλεως. Αλλά η καθυστέρηση της Σπάρτης δεν πρέπει να μεγεθύνεται.[76] Σε μια πολύ ιδιόμορφη και μονόπλευρη μορφή, το σύστημα της Πόλεως έφτασε εδώ σε αρκετά υψηλό βαθμό ανάπτυξης, αποδεικνύοντας τη στρατιωτική και πολιτική του αποτελεσματικότητα τόσο στους Ελληνοπερσικούς Πολέμους όσο και κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, που τελείωσε με την εγκαθίδρυση της ηγεμονίας της Σπάρτης στο μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού κόσμου.
______________________
1.0 όρος «Πόλις» αφορά τη μορφή πολιτικής οργάνωσης και ο όρος «πόλη» τις οικιστικές λειτουργίες.
Βλ. Προλογικό Σημείωμα της παρούσας έκδοσης, υποσημ. 2
[2] Απ’ όσα γνωρίζουμε μέχρι τώρα για τη Σπάρτη, η απομόνωσή της από τον έξω κόσμο ήταν σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα μιας σκόπιμης απομονωτικής πολιτικής.
[3] Ε. Ν. Tigerstedt, The legend of Sparta in classical antiquity, Stockholm, 1965–1974, Vol. I, Π.
[4] J. Bisinger, Der Agrarstaat in Platons Gesetzen, Λειψία, 1925, σελ. 115. E. Barker, The political thought of Plato and Aristotle, 1959, σελ. 202. B. Borecky, The Socio-Economic Foundations of the Greek Polis and Plato’s Law-State, Eirene, 1964, σελ. 93.
- N. Tigerstedt, ό.π., σελ. 274.
[5] Ε. Rawson, The Spartan Tradition in European Thought, Oxford, 1969.
[6] K. Muller, O. Die Dorier, Breslau, 1824.
[7] Βλ. την κριτική αυτής της «θεωρίας» στο Σ. Ν. Λούριε, Περί της φασιστικής εξιδανίκευσης του αστυ- νομοκρατούμενου καθεστώτος της αρχαίας Σπάρτης.
Ε. Will, Doriens et Ioniens, 1956.
- Oliva, Sparta and her Social Problems, 1971, σελ. 10.
[8] G. Grote, A History of Greece, 1869, vol. II, σελ. 342. N. D. Fustel de Coulanges, Etude sur la propriete a Sparte, 1880. Ed. Meyer, Geschichte des Altertums, Stuttgart, 1937, σελ. 259. V. Ehrenberg, Spartiaten und Lakedaimonier, Hermes, 1924. G. Glotz, R. Cohen, Histoire Grecque, 1925, σελ. 300. Μια πολύ ολοκληρωμένη παρουσίαση τόσο της παλιάς όσο και της νέας βιβλιογραφίας για όλα τα κύρια προβλήματα της σπαρτιατικής ιστορίας γίνεται από τον Ρ. Oliva στο προαναφερθέν βιβλίο.
[9] Μ. Ρ. Nilsson, Die Grundlagen des spartanischen Lebens, Klio, 1912. J. G. Frazer, The Golden Bough. H. Jeanmaire, Couroi el Courites, Lille, 1939, σελ. 463.
[10] K. Muller, O. Die Dorier, Breslau, 1824.
[11] U. Wilamowitz-Mollendorff, Homerische Untersuchungen, 1884. Ed. Meyer, Forschungen zur alten Geschichte, Halle, 1892. J. Beloch, Griechische Geschichte, 1913, σελ. 253.
[12] H. Bengtson, Griechische Geschichte, Miinchen, 1969, σελ. 115. A. H. Jones, Sparta, Oxford, 1967, σελ. 7. A. Toynbee, Some Problems of Greek History, Oxford, 1909, σελ. 274. P. Oliva, Sparta and her Social Problems, 1971, σελ. 63.
[13] Η. Τ. Wade-Grey, The growth of the Dorian States, 1925, σελ. 538. Παρόμοιες διατυπώσεις χρησιμοποιούνται από πολλούς Σοβιετικούς συγγραφείς. Βλ. Σ. Γ. Λούριε, Ιστορία της Ελλάδας, Λένινγκραντ, 1940, τόμ. Ι,σελ 165.
- A. Τιουμενιεφ, Ιστορία των αρχαίων δουλοκτητικών κοινωνιών, Μόσχα, Λένινγκραντ, 1935, σελ.
- Ν. Π. Καλλίστοφ, Σπάρτη, Σοβιετική Ιστορική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 13, σελ. 734.
[14] R. Cohen, La Grice et l ‘Hellenisation du monde antique, 1934, σελ. 92.
[15] R. Pohlmann, Geschichte der sozialen Frage anddes Sozialismus in der antiken Welt, Miinchen, 1912, σελ. 59.
[16] Κ. R. Popper, The Open Society and its Enemies, σελ. 173,182.
17.0 όρος «Πόλις» χρησιμοποιείται συνεχώς σε σχέση με τη Σπάρτη στα γραπτά των αρχαίων συγγραφέων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε αυτό το πλαίσιο παρουσιάζει ένα σημείο στην Αρχαιολογία του Θουκυδίδη (1,10,2), όπου η Σπάρτη ορίζεται ως «Πόλις που δεν είχε συνοικιστεί ως πόλη» με τους πολίτες της να ζουν σύμφωνα με το αρχαίο ελληνικό έθιμο σε χωριά. Με τον τρόπο αυτόν ο ιστορικός καθιστά σαφές ότι το κύριο χαρακτηριστικό μιας Πόλεως είναι γι’ αυτόν η ύπαρξη μιας αστικής κοινότητας που μπορεί να υπάρχει ακόμη και ελλείψει ενός ενιαίου αστικού κέντρου.
[18] V. Ehrenberg, Veugronder des Staates, Miinchen, 1925, σελ. 22. Σε κάποιο βαθμό η δήλωση του Ehrenberg μπορεί να δικαιολογηθεί ως αντίδραση στον υπερβολικό έπαινο της Σπάρτης στη γερμανική λογοτεχνία στις αρχές του 20ού αιώνα. Σε ορισμένα έργα αυτής της περιόδου είναι η Σπάρτη που ανακη- ρύσσεται ως «η αληθινή και πιο ζωντανή ενσάρκωση της ουσίας της Πόλεως». Βλ. J. Kaerst, Geschichte des Ηellenismus, Leipzig, Berlin, 1917, σελ. 14. U. Kahrstedt, Griechische Staatsrecht, Gottingen, 1922.
[19] F. E. Adcock, The Growth of the Greek City-State, C AH, 1925, σελ. 691. E. Kirsten, Die griechische Polis als historisch-geographisches Problem des Mittelmeerraumes, Bonn, 1956, σελ. 103.
[20] V. Ehrenberg, When did the Polis rise?, 1937, σελ. 93. N. G. L. Hammond, The Classical Age of Greece, 1975, σελ. 15.
21.0. Β. Κουντριάτσεφ, Οι ελληνικές επαρχίες στη Βαλκανική Χερσόνησο κατάτο II αιώνα, 1954, σελ. 6. Ε. Μ. Στάγιερμαν, «Η αρχαία κοινωνία. Εκσυγχρονισμός της ιστορίας και ιστορικές αναλογίες», στο Προβλήματα της ιστορίας των προκαπιταλιστικών κοινωνιών, Μόσχα, 1968,τόμ. Ι,σελ. 653.
[22] Κ. Μαρξ, Φρ.Ένγκελς, Η Γερμανική Ιδεολογία, εκδ. Gutenberg, τόμ. 1, σελ. 63.
[23] Στο μεταγενέστερο έργο του Μορφές που προηγούνται της καπιταλιστικής παραγωγής ο Κ. Μαρξ αναπτύσσει το περιεχόμενο αυτής της έννοιας, εφιστώντας την προσοχή στο γεγονός ότι στην αρχαία κοινωνία η ιδιοκτησία συνήθως εμφανίζεται σε διττή μορφή ‑ως κρατική ιδιοκτησία και, στο πλάι της, ως ιδιωτική ιδιοκτησία- αλλά έτσι που η τελευταία καθορίζεται από την πρώτη, δυνάμει του οποίου μόνο ένας πολίτης του κράτους είναι και οφείλει να είναι ιδιοκτήτης. Έτσι, για τον Κ. Μαρξ, η άμεση δημόσια ιδιοκτησία της γης, παράδειγμα της οποίας είναι ο ρωμαϊκός ager publicus, υπήρξε, όπως φαίνεται, μια ειδική περίπτωση της αρχαίας μορφής της ιδιοκτησίας. Ωστόσο, η διττή φύση της ιδιοκτησίας στην Αρχαιότητα δεν εκδηλωνόταν μόνο στο γεγονός ότι μόνο ένας ολοκληρωμένος πολίτης μπορούσε να θεωρηθεί πραγματικός ιδιοκτήτης, αλλά κι επειδή το κράτος υπενθύμιζε συνεχώς το υπέρτατο δικαίωμά του να ελέγχει την ιδιωτική ιδιοκτησία επιβάλλοντας διάφορα περιοριστικά μέτρα, όπως λειτουργίες ή νόμους κατά του πλουτισμού, με απώτερο σκοπό να εξομαλύνει την ανισότητα στην ιδιοκτησία μεταξύ όλης της κοινότητας των ομοίων.
[24] Η συνέχεια της Πόλεως με την πρωτόγονη κοινότητα δε σημαίνει, βέβαια, ότι ήταν ένα απλό εκμαγείο της τελευταίας. Η μετάβαση από το ένα στάδιο στο άλλο δεν ήταν δυνατή χωρίς ριζική ρήξη με τις παραδοσιακές κοινωνικές δομές.
[25] Ακολουθώντας την αρχαία παράδοση που διασώζεται από τον Παυσανία (III, 2), θα πρέπει να φανταζόμαστε την κατάκτηση της Λακωνίας ως μια μακρά και πολύπλοκη διαδικασία που τελείωσε μόνο γύρω στα μεσάτου 8ου αιώνα (βλ. C. Μ. Τ. Chrimes, Ancient Sparta, Manchester 1949, σελ. 280). Η οριστική εγκαθίδρυση του καθεστώτος της ειλωτείας στις κατακτη μένες από τη Σπάρτη περιοχές της Λακωνίας και Μεσσηνίας προφανώς θα πρέπει να χρονολογηθεί σε ακόμη μεταγενέστερη περίοδο, όχι νωρίτερα από το τέλος του 8ου αιώνα.
Βλ. Σ. Γ. Λούριε, Ιστορία της Ελλάδας, σελ. 173.
[26] Στην εποχή των Μεσσηνιακών Πολέμων αναφέρεται η περίεργη αναφορά του Αριστοτέλη (με αναφορά στον Τυρταίο) για την αναταραχή στη Σπάρτη που προκλήθηκε από τα αιτήματα για αναδιανομή της γης (Αριστοτέλης, Πολιτικά, V, 1,1306b).
[27] Ορισμένοι σύγχρονοι συγγραφείς θεωρούν ορθώς τη σπαρτιατική επέκταση στη Μεσσηνία ανάλογη με το γενικότερο ελληνικό αποικιστικό ρεύμα.
[28] Η ιδιότητα του είλωτα δύσκολα μπορεί να εξομοιωθεί με τις συνήθεις ιδιαιτερότητες των δούλων. Ο ίδιος ο είλωτας, η αγροτική κινητή περιουσία, η κτηνοτροφία και τα άλλα αγαθά του αποτελούσαν μια ενιαία οικονομική μονάδα που ανήκε στο σπαρτιατικό κράτος και, ως εκ τούτου, δεν υπόκειται σε διαίρεση. Η ίδια αρχή αποτέλεσε τη βάση της νομοθεσίας της Γόρτυνας, η οποία καθορίζει με σαφήνεια τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των Μινωτών, μια κοινωνική κατηγορία από πολλές απόψεις παρόμοια με τους είλωτες.
[29] Το 222 6.000 είλωτες εξαγοράστηκαν ταυτόχρονα για να ελευθερωθούν για πέντε αττικές μνες ο καθένας (Πλούταρχος, Κλεομένης, 23). Συνεπώς, μπορούσαν να είχαν και χρήματα.
[30] Βλ. Μύρων (TV, 106,2): «Και παραδόντες αυτοίς την χώραν μοίραν ην αυτοίς ανοίσουσιν.»
[31] Η προσκόλληση των ειλώτων στους κλήρους των Σπαρτιατών υπαγορεύτηκε κυρίως από τις ανάγκες της ίδιας της σπαρτιατικής οικονομίας. Επιπλέον, μέτρα αυτού του είδους πρέπει να ήταν προς το συμφέρον του σπαρτιατικού κράτους, επειδή διευκόλυναν τον έλεγχό του επί των πολλών χιλιάδων μαζών σκλαβωμένου πληθυσμού.
[32] Στην Κρήτη οι γάμοι του εξαρτημένου πληθυσμού αναγνωρίζονταν από το νόμο και ρυθμίζονταν ισότιμα με τους γάμους των ελεύθερων. Βλ. I. F. Willels, Αριστοκρατική κοινωνία στην Αρχαία Κρήτη, 1955, σελ. 35.
[33] Η ετήσια κήρυξη πολέμου στους είλωτες που αναφέρει ο Αριστοτέλης υποδηλώνει ότι οι Σπαρτιάτες αντιλαμβάνονταν τους δούλους τους ως ένα είδος πολιτικής κοινότητας ή ένα σύνολο τέτοιων κοινοτήτων.
[34] Βλ. Στράβων, VIII, Ρ. 365 [τρόπον (…) τινα δημοσίους δούλους]. Paus., Ill, 21,6: «δούλοι του κοινού». Ο ορισμός αυτός γίνεται επίσης αποδεκτός από πολλούς σύγχρονους ιστορικούς.
[35] Το σύστημα αυτό, όπως το παρουσιάζει ο Πλούταρχος (Άγης, 5,8) θα μπορούσε να προκύψει μόνο μετά από την τελική κατάκτηση της Μεσσηνίας, δηλαδή όχι πριν το τέλος του 7ου αιώνα, διότι η περιοχή της Λακωνίας από μόνη της δε θα επαρκούσε για να φιλοξενήσει 9.000 αγροτεμάχια με απόδοση 82 μέδιμνες κριθαριού το καθένα. Βλ. Ed. Meyer, Geschichte des Altertums, σελ. 273. U. Kahrstedt, Die spartanisch Agrarwirtschat, σελ. 279.
[36] Η πράξη της μεταβίβασης ενός οικοπέδου σε ένα νεογέννητο Σπαρτιάτη, η οποία, σύμφωνα με τον Πλούταρχο γινόταν από τους πρεσβύτερους των φυλών, επιλέγοντας ένα από τα 9.000 οικόπεδα, πιθανότατα είχε καθαρά συμβολική σημασία. Το παιδί πιθανότατα λάμβανε το κομμάτι γης που ανήκε ήδη στον πατέρα του. Χαρακτηριστικά, ούτε ο Ξενοφών, ούτε ο Αριστοτέλης, όταν δίνουν διάφορα παραδείγματα που μαρτυρούν την κοινοκτημοσύνη μεταξύ των Σπαρτιατών, δε λένε λέξη για τη γη που ανήκει απευθείας στο κράτος. Από την άλλη πλευρά, η παραχώρηση γης στους απελευθερωμένους είλωτες και τους λεγάμενους «νεοδαμώδεις» (κοινωνική ομάδα στην αρχαία Σπάρτη, την οποία αποτελούσαν είλωτες που απελευθερώθηκαν μετά από τη θητεία τους στο σπαρτιατικό οπλικό στρατό) θα μπορούσε να συμβεί μόνο αν η κρατική γη ήταν εξολοκλήρου μοιρασμένη μεταξύ των πολιτών.
37.1. Μ. Ντιακόνοφ, «Για τη δομή της κοινωνίας της Εγγύς Ανατολής», Δελτίο Αρχαίας Ιστορίας, 1968, αρ. 4, σελ. 32.
[38] Η μείωση του συνολικού αριθμού των Σπαρτιατών, που σημειώνεται από πολλούς ιστορικούς, πιθανόν να άρχισε πολύ πριν την υιοθέτηση της λεγάμενης «ρήτρας του Επτάδημου». Για παράδειγμα, το 418ο αριθμός των Σπαρτιατών πολιτών με πλήρη δικαιώματα ήταν το πολύ 4.000 σε σύγκριση με 8.000 το 480 μ.Χ. (βλ. L. Ziehen, Das Spartanische Revolkerungsproblem, Hermes, 1933, σελ. 218, σημ. 1). Η έλλειψη πραγματικής ισότητας μεταξύ των Σπαρτιατών έχει επισημανθεί από πολλούς μελετητές, μεταξύ των οποίων: Μ. I. Finley, Σπάρτη: Η χρήση και η κατάχρηση της ιστορίας, Ν. Υ., 1975, σελ. 150. C1. Mosse, Sparte Archa’ique. La Parola delPassato, 1973, σελ. 17.
[39] Στα συσσίτια δε διανέμονταν μόνο τα μερίδια των βαθμοφόρων, αλλά και τα τιμητικά μερίδια που λάμβαναν οι αξιωματούχοι, οι βασιλείς Kat οι γέροντες. Ένα από τα σημαντικότερα προνόμια της ομηρικής αριστοκρατίας διαμορφώθηκε έτσι. Ταυτόχρονα τα συσσίτια σχετίζονταν με τα καθήκοντα των λειτουργιών που επιβάλλονταν σε πλούσιους πολίτες.
[40] Με σκοπό να αποκαταστήσει την τάξη του Λυκούργου στη Σπάρτη, ο Άγης Δ’ σκόπευε να «στήσει» 15 μεγάλα φιδίτια (κοινά συσσίτια) «400 και 200 άνδρες στο καθένα» (Πλούταρχος, Αγης, 8). Έτσι, θα υπήρχαν τρία φιδίτια για κάθε μια από τις πέντε κώμες.
[41] Μια λεπτομερής περιγραφή και των δύο συστημάτων δίνεται στο II. Jeanmaire, Couroi et Courites, σελ. 463. A. Brelich, Paides eParthenoi, Romy, 1969, σελ. 113.
[42] Αριστοτέλης, Πολιτικά, Π, 1272a.
[43] Β. Σ. Σεργκέγιεφ, Ιστορία της αρχαίας Ελλάδας, Μόσχα, 1963, σελ. 155.
[44] Αξίζει να σημειωθεί ότι ο κύκλος των προσώπων που καλύπτονταν από το σύστημα της αγωγής φαίνεται ότι ήταν πολύ ευρύτερος από αυτόν των πολιτών. Στις αγέλες εκπαιδεύονταν μαζί με τα παιδιά των ίδιων των Σπαρτιατών, άνθρωποι από τις κατώτερες τάξεις της κοινωνίας, οι λεγόμενοι «μόθακες», τους οποίους ο Φίλαρχος χαρακτηρίζει ως συντρόφους των Λακεδαιμονίων. Ωστόσο, μόνο όσοι γίνονταν δεκτοί στα συσσίτια, και συνεισέφεραν τακτικά σε αυτά ένα νομικά καθορισμένο ποσοστό προϊόντων, μπορούσαν να θεωρηθούν πλήρεις πολίτες (Αριστοτέλης, Πολιτικά, II, 1271 a, G. Busolt, Η. Swoboda, Griechische Staatskunde, Miinchen, 1926, σελ. 655). Ωστόσο, ακόμη και μεταξύ των λίγων προνομιούχων Σπαρτιατών, υπήρχαν ειδικές ομάδες ελίτ στις οποίες μπορούσαν να ανήκουν μόνο λίγοι και εκλεκτοί πολίτες. Ένα παράδειγμα είναι το σώμα των λεγάμενων «ιππέων».
Γ. Β. Αντρέγιεφ, Σπαρτιάτες «ιππείς», ΔΑΙ, 1969.
[45] Σαφώς εκφρασμένα στοιχεία συγκεντρωτισμού και ενοποίησης διακρίνουν το σπαρτιατικό σύστημα ανδρικών ενώσεων από το κρητικό σύστημα, το οποίο είναι σε μεγάλο βαθμό παρόμοιο με αυτό.
Οι οικογενειακοί και φυλετικοί δεσμοί έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην οργάνωσή τους ήδη από τον 5ο και 4ο αιώνα. Ειδικότερα, όπως μας είναι γνωστό από την περιγραφή του Έφορου (Στράβων, X, σελ. 483), οι Κρητικές αγέλες χρησίμευαν σαφώς ως μέσο στρατολόγησης οπαδών για τις αντιμαχόμενες αριστοκρατικές οικογένειες. Με τα παραπάνω συμφωνούν οι αναφορές του Αριστοτέλη (Πολιτικά, II, 1272b) για την ακραία αστάθεια του πολιτικού καθεστώτος στις πόλεις της Κρήτης.
[46] Γ. Β. Αντρέγιεφ, Σπαρτιάτες «ιππείς», ΔΑΙ, 1969, σελ. 29.
[47] G. Busolt, Η. Swoboda, Griechische Staatskunde, Munchen, 1926, σελ. 655.
[48] Βλ.: R. Weil, Aristote et Γhistoire, 1960, σελ. 238. Α. Ντοβατούρ, Πολιτικά και Πολιτείες, Μόσχα, 1965, σελ. 251,272.
[49] Πολιτικά, 1270a 30.
[50] Η επικρατούσα άποψη στη σύγχρονη βιβλιογραφία είναι ότι η σπαρτιατική Απέλλα ήταν εξαιρετικά παθητική. Η αντίληψη αυτή έχει ως κύρια πηγή της τον ίδιο τον Αριστοτέλη (Πολιτικά, II, 1272a, 11 και
1273a 9), ο οποίος, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, προσεγγίζει τη σύγχρονη του σπαρτιατική τάξη. Ωστόσο, ήδη από την παλαιότερη σωζόμενη σπαρτιατική νομοθεσία, τη λεγάμενη «Μεγάλη ρήτρα» ο λαός έχει το δικαίωμα όχι μόνο να αποδέχεται, αλλά και να απορρίπτει τα νομοσχέδια που τίθενται ενώπιον του. Στην κλασική Σπάρτη του 5ου και των αρχών του 4ου αιώνα όλες οι σημαντικότερες αποφάσεις εθνικής σημασίας λαμβάνονταν μόνο στη λαϊκή συνέλευση. Βλ. A. Andrewes, «Η κυβέρνηση της κλασικής Σπάρτης», στο Αρχαία κοινωνία και θεσμοί (Μελέτες για τον V. Ehrenberg), Οξφόρδη, 1966, Μ. I. Finley, Σπάρτη: Η χρήση και η κατάχρηση της Ιστορίας, Ν. Υ., 1975, σελ. 152.
[51] L. Μ. Whibley, Greek oligarchies, 1896, σελ. 19.
[52] Arist. Pol., IV, 1297 24 sq.
[53] A. Andrewes, Οι Έλληνες τύραννοι, L., 1958, σ. 75. W. G. A. Forrest, History of Sparta, 1968, σελ. 67.
[54] Η. Schurtz, Alterklassen undMannerbunde, B., 1902, σελ. 98.
[55] Μ. I. Finley, Σπάρτη: Η χρήση και η κατάχρηση της Ιστορίας, Ν. Υ., 1975, σελ. 150.
[56] II. Jeanmaire, La Cryptie Lacedemonieme, 1913, σελ. 550.
[57] A. Toynbee, Some Problems of GreekHistory, Oxford, 1909, σελ. 34.
[58] Την άποψη αυτήν υποστηρίζουν και ορισμένοι ιστορικοί, οι οποίοι εξετάζουν την υπόθεση του λεγάμενου «πραξικοπήματος του 6ου αιώνα» (βλ. παρακάτω). Κατά την άποψή τους, επρόκειτο απλώς για την αποκατάσταση του «πραξικοπήματος», των παρακμασμένων δωρικών εθίμων. Βλ. G. Dickins, The Growth of Spartan Policy, 1912, σελ. 19. V. Ehrenberg, Neugriinder des Staates, σελ. 22.
[59] Ε. Ν. Tigerstedt, The legent of Sparta in classical antiquity, Stockholm, 1965–1974. Vol. I, II.
[60] Ηρόδοτος, 1,65, Θουκυδίδης, Ιστορίαι, 18,1.
[61] Από την άποψη αυτή, είναι χαρακτηριστική η θέση την οποία είχαν λάβει οι δύο σημαντικότεροι εκπρόσωποι της ευρωπαϊκής ιστοριογραφίας της Αρχαιότητας των αρχών του αιώνα, ο J. Beloch και Ed. Meyer. Βλ. J. Beloch, Griechische Geschichte, 1912. Ed. Meyer, Geschichte des Altertums, σελ. 259.
[62] Όλα αυτά τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο R. Dawkins, Excavations et Sparta 1906–1910, σελ. 13- 16 και The Sanctuary of Artemis Orthia at Sparta, 1929.
[63] Σε κάποιο βαθμό η εικασία αυτή επιβεβαιώνεται και από τις μαρτυρίες των αρχαίων Σπαρτιατών ποιητών. Για παράδειγμα, οι εικόνες των γιορτών που βρίσκονται σε ορισμένα ποιητικά αποσπάσματα του Αλκμάν έρχονται σε έντονη αντίθεση με τις περιγραφές των συσσιτίων στα έργα του Ξενοφώντα, του Πλούταρχου και άλλων της κλασικής περιόδου. Ιδιαίτερη σημασία έχει το περίφημο απόσπασμα 49 (εκδ. Diehl), στο οποίο οι εκλεπτυσμένες λιχουδιές των ευγενών αντιδιαστέλλονται με «αυτό που τρώει ο λαός» (τα κοινά). Προφανώς κατά τον 7ο αιώνα, που έζησε ο ποιητής, η «κοινότητα των ίσων» δεν υπήρχε ακόμη. Βλ. Ρ. Janni, Le Cultura di Sparta Arcaica, Roma, 1965,1, σελ. 85.
[64] Ακολουθούμε τη χρονολόγηση της λακωνικής κεραμικής που πρότεινε ο Droop και στη συνέχεια τροποποιήθηκε από τη Lane. Βλ. Ε. A. Lane, Λακωνική αγγειογραφία, 1933–1934, σελ. 150 και J. Artemis Boardman, Orthia and Chronology, 1963, σελ. 58.
[65] G. Dickins, The Growth of Spartan Policy, 1912,σελ. 18.0 Dickins συνέδεσε την εσωτερική αναγέννηση του σπαρτιατικού κράτους με μια απότομη καμπή στην εξωτερική του πολιτική, η οποία εμφανίστηκε στα μέσα του 6ου αιώνα. Η τομή αυτή συνίστατο στην απόρριψη της ευρείας στρατιωτικής επέκτασης και στη μετάβαση της δημιουργίας συμμαχικών σχέσεων με τις περισσότερες πελοποννησιακές Πόλεις (σελ. 23).
[66] U. Wilcken, Griechische Geschichte, Miinchen, Berlin, 1924, σελ. 76. G. Glotz, Histoire Grecque, I, σελ. 349. V. Ehrenberg, Neugriinder des Staates, σελ. 8. Th. Lenschau, OieEntstehungdes Spartanisches Staates, Klio, 1937, σελ. 288. A. Andrewes, Eunomia, 1938, σελ. 100. H. Michell, Sparta, Cambridge, 1952, σελ. 22. P. Roussel, Sparte, 1960, σελ. 41. E. N. Tigerstedt, The legent of Sparta in classical antiquity, Stockholm, 1965–1974. Vol. I, II. σελ. 68. Μ. I. Finley, Σπάρτη: Η χρήση και η κατάχρηση της Ιστορίας, Ν. Υ., 1975. Μόνο λίγοι συγγραφείς επιχειρούν να αμφισβητήσουν την πραγματικότητα του άλματος που υποστηρίζει ο Dickins. Βλ. Ν. G. L. Hammond, The Lycurgean reform at Sparta, 1950, σελ. 62. G. L. Huxley, Early Sparta, 1962, σελ. 64. R. Cook, Spartan History and Archaeology, 1962, σελ. 156.
To ανυπόστατο των επιχειρημάτων των αντιπάλων της θεωρίας του πραξικοπήματος του 6ου αιώνα αποδεικνύεται στο άρθρο του A. J. Holladay, «Spartan Austerity», 1977.
[67] Η παλιότερη χρονολόγηση αυτών των μεταρρυθμίσεων προτείνεται από: Η. Τ. Wade-Gery, The Spartan Rhetra in Plutarch, Lycurgus, σελ. 115 (τέλος του 7ου αιώνα). Toynbee, Some Problems of Greek History, Oxford, 1909, σελ. 225 (στα μέσα και τέλος του 7ου αιώνα). W. G. A. Forrest, History of Sparta, 1968 (γύρω στο 676).
[68] Πολλοί συγγραφείς συνδέουν την αναδιάρθρωση του σπαρτιατικού κοινωνικοπολιτικού συστήματος με την εισαγωγή της οπλιτικής φάλαγγας.
[69] Δε δικαιολογείται να συμπεριληφθεί σε αυτό το σύμπλεγμα η λεγάμενη «Μεγάλη ρήτρα», η οποία αναμφίβολα ανήκει σε πολύ παλαιότερη εποχή, από τα μέσα του 6ου αιώνα ή ακόμη και από το τέλος του 7ου αιώνα: Wade-Gery. Βλ. A. Toynbee, ό.π., σελ. 274.
70.0 Ehrenberg έχει προτείνει κάτι που δεν υποστηρίζεται από άλλους ιστορικούς, ότι ο Χίλων ήταν ο μοναδικός συγγραφέας των «νόμων του Λυκούργου». Βλ. V. Ehrenberg, Der Gesetzgeber von Sparta. Epitymbion, 1927, σελ. 27.
[71] Βλ. Ed. Meyer,Forschungenzuralten Geschichte, Halle, 1892, σελ. 255. V. Ehrenberg, DerDamos im archaischen Sparta, σελ. 299.
[72] A. Andreues, Eurtomia, σελ. 102. A. Toynbee, Some Problems of Greek History, Oxford, 1909, σελ. 274.-
[73] Ορισμένοι Σοβιετικοί μελετητές είναι διατεθειμένοι να θεωρήσουν τη Σπάρτη και τις πόλεις της Κρήτης ως κάποιο ενδιάμεσο σταθμό της αρχαίας ανατολικής οικονομικής ταξινόμησης στη σφαίρα της αρχαίας δουλοκτητικής οικονομίας. Αυτό μας φαίνεται να είναι θεμελιωδώς λανθασμένο.
[74] Δεν προκύπτει, ωστόσο, ότι η Σπάρτη είναι αυτή που πρέπει να αναγνωριστεί ως το κλασικό πρότυπο της ελληνικής Πόλεως. Μπορεί να θεωρηθεί ως μια ειδική, αποκλίνουσα μορφή κοινότητα πολιτών.
[75] Ήταν αυτή ακριβώς η απλότητα οργάνωσης της Πόλεως της Σπάρτης που προσέλκυσε το ενδιαφέρον θεωρητικών την εποχή της κρίσης στον 4ο αιώνα. Η αρχή της ισονομίας που βασίλευε στην εσωτερική της ζωή, το οικονομικό σύστημα που βασιζόταν εξολοκλήρου στη γεωργία και εξασφάλιζε στους πολίτες ένα τακτικό εισόδημα και, ταυτόχρονα, θα τους προστάτευε από τον υπερβολικό πλουτισμό, όλα αυτά φαίνονταν σε στοχαστές όπως ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης ως ο πιο ριζοσπαστικός και, ταυτόχρονα, ο πιο ανώδυνος τρόπος για την εκκαθάριση των εσωτερικών εντάσεων που διαιρούσαν τους πολίτες.
[76] Η ιδιαιτερότητα του σπαρτιατικού τρόπου ανάπτυξης δεν μπορεί να κατανοηθεί στο πνεύμα της «επίπεδης εξέλιξης». Η Σπάρτη δύσκολα μπορεί να παρομοιαστεί με την Αθήνα των αρχών του 6ου αιώνα, απολιθωμένη, σε ακινησία, περιμένοντας τη μεταρρύθμιση του Σάλωνα. Μια σαφής ταξική διαίρεση της κοινωνίας, ένα κράτος βασισμένο στην εδαφική αρχή, ένα σύστημα αντρών πολιτών ομοίων, που αντικατέστησε τις φυλές, ένας πρώτης τάξεως στρατός, όλα αυτά υπήρχαν ήδη στη Σπάρτη του 5ου αιώνα και σχεδόν ολοκληρωτικά απούσιαζαν από την Αθήνα την εποχή του Σάλωνα.