Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τσαρλς Μπουκόφσκι: Μην κλαις για μένα, πρέπει να δεχτούμε το χαμένο στοίχημα μας

Γρά­φει ο \\ Αστέ­ρης Αλα­μπής _Μίδας

Μυαλό και Καρδιά 

Αλό­γι­στα είμα­στε μόνοι
για πάντα μόνος (είμαι)
και ήταν γρα­φτό να είναι
έτσι,

Δεν εννο­ή­θη­κε ποτέ
να είναι διαφορετικά –

Και όταν ο αγώ­νας του θανάτου
αρχίζει
το τελευ­ταίο πράγ­μα που θέλω να δω
είναι
ένα δαχτυ­λί­δι από ανθρώ­πι­να πρόσωπα
να αιω­ρεί­ται από πάνω μου -
καλύ­τε­ρα μόνο οι παλιοί μου φίλοι,
τα τεί­χη του εαυ­τού μου,
να είναι μόνο αυτοί εκεί.

Έχω μεί­νει μόνος αλλά σπάνια
μοναχικός.
Έχω ικα­νο­ποι­ή­σει τη δίψα μου
στο πηγάδι
του εαυ­τού μου
και αυτό το κρα­σί ήταν καλό,
το καλύ­τε­ρο που είχα ποτέ,

και από­ψε
συλλογίζομαι
κοι­τά­ζο­ντας επί­μο­να στο σκοτάδι

Τώρα κατά­λα­βα επιτέλους
το σκο­τά­δι και το
φως και τα πάντα
ανάμεσα.

ψυχι­κή γαλή­νη και καρδιά
(κατα)φτάνει
όταν δεχό­μα­στε τι
είναι:

έχο­ντας υπάρξει
γεν­νη­μέ­νοι σε αυτή την
παρά­ξε­νη ζωή…
πρέ­πει να δεχτούμε
το χαμέ­νο στοί­χη­μα μας
ημέρες

και πάρ­τε λίγη ικανοποίηση
στην ευχα­ρί­στη­ση του
να τα αφή­νεις όλα
πίσω.

μην κλαις για μένα. 
μη στε­να­χω­ριέ­σαι για μένα.

Διά­βα­σε
αυτό που έγραψα
έπειτα
Ξέχνα το
_όλα.

πιες από το πηγάδι
του εαυ­τού σου

και φτου κι απ’ την αρχή
(πάλι).

Factotum

Factotum σημαί­νει “χει­ρώ­ναξ”, ο ανει­δί­κευ­τος εργά­της! Τέτοιος εργά­της υπήρ­ξε πολ­λές φορές, και για μεγά­λα δια­στή­μα­τα της ζωής του, ο τρα­γι­κός πράγ­μα­τι, Γερ­μα­νο-πωλο­νο-αμε­ρι­κά­νος συγ­γρα­φέ­ας Τσαρλς Μπου­κόφ­σκι! Πέθα­νε σαν χθες, 9 Μάρ­τη 1994

Και λέμε τρα­γι­κός, για­τί ο γεν­νη­μέ­νος στη Γερ­μα­νία (1920), από Πολω­νό πατέ­ρα (φαντά­ρο του αμε­ρι­κα­νι­κού στρα­τού στη Γερ­μα­νία, στον Α’ παγκό­σμιο πόλε­μο), και Γερ­μα­νί­δα μητέ­ρα (γνω­ρί­στη­καν κατά τη διάρ­κεια του πολέ­μου), Αμε­ρι­κα­νός «περι­θω­ρια­κός» συγ­γρα­φέ­ας, είχε μια δύσκο­λη και τρα­γι­κή, κατά μία έννοια, ζωή.

Ο πατέ­ρας Μπου­κόφ­σκι, η μητέ­ρα και ο μόλις 2χρονος Τσαρλς, το 1922 φτά­νουν στην Αμε­ρι­κή και εγκα­θί­στα­νται στο Λος Αντζε­λες. Πέρα από την εχθρό­τη­τα των γει­τό­νων, για τη γερ­μα­νι­κή κατα­γω­γή του, έχει να αντι­με­τω­πί­σει και το βίαιο πατέ­ρα του, ο οποί­ος τον ταλαι­πω­ρεί μέχρι και πέρα από την εφη­βεία του. Σαν να μην έφτα­ναν όλα αυτά, μια αρρώ­στια, η οποία σχε­τι­ζό­τα­νε με την ακμή, μετα­μορ­φώ­νει (σημα­δεύ­ει) φρι­κτά το πρό­σω­πό του! Στη γωνία τον περι­μέ­νει το ποτό! Γίνε­ται από νωρίς αλκοολικός!

Ο Μπου­κόφ­σκι, «μοι­ραία» περ­νά­ει στο περι­θώ­ριο. Στο περι­θώ­ριο που γίνε­ται και το «θέμα» του μεγα­λύ­τε­ρου, για να μην πού­με ολό­κλη­ρου, του συγ­γρα­φι­κού του έργου. Εκεί μέσα (στο περι­θώ­ριο) θα ζήσει, θα κάνει έρω­τα, θα αγα­πή­σει, θα παντρευ­τεί (δυο φορές), θα κάνει παι­διά (μια κόρη), θα πεθά­νει (1994)!

Για να επι­βιώ­σει, μέχρι να έρθει η επι­τυ­χία (πρώ­τα έγι­νε απο­δε­κτός από την Ευρώ­πη και μετά από την πατρί­δα του, την Αμε­ρι­κή), ο Μπου­κόφ­σκι κάνει διά­φο­ρες χει­ρω­να­κτι­κές εργα­σί­ες (οδη­γός φορ­τη­γού, χει­ρι­στής ασαν­σέρ, εργά­της σε εργο­στά­σιο παρα­σκευ­ής σκυ­λο­τρο­φών κι άλλες παρό­μοιες «δου­λιές του ποδα­ριού») και παράλ­λη­λα γρά­φει. Γρά­φει για να ανα­κου­φι­στεί και για να ξεφύ­γει από την απο­πνι­κτι­κή ζωή του.

Και ενώ ο Μπου­κόφ­σκι άρχι­σε να γρά­φει από το 1941, η επι­τυ­χία ήρθε μόλις μετά το 1980! Και αφού πρώ­τα (1970) ο φίλος του εκδό­της Τζον Μάρ­τιν του «έκο­ψε» ένα ισό­βιο μισθό (100 δολά­ρια τη βδομάδα).

Απαλ­λαγ­μέ­νος ο Μπου­κόφ­σκι από την αγω­νία και το άγχος της επι­βί­ω­σης, στο μετα­ξύ είχε μετα­κο­μί­σει από το Λος Αντζε­λες στη Νέα Υόρ­κη, αφο­σιώ­θη­κε ολο­κλη­ρω­τι­κά στο γρά­ψι­μο. Ενα γρά­ψι­μο βιω­μα­τι­κό και γι’ αυτό, ως ένα σημείο, αλη­θι­νό. Στα μέσα του 1980 και μέχρι το τέλος της ζωής του, ο Μπου­κόφ­σκι ζει, επί τέλους, μέσα στην ασφά­λεια και στην ανα­γνώ­ρι­ση. Στο μετα­ξύ, βέβαια, ο ίδιος έχει γίνει κομμάτια!

Η ται­νία του Μπεντ Χάμερ (έγρα­ψε και το σενά­ριο, μαζί με τον Τζιμ Σταρκ), «Factotum» (στα ελλη­νι­κά με τον αδό­κι­μο τίτλο “Παρακ­μή”, που στη­ρί­ζε­ται στο ομό­τι­τλο μυθι­στό­ρη­μα του Τσαρλς Μπου­κόφ­σκι, περι­γρά­φει ένα «μικρό» μέρος από την τρα­γω­δία που ανα­φέ­ρα­με πιο πάνω! Μας διη­γεί­ται ένα «κομ­μά­τι» από τη ζωή του Χέν­ρι Τσι­νά­κι (Henry Charles “Hank” Chinaski _του λογο­τε­χνι­κού alter ego του Μπου­κόφ­σκι, που εμφα­νί­ζε­ται σε πέντε από τα μυθι­στο­ρή­μα­τα του, σε μια σει­ρά από διη­γή­μα­τα και ποι­ή­μα­τά του και τις ται­νί­ες Barfly και Factotum.).

Η κινη­μα­το­γρα­φι­κή διή­γη­ση, απλή και στρω­τή, χωρίς εξε­ζη­τη­μέ­νες γωνιές λήψης και εντυ­πω­σια­κά πλα­να­ρί­σμα­τα, κλα­σι­κή θα έλε­γε κανείς, είναι απαλ­λαγ­μέ­νη από σκό­πι­μες ‑και περιτ­τές- συγκι­νή­σεις. Ο σκη­νο­θέ­της αρνεί­ται να κατα­φύ­γει σε φτη­νές και «εντυ­πω­σια­κές» λύσεις. Θέλει να μας γνω­ρί­σει απλά το συγ­γρα­φέα, τον οποίο δεί­χνει να εκτι­μά! Και το κάνει αυτό με μεγά­λο σεβα­σμό. Όμως, ακρι­βώς αυτός ο σεβα­σμός και αυτή η εκτί­μη­ση, φαί­νε­ται, εμπό­δι­σε το δημιουρ­γό της ται­νί­ας, να κάνει μια βαθύ­τε­ρη ενδο­σκό­πη­ση του «φαι­νό­με­νου» Μπου­κόφ­σκι! Η ται­νία, τελι­κά, κατα­να­λώ­νε­ται στην εξω­τε­ρι­κή περι­γρα­φή. Σε εξω­τε­ρι­κά στιγ­μιό­τυ­πα. Δεν ανα­ζη­τεί και δε φτά­νει στις αιτί­ες. Παίρ­νει σαν δεδο­μέ­νη τη ζωή και τη στά­ση του συγ­γρα­φέα απέ­να­ντι σε αυτή τη ζωή. Και υπο­κύ­πτο­ντας, από σεβα­σμό και από την κακώς εννο­ού­με­νη εκτί­μη­ση, για τον άνθρω­πο και δημιουρ­γό Μπου­κόφ­σκι, προ­χω­ρά­ει ακό­μα περισ­σό­τε­ρο. Συμ­φω­νεί με τη στά­ση του συγ­γρα­φέα, αφή­νο­ντας ασχο­λί­α­στη την αδυ­να­μία του να ελέγ­ξει τις παρορ­μή­σεις του. Απο­δέ­χε­ται την επι­πό­λαιη και εξω­τε­ρι­κή συμπε­ρι­φο­ρά του.

Απο­τέ­λε­σμα: η ται­νία είναι μια μικρή «αγιο­γρα­φία».

Ο θεα­τής, αν θέλει να γνω­ρί­σει τον πραγ­μα­τι­κό Τσαρλς Μπου­κόφ­σκι, πρέ­πει να ξεπε­ρά­σει το σκό­πε­λο της αγιο­γρά­φη­σης. Πρέ­πει ο ίδιος, με τις δικές του πλη­ρο­φο­ρί­ες και τις δικές του ικα­νό­τη­τες, να μελε­τή­σει το «φαι­νό­με­νο» Μπου­κόφ­σκι δια­βά­ζο­ντας, όπως λέμε, ανά­με­σα από τις γραμ­μές της ται­νί­ας! Να ανα­ζη­τή­σει το «για­τί» των συμπε­ρι­φο­ρών και των πρά­ξε­ων του ήρωα. Να μην αρκε­στεί στον εντυ­πω­σια­σμό ενός, σε πρώ­τη ανά­γνω­ση, άκρι­τα ανυ­πά­κουου ανθρώ­που που περι­γρά­φει η ται­νία. Για­τί, η ανυ­πα­κοή του Μπου­κόφ­σκι, όπως αυτή εκφρά­ζε­ται στην ται­νία, δε συνο­δεύ­ε­ται από πολι­τι­κή πρό­τα­ση. Είναι απλώς, μια άρνη­ση! Μια «παι­δι­κή» άρνη­ση. Μια απλή άρνη­ση, ενός ατί­θα­σου παι­διού και όχι ενός ώρι­μου άντρα!

Δεν υπα­κούω στο σύστη­μα και περ­νάω στο περι­θώ­ριο δε σημαί­νει ήττα του συστή­μα­τος. Σημαί­νει ήττα δική σου! Σημαί­νει την κοπα­νάω. Αν, τελι­κά, κατα­φέ­ρω να την κοπα­νή­σω. Το σύστη­μα, ωστό­σο, παρα­μέ­νει εκεί. Έτοι­μο να κατα­σπα­ρά­ξει τον επό­με­νο Μπου­κόφ­σκι ή και εσέ­να, όταν σε ξανα­βρεί μπρο­στά του! Με άλλα λόγια, εγώ το βάζω στα πόδια και «γαία πυρί μει­χθή­τω» πίσω μου, δεν είναι στά­ση ζωής. Είναι υποχώρηση!

Εναν τέτοιο Μπου­κόφ­σκι μας γνω­ρί­ζει η ται­νία. Εναν Μπου­κόφ­σκι που τα βάζει με τα μικρο­α­φε­ντι­κά, όπως θα έκα­νε ο πρώ­τος απρο­σάρ­μο­στος νέος, και όχι έναν ώρι­μο συγ­γρα­φέα, που έχει κατα­λά­βει τους νόμους της κοι­νω­νί­ας και γι’ αυτό πιά­νει τον ταύ­ρο από τα κέρα­τα και τον χτυ­πά­ει σαν χτα­πό­δι! Αλλά, μπο­ρεί η ται­νία να έχει δίκιο! Για­τί, ίσως, ένας τέτοιος άνθρω­πος και συγ­γρα­φέ­ας να ήταν και ο αλη­θι­νός Μπουκόφσκι..!

Παί­ζουν: Ματ Ντί­λον, Λίλι Τέι­λορ, Μαρί­ζα Τόμεϊ.

Heinrich Karl Bukowski

Γεν­νή­θη­κε 16-Αυγού­στου-1920 —και έζη­σε κυρί­ως στο Λος Άντζε­λες. Έγρα­ψε πάνω από 50 βιβλία, καθώς και πολ­λά μικρό­τε­ρα κομ­μά­τια, και έχει ανα­γνω­ρι­στεί ως πολύ σημα­ντι­κός για το είδος του (#), ενώ συχνά ανα­φέ­ρε­ται από πολ­λούς συγ­γρα­φείς και ποι­η­τές ως μεγά­λη επιρ­ροή. Στα ελλη­νι­κά το όνο­μά του προ­φέ­ρε­ται σωστά “Μπου­κόβ­σκι” και όχι “Μπου­κόφ­σκι” [αγγλ.] ηχη­τι­κή σύζευ­ξη του “wsk”.

(#) Βρώ­μι­κος Ρεα­λι­σμός _Dirty Realism: λογο­τε­χνι­κό κίνη­μα που γεν­νή­θη­κε στη Βόρεια Αμε­ρι­κή την 10ετία 1970–1980 και χαρα­κτη­ρί­ζε­ται από αφαι­ρε­τι­κή αφή­γη­ση, κρα­τώ­ντας –υπο­τί­θε­ται, μόνο τα ουσιώ­δη στοι­χεία της. Το κίνη­μα προ­έρ­χε­ται από τον Μινι­μα­λι­σμό και όπως κι εκεί, έτσι και στον Βρώ­μι­κο Ρεα­λι­σμό κυριαρ­χούν η οικο­νο­μία λέξε­ων και οι επι­φα­νεια­κές περι­γρα­φές. Οι συγ­γρα­φείς που το ακο­λου­θούν έχουν την τάση να απο­φεύ­γουν τα επιρ­ρή­μα­τα και προ­τι­μούν να ορί­ζε­ται το νόη­μα από τα συμ­φρα­ζό­με­να, ενώ οι ήρω­ες των διη­γη­μά­των και των μυθι­στο­ρη­μά­των τους τεί­νουν να έχουν κοι­νό­τυ­πους χαρα­κτή­ρες. Μερι­κοί συγ­γρα­φείς του _εκτός του κατ’ αρχήν πατέ­ρα του κινή­μα­τος, Τσαρλς Μπου­κόφ­σκι είναι οι διη­γη­μα­το­γρά­φοι Ρέι­μοντ Κάρ­βερ (1938–1988), Τομπάιας Γουλφ (1945-), Ρίτσαρντ Φόρντ (1944-), Λάρυ Μπρά­ουν (1951–2004), Φρέ­ντε­ρικ Μπαρ­τέλμ (1943-), Κόρ­μακ Μακάρ­θυ (1933-), ο Πέντρο Χουάν Γκου­τιε­ρέζ (1950_) κά.

Στα αγγλι­κά ο όρος επι­νο­ή­θη­κε από τον Bill Buford του περιο­δι­κού Granta

Παιδικά και σχολικά χρόνια

Γεν­νή­θη­κε γερ­μα­νι­κή πόλη Andernach από Γερ­μα­νί­δα μητέ­ρα και πατέ­ρα έναν Αμε­ρι­κά­νο (πολω­νι­κής κατα­γω­γής) μέλος της στρα­τιω­τι­κής δύνα­μης που είχε παρα­μεί­νει στη Γερ­μα­νία μετά τον Α΄ Παγκό­σμιο Πόλε­μο (Ναι! για τους ιμπε­ρια­λι­στές, ίσχυε από πάντα το “τίνους είναι βρε γυναί­κα τα παι­διά”…) και η οικο­γέ­νεια μετα­νά­στευ­σε στο Λος Άντζε­λες όταν ο Τσαρλς ήταν μόλις δύο ετών.

Ο πατέ­ρας του ανα­φέ­ρε­ται συχνά κι από τον ίδιο ως εξαι­ρε­τι­κά βίαιος, συνε­χί­ζο­ντας μετα­ξύ άλλων να χρη­σι­μο­ποιεί τη γυναί­κα του ως σεξουα­λι­κό αντι­κεί­με­νο και φυσι­κά να είναι από­λυ­τα νομο­τα­γής στα αστι­κά κελεύ­σμα­τα της επο­χής. Κυριο­λε­κτι­κά παρά­σι­το της κοι­νω­νί­ας, σχε­δόν πάντα άνερ­γος _σε περί­ο­δο οικο­νο­μι­κής άνθη­σης των ΗΠΑ, προ κρί­σης προ­σπα­θού­σε να εμφυ­τεύ­σει στο παι­δί τα “ιδα­νι­κά” του, ώστε εκεί­νο “να γίνει ένα παρα­γω­γι­κό και ωφέ­λι­μο μέλος της κοι­νω­νί­ας”, συνή­θως δέρ­νο­ντας τον Τσαρλς, αλλά  και τη μάνα του. Όλα αυτά σημά­δε­ψαν τον Μπου­κόβ­σκι, που νιώ­θο­ντας εγκα­τα­λειμ­μέ­νος και ζώντας στην απο­μό­νω­ση, “μου­λα­ρώ­νει” _όχι μόνο απέ­να­ντι στον πατέ­ρα του, αλλά και σε ολό­κλη­ρη την κοινωνία.

Ο πατέ­ρας του τον επη­ρέ­α­σε πάρα πολύ στη ζωή του αλλά και στα γρα­πτά του όντας βασι­κός χαρα­κτή­ρας στη θεμα­το­λο­γία του, ακό­μα και στα τελευ­ταία του ποι­ή­μα­τα στο κρε­βά­τι ενός νοσο­κο­μεί­ου, λίγο πριν πεθάνει.

Σ’ ότι αφο­ρά τη μητέ­ρα του είχε μετα­τρα­πεί σε ένα πραγ­μα­τι­κό υπο­χεί­ριο που αγό­ταν και φερό­ταν και ήταν ανί­κα­νη να του προ­σφέ­ρει οτι­δή­πο­τε, μάλι­στα έγι­νε έξαλ­λη όταν ανα­κά­λυ­ψε κάποια πρώ­τα κεί­με­νά του, και _όπως χαρα­κτη­ρι­στι­κά ανα­φέ­ρε­ται “τάι­σε τη μηχα­νή κου­ρέ­μα­τος του γκα­ζόν

Κατά τα σχο­λι­κά του χρό­νια, ο Μπου­κόβ­σκι διά­βα­σε ‑διά­βα­σε πολύ και όταν απο­φοί­τη­σε, γρά­φτη­κε στο κολέ­γιο του Λος Άντζε­λες για να σπου­δά­σει δημο­σιο­γρα­φία και λογο­τε­χνία, ώστε να γίνει συγ­γρα­φέ­ας, ενώ έφυ­γε από το σπί­τι του και έζη­σε σαν αλή­της ταξι­δεύ­ο­ντας προς την Ατλά­ντα, όπου μένο­ντας σε μια παρά­γκα …τρε­φό­ταν καθη­με­ρι­νά με σοκο­λά­τες. Ανα­γκά­στη­κε να γυρί­σει, φυσι­κά στο σπί­τι του, κάτι που θα επα­να­λάμ­βα­νε συχνά χρό­νο με το χρό­νο αφού δεν θα είχε που­θε­νά αλλού να πάει.

Μια ακόμη περίοδος άσωτης αναζήτησης

Όταν η Αμε­ρι­κή πήρε μέρος _με τον τρό­πο που πήρε στον Β΄ Παγκό­σμιο, φίλοι του και μαζί ο πατέ­ρας του, τον πίε­σαν να κατα­τα­γεί στο στρα­τό, αλλά ο ίδιος δεν ήθε­λε να πάει στον πόλε­μο, και “εξα­φα­νί­στη­κε”  περι­φε­ρό­με­νος άστε­γος εδώ κι εκεί, ενώ τον Αύγου­στο του 1944 κρί­θη­κε ακα­τάλ­λη­λος για στρα­τιω­τι­κή  θητεία, κατέ­λη­ξε 24χρονος και­ρό στη Νέα Υόρ­κη (κάθη­σε ελά­χι­στα –λίγους μήνες), όπου δημο­σί­ευ­σε το πρώ­το του διή­γη­μα “Aftermath of a Lengthy Rejection Slip” (Επα­κό­λου­θο ενός μακρο­χρό­νιου δελ­τί­ου απόρ­ρι­ψης)  στο περιο­δι­κό Story Magazine και δυο χρό­νια αργό­τε­ρα, κυκλο­φό­ρη­σε το “20 Tanks From Kasseldown” (θα δημο­σιευ­θεί στο Portfolio IΙΙ). Ο Μπου­κόβ­σκι απο­γοη­τεύ­τη­κε από τη αργή δια­δι­κα­σία εκδό­σε­ων των έργων του, στα­μά­τη­σε το γρά­ψι­μο για περί­που μία 10ετία, περι­φε­ρό­με­νος σε διά­φο­ρες πόλεις των Η.Π.Α, με επί­κε­ντρο το Λος Άντζε­λες. Την περί­ο­δο αυτή έκα­νε μια σει­ρά από απί­θα­νες δου­λειές του ποδα­ριού, ενώ κοι­μό­ταν εδώ κι εκεί. Η μόνη δου­λειά που “διάρ­κε­σε” (κι αυτή λιγό­τε­ρο από δύο χρό­νια) ήταν στις αρχές της 10ετίας του ’50, ως ταχυ­δρό­μος. Το 1955 μπή­κε αιμορ­ρα­γώ­ντας εσπευ­σμέ­να στο νοσο­κο­μείο από­ρων, με έλκος στο­μά­χου, που παρά λίγο να τον σκοτώσει.

Γεννιέται ο συγγραφέας 

Όταν βγή­κε από το νοσο­κο­μείο, ο Μπου­κόβ­σκι ξεκί­νη­σε να γρά­φει ποί­η­ση, αλλά δεν έτυ­χε ανα­γνώ­ρι­σης στην Αμε­ρι­κή, ούτε σε μεγά­λα περιο­δι­κά, ούτε στην ακα­δη­μία. Το 1957 παντρεύ­τη­κε την Barbara Frye, η οποία εξέ­δι­δε το ποι­η­τι­κό περιο­δι­κό Harlequin και άρχι­σε να δημο­σιεύ­ει δου­λειές του. Ο γάμος τους δεν κρά­τη­σε πάνω από δύο χρό­νια και μετά το δια­ζύ­γιο, ξανα­γύ­ρι­σε στο πιο­τό, την ποί­η­ση, αλλά και στο …ταχυ­δρο­μείο ως ταμί­ας, μια θέση την οποία κρά­τη­σε για πάνω από δώδε­κα χρόνια.

Η πρώ­τη του ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή “Flower, Fist and Bestial Wail” εκδό­θη­κε το 1959 σε ένα φυλ­λα­διά­κι σε 200 αντί­τυ­πα. Λίγο αργό­τε­ρα, ο Jon Edgar Webb ο οποί­ος εξέ­δι­δε το περιο­δι­κό “The Outsider”, εντυ­πω­σιά­στη­κε από τα ποι­ή­μα­τα του Μπου­κόβ­σκι και άρχι­σε να δημο­σιεύ­ει δου­λειές του. Του αφιέ­ρω­σε ένα ολό­κλη­ρο τεύ­χος με τίτλο “Outsider of the Year” και τελι­κά απο­φά­σι­σε να εκδώ­σει μια συλ­λο­γή της ποί­η­σης του. Έτσι άρχι­σε να απο­κτά φήμη σε underground περιο­δι­κά και εφη­με­ρί­δες, ενώ ξεκί­νη­σε και μια στή­λη στην εφη­με­ρί­δα “Open City” του Λος Άντζε­λες, με το όνο­μα “Notes of a Dirty Old Man” (“Σημειώ­σεις ενός πορ­νό­γε­ρου”). Τα κεί­με­να της στή­λης αυτής εκδό­θη­καν αργό­τε­ρα σε ξεχω­ρι­στό βιβλίο.

Ο Μπου­κόβ­σκι απέ­κτη­σε μεγά­λη φήμη στο εξω­τε­ρι­κό, και κυρί­ως στη Γερ­μα­νία, όπου μέχρι τα τέλη της δεκα­ε­τί­ας του ’70, ήταν ο πιο πετυ­χη­μέ­νος Αμε­ρι­κα­νός συγ­γρα­φέ­ας εκεί. Φήμη απέ­κτη­σε ακό­μη στη Γαλ­λία, αλλά και σε άλλα μέρη της Ευρώ­πης, όχι όμως και στις Η.Π.Α., όπου το κοι­νό δεν τον απο­δέ­χθη­κε, εκτός από ένα περιο­ρι­σμέ­νο αριθ­μό φανα­τι­κών οπα­δών του. Ο ίδιος βέβαια φερό­ταν προ­κλη­τι­κά, και βοή­θη­σε να γίνει το όνο­μά του δια­βό­η­το, προ­κα­λώ­ντας συνε­χώς αρνη­τι­κές κρι­τι­κές ενα­ντί­ον του.

$100 “For life”

Το 1969, ο John Martin, εκδό­της των Black Sparrow Press, προ­σφέ­ρει 100$ το μήνα στον Μπου­κόβ­σκι για το υπό­λοι­πο της ζωής του, υπό τον όρο να ασχο­λη­θεί μόνο με τη συγ­γρα­φή και ο Τσαρλς παραι­τεί­ται σε ηλι­κία 49 ετών από το ταχυ­δρο­μείο για να αφο­σιω­θεί στο γρά­ψι­μο. Όπως εξή­γη­σε κι ο ίδιος αργό­τε­ρα σε ένα γράμ­μα: Έχω μία από τις δύο επι­λο­γές — να παρα­μεί­νω στο ταχυ­δρο­μείο και να τρε­λα­θώ… ή να μεί­νω εκεί έξω, να το παί­ξω συγ­γρα­φέ­ας και να πεθά­νω της πεί­νας. Απο­φά­σι­σα να πεθά­νω της πεί­νας.”. Σε λιγό­τε­ρο από ένα μήνα, έγρα­ψε το πρώ­το του βιβλίο που ήταν το Post Office (Ταχυ­δρο­μείο) ‑εκδό­θη­κε το 1971.

Το 1976 ο Μπου­κόβ­σκι γνώ­ρι­σε την Linda Lee Beighle, ιδιο­κτή­τρια ενός εστια­το­ρί­ου και έγι­ναν ζευ­γά­ρι. Δυο χρό­νια αργό­τε­ρα, μετα­κό­μι­σε από την περιο­χή του ανα­το­λι­κού Χόλ­λυ­γουντ, στην κοι­νό­τη­τα του San Pedro, τη νοτιό­τε­ρη περιο­χή του Λος Άντζε­λες ‑όπου και πέθα­νε από λευ­χαι­μία λίγο και­ρό αφό­του είχε τελειώ­σει το τελευ­ταίο του βιβλίο “Αστυ­νο­μι­κό” (Pulp). Με τη Linda παντρεύ­τη­καν το 1985.

Στο μνή­μα του, κάτω από μια απλή ταφό­πλα­κα, μνη­μο­νεύ­ο­νται το όνο­μά του, οι ημε­ρο­μη­νί­ες γέν­νη­σης και θανά­του του, με το χαραγ­μέ­νο σύμ­βο­λο ενός πυγ­μά­χου ανά­με­σα τους _υποδηλώνοντας ότι η ζωή του ήταν αγώ­νας και την πολύ σύντο­μη επι­τά­φια προ­τρο­πή: Don’t try _“Μην προ­σπα­θείς, νόη­μα που έχει να κάνει και με το Mind & Heart, που ήδη ανα­φέ­ρα­με: “Εάν σπα­τα­λάς όλη σου την ώρα προ­σπα­θώ­ντας, τότε το μόνο που πράτ­τεις είναι να προ­σπα­θείς. Γι’ αυτό μην προ­σπα­θείς. Πρά­ξε” (“If you spend all your time trying, then all you’re doing is trying. So don’t try. Just do”).

Το 1963, ο Μπου­κόφ­σκι διη­γή­θη­κε σε ένα γράμ­μα στον John William Corrington πώς κάποιος τον ρώτη­σε κάπο­τε: «Πώς γρά­φε­τε, πώς δημιουρ­γεί­τε; Πως τα κατα­φέρ­νε­τε;» στην οποία, απά­ντη­σε: “Δεν προ­σπα­θείς. Αυτό είναι πολύ σημα­ντι­κό: να μην προ­σπα­θή­σου­με, είτε για μια Cadillac, για δημιουρ­γία πολύ περισ­σό­τε­ρο για αθα­να­σία _υστεροφημία. Περι­μέ­νεις και αν δεν συμ­βεί τίπο­τα, περι­μέ­νεις λίγο ακό­μα. Είναι σαν ένα ζωύ­φιο ψηλά στον τοί­χο. Περι­μέ­νεις να σου έρθει. Όταν πλη­σιά­σει αρκε­τά, απλώ­νεις το χέρι, και το σκο­τώ­νεις. Ή αν σου αρέ­σει η εμφά­νι­σή του, το κάνεις κατοικίδιο”…

Λοι­πόν, το κλει­δί για τη ζωή και την τέχνη, είναι όλα σχε­τι­κά με την επι­μο­νή; Υπο­μο­νή; Συγ­χρο­νι­σμός; Περι­μέ­νεις τη στιγ­μή σου; Ναι, αλλά όχι μόνο αυτά.

Προ­χω­ρώ­ντας στο 1990, ο Bukowski έστει­λε ένα γράμ­μα στον φίλο του William Packard και του υπεν­θύ­μι­σε: “Δου­λεύ­ου­με πάρα πολύ σκλη­ρά. Προ­σπα­θού­με πάρα πολύ. Μην προ­σπα­θείς. Μην δου­λεύ­εις. Είναι εκεί. Κοι­λο­πο­νώ­ντας μας κοι­τά­ει κατευ­θεί­αν, προ­σπα­θώ­ντας να βγει από την κλει­στή μήτρα. Υπήρ­ξε πάρα πολ­λή καθο­δή­γη­ση. Είναι όλα δωρε­άν, δεν χρειά­ζε­ται να μας το πουν. Τάξεις; Σχο­λεία; Τα μαθή­μα­τα είναι για γαϊ­δού­ρια. Το να γρά­ψεις ένα ποί­η­μα είναι τόσο εύκο­λο όσο να χτυ­πάς το κρέ­ας σου ή να πιεις ένα μπου­κά­λι μπύρα”.

“Το κλει­δί για να ζήσου­με μια καλή ζωή, για να δημιουρ­γή­σου­με σπου­δαία τέχνη — είναι επί­σης να μην σκε­φτό­μα­στε υπερ­βο­λι­κά τα πράγ­μα­τα ή να μην περ­νά­με καλά. Είναι να αφή­σου­με τα ταλέ­ντα μας να εμφα­νι­στούν, σχε­δόν σε στυλ τζε­ντάι. Ή μήπως …?”

Το 2005, ο Mike Watt (μπα­σί­στας για τους Minutemen, τους Firehose και τους Stooges) πήρε συνέ­ντευ­ξη από τη Linda Bukowski, τη σύζυ­γο του ποιητή:

Watt: Ποια είναι η ιστο­ρία: “Don’t Try”; Είναι από αυτό το κομ­μά­τι που έγραψε;

Linda: Βλέ­πεις αυτούς τους μεγά­λους τόμους βιβλί­ων; Ονο­μά­ζο­νται Who’s Who στην Αμε­ρι­κή. Είναι όλοι, καλ­λι­τέ­χνες, επι­στή­μο­νες, οτι­δή­πο­τε. Ήταν, λοι­πόν, εκεί μέσα και του ζήτη­σαν να κάνει λίγα πράγ­μα­τα για τα βιβλία που έχει γρά­ψει και το χαμό, το χατί­ρι, το χατί­ρι. Στο τέλος λένε, υπάρ­χει κάτι που θέλεις να πεις, ξέρεις, ποια είναι η φιλο­σο­φία της ζωής σου, και κάποιοι θα έγρα­φαν ένα τερά­στιο μακρο­σκε­λές άρθρο, μια δια­τρι­βή, και κάποιοι θα συνε­χί­σουν και θα συνε­χί­σουν. Και ο Hank απλώς είπε: «Μην Προ­σπα­θείς». Τώρα, για εσάς, τι νομί­ζε­τε ότι σημαί­νει αυτό;

Watt: Λοι­πόν, για μένα σήμαι­νε πάντα σαν να είσαι φυσικός.

Λίντα: Ναι, ναι.

Watt: Όχι σαν να είσαι τεμπέλης!

Linda: Ναι, έχω τόσες πολ­λές δια­φο­ρε­τι­κές ιδέ­ες από ανθρώ­πους που δεν κατα­λα­βαί­νουν τι σημαί­νει αυτό. Λοι­πόν, «Μην προ­σπα­θή­σεις; Απλά να είσαι χαλα­ρός; ξάπλω­σε πίσω; Ανα­πό­λη­σε;” Και δεν είμαι! Μην προ­σπα­θείς, κάνε. Για­τί αν ξοδεύ­εις τον χρό­νο σου προ­σπα­θώ­ντας κάτι, δεν το κάνεις… «ΜΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΕΙΣ».
Είναι Δευ­τέ­ρα. Βγες εκεί έξω. Απλά κάνε το. Υπο­μο­νε­τι­κά όμως. Και μην ιδρώσεις.

Ο Bukowski μισογύνης;

Παρά το γεγο­νός ότι έζη­σε τερά­στια εμπο­ρι­κή και κρι­τι­κή επι­τυ­χία ακό­μη και μετά θάνα­τον κατη­γο­ρή­θη­κε για μισο­γυ­νι­σμό τόσο κατά τη διάρ­κεια της ζωής του όσο και τα επό­με­να χρό­νια. Το βαρύ ποτό και οι μισαν­θρω­πι­κές ατά­κες του, καθώς και οι μαρ­τυ­ρί­ες των ανθρώ­πων που τον γνώ­ρι­ζαν καλά, δεί­χνουν ένα άτο­μο που ήταν επί­σης ικα­νό για βαθύ θυμό, ανα­σφά­λεια και δυσα­ρέ­σκεια. Αυτό όμως έκα­νε τον Μπου­κόφ­σκι μισο­γύ­νη; Το αρσε­νι­κό, παρ’ όλη την ανδρεία και την εξε­ρεύ­νη­ση του, είναι ο πιστός, αυτός που γενι­κά νιώ­θει αγά­πη. Το θηλυ­κό είναι επι­δέ­ξιο στην προ­δο­σία, στα βασα­νι­στή­ρια και στην καταδίκη.

Ο σαδι­στής πατέ­ρας και η παθη­τι­κή μητέ­ρα του έκα­ναν τη ζωή του νεα­ρού ζωντα­νή κόλα­ση, σύμ­φω­να με τις συνε­ντεύ­ξεις που έδω­σε ο ίδιος και την φαντα­στι­κή αφή­γη­ση που έγρα­ψε για την παι­δι­κή του ηλι­κία, το “Ham on Rye” Ζαμπόν στη σίκα­λη _Ένα μυθιστόρημα.

σσ:  Το Ham on Rye είναι ένα ημι-αυτο­βιο­γρα­φι­κό του μυθι­στό­ρη­μα του 1982, γραμ­μέ­νο σε πρώ­το πρό­σω­πο, που ακο­λου­θεί τον Henry Chinaski, το αδύ­να­το καλυμ­μέ­νο alter ego του Bukowski, στα πρώ­τα του χρό­νια. Γραμ­μέ­νο στη χαρα­κτη­ρι­στι­κά απλή πεζο­γρα­φία του, αφη­γεί­ται την ενη­λι­κί­ω­σή του στο Λος Άντζε­λες κατά τη διάρ­κεια της Μεγά­λης Ύφεσης.

Όπως και τα προη­γού­με­να έργα του, το Ham on Rye δια­δρα­μα­τί­ζε­ται στο Λος Άντζε­λες όπου μεγά­λω­σε και κρα­τά τις περι­γρα­φές του βασι­σμέ­νες στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, δίνο­ντας μεγα­λύ­τε­ρη προ­σο­χή στους ανθρώ­πους που απαρ­τί­ζουν το Λος Άντζε­λες παρά στην ίδια την πόλη.

Εκτός από τη σωμα­τι­κή και συναι­σθη­μα­τι­κή κακο­ποί­η­ση από τον πατέ­ρα του, ο νεα­ρός Μπου­κόφ­σκι μαστι­ζό­ταν επί­σης από τρο­με­ρή ακμή. Κοι­νω­νι­κά απο­τρα­βηγ­μέ­νος και ανί­κα­νος ερω­τι­κά να απο­κτή­σει γυναί­κα ως έφη­βος, δεν έχα­σε την παρ­θε­νιά του μέχρι τα 24.

Ειδι­κές κατη­γο­ρί­ες μισο­γυ­νι­σμού; η συζή­τη­ση για κάθε περί­πτω­ση υπο­τι­θέ­με­νου μισο­γυ­νι­σμού θα ήταν σαφώς ένα τερά­στιο, αν όχι απελ­πι­στι­κό έργο. Το δια­βό­η­το βίντεο του Μπάρ­μπετ Σρέ­ντερ, όπου ο Μπου­κόφ­σκι επι­τί­θε­ται σωμα­τι­κά στην τελευ­ταία του σύζυ­γο Λίντα Λι αφού την κακο­ποί­η­σε φρα­στι­κά, το λογο­τε­χνι­κό έργο του, ειδι­κά το μυθι­στό­ρη­μά του, Γυναί­κες, το οποίο έχει συχνά ανα­φερ­θεί ως το πιο προ­σβλη­τι­κό και επι­ζή­μιο σε σχέ­ση με το γυναι­κείο φύλο κλπ.

Ο Μαρξ και η αισθη­τι­κή, του Μιχα­ήλ Λίφσιτς

          Το τελευταίο του ποίημα μέσω fax

Στις 18 Φεβρουα­ρί­ου του 1994, ο Μπου­κόφ­σκι εγκα­τέ­στη­σε στο σπί­τι του ένα φαξ και έστει­λε αμέ­σως στον εκδό­τη του το πρώ­το του ποί­η­μα μέσω του και­νούρ­γιου του γκάτζετ:

Ω, συγ­χώ­ρε­σέ με για Ποιον Χτυ­πά­ει η Καμπάνα,
Ω, συγ­χώ­ρε­σέ με Άνδρα που περ­πά­τη­σες στο νερό,
Ω συγ­χώ­ρε­σέ με γέρο που έζη­σε σε ένα παπούτσι,
Ω συγ­χώ­ρε­σέ με βου­νό που βρυ­χή­θη­κες τα μεσάνυχτα
Ω, συγ­χώ­ρε­σέ μου τους βου­βούς ήχους της νύχτας, της μέρας και του θανάτου,

Ω, συγ­χώ­ρε­σέ μου τον θάνα­το του τελευ­ταί­ου όμορ­φου πάνθηρα,
Ω, συγ­χώ­ρε­σέ μου όλα τα βυθι­σμέ­να πλοία και τους ηττη­μέ­νους στρατούς,
Αυτό είναι το πρώ­το μου ΠΟΙΗΜΑ με FAX.

Είναι πολύ αργά:
Έχω παγιδευτεί.

Αυτό ήταν και το τελευ­ταίο του ποί­η­μα, αφού 18 ημέ­ρες αφό­του αγκά­λια­σε την νέα _για τότε, τεχνο­λο­γία, ο ποι­η­τής _ “τιμη­τής της αμε­ρι­κα­νι­κής κακο­ζω­ί­ας” (κατά Πίκο Αγέρ), πέθανε.

Ο Siddharth Pico Raghavan Iyer, γνω­στός ως Pico Iyer, είναι βρε­τα­νι­κής κατα­γω­γής δοκι­μιο­γρά­φος και μυθι­στο­ριο­γρά­φος, γνω­στός κυρί­ως για την ταξι­διω­τι­κή του γρα­φή και συγ­γρα­φέ­ας πολ­λών βιβλί­ων για τη δια­σταύ­ρω­ση πολι­τι­σμών (Video Night in Kathmandu, The Lady and the Monk, The Global Soul κά)

Σύμ­φω­να με τον Τζον Μάρ­τιν από την Black Sparrow Press, το ποί­η­μα Fax δεν έχει ποτέ εκδο­θεί ή συμπε­ρι­λη­φθεί σε βιβλίο.

Το Έργο του

Τα ποι­ή­μα­τα και τα διη­γή­μα­τά του εκδό­θη­καν από την Black Sparrow Press, σαν συλ­λο­γι­κοί τόμοι της δου­λειάς του. Ήταν πραγ­μα­τι­κά ένας πολύ παρα­γω­γι­κός συγ­γρα­φέ­ας. Έγρα­ψε χιλιά­δες ποι­ή­μα­τα, εκα­το­ντά­δες διη­γή­μα­τα και έξι μυθι­στο­ρή­μα­τα, με απο­τέ­λε­σμα να εκδο­θούν πάνω από 50 βιβλία του. Χρό­νια μετά το θάνα­τό του, συνε­χί­ζο­νται να εκδί­δο­νται βιβλία του με ανέκ­δο­το υλι­κό, ενώ ακό­μα και σήμε­ρα επα­νεκ­δί­δο­νται τα βιβλία του.

Επιρ­ρο­ές

Σημα­ντι­κή επιρ­ροή στο έργο του άσκη­σαν οι Anton Chekhov, Knut Hamsun, Ernest Hemingway, John Fante, Louis-Ferdinand Céline, Fyodor Dostoyevsky, D.H. Lawrence και άλλοι –και μαζί η κοι­νω­νία του Λος Άντζε­λες, που ήταν ένα από τα αγα­πη­μέ­να του θέμα­τα. Σε συνέ­ντευ­ξη που έδω­σε το 1974, είχε πει χαρα­κτη­ρι­στι­κά: “Μένεις σε μια πόλη όλη σου τη ζωή, και κατα­λή­γεις να ξέρεις κάθε δρό­μο. Γνω­ρί­ζεις ολό­κλη­ρο το χωρο­τα­ξι­κό σχέ­διο της πόλης. Έχεις μια εικό­να του που βρί­σκε­σαι. … Από τότε που μεγά­λω­σα στο Λ.Α., είχα πάντα τη γεω­γρα­φι­κή και πνευ­μα­τι­κή αίσθη­ση ότι ήμουν εδώ. Είχα αρκε­τό χρό­νο να μάθω την πόλη. Δεν μπο­ρώ να δω άλλο μέρος εκτός από το Λ.Α.”

Θεμα­το­λο­γία

Τα έργα του είναι στην συντρι­πτι­κή τους πλειο­ψη­φία αυτο­βιο­γρα­φι­κά, αν και ακό­μη κι αυτά, περιέ­χουν αρκε­τά φαντα­στι­κά στοι­χεία. Έχο­ντας ζήσει περί­που μια δεκα­ε­τία στο περι­θώ­ριο, μέσα από απο­ρία, αλκο­ο­λι­σμό και συνε­χείς καβγά­δες, συνέ­λε­ξε ένα τερά­στιο ποσό εμπει­ριών, τις οποί­ες και άρχι­σε να απο­τυ­πώ­νει σιγά σιγά στα γρα­πτά του. Η φιγού­ρα του πατέ­ρα του φαί­νε­ται πως τον κατα­διώ­κει συνε­χώς, απο­τυ­πώ­νο­ντας άλλο­τε μίσος και αηδία προς το πρό­σω­πό του, κι άλλο­τε μια ανθρώ­πι­νη κατα­νό­η­ση, ανα­γνω­ρί­ζο­ντας τις συν­θή­κες που δημιούρ­γη­σαν την προ­σω­πι­κό­τη­τα του.

Η εγκα­τά­λει­ψη, ο πόνος, η φτώ­χεια, η απελ­πι­σία, εκφρά­ζο­νται όλα μέσω των πρώ­ι­μων έργων του. Οι άνθρω­ποι που κατα­στρά­φη­καν επει­δή δεν τους δόθη­κε μια ευκαι­ρία, ή επει­δή απλά δεν μπο­ρού­σαν να κάνουν κάτι καλύ­τε­ρο στις ζωές τους. Αλκο­ο­λι­κοί, άστε­γοι, πόρ­νες, άνθρω­ποι που ζουν την κάθε στιγ­μή, χωρίς να περι­μέ­νουν τίπο­τα από το αύριο. Ο Μπου­κόβ­σκι κατά­φε­ρε να διεισ­δύ­σει στις ψυχές αυτών των ανθρώ­πων, και να παρου­σιά­σει τα ταλέ­ντα τους, τις προ­σω­πι­κό­τη­τές τους, την ανθρω­πιά τους. Με τρό­πο λυρι­κό και όχι επι­θε­τι­κό, κατα­κρί­νει τους πολι­τι­κούς, τους στρα­τιω­τι­κούς και τον πόλε­μο, το αμε­ρι­κά­νι­κο όνει­ρο και ολό­κλη­ρη την κοι­νω­νία. Μετά τη σχε­τι­κή ανα­γνώ­ρι­σή του και την εξέ­λι­ξη της κοι­νω­νι­κής του κατά­στα­σης, ο Μπου­κόβ­σκι αλλά­ζει λίγο και τη θεμα­το­λο­γία του. Παύ­ει να μιλά μόνο για ιστο­ρί­ες χαμέ­νων ανθρώ­πων. Συνα­να­στρε­φό­με­νος με δια­φο­ρε­τι­κούς ανθρώ­πους, διαν­θί­ζει τα έργα του με σαρ­κα­στι­κά σχό­λια για την και­νού­ρια του ζωή, ωρι­μά­ζο­ντας και μαλα­κώ­νο­ντας λίγο το ύφος του.

Από τη στιγ­μή του θανά­του του, ο Μπου­κόβ­σκι έχει γίνει θέμα πάμπολ­λων άρθρων κρι­τι­κής απέ­να­ντι στη ζωή και το έργο του. Αν και αγα­πή­θη­κε από πολ­λούς απλούς ανθρώ­πους και έγι­νε σύμ­βο­λο για ανθρώ­πους με ανι­κα­νό­τη­τες ή προ­βλή­μα­τα αλκο­ο­λι­σμού, οι ακα­δη­μαϊ­κοί κρι­τι­κοί έχουν δώσει ελά­χι­στη σημα­σία στα γρα­πτά του. Οι Jean Genet και Jean-Paul Sartre τον είχαν χαρα­κτη­ρί­σει ως τον “μεγα­λύ­τε­ρο ποι­η­τή” της Αμερικής.

Κώστας Καρυω­τά­κης ΑΠΑΝΤΑ μια άλλη ανάγνωση

Βιβλία

Σε παρέν­θε­ση εμφα­νί­ζε­ται ο ελλη­νι­κός τίτλος του έργου, εφ’ όσον υπάρχει

Flower, Fist and Bestial Wail (1960)

Longshot Pomes for Broke Players (1962)

Run with the Hunted (1962)

It Catches My Heart in Its Hand (1963)

Grip the walls (1964)

Cold Dogs in the Courtyard (1965)

Confessions of a Man Insane Enough to Live with Beasts (1965)

Crucifix in a Deathhand (1965)

All the Assholes in the World and Mine (1966)

The Genius of the Crowd (1966)

Night’s work (1966)

At Terror Street and Agony Way (1968)

Poems Written Before Jumping out of an 8 Story Window (1968)

A Bukowski Sampler (1969)

Days Run Away Like Wild Horses Over the Hills (1969)

If we take (1969)

Notes of a Dirty Old Man (1969) — (Σημειώ­σεις ενός Πορ­νό­γε­ρου Ι και ΙΙ)

Another Academy (1970)

Fire Station (1970)

Post Office (1971) — (Ταχυ­δρο­μείο) ― ελλην. μετά­φρ. Έφης Φρυ­δά, “ΟΔΥΣΣΕΑΣ”

Erections, Ejaculations, Exhibitions and General Tales of Ordinary Madness (1972) — (Ερω­τι­κές Ιστο­ρί­ες Καθη­με­ρι­νής Τρέλας)

Me and your sometimes love poems (1972)

Mockingbird, Wish Me Luck (1972)

South of No North (1973) — (Ιστο­ρί­ες μιας Θαμ­μέ­νης Ζωής)

Burning in Water Drowning in Flame: Selected Poems 1955–1973 (1974)

55 beds in the same direction (1974)

Factotum (1975) — (Άνθρω­πος για Όλες τις Δουλειές)

The Last Poem & Tough Company (1976)

Scarlet (1976)

Art (1977)

Love is a Dog from Hell (1977)

Legs, Hips and Behind (1978)

Women (1978) — (Γυναί­κες) ― ελλην. μετά­φρ. Χρύ­σας Τσα­λι­κί­δου, “ΟΔΥΣΣΕΑΣ”

You Kissed Lilly (1978)

A Love Poem (1979)

Play the Piano Drunk Like a Percussion Instrument Until the Fingers Begin to Bleed a Bit (1979)

Shakespeare Never Did This (1979)

Dangling in the Tournefortia (1981)

Ham on Rye (1982) — (Τοστ Ζαμπόν)

Horsemeat (1982)

The Last Generation (1982)

Bring Me Your Love (illustrated by Robert Crumb) (1983)

The Bukowski/Purdy Letters (1983)

Hot Water Music (1983) — (Πόλη των Αγγέ­λων) και (Βρώ­μι­κος Κόσμος)

Sparks (1983)

Going Modern (1984)

Horses Don’t Bet on People and Neither Do I (1984)

One For The Old Boy (1984)

There’s No Business (illustrated by Robert Crumb) (1984)

War All the Time: Poems 1981–1984 (1984)

Alone In A Time Of Armies (1985)

The Day it Snowed in L.A. (1986)

Gold In Your Eye (1986)

Relentless As The Tarantula (1986)

The Wedding (1986)

You Get So Alone at Times It Just Makes Sense (1986)

Luck (1987)

The Movie “Barfly” (1987)

Beauti-Ful (1988)

The Movie Critics (1988)

Roominghouse Madrigals: Early Selected Poems 1946–1966 (1988)

Hollywood (1989) — (Ηollywood)

If You Let Them Kill You They Will (1989)

Red (1989)

We Ain’t Got No Money Honey (1989)

Darkness & Ice (1990)

Not Quite Bernadette (1990)

Septuagenarian Stew: Stories and Poems (1990)

This (1990)

In The Morning And At Night (1991)

In The Shadow Of The Rose (1991)

People Poems (1991)

Last Night of the Earth Poems (1992)

Now (1992)

Three Poems (1992)

Between The Earthquake (1993)

Run with the Hunted: A Charles Bukowski Reader (1993)

Screams from the Balcony: Selected Letters 1960–1970 (1993)

Those Marvelous Lunches (1993)

Pulp (1994) — (Αστυ­νο­μι­κό)

Confession Of A Coward (1995)

Heat Wave (1995)

Living on Luck: Selected Letters 1960s-1970s, Volume 2 (1995)

Shakespeare Never Did This (augmented edition) (1995)

Betting on the Muse: Poems & Stories (1996)

The Laughing Heart (1996)

Bone Palace Ballet (1997)

A New War (1997)

The Captain Is Out to Lunch and the Sailors Have Taken Over the Ship (1998)

To Lean Back Into It (1998)

Reach for the Sun: Selected Letters 1978–1994, Volume 3 (1999)

The Singer (1999)

What Matters Most Is How Well You Walk Through the Fire (1999)

Open All Night (2000)

Popcorn In The Dark (2000)

Beerspit Night and Cursing: The Correspondence of Charles Bukowski and Sheri Martinelli 1960–1967 (2001)

The night torn mad with footsteps (2001)

Pink Silks (2001)

The Simple Truth (2002)

Sifting Through The Madness for the Word, The Line, The Way: New Poems (2003) — (Να Περι­φέ­ρε­σαι στην Τρέλα)

as Buddha smiles (2004)

The Flash of Lightning Behind the Mountain: New Poems (2004) — (Η Λάμ­ψη της Αστρα­πής Πίσω από το Βουνό)

Slouching Toward Nirvana (2005)

Come On In!: New Poems (2006)

Ελλη­νι­κές μεταφράσεις

Barry Miles — Η βιο­γρα­φία του Τσαρλς Μπου­κόβ­σκι, εισα­γω­γή, μετά­φρα­ση, επί­με­τρο: Γιάν­νης Λει­βα­δάς (Εξά­ντας 2019)

Η Μετα­μο­ντέρ­να Αμε­ρι­κα­νι­κή Ποί­η­ση, πρό­λο­γος, μετά­φρα­ση: Γ. Λει­βα­δάς (Κου­κού­τσι 2017)

Η απου­σία του ήρωα, μετά­φρα­ση Γ. Λει­βα­δάς, Ηρι­δα­νός 2014

Τοστ ζαμπόν, μετά­φρα­ση Γιώρ­γος — Ίκα­ρος Μπα­μπα­σά­κης, Μεταίχ­μιο 2013

Σκο­τώ­νο­ντας την ώρα, μετά­φρα­ση Γ. Λει­βα­δάς, Ηρι­δα­νός 2012

Ένα τετρά­διο με λεκέ­δες από κρα­σί, εισα­γω­γή και μετά­φρα­ση Γ. Λει­βα­δάς, Ηρι­δα­νός 2012

Η πιο όμορ­φη γυναί­κα στην πόλη, μετά­φρα­ση Γ. Λει­βα­δάς, Ηρι­δα­νός 2012

Στου τελευ­ταί­ου ποτη­ριού το σφυ­ρο­κό­πη­μα, εισα­γω­γή και μετά­φρα­ση Γ. Λει­βα­δάς, Ηρι­δα­νός 2010

Ο καπε­τά­νιος έχει κόψει αλυ­σί­δα και το πλοίο είναι στα χέρια των ναυ­τών, μετά­φρα­ση Γ. Λει­βα­δάς, Ηρι­δα­νός 2008

Ποι­ή­μα­τα, εισα­γω­γή και μετά­φρα­ση Γ. Λει­βα­δάς, Ηρι­δα­νός 2008

70 χρό­νια φαγού­ρα — Ποι­ή­μα­τα και διη­γή­μα­τα, μετά­φρα­ση Χαρά­λα­μπος Γιαν­να­κό­που­λος, Αθή­να: Ηλέ­κτρα, 2008

Να περι­φέ­ρε­σαι στην τρέ­λα, ανα­ζη­τώ­ντας τη λέξη, τον στί­χο, τη ζωή, μετά­φρα­ση Σώτη Τρια­ντα­φύλ­λου, Αθή­να: Ηλέ­κτρα, 2006

Τσαρλς Μπου­κόβ­σκι — Το μόνο που με νοιά­ζει είναι να ξύνο­μαι στη μασχά­λη, συνέ­ντευ­ξη του Τσαρλς Μπου­κόβ­σκι στη Fernanda Pivano, μετά­φρα­ση Λένα Ταχ­μα­ζί­δου, Αθή­να: Από­πει­ρα, 2006

Η λάμ­ψη της αστρα­πής πίσω απ’ το βου­νό, μετά­φρα­ση Σώτη Τρια­ντα­φύλ­λου επι­μέ­λεια Ανθή Μπίσ­σα, Αθή­να: Ηλέ­κτρα, 2005

Αστυ­νο­μι­κό, μετά­φρα­ση Γιώρ­γος Μπλά­νας, Αθή­να: Από­πει­ρα, 1996

Τρό­μου και αγω­νί­ας γωνία, μετά­φρα­ση Γιώρ­γος Μπλά­νας, Αθή­να: Από­πει­ρα, 1994

Hollywood, μετά­φρα­ση Λου­κάς Θεο­δω­ρα­κό­που­λος, Αθή­να: Από­πει­ρα 1990

Βρώ­μι­κος κόσμος, μετά­φρα­ση Έφη Καλ­λι­φα­τί­δη και Γιώρ­γος Μπλά­νας, Αθή­να: Από­πει­ρα, 1988

Υπε­ρα­στι­κό μεθύ­σι, μετά­φρα­ση Γιώρ­γος Μπλά­νας, Αθή­να: Από­πει­ρα, 1987

Η αγά­πη είναι ένας σκύ­λος απ’ την κόλα­ση: Ποί­η­ση 1960–1980, επι­λο­γή — μετά­φρα­ση Γιώρ­γος Μπλά­νας, Από­πει­ρα, 1986.

Σημειώ­σεις ενός πορ­νό­γε­ρου — Πεζά Β, μετά­φρα­ση Ντί­να Σώτη­ρα, Από­πει­ρα, 1984

Σημειώ­σεις ενός πορ­νό­γε­ρου — Πεζά Α, μετά­φρα­ση Τέος Ρόμ­βος, Από­πει­ρα, 1980

Ιστο­ρί­ες μιας θαμ­μέ­νης ζωής, μετά­φρα­ση Έφη Φρυ­δά, Αθή­να: Οδυσ­σέ­ας, 1982

Ταχυ­δρο­μείο, μετά­φρα­ση Έφη Φρυ­δά, Αθή­να: Οδυσ­σέ­ας, 1982

Γυναί­κες, μετά­φρα­ση Χρύ­σα Τσα­λι­κί­δου, Αθή­να: Οδυσ­σέ­ας, 1981

Άνθρω­πος για όλες τις δου­λειές, Αθή­να: Οδυσ­σέ­ας, 1981

Μπου­κόβ­σκι, επι­λο­γή από το έργο του, μετά­φρα­ση Αλέ­ξης Τραϊ­α­νός, Θεσ­σα­λο­νί­κη: Εγνα­τία, 1980

Ποι­ή­μα­τα καί πεζά, μετά­φρα­ση Αλί­κη Για­τρά­κου-Fossi, Αθή­να: Πρό­σπε­ρος, 1979

Ερω­τι­κές ιστο­ρί­ες καθη­με­ρι­νής τρέ­λας, μετά­φρα­ση Χρύ­σα Τσα­λι­κί­δου, Αθή­να: Οδυσ­σέ­ας, 1980

Ται­νί­ες

Μπου­κόβ­σκι Bukowski (1973) — ένα ντο­κι­μα­ντέρ διάρ­κειας μιας ώρας με παρα­γω­γό τον Taylor Hackford για την εκπαι­δευ­τι­κή τηλε­ό­ρα­ση KCET στο Λος Άντζε­λες (κέρ­δι­σε το Silver Reel Award στο San Francisco Film Festival).

Ιστο­ρί­ες Καθη­με­ρι­νής Τρέ­λας (Tales of Ordinary Madness) (1981) — ο Ben Gazzara παί­ζει τον Charles Serking, ένα χαρα­κτή­ρα χαλα­ρά συν­δε­δε­μέ­νο με τον αυτο­βιο­γρα­φι­κό χαρα­κτή­ρα του Μπου­κόβ­σκι, Χέν­ρι Τσι­νά­σκι (Henry Chinaski). Η αργή και δύσκαμ­πτη ται­νία δεν είχε ποτέ απή­χη­ση, και ο Μπου­κόβ­σκι — αν και ήταν φίλος με τον Gazzara — κακο­λό­γη­σε την ερμη­νεία του ηθοποιού.

Η ται­νία Barfly (1987) με πρω­τα­γω­νι­στή τον Μίκι Ρουρκ και γραμ­μέ­νο από τον ίδιο τον Μπου­κόβ­σκι, βασι­ζό­ταν στη ζωή του, με το βασι­κό χαρα­κτή­ρα να είναι το alter-ego του, Χέν­ρι Τσι­νά­σκι. Το μυθι­στό­ρη­μα Hollywood βασί­στη­κε στις δοκι­μα­σί­ες της κατα­σκευ­ής της ταινίας.

Τον ίδιο χρό­νο όπου το Barfly έκα­νε ντε­μπού­το (1987), βγή­κε και η βελ­γι­κή ται­νία “Τρε­λή Αγά­πη” (Crazy Love), σκη­νο­θε­τη­μέ­νη από τον Dominique Deruddere. Βασι­σμέ­νη στο διή­γη­μα του Μπου­κόβ­σκι, The Copulating Mermaid of Venice, California, και σε κομά­τια του “Τοστ Ζαμπόν” (Ham on Rye), η ται­νία εξι­στο­ρεί τη ζωή ενός άντρα, προ­βάλ­λο­ντας τρεις δια­φο­ρε­τι­κές βρα­διές δια­σκορ­πι­σμέ­νες μέσα σε 20 χρό­νια. Η Τρε­λή Αγά­πη μνη­μο­νεύ­τη­κε από τον Μπου­κόφ­σκι ως η αγα­πη­μέ­νη του κινη­μα­το­γρα­φι­κή δια­σκευή δου­λειάς του.

To 1988, ο Γάλ­λος σκη­νο­θέ­της Patrick Bouchitey σκη­νο­θέ­τη­σε την ται­νία μικρού μήκους Lune Froide (Ελλη­νι­κός τίτλος: Κρύο Φεγ­γά­ρι). Η ιστο­ρία είναι μια ερμη­νεία του διη­γή­μα­τος The Copulating Mermaid of Venice, California. Προ­σαρ­μό­στη­κε έπει­τα σε μια μεγα­λύ­τε­ρη έκδο­ση το 1991, με τον ίδιο τίτλο, αλλά και περι­λαμ­βά­νο­ντας αυτή τη φορά κομ­μά­τια από το βιβλίο Ερω­τι­κές Ιστο­ρί­ες Καθη­με­ρι­νής Τρέ­λας.

Ένα ντο­κι­μα­ντέρ με τον τίτλο Bukowski: Born Into This βγή­κε στους αμε­ρι­κα­νι­κούς κινη­μα­το­γρά­φους στις 9 Ιου­λί­ου, 2004, με γενι­κά καλές κρι­τι­κές. Ο ηθο­ποιός Σον Πεν όπως και οι μου­σι­κοί Τομ Γου­έιτς και Μπό­νο, φίλοι και θαυ­μα­στές του Μπου­κόβ­σκι, εμφα­νί­ζο­νται στην ταινία.

Μια δια­σκευή του μυθι­στο­ρή­μα­τος, “Άνθρω­πος για Όλες τις Δου­λειές” Factotum, γυρί­στη­κε στη Μινε­σό­τα το 2004. Σκη­νο­θε­τή­θη­κε από τον Bent Hamer, και ο Matt Dillon παί­ζει το ρόλο του Χέν­ρι Τσινάσκι.

Μια δια­σκευή του διη­γή­μα­τος του Μπου­κόβ­σκι, Bring Me Your Love, γυρί­στη­κε στη Νέα Υόρ­κη το 2006. Σκη­νο­θε­τή­θη­κε από τον ανε­ξάρ­τη­το φιλ­μο­πα­ρα­γω­γό Gui Teixeira.

Mind and Heart 

το πρω­τό­τυ­πο κείμενο

unaccountably we are alone
forever alone
and it was meant to be
that way,
it was never meant
to be any other way–
and when the death struggle
begins
the last thing I wish to see
is
a ring of human faces
hovering over me–
better just my old friends,
the walls of my self,
let only them be there.

I have been alone but seldom
lonely.
I have satisfied my thirst
at the well
of my self
and that wine was good,
the best I ever had,
and tonight
sitting
staring into the dark
I now finally understand
the dark and the
light and everything
in between.

peace of mind and heart
arrives
when we accept what
is:
having been
born into this
strange life
we must accept
the wasted gamble of our
days
and take some satisfaction in
the pleasure of
leaving it all
behind.

cry not for me.
grieve not for me.

read
what I’ve written
then
forget it
all.

drink from the well
of your self
and begin
again.

Με πλη­ρο­φο­ρί­ες για το “Factotum
και από τον Ριζοσπάστη

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο