Γράφει ο Αλέκος Χατζηκώστας //
Δήλωνε «κεντρώος στα φρονήματα» και ξεμπέρδευε εύκολα. Άλλωστε δεν γνώριζε ή καλύτερα δεν ήθελε να μπλέκει με τα πολιτικά. Τα θεωρούσε κάτι μακρινό από τη ζωή, που από φοιτητής είχε σχεδιάσει με επιμέλεια και τώρα απολάμβανε τους καρπούς της στάσης του. Λες και εκείνο το τραγούδι που είχε ακούσει, να είναι το μόνιμο μότο της ζωής του: «Είμαι μετρίως μέτριος/και πάντα μετρημένος».
Τη μόνη ρηξικέλευθη απόφαση που είχε πάρει στη ζωή, απ’ όσο θυμόταν, ήταν όταν τότε στις αρχές του ’80, παρά την αντίθετη γνώμη του πατέρα του είχε αποφασίσει να περάσει σ’ εκείνο το νεοδημιουργημένο Τμήμα της Πληροφορικής στα ΤΕΙ στο Αιγάλεω. Και δεν έκανε λάθος. Και καλή φοιτητική ζωή έκανε- πάντα χωρίς να μπλέκει με τον φοιτητικό σύλλογο ιδιαιτέρως- αλλά κυρίως απέκτησε ένα πτυχίο, στην κυριολεξία «χρυσό βραχιόλι» που του άνοιξε αμέσως τις πόρτες της επαγγελματικής αποκατάστασης.
Στα 30 του ήταν ήδη καθηγητής Πληροφορικής στη Μέση Εκπαίδευση, ενώ στις περιπλανήσεις του στα διάφορα σχολεία είχε και τα «τυχερά» του — ομορφάντρας γαρ- μέχρι τα 40 του, οπότε αποφάσισε να νοικοκυρευτεί με νεοδιορισμένη Φιλόλογο που συναντήθηκαν οι δρόμοι τους σε Λύκειο μικρής επαρχιακής πόλης. Και στο σχολείο έκανε τα απολύτως απαραίτητα, στόχος του να περνά απαρατήρητος, ενώ στις εκλογές της ΕΛΜΕ ψήφιζε πάντα με κύριο κριτήριο τις προσωπικές σχέσεις με υποψηφίους.
Όσο δε για τη συμμετοχή του στις βουλευτικές, το θεωρούσε «δημοκρατικό του δικαίωμα» αν και δεν ψήφιζε πάντα το ίδιο κόμμα. Τα πρώτα χρόνια ψήφιζε σταθερά – ως «κεντρώος» το ΠΑΣΟΚ, όμως στη συνέχεια ψήφισε και ΔΗΜΑΡ, ψήφισε και τον ΣΥΡΙΖΑ. Όχι ότι τον εξέφραζαν ιδεολογικά, όμως όλο και κάποιον γνωστό υποψήφιο είχε, όλο και κάτι εύρισκε να τον συγκινήσει στις θέσεις τους ή ίσως και από κάποια τάση, τώρα που έβλεπε τα χρόνια του υπόλοιπου εργασιακού του βίου να λιγοστεύουν, να το παίξει «επαναστάτης» και «αντισυστημικός» έστω και εκ του ασφαλούς.
Η τετραετία της «κυβέρνησης της πρώτης φοράς αριστεράς» τον απογοήτευσε. Το ίδιο και το στυλ της αντιπολίτευσης που άσκησε. Η άνοδος της Ν.Δ στην κυβέρνηση δεν τον ενθουσίασε, να όμως, ένιωθε μία κάποια ασφάλεια και κυρίως σκέφτηκε ότι αντιμετώπισε τις διάφορες κρίσεις που προέκυψαν χωρίς εξαλλοσύνες. Όσο δε για τα εκπαιδευτικά εκείνη η εμμονή της στην «αξιολόγηση» του είχε κουρελιάσει τα νεύρα.
Περισσότερο όμως τον νευρίαζε το μοναχοπαίδι του, που ετοιμαζόταν για τις Πανελλήνιες. Τι την ήθελε εκείνη τη συμμετοχή στις κινητοποιήσεις για τα Τέμπη. Και εκείνη η εφημερίδα με το σφυροδρέπανο που έκρυβε στη τσάντα του; Οι συμβουλές του να κοιτά τα μαθήματα και να προετοιμάζεται όσο το δυνατόν καλύτερα για τις εξετάσεις δεν έπιαναν φαίνεται τόπο. Ίσως δεν χρειάζονταν κιόλας μιας και επρόκειτο για αριστούχο μαθητή…
Στις εκλογές του Μαΐου, η σκέψη του και το…χέρι του πήγε παραπέρα. Ψήφισε έστω και με βαριά καρδιά για πρώτη φορά τη Ν.Δ και όπως εξήγησε στη γυναίκα του «κεντροδεξιό κόμμα είναι εξάλλου» και κυρίως «για να βγει αυτοδύναμη κυβέρνηση για να έχει ησυχία ο γιος μας, όταν θα έδινε Πανελλήνιες».
Οι ενδοσχολικές εξετάσεις του γιου του μέσα από την περίφημη «τράπεζα θεμάτων» τον ταρακούνησε και τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν θεώρησε και εξαιτίας της ειδικότητάς του, ως εύκολα αντιμετωπίσιμα και κυρίως προβλέψιμα…
Όταν όμως άκουσε τις δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου, καθώς και τον τρόπο που παρουσίασαν το γεγονός τα ΜΜΕ, το αίμα του ανέβηκε στο κεφάλι. Ιδίως εκείνο το σενάριο φτηνής κατασκοπευτικής ταινίας που δημιουργήθηκε «ότι υπάρχουν 165 εκατ. «χτυπήματα» από 114 χώρες με στόχο την Τράπεζα Θεμάτων!». Το θεώρησε προσβλητικό για τους ίδιους τους μαθητές αλλά και τους εκπαιδευτικούς. Και ιδιαίτερα γι’αυτόν που εδώ και δεκαετίες είναι η δουλειά του, ήταν η μεγαλύτερη προσβολή που μπορούσαν να του κάνουν. Και από πάνω αντί για ένα μεγάλο συγγνώμη, προσπάθεια για να «πετάξουν την μπάλα στην εξέδρα».
Την επόμενη μέρα που ο γιος του γύρισε με μία ακόμη ταλαιπωρία στις εξετάσεις, «ολιγόωρη» εξαιτίας του «θωρακισμένου ψηφιακού κράτους» από τις εξετάσεις, τον πήρε παράμερα και του είπε:
«Και κοίταξε στις επόμενες εκλογές του Ιούνη, φέρε μου να ρίξω το άλλο ψηφοδέλτιο. Ξέρεις εσύ…»