Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σοβιετικοί Ιστορικοί για την Αρχαία Ελλάδα: Η Σπάρτη-polis ως τύπος πόλης

Ατέχνως infoΉδη έχου­με κάνει σχε­τι­κή ανα­φο­ρά, στο εξαι­ρε­τι­κό βιβλίο «Σοβιε­τι­κοί Ιστο­ρι­κοί για την Αρχαία Ελλά­δα: Οικο­νο­μία – Κοι­νω­νία – Πολι­τι­κή», με ανα­λυ­τι­κή ανα­φο­ρά στα περιε­χό­με­να και παρου­σί­α­ση του επί­λο­γου ‑σελ 372–375 (“Συμπέ­ρα­σμα _Το ιστο­ρι­κό παρά­δο­ξο του πανελληνισμού”).

Προ­χω­ρά­με σήμε­ρα στο κεφά­λαιο 2ο (σελ 89–112)“η Σπάρ­τη ως τύπος πόλε­ως” κυρί­ως για­τί ο “θρύ­λος — μύθος” αυτής της πόλης (Polis-κρά­τους) παρου­σιά­ζει εξαι­ρε­τι­κό ενδια­φέ­ρον _μεταξύ άλλων και ως ένα “ιδα­νι­κό κρά­τος”, οι πολί­τες του οποί­ου είχαν _δήθεν, κατα­φέ­ρει να λύσουν όλα τα εσω­τε­ρι­κά προ­βλή­μα­τα εν μέσω “ησυ­χί­ας-τάξης-ασφά­λειας” ψευ­δαί­σθη­ση στην οποία υπέ­κυ­ψαν πολ­λοί από τους μεγά­λους αρχαί­ους στο­χα­στές ως ευρεία διά­δο­ση μιας “σπαρ­τια­τι­κής οφθαλ­μα­πά­της” που ξεπερ­νού­σε κατά πολύ την επο­χή εκείνη.

Σοβιε­τι­κοί Ιστο­ρι­κοί για την Αρχαία Ελλά­δα: Οικο­νο­μία – Κοι­νω­νία – Πολιτική

κεφάλαιο 2ο
Η Σπάρτη ως τύπος πόλεως

\\ του Γ. Αντρέγιεφ

Η Σπάρ­τη είναι αναμ­φί­βο­λα η πιο ασυ­νή­θι­στη και πιο μυστη­ριώ­δης απ’ όλες τις πόλεις-κρά­τη. Αυτή η φήμη έχει εδραιω­θεί στα­θε­ρά από την Αρχαιό­τη­τα και δια­τη­ρεί­ται μέχρι σήμερα.
Για αρκε­τούς αιώ­νες (του­λά­χι­στον από τον 7ο έως τον 3ο  αιώ­να) η Σπάρ­τη παρέ­μει­νε σημα­ντι­κός πολι­τι­κός και στρα­τιω­τι­κός παρά­γο­ντας από τον οποίο εξαρ­τιό­ταν η μοί­ρα του υπό­λοι­που ελλη­νι­κού κόσμου.

Αν και βρι­σκό­ταν σε αρκε­τά μεγά­λη από­στα­ση από τα άλλα ελλη­νι­κά κρά­τη και σε πολι­τι­κή απο­μό­νω­ση[1] [2] από αυτά, οι Σπαρ­τιά­τες σε στα­θε­ρή βάση υπεν­θύμιζαν την παρου­σία τους στους Έλλη­νες, επεμ­βαί­νο­ντας απρο­κά­λυ­πτα στις εσω­τε­ρι­κές τους υπο­θέ­σεις, με απει­λη­τι­κές φωνές και τιμω­ρη­τι­κές εκστρατεί­ες, περιο­ρί­ζο­ντας κάθε φωνή αντί­στα­σης, διεκ­δι­κώ­ντας πει­σμα­τι­κά το δικαίω­μά τους στην κυριαρ­χία της Ελλά­δας, περιο­ρί­ζο­ντας με στρα­τιω­τι­κή δύνα­μη την αύξη­ση της εξου­σί­ας των πιο επι­κίν­δυ­νων αντι­πά­λων τους.

Το τερά­στιο στρα­τιω­τι­κό δυνα­μι­κό της Σπάρ­της, το απα­ρά­μιλ­λο κύρος της στις διε­θνείς υπο­θέ­σεις, η αξιο­ση­μεί­ω­τη στα­θε­ρό­τη­τα του πολι­τεύ­μα­τος της και η εξαι­ρε­τι­κή του μονα­δι­κό­τη­τα, ήδη σε αρκε­τά πρώ­ι­μο στά­διο (πιθα­νώς από το δεύ­τε­ρο μισό του 6ου αιώ­να), κατέ­στη­σαν αυτό το κρά­τος αντι­κεί­με­νο μεγά­λης προ­σο­χής και μελέ­της. Αυτό το ενδια­φέ­ρον για τη Σπάρ­τη αυξή­θη­κε ιδιαί­τε­ρα κατά τη διάρ­κεια του Πελο­πον­νη­σια­κού Πολέ­μου, από τον οποίο η Σπάρ­τη βγή­κε νική­τρια, αντί­θε­τα με όλους τους υπο­λο­γι­σμούς των αντι­πά­λων της, και έφτα­σε στο υψη­λό­τε­ρο σημείο στις πρώ­τες δεκα­ε­τί­ες του 4ου αιώ­να, σε μια περί­ο­δο γενι­κών πολι­τι­κών ανα­κα­τα­τά­ξε­ων και παρακ­μής του συστή­μα­τος των Πόλεων.
Όπως είναι γνω­στό στην ιστο­ριο­γρα­φία της περιό­δου αυτής, η Σπάρ­τη τελεί ένα από τα κεντρι­κά θέματα.
Δεν υπάρ­χει αμφι­βο­λία ότι από αυτήν την επο­χή η ελλη­νι­κή ιστο­ριο­γρα­φία, είχε ήδη ανα­πτύ­ξει μια ολό­κλη­ρη σει­ρά από ιστο­ρι­κούς μύθους, διη­γή­μα­τα ανέκ­δο­τα που συν­δέ­ο­νται με τον έναν ή τον άλλο τρό­πο με τη Σπάρ­τη και τους Σπαρ­τιά­τες. Στο σύνο­λό τους δημιούρ­γη­σαν αυτό που σήμε­ρα είναι γνω­στός ως «θρύ­λος» ή «μύθος» της Σπάρ­της.[3] Το κύριο σημείο της πλο­κής του θρύ­λο· φαί­νε­ται να ήταν, από την αρχή της δημιουρ­γί­ας του, η βιο­γρα­φία του μεγά­λου νομο­θέ­τη Λυκούρ­γου, τον οποίο οι αρχαί­οι θεω­ρού­σαν ιδρυ­τή του σπαρ­τιατικού κρά­τους, δημιουρ­γό όλων σχε­δόν των σημα­ντι­κό­τε­ρων θεσμών της.

Για το σύγ­χρο­νο ερευ­νη­τή, ο σπαρ­τια­τι­κός μύθος παρου­σιά­ζει εξαιρετι­κό ενδια­φέ­ρον ως το πρώ­το σχε­δόν παρά­δειγ­μα πολι­τι­κής μυθο­ποί­η­σης στην ιστο­ρία της ανθρωπότητας.
Μέσω αυτής στην ελλη­νι­κή κοι­νω­νία, ιδιαί­τε­ρα ανά­με­σα στους αριστο­κρατικούς και εχθρι­κούς προς τη δημο­κρα­τία κύκλους (ιδιαί­τε­ρα στην αρι­στοκρατική, αντι­δη­μο­κρα­τι­κή ελίτ τους), ρίζω­σε η άπο­ψη για τη Σπάρ­τη ως ένα ιδα­νι­κό κρά­τος, οι πολί­τες του οποί­ου είχαν κατα­φέ­ρει να λύσουν όλα τα εσω­τε­ρι­κά προ­βλή­μα­τα κι έτσι να απαλ­λα­γούν μόνι­μα από κάθε είδους ανα­ταραχή. Στην ψευ­δαί­σθη­ση αυτήν υπέ­κυ­ψαν πολ­λοί από τους μεγά­λους αρ­χαίους στο­χα­στές του 5ου και 4ου αιώ­να. Για να μην ανα­φερ­θού­με σε τόσο πεπει­σμέ­νους και συνε­πείς «λακω­νό­φι­λους» όπως ο Κρι­τί­ας ή ο Ξενο­φώ­ντας, τα έργα των οποί­ων προ­φα­νώς συνέ­βα­λαν σε μεγά­λο βαθ­μό στην προπαγάν­δα και την ευρεία διά­δο­ση της «σπαρ­τια­τι­κής οφθαλ­μα­πά­της» (έκφρα­ση του Fr. Olier), βρί­σκου­με την επιρ­ροή της ακό­μη και στα θεω­ρη­τι­κά έργα φιλοσό­φων που φαι­νο­με­νι­κά είναι πολύ μακριά από την τυφλή λατρεία της Σπάρ­της, όπως ο Πλά­των και ο Αριστοτέλης.
Παρά την ενί­ο­τε σκλη­ρή κρι­τι­κή για τη Σπάρ­τη, και οι δύο φιλό­σο­φοι στα ουτο­πι­κά τους σχέ­δια εκφρά­ζουν μια εκπλη­κτι­κή στή­ρι­ξη σε έναν πολύ συ­γκεκριμένο τύπο κρά­τους ‑την πρω­τό­γο­νη αγρο­τι­κή Πόλιν-κρά­τος του σπαρ­τιατικού ή, ίσως, θα ήταν καλύ­τε­ρα να πού­με, του σπαρ­τια­τι­κο-κρη­τι­κού μο­ντέλου.[4]

Η επιρ­ροή του σπαρ­τια­τι­κού μύθου ξεπερ­νά κατά πολύ την αρχαία επο­χή. Αυτό είναι αισθη­τό στην ευρω­παϊ­κή κοι­νω­νι­κή σκέ­ψη της νεό­τε­ρης επο­χής. Από την περί­ο­δο της Ανα­γέν­νη­σης οι εκπρό­σω­ποι διά­φο­ρων και ενί­ο­τε ευθέ­ως αντί­θε­των πολι­τι­κών και φιλο­σο­φι­κών ρευ­μά­των ανα­φέ­ρο­νται στο «κρά­τος του Λυκούρ­γου» ως ένα σημα­ντι­κό ιστο­ρι­κό προη­γού­με­νο, που επιβεβαι­ώνει την ορθό­τη­τα των προ­γραμ­μά­των και των θεω­ριών τους.[5]

Για μεγά­λο χρο­νι­κό διά­στη­μα η πολι­τι­κή σημα­σία του «Σπαρ­τια­τι­κού Ζη­τήματος» εμπό­δι­ζε τη σοβα­ρή και αντι­κει­με­νι­κή μελέ­τη του. Αυτό ισχύ­ει ιδι­αίτερα για τη γερ­μα­νι­κή ιστο­ριο­γρα­φία, καθώς εκεί ο θαυ­μα­σμός για τη Σπάρ­τη είχε γίνει σχε­δόν υπο­χρε­ω­τι­κός κανό­νας, ένα μοτί­βο που επα­να­λαμ­βα­νό­ταν σχε­δόν σε κάθε σημα­ντι­κό έργο για την ελλη­νι­κή ιστο­ρία. Ήδη από τη δε­καετία του ’20 του 19ου αιώ­να ο C. Ο. Muller προ­βάλ­λει τους Σπαρ­τιά­τες — και γενι­κό­τε­ρα τους Δωριείς- ως ζωντα­νή ενσάρ­κω­ση των καλύ­τε­ρων ιδιο­τή­των του ελλη­νι­κού λαού και ως φορείς ενός «αλη­θι­νά ελλη­νι­κού πνεύ­μα­τος» σε σχέ­ση με τους «παρακ­μια­κούς, εκφυ­λι­σμέ­νους» Ίωνες.[6]

Αυτή η τάση κορυ­φώ­θη­κε αργό­τε­ρα στα «γρα­πτά» φασι­στών ιστο­ρι­κών, οι οποί­οι προ­σπά­θη­σαν να δικαιο­λο­γή­σουν την εγκλη­μα­τι­κό­τη­τα και την απαν­θρωπιά του ναζι­στι­κού πολι­τι­κού συστή­μα­τος, επι­κα­λού­με­νοι το κύρος της Σπάρ­της.[7]

Φυσι­κά, δεν ήταν όλοι οι Ευρω­παί­οι λόγιοι ενθου­σια­σμέ­νοι με το σπαρτι­ατικό καθε­στώς. Στη δυτι­κή ιστο­ριο­γρα­φία της περιό­δου 19ου-20ού αι. επα­νειλημμένα έγι­ναν προ­σπά­θειες να αξιο­λο­γη­θεί το «λυκούρ­γειο σύστη­μα» πιο νηφά­λια και αμε­ρό­λη­πτα, χωρίς να υιο­θε­τεί­ται ένας πανη­γυ­ρι­κός τόνος. Πα­ραδείγματα μιας περισ­σό­τε­ρο ή λιγό­τε­ρο αντι­κει­με­νι­κής επι­στη­μο­νι­κής προ­σέγγισης του «Σπαρ­τια­τι­κού Ζητή­μα­τος» είναι τα έργα των J. Groth, II. D. Fustel de Coulanges, Ed. Meyer, W. Ehrenberg, G. Glotz και άλλων.[8]
Χάρη στις προ­σπά­θειες όλων αυτών των ερευ­νη­τών, έχει σημειω­θεί σημα­ντική πρό­ο­δος στη μελέ­τη του αρχαί­ου παρελ­θό­ντος της Σπάρ­της. Αν και σε γενι­κές γραμ­μές, με πολ­λά προ­βλή­μα­τα και αβε­βαιό­τη­τες, εν τού­τοις έχει δι­αμορφωθεί μια εικό­να της πολύ­πλο­κης αλλη­λε­πί­δρα­σης των κοι­νω­νι­κών και πολι­τι­κών δυνά­με­ων που συμ­με­τεί­χαν στη δημιουρ­γία του σπαρ­τια­τι­κού κρά­τους. Απο­κα­λύ­πτε­ται ο πρω­ταρ­χι­κός ρόλος του παρά­γο­ντα της κατά­κτη­σης σε αυτήν τη δια­δι­κα­σία. Ταυ­τό­χρο­να, έγι­νε δυνα­τόν να απο­σα­φη­νι­στεί ένα πολύ μπερ­δε­μέ­νο ζήτη­μα που υπήρ­χε ήδη στην Αρχαιό­τη­τα, το ζήτη­μα της προ­έ­λευ­σης και του χαρα­κτή­ρα των σπαρ­τια­τι­κών θεσμών, όπως η δυα­δι­κή βασι­λι­κή εξου­σία, οι Έφο­ροι, τα κοι­νά γεύ­μα­τα των πολι­τών (συσ­σί­τια), το εκπαι­δευ­τι­κό σύστη­μα κλπ. Σε αυτό συνέ­βα­λε η εισα­γω­γή της συγκρι­τι­κής- ιστο­ρι­κής μεθό­δου στην επι­στή­μη της μελέ­της της Αρχαιό­τη­τας στο μεταίχ­μιο του 19ου και του 20ού αιώ­να. Η εκτε­τα­μέ­νη χρή­ση εθνο­γρα­φι­κών παραλ­ληλισμών στα έργα των Nilsson, Frazer, Janmair και άλλων[9] κατέ­στη­σε δυνα­τή μια αρκε­τά πει­στι­κή επι­στη­μο­νι­κή ερμη­νεία των ιδιαί­τε­ρων χαρακτηριστι­κών του σπαρ­τια­τι­κού τρό­που ζωής, απο­κα­λύ­πτο­ντας τη βαθιά σύν­δε­σή τους με τις πρω­τό­γο­νες μορ­φές κοι­νω­νι­κής οργά­νω­σης που εφαρ­μό­ζο­νταν μετα­ξύ των πιο καθυ­στε­ρη­μέ­νων λαών του πλα­νή­τη μας. Έτσι, η εικα­σία που είχε εκφρα­στεί και παλιό­τε­ρα (π.χ., στο βιβλίο του C. Ο. Muller),[10] ότι οι λεγόμε­νοι «Νόμοι του Λυκούρ­γου» είναι πολύ παλαιό­τε­ροι από τον ίδιο το νομο­θέ­τη, έχει πλέ­ον επι­βε­βαιω­θεί επαρκώς.

Όσον αφο­ρά τον ίδιο τον Λυκούρ­γο, μια προ­σε­κτι­κή ανά­λυ­ση της βιογραφί­ας του ‑στην πιο ολο­κλη­ρω­μέ­νη πλου­ταρ­χι­κή εκδο­χή της- απο­κα­λύ­πτει ορι­σμένα σημά­δια μιας λογο­τε­χνι­κής πλο­κής, ένα είδος «μυθι­στο­ρή­μα­τος», που πιθα­νώς ανά­γε­ται σε κάποιον αρχαίο λακω­νι­κό μύθο, αλλά προ­φα­νώς στερεί­ται κάθε αυθε­ντι­κής ιστο­ρι­κής βάσης.[11] Επί του παρό­ντος, η πλειο­ψη­φία των ιστο­ρι­κών που έχουν ασχο­λη­θεί ειδι­κά με αυτό το θέμα τεί­νουν στην ιδέα ότι ο μεγά­λος Σπαρ­τιά­της νομο­θέ­της δεν υπήρ­ξε ποτέ ως πραγ­μα­τι­κή ιστο­ρι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα.[12]

Το εκτε­τα­μέ­νο ερευ­νη­τι­κό έργο που έγι­νε από μελε­τη­τές από διά­φο­ρες χώ­ρες τα τελευ­ταία 100–150 χρό­νια έχει σε μεγά­λο βαθ­μό απο­μυ­θο­ποι­ή­σει την πρώ­ι­μη ιστο­ρία της Σπάρ­της, απαλ­λάσ­σο­ντάς την από τα στοι­χεία του μυστι- κισμού και του αφε­λούς ανθρω­πο­κε­ντρι­σμού της αρχαί­ας παρά­δο­σης. Η ατμό­σφαιρα μυστη­ρί­ου που είχε περι­βά­λει την «πολι­τεία του Λυκούρ­γου» στην Αρχαιό­τη­τα, είχε αρχί­σει στα­δια­κά να δια­λύ­ε­ται. Ωστό­σο, καθώς τα χαρακτη­ριστικά της πραγ­μα­τι­κής και όχι της θρυ­λι­κής Σπάρ­της γίνο­νται σαφέ­στε­ρα, προ­κύ­πτουν νέα και πιο σύν­θε­τα προ­βλή­μα­τα για τους ιστορικούς.
Το σημα­ντι­κό­τε­ρο από αυτά είναι η τυπο­λο­γι­κή υπα­γω­γή της σπαρ­τια­τι­κής κοι­νω­νί­ας ή, για να το θέσου­με δια­φο­ρε­τι­κά, η θέση που κατεί­χε μετα­ξύ των άλλων κοι­νω­νιών του αρχαί­ου κόσμου. Οι περισ­σό­τε­ροι ιστο­ρι­κοί, οι οποί­οι έχουν ασχο­λη­θεί με τον έναν ή τον άλλον τρό­πο με το ζήτη­μα αυτό, αρκού­νται στο να κατα­τά­ξουν με σαφή­νεια τη Σπάρ­τη στην κατη­γο­ρία των «καθυστε­ρημένων» ή (κατά μια άλλη δια­τύ­πω­ση) «αγρο­τι­κών» ελλη­νι­κών κρα­τών.[13]

Η απλό­τη­τα και η προ­σβα­σι­μό­τη­τα αυτού του ορι­σμού δεν αντισταθμί­ζει σε καμία περί­πτω­ση τις δύο σοβα­ρές ελλεί­ψεις του: Μη εποι­κο­δο­μη­τι­κός και ασα­φής. Φυσι­κά, η οικο­νο­μι­κή καθυ­στέ­ρη­ση σε κάποιο βαθ­μό φέρ­νει τη Σπάρ­τη πιο κοντά σε αρχαϊ­κές μορ­φές της ελλη­νι­κής κοι­νω­νί­ας, όπως οι δω­ρικές πόλεις της Κρή­της, οι Θεσ­σα­λι­κές και οι Βοιω­τι­κές πόλεις, οι φυλε­τι­κές κοι­νό­τη­τες της Λοκρί­δας, της Ήλι­δας, της Αιτω­λί­ας κλπ. Αλλά και πάλι, αυτό μόνο το χαρα­κτη­ρι­στι­κό δεν αρκεί για να μιλά­με για μια θεμε­λιώ­δη ιστο­ρι­κή ομοιο­γέ­νεια όλων αυτών των δια­φο­ρε­τι­κών μετα­ξύ τους κοι­νω­νι­κών δομών. Ορι­σμέ­νοι συγ­γρα­φείς, μη θέλο­ντας να ασχο­λη­θούν με την εξεύ­ρε­ση ακρι­βών ορι­σμών, δηλώ­νουν ότι η Σπάρ­τη είναι μια «ιστο­ρι­κή περιέρ­γεια», μια «ανω­μα­λία», για την οποία δεν υπάρ­χει και δεν μπο­ρεί να υπάρ­ξει καμία ανα­λογία στην ιστο­ρία όχι μόνο της Ελλά­δας, αλλά ολό­κλη­ρου του αρχαί­ου κό­σμου.[14] Σε αυτήν την προ­σέγ­γι­ση, αντί να ξετυ­λί­γε­ται σε βάθος το πολύπλο­κο επι­στη­μο­νι­κό πρό­βλη­μα που έχου­με μπρο­στά μας, κόβε­ται με μια κίνη­ση, όπως ο περί­φη­μος γόρ­διος δεσμός.

Τοπο­θε­τη­μέ­νη εντε­λώς μακριά από τα υπό­λοι­πα ελλη­νι­κά κρά­τη, η Σπάρ­τη ανα­πό­φευ­κτα εμπί­πτει στην κατη­γο­ρία των αφη­ρη­μέ­νων γενι­κών ιστορι­κών ή μάλ­λον εξω­ϊ­στο­ρι­κών κατη­γο­ριών, οι οποί­ες μπο­ρούν να βρε­θούν σε κάθε χώρα και σε κάθε ιστο­ρι­κή στιγ­μή. Το ενδια­φέ­ρον που δεί­χνουν πάντο­τε οι απο­λο­γη­τές του σύγ­χρο­νου κυκλι­σμού για το σπαρ­τια­τι­κό φαι­νό­με­νο δεν είναι καθό­λου τυχαίο σε αυτό το πλαίσιο.

Ήδη ο R. Pohlmann στην Ιστο­ρία του Κοι­νω­νι­κού Ζητή­μα­τος και του Σο­σιαλισμού στον Αρχαίο Κόσμο όρι­σε το σπαρ­τια­τι­κό κοι­νω­νι­κό και πολιτι­κό σύστη­μα ως έναν ειδι­κό, «στρα­τιω­τι­κό τύπο κοι­νω­νί­ας» (kriegerische Gesellschaftstypus), του οποί­ου ο «κρα­τι­κός σοσια­λι­σμός» απο­τε­λεί τον «ανα­γκαίο συσχε­τι­σμό».[15] Η ίδια ιδέα επα­να­λαμ­βά­νε­ται αρκε­τά συχνά στα γρα­πτά των νεό­τε­ρων αστών ιστο­ριο­γρά­φων, με ελα­φρώς τρο­πο­ποι­η­μέ­νες δι­ατυπώσεις, αλλά σχε­δόν πάντα με απο­λύ­τως σαφή πολι­τι­κή χροιά. Η Σπάρ­τη, ως παρά­δειγ­μα «ολο­κλη­ρω­τι­κού κρά­τους», αντι­πα­ρα­βάλ­λε­ται με την «ελεύ­θερη και δημο­κρα­τι­κή» Αθή­να, η οποία, δήθεν, ενσάρ­κω­νε το ιδα­νι­κό της πε­ριβόητης «ανοι­κτής κοι­νω­νί­ας».[16] Δε χρειά­ζε­ται να εξη­γή­σει κανείς ότι αυ­τού του τύπου οι συλ­λο­γι­σμοί αγνο­ούν λαν­θα­σμέ­να τον ταξι­κό, δουλοκτη­τικό χαρα­κτή­ρα της σπαρ­τια­τι­κής κοι­νω­νί­ας, δηλα­δή το κυριό­τε­ρο που την φέρ­νει πιο κοντά στις άλλες κοι­νω­νί­ες της αρχαί­ας επο­χής που γνω­ρί­ζου­με, όπως ότι είναι εξί­σου λάθος να ανα­δει­κνύ­ο­νται και να απο­λυ­το­ποιού­νται κά­ποια από τα ιδιαί­τε­ρα χαρα­κτη­ρι­στι­κά της, τα οποία έχουν μόνο σχε­τι­κή, δευ­τε­ρεύ­ου­σα σημασία.

Τονί­ζο­ντας την παρερ­μη­νευ­μέ­νη ιδιαι­τε­ρό­τη­τα της κοι­νω­νι­κής και πολιτι­κής οργά­νω­σης της Σπάρ­της, οι σύγ­χρο­νοι δυτι­κοί ιστο­ρι­κοί συχνά αποκλεί­ουν αυτό το κρά­τος, στο οποίο οι αρχαί­οι έβλε­παν ένα ιδιό­τυ­πο είδος του συ­στήματος της Πόλε­ως,[17] από τις τάξεις των «αλη­θι­νών ελλη­νι­κών Πόλε­ων». «Η Σπάρ­τη είναι ένα κρά­τος που δεν είχε ποτέ καμία σχέ­ση με την αλη­θι­νή ου­σία της Πόλε­ως.» Αυτή η κατη­γο­ρη­μα­τι­κή κρί­ση ανή­κει στο διά­ση­μο Γερ­μα­νό ιστο­ρι­κό Έρεν­μπεργκ, που αφιέ­ρω­σε στη Σπάρ­τη από τη δεκα­ε­τία του 1920 μια ολό­κλη­ρη σει­ρά ειδι­κών μελε­τών.[18] Με ελα­φρώς δια­φο­ρε­τι­κές διατυπώ­σεις και με δια­φο­ρε­τι­κά επι­χει­ρή­μα­τα, η ίδια ιδέα επα­να­λαμ­βά­νε­ται και στα έργα ορι­σμέ­νων άλλων συγ­γρα­φέ­ων.[19] Είναι ενδια­φέ­ρον, ωστό­σο, ότι ο ίδιος Έρεν­μπεργκ σ’ ένα άλλο άρθρο του[20] ανα­κη­ρύσ­σει τη Σπάρ­τη ως το πρώ­το σχε­δόν ελλη­νι­κό κρά­τος που θέσπι­σε πολί­τευ­μα τύπου «Πόλε­ως» (ανα­φέ­ρε­ται στη λεγό­με­νη «Μεγά­λη Ρήτρα», την οποία ο Έρεν­μπεργκ χρο­νο­λο­γεί στο δεύ­τε­ρο μισό του 8ου αιώ­να). Τέτοιες αντι­φα­τι­κές κρί­σεις για το ίδιο κρά­τος κατα­δει­κνύ­ουν, πρώτ’ απ’ όλα, την ακραία αυθαι­ρε­σία των κρι­τη­ρί­ων με τα οποία οι πιο πρό­σφα­τοι δυτι­κοί ιστο­ρι­κοί προ­σεγ­γί­ζουν την αποκρυπτογρά­φηση της ίδιας της έννοιας της «Πόλε­ως».

Οι Σοβιε­τι­κοί ιστο­ρι­κοί[21] βασί­ζουν την κατα­νό­η­ση της φύσης της Πόλε­ως στην περί­φη­μη δια­τύ­πω­ση του Μαρξ στη Γερ­μα­νι­κή Ιδε­ο­λο­γία: «Η δεύτε­ρη μορ­φή ιδιο­κτη­σί­ας είναι η αρχαία κοι­νο­τι­κή και κρα­τι­κή ιδιο­κτη­σία. Πλάι στην κοι­νω­νι­κή ιδιο­κτη­σία βρί­σκου­με ήδη να ανα­πτύσ­σε­ται κινη­τή και αργό­τερα επί­σης και ακί­νη­τη ατο­μι­κή ιδιο­κτη­σία, αλλά σα μια κατ’ εξαί­ρε­ση μορ­φή υπο­ταγ­μέ­νη στην κοι­νο­τι­κή ιδιο­κτη­σία. Οι πολί­τες εξου­σιά­ζουν τους εργαζόμε­νους δού­λους τους μονά­χα μέσα στην κοι­νό­τη­τα και μονά­χα γι ’αυτήν, και επο­μένως είναι δεμέ­νοι με τη μορ­φή της κοι­νο­τι­κής ιδιο­κτη­σί­ας. Η κοι­νο­τι­κή ατο­μική ιδιο­κτη­σία των δρα­στή­ριων πολι­τών σε σχέ­ση με τους δού­λους είναι ακρι­βώς αυτή που τους ανα­γκά­ζει να παρα­μέ­νουν σ’ αυτήν την αυθόρ­μη­τα βγαλ­μέ­νη μορ­φή συνέ­νω­σης.»[22] [23]

Τα λόγια αυτά δεί­χνουν σαφώς ότι ο Κ. Μαρξ έβλε­πε στην αρχαία αστι­κή κοι­νό­τη­τα μια ορι­σμέ­νη μορ­φή οργά­νω­σης της άρχου­σας τάξης απένα­ντι στους κατα­πιε­σμέ­νους και, κατά συνέ­πεια, βασι­κό στοι­χείο του ίδιου του δου­λο­κτη­τι­κού τρό­που παρα­γω­γής σε ένα στά­διο της ανά­πτυ­ξής του. Η βάση αυτής της οργά­νω­σης ήταν μια ειδι­κή μορ­φή ιδιο­κτη­σί­ας, την οποία ορί­ζει με μεγά­λη ακρί­βεια ως «την κοι­νή ιδιω­τι­κή ιδιο­κτη­σία των ενερ­γών πολι­τών του κρά­τους (gemeinschaftliche privateigentum)»

Η κύρια ιδιαι­τε­ρό­τη­τα της Πόλε­ως που την δια­κρί­νει απ’ όλους τους άλ­λους τύπους και μορ­φές οργά­νω­σης της άρχου­σας τάξης είναι ότι το κρά­τος, το οποίο εδώ, όπως και σε άλλες περι­πτώ­σεις, λει­τουρ­γεί κυρί­ως ως όργα­νο της ταξι­κής κυριαρ­χί­ας, δια­τη­ρεί ωστό­σο την κλη­ρο­νο­μη­μέ­νη από το παρελ­θόν (από την επο­χή του πρω­τό­γο­νου κοι­νο­τι­κού συστή­μα­τος) μορ­φή της γει­τονικής κοι­νό­τη­τας (έτσι νομί­ζου­με ότι πρέ­πει να κατα­νο­ή­σου­με τα λόγια του Μαρξ, για τους «πολί­τες του κρά­τους που ανα­γκά­ζο­νται να δια­τη­ρούν απένα­ντι στους σκλά­βους αυτήν τη φυσι­κά ανε­πτυγ­μέ­νη μορ­φή σύν­δε­σης»). Ταυ­τόχρονα, η κοι­νό­τη­τα δεν υπο­σκε­λί­ζε­ται και δεν απορ­ρο­φά­ται από το κρά­τος, όπως συμ­βαί­νει συνή­θως σε άλλες πρώ­ι­μες ταξι­κές κοι­νω­νί­ες, για παράδειγ­μα στις χώρες της Δυτι­κής Ασί­ας. Αντι­θέ­τως, το ίδιο το κρά­τος παρο­μοιά­ζε­ται εδώ με την κοι­νό­τη­τα ή, για να το θέσου­με δια­φο­ρε­τι­κά, συγκρο­τεί­ται ως κοι­νότητα, γεγο­νός που μας επι­τρέ­πει να θεω­ρή­σου­με την Πόλιν ως μια ειδι­κή, αν μας επι­τρέ­πε­ται αυτή η δια­τύ­πω­ση, υπο­βαθ­μι­σμέ­νη μορ­φή της κοι­νό­τη­τας.[24]

Το παρά­δειγ­μα της Σπάρ­της από αυτήν την άπο­ψη είναι ίσως το πιο χαρα­κτηριστικό, διό­τι εδώ εμφα­νί­ζο­νται με τη μεγα­λύ­τε­ρη σαφή­νεια τα βασι­κά χα­ρακτηριστικά που κλη­ρο­νό­μη­σε η Πόλις από τον ιστο­ρι­κό της προ­κά­το­χο, αλ­λά είναι ιδιαί­τε­ρα εμφα­νείς και οι θεμε­λιώ­δεις δια­φο­ρές που υπάρ­χουν μετα­ξύ τους. Η εξή­γη­ση γι’ αυτό το παρά­δο­ξο φαι­νό­με­νο πρέ­πει να ανα­ζη­τη­θεί στην ιστο­ρία της ίδιας της Σπάρτης.

Είναι γνω­στό ότι οι Δωριείς, οι οποί­οι ίδρυ­σαν τη Σπάρ­τη, ήρθαν στη Λακω­νία ως κατα­κτη­τές και υπο­δου­λω­τές του τοπι­κού αχαϊ­κού πλη­θυ­σμού.[25] Ο ενδο­φυ­λε­τι­κός αντα­γω­νι­σμός, ο οποί­ος στα­δια­κά μετα­τρά­πη­κε σε ταξι­κή έχθρα, κατέ­στη­σε την κοι­νω­νι­κή και πολι­τι­κή κατά­στα­ση σε αυτό το τμή­μα της Πελο­πον­νή­σου εξαι­ρε­τι­κά τετα­μέ­νη. Η κατά­στα­ση έγι­νε ακό­μη πιο περί­πλο­κη περί­που στα μέσα του 8ου αιώ­να, όταν η Σπάρ­τη, όπως και πολ­λά άλλα ελλη­νι­κά κρά­τη, άρχι­σε να λιμο­κτο­νεί.[26] Το επα­κό­λου­θο πρό­βλη­μα του πλε­ο­νά­ζο­ντος πλη­θυ­σμού που προ­έ­κυ­ψε χρεια­ζό­ταν άμε­ση λύση, αλλά οι Σπαρ­τιά­τες το έλυ­σαν με το δικό τους τρό­πο. Αντί να ανα­ζη­τή­σουν διέ­ξο­δο, όπως οι υπό­λοι­ποι Έλλη­νες, στον αποι­κι­σμό και στην κατά­κτη­ση νέων εδα­φών πέρα από τη θά­λασσα, οι Σπαρ­τιά­τες βρή­καν τη διέ­ξο­δο στην επέ­κτα­ση της επι­κρά­τειάς τους σε βάρος των πλη­σιέ­στε­ρων γει­τό­νων τους, των Μεσ­σή­νιων, που τους χώρι­ζε μόνο η ορο­σει­ρά του Ταΰ­γε­του.[27] Η κατά­κτη­ση της Μεσ­ση­νί­ας, η οποία έγι­νε τετε­λε­σμέ­νο γεγο­νός μόλις στα τέλη του 7ου αιώ­να, μετά από το λεγό­με­νο Β’ Μεσ­ση­νια­κό Πόλε­μο, επέ­τρε­ψε να ανα­κο­πεί η επι­κεί­με­νη αγρο­τι­κή κρί­ση, αλλά επι­δεί­νω­σε σε μεγά­λο βαθ­μό τις εσω­τε­ρι­κές εντά­σεις, οι οποί­ες αποδεί­χτηκαν καθο­ρι­στι­κός παρά­γο­ντας για την ανά­πτυ­ξη του κράτους.

Το κύριο απο­τέ­λε­σμα της κατα­κτη­τι­κής πολι­τι­κής της Σπάρ­της στο έδα­φος της Λακω­νί­ας και της Μεσ­ση­νί­ας ήταν η εμφά­νι­ση μιας συγκε­κρι­μέ­νης μορ­φής δου­λεί­ας, γνω­στής με το όνο­μα «ειλω­τεία». Η ειλω­τεία δια­κρί­νε­ται από τον κλα­σι­κό τύπο δου­λεί­ας πρώτ’ απ’ όλα από το ότι ο δού­λος δεν είναι εντε­λώς απο­ξε­νω­μέ­νος από τα μέσα παρα­γω­γής κι έχει ουσια­στι­κά ένα ανεξάρ­τητο νοι­κο­κυ­ριό, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας το ζωι­κό κεφά­λαιο, τα γεωρ­γι­κά εργα­λεία και όλα τα άλλα είδη ιδιο­κτη­σί­ας που του ανή­κουν (είτε με δικαί­ω­μα κατο­χής είτε με πλή­ρη κυριό­τη­τα ‑αυτό παρα­μέ­νει ασα­φές).[28] Αφού πλη­ρώ­σει το φό­ρο υπο­τέ­λειας, έχει ακό­μη στη διά­θε­σή του ένα ορι­σμέ­νο μέρος της συγκομι­δής, την οποία μπο­ρεί, κατά πάσα πιθα­νό­τη­τα, να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει κατά το δοκούν και, αν το επι­θυ­μεί, να το που­λή­σει.[29]

Με βάση τα δεδο­μέ­να που δια­θέ­του­με, οι Σπαρ­τιά­τες δεν παρε­νέ­βαι­ναν κα­θόλου στις οικο­νο­μι­κές υπο­θέ­σεις των ειλώ­των, αρκού­με­νοι σε όσα έπαιρ­ναν από αυτούς, τα οποία ορί­ζο­νταν από το νόμο.[30] Στη Σπάρ­τη, επο­μέ­νως, ανα­πτύχθηκε μια ιδιό­τυ­πη μορ­φή δου­λο­κτη­σί­ας, στην οποία η άμε­ση παρέμβα­ση του δου­λο­κτή­τη στην παρα­γω­γι­κή δια­δι­κα­σία έγι­νε κάτι εντε­λώς περιτ­τό ή και απο­κλεί­στη­κε. Εδώ ο δου­λο­κτή­της μετα­τρέ­πε­ται από οργα­νω­τής της πα­ραγωγής σε παθη­τι­κό απο­δέ­κτη του ενοι­κί­ου, ενώ η οικο­νο­μι­κή πρωτοβου­λία συγκε­ντρώ­νε­ται εξο­λο­κλή­ρου στα χέρια του άμε­σου παρα­γω­γού, δηλα­δή του δούλου.

Η οικο­νο­μι­κή αυτο­νο­μία των ειλώ­των συν­δέ­ε­ται επί­σης με την ιδιαί­τε­ρη δομή αυτής της τάξης, δια­φο­ρο­ποιώ­ντας την και πάλι από τους δού­λους του κλα­σι­κού τύπου. Είναι γνω­στό ότι μετα­ξύ των τελευ­ταί­ων η συντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φία τους βίαια βγή­καν από το συνη­θι­σμέ­νο κοι­νω­νι­κό τους περι­βάλ­λον και ανα­μί­χτη­καν τυχαία μετα­ξύ τους. Αντί­θε­τα, οι είλω­τες δεν απο­κό­πη­καν από τις πατρί­δες τους. Αντι­θέ­τως, όπως και οι ελλη­νι­στι­κοί λαοί, ήταν μόνι­μα συν­δε­δε­μέ­νοι με τον τόπο κατοι­κί­ας τους και τη γη που καλ­λιερ­γού­σαν για τα αφε­ντι­κά τους.[31] Μπο­ρεί να υπο­τε­θεί ότι με την απο­φυ­γή των αναγκαστι­κών μετα­το­πί­σε­ων οι είλω­τες μπό­ρε­σαν να δια­τη­ρή­σουν, του­λά­χι­στον εν μέρει, αυτές τις μορ­φές κοι­νω­νι­κών σχέ­σε­ων που υπήρ­χαν μετα­ξύ τους και πα­λιά, όταν ήταν ελεύ­θε­ροι. Παρά την έλλει­ψη άμε­σων ενδεί­ξε­ων στις πηγές, μπο­ρού­με να θεω­ρή­σου­με πιθα­νό ότι είχαν οικο­γέ­νεια.[32] Είναι επί­σης πιθα­νό να δια­τή­ρη­σαν ακό­μη και κάποια στοι­χεία κοι­νο­τι­κής οργά­νω­σης.[33]

Η ιδιαί­τε­ρη μορ­φή δου­λο­κτη­τι­κής οικο­νο­μί­ας που ανα­πτύ­χθη­κε στη Σπάρ­τη, η οποία προ­φα­νώς δεν είχε καθιε­ρω­θεί μέχρι το τέλος του 7ου αιώ­να, προ­ϋπέθετε ως φυσι­κό και ανα­γκαίο συμπλή­ρω­μα έναν ειδι­κό τύπο οργά­νω­σης της τάξης των δου­λο­κτη­τών ή, με άλλα λόγια, έναν ειδι­κό τύπο συστή­μα­τος της Πόλε­ως. Κατά τη γνώ­μη μας, το κύριο δια­κρι­τι­κό γνώ­ρι­σμα της σπαρτι­ατικής μορ­φής της Πόλε­ως είναι ότι η αρχή του κολε­κτι­βι­σμού και της κοι­νοκτημοσύνης, που βρί­σκε­ται στην ίδια τη βάση της αρχαί­ας ιδιο­κτη­σί­ας ως «κοι­νή ατο­μι­κή ιδιο­κτη­σία (…) των πολι­τών του κρά­τους», έλα­βε εδώ την πιο ζωντα­νή έκφρα­σή της στον ίδιο το σπαρ­τια­τι­κό τρό­πο ζωής, ο οποί­ος δια­πνέ- εται από την ιδέα της ισότητας.

Θεω­ρη­τι­κά, η κυρί­αρ­χη μορ­φή ιδιο­κτη­σί­ας στη Σπάρ­τη ήταν η κοι­νο­τι­κή-κρα­τι­κή ιδιο­κτη­σία της γης και των δού­λων. Σύμ­φω­να με τον Πολύ­βιο (VI, 45, 3), όλη η γη που είχε κατα­νε­μη­θεί στους πολί­τες ονο­μα­ζό­ταν «πολι­τι­κή χώρα», δηλα­δή «κρα­τι­κή» ή «δημό­σια γη». Ομοί­ως, οι είλω­τες ανα­φέ­ρο­νται στις πηγές μας ως «κρα­τι­κοί δού­λοι» ή «δού­λοι της κοι­νό­τη­τας».[34] Ιστο­ρι­κά, αυτή η όχι και τόσο συνη­θι­σμέ­νη για το ελλη­νι­κό κρά­τος κατά­στα­ση βρί­σκει την εξή­γη­σή της στο ίδιο το γεγο­νός της κατά­κτη­σης της Λακω­νί­ας και της Μεσ­ση­νί­ας από τους Σπαρ­τιά­τες. Εφό­σον οι κατα­κτή­σεις πραγματοποιήθη­καν από το σύνο­λο της κοι­νό­τη­τας των Σπαρ­τια­τών, ο καθέ­νας είχε το ίδιο δι­καίωμα να γίνει ιδιο­κτή­της της κατα­κτη­μέ­νης γης και των δού­λων που ήταν συν­δε­δε­μέ­νοι με αυτήν. Από την άλλη πλευ­ρά, το ίδιο το σπαρ­τια­τι­κό κρά­τος ενδια­φε­ρό­ταν να δια­τη­ρή­σει μια ορι­σμέ­νη ισορ­ρο­πία μετα­ξύ του αριθ­μού των ελεύ­θε­ρων και των υπό­δου­λων πλη­θυ­σμών. Αυτός φαί­νε­ται ότι ήταν ο στό­χος του συστή­μα­τος ιδιο­κτη­σί­ας της γης, που βασι­ζό­ταν σε αδιαί­ρε­τα και αναπαλ­λοτρίωτα «αρχαία» οικό­πε­δα (κλή­ρους), καθέ­να από τα οποία έπρε­πε να συ­ντηρεί έναν ή ίσως και περισ­σό­τε­ρους πολε­μι­στές-Σπαρ­τιά­τες μαζί με τις οικο­γέ­νειές τους και θεω­ρού­νταν νομι­κά ιδιο­κτη­σία του κρά­τους.[35] Δε γνωρί­ζουμε με πόση ευρύ­τη­τα και ελευ­θε­ρία το σπαρ­τια­τι­κό κρά­τος άσκη­σε το δι­καίωμα του ανώ­τε­ρου ιδιο­κτή­τη. Δεν είναι επί­σης γνω­στό αν είχε στη διάθε­σή του σημα­ντι­κές εφε­δρι­κές εκτά­σεις.[36]

Είναι πιθα­νό ότι ο πραγ­μα­τι­κός ρόλος του «δημό­σιου τομέα» στη σπαρτια­τική οικο­νο­μία δεν ήταν τόσο μεγά­λος. Η οικο­νο­μι­κή κυριαρ­χία του κρά­τους εδώ, όπως και στις περισ­σό­τε­ρες ελλη­νι­κές Πόλεις, δεν εκφρά­στη­κε τόσο στην άμε­ση κατο­χή κάποιου περιου­σια­κού στοι­χεί­ου, που θα μπο­ρού­σε να απο­τε­λέ- σει τη βάση της κρα­τι­κής οικο­νο­μί­ας, με την ορθή έννοια του όρου, όσο στον έλεγ­χο και στα διά­φο­ρα περιο­ρι­στι­κά μέτρα επί των ιδιο­κτη­σια­κών δικαιω­μάτων των μεμο­νω­μέ­νων πολι­τών.[37] Ανά­με­σα στα μέτρα που εφαρ­μό­στη­καν από τη σπαρ­τια­τι­κή κυβέρ­νη­ση είναι πρώ­τα και κύρια η απα­γό­ρευ­ση της πώ­λησης και της αγο­ράς γης ακό­μη και με συγκε­κα­λυμ­μέ­νες μορ­φές όπως οι δω­ρεές και τα κλη­ρο­δο­τή­μα­τα· η απα­γό­ρευ­ση να πωλού­νται οι είλω­τες εκτός του κρά­τους, καθώς και να αφή­νο­νται ελεύ­θε­ροι και, τέλος, ο νόμος που απαγό­ρευε τη χρή­ση άλλων νομι­σμά­των εκτός από τα περί­φη­μα σιδε­ρέ­νια όβολα.

Κατά πάσα πιθα­νό­τη­τα, τα μέτρα αυτά δε θα μπο­ρού­σαν να είναι επαρ­κή για να απο­τρέ­ψουν την αύξη­ση του ιδιω­τι­κού πλού­του και την ανα­πό­φευ­κτη μαζι­κή κατα­στρο­φή των πολι­τών.[38] Κατα­νο­ώ­ντας αυτό, ο Σπαρ­τιά­της νομο­θέ­της (ή νομο­θέ­τες) προ­σπά­θη­σε να κάνει ό,τι ήταν δυνα­τόν ώστε, όπως λέ­ει ο Θεό­φρα­στος: «Ο πλού­τος να πάψει να είναι πλού­τος.» Η ισο­πε­δω­τι­κή τά­ση, χαρα­κτη­ρι­στι­κή κάθε πρω­τό­γο­νης Πόλε­ως, συνη­θι­σμέ­νη εκδή­λω­ση της οποί­ας σε άλλα κρά­τη ήταν οι νόμοι κατά του πλού­του, βρή­κε έκφρα­ση στη Σπάρ­τη σε ένα ολό­κλη­ρο σύστη­μα επί­ση­μων απα­γο­ρεύ­σε­ων και δια­τα­γών που ρύθ­μι­ζαν τη ζωή κάθε Σπαρ­τιά­τη από τη στιγ­μή της γέν­νη­σης μέχρι το θάνα­το. Αυτό το κατα­πλη­κτι­κό σύστη­μα προ­έ­βλε­πε τη μορ­φή των ενδυ­μά­των που επι­τρε­πό­ταν να φορούν οι πολί­τες, καθώς και το σχή­μα των γενειά­δων και των μου­στα­κιών τους.

Ο ακρο­γω­νιαί­ος λίθος του σπαρ­τια­τι­κού «σύμπα­ντος» ήταν τα συσ­σί­τια, τα κοι­νά γεύ­μα­τα, στα οποία βασί­λευε το πνεύ­μα ενός άξε­στου εξι­σω­τι­σμού και αυστη­ρού αμοι­βαί­ου ελέγ­χου. Το στα­θε­ρό ποσο­στό των εισφο­ρών που θεσπί­στη­κε με νόμο, καθώς και το ποσο­στό κατα­νά­λω­σης που ήταν ίσο για όλους τους συμ­με­τέ­χο­ντες στα συσ­σί­τια, υπο­τί­θε­ται ότι ήταν σαφής έκφρα­ση της αρχής της ισό­τη­τας ως θεμε­λιώ­δους αρχής ολό­κλη­ρης της σπαρτιατι­κής πολι­τεί­ας.[39]

Άμε­σα συν­δε­δε­μέ­νο με το σπαρ­τια­τι­κό στρα­τό, συντο­νι­σμέ­νο με την εδα­φική και διοι­κη­τι­κή διαί­ρε­ση του κρά­τους σε κόμες,[40] το σύστη­μα των συσ­σιτίων ήταν ένα σημα­ντι­κό δομι­κό στοι­χείο της οργά­νω­σης της σπαρ­τια­τι­κής Πόλε­ως. Το δεύ­τε­ρο στοι­χείο ήταν το σύστη­μα της αγω­γής του πολί­τη,[41] στε­νά συνυ­φα­σμέ­νο με το πρώτο.

Τόσο τα συσ­σί­τια των πολι­τών όσο και οι αγέ­λες, που ένω­ναν τους νέους και τους εφή­βους, ανή­κουν στους πιο αρχαϊ­κούς σπαρ­τια­τι­κούς θεσμούς. Η στε­νή ομοιό­τη­τα με παρό­μοιους θεσμούς των δωρι­κών πόλε­ων της Κρή­της, που υπο­δει­κνύ­ει μια αναμ­φι­σβή­τη­τη κοι­νή προ­έ­λευ­ση, ανα­γνω­ρί­στη­κε ήδη από την Αρχαιό­τη­τα.[42] Η επι­βί­ω­ση αυτών των μορ­φών πρω­τό­γο­νης κοινωνι­κής οργά­νω­σης στην ήδη εδραιω­μέ­νη ταξι­κή κοι­νω­νία, καθώς και η ενσωμά­τωσή τους στο δου­λο­κτη­τι­κό κρά­τος, οφει­λό­ταν κυρί­ως στην επεί­γου­σα ανά­γκη της άρχου­σας τάξης στη Σπάρ­τη να εδραιω­θεί και να ενο­ποι­η­θεί εσωτε­ρικά ένα­ντι της συντρι­πτι­κής μάζας του υπό­δου­λου και εξαρ­τη­μέ­νου πληθυ­σμού της.[43] Το δύσκο­λο αυτό έργο επι­λύ­θη­κε με τον απλού­στε­ρο και αποτε­λεσματικότερο τρό­πο, με την εισα­γω­γή της υπο­χρε­ω­τι­κής ρύθ­μι­σης του ελεύ­θερου χρό­νου των πολι­τών. Προ­κει­μέ­νου να μεγι­στο­ποι­η­θεί η συνο­χή και να δια­τη­ρη­θεί η πει­θαρ­χία, μια παρα­δο­σια­κή μορ­φή συλ­λο­γι­κής ανα­ψυ­χής και ομα­δι­κής αθλη­τι­κής άσκη­σης επι­βλή­θη­κε σε όλους, ως ένα είδος υποχρεωτι­κού κανό­να συμπεριφοράς.

Η αρχή του κορ­πο­ρα­τι­βι­σμού, που σε μεγα­λύ­τε­ρο ή μικρό­τε­ρο βαθ­μό ενυ­πάρχει σε όλες τις αρχαί­ες Πόλεις, εκφρά­στη­κε στην πολι­τι­κή και κοι­νω­νι­κή ζωή της Σπάρ­της με ιδιαί­τε­ρη ισχύ. Ο πιο συνη­θι­σμέ­νος τρό­πος για να γίνει αυτό είναι η μετα­κί­νη­ση από μια ομά­δα σε μια άλλη, πιο προ­νο­μιού­χα. Από την ομά­δα που ανή­κε εξαρ­τιό­ταν η κοι­νω­νι­κή του θέση, το σύνο­λο των πολι­τικών του δικαιω­μά­των.[44] Αντί­στοι­χα, η ίδια η κοι­νό­τη­τα των πολι­τών οικο­δο­μή­θη­κε ως ένα σύστη­μα περισ­σό­τε­ρο ή λιγό­τε­ρο στε­νά συν­δε­δε­μέ­νων αντρι­κών ενώ­σε­ων, καθε­μία από τις οποί­ες μπο­ρεί να θεω­ρη­θεί ως μια ζωντα­νή εν­σάρκωση της βασι­κής αρχής του συστή­μα­τος της Πόλε­ως, της πολι­τι­κής ομο­φωνίας, της υπο­τα­γής της μειο­ψη­φί­ας στην πλειο­ψη­φία. Οι απο­σχι­στι­κές τά­σεις που ενυ­πάρ­χουν στην ίδια τη φύση των «εται­ρι­κών» κοι­νο­τή­των έχουν ξεπε­ρα­στεί και εξου­δε­τε­ρω­θεί. Η σαφώς μελε­τη­μέ­νη δια­δι­κα­σία συγκρότη­σης των ενώ­σε­ων, καθώς και η από­λυ­τη τυπο­ποί­η­ση της εσω­τε­ρι­κής οργάνω­σής τους, επέ­τρε­ψαν τη μετα­τρο­πή ολό­κλη­ρης της αγέ­λης και των συσ­σι­τί­ων σε έναν ενιαίο, καλά οργα­νω­μέ­νο πολι­τι­κό μηχα­νι­σμό.[45]

Το κύριο όργα­νο που καθο­δη­γού­σε και συντό­νι­ζε όλες τις δρα­στη­ριό­τη­τες του συστή­μα­τος των ενώ­σε­ων των πολι­τών ήταν αναμ­φί­βο­λα οι Έφο­ροι. Οι Έφο­ροι εμφα­νί­ζο­νται στις πηγές ως οι κύριοι θεμα­το­φύ­λα­κες του σπαρτιατι­κού «modus vivendi». Τα μέλη του ήταν υπεύ­θυ­να για την αυστη­ρό­τη­τα της εκπαί­δευ­σης της νέας γενιάς στις αγέ­λες. Επί­σης, επέ­βλε­παν τη συμπεριφο­ρά των ηλι­κιω­μέ­νων πολι­τών που συμ­με­τεί­χαν στα συσ­σί­τια. Υπό την άμε­ση υπα­γω­γή των Εφό­ρων υπήρ­χαν επί­σης ορι­σμέ­να ειδι­κά είδη «εται­ριών» που απο­τε­λού­σαν σημα­ντι­κά στοι­χεία του διοι­κη­τι­κού μηχα­νι­σμού του σπαρτια­τικού κρά­τους και εκτε­λού­σαν κυρί­ως αστυ­νο­μι­κές και κατα­σκο­πευ­τι­κές λει­τουργίες. Παρα­δείγ­μα­τα είναι το Σώμα των τρια­κο­σί­ων λεγά­με­νων «ιππέ­ων» και οι στε­νά συν­δε­δε­μέ­νοι μαζί του Αγα­θο­ερ­γοί.[46] Με το ευρύ, πρα­κτι­κά απε­ριόριστο δικαί­ω­μα ελέγ­χου που είχαν, οιΈ­φο­ροι παρε­νέ­βαι­ναν ενερ­γά σε κά­θε τομέα της δημό­σιας και κρα­τι­κής ζωής της Σπάρ­της, υπα­γο­ρεύ­ο­ντας τη θέ­λησή τους σε ιδιώ­τες και δικα­στές.[47]

Η συγκέ­ντρω­ση τόσων πολ­λών εξου­σιών στα χέρια ενός και σχε­τι­κά ολιγο­μελούς οργά­νου αξιω­μα­τού­χων θέτει τους Εφό­ρους σε μια εντε­λώς εξαι­ρε­τι­κή θέση μετα­ξύ όλων των άλλων γνω­στών πολι­τι­κών αξιω­μα­τού­χων. Δεν είναι τυχαίο ότι οι αρχαί­οι συγ­γρα­φείς απο­κα­λού­σαν την εξου­σία των Εφό­ρων «κο­ντά στην τυραν­νία». Η εξή­γη­ση αυτού του φαι­νο­μέ­νου θα πρέ­πει να αναζητη­θεί και πάλι στις συγκε­κρι­μέ­νες τοπι­κές σπαρ­τια­τι­κές συν­θή­κες, και πρώτ’ απ’ όλα, όπως πιστεύ­ου­με, στο γεγο­νός ότι για να εφαρ­μο­στεί πραγ­μα­τι­κά ολό­κληρο το σύν­θε­το πρό­γραμ­μα της «νομο­θε­σί­ας του Λυκούρ­γου» ήταν απαραί­τητο ένα όργα­νο με τόσο καθο­λι­κό σχέ­διο όπως οι Έφο­ροι. Η σχε­δόν τυραν­νική παντο­δυ­να­μία των Εφό­ρων απο­τε­λού­σε μια ζωντα­νή έκφρα­ση, θα μπο­ρούσε να πει κανείς, μια προ­σω­πο­ποί­η­ση αυτού του «δεσπο­τι­σμού του νόμου» που, σύμ­φω­να με τον Ηρό­δο­το, βασί­λευε αδιαί­ρε­τα στην κλα­σι­κή Σπάρτη.

Είναι μάλ­λον δύσκο­λο να προσ­διο­ρι­στεί η φύση αυτού του ιδιό­μορ­φου κα­θεστώτος, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας τους γνω­στούς πολι­τι­κούς όρους. Σημειώ­νου­με ότι, ήδη από την Αρχαιό­τη­τα, δεν υπήρ­χε ομο­φω­νία για την εκτί­μη­ση του κρα­τικού συστή­μα­τος της Σπάρ­της. Σύμ­φω­να με τον Αρι­στο­τέ­λη ορι­σμέ­νοι συγ­γραφείς θεω­ρού­σαν το λακε­δαι­μο­νι­κό πολί­τευ­μα ως υπό­δειγ­μα δημο­κρα­τί­ας, ενώ άλλοι, αντί­θε­τα, ως παρά­δειγ­μα ολι­γαρ­χί­ας. Ο ίδιος ο Αρι­στο­τέ­λης έτει­νε να την θεω­ρεί ως μια ενδιά­με­ση ή μικτή μορ­φή δια­κυ­βέρ­νη­σης, η οποία συν­δύαζε στοι­χεία και των δύο πολι­τι­κών καθε­στώ­των. Το σύνταγ­μα της Σπάρ­της απο­τε­λεί γι’ αυτόν παρά­δειγ­μα «ενός όμορ­φου μίγ­μα­τος ολι­γαρ­χι­κού και δημο­κρα­τι­κού συστήματος».

Στα δημο­κρα­τι­κά στοι­χεία του σπαρ­τια­τι­κού πολι­τεύ­μα­τος ο Αρι­στο­τέ­λης περι­λαμ­βά­νει, πρώ­τον, την ισό­τη­τα στον τρό­πο ζωής όλων των Σπαρ­τια­τών χωρίς διά­κρι­ση του πλού­του και της κατα­γω­γής τους και, δεύ­τε­ρον, τη συμ­μετοχή του λαού στην εκλο­γή των σημα­ντι­κό­τε­ρων αξιω­μα­τού­χων: Γερου­σία και Έφοροι.

Όπως ανα­φέ­ρε­ται αλλού στο ίδιο έργο, ο λαός όχι μόνο παθη­τι­κά, αλλά και ενερ­γά συμ­με­τεί­χε στην εκλο­γή των Εφό­ρων, με απο­τέ­λε­σμα το σώμα συχνά να απο­τε­λεί­ται από ανθρώ­πους με πολύ μέτρια οικο­νο­μι­κά μέσα. Ο Αριστο­τέλης το θεω­ρεί αυτό ως ένα σοβα­ρό ελάτ­τω­μα του σπαρ­τια­τι­κού πολι­τι­κού συστή­μα­τος, σημειώ­νο­ντας ότι η φτώ­χεια έκα­νε τους Εφό­ρους πολύ άπλη­στους για δια­φθο­ρά, η οποία μπο­ρεί να έχει πολύ κατα­στρο­φι­κές συνέ­πειες για το κρά­τος. Επί­σης, η περί­φη­μη σπαρ­τια­τι­κή ισό­τη­τα ήταν, για το συγγρα­φέα των Πολι­τι­κών, μάλ­λον ένα δημα­γω­γι­κό καμου­φλάζ για να καλυ­φθούν οι βαθιές κοι­νω­νι­κές διαι­ρέ­σεις που έτρω­γαν την «κοι­νό­τη­τα των ίσων». Έτσι το κρά­τος, στο οποίο ο Αρι­στο­τέ­λης ήταν πρό­θυ­μος να δει το ιδα­νι­κό της συγ­χώνευσης αντί­θε­των πολι­τι­κών αρχών, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα απο­δει­κνύ­ε­ται ότι απέ­χει πολύ από αυτό το ιδα­νι­κό.[48]

Ωστό­σο, δεν πρέ­πει να ξεχνά­με ότι ο Αρι­στο­τέ­λης ανα­φέ­ρε­ται στη Σπάρ­τη σε μια επο­χή που βρι­σκό­ταν ήδη σε παρα­τε­τα­μέ­νη κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κή κρί­ση και στα­δια­κά παράκ­μα­ζε. Σύμ­φω­να με τον Αρι­στο­τέ­λη[49], η δρα­στι­κή μεί­ωση του αριθ­μού των πολι­τών με πλή­ρη δικαιώ­μα­τα, κατά χίλιους, ήταν βέ­βαιο ότι θα οδη­γού­σε σε απο­δυ­νά­μω­ση της δημο­κρα­τι­κής αρχής που ενυπήρ­χε στο σύνταγ­μά της. Στη Σπάρ­τη, ωστό­σο, δεν ήταν πάντα έτσι. Σίγου­ρα εί­χε γνω­ρί­σει και καλύ­τε­ρες επο­χές. Η Σπάρ­τη της επο­χής των Ελλη­νο­περ­σι­κών Πολέ­μων, η οποία ήταν, σύμ­φω­να με τον Ηρό­δο­το (VII, 234), «πόλις αν- δρών οκτα­κι­σχι­λί­ων μάλι­στα», ήταν ένα εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κό κρά­τος που δεν έμοια­ζε στη Σπάρ­τη του 4ου αιώνα.

Με του­λά­χι­στον 8.000 άνδρες και συμπί­πτο­ντας σχε­δόν με την πολιτοφυ­λακή, η Απέλ­λα ήταν αναμ­φί­βο­λα μια τρο­με­ρή πολι­τι­κή δύνα­μη, ικα­νή να επι­βάλλει κάθε πρό­σω­πο που της ήταν αρε­στό.[50] Οι δικα­στές, και κυρί­ως οι Έφο­ροι, εκλεγ­μέ­νοι από το λαό και με μια στα­θε­ρά καθο­ρι­σμέ­νη θητεία, ασκού­σαν στο λαό συνε­χή ψυχο­λο­γι­κή πίε­ση και ως εκ τού­του έπρε­πε να ακολου­θήσουν μια πολι­τι­κή αρχών προς το συμ­φέ­ρον του κρά­τους στο σύνο­λό του, αν και μεμο­νω­μέ­νες περι­πτώ­σεις δια­φθο­ράς, φυσι­κά, δεν ήταν ασυ­νή­θι­στες ούτε εκεί­νη την εποχή.

Όλα αυτά θα πρέ­πει να μας «υπο­ψιά­σουν» ώστε να μη μετα­φέ­ρου­με αυτό­ματα τις μαρ­τυ­ρί­ες σχε­τι­κά ύστε­ρων συγ­γρα­φέ­ων, όπως ο Αρι­στο­τέ­λης, στην εσω­τε­ρι­κή πολι­τι­κή ζωή της Σπάρ­της, την επο­χή της υψη­λό­τε­ρης ανό­δου της δύνα­μής της (αυτό είναι, κατά τη γνώ­μη μας, το κύριο λάθος εκεί­νων που βλέ­πουν τη Σπάρ­τη ως πρό­τυ­πο ενός αμι­γώς ολι­γαρ­χι­κού κρά­τους).[51] Ακό­μα και αν υπο­θέ­σου­με ότι η εξω­τε­ρι­κή μορ­φή των σπαρ­τια­τι­κών κρα­τι­κών θεσμών δεν είχε υπο­στεί καμία σημα­ντι­κή αλλα­γή κατά τη διάρ­κεια αρκε­τών αιώ­νων κατά τους οποί­ους παρέ­μει­ναν στο στό­χα­στρο των Ελλή­νων ιστο­ρι­κών, θα ήταν μεθο­δο­λο­γι­κά εσφαλ­μέ­νο να αρνη­θού­με τη δυνα­τό­τη­τα εσω­τε­ρι­κής ανα­γέν­νη­σής τους σε συν­δυα­σμό με τη στα­δια­κή ανα­γέν­νη­ση της ίδιας της σπαρ­τια­τι­κής κοι­νω­νί­ας. Ως απο­τέ­λε­σμα αυτής της ανα­γέν­νη­σης, το κρά­τος της Σπάρ­της, που αρχι­κά φαι­νό­ταν να προ­σεγ­γί­ζει αυτό που οι αρχαί­οι απο­κα­λού­σαν «οπλι­κή πολι­τεία», εννο­ώ­ντας με αυτόν τον όρο μία από τις εκδο­χές της μετριο­πα­θούς δημο­κρα­τί­ας[52], θα μπο­ρού­σε με τον και­ρό να μετατρα­πεί σε μια πραγ­μα­τι­κή ολι­γαρ­χία.[53]

Οι κοι­νω­νι­κοί και πολι­τι­κοί θεσμοί της σπαρ­τια­τι­κής κοι­νω­νί­ας, στο σύνο­λό τους, απο­τε­λούν ένα μάλ­λον πολύ­πλο­κο σύστη­μα, στο οποίο παραδοσια­κά στοι­χεία, που ανά­γο­νται στο πιο μακρι­νό δωρι­κό παρελ­θόν, ήταν συνυ­φα­σμέ­να με μετα­γε­νέ­στε­ρες προσθήκες.

Πολ­λοί σπαρ­τια­τι­κοί θεσμοί, συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων των ήδη ανα­φερ­θέ­ντων όπως τα συσ­σί­τια, η διπλή βασι­λεία, η Γερου­σία κλπ., φέρουν τη σφρα­γίδα της βαθιάς αρχαϊ­κής επο­χής και θεω­ρού­νται απο­μει­νά­ρια κοι­νω­νι­κών δο­μών που εξα­φα­νί­στη­καν τυχαία. Αυτό έδω­σε αφορ­μή στο Γερ­μα­νό εθνογρά­φο G. Schurz να απο­κα­λέ­σει τη Σπάρ­τη «πραγ­μα­τι­κό μου­σείο αρχαί­ων, παγκο­σμί­ως εξα­φα­νι­σμέ­νων από τον πολι­τι­σμό θεσμών».[54] Ωστό­σο, με μια πιο προ­σε­κτι­κή εξέ­τα­ση, αυτό το «μου­σείο» εντυ­πω­σιά­ζει κάθε αμε­ρό­λη­πτο πα­ρατηρητή ως εντε­λώς αντι­συμ­βα­τι­κό, με ακρι­βώς εκεί­να τα χαρακτηριστι­κά και τις ιδιαι­τε­ρό­τη­τες που δεί­χνουν ότι η σπαρ­τια­τι­κή κοι­νω­νία απέ­χει πο­λύ από κάθε πρό­τυ­πο πρω­τό­γο­νης κοι­νω­νι­κής οργά­νω­σης. Μετα­ξύ των λεγά­μενων «πρω­τό­γο­νων κοι­νω­νιών» δε βρί­σκου­με καμία στην οποία η αυστη­ρή πει­θαρ­χία να επι­βάλ­λε­ται με τέτοια σιδε­ρέ­νια πυγ­μή και η πολι­τι­κή εσκεμ­μέ- νης απο­μό­νω­σης από τον έξω κόσμο να επι­βάλ­λε­ται τόσο αυστη­ρά, όπως συ- νέβαι­νε στη Σπάρτη.

Ο υπερ­κο­ρε­σμός του κοι­νω­νι­κού καθε­στώ­τος της Σπάρ­της με απο­μει­νά­ρια αρχαϊ­κών φυλε­τι­κών θεσμών δεν πρέ­πει να μας απο­κρύ­ψει το πολύ ουσι­αστικό γεγο­νός ότι όλα αυτά τα παλ­λαϊ­κά ιδρύ­μα­τα εκτε­λού­σαν λει­τουρ­γί­ες που δεν ήταν καθό­λου της φύσης τους.[55] Έτσι, η περί­φη­μη σπαρ­τια­τι­κή «κρυ­πτεία» στην αρχι­κή της εκδο­χή ήταν πιθα­νό­τα­τα ένα είδος πρω­τό­γο­νων τελε­τών μύη­σης. Στην κλα­σι­κή Σπάρ­τη χρη­σι­μο­ποιού­νταν κυρί­ως ως μέσο επιτή­ρησης και τρό­μου ενα­ντί­ον των ειλώ­των.[56]

Παρό­μοιες μετα­μορ­φώ­σεις υπέ­στη­σαν η Αγέ­λη, τα συσ­σί­τια[57] και πιθανό­τατα πολ­λά άλλα στοι­χεία του «συστή­μα­τος του Λυκούρ­γου». Η προσαρμο­γή ολό­κλη­ρου αυτού του συμπλέγ­μα­τος πρω­τό­γο­νων εθί­μων στις ανά­γκες του δου­λο­κτη­τι­κού κρά­τους δε θα μπο­ρού­σε, φυσι­κά, να γίνει χωρίς ριζι­κή ρήξη και μετα­σχη­μα­τι­σμό των παρα­δο­σια­κών θεμε­λί­ων του σπαρ­τια­τι­κού κοινωνι­κού συστή­μα­τος. Σε αντί­θε­ση με την ευρέ­ως δια­δε­δο­μέ­νη άπο­ψη ότι αυτό το σύστη­μα παρέ­μει­νε αμε­τά­βλη­το από την επο­χή της δωρι­κής κατά­κτη­σης της Λακω­νί­ας[58], το «λυκούρ­γειο σύστη­μα» δεν ήταν απλώς μια «δεύ­τε­ρη έκδο­ση» του αρχαί­ου δωρι­κού κόσμου, μια συντη­ρη­μέ­νη φυλε­τι­κή κοι­νό­τη­τα κατα­κτη­τών, αλλά αναμ­φί­βο­λα περι­λάμ­βα­νε μια σει­ρά από θεμε­λιω­δώς νέα στοι­χεία. Η ίδια η στα­σι­μό­τη­τα της σπαρ­τια­τι­κής κοι­νω­νί­ας ήταν ένα φαι­νό­με­νο δευ­τε­ρεύ­ου­σας τάξης, που προ­κλή­θη­κε από σκό­πι­μη κρα­τι­κή παρέμ­βα­ση στη φυ­σική δια­δι­κα­σία της κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κής εξέ­λι­ξης. Προ­φα­νώς, το εμπό­διο της Νομο­θε­σί­ας του Λυκούρ­γου, που είχε σκό­πι­μα τεθεί στο δρό­μο αυτής της δια­δι­κα­σί­ας, φέρει σαφή σημά­δια εκπό­νη­σης μιας ορθο­λο­γι­κής, λογι­κής δομής.[59] Όλα αυτά υπο­δη­λώ­νουν ανα­πό­φευ­κτα ένα ιστο­ρι­κό άλμα, μια απότο­μη μετά­βα­ση, από μια ποιό­τη­τα σε μια άλλη.

Στην αρχαία ιστο­ριο­γρα­φία ολό­κλη­ρη η πρώ­ι­μη ιστο­ρία της Σπάρ­της (πριν τους Περ­σι­κούς Πολέ­μους) χωρι­ζό­ταν σε δύο κύριες φάσεις: Την περί­ο­δο της ανα­τα­ρα­χής και της «ανο­μί­ας» (ανο­μία ή κακο­νο­μία) και την περί­ο­δο της «νο­μιμότητας» (ευνο­μία).[60] Η μετά­βα­ση από την «ανο­μία» στην «ευνο­μία» συ­νοδεύτηκε σύμ­φω­να με τον Πλού­ταρ­χο από ένα είδος πρα­ξι­κο­πή­μα­τος, στο οποίο ο ίδιος ο νομο­θέ­της συμ­με­τεί­χε ενερ­γά, μαζί με μια μικρή ομά­δα υπο­στη­ρι­κτών. Οι Ευρω­παί­οι ιστο­ρι­κοί του 19ου και των αρχών του 20ού αιώ­να, έχο­ντας αμφι­σβη­τή­σει την ιστο­ρι­κή υπό­στα­ση του ίδιου του Λυκούρ­γου, ήταν φυσι­κό να απορ­ρί­ψουν την ιδέα του πρα­ξι­κο­πή­μα­τος. Οι περισ­σό­τε­ρες μελέ­τες για την περί­ο­δο αυτήν παρου­σιά­ζουν το σχη­μα­τι­σμό «του λυκούρ­γειου συστή­μα­τος» ως απο­τέ­λε­σμα αυθόρ­μη­της εξέ­λι­ξης της ίδιας της σπαρτια­τικής κοι­νω­νί­ας, που εκφρά­στη­κε με τη στα­δια­κή προ­σαρ­μο­γή της στο κλί­μα του χρό­νιου στρα­τιω­τι­κού κιν­δύ­νου στον οποίο βρέ­θη­καν οι Δωριείς άποι­κοι της κοι­λά­δας του Ευρώ­τα αμέ­σως μετά από την άφι­ξή τους στη χώρα αυτήν. Πίστευαν ότι η δια­δι­κα­σία αυτή είχε ολο­κλη­ρω­θεί σε μεγά­λο βαθ­μό περί­που στα μέσα του 8ου αιώ­να, και στην επό­με­νη περί­ο­δο της ιστο­ρί­ας της, την επο­χή των Μεσ­ση­νια­κών Πολέ­μων, η Σπάρ­τη εισήλ­θε ήδη σε ένα πλή­ρως δια­μορφωμένο κρά­τος με όλες τις ιδιαι­τε­ρό­τη­τές του, που παρέ­μει­ναν ακό­μη και σε μετα­γε­νέ­στε­ρους χρό­νους.[61]

Ωστό­σο, ήδη από τις αρχές του 20ού αιώ­να περι­ήλ­θαν σε γνώ­ση μας ορι­σμένα νέα γεγο­νό­τα, τα οποία έκα­ναν πολ­λούς να αμφι­σβη­τή­σουν την εγκυ­ρό­τη­τα αυτού του ισχυ­ρι­σμού και, ως ένα βαθ­μό, απο­κα­τέ­στη­σαν τον αρχαίο μύθο της «νομο­θε­σί­ας του Λυκούρ­γου», αν και τώρα, χωρίς τον ίδιο τον Λυ­κούργο. Το άμε­σο έναυ­σμα για την ανα­θε­ώ­ρη­ση της επι­κρα­τού­σας, στην επι­στήμη, άπο­ψης για τα αρχαία στά­δια της ιστο­ρί­ας της Σπάρ­της δόθη­κε από τις συγκλο­νι­στι­κές ανα­κα­λύ­ψεις που έκα­νε το 1906 έως το 1910 η βρε­τα­νι­κή αρχαιο­λο­γι­κή απο­στο­λή με επι­κε­φα­λής τον Ντό­κινς κατά τη διάρ­κεια ανα­σκα­φών στο αρχαϊ­κό ιερό της Όρθιας Αρτέ­μι­δος, έναν από τους παλαιό­τε­ρους σπαρ­τια­τι­κούς ναούς. Οι ανα­σκα­φές αυτές απο­κά­λυ­ψαν μεγά­λο αριθ­μό τοπι­κών καλ­λι­τε­χνι­κών έργων, λακω­νι­κής κατα­σκευ­ής, που χρο­νο­λο­γού­νται κυρί­ως από τον 7ο-6ο αιώ­να. Τα ευρή­μα­τα των Βρε­τα­νών αρχαιο­λό­γων περι­λάμβαναν εξαι­ρε­τι­κά δείγ­μα­τα ζωγρα­φι­σμέ­νης κερα­μι­κής, που δεν υστερού­σαν πολύ από τα καλύ­τε­ρα έργα των Κορίν­θιων και Αθη­ναί­ων της ίδιας περιό­δου, μονα­δι­κές μάσκες από τερα­κό­τα, που δε συνα­ντώ­νται αλλού, αντι­κεί­με­να από πολύ­τι­μα υλι­κά όπως χρυ­σό, κεχρι­μπά­ρι και ελε­φα­ντό­δο­ντο.[62] Όλο αυτό το υλι­κό κατέ­δει­ξε σαφώς ότι η αρχαϊ­κή Σπάρ­τη θα μπο­ρού­σε δικαί­ως να θε­ωρηθεί ως ένα από τα σημα­ντι­κό­τε­ρα κέντρα της καλ­λι­τε­χνι­κής χει­ρο­τε­χνί­ας στην Ελλά­δα της επο­χής εκεί­νης. Ταυ­τό­χρο­να, ήταν επί­σης σε πλή­ρη αντίθε­ση με την αντί­λη­ψη για τον αυστη­ρό και ασκη­τι­κό τρό­πο ζωής των Σπαρτια­τών και τη σχε­δόν πλή­ρη απο­μό­νω­ση του κρά­τους τους από τον υπό­λοι­πο κό­σμο. Υπάρ­χει μόνο ένας τρό­πος να εξη­γη­θεί αυτή η αντί­φα­ση, να υποθέσου­με ότι, την επο­χή που όλη αυτή η σπαρ­τια­τι­κή τέχνη ανθού­σε, ο ισο­πε­δω­τι­κός μηχα­νι­σμός της «νομο­θε­σί­ας του Λυκούρ­γου»[63] και η Σπάρ­τη ως «κανο­νι­κό αρχαϊ­κό κρά­τος» διέ­φε­ρε ελά­χι­στα από τις άλλες ελλη­νι­κές Πόλεις. Η ανά­πτυξη της λακω­νι­κής σχο­λής τέχνης έφτα­σε στο υψη­λό­τε­ρο σημείο της γύρω στα μέσα του 6ου αιώ­να.[64] Αργό­τε­ρα, γύρω στα μέσα του ίδιου αιώ­να ξεκι­νάει γρή­γο­ρα και ακα­νό­νι­στα η πτώ­ση. Η ποιό­τη­τα της χει­ρο­τε­χνί­ας μειώνε­ται αισθη­τά. Αντι­κεί­με­να ξένης προ­έ­λευ­σης εξα­φα­νί­ζο­νται εντε­λώς. Η Σπάρ­τη κλεί­νε­ται σαφώς στον εαυ­τό της και προ­φα­νώς μετα­τρέ­πε­ται σε ένα κρά­τος — φυλα­κή, όπως την γνώ­ρι­σαν οι ιστο­ρι­κοί του 5ου-4ου αιώνα.

Η αρχαία ιστο­ρι­κή παρά­δο­ση δεν κατα­γρά­φει ούτε μία σημα­ντι­κή αλλα­γή στην εσω­τε­ρι­κή ζωή της Σπάρ­της που να μπο­ρεί να απο­δο­θεί με βεβαιότη­τα στα μέσα του 6ου αιώ­να. Εξάλ­λου, σύμ­φω­να με τον κατη­γο­ρη­μα­τι­κό ισχυ­ρισμό του Θου­κυ­δί­δη, κατά τη διάρ­κεια των τεσ­σά­ρων αιώ­νων που προη­γή­θη­καν του ξεσπά­σμα­τος του Πελο­πον­νη­σια­κού Πολέ­μου, το πολί­τευ­μα της Σπάρ­της δεν υπέ­στη καμία απο­λύ­τως αλλα­γή. Τα αρχαιο­λο­γι­κά ευρή­μα­τα έρ­χονται σαφώς σε αντί­θε­ση με τα στοι­χεία από τις γρα­πτές πηγές. Είναι πιθα­νό ότι η από­λυ­τη σιω­πή των αρχαί­ων ιστο­ρι­κών για τα γεγο­νό­τα του 6ου αιώ­να μπο­ρεί να εξη­γη­θεί από το γεγο­νός ότι, μην έχο­ντας επαρ­κείς πλη­ρο­φο­ρί­ες για την εσω­τε­ρι­κή κατά­στα­ση του σπαρ­τια­τι­κού κρά­τους σε μια τόσο πρώ­ι­μη περί­ο­δο, απλώς παρέ­βλε­ψαν μια ανα­τρο­πή, εξαι­ρε­τι­κά σημα­ντι­κή ως προς τις συνέ­πειές της, η οποία άλλα­ξε ανε­πα­νόρ­θω­τα όχι μόνο ολό­κλη­ρη τη ζωή των Σπαρ­τια­τών, αλλά και την ψυχο­λο­γία και τον τρό­πο σκέ­ψης τους.

Η ιδέα της άμε­σης συσχέ­τι­σης μετα­ξύ της παρακ­μής της σπαρ­τια­τι­κής τέ­χνης και της εγκα­θί­δρυ­σης του «συστή­μα­τος του Λυκούρ­γου» διατυπώθη­κε για πρώ­τη φορά από τον Άγγλο ιστο­ρι­κό G. Dickins, ήδη από το 1912.[65] Η υπό­θε­ση αυτή έτυ­χε μεγά­λης υπο­στή­ρι­ξης μετα­ξύ επι­στη­μό­νων διαφορετι­κών χωρών και την συμ­με­ρί­ζο­νται πλέ­ον οι περισ­σό­τε­ροι ειδι­κοί στην ιστο­ρία της Σπάρ­της.[66] Συνο­ψί­ζο­ντας όλα όσα έχουν γρα­φτεί μέχρι σήμε­ρα για το πρό­βλη­μα του πρα­ξι­κο­πή­μα­τος του 6ου αιώ­να, μπο­ρού­με να παρου­σιά­σου­με ως εξής την εξέ­λι­ξη των γεγο­νό­των κατά την κρί­σι­μη αυτή περί­ο­δο της ιστο­ρίας του σπαρ­τια­τι­κού κράτους:

Σχε­δόν όλοι οι συγ­γρα­φείς που υπο­στη­ρί­ζουν την εκδο­χή του πραξικοπήμα­τος ανα­γνω­ρί­ζουν ως σημα­ντι­κό­τε­ρη καμπή στην πρώ­ι­μη ιστο­ρία της Σπάρ­της το ΕΓ Μεσ­ση­νια­κό Πόλε­μο. Μετά από την κατά­κτη­ση της Μεσ­ση­νί­ας, η Σπάρ­τη βρέ­θη­κε αντι­μέ­τω­πη με μια εξαι­ρε­τι­κά πιε­σμέ­νη κατά­στα­ση που απει­λού­σε με κοι­νω­νι­κή κατα­στρο­φή. Περι­κυ­κλω­μέ­νοι απ’ όλες τις πλευ­ρές από την τερά­στια αριθ­μη­τι­κή υπε­ρο­χή δού­λων και εξαρ­τη­μέ­νου πλη­θυ­σμού, οι Σπαρ­τιά­τες ζού­σαν σε συνε­χή φόβο, περι­μέ­νο­ντας πάντα την εξέ­γερ­ση των ειλώ­των. Ταυ­τό­χρο­να, η ίδια η κοι­νω­νία των πολι­τών της Σπάρ­της δεν ήταν ενω­μέ­νη και υπέ­φε­ρε από εσω­τε­ρι­κές δια­μά­χες. Το ισχυ­ρό δημο­κρα­τι­κό κί­νημα που είχε κατα­λά­βει το σπαρ­τια­τι­κό κρά­τος, ήδη από τα χρό­νια των Μεσ­ση­νια­κών Πολέ­μων συνέ­χι­σε να ανα­πτύσ­σε­ται. Η αιχ­μή του δόρα­τος του κι­νήματος, όπως και σε άλλα μέρη της αρχαϊ­κής Ελλά­δας, ήταν προ­φα­νώς το αίτη­μα για καθο­λι­κή ισό­τη­τα, με το οποίο εννο­ού­σαν την εξί­σω­ση όλων των πολι­τών στα πολι­τι­κά και περιου­σια­κά τους δικαιώματα.

Η απά­ντη­ση σε αυτά τα αιτή­μα­τα ήταν μια σει­ρά μεταρ­ρυθ­μί­σε­ων που πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν στο πρώ­το μισό του 6ου αιώ­να, και οι οποί­ες πιθα­νώς έλη­ξαν γύρω στα μέσα του ίδιου αιώ­να.[67] Κεντρι­κή θέση μετα­ξύ αυτών των μεταρ­ρυθ­μί­σε­ων κατεί­χε η αγρο­τι­κή μεταρ­ρύθ­μι­ση που συνί­στα­το στη διαί­ρεση των κατα­κτη­μέ­νων μεσ­ση­νια­κών εδα­φών, στα οποία πιθα­νό­τα­τα προ- σαρ­τή­θη­κε και ένα μεγά­λο μέρος της καλ­λιερ­γή­σι­μης γης της Λακω­νί­ας, που βρι­σκό­ταν σε άμε­ση γειτ­νί­α­ση με τη Σπάρ­τη. Η γη που τεμα­χί­στη­κε σε ίσους κλή­ρους, μαζί με τους προ­σαρ­τη­μέ­νους σε αυτήν είλω­τες, απο­τέ­λε­σαν στη συ­νέχεια την κύρια υλι­κή βάση της σπαρ­τια­τι­κής «κοι­νό­τη­τας των ομοί­ων», από την οποία εξαρ­τιό­ταν η ίδια η ύπαρ­ξή της. Η δια­νο­μή της γης στη Μεσ­ση­νία και τη Λακω­νία διεύ­ρυ­νε σημα­ντι­κά τα όρια της κοι­νό­τη­τας προ­σελ­κύ­ο­ντας στις τάξεις της τους φτω­χούς και άπο­ρους Σπαρ­τιά­τες και, το σημα­ντι­κό­τε­ρο, έδω­σε τη δυνα­τό­τη­τα σε καθέ­ναν να ζήσει μια άνε­τη ζωή μέσω της υποδού­λωσης των ειλώ­των. Έτσι έγι­νε το πρώ­το βήμα προς τη μετα­τρο­πή του σπαρ­τιατικού δήμου σε μια κλει­στή τάξη επαγ­γελ­μα­τιών πολε­μι­στών-οπλι­τών[68] που, με τη δύνα­μη των όπλων, ασκού­σε την κυριαρ­χία της σε μια μάζα χιλιά­δων υπο­δου­λω­μέ­νων ανθρώπων.

Ταυ­τό­χρο­να με την αγρο­τι­κή μεταρ­ρύθ­μι­ση, ή ίσως λίγο αργό­τε­ρα, σχεδι­άστηκε και υλο­ποι­ή­θη­κε ένα εκτε­τα­μέ­νο πρό­γραμ­μα κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κών με­ταρρυθμίσεων με στό­χο την ανά­καμ­ψη και τον εκδη­μο­κρα­τι­σμό της σπαρτι­ατικής κοι­νω­νί­ας, με προ­φα­νή στό­χο τη μετα­τρο­πή ολό­κλη­ρου του κρά­τους σε ένα στρα­τό­πε­δο έτοι­μο να αντι­με­τω­πί­σει την απει­λή μιας εξέ­γερ­σης των ειλώ­των. Οι μεταρ­ρυθ­μί­σεις περι­λάμ­βα­ναν την καθιέ­ρω­ση των συσ­σι­τί­ων, την οργά­νω­ση της δημό­σιας εκπαί­δευ­σης των νέων, την καθιέ­ρω­ση συστη­ματικού ελέγ­χου της προ­σω­πι­κής ζωής και των οικο­νο­μι­κών δρα­στη­ριο­τή­των των Σπαρ­τια­τών, την εισα­γω­γή σιδε­ρέ­νιου νομί­σμα­τος σε αντι­κα­τά­στα­ση του κοι­νού αργυ­ρού νομί­σμα­τος και άλλα μέτρα, που συν­θέ­τουν τους λεγά­με­νους «Νόμους του Λυκούρ­γου».[69]

Είναι πιθα­νό ότι η άνο­δος του σώμα­τος των Εφό­ρων, το οποίο μέχρι τα μέ­σα του 6ου αιώ­να δεν είχε λάβει ενερ­γό μέρος στη δια­κυ­βέρ­νη­ση του κρά­τους, συν­δέ­ε­ται άμε­σα με αυτά τα γεγο­νό­τα. Ο πρώ­τος που «έδε­σε τους Εφό­ρους στον ίδιο ιμά­ντα με τους βασι­λείς» και, προ­φα­νώς, δρο­μο­λό­γη­σε τη μετέ­πει­τα δύνα­μη και επιρ­ροή τους ήταν ο σοφός Χίλων,[70] [71] ο οποί­ος ανέ­λα­βε ο ίδιος το αξί­ω­μα το 556/551.

Είτε ο συντά­κτης των νόμων του Λυκούρ­γου ήταν αρι­στο­κρά­της είτε μέ­λος του λαού, η αντια­ρι­στο­κρα­τι­κή τους τάση είναι αδιαμ­φι­σβή­τη­τη. Ο τρό­πος ζωής του δήμου, οι συνή­θειες και οι προ­τι­μή­σεις του είχαν απο­κτή­σει στη Σπάρ­τη ισχύ νόμου. Η αρι­στο­κρα­τία, αν και προ­φα­νώς δια­τη­ρού­σε κάποια από τα προ­νό­μιά της, ισο­πε­δώ­θη­κε και δια­λύ­θη­κε ανά­με­σα στη μάζα των πο­λιτών, ώστε οι ιστο­ρι­κοί συχνά ανα­ρω­τιού­νται: «Υπήρ­ξε ποτέ εδώ;»  Έχει ήδη ανα­φερ­θεί ότι το κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κό σύστη­μα που δια­μορ­φώ­θη­κε στη Σπάρ­τη, ως απο­τέ­λε­σμα του πρα­ξι­κο­πή­μα­τος του 6ου αιώ­να, θυμί­ζει σε ορι­σμέ­να από τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά του την «οπλι­κή πολι­τεία» ή εκεί­νη την παραλ­λα­γή της αγρο­τι­κής δημο­κρα­τί­ας που προ­έ­κυ­ψε στην Αθή­να μετά από τις μεταρ­ρυθμίσεις του Σόλω­να και του Κλει­σθέ­νη.[72] Ωστό­σο, σε αντί­θε­ση με την Αθή­να, η περαι­τέ­ρω ανά­πτυ­ξη της δημο­κρα­τί­ας στη Σπάρ­τη απο­δεί­χτη­κε αδύνα­τη, διό­τι με την εγκα­θί­δρυ­ση του «πολι­τεύ­μα­τος του Λυκούρ­γου» η ανάπτυ­ξη των εμπο­ρευ­μα­τι­κών-χρη­μα­τι­κών σχέ­σε­ων επι­βρα­δύν­θη­κε από­το­μα και το εμπο­ρι­κό-χει­ρο­τε­χνι­κό στρώ­μα που είχε αρχί­σει να σχη­μα­τί­ζε­ται αποκλεί­στηκε ορι­στι­κά από την πολι­τι­κή ζωή του κρά­τους. Η συνει­δη­τή καλ­λιέρ­γεια της γεωρ­γί­ας με πρω­τό­γο­νο, φυσι­κό τρό­πο μετέ­τρε­ψε γρή­γο­ρα τη Σπάρ­τη σε ένα από τα πιο καθυ­στε­ρη­μέ­να οικο­νο­μι­κά κρά­τη της Ελλά­δας. Και οι απαρ­χές της δημο­κρα­τί­ας που είχαν τεθεί από τις μεταρ­ρυθ­μί­σεις του 6ου αιώ­να, σε συν­θή­κες χρό­νιας στρα­το­κρα­τί­ας και αυστη­ρής πει­θαρ­χί­ας, γνω­στά χαρα­κτηριστικά της Σπάρ­της του 5ου και 4ου αιώ­να, δεν μπό­ρε­σαν να ξεδιπλω­θούν πλή­ρως και τελι­κά, υπό τις συν­θή­κες της προ­ο­δευ­τι­κά οικο­νο­μι­κής υπο­βάθ­μι­σης της άρχου­σας τάξης, ήταν κατα­δι­κα­σμέ­νες σε στα­δια­κή εξαφάνιση.

Συνο­ψί­ζο­ντας: Μετα­ξύ των άλλων ελλη­νι­κών κρα­τών, η Σπάρ­τη κατέ­χει αναμ­φί­βο­λα μια πολύ ιδιαί­τε­ρη και μονα­δι­κή θέση. Κατά μία έννοια αποτε­λεί μια ανω­μα­λία, μια εξαί­ρε­ση από το γενι­κό κανό­να της ελλη­νι­κής ιστορί­ας. Ωστό­σο, η ιδιαι­τε­ρό­τη­τα δεν είναι ότι η Σπάρ­τη ήταν ο φορέ­ας, στη σφαί­ρα της εξά­πλω­σης του αρχαί­ου πολι­τι­σμού, κάποιας οικο­νο­μι­κής τάξης ή εί­δους πολι­τι­σμού,[73] αλλά αντί­θε­τα, ότι ορι­σμέ­να από τα βασι­κά χαρακτηριστι­κά του συστή­μα­τος της Πόλε­ως εκδη­λώ­θη­καν εδώ με ιδιαί­τε­ρη δύνα­μη και πλη­ρό­τη­τα.[74]

Σε αντί­θε­ση με τη δημο­κρα­τι­κή Αθή­να, με το σύστη­μα των λει­τουρ­γιών, των επι­δο­μά­των και των αμει­βό­με­νων θέσε­ων, που απο­σκο­πού­σε στην εξο­μάλυνση των κοι­νω­νι­κών αντι­θέ­σε­ων που διά­βρω­ναν την Πόλιν εκ των έσω, με έσο­δα, είτε μέσω των συμ­μα­χι­κών φόρων είτε μέσω της επι­βο­λής φορολο­γίας της ιδιο­κτη­σί­ας στις ανώ­τε­ρες τάξεις (στην ουσία επρό­κει­το για μια προ­σπάθεια να οργα­νω­θεί μια περί­που ίση κατα­νο­μή των κρα­τι­κών εσό­δων με­ταξύ όλων των πολι­τών), η Σπάρ­τη επέ­λε­ξε έναν άλλο, φαι­νο­με­νι­κά απλού­στε­ρο και ευκο­λό­τε­ρο τρό­πο[75] για να καθιε­ρώ­σει την αρχή της «κοι­νής ατομι­κής ιδιο­κτη­σί­ας», καθιε­ρώ­νο­ντας ένα σύστη­μα άμε­σου ελέγ­χου της καθημε­ρινής ζωής των πολι­τών, με πρώ­το και κύριο την κατα­νά­λω­ση των προ­ϊ­ό­ντων της εργα­σί­ας των υπό­δου­λων ειλώτων.

Σε μια καθυ­στε­ρη­μέ­νη οικο­νο­μία, υπό τη διαρ­κή απει­λή εξέ­γερ­σης από ένα σκλα­βω­μέ­νο πλη­θυ­σμό που ήταν πολ­λα­πλά­σιος σε αριθ­μό από τους ίδιους τους Σπαρ­τιά­τες, το σύστη­μα αυτό ήταν ο απλού­στε­ρος και πιο ορθο­λο­γι­κός τρό­πος για την εδραί­ω­ση της κοι­νό­τη­τας των πολι­τών, αν και οδή­γη­σε στην απο­στέ­ω­ση ολό­κλη­ρης της κοι­νω­νι­κής ζωής της Σπάρ­της και την πλή­ρη απο­μόνωση από τον έξω κόσμο, με απο­τέ­λε­σμα τη ραγδαία πολι­τι­στι­κή παρακ­μή και τον πνευ­μα­τι­κό εκφυ­λι­σμό. Σε σύγκρι­ση με την Αθή­να, η Σπάρ­τη της κλα­σι­κής περιό­δου αντι­προ­σω­πεύ­ει ένα μάλ­λον πρω­τό­γο­νο τύπο Πόλε­ως. Αλ­λά η καθυ­στέ­ρη­ση της Σπάρ­της δεν πρέ­πει να μεγε­θύ­νε­ται.[76] Σε μια πολύ ιδιό­μορφη και μονό­πλευ­ρη μορ­φή, το σύστη­μα της Πόλε­ως έφτα­σε εδώ σε αρκε­τά υψη­λό βαθ­μό ανά­πτυ­ξης, απο­δει­κνύ­ο­ντας τη στρα­τιω­τι­κή και πολι­τι­κή του απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα τόσο στους Ελλη­νο­περ­σι­κούς Πολέ­μους όσο και κατά τη διάρ­κεια του Πελο­πον­νη­σια­κού Πολέ­μου, που τελεί­ω­σε με την εγκαθίδρυ­ση της ηγε­μο­νί­ας της Σπάρ­της στο μεγα­λύ­τε­ρο μέρος του ελλη­νι­κού κόσμου.

______________________

1.0 όρος «Πόλις» αφο­ρά τη μορ­φή πολι­τι­κής οργά­νω­σης και ο όρος «πόλη» τις οικι­στι­κές λειτουργίες.
Βλ. Προ­λο­γι­κό Σημεί­ω­μα της παρού­σας έκδο­σης, υπο­σημ. 2

[2]        Απ’ όσα γνω­ρί­ζου­με μέχρι τώρα για τη Σπάρ­τη, η απο­μό­νω­σή της από τον έξω κόσμο ήταν σε με­γάλο βαθ­μό το απο­τέ­λε­σμα μιας σκό­πι­μης απο­μο­νω­τι­κής πολιτικής.

[3]          Ε. Ν. Tigerstedt, The legend of Sparta in classical antiquity, Stockholm, 1965–1974, Vol. I, Π.

[4]        J. Bisinger, Der Agrarstaat in Platons Gesetzen, Λει­ψία, 1925, σελ. 115. E. Barker, The political thought of Plato and Aristotle, 1959, σελ. 202. B. Borecky, The Socio-Economic Foundations of the Greek Polis and Plato’s Law-State, Eirene, 1964, σελ. 93.

  1. N. Tigerstedt, ό.π., σελ. 274.

[5]          Ε. Rawson, The Spartan Tradition in European Thought, Oxford, 1969.

[6]          K. Muller, O. Die Dorier, Breslau, 1824.

[7]        Βλ. την κρι­τι­κή αυτής της «θεω­ρί­ας» στο Σ. Ν. Λού­ριε, Περί της φασι­στι­κής εξι­δα­νί­κευ­σης του αστυ- νομο­κρα­τού­με­νου καθε­στώ­τος της αρχαί­ας Σπάρτης.

Ε. Will, Doriens et Ioniens, 1956.

  1. Oliva, Sparta and her Social Problems, 1971, σελ. 10.

[8]        G. Grote, A History of Greece, 1869, vol. II, σελ. 342. N. D. Fustel de Coulanges, Etude sur la propriete a Sparte, 1880. Ed. Meyer, Geschichte des Altertums, Stuttgart, 1937, σελ. 259. V. Ehrenberg, Spartiaten und Lakedaimonier, Hermes, 1924. G. Glotz, R. Cohen, Histoire Grecque, 1925, σελ. 300. Μια πολύ ολο­κλη­ρω­μέ­νη παρου­σί­α­ση τόσο της παλιάς όσο και της νέας βιβλιο­γρα­φί­ας για όλα τα κύρια προ­βλήματα της σπαρ­τια­τι­κής ιστο­ρί­ας γίνε­ται από τον Ρ. Oliva στο προ­α­να­φερ­θέν βιβλίο.

[9]        Μ. Ρ. Nilsson, Die Grundlagen des spartanischen Lebens, Klio, 1912. J. G. Frazer, The Golden Bough. H. Jeanmaire, Couroi el Courites, Lille, 1939, σελ. 463.

[10]         K. Muller, O. Die Dorier, Breslau, 1824.

[11]     U. Wilamowitz-Mollendorff, Homerische Untersuchungen, 1884. Ed. Meyer, Forschungen zur alten Geschichte, Halle, 1892. J. Beloch, Griechische Geschichte, 1913, σελ. 253.

[12]     H. Bengtson, Griechische Geschichte, Miinchen, 1969, σελ. 115. A. H. Jones, Sparta, Oxford, 1967, σελ. 7. A. Toynbee, Some Problems of Greek History, Oxford, 1909, σελ. 274. P. Oliva, Sparta and her Social Problems, 1971, σελ. 63.

[13]     Η. Τ. Wade-Grey, The growth of the Dorian States, 1925, σελ. 538. Παρό­μοιες δια­τυ­πώ­σεις χρησι­μοποιούνται από πολ­λούς Σοβιε­τι­κούς συγ­γρα­φείς. Βλ. Σ. Γ. Λού­ριε, Ιστο­ρία της Ελλά­δας, Λένιν­γκραντ, 1940, τόμ. Ι,σελ 165.

  1. A. Τιου­με­νιεφ, Ιστο­ρία των αρχαί­ων δου­λο­κτη­τι­κών κοι­νω­νιών, Μόσχα, Λένιν­γκραντ, 1935, σελ.
  2. Ν. Π. Καλ­λί­στοφ, Σπάρ­τη, Σοβιε­τι­κή Ιστο­ρι­κή Εγκυ­κλο­παί­δεια, τόμ. 13, σελ. 734.

[14]         R. Cohen, La Grice et l ‘Hellenisation du monde antique, 1934, σελ. 92.

[15]     R. Pohlmann, Geschichte der sozialen Frage anddes Sozialismus in der antiken Welt, Miinchen, 1912, σελ. 59.

[16] Κ. R. Popper, The Open Society and its Enemies, σελ. 173,182.

17.0 όρος «Πόλις» χρη­σι­μο­ποιεί­ται συνε­χώς σε σχέ­ση με τη Σπάρ­τη στα γρα­πτά των αρχαί­ων συγ­γραφέων. Ιδιαί­τε­ρο ενδια­φέ­ρον σε αυτό το πλαί­σιο παρου­σιά­ζει ένα σημείο στην Αρχαιο­λο­γία του Θου­κυδίδη (1,10,2), όπου η Σπάρ­τη ορί­ζε­ται ως «Πόλις που δεν είχε συνοι­κι­στεί ως πόλη» με τους πολί­τες της να ζουν σύμ­φω­να με το αρχαίο ελλη­νι­κό έθι­μο σε χωριά. Με τον τρό­πο αυτόν ο ιστο­ρι­κός καθι­στά σαφές ότι το κύριο χαρα­κτη­ρι­στι­κό μιας Πόλε­ως είναι γι’ αυτόν η ύπαρ­ξη μιας αστι­κής κοι­νό­τη­τας που μπο­ρεί να υπάρ­χει ακό­μη και ελλεί­ψει ενός ενιαί­ου αστι­κού κέντρου.

[18]     V. Ehrenberg, Veugronder des Staates, Miinchen, 1925, σελ. 22. Σε κάποιο βαθ­μό η δήλω­ση του Ehrenberg μπο­ρεί να δικαιο­λο­γη­θεί ως αντί­δρα­ση στον υπερ­βο­λι­κό έπαι­νο της Σπάρ­της στη γερ­μα­νι­κή λογο­τε­χνία στις αρχές του 20ού αιώ­να. Σε ορι­σμέ­να έργα αυτής της περιό­δου είναι η Σπάρ­τη που ανα­κη- ρύσ­σε­ται ως «η αλη­θι­νή και πιο ζωντα­νή ενσάρ­κω­ση της ουσί­ας της Πόλε­ως». Βλ. J. Kaerst, Geschichte des Ηellenismus, Leipzig, Berlin, 1917, σελ. 14. U. Kahrstedt, Griechische Staatsrecht, Gottingen, 1922.

[19]     F. E. Adcock, The Growth of the Greek City-State, C AH, 1925, σελ. 691. E. Kirsten, Die griechische Polis als historisch-geographisches Problem des Mittelmeerraumes, Bonn, 1956, σελ. 103.

[20]     V. Ehrenberg, When did the Polis rise?, 1937, σελ. 93. N. G. L. Hammond, The Classical Age of Greece, 1975, σελ. 15.

21.0. Β. Κου­ντριά­τσεφ, Οι ελλη­νι­κές επαρ­χί­ες στη Βαλ­κα­νι­κή Χερ­σό­νη­σο κατά­το II αιώ­να, 1954, σελ. 6. Ε. Μ. Στά­γιερ­μαν, «Η αρχαία κοι­νω­νία. Εκσυγ­χρο­νι­σμός της ιστο­ρί­ας και ιστο­ρι­κές ανα­λο­γί­ες», στο Προ­βλή­μα­τα της ιστο­ρί­ας των προ­κα­πι­τα­λι­στι­κών κοι­νω­νιών, Μόσχα, 1968,τόμ. Ι,σελ. 653.

[22]          Κ. Μαρξ, Φρ.Ένγκελς, Η Γερ­μα­νι­κή Ιδε­ο­λο­γία, εκδ. Gutenberg, τόμ. 1, σελ. 63.

[23]     Στο μετα­γε­νέ­στε­ρο έργο του Μορ­φές που προη­γού­νται της καπι­τα­λι­στι­κής παρα­γω­γής ο Κ. Μαρξ ανα­πτύσ­σει το περιε­χό­με­νο αυτής της έννοιας, εφι­στώ­ντας την προ­σο­χή στο γεγο­νός ότι στην αρχαία κοι­νω­νία η ιδιο­κτη­σία συνή­θως εμφα­νί­ζε­ται σε διτ­τή μορ­φή ‑ως κρα­τι­κή ιδιο­κτη­σία και, στο πλάι της, ως ιδιω­τι­κή ιδιο­κτη­σία- αλλά έτσι που η τελευ­ταία καθο­ρί­ζε­ται από την πρώ­τη, δυνά­μει του οποί­ου μό­νο ένας πολί­της του κρά­τους είναι και οφεί­λει να είναι ιδιο­κτή­της. Έτσι, για τον Κ. Μαρξ, η άμε­ση δη­μόσια ιδιο­κτη­σία της γης, παρά­δειγ­μα της οποί­ας είναι ο ρωμαϊ­κός ager publicus, υπήρ­ξε, όπως φαίνε­ται, μια ειδι­κή περί­πτω­ση της αρχαί­ας μορ­φής της ιδιο­κτη­σί­ας. Ωστό­σο, η διτ­τή φύση της ιδιο­κτη­σί­ας στην Αρχαιό­τη­τα δεν εκδη­λω­νό­ταν μόνο στο γεγο­νός ότι μόνο ένας ολο­κλη­ρω­μέ­νος πολί­της μπο­ρού­σε να θεω­ρη­θεί πραγ­μα­τι­κός ιδιο­κτή­της, αλλά κι επει­δή το κρά­τος υπεν­θύ­μι­ζε συνε­χώς το υπέρ­τα­το δικαί­ωμά του να ελέγ­χει την ιδιω­τι­κή ιδιο­κτη­σία επι­βάλ­λο­ντας διά­φο­ρα περιο­ρι­στι­κά μέτρα, όπως λειτουργί­ες ή νόμους κατά του πλου­τι­σμού, με απώ­τε­ρο σκο­πό να εξο­μα­λύ­νει την ανι­σό­τη­τα στην ιδιο­κτη­σία με­ταξύ όλης της κοι­νό­τη­τας των ομοίων.

[24]     Η συνέ­χεια της Πόλε­ως με την πρω­τό­γο­νη κοι­νό­τη­τα δε σημαί­νει, βέβαια, ότι ήταν ένα απλό εκ­μαγείο της τελευ­ταί­ας. Η μετά­βα­ση από το ένα στά­διο στο άλλο δεν ήταν δυνα­τή χωρίς ριζι­κή ρήξη με τις παρα­δο­σια­κές κοι­νω­νι­κές δομές.

[25]     Ακο­λου­θώ­ντας την αρχαία παρά­δο­ση που δια­σώ­ζε­ται από τον Παυ­σα­νία (III, 2), θα πρέ­πει να φα­νταζόμαστε την κατά­κτη­ση της Λακω­νί­ας ως μια μακρά και πολύ­πλο­κη δια­δι­κα­σία που τελεί­ω­σε μόνο γύρω στα μεσά­του 8ου αιώ­να (βλ. C. Μ. Τ. Chrimes, Ancient Sparta, Manchester 1949, σελ. 280). Η ορι­στική εγκα­θί­δρυ­ση του καθε­στώ­τος της ειλω­τεί­ας στις κατα­κτη μένες από τη Σπάρ­τη περιο­χές της Λακω­νίας και Μεσ­ση­νί­ας προ­φα­νώς θα πρέ­πει να χρο­νο­λο­γη­θεί σε ακό­μη μετα­γε­νέ­στε­ρη περί­ο­δο, όχι νωρί­τερα από το τέλος του 8ου αιώνα.

Βλ. Σ. Γ. Λού­ριε, Ιστο­ρία της Ελλά­δας, σελ. 173.

[26]     Στην επο­χή των Μεσ­ση­νια­κών Πολέ­μων ανα­φέ­ρε­ται η περί­ερ­γη ανα­φο­ρά του Αρι­στο­τέ­λη (με ανα­φο­ρά στον Τυρ­ταίο) για την ανα­τα­ρα­χή στη Σπάρ­τη που προ­κλή­θη­κε από τα αιτή­μα­τα για αναδιανο­μή της γης (Αρι­στο­τέ­λης, Πολι­τι­κά, V, 1,1306b).

[27]     Ορι­σμέ­νοι σύγ­χρο­νοι συγ­γρα­φείς θεω­ρούν ορθώς τη σπαρ­τια­τι­κή επέ­κτα­ση στη Μεσ­ση­νία ανά­λογη με το γενι­κό­τε­ρο ελλη­νι­κό αποι­κι­στι­κό ρεύμα.

[28]     Η ιδιό­τη­τα του είλω­τα δύσκο­λα μπο­ρεί να εξο­μοιω­θεί με τις συνή­θεις ιδιαι­τε­ρό­τη­τες των δού­λων. Ο ίδιος ο είλω­τας, η αγρο­τι­κή κινη­τή περιου­σία, η κτη­νο­τρο­φία και τα άλλα αγα­θά του αποτελού­σαν μια ενιαία οικο­νο­μι­κή μονά­δα που ανή­κε στο σπαρ­τια­τι­κό κρά­τος και, ως εκ τού­του, δεν υπό­κει­ται σε διαί­ρε­ση. Η ίδια αρχή απο­τέ­λε­σε τη βάση της νομο­θε­σί­ας της Γόρ­τυ­νας, η οποία καθο­ρί­ζει με σαφή­νεια τα ιδιο­κτη­σια­κά δικαιώ­μα­τα των Μινω­τών, μια κοι­νω­νι­κή κατη­γο­ρία από πολ­λές από­ψεις παρό­μοια με τους είλωτες.

[29]     Το 222 6.000 είλω­τες εξα­γο­ρά­στη­καν ταυ­τό­χρο­να για να ελευ­θε­ρω­θούν για πέντε αττι­κές μνες ο καθέ­νας (Πλού­ταρ­χος, Κλε­ο­μέ­νης, 23). Συνε­πώς, μπο­ρού­σαν να είχαν και χρήματα.

[30]           Βλ. Μύρων (TV, 106,2): «Και παρα­δό­ντες αυτοίς την χώραν μοί­ραν ην αυτοίς ανοίσουσιν.»

[31]     Η προ­σκόλ­λη­ση των ειλώ­των στους κλή­ρους των Σπαρ­τια­τών υπα­γο­ρεύ­τη­κε κυρί­ως από τις ανά­γκες της ίδιας της σπαρ­τια­τι­κής οικο­νο­μί­ας. Επι­πλέ­ον, μέτρα αυτού του είδους πρέ­πει να ήταν προς το συμ­φέ­ρον του σπαρ­τια­τι­κού κρά­τους, επει­δή διευ­κό­λυ­ναν τον έλεγ­χό του επί των πολ­λών χιλιά­δων μα­ζών σκλα­βω­μέ­νου πληθυσμού.

[32]     Στην Κρή­τη οι γάμοι του εξαρ­τη­μέ­νου πλη­θυ­σμού ανα­γνω­ρί­ζο­νταν από το νόμο και ρυθ­μί­ζο­νταν ισό­τι­μα με τους γάμους των ελεύ­θε­ρων. Βλ. I. F. Willels, Αρι­στο­κρα­τι­κή κοι­νω­νία στην Αρχαία Κρή­τη, 1955, σελ. 35.

[33]     Η ετή­σια κήρυ­ξη πολέ­μου στους είλω­τες που ανα­φέ­ρει ο Αρι­στο­τέ­λης υπο­δη­λώ­νει ότι οι Σπαρ­τιάτες αντι­λαμ­βά­νο­νταν τους δού­λους τους ως ένα είδος πολι­τι­κής κοι­νό­τη­τας ή ένα σύνο­λο τέτοιων κοινοτήτων.

[34]     Βλ. Στρά­βων, VIII, Ρ. 365 [τρό­πον (…) τινα δημο­σί­ους δού­λους]. Paus., Ill, 21,6: «δού­λοι του κοι­νού». Ο ορι­σμός αυτός γίνε­ται επί­σης απο­δε­κτός από πολ­λούς σύγ­χρο­νους ιστορικούς.

[35]     Το σύστη­μα αυτό, όπως το παρου­σιά­ζει ο Πλού­ταρ­χος (Άγης, 5,8) θα μπο­ρού­σε να προ­κύ­ψει μό­νο μετά από την τελι­κή κατά­κτη­ση της Μεσ­ση­νί­ας, δηλα­δή όχι πριν το τέλος του 7ου αιώ­να, διό­τι η πε­ριοχή της Λακω­νί­ας από μόνη της δε θα επαρ­κού­σε για να φιλο­ξε­νή­σει 9.000 αγρο­τε­μά­χια με από­δο­ση 82 μέδι­μνες κρι­θα­ριού το καθέ­να. Βλ. Ed. Meyer, Geschichte des Altertums, σελ. 273. U. Kahrstedt, Die spartanisch Agrarwirtschat, σελ. 279.

[36]     Η πρά­ξη της μετα­βί­βα­σης ενός οικο­πέ­δου σε ένα νεο­γέν­νη­το Σπαρ­τιά­τη, η οποία, σύμ­φω­να με τον Πλού­ταρ­χο γινό­ταν από τους πρε­σβύ­τε­ρους των φυλών, επι­λέ­γο­ντας ένα από τα 9.000 οικό­πε­δα, πιθανό­τατα είχε καθα­ρά συμ­βο­λι­κή σημα­σία. Το παι­δί πιθα­νό­τα­τα λάμ­βα­νε το κομ­μά­τι γης που ανή­κε ήδη στον πατέ­ρα του. Χαρα­κτη­ρι­στι­κά, ούτε ο Ξενο­φών, ούτε ο Αρι­στο­τέ­λης, όταν δίνουν διά­φο­ρα παραδείγμα­τα που μαρ­τυ­ρούν την κοι­νο­κτη­μο­σύ­νη μετα­ξύ των Σπαρ­τια­τών, δε λένε λέξη για τη γη που ανή­κει απευ­θείας στο κρά­τος. Από την άλλη πλευ­ρά, η παρα­χώ­ρη­ση γης στους απε­λευ­θε­ρω­μέ­νους είλω­τες και τους λεγά­με­νους «νεο­δα­μώ­δεις» (κοι­νω­νι­κή ομά­δα στην αρχαία Σπάρ­τη, την οποία απο­τε­λού­σαν είλω­τες που απε­λευ­θε­ρώ­θη­καν μετά από τη θητεία τους στο σπαρ­τια­τι­κό οπλι­κό στρα­τό) θα μπο­ρού­σε να συμ­βεί μό­νο αν η κρα­τι­κή γη ήταν εξο­λο­κλή­ρου μοι­ρα­σμέ­νη μετα­ξύ των πολιτών.

37.1. Μ. Ντια­κό­νοφ, «Για τη δομή της κοι­νω­νί­ας της Εγγύς Ανα­το­λής», Δελ­τίο Αρχαί­ας Ιστο­ρί­ας, 1968, αρ. 4, σελ. 32.

[38]     Η μεί­ω­ση του συνο­λι­κού αριθ­μού των Σπαρ­τια­τών, που σημειώ­νε­ται από πολ­λούς ιστο­ρι­κούς, πι­θανόν να άρχι­σε πολύ πριν την υιο­θέ­τη­ση της λεγά­με­νης «ρήτρας του Επτά­δη­μου». Για παρά­δειγ­μα, το 418ο αριθ­μός των Σπαρ­τια­τών πολι­τών με πλή­ρη δικαιώ­μα­τα ήταν το πολύ 4.000 σε σύγκρι­ση με 8.000 το 480 μ.Χ. (βλ. L. Ziehen, Das Spartanische Revolkerungsproblem, Hermes, 1933, σελ. 218, σημ. 1). Η έλλει­ψη πραγ­μα­τι­κής ισό­τη­τας μετα­ξύ των Σπαρ­τια­τών έχει επι­ση­μαν­θεί από πολ­λούς μελε­τη­τές, με­ταξύ των οποί­ων: Μ. I. Finley, Σπάρ­τη: Η χρή­ση και η κατά­χρη­ση της ιστο­ρί­ας, Ν. Υ., 1975, σελ. 150. C1. Mosse, Sparte Archa’ique. La Parola delPassato, 1973, σελ. 17.

[39]     Στα συσ­σί­τια δε δια­νέ­μο­νταν μόνο τα μερί­δια των βαθ­μο­φό­ρων, αλλά και τα τιμη­τι­κά μερί­δια που λάμ­βα­ναν οι αξιω­μα­τού­χοι, οι βασι­λείς Kat οι γέρο­ντες. Ένα από τα σημα­ντι­κό­τε­ρα προ­νό­μια της ομηρι­κής αρι­στο­κρα­τί­ας δια­μορ­φώ­θη­κε έτσι. Ταυ­τό­χρο­να τα συσ­σί­τια σχε­τί­ζο­νταν με τα καθή­κο­ντα των λει­τουργιών που επι­βάλ­λο­νταν σε πλού­σιους πολίτες.

[40]     Με σκο­πό να απο­κα­τα­στή­σει την τάξη του Λυκούρ­γου στη Σπάρ­τη, ο Άγης Δ’ σκό­πευε να «στή­σει» 15 μεγά­λα φιδί­τια (κοι­νά συσ­σί­τια) «400 και 200 άνδρες στο καθέ­να» (Πλού­ταρ­χος, Αγης, 8). Έτσι, θα υπήρ­χαν τρία φιδί­τια για κάθε μια από τις πέντε κώμες.

[41]     Μια λεπτο­με­ρής περι­γρα­φή και των δύο συστη­μά­των δίνε­ται στο II. Jeanmaire, Couroi et Courites, σελ. 463. A. Brelich, Paides eParthenoi, Romy, 1969, σελ. 113.

[42]         Αρι­στο­τέ­λης, Πολι­τι­κά, Π, 1272a.

[43]         Β. Σ. Σερ­γκέ­γιεφ, Ιστο­ρία της αρχαί­ας Ελλά­δας, Μόσχα, 1963, σελ. 155.

[44]     Αξί­ζει να σημειω­θεί ότι ο κύκλος των προ­σώ­πων που καλύ­πτο­νταν από το σύστη­μα της αγω­γής φαί­νε­ται ότι ήταν πολύ ευρύ­τε­ρος από αυτόν των πολι­τών. Στις αγέ­λες εκπαι­δεύ­ο­νταν μαζί με τα παι­διά των ίδιων των Σπαρ­τια­τών, άνθρω­ποι από τις κατώ­τε­ρες τάξεις της κοι­νω­νί­ας, οι λεγό­με­νοι «μόθα­κες», τους οποί­ους ο Φίλαρ­χος χαρα­κτη­ρί­ζει ως συντρό­φους των Λακε­δαι­μο­νί­ων. Ωστό­σο, μόνο όσοι γίνο­νταν δεκτοί στα συσ­σί­τια, και συνει­σέ­φε­ραν τακτι­κά σε αυτά ένα νομι­κά καθο­ρι­σμέ­νο ποσο­στό προ­ϊ­ό­ντων, μπο­ρού­σαν να θεω­ρη­θούν πλή­ρεις πολί­τες (Αρι­στο­τέ­λης, Πολι­τι­κά, II, 1271 a, G. Busolt, Η. Swoboda, Griechische Staatskunde, Miinchen, 1926, σελ. 655). Ωστό­σο, ακό­μη και μετα­ξύ των λίγων προνομιού­χων Σπαρ­τια­τών, υπήρ­χαν ειδι­κές ομά­δες ελίτ στις οποί­ες μπο­ρού­σαν να ανή­κουν μόνο λίγοι και εκλε­κτοί πολί­τες. Ένα παρά­δειγ­μα είναι το σώμα των λεγά­με­νων «ιππέ­ων».

Γ. Β. Αντρέ­γιεφ, Σπαρ­τιά­τες «ιππείς», ΔΑΙ, 1969.

[45]     Σαφώς εκφρα­σμέ­να στοι­χεία συγκε­ντρω­τι­σμού και ενο­ποί­η­σης δια­κρί­νουν το σπαρ­τια­τι­κό σύ­στημα ανδρι­κών ενώ­σε­ων από το κρη­τι­κό σύστη­μα, το οποίο είναι σε μεγά­λο βαθ­μό παρό­μοιο με αυτό.

Οι οικο­γε­νεια­κοί και φυλε­τι­κοί δεσμοί έπαι­ζαν σημα­ντι­κό ρόλο στην οργά­νω­σή τους ήδη από τον 5ο και 4ο αιώ­να. Ειδι­κό­τε­ρα, όπως μας είναι γνω­στό από την περι­γρα­φή του Έφο­ρου (Στρά­βων, X, σελ. 483), οι Κρη­τι­κές αγέ­λες χρη­σί­μευαν σαφώς ως μέσο στρα­το­λό­γη­σης οπα­δών για τις αντι­μα­χό­με­νες αριστοκρα­τικές οικο­γέ­νειες. Με τα παρα­πά­νω συμ­φω­νούν οι ανα­φο­ρές του Αρι­στο­τέ­λη (Πολι­τι­κά, II, 1272b) για την ακραία αστά­θεια του πολι­τι­κού καθε­στώ­τος στις πόλεις της Κρήτης.

[46]          Γ. Β. Αντρέ­γιεφ, Σπαρ­τιά­τες «ιππείς», ΔΑΙ, 1969, σελ. 29.

[47]          G. Busolt, Η. Swoboda, Griechische Staatskunde, Munchen, 1926, σελ. 655.

[48]     Βλ.: R. Weil, Aristote et Γhistoire, 1960, σελ. 238. Α. Ντο­βα­τούρ, Πολι­τι­κά και Πολι­τεί­ες, Μό­σχα, 1965, σελ. 251,272.

[49]          Πολι­τι­κά, 1270a 30.

[50]     Η επι­κρα­τού­σα άπο­ψη στη σύγ­χρο­νη βιβλιο­γρα­φία είναι ότι η σπαρ­τια­τι­κή Απέλ­λα ήταν εξαιρετι­κά παθη­τι­κή. Η αντί­λη­ψη αυτή έχει ως κύρια πηγή της τον ίδιο τον Αρι­στο­τέ­λη (Πολι­τι­κά, II, 1272a, 11 και

1273a 9), ο οποί­ος, όπως έχου­με ήδη ανα­φέ­ρει, προ­σεγ­γί­ζει τη σύγ­χρο­νη του σπαρ­τια­τι­κή τάξη. Ωστό­σο, ήδη από την παλαιό­τε­ρη σωζό­με­νη σπαρ­τια­τι­κή νομο­θε­σία, τη λεγά­με­νη «Μεγά­λη ρήτρα» ο λαός έχει το δικαί­ω­μα όχι μόνο να απο­δέ­χε­ται, αλλά και να απορ­ρί­πτει τα νομο­σχέ­δια που τίθε­νται ενώ­πιον του. Στην κλα­σι­κή Σπάρ­τη του 5ου και των αρχών του 4ου αιώ­να όλες οι σημα­ντι­κό­τε­ρες απο­φά­σεις εθνι­κής σημα­σίας λαμ­βά­νο­νταν μόνο στη λαϊ­κή συνέ­λευ­ση. Βλ. A. Andrewes, «Η κυβέρ­νη­ση της κλα­σι­κής Σπάρ­της», στο Αρχαία κοι­νω­νία και θεσμοί (Μελέ­τες για τον V. Ehrenberg), Οξφόρ­δη, 1966, Μ. I. Finley, Σπάρ­τη: Η χρή­ση και η κατά­χρη­ση της Ιστο­ρί­ας, Ν. Υ., 1975, σελ. 152.

[51]          L. Μ. Whibley, Greek oligarchies, 1896, σελ. 19.

[52]         Arist. Pol., IV, 1297 24 sq.

[53]     A. Andrewes, Οι Έλλη­νες τύραν­νοι, L., 1958, σ. 75. W. G. A. Forrest, History of Sparta, 1968, σελ. 67.

[54]          Η. Schurtz, Alterklassen undMannerbunde, B., 1902, σελ. 98.

[55]          Μ. I. Finley, Σπάρ­τη: Η χρή­ση και η κατά­χρη­ση της Ιστο­ρί­ας, Ν. Υ., 1975, σελ. 150.

[56]          II. Jeanmaire, La Cryptie Lacedemonieme, 1913, σελ. 550.

[57]         A. Toynbee, Some Problems of GreekHistory, Oxford, 1909, σελ. 34.

[58]     Την άπο­ψη αυτήν υπο­στη­ρί­ζουν και ορι­σμέ­νοι ιστο­ρι­κοί, οι οποί­οι εξε­τά­ζουν την υπό­θε­ση του λε­γάμενου «πρα­ξι­κο­πή­μα­τος του 6ου αιώ­να» (βλ. παρα­κά­τω). Κατά την άπο­ψή τους, επρό­κει­το απλώς για την απο­κα­τά­στα­ση του «πρα­ξι­κο­πή­μα­τος», των παρακ­μα­σμέ­νων δωρι­κών εθί­μων. Βλ. G. Dickins, The Growth of Spartan Policy, 1912, σελ. 19. V. Ehrenberg, Neugriinder des Staates, σελ. 22.

[59]          Ε. Ν. Tigerstedt, The legent of Sparta in classical antiquity, Stockholm, 1965–1974. Vol. I, II.

[60]          Ηρό­δο­τος, 1,65, Θου­κυ­δί­δης, Ιστο­ρί­αι, 18,1.

[61]     Από την άπο­ψη αυτή, είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κή η θέση την οποία είχαν λάβει οι δύο σημαντικότε­ροι εκπρό­σω­ποι της ευρω­παϊ­κής ιστο­ριο­γρα­φί­ας της Αρχαιό­τη­τας των αρχών του αιώ­να, ο J. Beloch και Ed. Meyer. Βλ. J. Beloch, Griechische Geschichte, 1912. Ed. Meyer, Geschichte des Altertums, σελ. 259.

[62]     Όλα αυτά τα ευρή­μα­τα δημο­σιεύ­τη­καν στο R. Dawkins, Excavations et Sparta 1906–1910, σελ. 13- 16 και The Sanctuary of Artemis Orthia at Sparta, 1929.

[63]     Σε κάποιο βαθ­μό η εικα­σία αυτή επι­βε­βαιώ­νε­ται και από τις μαρ­τυ­ρί­ες των αρχαί­ων Σπαρ­τια­τών ποι­η­τών. Για παρά­δειγ­μα, οι εικό­νες των γιορ­τών που βρί­σκο­νται σε ορι­σμέ­να ποι­η­τι­κά απο­σπά­σμα­τα του Αλκμάν έρχο­νται σε έντο­νη αντί­θε­ση με τις περι­γρα­φές των συσ­σι­τί­ων στα έργα του Ξενο­φώ­ντα, του Πλού­ταρ­χου και άλλων της κλα­σι­κής περιό­δου. Ιδιαί­τε­ρη σημα­σία έχει το περί­φη­μο από­σπα­σμα 49 (εκδ. Diehl), στο οποίο οι εκλε­πτυ­σμέ­νες λιχου­διές των ευγε­νών αντι­δια­στέλ­λο­νται με «αυτό που τρώ­ει ο λα­ός» (τα κοι­νά). Προ­φα­νώς κατά τον 7ο αιώ­να, που έζη­σε ο ποι­η­τής, η «κοι­νό­τη­τα των ίσων» δεν υπήρ­χε ακό­μη. Βλ. Ρ. Janni, Le Cultura di Sparta Arcaica, Roma, 1965,1, σελ. 85.

[64]     Ακο­λου­θού­με τη χρο­νο­λό­γη­ση της λακω­νι­κής κερα­μι­κής που πρό­τει­νε ο Droop και στη συνέ­χεια τρο­πο­ποι­ή­θη­κε από τη Lane. Βλ. Ε. A. Lane, Λακω­νι­κή αγγειο­γρα­φία, 1933–1934, σελ. 150 και J. Artemis Boardman, Orthia and Chronology, 1963, σελ. 58.

[65]     G. Dickins, The Growth of Spartan Policy, 1912,σελ. 18.0 Dickins συνέ­δε­σε την εσω­τε­ρι­κή ανα­γέννηση του σπαρ­τια­τι­κού κρά­τους με μια από­το­μη καμπή στην εξω­τε­ρι­κή του πολι­τι­κή, η οποία εμφα­νίστηκε στα μέσα του 6ου αιώ­να. Η τομή αυτή συνί­στα­το στην απόρ­ρι­ψη της ευρεί­ας στρα­τιω­τι­κής επέ­κτασης και στη μετά­βα­ση της δημιουρ­γί­ας συμ­μα­χι­κών σχέ­σε­ων με τις περισ­σό­τε­ρες πελο­πον­νη­σια­κές Πόλεις (σελ. 23).

[66]     U. Wilcken, Griechische Geschichte, Miinchen, Berlin, 1924, σελ. 76. G. Glotz, Histoire Grecque, I, σελ. 349. V. Ehrenberg, Neugriinder des Staates, σελ. 8. Th. Lenschau, OieEntstehungdes Spartanisches Staates, Klio, 1937, σελ. 288. A. Andrewes, Eunomia, 1938, σελ. 100. H. Michell, Sparta, Cambridge, 1952, σελ. 22. P. Roussel, Sparte, 1960, σελ. 41. E. N. Tigerstedt, The legent of Sparta in classical antiquity, Stockholm, 1965–1974. Vol. I, II. σελ. 68. Μ. I. Finley, Σπάρ­τη: Η χρή­ση και η κατά­χρη­ση της Ιστορί­ας, Ν. Υ., 1975. Μόνο λίγοι συγ­γρα­φείς επι­χει­ρούν να αμφι­σβη­τή­σουν την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα του άλμα­τος που υπο­στη­ρί­ζει ο Dickins. Βλ. Ν. G. L. Hammond, The Lycurgean reform at Sparta, 1950, σελ. 62. G. L. Huxley, Early Sparta, 1962, σελ. 64. R. Cook, Spartan History and Archaeology, 1962, σελ. 156.

To ανυ­πό­στα­το των επι­χει­ρη­μά­των των αντι­πά­λων της θεω­ρί­ας του πρα­ξι­κο­πή­μα­τος του 6ου αιώ­να απο­δει­κνύ­ε­ται στο άρθρο του A. J. Holladay, «Spartan Austerity», 1977.

[67]     Η παλιό­τε­ρη χρο­νο­λό­γη­ση αυτών των μεταρ­ρυθ­μί­σε­ων προ­τεί­νε­ται από: Η. Τ. Wade-Gery, The Spartan Rhetra in Plutarch, Lycurgus, σελ. 115 (τέλος του 7ου αιώ­να). Toynbee, Some Problems of Greek History, Oxford, 1909, σελ. 225 (στα μέσα και τέλος του 7ου αιώ­να). W. G. A. Forrest, History of Sparta, 1968 (γύρω στο 676).

[68]     Πολ­λοί συγ­γρα­φείς συν­δέ­ουν την ανα­διάρ­θρω­ση του σπαρ­τια­τι­κού κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κού συστή­ματος με την εισα­γω­γή της οπλι­τι­κής φάλαγγας.

[69]     Δε δικαιο­λο­γεί­ται να συμπε­ρι­λη­φθεί σε αυτό το σύμπλεγ­μα η λεγά­με­νη «Μεγά­λη ρήτρα», η οποία αναμ­φί­βο­λα ανή­κει σε πολύ παλαιό­τε­ρη επο­χή, από τα μέσα του 6ου αιώ­να ή ακό­μη και από το τέλος του 7ου αιώ­να: Wade-Gery. Βλ. A. Toynbee, ό.π., σελ. 274.

70.0 Ehrenberg έχει προ­τεί­νει κάτι που δεν υπο­στη­ρί­ζε­ται από άλλους ιστο­ρι­κούς, ότι ο Χίλων ήταν ο μονα­δι­κός συγ­γρα­φέ­ας των «νόμων του Λυκούρ­γου». Βλ. V. Ehrenberg, Der Gesetzgeber von Sparta. Epitymbion, 1927, σελ. 27.

[71]     Βλ. Ed. Meyer,Forschungenzuralten Geschichte, Halle, 1892, σελ. 255. V. Ehrenberg, DerDamos im archaischen Sparta, σελ. 299.

[72]     A. Andreues, Eurtomia, σελ. 102. A. Toynbee, Some Problems of Greek History, Oxford, 1909, σελ. 274.-

[73]     Ορι­σμέ­νοι Σοβιε­τι­κοί μελε­τη­τές είναι δια­τε­θει­μέ­νοι να θεω­ρή­σουν τη Σπάρ­τη και τις πόλεις της Κρή­της ως κάποιο ενδιά­με­σο σταθ­μό της αρχαί­ας ανα­το­λι­κής οικο­νο­μι­κής ταξι­νό­μη­σης στη σφαί­ρα της αρχαί­ας δου­λο­κτη­τι­κής οικο­νο­μί­ας. Αυτό μας φαί­νε­ται να είναι θεμε­λιω­δώς λανθασμένο.

[74]     Δεν προ­κύ­πτει, ωστό­σο, ότι η Σπάρ­τη είναι αυτή που πρέ­πει να ανα­γνω­ρι­στεί ως το κλα­σι­κό πρό­τυπο της ελλη­νι­κής Πόλε­ως. Μπο­ρεί να θεω­ρη­θεί ως μια ειδι­κή, απο­κλί­νου­σα μορ­φή κοι­νό­τη­τα πολιτών.

[75]     Ήταν αυτή ακρι­βώς η απλό­τη­τα οργά­νω­σης της Πόλε­ως της Σπάρ­της που προ­σέλ­κυ­σε το ενδια­φέρον θεω­ρη­τι­κών την επο­χή της κρί­σης στον 4ο αιώ­να. Η αρχή της ισο­νο­μί­ας που βασί­λευε στην εσω­τερική της ζωή, το οικο­νο­μι­κό σύστη­μα που βασι­ζό­ταν εξο­λο­κλή­ρου στη γεωρ­γία και εξα­σφά­λι­ζε στους πολί­τες ένα τακτι­κό εισό­δη­μα και, ταυ­τό­χρο­να, θα τους προ­στά­τευε από τον υπερ­βο­λι­κό πλου­τι­σμό, όλα αυτά φαί­νο­νταν σε στο­χα­στές όπως ο Πλά­τω­νας και ο Αρι­στο­τέ­λης ως ο πιο ριζο­σπα­στι­κός και, ταυτόχρο­να, ο πιο ανώ­δυ­νος τρό­πος για την εκκα­θά­ρι­ση των εσω­τε­ρι­κών εντά­σε­ων που διαι­ρού­σαν τους πολίτες.

[76]     Η ιδιαι­τε­ρό­τη­τα του σπαρ­τια­τι­κού τρό­που ανά­πτυ­ξης δεν μπο­ρεί να κατα­νοη­θεί στο πνεύ­μα της «επί­πε­δης εξέ­λι­ξης». Η Σπάρ­τη δύσκο­λα μπο­ρεί να παρο­μοια­στεί με την Αθή­να των αρχών του 6ου αι­ώνα, απο­λι­θω­μέ­νη, σε ακι­νη­σία, περι­μέ­νο­ντας τη μεταρ­ρύθ­μι­ση του Σάλω­να. Μια σαφής ταξι­κή διαίρε­ση της κοι­νω­νί­ας, ένα κρά­τος βασι­σμέ­νο στην εδα­φι­κή αρχή, ένα σύστη­μα αντρών πολι­τών ομοί­ων, που αντι­κα­τέ­στη­σε τις φυλές, ένας πρώ­της τάξε­ως στρα­τός, όλα αυτά υπήρ­χαν ήδη στη Σπάρ­τη του 5ου αιώ­να και σχε­δόν ολο­κλη­ρω­τι­κά απού­σια­ζαν από την Αθή­να την επο­χή του Σάλωνα.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο