Γράφει ο Αλέκος Χατζηκώστας //
Στις 8 Αυγούστου του 1945 ο Σοβιετικός υπουργός Εξωτερικών κάλεσε τον πρέσβη της Ιαπωνίας στη Μόσχα και του δήλωσε ότι η Σοβιετική Ενωση από τις 9 Αυγούστου θέτει τον εαυτό της σε εμπόλεμη κατάσταση με την Ιαπωνία. Στη σχετική διακοίνωση της σοβιετικής προς την ιαπωνική κυβέρνηση, όπου περιγράφονται οι αιτίες και οι στόχοι της εμπλοκής της ΕΣΣΔ στον πόλεμο στην Απω Ανατολή, αναφέρεται συγκεκριμένα: «Ύστερα από τη συντριβή και τη συνθηκολόγηση της χιτλερικής Γερμανίας η Ιαπωνία έμεινε η μόνη μεγάλη δύναμη, που επιμένει ακόμα στη συνέχιση του πολέμου. Παίρνοντας υπόψη την άρνηση της Ιαπωνίας να συνθηκολογήσει, οι σύμμαχοι απευθύνθηκαν στη Σοβιετική κυβέρνηση προτείνοντάς της να συμμετάσχει στον πόλεμο κατά της ιαπωνικής επίθεσης, ώστε να τελειώσει γρηγορότερα ο πόλεμος, να μειωθεί ο αριθμός των θυμάτων και ν’ αποκατασταθεί ταχύτερα η παγκόσμια ειρήνη.
Πιστή στο συμμαχικό της χρέος, η Σοβιετική κυβέρνηση δέχτηκε την πρόταση των συμμάχων και υιοθέτησε τη δήλωση των συμμαχικών δυνάμεων της 26 lούλη τρέχοντος έτους.
Η Σοβιετική κυβέρνηση θεωρεί ότι η πολιτική της αυτή είναι το μοναδικό μέσο που μπορεί να φέρει πλησιέστερα την ειρήνη, να απαλλάξει τους λαούς από άλλα θύματα και μαρτύρια και να δώσει τη δυνατότητα στον ιαπωνικό λαό να αποφύγει τους κινδύνους και τις καταστροφές, που πέρασε η Γερμανία, ύστερα από την άρνησή της να δεχθεί τη χωρίς όρους συνθηκολόγησή της. Υστερα από τ’ αναφερόμενα, η Σοβιετική κυβέρνηση δηλώνει ότι από την αυριανή μέρα, 9 Αυγούστου, η Σοβιετική Ένωση θα θεωρεί ότι βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με την Ιαπωνία».
Τι προηγήθηκε
Το καλοκαίρι του 1939, Σοβιετικές και Ιαπωνικές στρατιωτικές δυνάμεις συγκρούστηκαν στο μέτωπο Μαντζουρίας/Μογγολίας, σε μία ελάχιστα γνωστή σύγκρουση μ’ εκτεταμένες, όμως, συνέπειες.
Σε μια σύγκρουση που δεν ήταν συνοριακή, ο ακήρυχτος πόλεμος μαινόταν από το Μάιο μέχρι το Σεπτέμβριο του 1939 με την εμπλοκή περισσοτέρων από 100000 στρατιωτών και 1000 αρμάτων και αεροπλάνων.
Περίπου 30000 με 50000 άνδρες σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν. Κατά την κλιμάκωση των μαχών, 20 με 31 Αυγούστου 1939, οι Ιάπωνες κατατροπώθηκαν. Αυτό συνέπεσε ακριβώς με την ολοκλήρωση του Γερμανο-Σοβιετικού Συμφώνου Μη-επίθεσης (23 Αυγούστου 1939) – το πράσινο φως για την εισβολή του Χίτλερ στην Πολωνία και την έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου (Β’ΠΠ) μία εβδομάδα αργότερα. Όλα αυτά τα γεγονότα συνδέονται μεταξύ τους. Η σύγκρουση επηρέασε επίσης τις καίριες αποφάσεις του Τόκιου και της Μόσχας το 1941 που διαμόρφωσαν τη διεξαγωγή και την τελική έκβαση του πολέμου.
Η σύγκρουση (επονομαζόμενη από τους Ιάπωνες ως “Περιστατικό Nomonhan” και “Μάχη του Khalkhin Gol”κατά τους Ρώσους) ξεκίνησε από ένα περιβόητο Ιάπωνα αξιωματικό με το όνομα TSUJI Masanobu αρχηγό της ομάδας του Αυτοκρατορικού Ιαπωνικού στρατού, ο οποίος κατείχε την Μαντζουρία. Από την άλλη πλευρά, ο Γ. Ζούκοφ ο οποίος αργότερα οδήγησε τον Κόκκινο Στρατό στη νίκη εναντίον της Ναζιστικής Γερμανίας, ήταν διοικητής των Σοβιετικών δυνάμεων. Στην πρώτη μεγάλη σύγκρουση τον Μάιο του 1939, μία Ιαπωνική επίθεση αντιποίνων απέτυχε και οι Σοβιετικό/Μογγολικές δυνάμεις αφάνισαν μία Ιαπωνική στρατιωτική μονάδα 200 ανδρών. Εξοργισμένος ο Στρατός του Kwantung κλιμάκωσε τις μάχες μεταξύ Ιούνιο και Ιούλιο, εξαπολύοντας σφοδρές επιθέσεις με βομβαρδισμούς μεγάλης κλίμακας βαθιά στο εσωτερικό της Μογγολικής επικράτειας και επιτιθέμενος κατά μήκος των συνόρων με δυνάμεις μεγέθους Μεραρχίας. Καθώς οι Ιαπωνικές επιθέσεις απωθούνταν από τον Κόκκινο Στρατό, οι Ιάπωνες υψώνοντας συνεχώς το ανάστημα, πίστευαν ότι μπορούσαν να αναγκάσουν την Μόσχα να υποχωρήσει. Ωστόσο ο Στάλιν, κάνοντας ένα στρατηγικό ελιγμό αντιμετώπισε τους Ιάπωνες και τους άφησε εμβρόντητους με μία ταυτόχρονα στρατιωτική και διπλωματική νίκη.
Οι Δυνάμεις της Σοβιετικής Άπω Ανατολής – 15 Μεραρχίες Πεζικού, 3 Μεραρχίες Ιππικού, 1700 άρματα και 1500 αεροσκάφη – κινήθηκαν προς τα δυτικά το φθινόπωρο του 1941 όταν η Μόσχα έμαθε ότι η Ιαπωνία δεν θα επιτεθεί στη Σοβιετική Άπω Ανατολή, επειδή είχε πάρει μία αμετάκλητη απόφαση η οποία θα οδηγούσε σε πόλεμο με τις ΗΠΑ.
Αλλά τι θα συνέβαινε εάν δεν είχε συμβεί το “Περιστατικό Nomonhan;” ή αν είχε τελειώσει με διαφορετικό αποτέλεσμα ας πούμε με ένα αδιέξοδο ή μια Ιαπωνική νίκη; Σε αυτή την περίπτωση, η απόφαση των Ιαπώνων να κινηθούν νότια μπορεί να είχε βγει πολύ διαφορετική. Μια Ιαπωνία λιγότερο εντυπωσιασμένη από τις Σοβιετικές στρατιωτικές ικανότητες και αντιμέτωπη με την επιλογή μεταξύ πολέμου εναντίον των Βρετανό-Αμερικάνικων δυνάμεων ή την υποστήριξη της Γερμανίας στο τελείωμα της Σοβιετικής Ένωσης, μπορεί να είχε δει την βόρεια πορεία ως την καλύτερη επιλογή.
Αν η Ιαπωνία είχε αποφασίσει να επιτεθεί βόρεια το 1941, αυτό μπορούσε να είχε αλλάξει την πορεία του πολέμου και της ιστορίας.
Η ΕΣΣΔ μπαίνει στον πόλεμο
Η Σοβιετική Ενωση είχε δεσμευτεί απέναντι στους συμμάχους της να μπει στον πόλεμο εναντίον της Ιαπωνίας από τη Διάσκεψη της Τεχεράνης (28 Νοεμβρίου — 1 Δεκεμβρίου του 1943). «Ο Στάλιν — γράφει ο Α. Ι. Κοραντής — κατά την πρώτην συνεδρίαση της Ολομελείας (28 Νοεμβρίου) επιβεβαίωσεν ότι η Σοβιετική Κυβέρνησης θα εισήρχετο εις τον πόλεμον εναντίον της Ιαπωνίας, ευθύς ως ηττάτο η Γερμανία». Στη Διάσκεψη της Κριμαίας (4 — 11/2/1945) η Σοβιετική Ενωση επαναβεβαίωσε και συγκεκριμενοποίησε αυτή της τη δέσμευση. Στη σχετική μυστική συμφωνία αναφερόταν ότι «οι ηγέτες των τριών μεγάλων δυνάμεων — της Σοβιετικής Ενωσης, των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Μεγάλης Βρετανίας — συμφώνησαν να μπει η Σοβιετική Ενωση, ύστερα από δύο — τρεις μήνες μετά τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας και τη λήξη του πολέμου στην Ευρώπη, στον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας στο πλευρό των συμμάχων»10. Την ίδια στάση κράτησε η ΕΣΣΔ και στη Διάσκεψη του Πότσδαμ (17 Ιουλίου — 2 Αυγούστου του 1945) διαβεβαιώνοντας προς πάσα κατεύθυνση για την προσήλωσή της στις συμφωνίες της Κριμαίας, αναφορικά με τη συμμετοχή της στον πόλεμο κατά την Ιαπωνίας. Στο πλαίσιο της διάσκεψης και συγκεκριμένα στις 26 Ιούλη 1945, δόθηκε στη δημοσιότητα η «Διακήρυξη του Πότσδαμ», την οποία υπέγραφαν οι ΗΠΑ, η Αγγλία και η Κίνα, για την άνευ όρων συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας. Η Σοβιετική Ενωση δεν μπορούσε να υπογράψει φανερά τη διακήρυξη, γιατί εκείνη την περίοδο δε βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με την Ιαπωνία. Συμφωνούσε, όμως, στο περιεχόμενό της και λίγες μέρες αργότερα μπήκε στον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας, θεωρώντας ότι «η πολιτική της αυτή ήταν ο μοναδικός τρόπος για να πετύχει την ειρήνη, να απαλλάξει τους λαούς από παραπέρα θυσίες και συμφορές και να δώσει τη δυνατότητα στον ιαπωνικό λαό να αποφύγει τους κινδύνους και τις καταστροφές που είχε υποστεί η Γερμανία ύστερα από την άρνησή της να συνθηκολογήσει χωρίς όρους».
Ο «ακήρυχτος πόλεμος»
Σε όλη τη διάρκεια του πολέμου της Γερμανίας κατά της ΕΣΣΔ η Ιαπωνία πρόσφερε στο σύμμαχο της αρκετή βοήθεια. Κύρια μορφή αυτής της βοήθειας ήταν η απασχόληση μέρους από τα σοβιετικά στρατεύματα στα σοβιο-ιαπωνικά σύνορα όπου ήταν συγκεντρωμένες οι ιαπωνικές δυνάμεις. Ο Ρίμπεντροπ ευχαρίστησε για αυτή τη βοήθεια το Τοκιο υπογραμμίζοντας ότι «η Ρωσία σε κάθε περείπτβση πρέπει να διατηρεί τα στρατεύματα της στην Ανατολική Σιβηρία για να αντιμετωπίσει την σύγκρουση με την Ιαπωνία».
Η βοήθεια της Ιαπωνίας ήταν σοβαρή και με τα εμπόδια που έβαζε στη σοβιετική ναυσιπλοΐα. Από το 1941–1944 οι ιαπωνικές ένοπλες δυνάμεις κατακράτησαν 178 σοβιετικά εμπορικά πλοία χρησιμοποιώντας σε ορισμένες περιπτώσεις τα όπλα. Η Ιαπωνία εφοδίαζε τη Γερμανία με σπουδαίες πολεμικό-στρατηγικές ύλες που τις μετέφερε με υποβρύχια. Έτσι μετέφερε καουτσούκ, κασσίτερο, βολφάμιο και κινίνο.
Κατά το 1941–1945 η ιαπωνική κυβέρνηση χρησιμοποίησε το διπλωματικό της μηχανισμό στη ΕΣΣΔ για τη συγκέντρωση κατασκοπευτικών πληροφοριών τόσο για τον εαυτό της όσο και για τη Γερμανία. Ιδιαίτερη σημασία έδινε η ιαπωνική κατασκοπεία στα στοιχεία για τις ένοπλες δυνάμεις της ΕΣΣΔ και τη βιομηχανία της.
Έτσι στα δύσκολα για την ΕΣΣΔ χρόνια, τότε που ο σοβιετικός στρατός έδινε τη μία μάχη μετά την άλλη τις μάχες κατά της Γερμανίας, η πολιτική της ιμπεριαλιστικής Ιαπωνίας παραβίαζε τις υποχρεώσεις της σοβιετο-ιαπωνική συμφωνίας για ουδετερότητα, που υπογράφτηκε στις 13 Απριλίου 1941. Έχοντας όλα αυτά υπόψει η σοβιετική κυβέρνηση στις 5 Απριλίου 1945 κατήγγειλε την σοβιετο-ιαπωνική συμφωνία.
Οι πολεμικές επιχειρήσεις
Στις 9/8 τα σοβιετικά στρατεύματα της Απω Ανατολής άρχισαν την επίθεση. Στις 10 Αυγούστου τον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας κήρυξε η ΛΔ της Μογγολίας και στις 11 του μηνός πέρασε σε επίθεση κατά των Ιαπώνων κατακτητών ο λαϊκο — απελευθερωτικός στρατός της Κίνας.
Η εκστρατεία των σοβιετικών στρατευμάτων της Απω Ανατολής που έγινε από τις 9 Αυγούστου έως τις 2 Σεπτέμβρη 1945 περιελάμβανε: την επιθετική επιχείρηση Μαντζουρίας των στρατευμάτων του υπερβαϊκαλικού μετώπου, των μετώπων 1ου και 2ου Απω Ανατολής, του στόλου του Ειρηνικού και του στολίσκου του Αμούρ (από 9/8 μέχρι 2/9), την επιθετική επιχείρηση Νότιας Σαχαλίνης (11 — 25/8) και την αποβατική επιχείρηση στις Κουρίλες (από 18/9 έως 1/9) που έγινε από τα στρατεύματα του 2ου μετώπου Απω Ανατολής σε συνεργασία με το στόλο του Ειρηνικού. Ανώτατος διοικητής σ’ αυτό το θέατρο του πολέμου ορίστηκε ο σοβιετικός στρατάρχης Α. Βασιλιέφσκι.
Η κύρια δύναμη που είχε να αντιμετωπίσει ο σοβιετικός στρατός ήταν η ιαπωνική στρατιά του Κουαντούγκ που στρατοπέδευε στη Μαντζουρία, αριθμούσε 1,2 εκατ. άνδρες, διέθετε 1.215 τανκς, 6.640 πολυβόλα και ολμοβόλα, ενώ την υποστήριζε αεροπορία από 1.907 πολεμικά αεροπλάνα και ποτάμιος στολίσκος με 26 πλοία. Επρόκειτο για τις καλύτερες δυνάμεις του ιαπωνικού στρατού. Σημαντικές, επίσης, δυνάμεις του εχθρού βρίσκονταν στην Κορέα, στο νότιο τμήμα της Σαχαλίνης και στα νησιά Κουρίλες.
«Η αριθμητική δύναμη των ενόπλων δυνάμεων της Ιαπωνίας το Καλοκαίρι του 1945, μαζί με το στρατό του Κουαντούγκ, ήταν πάνω από 7 εκατομμύρια άνδρες, πάνω από 10 χιλιάδες αεροπλάνα και περίπου 500 πολεμικά πλοία», γράφει ο στρατάρχης Α. Βασιλιέφσκι. Και προσθέτει: «Ηταν εντελώς ολοφάνερο ότι οι σύμμαχοι δεν ήταν σε θέση με τις δυνάμεις τους να εξαναγκάσουν γρήγορα την Ιαπωνία σε συνθηκολόγηση. Οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Αγγλίας καταλάβαιναν πολύ καλά πως η έκβαση του πολέμου στον Ειρηνικό ωκεανό εξαρτιόταν πρώτα απ’ όλα από τη συντριβή των χερσαίων δυνάμεων της Ιαπωνίας στην ασιατική ήπειρο. Παραδέχονταν, δικαιολογημένα, ότι για την εισβολή στα ιαπωνικά νησιά θα τους χρειαζόταν ένας στρατός περίπου 7 εκατομμυρίων ανδρών, ενώ ο πόλεμος χωρίς τη συμμετοχή της Σοβιετικής Ένωσης θα παραταθεί τουλάχιστον 18 μήνες μετά την ήττα της Γερμανίας και θα απαιτηθούν τεράστιες θυσίες».
Η σημασία
Η ιαπωνική υπηρεσία πληροφοριών προέβλεπε ότι οι αμερικανικές δυνάμεις θα χρειάζονταν μήνες για να εισβάλλουν. Οι σοβιετικές δυνάμεις, από την άλλη, θα μπορούσαν να είναι στην ίδια την Ιαπωνία σε μόλις 10 μέρες. Η σοβιετική εισβολή έκανε την απόφαση για τερματισμό του πολέμου εξαιρετικά εξαρτώμενη από το θέμα του χρόνου.
Και οι ηγέτες της Ιαπωνίας είχαν καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα μήνες νωρίτερα. Σε μια συνεδρίαση του Ανώτατου Συμβουλίου τον Ιούνη του 1945, είχαν πει ότι η είσοδος της ΕΣΣΔ στον πόλεμο “θα καθόριζε τη μοίρα της Αυτοκρατορίας”. Ο αναπληρωτής αρχηγός του Στρατού Καουάμπε, είχε πει, στην ίδια συνεδρίαση: “Η απόλυτη διατήρηση της ειρήνης στις σχέσεις μας με την ΕΣΣΔ είναι υποχρεωτική για τη συνέχιση του πολέμου”.
Τελικά ο σοβιετικός στρατός έλυσε το γόρδιο δεσμό του πολέμου με την Ιαπωνία μέσα σε λίγες μέρες. Οι δυνάμεις του εχθρού τσακίστηκαν ολοκληρωτικά. Οι Ιάπωνες μιλιταριστές έχασαν τα προγεφυρώματά τους για επίθεση και στις κύριες βάσεις ανεφοδιασμού σε πρώτες ύλες και οπλισμό στην Κίνα, στην Κορέα και τη Νότια Σαχαλίνη. Η συντριβή της στρατιάς του Κουαντούγκ επιτάχυνε τη συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας, γιατί της αφαίρεσε το κύριο στρατιωτικό μέσο που διέθετε για συνέχιση του πολέμου.
Η συνθηκολόγηση
Το πρωινό της 2ας Σεπτεμβρίου 1945 ήταν συννεφιασμένο πάνω από την ιαπωνική πρωτεύουσα, συνάδοντας με την ψυχολογία των Ιαπώνων. Η υπογραφή του σχετικού εγγράφου είχε καθοριστεί να γίνει πάνω στο αμερικανικό θωρηκτό «Μισούρι», το οποίο ήταν αγκυροβολημένο στον κόλπο του Τόκιο.
Η ιαπωνική κυβέρνηση δυσκολεύτηκε πολύ στη συγκρότηση της αντιπροσωπείας της που θα υπέγραφε τη συνθηκολόγηση. Είχε αποκλειστεί το ενδεχόμενο να προήδρευε αυτής ο πρωθυπουργός της χώρας, ο οποίος ήταν στενός συγγενής του αυτοκράτορα, ενώ πολλές στρατιωτικές και πολιτικές προσωπικότητες δήλωναν πως προτιμούσαν να αυτοκτονήσουν παρά να αναλάβουν ένα τόσο θλιβερό καθήκον να συμμετάσχουν στη σύνθεσή της, είτε ως επικεφαλής είτε ως μέλη της. Ο νέος υπουργός εξωτερικών Μαμόρου Σιγκεμίτσου δέχτηκε τελικά να ηγηθεί της αντιπροσωπείας, ενώ ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου στρατηγός Γιοσιτζίρο Ουμέτζου διατάχτηκε να τον συνοδεύσει ως εκπρόσωπος των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας, αφού προηγουμένως του αφαίρεσαν το ξίφος. Τους δύο Ιάπωνες πληρεξούσιους συνόδεψε ομάδα από εννέα διπλωμάτες και αξιωματικούς.