Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

“Στο όνομα της φορολογικής δικαιοσύνης”: αντιδραστική ρητορική και στρεβλές απεικονίσεις του ελεύθερου επαγγελματία στον δημόσιο λόγο

Γρά­φει η Βασι­λι­κή Παπα­γε­ωρ­γί­ου //
Εθνο­λό­γος-Κοι­νω­νι­κή Ανθρω­πο­λό­γος, Δρ
Εργα­σια­κή Σύμ­βου­λος Ανέρ­γων, ΟΑΕΔ

Οι τεχνι­κές στην πολι­τι­κή ρητο­ρι­κή περι­λαμ­βά­νουν πολ­λές από τις μορ­φές εκεί­νες των άκυ­ρων επι­χει­ρη­μά­των ή λογι­κών πλα­νών. Οι ομι­λού­ντες πιστεύ­ουν ότι θα επι­τύ­χουν την εγκυ­ρό­τη­τα του λόγου τους όχι με δύσκο­λους και ακα­τα­νό­η­τους όρους ή θεω­ρη­τι­κές ανα­λύ­σεις, αλλά, το αντί­θε­το, με την επί­κλη­ση στον “κοι­νό νου”, την απλοϊ­κή σκέ­ψη, τις κου­βέ­ντες “του καφε­νεί­ου”, που δήθεν, για παρά­δειγ­μα, ανα­κα­λύ­πτουν μια αδι­κία και την παρου­σιά­ζουν στο ευρύ κοινό.

Ασφα­λώς, οι λογι­κές πλά­νες στην πολι­τι­κή ρητο­ρι­κή δεν απο­τε­λούν αθώα εκφρα­στι­κά μέσα, αλλά επι­τυγ­χά­νουν επι­κίν­δυ­νες διο­λι­σθή­σεις νοή­μα­τος προς τις συμ­φέ­ρου­σες, κυρί­αρ­χες εκδο­χές που νομι­μο­ποιούν αντι­λαϊ­κές προ­τά­σεις και εφαρ­μο­γές. Ας θυμη­θού­με ένα χρό­νο πριν τον πολυ­συ­ζη­τη­μέ­νο ισχυ­ρι­σμό του βου­λευ­τή της ΝΔ, Κων­στα­ντί­νου Κυρα­νά­κη, ότι η κυβέρ­νη­ση δεν μειώ­νει τον ΦΠΑ στα βασι­κά είδη, όπως τα μακα­ρό­νια, για­τί «οι πλού­σιοι κατα­να­λώ­νουν περισ­σό­τε­ρα». Δηλα­δή, όπως εξή­γη­σε, θα απο­δώ­σουν πιο πολύ φόρο στα κρα­τι­κά ταμεία, ώστε η κυβέρ­νη­ση να μπο­ρεί να ενι­σχύ­σει, κατό­πιν, «αδύ­να­μους και μεσαία τάξη». Ως εκ τού­του, συνε­πά­γε­ται ότι ο ΦΠΑ στα βασι­κά είδη κατα­νά­λω­σης δεν πρέ­πει να μειω­θεί (βλ. σχε­τι­κό ρεπορ­τάζ εδώ).

Τέτοιου είδους λογι­κές πλά­νες πυκνώ­νουν τα τελευ­ταία χρό­νια, όσο πιο ανα­γκαία καθί­στα­ται στη δημό­σια σφαί­ρα η ανά­γκη δημιουρ­γί­ας συναί­νε­σης και επί­κλη­σης της κοι­νω­νι­κής συνο­χής κατά την εφαρ­μο­γή νεο­φι­λε­λεύ­θε­ρων πολι­τι­κών, όπως όσων εκπο­ρεύ­ο­νται από το ΤΑΑ ή τις οδη­γί­ες της ΕΕ. Χαρα­κτη­ρι­στι­κή περί­πτω­ση, τα επι­χει­ρή­μα­τα που δια­κι­νή­θη­καν πρό­σφα­τα υπέρ του νέου φορο­λο­γι­κού νόμου με τίτλο «Μέτρα για τον περιο­ρι­σμό της φορο­δια­φυ­γής» που ψηφί­στη­κε από τη βου­λή στις 7/12, και περι­λαμ­βά­νει μια σει­ρά από επα­χθή μέτρα για τους αυτο­α­πα­σχο­λού­με­νους ελεύ­θε­ρους επαγ­γελ­μα­τί­ες (σκλη­ρά φορο­ε­λεγ­κτι­κά μέτρα, κατώ­τα­το ετή­σιο τεκ­μαρ­τό, περιο­ρι­σμός και τιμω­ρία της χρή­σης μετρη­τών, ενθάρ­ρυν­ση καταγ­γε­λιών πολι­τών και πολ­λές άλλες δια­τά­ξεις που πυκνώ­νουν και δυσκο­λεύ­ουν την καθη­με­ρι­νή διεκ­πε­ραί­ω­ση της εργα­σί­ας του αυτοαπασχολούμενου).

Δηλώ­νει, λόγου χάριν, ο υπουρ­γός Εθνι­κής Οικο­νο­μί­ας και Οικο­νο­μι­κών, Κωστής Χατζη­δά­κης: «Στο τέλος της ημέ­ρας, για τον καθέ­να από εμάς, υπάρ­χει και η συνεί­δη­σή μας, η δική μου του­λά­χι­στον λέει ότι δεν μπο­ρώ να δέχο­μαι ο ελεύ­θε­ρος επαγ­γελ­μα­τί­ας να πλη­ρώ­νει πολύ λιγό­τε­ρο φόρο από τον μέσο υπάλ­λη­λό του» (βλ. σχε­τι­κό ρεπορ­τάζ εδώ). Και αυτό απο­τέ­λε­σε το πιο ισχυ­ρό επι­χεί­ρη­μα που ακού­σα­με και δια­βά­σα­με να επα­να­λαμ­βά­νε­ται συστη­μα­τι­κά, από πολι­τι­κούς, δημο­σιο­γρά­φους, οικο­νο­μι­κούς ανα­λυ­τές και ακα­δη­μαϊ­κούς, όλο αυτό το διά­στη­μα της συζή­τη­σης για το σχε­τι­κό νομο­σχέ­διο. Δηλα­δή, υπο­στη­ρί­χτη­κε παρα­στα­τι­κά ότι ο μει­κτός κατώ­τα­τος μισθός ανέρ­χε­ται στα 780 ευρώ μηνιαί­ως και σε 10.920 ευρώ ετη­σί­ως (780×14), και αυτό σημαί­νει ότι οι ελεύ­θε­ροι επαγ­γελ­μα­τί­ες δεν θα μπο­ρούν να δηλώ­νουν κάτω από 10.920 ευρώ τον χρό­νο (βλ. σχε­τι­κό ρεπορ­τάζ εδώ). Αν ανα­λυ­θεί, όμως, το επι­χεί­ρη­μα αυτό έχει περί­που ως εξής:

Αν ισχύ­ει ότι Α: οι υπάλ­λη­λοι στον ιδιω­τι­κό τομέα έχουν μει­κτό κατώ­τα­το μισθό που ανέρ­χε­ται στα 780 ευρώ μηνιαί­ως και σε 10.920 ευρώ ετησίως,
και Β: οι ελεύ­θε­ροι επαγ­γελ­μα­τί­ες πρέ­πει να βγά­ζουν ίσο ή παρα­πά­νω ποσό από αυτό το προ­α­να­φερ­θέν εισόδημα,
τότε ισχύ­ει το Γ: πολ­λοί ελεύ­θε­ροι επαγ­γελ­μα­τί­ες δηλώ­νουν εισό­δη­μα κάτω από 10.920 ευρώ τον χρό­νο, άρα φοροδιαφεύγουν.

Δεν στέ­κει βέβαια ο παρα­πά­νω συλ­λο­γι­σμός, αφού η μία προ­κεί­με­νη, η Β, είναι αυθαί­ρε­τη. Προ­κύ­πτει από μία εξί­σου αυθαί­ρε­τη ανα­γω­γή σε, και σύγκρι­ση με ένα εισό­δη­μα που εκλαμ­βά­νε­ται αξιω­μα­τι­κά ως το του­λά­χι­στον κατώ­τα­το που θα μπο­ρού­σε να βγά­λει ο ελεύ­θε­ρος επαγ­γελ­μα­τί­ας. Η ισχύς του συλ­λο­γι­σμού εδρά­ζε­ται στον “κοι­νό νου”, σε μια απλοϊ­κή εις άτο­πον απα­γω­γή (δεν είναι δυνα­τόν η πλειο­νό­τη­τα των αυτο­α­πα­σχο­λού­με­νων να δηλώ­νει ελά­χι­στα ή μηδε­νι­κά εισο­δή­μα­τα, να δηλώ­νει ο εργο­δό­της λιγό­τε­ρα και από το μισθό του υπάλ­λη­λού του), και στο δήθεν περί δικαί­ου αίσθημα.

Αυτό που επι­χει­ρεί­ται, έτσι, είναι η κατα­σκευή μιας κατη­γο­ρί­ας παρα­βα­τι­κών, μη συμ­μορ­φού­με­νων, παρα­σι­τι­κά επι­βιού­ντων εργα­ζο­μέ­νων εις βάρος των υπό­λοι­πων (είθι­σται αυτό το φαι­νό­με­νο να απο­κα­λεί­ται και με τον όρο “κοι­νω­νι­κός αυτο­μα­τι­σμός”). Ο ελεύ­θε­ρος επαγ­γελ­μα­τί­ας αντι­με­τω­πί­ζε­ται σαν ένας μεγά­λος επι­χει­ρη­μα­τί­ας που πρέ­πει να ανοί­γει θέσεις εργα­σί­ας, να είναι εξω­στρε­φής, να έχει πελά­τες στο εξω­τε­ρι­κό κ.λπ., με λίγα λόγια, με τεχνο­κρα­τι­κούς όρους, “να παρά­γει υπη­ρε­σί­ες μεγά­λης αξίας”.

Αγνο­εί­ται σκό­πι­μα, ότι μεγά­λο μέρος των αυτο­α­πα­σχο­λού­με­νων στην Ελλά­δα (μια γενι­κό­τε­ρη επι­σκό­πη­ση δεί­χνει ότι ισχύ­ει και σε πολ­λές άλλες χώρες αυτό), εργά­ζε­ται ατο­μι­κά, δεν προ­σλαμ­βά­νει δηλα­δή υπαλ­λή­λους, άλλες επι­χει­ρή­σεις είναι οικο­γε­νεια­κές, άλλες φυτο­ζω­ούν κ.ο.κ. Η ανά­πτυ­ξη της αυτο­α­πα­σχό­λη­σης ως μορ­φής εργα­σί­ας συχνά είναι επα­κό­λου­θο οικο­νο­μι­κής ύφε­σης και δυσπρα­γί­ας, και όχι μιας αντί­θε­της συν­θή­κης, δεδο­μέ­νου ότι μπο­ρεί να προ­κύ­πτει ως μονα­δι­κή διέ­ξο­δος που έχει κάποιος για να εργα­στεί και, ως εκ τού­του, απο­τε­λεί μια ανα­γκα­στι­κή επι­λο­γή. Ανα­γκα­στι­κή επι­λο­γή φαί­νε­ται να είναι και στις πιο σύγ­χρο­νες μορ­φές ευέ­λι­κτης οικο­νο­μί­ας, που ευνο­εί­ται από τις ψηφια­κές πλατ­φόρ­μες (η λεγό­με­νη gig οικο­νο­μία), π.χ. δια­νο­μείς φαγη­τού, όπου οι εργα­ζό­με­νοι εξω­θού­νται από τις εται­ρεί­ες να φύγουν από το καθε­στώς μισθω­τού και να μετα­τρα­πούν σε “συνερ­γά­τες” freelancers.

Επι­πλέ­ον, ο αυτο­α­πα­σχο­λού­με­νος, πρέ­πει να εξα­σφα­λί­ζει τα μέσα συντή­ρη­σης και ανα­πα­ρα­γω­γής του ιδί­ου και της εργα­σί­ας του (σε αυτά μπο­ρεί να περι­λαμ­βά­νο­νται τόσο αυτο­νό­η­τα πράγ­μα­τα όσο τα έξο­δα λογι­στή ή σύγ­χρο­νων ταμεια­κών μηχα­νών και pos, πλη­ρω­μές ΟΑΕΕ κ.α.). Παράλ­λη­λα, οδη­γεί­ται σε εντα­τι­κο­ποί­η­ση αυτής της ίδιας της εργα­σί­ας του, με την παρά­τα­ση του εργά­σι­μου χρό­νου και την ψυχο­σω­μα­τι­κή εξου­θέ­νω­ση για να αντα­πε­ξέλ­θει στον αντα­γω­νι­σμό της ελεύ­θε­ρης αγο­ράς. Άλλες παρά­με­τροι, όπως π.χ., ότι δεν δικαιού­ται επι­δό­μα­τα, δεν υπάρ­χει μέρι­μνα για το τι θα γίνει σε περί­πτω­ση που ασθε­νή­σει, και όλα αυτά χωρίς ποτέ να έχει εγγυ­η­μέ­νο εισό­δη­μα, απο­κρύ­πτο­νται εντε­λώς, όταν η δημό­σια συζή­τη­ση διε­ξά­γε­ται με τους όρους που θέτουν αυθαί­ρε­τα οι εφαρ­μο­στές των επα­χθών νόμων.

Συνο­λι­κά, με τη συζή­τη­ση περί πάτα­ξης της φορο­δια­φυ­γής, επι­τυγ­χά­νε­ται μια αυξα­νό­με­νη σύγ­χυ­ση σε σχέ­ση με την ολο­έ­να και πιο επι­σφα­λή φύση της εργα­σί­ας του ελεύ­θε­ρου επαγ­γελ­μα­τία, που αντι­με­τω­πί­ζε­ται ως καπι­τα­λι­στής που κερ­δί­ζει πολ­λα­πλά­σια απ’ ό,τι ο εργα­ζό­με­νός του. Αξιο­πρε­πείς συν­θή­κες εργα­σί­ας, εργα­σια­κά δικαιώ­μα­τα και επαρ­κές εισό­δη­μα δια­βί­ω­σης είναι, ωστό­σο, αιτή­μα­τα της εργα­τι­κής τάξης που δεν αφή­νουν κατά μέρος τους αυτοαπασχολούμενους.

Το πνεύ­μα του νέου νομο­σχε­δί­ου είναι σύμ­φω­νο με τις πολι­τι­κές οδη­γί­ες της ΕΕ, του ΤΑΑ, και εξάλ­λου με τα πορί­σμα­τα της επι­τρο­πής Πισ­σα­ρί­δη που ζητούν επι­τα­κτι­κά αλλα­γή του παρα­γω­γι­κού μοντέ­λου της ελλη­νι­κής οικο­νο­μί­ας, με αύξη­ση του μεγέ­θους και της αντα­γω­νι­στι­κό­τη­τας της επι­χει­ρη­μα­τι­κό­τη­τας και μεί­ω­ση της αυτοαπασχόλησης.

Όπως επι­ση­μαί­νει ένας από τους υπέρ­μα­χους του νέου νόμου, ο καθη­γη­τής και επι­κε­φα­λής του Παρα­τη­ρη­τη­ρί­ου Ελλη­νι­κής και Ευρω­παϊ­κής Οικο­νο­μί­ας του ΕΛΙΑΜΕΠ., Μάνος Ματσαγ­γά­νης, σε μια χαρα­κτη­ρι­στι­κή του είδους αρθρο­γρα­φία (βλ. εδώ), οι ελεύ­θε­ροι επαγ­γελ­μα­τί­ες έχουν ευερ­γε­τη­θεί υπέρ­με­τρα από το ελλη­νι­κό κρά­τος εις βάρος των υπό­λοι­πων φορο­λο­γού­με­νων, αλλά είναι αχά­ρι­στοι και φορο­δια­φεύ­γουν «κατά συρ­ρο­ήν και κατ’ εξα­κο­λού­θη­σιν». Εφε­ξής, ο καθη­γη­τής μας προ­τρέ­πει να ακο­λου­θή­σου­με τις συστά­σεις Πισ­σα­ρί­δη, (και το νέο νομο­σχέ­διο κινεί­ται – κατά τον ίδιο – προς αυτήν την κατεύ­θυν­ση), περιο­ρί­ζο­ντας σθε­να­ρά την κρα­τι­κή επι­δό­τη­ση – και άρα τα κίνη­τρα – της αυτοαπασχόλησης.

Έτε­ρος δια­πρύ­σιος κήρυ­κας του νεο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού, ο Αρί­στος Δοξιά­δης, σε άρθρο του στην εφημ. Καθη­με­ρι­νή (βλ. εδώ), υπο­στη­ρί­ζει τη θέση ότι «η αυτο­α­πα­σχό­λη­ση εμπο­δί­ζει την ανά­πτυ­ξη» και πρέ­πει να περιο­ρι­στεί, καθώς τα μεγέ­θη των αυτο­α­πα­σχο­λού­με­νων στην Ελλά­δα είναι δυσα­νά­λο­γα μεγά­λα, σε σχέ­ση με τα αντί­στοι­χα της ΕΕ, αλλά και σε σχέ­ση με την συνει­σφο­ρά τους στους οικο­νο­μι­κούς δεί­κτες που χρη­σι­μο­ποιού­νται για να μετρή­σουν την ανά­πτυ­ξη και τη σύγκλι­ση με το νέο παρα­γω­γι­κό μοντέ­λο της “εξω­στρε­φούς οικο­νο­μί­ας”. Ειδι­κό­τε­ρα, συστή­νει να πατα­χθούν τα τρία αρνη­τι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά «που συσχε­τί­ζο­νται στα­τι­στι­κά, αλλά και αιτια­κά, με το ελεύ­θε­ρο επάγ­γελ­μα: η φορο­δια­φυ­γή, η οικο­νο­μι­κή εσω­στρέ­φεια και η χαμη­λή παρα­γω­γι­κό­τη­τα». Δια­φο­ρε­τι­κά, κατα­λή­γει, θα είμα­στε μέσα στην Ευρώ­πη «οι γρα­φι­κοί φτω­χοί γεί­το­νες» (η επί­κλη­ση της υστέ­ρη­σής μας από το ευρω­παϊ­κό πρό­τυ­πο απο­τε­λεί μόνι­μη επω­δό του τεχνο­κρα­τι­κού και εκσυγ­χρο­νι­στι­κού λόγου, γι’ αυτό το θέμα βλ. παλαιό­τε­ρο κεί­με­νό μου στο Ατέ­χνως εδώ).

Όλη αυτή η συλ­λο­γι­στι­κή, όλα τα επι­χει­ρή­μα­τα που ανα­φέ­ρα­με εδώ ως παρα­δείγ­μα­τα μιας ρητο­ρι­κής ενά­ντια στον ελεύ­θε­ρο επαγ­γελ­μα­τία, μας φέρ­νουν στην καρ­διά της πιο σκο­τει­νής νεο­φι­λε­λεύ­θε­ρης πολι­τι­κής, όπως εφαρ­μό­ζε­ται στις ΗΠΑ και τη Μ. Βρε­τα­νία, που στο­χεύ­ουν ακρι­βώς στην υπε­φο­ρο­λό­γη­ση και τον περιο­ρι­σμό των μικρών αυτο­α­πα­σχο­λού­με­νων, προς όφε­λος της αύξη­σης του μεγέ­θους των ισχυ­ρών εται­ρειών και της οικο­νο­μί­ας της πλατφόρμας.

Η πλειο­νό­τη­τα όσων σήμε­ρα επι­λέ­γουν την αυτο­α­πα­σχό­λη­ση, το κάνουν είτε από την ανά­γκη επι­βί­ω­σης, ελλεί­ψει εναλ­λα­κτι­κής, είτε για­τί πράγ­μα­τι βάσει των σπου­δών τους και των εξει­δι­κεύ­σε­ών τους ανα­ζη­τούν αυτο­νο­μία, ενδυ­νά­μω­ση, έλεγ­χο της εργα­σί­ας τους, ηθι­κή ικα­νο­ποί­η­ση, και, για­τί όχι, σιγου­ριά και στα­θε­ρό­τη­τα. Αυτές οι αρχές και αξί­ες, όμως, απέ­χουν παρα­σάγ­γας από αυτές που προ­ω­θεί το νεο­φι­λε­λεύ­θε­ρο μοντέ­λο της άκρα­της επι­χει­ρη­μα­τι­κό­τη­τας, του αντα­γω­νι­σμού και της ευε­λι­ξί­ας, του αλλο­τριω­μέ­νου εργα­ζό­με­νου, της επι­δί­ω­ξης της μεγι­στο­ποί­η­σης του κέρ­δους, του ρίσκου, και που επι­χει­ρεί να τις απο­δώ­σει βίαια στον αυτοαπασχολούμενο/ freelancer.

Αυτή η αντί­φα­ση ανά­με­σα στις επι­διώ­ξεις του μέσου αυτο­α­πα­σχο­λού­με­νου και στις στρε­βλές απει­κο­νί­σεις που αυταρ­χι­κά επι­βά­λει το νεο­φι­λε­λεύ­θε­ρο μοντέ­λο – και οι κρα­τι­κές πολι­τι­κές που το υπο­θάλ­πουν με τους νόμους τους–, είναι ίσως το κλει­δί για να κατα­νο­ή­σου­με το δια­κύ­βευ­μα της σύγκρου­σης γύρω από τη συμ­μόρ­φω­ση του “απεί­θαρ­χου” ελεύ­θε­ρου επαγ­γελ­μα­τία, και την εντα­τι­κή ιδε­ο­λο­γι­κή προ­πα­γάν­δα που καλ­λιέρ­γη­σαν τα μίντια κατά το διά­στη­μα που προηγήθηκε.

Ωστό­σο, ακρι­βώς γι’ αυτό, η συζή­τη­ση και ο αγώ­νας των αυτο­α­πα­σχο­λού­με­νων πρέ­πει να συνε­χι­στεί, ενά­ντια στην πολι­τι­σμι­κή ηγε­μο­νία που έχει διεισ­δύ­σει καθο­λι­κά, επι­χει­ρώ­ντας να κατα­σκευά­σει ένα νεο­φι­λε­λεύ­θε­ρο υπο­κεί­με­νο και να το κατα­στή­σει φυσι­κό, επι­βάλ­λο­ντας τη γλώσ­σα της επι­χει­ρη­μα­τι­κό­τη­τας σε όλες τις δια­στά­σεις της ατο­μι­κής και συλ­λο­γι­κής ζωής, κατα­λαμ­βά­νο­ντας ολο­σχε­ρώς το “πρό­σω­πο” του υπο­κει­μέ­νου. Πρό­κει­ται για μια συζή­τη­ση που αφο­ρά την εργα­τι­κή τάξη και τους αγώ­νες της, που σε συμ­βο­λι­κό επί­πε­δο πρέ­πει να ανα­τρέ­ψουν την κανο­νι­κο­ποί­η­ση ενός νεο­φι­λε­λεύ­θε­ρου “εαυ­τού ‑ως- επι­χεί­ρη­σης”, που μπο­ρείς να τον συλ­λά­βεις και να τον δια­χει­ρι­στείς μόνο μέσα από τις μετα­φο­ρές της αγο­ράς και της εμπορευματοποίησης.*

*Σημεί­ω­ση:

Θα ήθε­λα να υπο­γραμ­μί­σω με αφορ­μή το παρόν άρθρο, την εξαι­ρε­τι­κή συμ­βο­λή της ανθρω­πο­λο­γί­ας στην προ­σέγ­γι­ση του νεο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού (βλ. ενδει­κτι­κά Tejaswini Ganti, «Neoliberalism», Annual Review of Anthropology, 2014 43:1, 89–104), με την στρο­φή τα τελευ­ταία χρό­νια του ανθρω­πο­λο­γι­κού ενδια­φέ­ρο­ντος στην ανά­δει­ξη μιας εθνο­γρα­φι­κά πλαι­σιω­μέ­νης νεο­φι­λε­λεύ­θε­ρης πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Στην ίδια γραμ­μή προ­σέγ­γι­σης, η ανθρω­πο­λό­γος Ilana Gershon, ανα­πτύσ­σει μια συζή­τη­ση για τις τεχνι­κές συγκρό­τη­σης του νεο­φι­λε­λεύ­θε­ρου υπο­κει­μέ­νου. Η Gershon δια­πι­στώ­νει τη νεο­φι­λε­λεύ­θε­ρη στρο­φή που προ­σλαμ­βά­νει τον εαυ­τό ως επι­χεί­ρη­ση που μπο­ρείς να δια­χει­ρι­στείς ως οιω­νεί μάνα­τζερ και παρά­γε­ται στο πλαί­σιο των συναλ­λα­γών και των απαι­τή­σε­ων της καπι­τα­λι­στι­κής αγο­ράς. Αυτός ο νεο­φι­λε­λεύ­θε­ρος εαυ­τός πρέ­πει να είναι ευέ­λι­κτος, πάντα έτοι­μος να αντα­πο­κρι­θεί στις απαι­τή­σεις της αγο­ράς, συνά­πτει επω­φε­λείς κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις που του απο­δί­δουν οικο­νο­μι­κά και συντί­θε­ται από ένα σύνο­λο δεξιο­τή­των, ικα­νο­τή­των προ­σαρ­μο­γής και αυτο­φρο­ντί­δας. Σχε­τι­κές δου­λειές της (όπως το άρθρο της Ilana Gershon, «Neoliberal agency», Current Anthropology (52:4): 537–555), μπο­ρούν να ανα­ζη­τη­θούν στην σελί­δα της στο Academia.edu.

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο