Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τόμας Στερν Ελιοτ

Στις 4 Ιανουα­ρί­ου 1965 πέθα­νε ο Τόμας Στερν  Ελιοτ. Αγγλο­α­με­ρι­κα­νός ποι­η­τής και κρι­τι­κός με αναμ­φι­σβή­τη­το ποι­η­τι­κό κύρος και ταλέ­ντο. Γεν­νή­θη­κε  1888. Γεν­νή­θη­κε στον Άγιο Λου­δο­βί­κο του Μισού­ρι, στις ΗΠΑ, στις 26 Σεπτεμ­βρί­ου του 1888 από που­ρι­τα­νή αρι­στο­κρα­τι­κή οικο­γέ­νεια δια­πρε­πών επι­στη­μό­νων και ανα­τρά­φη­κε με τις αρχές του παπ­πού του που ήταν θεολόγος.

Σπού­δα­σε στην Ακα­δη­μία Σμιθ της Μασα­χου­σέ­της, βρα­βεύ­τη­κε με χρυ­σό μετά­λιο στα λατι­νι­κά από την Milton Academy. Σπού­δα­σε τέσ­σε­ρις γλώσ­σες: ελλη­νι­κά, λατι­νι­κά, γαλ­λι­κά, γερ­μα­νι­κά και συνά­μα μεσαιω­νι­κή ιστο­ρία, συγκρι­τι­κή φιλο­λο­γία και ιστο­ρία νεώ­τε­ρης φιλο­σο­φί­ας. Παρα­κο­λού­θη­σε επί­σης μαθή­μα­τα φιλο­σο­φί­ας στο Χάρ­βαρντ από τον Μπ. Ράσελ, το 1914 καθώς και σαν­σκρι­τι­κή και νεώ­τε­ρη ινδι­κή φιλο­σο­φία. Γνώ­στης της γαλ­λι­κής φιλο­λο­γί­ας επι­δό­θη­κε στην ποί­η­ση. Το 1915 ο Έλιοτ εγκα­τα­στά­θη­κε στο Λον­δί­νο παρα­δί­νο­ντας μαθή­μα­τα σε σχο­λεία και αργό­τε­ρα διο­ρί­στη­κε στη Lloyd’ s Bank του Λον­δί­νου όπου εργά­στη­κε οχτώ χρόνια.

«Στα πρώ­τα στά­δια, η ποί­η­ση του Ελιοτ χαρα­κτη­ρί­ζε­ται από το πνεύ­μα της τρα­γι­κό­τη­τας για την κατα­στρο­φή της προ­σω­πι­κό­τη­τας μέσα σε ένα πνευ­μα­τι­κό αδιέ­ξο­δο. Το πιο αντι­προ­σω­πευ­τι­κό του έργο θεω­ρεί­ται η «Ερη­μη Χώρα » (1922) όπου υπάρ­χει το μοτί­βο για την εξά­ντλη­ση της δημιουρ­γι­κής δύνα­μης της ανθρω­πό­τη­τας. Ο Ελιοτ, χωρίς συμ­βι­βα­σμούς, αρνή­θη­κε τον αστι­κό πολι­τι­σμό, κατέ­λη­ξε όμως σε συντη­ρη­τι­κές θέσεις, όπως η υπο­στή­ρι­ξη μια «κοι­νω­νί­ας αρμο­νί­ας» με τις αρχές της μοναρ­χί­ας. Ο Τ.Σ. Ελιοτ έπαι­ξε σημα­ντι­κό ρόλο στην ανά­πτυ­ξη της αγγλό­φω­νης ποί­η­σης»  (Πηγή: Ριζοσπάστης),

Το έργο του Τ.Σ Ελιοτ ευτύ­χη­σε να γνω­ρί­σει στην Ελλά­δα τη μετά­φρα­ση του Γ. Σεφέρη

Από­φα­γε, βαριέ­ται κι είναι κουρασμένη,
Κάνει μια από­πει­ρα να την μπλέ­ξει σε χάδια
Που εκεί­νη δεν ποθεί, μήτε αποδοκιμάζει.
Πυρός κι απο­φα­σι­στι­κός, ρίχνε­ται αμέσως•
Χέρια ερευ­νη­τι­κά δε συνα­ντούν αντίσταση•
Η ματαιο­δο­ξία του δεν απαι­τεί ανταπόκριση,
Και παίρ­νει για παρα­δο­χή την αδιαφορία.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο