Γράφει η Βασιλική Παπαγεωργίου //
Εθνολόγος- Κοιν. Ανθρωπολόγος, δρ
Η βρετανική Vogue για το τεύχος Φεβρουαρίου παρουσιάζει στο εξώφυλλο εννιά μοντέλα από την Αφρική, και φιλοδοξεί να προκαλέσει συζήτηση που θα ξεπεράσει τα όρια του κοινού του κόσμου της μόδας. Παρότι η εικόνα είναι το βασικό όχημα του νοήματος στη συγκεκριμένη περίπτωση, ωστόσο συμπληρωματικά οι σχετικές αναφορές και τo εκδοτικό σημείωμα της συντακτικής ομάδας της Vogue που συνοδεύει την αναγγελία της κυκλοφορίας του τεύχους, κατευθύνουν την αποκωδικοποίηση και την “προτιμητέα ανάγνωση” του εξώφυλλου ως πολιτισμικού κειμένου (βλ. σχετική παρουσίαση στον ιστότοπο του περιοδικού ΕΔΩ).
Έτσι, πληροφορούμαστε ότι το εξώφυλλο είναι αφιερωμένο στην άνοδο των μοντέλων από την Αφρική στον κόσμο της μόδας και, μάλιστα, η γενικότερη φιλοσοφία της πρότασης της Vogue κινείται στο πλαίσιο μιας πολιτικής δήλωσης που εμπίπτει στο πεδίο των πολιτικών της αναπαράστασης. Γιατί η εικόνα τονίζει, το δίχως άλλο, απόλυτα το μαύρο χρώμα του δέρματος (σε σημείο που ήδη έχει δεχτεί επικρίσεις για την τεχνική της φωτογράφισης να υπερβάλει στο μαύρο του χρώματος και στην σκοτεινή απεικόνιση των προσώπων που αλλοιώνει τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά τους – βλ. ενδεικτικά ΕΔΩ), και οι αναφορές σε φυλή, διαφορετικότητα και αποκλεισμό, ακόμη και στην δολοφονία του George Floyd, υποβάλλουν την εντύπωση μιας ριζοσπαστικής πρόθεσης από τη μεριά της εκδοτικής ομάδας ενός εκ των κορυφαίων περιοδικών υψηλής μόδας στον κόσμο.
Η Vogue ισχυρίζεται ότι το εξώφυλλο σηματοδοτεί μια μνημειώδη αλλαγή προς ένα άλλο μοντέλο ομορφιάς, την “αφρικανική ομορφιά”, την ομορφιά του σκουρόχρωμου δέρματος, σε αντιπαράθεση μάλιστα, όπως αναφέρεται, με τον πιο ανοιχτόχρωμο τύπο δέρματος που προωθήθηκε σε προηγούμενες φάσεις μέσω των μοντέλων αφροαμερικανικής προέλευσης. Σύμφωνα με το πνεύμα της Vogue υποτίθεται πως η ίδια η βιομηχανία της μόδας, που ανέκαθεν επικρινόταν για την έλλειψη ευαισθησίας απέναντι στη διαφορετικότητα, τώρα χαιρετίζει την είσοδο σε μια νέα εποχή («δίνουμε χώρο προβολής στην Αφρική»).
Βέβαια, ας σημειωθεί, ότι η φιλοδοξία το εξώφυλλο ως σημαίνον να αντιστοιχεί σε ένα ριζοσπαστικό σημαινόμενο αναθεωρητικής αποδόμησης προϋπαρχόντων στερεοτύπων – όπως υπαινίσσεται το επεξηγηματικό κείμενο στην ηλεκτρονική Vogue–, υπονομεύεται ήδη από τη χαλαρότητα των διατυπώσεων, αφού, για παράδειγμα, η θριαμβευτική κίνηση αλλαγής παραλληλίζεται με ένα “ρεύμα” («τώρα ήρθε η ώρα της αφρικανικής μαύρης ομορφιάς»), μια τάση της μόδας, το οποίο διαδέχεται προηγούμενα ρεύματα ομορφιάς που κατέκλυζαν το χώρο, την ολλανδική, π.χ., ή τη ρωσική ομορφιά.
Το εξώφυλλο της βρετανικής Vogue διατρανώνει επίσης ότι σηματοδοτεί μια αλλαγή στην ισορροπία εικόνων στη μαζική κουλτούρα. Πράγματι, η συντακτική ομάδα αναγγέλλει ότι θα πρέπει να υποκαταστήσουμε την προηγούμενη απουσία “μαύρου” με πληθώρα εικόνων “μαύρου” (δηλαδή μοντέλων μαύρης φυλής), και ακόμη περισσότερο αυτές να είναι θετικές εικόνες που θα λειτουργήσουν επανορθωτικά.
Τα τελευταία χρόνια, σε έναν μιντιακά διαμεσολαβημένο κόσμο, τον κόσμο που κυριαρχείται από τη διαφήμιση, το μάρκετινγκ και την επικοινωνία, η εξοικείωση του βλέμματος με νέους τρόπους αναπαράστασης, ως εναλλακτικών των υφιστάμενων, παρουσιάζεται απλουστευμένα και επιφανειακά ως μια πολιτικά προσανατολισμένη πρακτική αναπαράστασης με στόχο να αποκαταστήσει μια αδικία εις βάρος ιστορικά περιθωριακών ομάδων (γυναίκες, φυλετικά/πολιτισμικά άλλοι, άτομα ετεροσεξουαλικά κλπ).
Οι πολιτικές της αναπαράστασης όμως δεν συνίστανται απλά σε μια επικοινωνιακή αντικατάσταση της κυρίαρχης εικόνας, όταν μάλιστα αυτή η αντικατάσταση με τη νέα αναπαράσταση που κατασκευάζει, ενδέχεται κάθε φορά να παράγει νέες πολλαπλές και ποικίλες ερμηνείες, όχι προς την κατεύθυνση της κριτικής αμφισβήτησης, αλλά επικυρώνοντας και αναπαράγοντας κοινωνικές ανισότητες.
Η πρόθεση της Vogue να παράγει μια πολιτική δήλωση πάνω στο ζήτημα της μαύρης αναπαράστασης και της πολιτισμικής διαφοράς δεν μπορεί να υπερεκτιμηθεί, λοιπόν, αποκομμένη από το πλαίσιο παραγωγής εικόνων που είναι η βιομηχανία της υψηλής μόδας και ο τρόπος που σχετίζεται με τη δημοφιλή και μαζική κουλτούρα.
Σε αυτούς τους χώρους – που αποτελούν και κυρίαρχα καθεστώτα αναπαράστασης – η ρήξη με κατεστημένα σχήματα αποκλεισμού και ανισότητας δεν είναι δυνατή, παρά τις προσπάθειες διαχείρισης τους από τους δημιουργικούς ιθύνοντες ως πολιτικά και κοινωνικά επίκαιρων ζητημάτων. Στην έντονη κριτική που έχουν ασκήσει θεωρητικοί πάνω στο θέμα της αναπαράστασης (representation), η εξέχουσα θέση του έργου του Stuart Hall* υπογραμμίζει πόσο σύνθετη, ιδεολογικά φορτισμένη, διαφιλονικούμενη είναι η πρακτική της απεικόνισης, προβολής και έκθεσης της ετερότητας. Ειδικότερα, οι πολιτικές της μαύρης αναπαράστασης έχουν ιστορικά διαγράψει ποικίλες διαδρομές, περνώντας, μέσα από σκληρούς αγώνες, και στην διεκδίκηση των ίδιων των μαύρων να αναπαριστούν και να εκπροσωπούν τους εαυτούς και τις ταυτότητές τους αφαιρώντας το προνόμιο αυτό από τους λευκούς.
Το εγχείρημα της μαύρης αναπαράστασης, όπως δείχνει στο εκτεταμένο σχετικό έργο του ο Stuart Hall, παραμένει δύσκολο, μετέωρο και υπό διαρκή αμφισβήτηση, ενώ κρίσιμες διαστάσεις διαμορφωτικές της συλλογικής ταυτότητας, όπως συναρθρώνονται μεταξύ τους (κυρίως τάξη, φυλή, εθνοτική/πολιτισμική συνάφεια και φύλο) συχνά αγνοούνται. Το εξώφυλλο της Vogue αναπαράγει μορφές μαύρου γυναικείου σώματος φετιχοποιημένου ως εμπορεύματος μαύρης ομορφιάς. Παράλληλα, η μαύρη γυναίκα είναι θελκτική μέσα από τα πρότυπα θηλυκότητας που θέτει η δυτική βιομηχανία της υψηλής ραπτικής, που ας μην ξεχνάμε ότι η καρδιά της χτυπάει στη Γαλλία. Εξάλλου, η αναφορά σε “γυναίκες από την Αφρική” υποστασιοποιεί και ομογενοποιεί τα μοντέλα αυτά προερχόμενα από διαφορετικές χώρες της ηπείρου, αναπαράγοντας το στερεότυπο της Αφρικής ως ενιαίας, αδιαφοροποίητης γεωγραφικής περιοχής μέσα από το δυτικό αποικιοκρατικών καταβολών βλέμμα.
Η ανάγκη για παρουσία μαύρων γυναικών στο χώρο της υψηλής μόδας ανάγεται εσκεμμένα σε διακύβευμα με τη βαρύτητα ενός κοινωνικοπολιτικού αιτήματος, ενώ είναι κάτι που προκύπτει από τις νέες τάσεις της μόδας, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, και της συνακόλουθης ζήτησης που έχουν τα μοντέλα από την Αφρική. Άρα, υπάρχει μια πηγή προσέλκυσης νέου “αίματος” στο χώρο της μόδας, και είναι η Αφρική. Είναι σαφές αυτό. Παρ’ ότι φυσικοποιείται και απλοποιείται η διαδικασία της ανόδου και εξέλιξης των μαύρων μοντέλων στο χώρο της haute couture, γνωρίζουμε ότι η πολιτική οικονομία των σχέσεων της Αφρικής με τον δυτικό κόσμο, οι σχέσεις νεοαποικιοκρατικής εξάρτησης και οι επενδύσεις σε κεφάλαιο που αναδιατάσσουν τις κινήσεις ανθρώπων για εργασία (που περιλαμβάνουν και την παράνομη διακίνηση πολλών γυναικών με υποσχέσεις για καριέρα μοντέλου), επηρεάζουν τη νέα θέση της ηπείρου στα ευρωπαϊκά κέντρα.
Η βιομηχανία της υψηλής ραπτικής συγκροτείται από, και απευθύνεται σε ισχυρούς κύκλους των ελίτ, διατηρώντας ακλόνητη την ικανότητα να επιβάλει φετιχοποιημένα σύμβολα του στυλ που είναι ομόλογα της υψηλής τέχνης και κουλτούρας και την ισχύ διαμόρφωσης του κυρίαρχου γούστου και αισθητικής που έχει σχέση με τη μόδα (βλ. το κείμενο του Pierre Bourdieu «Haute couture and haute culture», στο βιβλίο του: Sociology in Question, London: Sage, 1993). Τα περιοδικά της δημοφιλούς/ μαζικής κουλτούρας διαχέουν αυτό το συμβολικό κόσμο και τα μηνύματά του σε ευρύτερα και πιο χαμηλά στρώματα. Η “νέα εποχή” που εγκαινιάζει υποτιθέμενα το εξώφυλλο της Vogue εντάσσεται σε αυτά τα πεδία (υψηλή μόδα/ δημοφιλής κουλτούρα) και στους κόσμους που εκπροσωπούν και αναπαράγουν.
Με άλλα λόγια, η Vogue χρησιμοποιεί την περίοπτη θέση της στο χώρο της υψηλής μόδας, επιχειρώντας να κάνει αναφορές σε ζητήματα πολιτικής αιχμής. Αφήνει υπαινιγμούς για κοινωνική αδικία και στερεότυπα, αλλά τα επιχειρήματά της είναι πολύ ρηχά: η Vogue δεν λέει τίποτε παραπάνω από το ότι η μαύρη ομορφιά ανακαλύπτεται ως μια χρυσοφόρος επένδυση και μένει η προβολή της για να καθιερωθεί. Ερμηνείες του εγχειρήματος της Vogue που προσδίδουν σοβαρότερη υπόσταση σε ό, τι ήταν οι αρχικές της προθέσεις, όπως παρουσιάστηκαν σε εγκωμιαστικά και σχεδόν διθυραμβικά αφιερώματα του παγκόσμιου τύπου (π.χ. βλ. δημοσίευμα της ηλεκτρονικής έκδοσης The Guardian, που αναπαρήχθη και σε ελληνικά μέσα, https://www.theguardian.com/fashion/2022/jan/14/british-vogue-hails-new-era-with-nine-african-models-on-cover), μάλλον θα πρέπει να αποδοθούν στην αγοραία και απλοποιημένη χρήση των εννοιών της πολιτισμικής διαφοράς και της ετερότητας και των ζητημάτων των διακρίσεων/ αποκλεισμών, που οικειοποιείται η σύγχρονη υψηλή ραπτική, ο κόσμος του marketing, της διαφήμισης και της μαζικής κουλτούρας.
*Stuart Hall (1932–2014): Κορυφαίος μαρξιστής κοινωνιολόγος, θεωρητικός των Πολιτισμικών Σπουδών (Cultural Studies), θεμελιωτής του πεδίου στη Μ. Βρετανία και ιδρυτής του New Left Review. Το έργο του τζαμαϊκανού στην καταγωγή κριτικού διανοούμενου, πλούσιο, σημαντικό και πρωτοπόρο – αν και όχι τόσο επιδραστικό στον ελληνικό ακαδημαϊκό χώρο– αγγίζει μεταξύ άλλων, θέματα ταυτότητας, διαφοράς και αναπαράστασης στη μαζική/δημοφιλή κουλτούρα.