Γράφει η Βασιλική Παπαγεωργίου //
Εθνολόγος-Κοινωνική Ανθρωπολόγος, Δρ
Εργασιακή Σύμβουλος Ανέργων, ΟΑΕΔ
Οι τεχνικές στην πολιτική ρητορική περιλαμβάνουν πολλές από τις μορφές εκείνες των άκυρων επιχειρημάτων ή λογικών πλανών. Οι ομιλούντες πιστεύουν ότι θα επιτύχουν την εγκυρότητα του λόγου τους όχι με δύσκολους και ακατανόητους όρους ή θεωρητικές αναλύσεις, αλλά, το αντίθετο, με την επίκληση στον “κοινό νου”, την απλοϊκή σκέψη, τις κουβέντες “του καφενείου”, που δήθεν, για παράδειγμα, ανακαλύπτουν μια αδικία και την παρουσιάζουν στο ευρύ κοινό.
Ασφαλώς, οι λογικές πλάνες στην πολιτική ρητορική δεν αποτελούν αθώα εκφραστικά μέσα, αλλά επιτυγχάνουν επικίνδυνες διολισθήσεις νοήματος προς τις συμφέρουσες, κυρίαρχες εκδοχές που νομιμοποιούν αντιλαϊκές προτάσεις και εφαρμογές. Ας θυμηθούμε ένα χρόνο πριν τον πολυσυζητημένο ισχυρισμό του βουλευτή της ΝΔ, Κωνσταντίνου Κυρανάκη, ότι η κυβέρνηση δεν μειώνει τον ΦΠΑ στα βασικά είδη, όπως τα μακαρόνια, γιατί «οι πλούσιοι καταναλώνουν περισσότερα». Δηλαδή, όπως εξήγησε, θα αποδώσουν πιο πολύ φόρο στα κρατικά ταμεία, ώστε η κυβέρνηση να μπορεί να ενισχύσει, κατόπιν, «αδύναμους και μεσαία τάξη». Ως εκ τούτου, συνεπάγεται ότι ο ΦΠΑ στα βασικά είδη κατανάλωσης δεν πρέπει να μειωθεί (βλ. σχετικό ρεπορτάζ εδώ).
Τέτοιου είδους λογικές πλάνες πυκνώνουν τα τελευταία χρόνια, όσο πιο αναγκαία καθίσταται στη δημόσια σφαίρα η ανάγκη δημιουργίας συναίνεσης και επίκλησης της κοινωνικής συνοχής κατά την εφαρμογή νεοφιλελεύθερων πολιτικών, όπως όσων εκπορεύονται από το ΤΑΑ ή τις οδηγίες της ΕΕ. Χαρακτηριστική περίπτωση, τα επιχειρήματα που διακινήθηκαν πρόσφατα υπέρ του νέου φορολογικού νόμου με τίτλο «Μέτρα για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής» που ψηφίστηκε από τη βουλή στις 7/12, και περιλαμβάνει μια σειρά από επαχθή μέτρα για τους αυτοαπασχολούμενους ελεύθερους επαγγελματίες (σκληρά φοροελεγκτικά μέτρα, κατώτατο ετήσιο τεκμαρτό, περιορισμός και τιμωρία της χρήσης μετρητών, ενθάρρυνση καταγγελιών πολιτών και πολλές άλλες διατάξεις που πυκνώνουν και δυσκολεύουν την καθημερινή διεκπεραίωση της εργασίας του αυτοαπασχολούμενου).
Δηλώνει, λόγου χάριν, ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης: «Στο τέλος της ημέρας, για τον καθένα από εμάς, υπάρχει και η συνείδησή μας, η δική μου τουλάχιστον λέει ότι δεν μπορώ να δέχομαι ο ελεύθερος επαγγελματίας να πληρώνει πολύ λιγότερο φόρο από τον μέσο υπάλληλό του» (βλ. σχετικό ρεπορτάζ εδώ). Και αυτό αποτέλεσε το πιο ισχυρό επιχείρημα που ακούσαμε και διαβάσαμε να επαναλαμβάνεται συστηματικά, από πολιτικούς, δημοσιογράφους, οικονομικούς αναλυτές και ακαδημαϊκούς, όλο αυτό το διάστημα της συζήτησης για το σχετικό νομοσχέδιο. Δηλαδή, υποστηρίχτηκε παραστατικά ότι ο μεικτός κατώτατος μισθός ανέρχεται στα 780 ευρώ μηνιαίως και σε 10.920 ευρώ ετησίως (780×14), και αυτό σημαίνει ότι οι ελεύθεροι επαγγελματίες δεν θα μπορούν να δηλώνουν κάτω από 10.920 ευρώ τον χρόνο (βλ. σχετικό ρεπορτάζ εδώ). Αν αναλυθεί, όμως, το επιχείρημα αυτό έχει περίπου ως εξής:
Αν ισχύει ότι Α: οι υπάλληλοι στον ιδιωτικό τομέα έχουν μεικτό κατώτατο μισθό που ανέρχεται στα 780 ευρώ μηνιαίως και σε 10.920 ευρώ ετησίως,
και Β: οι ελεύθεροι επαγγελματίες πρέπει να βγάζουν ίσο ή παραπάνω ποσό από αυτό το προαναφερθέν εισόδημα,
τότε ισχύει το Γ: πολλοί ελεύθεροι επαγγελματίες δηλώνουν εισόδημα κάτω από 10.920 ευρώ τον χρόνο, άρα φοροδιαφεύγουν.
Δεν στέκει βέβαια ο παραπάνω συλλογισμός, αφού η μία προκείμενη, η Β, είναι αυθαίρετη. Προκύπτει από μία εξίσου αυθαίρετη αναγωγή σε, και σύγκριση με ένα εισόδημα που εκλαμβάνεται αξιωματικά ως το τουλάχιστον κατώτατο που θα μπορούσε να βγάλει ο ελεύθερος επαγγελματίας. Η ισχύς του συλλογισμού εδράζεται στον “κοινό νου”, σε μια απλοϊκή εις άτοπον απαγωγή (δεν είναι δυνατόν η πλειονότητα των αυτοαπασχολούμενων να δηλώνει ελάχιστα ή μηδενικά εισοδήματα, να δηλώνει ο εργοδότης λιγότερα και από το μισθό του υπάλληλού του), και στο δήθεν περί δικαίου αίσθημα.
Αυτό που επιχειρείται, έτσι, είναι η κατασκευή μιας κατηγορίας παραβατικών, μη συμμορφούμενων, παρασιτικά επιβιούντων εργαζομένων εις βάρος των υπόλοιπων (είθισται αυτό το φαινόμενο να αποκαλείται και με τον όρο “κοινωνικός αυτοματισμός”). Ο ελεύθερος επαγγελματίας αντιμετωπίζεται σαν ένας μεγάλος επιχειρηματίας που πρέπει να ανοίγει θέσεις εργασίας, να είναι εξωστρεφής, να έχει πελάτες στο εξωτερικό κ.λπ., με λίγα λόγια, με τεχνοκρατικούς όρους, “να παράγει υπηρεσίες μεγάλης αξίας”.
Αγνοείται σκόπιμα, ότι μεγάλο μέρος των αυτοαπασχολούμενων στην Ελλάδα (μια γενικότερη επισκόπηση δείχνει ότι ισχύει και σε πολλές άλλες χώρες αυτό), εργάζεται ατομικά, δεν προσλαμβάνει δηλαδή υπαλλήλους, άλλες επιχειρήσεις είναι οικογενειακές, άλλες φυτοζωούν κ.ο.κ. Η ανάπτυξη της αυτοαπασχόλησης ως μορφής εργασίας συχνά είναι επακόλουθο οικονομικής ύφεσης και δυσπραγίας, και όχι μιας αντίθετης συνθήκης, δεδομένου ότι μπορεί να προκύπτει ως μοναδική διέξοδος που έχει κάποιος για να εργαστεί και, ως εκ τούτου, αποτελεί μια αναγκαστική επιλογή. Αναγκαστική επιλογή φαίνεται να είναι και στις πιο σύγχρονες μορφές ευέλικτης οικονομίας, που ευνοείται από τις ψηφιακές πλατφόρμες (η λεγόμενη gig οικονομία), π.χ. διανομείς φαγητού, όπου οι εργαζόμενοι εξωθούνται από τις εταιρείες να φύγουν από το καθεστώς μισθωτού και να μετατραπούν σε “συνεργάτες” freelancers.
Επιπλέον, ο αυτοαπασχολούμενος, πρέπει να εξασφαλίζει τα μέσα συντήρησης και αναπαραγωγής του ιδίου και της εργασίας του (σε αυτά μπορεί να περιλαμβάνονται τόσο αυτονόητα πράγματα όσο τα έξοδα λογιστή ή σύγχρονων ταμειακών μηχανών και pos, πληρωμές ΟΑΕΕ κ.α.). Παράλληλα, οδηγείται σε εντατικοποίηση αυτής της ίδιας της εργασίας του, με την παράταση του εργάσιμου χρόνου και την ψυχοσωματική εξουθένωση για να ανταπεξέλθει στον ανταγωνισμό της ελεύθερης αγοράς. Άλλες παράμετροι, όπως π.χ., ότι δεν δικαιούται επιδόματα, δεν υπάρχει μέριμνα για το τι θα γίνει σε περίπτωση που ασθενήσει, και όλα αυτά χωρίς ποτέ να έχει εγγυημένο εισόδημα, αποκρύπτονται εντελώς, όταν η δημόσια συζήτηση διεξάγεται με τους όρους που θέτουν αυθαίρετα οι εφαρμοστές των επαχθών νόμων.
Συνολικά, με τη συζήτηση περί πάταξης της φοροδιαφυγής, επιτυγχάνεται μια αυξανόμενη σύγχυση σε σχέση με την ολοένα και πιο επισφαλή φύση της εργασίας του ελεύθερου επαγγελματία, που αντιμετωπίζεται ως καπιταλιστής που κερδίζει πολλαπλάσια απ’ ό,τι ο εργαζόμενός του. Αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας, εργασιακά δικαιώματα και επαρκές εισόδημα διαβίωσης είναι, ωστόσο, αιτήματα της εργατικής τάξης που δεν αφήνουν κατά μέρος τους αυτοαπασχολούμενους.
Το πνεύμα του νέου νομοσχεδίου είναι σύμφωνο με τις πολιτικές οδηγίες της ΕΕ, του ΤΑΑ, και εξάλλου με τα πορίσματα της επιτροπής Πισσαρίδη που ζητούν επιτακτικά αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας, με αύξηση του μεγέθους και της ανταγωνιστικότητας της επιχειρηματικότητας και μείωση της αυτοαπασχόλησης.
Όπως επισημαίνει ένας από τους υπέρμαχους του νέου νόμου, ο καθηγητής και επικεφαλής του Παρατηρητηρίου Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Οικονομίας του ΕΛΙΑΜΕΠ., Μάνος Ματσαγγάνης, σε μια χαρακτηριστική του είδους αρθρογραφία (βλ. εδώ), οι ελεύθεροι επαγγελματίες έχουν ευεργετηθεί υπέρμετρα από το ελληνικό κράτος εις βάρος των υπόλοιπων φορολογούμενων, αλλά είναι αχάριστοι και φοροδιαφεύγουν «κατά συρροήν και κατ’ εξακολούθησιν». Εφεξής, ο καθηγητής μας προτρέπει να ακολουθήσουμε τις συστάσεις Πισσαρίδη, (και το νέο νομοσχέδιο κινείται – κατά τον ίδιο – προς αυτήν την κατεύθυνση), περιορίζοντας σθεναρά την κρατική επιδότηση – και άρα τα κίνητρα – της αυτοαπασχόλησης.
Έτερος διαπρύσιος κήρυκας του νεοφιλελευθερισμού, ο Αρίστος Δοξιάδης, σε άρθρο του στην εφημ. Καθημερινή (βλ. εδώ), υποστηρίζει τη θέση ότι «η αυτοαπασχόληση εμποδίζει την ανάπτυξη» και πρέπει να περιοριστεί, καθώς τα μεγέθη των αυτοαπασχολούμενων στην Ελλάδα είναι δυσανάλογα μεγάλα, σε σχέση με τα αντίστοιχα της ΕΕ, αλλά και σε σχέση με την συνεισφορά τους στους οικονομικούς δείκτες που χρησιμοποιούνται για να μετρήσουν την ανάπτυξη και τη σύγκλιση με το νέο παραγωγικό μοντέλο της “εξωστρεφούς οικονομίας”. Ειδικότερα, συστήνει να παταχθούν τα τρία αρνητικά χαρακτηριστικά «που συσχετίζονται στατιστικά, αλλά και αιτιακά, με το ελεύθερο επάγγελμα: η φοροδιαφυγή, η οικονομική εσωστρέφεια και η χαμηλή παραγωγικότητα». Διαφορετικά, καταλήγει, θα είμαστε μέσα στην Ευρώπη «οι γραφικοί φτωχοί γείτονες» (η επίκληση της υστέρησής μας από το ευρωπαϊκό πρότυπο αποτελεί μόνιμη επωδό του τεχνοκρατικού και εκσυγχρονιστικού λόγου, γι’ αυτό το θέμα βλ. παλαιότερο κείμενό μου στο Ατέχνως εδώ).
Όλη αυτή η συλλογιστική, όλα τα επιχειρήματα που αναφέραμε εδώ ως παραδείγματα μιας ρητορικής ενάντια στον ελεύθερο επαγγελματία, μας φέρνουν στην καρδιά της πιο σκοτεινής νεοφιλελεύθερης πολιτικής, όπως εφαρμόζεται στις ΗΠΑ και τη Μ. Βρετανία, που στοχεύουν ακριβώς στην υπεφορολόγηση και τον περιορισμό των μικρών αυτοαπασχολούμενων, προς όφελος της αύξησης του μεγέθους των ισχυρών εταιρειών και της οικονομίας της πλατφόρμας.
Η πλειονότητα όσων σήμερα επιλέγουν την αυτοαπασχόληση, το κάνουν είτε από την ανάγκη επιβίωσης, ελλείψει εναλλακτικής, είτε γιατί πράγματι βάσει των σπουδών τους και των εξειδικεύσεών τους αναζητούν αυτονομία, ενδυνάμωση, έλεγχο της εργασίας τους, ηθική ικανοποίηση, και, γιατί όχι, σιγουριά και σταθερότητα. Αυτές οι αρχές και αξίες, όμως, απέχουν παρασάγγας από αυτές που προωθεί το νεοφιλελεύθερο μοντέλο της άκρατης επιχειρηματικότητας, του ανταγωνισμού και της ευελιξίας, του αλλοτριωμένου εργαζόμενου, της επιδίωξης της μεγιστοποίησης του κέρδους, του ρίσκου, και που επιχειρεί να τις αποδώσει βίαια στον αυτοαπασχολούμενο/ freelancer.
Αυτή η αντίφαση ανάμεσα στις επιδιώξεις του μέσου αυτοαπασχολούμενου και στις στρεβλές απεικονίσεις που αυταρχικά επιβάλει το νεοφιλελεύθερο μοντέλο – και οι κρατικές πολιτικές που το υποθάλπουν με τους νόμους τους–, είναι ίσως το κλειδί για να κατανοήσουμε το διακύβευμα της σύγκρουσης γύρω από τη συμμόρφωση του “απείθαρχου” ελεύθερου επαγγελματία, και την εντατική ιδεολογική προπαγάνδα που καλλιέργησαν τα μίντια κατά το διάστημα που προηγήθηκε.
Ωστόσο, ακριβώς γι’ αυτό, η συζήτηση και ο αγώνας των αυτοαπασχολούμενων πρέπει να συνεχιστεί, ενάντια στην πολιτισμική ηγεμονία που έχει διεισδύσει καθολικά, επιχειρώντας να κατασκευάσει ένα νεοφιλελεύθερο υποκείμενο και να το καταστήσει φυσικό, επιβάλλοντας τη γλώσσα της επιχειρηματικότητας σε όλες τις διαστάσεις της ατομικής και συλλογικής ζωής, καταλαμβάνοντας ολοσχερώς το “πρόσωπο” του υποκειμένου. Πρόκειται για μια συζήτηση που αφορά την εργατική τάξη και τους αγώνες της, που σε συμβολικό επίπεδο πρέπει να ανατρέψουν την κανονικοποίηση ενός νεοφιλελεύθερου “εαυτού ‑ως- επιχείρησης”, που μπορείς να τον συλλάβεις και να τον διαχειριστείς μόνο μέσα από τις μεταφορές της αγοράς και της εμπορευματοποίησης.*
*Σημείωση:
Θα ήθελα να υπογραμμίσω με αφορμή το παρόν άρθρο, την εξαιρετική συμβολή της ανθρωπολογίας στην προσέγγιση του νεοφιλελευθερισμού (βλ. ενδεικτικά Tejaswini Ganti, «Neoliberalism», Annual Review of Anthropology, 2014 43:1, 89–104), με την στροφή τα τελευταία χρόνια του ανθρωπολογικού ενδιαφέροντος στην ανάδειξη μιας εθνογραφικά πλαισιωμένης νεοφιλελεύθερης πραγματικότητας. Στην ίδια γραμμή προσέγγισης, η ανθρωπολόγος Ilana Gershon, αναπτύσσει μια συζήτηση για τις τεχνικές συγκρότησης του νεοφιλελεύθερου υποκειμένου. Η Gershon διαπιστώνει τη νεοφιλελεύθερη στροφή που προσλαμβάνει τον εαυτό ως επιχείρηση που μπορείς να διαχειριστείς ως οιωνεί μάνατζερ και παράγεται στο πλαίσιο των συναλλαγών και των απαιτήσεων της καπιταλιστικής αγοράς. Αυτός ο νεοφιλελεύθερος εαυτός πρέπει να είναι ευέλικτος, πάντα έτοιμος να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της αγοράς, συνάπτει επωφελείς κοινωνικές σχέσεις που του αποδίδουν οικονομικά και συντίθεται από ένα σύνολο δεξιοτήτων, ικανοτήτων προσαρμογής και αυτοφροντίδας. Σχετικές δουλειές της (όπως το άρθρο της Ilana Gershon, «Neoliberal agency», Current Anthropology (52:4): 537–555), μπορούν να αναζητηθούν στην σελίδα της στο Academia.edu.