Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τότε που ο “καλός μας άνθρωπος” ήθελε “μπάρμπα στην Κορώνη” για να γίνει αποδεκτός

Το 1969 _τέτοιες μέρες, στο θέα­τρο Αμι­ράλ (οδός Αμε­ρι­κής, του επι­χει­ρη­μα­τία Βαγ­γέ­λη Λιβα­δά) ανέ­βα­σε το θεα­τρι­κό έργο του Γιώρ­γου Λαζα­ρί­δη «Ο τρε­λός του Λού­να Παρκ και η Ατσί­δα». Ο θία­σος ήταν της Σμα­ρού­λας Γιού­λη (σύζυ­γος τότε του ΛιΒα­δά), αλλά σ’ αυτή την παρά­στα­ση, σ’ αυτό το έργο κυρί­αρ­χη προ­σω­πι­κό­τη­τα θα έπρε­πε να είναι ο Θανά­σης Βέγ­γος που μ’ αυτό το έργο έκα­νε ουσια­στι­κά το ντε­μπού­το του μετά από δύο τρεις απο­τυ­χη­μέ­νες από­πει­ρες στο παρελ­θόν και μάλι­στα στον πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρόλο).

Ήταν μια ξεχω­ρι­στή παρά­στα­ση. Παρ’ όλο που στην αρχή φαι­νό­ταν πως θα είχε μεγά­λη επι­τυ­χία _το άξι­ζε, τις πρώ­τες δύο εβδο­μά­δες δεν πάτη­σε άνθρω­πος να το δει. Κάποια στιγ­μή όμως, μια Τετάρ­τη στη λαϊ­κή-απο­γευ­μα­τι­νή ξαφ­νι­κά μπή­κε στην αίθου­σα και κάθι­σε στην τελευ­ταία σει­ρά ‑ενός στην ουσία άδειου, με ελά­χι­στους 5–10 θεα­τές θεά­τρου- ο Δημή­τρης Χορν. Μετά την παρά­στα­ση πήγε στα παρα­σκή­νια ενθου­σια­σμέ­νος και μίλη­σε με τα πιο θερ­μά λόγια, για το έργο και πάνω απ’ όλα για τον Βέγ­γο _«καταπληκτικό έργο _καταπληκτικό ηθο­ποιό», είπε στον Βαγ­γέ­λη Λιβα­δά με τη γεν­ναιο­δω­ρία που τον διέ­κρι­νε και ακού­γο­ντας (αλλά και βλέ­πο­ντας την εισπρα­κτι­κή απο­τυ­χία του έργου απο­φά­σι­σε να ανα­λά­βει δρά­ση και το ίδιο βρά­δυ κάλε­σε έναν δημο­σιο­γρά­φο της «Απο­γευ­μα­τι­νής» στο Χίλ­τον, δίνο­ντας συνέ­ντευ­ξη όπου εκθεί­α­ζε το έργο και τον Θανά­ση Βέγ­γο. «Ο Δημή­τρης Χορν γυρί­ζει σπί­τι του», ήταν ο τίτλος ενός μεγά­λου κομ­μα­τιού στην «Απο­γευ­μα­τι­νή», της 31ης Οκτω­βρί­ου του 1969, και _«Ο Θανά­σης Βέγ­γος με συνε­κλό­νι­σε» έλεγε…

Μετά από αυτό, το έργο παι­ζό­ταν συνέ­χεια επί τρία χρό­νια, ενώ ανέ­βαι­νε και ξανα­νέ­βαι­νε στην Αθή­να, στην Ελλά­δα και σε ολό­κλη­ρο τον κόσμο μέχρι και το Μάντι­σον Σκου­έ­αρ Γκάρ­ντεν για τα επό­με­να δεκα­πέ­ντε χρό­νια. Μετά την πρώ­τη παρου­σί­α­ση όπου ήταν πρω­τα­γω­νί­στρια η Σμα­ρού­λα Γιού­λη έφυ­γε από τον τίτλο “…η Ατσί­δα” και έμει­νε “Ο τρε­λός του Λού­να Παρκ”.

Το έργο το είχε γρά­ψει ο Λαζα­ρί­δης ειδι­κά για τον Βέγ­γο, με τον οποίο συνερ­γά­ζο­νταν στο σινεμά.

Θανά­σης Βέγ­γος, ο λαός τον λάτρε­ψε, τον αγά­πη­σε βαθιά

Ηθοποιός σημαίνει φως
και ο Δημήτρης Χορν το πρόσφερε υπηρετώντας
το θέατρο και τον κινηματογράφο

Δημή­τρης Χορν, παι­δί του αυστρια­κής κατα­γω­γής, γεν­νη­μέ­νου στην Ελλά­δα, δρα­μα­τουρ­γού Παντε­λή Χορν (από τους σπου­δαί­ους πρω­τερ­γά­τες της σύγ­χρο­νης ελλη­νι­κής δρα­μα­τουρ­γί­ας), βαφτι­στή­ρι της Κυβέ­λης, ο Δημή­τρης Χορν γεν­νή­θη­κε στις 3/1921. Οκτώ μηνών πρω­το­βγή­κε στη σκη­νή, «παί­ζο­ντας» στην αγκα­λιά της Κυβέ­λης στο έργο του πατέ­ρα του «Γει­τό­νισ­σες». Δίχρο­νος έπαι­ξε στην «Νταλ­μα­νο­πού­λα», επί­σης του πατέ­ρα του. Υστε­ρα στην ιψε­νι­κή «Νόρα». Κι όμως, στις μαθη­τι­κές παρα­στά­σεις, θυμό­ταν ο Δ. Χορν , «ήμουν ο τελευ­ταί­ος των τελευ­ταί­ων. Φαί­νε­ται πως ήταν τέτοιο το χάλι μου, ώστε δε με βάζαν να παί­ζω παρά σε βου­βές εικό­νες». Στο σπί­τι του, όμως, παρί­στα­νε ό,τι έβλε­πε στο θέα­τρο. Αγα­πού­σε και τη μου­σι­κή, αλλά «στά­θη­κε αδύ­να­το» να μάθει τις νότες. Του άρε­σε, όμως, το τρα­γού­δι κι έκα­νε μαθή­μα­τα φωνητικής.

«Έζη­σα πολύ φτω­χά στα παι­δι­κά μου χρό­νια… Νομί­ζω πως έπαι­ξε ρόλο θετι­κό. Υπήρ­χε επο­χή που τρυ­πού­σαν τα παπού­τσια μου κι έβα­ζα χαρ­τό­νια από τσι­γά­ρα για να τα κλεί­σω. Δε μ’ έβλα­ψε σε τίπο­τα αυτό», διη­γιό­ταν ο Δ. Χορν . Μαθη­τής του δημο­τι­κού φανέ­ρω­σε το ραφι­νά­το κωμι­κό ταλέ­ντο του, παί­ζο­ντας στο έργο «Βιο­λα­ντώ» το γελω­το­ποιό «Μπου­μπου­ρί­κο». Στα γυμνα­σια­κά χρό­νια, στο Κολέ­γιο Αθη­νών, συμ­με­τεί­χε στις μαθη­τι­κές παρα­στά­σεις που ανέ­βα­ζε ο καθη­γη­τής των Αγγλι­κών Κάρο­λος Κουν.Δεκατετράχρονος έπαι­ξε στη «Μαμά Κολι­μπρί» του Μπα­τάιγ, πλάι στην Κοτο­πού­λη. Αυτή η παρά­στα­ση καθό­ρι­σε την επι­λο­γή του: «Δεν πεθύ­μη­σα ποτέ να γίνω τίπο­τα άλλο από ηθοποιός».
Επί Μετα­ξά, δίνει εξε­τά­σεις στη Σχο­λή του τότε Βασι­λι­κού Θεά­τρου, απαγ­γέλ­λο­ντας τους απα­γο­ρευ­μέ­νους «Μοι­ραί­ους» του Βάρ­να­λη. Την επο­μέ­νη, συνα­ντά στο δρό­μο τον Αιμί­λιο Βεά­κη (ήταν καθη­γη­τής της σχο­λής), ο οποί­ος του λέει «Δεν ξέρεις πόσο μας δρό­σι­σες απ’ αυτή την ανομ­βρία». Σπού­δα­σε στη Δρα­μα­τι­κή Σχο­λή του Βασι­λι­κού­και είχε δασκά­λους δύο από τα σημα­ντι­κό­τε­ρα ονό­μα­τα του ελλη­νι­κού θεά­τρου, τον Δημή­τρη Ροντή­ρη και τον Αιμί­λιο Βεάκη.

Η πρώ­τη σκη­νι­κή του εμφά­νι­ση έγι­νε το 1949, στο Εθνι­κό Θέα­τρο, στο έργο “Η νυχτε­ρί­δα του Στρά­ους” με τη Μαί­ρη Αρώ­νη. Το δεύ­τε­ρο, επί­σης τρα­γου­δι­στι­κό, ρόλο του, τον έπαι­ξε δίπλα στην πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νη τότε «απο­κά­λυ­ψη», την Μαρία Κάλ­λας. Το 1942 ακο­λού­θη­σαν ρόλοι (τρί­τοι και δεύ­τε­ροι) στο θία­σο της Κοτο­πού­λη, που του ‘λεγε «Τα ίσια σου πόδια σε μένα τα χρω­στάς, για­τί ήσουν στρα­βο­κά­νης». Τη χρο­νιά αυτή κάνει και τον πρώ­το του γάμο και το πρω­τα­γω­νι­στι­κό του «άλμα» στις μου­σι­κές κωμω­δί­ες. Εγκα­τα­λεί­πει, όμως, το είδος, ποθώ­ντας να παί­ξει Σαίξ­πηρ, «κεί­με­να σπου­δαία». Το 1950 πήγε στην Αγγλία όπου σπού­δα­σε με υπο­τρο­φία του Βρε­τα­νι­κού Συμ­βου­λί­ου. Το 1952 ίδρυ­σε θία­σο με τον Γιώρ­γο Παπ­πά και την Ελλη Λαμπέ­τη και από το 1956 μαζί με τη Λαμπέ­τη εγκα­τα­στά­θη­καν στο “Κεντρι­κόν”. Με την Ελλη Λαμπέ­τη απο­τέ­λε­σαν το δημο­φι­λέ­στε­ρο ζευ­γά­ρι στο θέα­τρο και τον κινηματογράφο.
Ο Δημή­τρης Χορν δια­κρί­θη­κε σε ρόλους του κλα­σι­κού και σύγ­χρο­νου δρα­μα­το­λο­γί­ου, πρω­τα­γω­νί­στη­σε σε πολ­λές κινη­μα­το­γρα­φι­κές ται­νί­ες. Ηταν ο πρώ­τος διευ­θυ­ντής της Ελλη­νι­κής Ραδιο­φω­νί­ας Τηλε­ό­ρα­σης μετά τη μετα­πο­λί­τευ­ση. Τελευ­ταία του θεα­τρι­κή εμφά­νι­ση στον “Αρχι­μά­στο­ρα Σόλ­νες” του Ιψεν. Με την τελευ­ταία του γυναί­κα, την Αννα Γου­λαν­δρή ίδρυ­σαν, το 1980, το Ιδρυ­μα “Γου­λαν­δρή — Χορν” με σκο­πό τη μελέ­τη του σύγ­χρο­νου ελλη­νι­κού πολιτισμού.

Πέθα­νε στις 16 Ιανουα­ρί­ου 1998, στα 77 του χρό­νια, χρό­νια μετά την από­φα­σή του να απο­συρ­θεί για πάντα από τη σκη­νή, όχι και τόσο γέρος ίσως, αλλά όπως αισθα­νό­ταν “γέρος και μόνος. Χωρίς πολ­λές επι­θυ­μί­ες πια, χωρίς κανέ­να ενδια­φέ­ρον”. “Πρέ­πει να φεύ­γεις στην ώρα σου”, δήλω­νε τις λίγες φορές που του επέ­τρε­πε η συνει­δη­τή απο­μό­νω­σή του να μιλά δημό­σια. “Αλλιώς αρχί­ζει η φθο­ρά”. Ετσι, γυρί­ζο­ντας και πάλι την πλά­τη στη φθο­ρά, έφυ­γε “κρυ­φά”, μη επι­τρέ­πο­ντας σε κανέ­ναν να γνω­ρί­ζει την “πρό­θε­ση” της ανα­χώ­ρη­σής του. Προ­στά­τευ­σε τα τελευ­ταία χρό­νια την ηρε­μία που επι­ζη­τού­σε. Προ­στά­τευ­σε τον εαυ­τό του και την προ­σω­πι­κή υπό­θε­ση της ασθέ­νειάς του από τα φώτα της δημοσιότητας.

Ηταν μονα­χι­κός και το εννο­ού­σε. Δήλω­νε πως ποτέ δεν πίστε­ψε ότι είναι μύθος και το εννο­ού­σε. Οτι δεν είχε καμιά εκτί­μη­ση στο ταλέ­ντο του και το εννο­ού­σε. Οτι δεν άντε­χε να παί­ζει το ίδιο πράγ­μα επί μήνες και το εννο­ού­σε. Δεν ήταν από μετριο­φρο­σύ­νη, ούτε από ανα­σφά­λεια. Ηταν μάλ­λον η δική του προ­σω­πι­κή αλή­θεια, κόντρα σε ό,τι εμείς πιστεύ­α­με γι’ αυτόν. Γελού­σε με τα μεγά­λα λόγια με τα οποία ανα­φέ­ρο­νταν όλοι για το ταλέ­ντο και την υπο­κρι­τι­κή του κατά­θε­ση. Θεω­ρού­σε υπερ­βο­λι­κές τις δάφ­νες. Ηταν άνθρω­πος με χιού­μορ. Αυτοσαρκαζόταν.

Με στοι­χεία από κεί­με­να του Ριζο­σπά­στη Δημή­τρης Χορν _Ηθοποιός που ήταν “φως”, Έκθε­ση εις μνή­μη Δημή­τρη Χορν (Αρι­στού­λας Ελλη­νού­δη) “Αυλαία” για τον Δημή­τρη Χορν κά

Θανά­σης Βέγ­γος, ο Μακρο­νη­σιώ­της αγω­νι­στής της ζωής και της τέχνης

Ο Γ. Λαζα­ρί­δης γεν­νή­θη­κε στην Αθή­να το 1927 και ήδη 13χρνος και στα χρό­νια της κατο­χής _μακριά από τους αγώ­νες του ελλη­νι­κού λαού,  είχαν προ­λά­βει να τον κεντρί­σουν και έτσι μετά την απε­λευ­θέ­ρω­ση άρχι­σε ν’ ασχο­λεί­ται με τη δημο­σιο­γρα­φία όπου το 1948 δημο­σιεύ­ει σε εφη­με­ρί­δες της Αθή­νας τα πρώ­τα του χρο­νο­γρα­φή­μα­τα, δοκί­μια καθώς και θεα­τρι­κές κρι­τι­κές. Τη δρα­στη­ριό­τη­τά του αυτή πολύ σύντο­μα την επε­κτεί­νει και στον κινη­μα­το­γρα­φι­κό χώρο, συνερ­γα­ζό­με­νος με εφη­με­ρί­δες της Θεσ­σα­λο­νί­κης καθώς και της Νέας Υόρ­κης. Για πολ­λά χρό­νια υπήρ­ξε μόνι­μος συντά­κτης του περιο­δι­κού Κινη­μα­το­γρα­φι­κός Αστέ­ρας που ήταν και το μονα­δι­κό περιο­δι­κό του χώρου που κυκλο­φο­ρού­σε στη Αθή­να. Παράλ­λη­λα, από το 1948 άρχι­σε τη συνερ­γα­σία του ως βοη­θός σκη­νο­θέ­τη με τους Νίκο Τσι­φό­ρο και Αλέ­κο Σακελ­λά­ριο. Λίγο αργό­τε­ρα αρχί­ζει να γρά­φει σενά­ρια για τις εται­ρεί­ες Ανζερ­βός, Σπέν­τζος Φιλμ και Φίνος Φιλμ ενώ δεν αργεί να δημιουρ­γή­σει και δική του εταιρεία.

Έγρα­ψε μεγά­λο αριθ­μό έργων δια­φό­ρων ειδών όπως επι­θε­ω­ρή­σεις, κωμω­δί­ες, δρά­μα­τα, θρί­λερ κ.λπ. Την υπο­γρα­φή του ως παρα­γω­γού, συγ­γρα­φέα, ή σκη­νο­θέ­τη φέρουν πολ­λές θεα­τρι­κές, κινη­μα­το­γρα­φι­κές ακό­μα και τηλε­ο­πτι­κές παρα­γω­γές που ξεπερ­νούν τις πεντα­κό­σιες. Στα ~60 θεα­τρι­κά έργα που έγρα­ψε, εκτός των πολ­λών επι­θε­ω­ρή­σε­ων, ξεχώ­ρι­σαν ιδιαί­τε­ρα «Ο τρε­λός του Λού­να Παρκ», «Οδός ευκαι­ρί­ας», «Δώδε­κα μήνες Καλο­καί­ρι» κ.ά. Στον κινη­μα­το­γρα­φι­κό χώρο υπήρ­ξε σκη­νο­θέ­της και σενα­ριο­γρά­φος σε περισ­σό­τε­ρες από 200 ται­νί­ες, μετα­ξύ των οποί­ων «Η Χιο­νά­τη και τα εφτά γερο­ντο­παλ­λή­κα­ρα», «Το κοροϊ­δά­κι της Δεσποι­νί­δος», «Ποιός Θανά­σης!», «Λαός και Κολω­νά­κι» κ.ά. Πολ­λά επί­σης σενά­ρια έγρα­ψε και για την τηλε­ό­ρα­ση, συμ­με­τέ­χο­ντας σε πολ­λές εκπο­μπές θεα­τρι­κού κυρί­ως αντι­κει­μέ­νου. Πέθα­νε στην Αθή­να το 2012, σε ηλι­κία 85 ετών.

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο