Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Lepa sela lepo gore — Τα όμορφα χωριά, όμορφα καίγονται (Λες να γίνει πόλεμος φίλε; Ποιος πόλεμος; …καλά είσαι;)

Ένα προ­σχε­δια­σμέ­νο έγκλη­μα με πολ­λούς συνερ­γούς… ανά­με­σά τους και οι ελλη­νι­κές κυβερ­νή­σεις. Η ιμπε­ρια­λι­στι­κή επί­θε­ση των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ σε βάρος της τότε ΟΔ Γιου­γκο­σλα­βί­ας, στις 24 Μάρ­τη 1999, έγι­νε με πρό­σχη­μα τα «δικαιώ­μα­τα» των Κοσ­σο­βά­ρων Αλβα­νών. Η πραγ­μα­τι­κή αιτία, όμως, ήταν το ξανα­μοί­ρα­σμα σφαι­ρών επιρ­ρο­ής, αγο­ρών, πηγών και δικτύ­ων Ενέρ­γειας (π.χ. σχέ­διο INOGATE), στον αντα­γω­νι­σμό με άλλες δυνά­μεις, όπως η Ρωσία.

Η επέμ­βα­ση δεν ήρθε σαν κεραυ­νός εν αιθρία. Ηταν το επό­με­νο μεγά­λο κεφά­λαιο μίας σει­ράς σχε­δια­σμών, που επι­δί­ω­καν την εδραί­ω­ση της «Νέας Παγκό­σμιας Τάξης» μετά την ανα­τρο­πή και διά­λυ­ση της πρώ­ην ΕΣΣΔ (26 Δεκέμ­βρη 1991). Δεν είναι τυχαίο πως αμέ­σως μετά, δυτι­κο-ευρω­παϊ­κές ιμπε­ρια­λι­στι­κές δυνά­μεις, με πρώ­το το Βατι­κα­νό και τη Γερ­μα­νία, έσπευ­σαν το 1991 να δια­λύ­σουν την πρώ­ην Γιου­γκο­σλα­βία, ανα­γνω­ρί­ζο­ντας την κήρυ­ξη ανε­ξαρ­τη­σί­ας της Κρο­α­τί­ας, της Σλο­βε­νί­ας και της ΠΓΔΜ (σημε­ρι­νής Βόρειας Μακεδονίας).

Η εξέ­λι­ξη έφε­ρε αμέ­σως μετά έναν κατα­στρο­φι­κό τετρα­ε­τή πόλε­μο στο «μαλα­κό υπο­γά­στριο» της Ευρώ­πης (σε Κρο­α­τία και Βοσ­νία — Ερζε­γο­βί­νη) επι­φέ­ρο­ντας τερά­στια βάσα­να στους λαούς της περιο­χής, αλλα­γές στους γεω­πο­λι­τι­κούς χάρ­τες και ανα­τρο­πές στους περι­φε­ρεια­κούς συσχε­τι­σμούς δυνά­με­ων. Ο τερ­μα­τι­σμός του πολέ­μου στη Βοσ­νία — Ερζε­γο­βί­νη με τη Συμ­φω­νία του Ντέι­τον, το 1995, έπαυ­σε τις ένο­πλες συγκρού­σεις, μετα­τρέ­πο­ντας έως σήμε­ρα τη χώρα σε προ­τε­κτο­ρά­το των ΗΠΑ — ΝΑΤΟ — ΕΕ, εγκλω­βί­ζο­ντας τις εθνό­τη­τες στη φτώ­χεια, στην ανερ­γία και την κατα­πί­ε­ση, ενώ αναμ­μέ­νο παρα­μέ­νει το φιτί­λι της μετα­ξύ τους αντι­πα­ρά­θε­σης, για κάθε μελ­λο­ντι­κή χρή­ση από τους ιμπεριαλιστές.

Η «μετα­κύ­λι­ση» του πολέ­μου σε νοτιό­τε­ρες περιο­χές των Βαλ­κα­νί­ων ήταν θέμα χρό­νου καθώς, πριν καν ξεκι­νή­σει ο πόλε­μος στη Βοσ­νία, «δου­λευό­ταν» ήδη από τη δεκα­ε­τία του ’80 η κατά­στα­ση στο Κοσ­συ­φο­πέ­διο (μέσω της εξέ­γερ­σης Αλβα­νό­φω­νων και της δημιουρ­γί­ας ξεχω­ρι­στών δομών διοί­κη­σης και Εκπαί­δευ­σης, που αξιο­ποι­ή­θη­καν από τους ιμπε­ρια­λι­στές περί­που μία 15ετία αργότερα).

Lepa sela lepo gore — Τα όμορφα χωριά, όμορφα καίγονται 

(απο­τε­λεί το βασι­κό υλι­κό αυτού του βίντεο)

Η ομώ­νυ­μη ται­νία απο­τε­λεί ορό­ση­μο στη θεμα­το­λο­γία του πολέ­μου στην πρώ­ην Γιου­γκο­σλα­βία, τόσο για την χρο­νι­κή στιγ­μή που γυρί­στη­κε και από την άπο­ψη αυτή είναι προ­φη­τι­κή, όσο και για την ουσία που πραγ­μα­τεύ­ε­ται, για το πως αλλη­λο­σφά­ζο­νται λαοί συνυ­πήρ­ξαν για ~40 χρό­νια ενω­μέ­νοι (συνέ­βη το ίδιο και τη Σοβιε­τι­κή Ένωση)

Τα γυρί­σμα­τα πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν όταν ο πόλε­μος στη Βοσ­νία έφτα­νε στο τέλος του (1996). Πόλε­μος μετα­ξύ πρώ­ην φίλων και συντρό­φων που η μετάλ­λα­ξή τους ειναι συγκλο­νι­στι­κή όσο μπαί­νει στο πετσί τους ο εθνι­κι­σμός και η παρά­νοια. Οι συμ­βο­λι­σμοί πάρα πολ­λοί, ο θεα­τής μπαί­νει αμέ­σως στο κλί­μα και για όποιον έχει ασχο­λη­θεί λίγο περισ­σό­τε­ρο με τα γεγο­νό­τα το ενδια­φέ­ρον εστιά­ζε­ται και στις πανέ­ξυ­πνες αλλη­γο­ρι­κές σκη­νές και ατάκες.

Έτσι κι αλλιώς το θέμα της ται­νί­ας ήταν δύσκο­λο, πόσο μάλ­λον για την περί­ο­δο που βγή­κε στις αίθου­σες με τις μνή­μες να ειναι νωπές και τα τραύ­μα­τα κυριο­λε­κτι­κά και μετα­φο­ρι­κά ανεπούλωτα.

Σύμ­φω­να με τον σκη­νο­θέ­τη ο τίτλος της ται­νί­ας είναι παρά­φρα­ση ενός εδα­φί­ου της νου­βέ­λας “Voyage au bout de la nuit” (Journey to the End of the Night) του συγ­γρα­φέα Louis-Ferdinand Céline, που περιέ­γρα­φε φλε­γό­με­να χωριά κατά τη διάρ­κεια του πρώ­του παγκο­σμί­ου πολέ­μου . Τα γυρί­σμα­τα έγι­ναν σε φυσι­κό τοπίο στο Višegrad της Bοσ­νί­ας (Σερ­βι­κός τομέ­ας) και κάποιες σκη­νές έλα­βαν μέρος σε μέρη όπου είχαν γίνει πραγ­μα­τι­κές μάχες. Αξί­ζει να γίνει και μια ανα­φο­ρά στο σάου­ντρακ που δένει άψο­γα στην ται­νία με κορυ­φαία την στιγ­μή που ακού­γε­ται το “Igra rokenrol cela Jugoslavija”.

Σκη­νο­θέ­της είναι ο Srdjan Dragojevic , πολύ αξιό­λο­γος με σημα­ντι­κή συνέ­χεια και βασι­κοί πρω­τα­γω­νι­στές οι Nikola Kojo (έχει παί­ξει σε πολ­λές σερ­βι­κές παρα­γω­γές) και Dragan Bjelogrlic (εξί­σου σημα­ντι­κός καλ­λι­τέ­χνης). Έχει απο­σπά­σει 6 βρα­βεία τα περισ­σό­τε­ρα στο σκη­νο­θέ­τη και ήταν υπο­ψή­φια για ακό­μη δύο Βρα­βείο Φεστι­βάλ Κινη­μα­το­γρά­φου Angers (Γαλ­λία)

Βρα­βείο της Ευρω­παϊ­κής Ακα­δη­μί­ας Κινη­μα­το­γρά­φου (ευρω­παϊ­κή ται­νία μεγά­λου μήκους της κρι­τι­κής επι­τρο­πής) — Srdjan Dragojevic — Βρα­βείο Telcipro, Ft. Διε­θνές Φεστι­βάλ Κινη­μα­το­γρά­φου της Lauderdale / Δια­κε­κρι­μέ­νο Βρα­βείο Αξί­ας, Φεστι­βάλ Κινη­μα­το­γρά­φου Mar del Plata, Φεστι­βάλ Κινη­μα­το­γρά­φου Στοκ­χόλ­μης — Χάλ­κι­νο άλο­γο, Φεστι­βάλ Κινη­μα­το­γρά­φου του Σάο Πάο­λο, Διε­θνές Βρα­βείο Κρι­τι­κής Επι­τρο­πής, Φεστι­βάλ Θεσ­σα­λο­νί­κης 1996 — Βρα­βείο κοι­νού και Υπο­ψή­φια (σκη­νο­θε­σί­ας) για το «Χρυ­σό Αλέξανδρο»

Κάντε τη χάρη στον εαυ­τό σας και δεί­τε την ‑όλο και κάπου παίζεται.

Προετοιμάζοντας την επέμβαση

Εως το 1997, δηλα­δή μόλις δύο χρό­νια μετά τη Συμ­φω­νία του Ντέι­τον, οι μυστι­κές υπη­ρε­σί­ες δυτι­κών ιμπε­ρια­λι­στι­κών δυνά­με­ων δημιούρ­γη­σαν, εκπαί­δευ­σαν, χρη­μα­το­δό­τη­σαν, εξό­πλι­σαν και προ­ώ­θη­σαν τους αυτο­νο­μι­στές του ΟΥΤΣΕΚΑ στο Κοσ­συ­φο­πέ­διο, αξιο­ποιώ­ντας ετε­ρό­κλη­τα στοι­χεία, μετα­ξύ των οποί­ων πολι­τι­κούς της αντι­πο­λί­τευ­σης, εθνι­κι­στές — υπο­στη­ρι­κτές της λεγό­με­νης «Μεγά­λης Αλβα­νί­ας», μισθο­φό­ρους, κοι­νά εγκλη­μα­τι­κά στοι­χεία κ.ά.

Οι επι­θέ­σεις των Κοσ­σο­βά­ρων ενό­πλων του ΟΥΤΣΕΚΑ κατά δυνά­με­ων του σερ­βι­κού στρα­τού και της αστυ­νο­μί­ας στο Κοσ­συ­φο­πέ­διο και οι μετα­ξύ τους συγκρού­σεις τη διε­τία 1997 — ’98 είχαν οξυν­θεί επι­κίν­δυ­να, δίνο­ντας προ­σχή­μα­τα και αφορ­μές σε Αμε­ρι­κα­νούς και Ευρω­παί­ους ιμπε­ρια­λι­στές να φορέ­σουν τον μαν­δύα του «μεσο­λα­βη­τή». Κατα­λυ­τι­κό ρόλο σε αυτούς τους σχε­δια­σμούς έπαι­ξε η προ­βο­κά­τσια του ΟΥΤΣΕΚΑ κατά Αλβα­νών τάχα «αμά­χων» στο χωριό Ράτσακ.

Στις αρχές του 1999 στή­θη­κε ο δήθεν «ειρη­νευ­τι­κός διά­λο­γος» μετα­ξύ Σέρ­βων και Κοσ­σο­βά­ρων Αλβα­νών στο Ραμπου­γέ της Γαλ­λί­ας. Εκεί, η τότε υπουρ­γός Εξω­τε­ρι­κών των ΗΠΑ, Μαντλίν Ολμπράιτ, έδω­σε τη χαρι­στι­κή βολή, απαι­τώ­ντας από τον τότε Πρό­ε­δρο της ΟΔ Γιου­γκο­σλα­βί­ας, Σλό­μπο­νταν Μιλό­σε­βιτς, την… ανά­πτυ­ξη των ΝΑΤΟι­κών στρα­τευ­μά­των στο Κοσ­συ­φο­πέ­διο και στην υπό­λοι­πη επι­κρά­τεια. Μόνο έτσι, είπε, θα μπο­ρού­σαν να εδραιω­θούν η ειρή­νη και η στα­θε­ρό­τη­τα, εκβιά­ζο­ντας ανοι­χτά τους Σέρ­βους και απο­κα­λύ­πτο­ντας τις πραγ­μα­τι­κές προ­θέ­σεις των ΑμερικανοΝΑΤΟικών.

Η επίθεση ξεκινάει

Για χάρη λοι­πόν της «ειρή­νης» και της «στα­θε­ρό­τη­τας», οι ιμπε­ρια­λι­στές σε ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ εξα­πέ­λυ­σαν το βρά­δυ της 24ης Μάρ­τη 1999 και για 78 μέρες ανη­λε­είς βομ­βαρ­δι­σμούς, έχο­ντας προη­γου­μέ­νως στή­σει μία καλά λαδω­μέ­νη μηχα­νή δαι­μο­νο­ποί­η­σης του Σλό­μπο­νταν Μιλό­σε­βιτς και του σερ­βι­κού λαού.

Ο τότε Πρό­ε­δρος των ΗΠΑ, Μπιλ Κλί­ντον, σε διάγ­γελ­μά του ανα­κοί­νω­σε την επέμ­βα­ση, λέγο­ντας πως η από­φα­ση ελή­φθη «ομό­φω­να» από τους ΝΑΤΟι­κούς συμ­μά­χους» με τρεις στό­χους: Την επί­δει­ξη «απο­φα­σι­στι­κό­τη­τας του ΝΑΤΟ για ειρή­νη» στα Βαλ­κά­νια, να «πλη­ρώ­σει» ο Σλό­μπο­νταν Μιλό­σε­βιτς τη βία κατά των Αλβα­νών και να εξου­δε­τε­ρω­θεί η ικα­νό­τη­τα των Σέρ­βων να κλι­μα­κώ­σουν τον πόλε­μο κατά των Κοσ­σο­βά­ρων Αλβανών.

Οι εξε­λί­ξεις ήταν ραγδαί­ες. Στη Μόσχα, ο Ρώσος ομό­λο­γός του, Μπό­ρις Γιέλ­τσιν, ανα­κά­λε­σε τον αντι­πρό­σω­πο της χώρας από το στρα­τη­γείο του ΝΑΤΟ στις Βρυ­ξέλ­λες και ζήτη­σε άμε­ση σύγκλη­ση του Συμ­βου­λί­ου Ασφα­λεί­ας του ΟΗΕ. Ο Κινέ­ζος υπουρ­γός Εξω­τε­ρι­κών, Τανγκ Σιαν­χουάν, κατα­δί­κα­σε τους ΝΑΤΟι­κούς βομ­βαρ­δι­σμούς προει­δο­ποιώ­ντας για τις σοβα­ρές επι­πτώ­σεις στο Διε­θνές Δίκαιο.

Αισχρός και κυνι­κός, ο τότε γενι­κός γραμ­μα­τέ­ας του ΟΗΕ, Κόφι Ανάν, αρνή­θη­κε να συγκα­λέ­σει εκτά­κτως το Συμ­βού­λιο Ασφα­λεί­ας, λέγο­ντας πως θα έπρε­πε να απο­φα­σί­σει όχι τον τερ­μα­τι­σμό της επί­θε­σης, αλλά το χρό­νο εξα­πό­λυ­σής της!

«Βρώμικος» πόλεμος όνομα και πράγμα

Στη διάρ­κεια του βρώ­μι­κου πολέ­μου, χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν 1.150 ΝΑΤΟι­κά υπερ­σύγ­χρο­να μαχη­τι­κά, 21.000 τόνοι βομ­βών, χιλιά­δες βόμ­βες ραδιε­νερ­γού απε­μπλου­τι­σμέ­νου ουρα­νί­ου, «απα­γο­ρευ­μέ­νες» (από τις διε­θνείς συν­θή­κες) βόμ­βες βλη­μά­των δια­σπο­ράς. Με αυτά τα μέσα βομ­βαρ­δί­στη­καν πολυ­κα­τοι­κί­ες, γέφυ­ρες, σχο­λεία, νοσο­κο­μεία και μαιευ­τή­ρια, κομ­βόι προ­σφύ­γων, έως νεκροταφεία!

Μέσα σε αυτές τις 11 βδο­μά­δες, σκο­τώ­θη­καν περί­που 3.000 άμα­χοι (το 30% παι­διά), τραυ­μα­τί­στη­καν πάνω από 6.000 πολί­τες, εκα­το­ντά­δες χιλιά­δες έγι­ναν πρό­σφυ­γες και εξα­θλιώ­θη­καν οικο­νο­μι­κά κάπου 2.500.000 άλλοι. Επι­πλέ­ον, προ­κλή­θη­καν τερά­στιες κατα­στρο­φές σε βασι­κές υπο­δο­μές της χώρας και ανή­κε­στες βλά­βες στο περι­βάλ­λον μέσω της ρίψης του­λά­χι­στον 31.000 βομ­βών απε­μπλου­τι­σμέ­νου ουρα­νί­ου, με στό­χο την πει­ρα­μα­τι­κή δοκι­μή νέων όπλων και την υπο­νό­μευ­ση της υγεί­ας μελ­λο­ντι­κών γενεών…

Ο πόλε­μος έλη­ξε μετά από δια­πραγ­μα­τεύ­σεις μετα­ξύ Αμε­ρι­κα­νών και Σέρ­βων στρα­τιω­τι­κών αξιω­μα­τού­χων και την έκδο­ση της από­φα­σης 1244 του Συμ­βου­λί­ου Ασφα­λεί­ας του ΟΗΕ, μέσω της οποί­ας ουσια­στι­κά επι­χει­ρεί­ται «νομι­μο­ποί­η­ση» της ΝΑΤΟι­κής επέμ­βα­σης στο Κοσ­συ­φο­πέ­διο, που μετα­τρά­πη­κε έκτο­τε σε προ­τε­κτο­ρά­το και στο έδα­φός του δημιουρ­γή­θη­κε τελι­κά η στρα­τιω­τι­κή βάση Μπόν­τστιλ, η οποία είναι η μεγα­λύ­τε­ρη των ΗΠΑ στο εξωτερικό.

Φοβού τη ΝΑΤΟική «ειρήνη»…

Περί­που δύο χρό­νια μετά την «ειρή­νη» στο Κοσ­συ­φο­πέ­διο, στη Σερ­βία και το Μαυ­ρο­βού­νιο, εκδη­λώ­θη­καν (2000 — ’01) «απο­στα­θε­ρο­ποι­η­τι­κές» συγκρού­σεις μέσω αυτο­νο­μι­στών — «κλώ­νων» του ΟΥΤΣΕΚΑ στην τότε ΠΓΔΜ, που διευ­θε­τή­θη­καν ξανά με παρέμ­βα­ση δυτι­κών δυνά­με­ων. Ακο­λού­θη­σε η διά­λυ­ση της ΟΔ Γιου­γκο­σλα­βί­ας, που μετο­νο­μά­στη­κε το 2003 σε «Ενω­ση Σερ­βί­ας — Μαυ­ρο­βου­νί­ου». Στη συνέ­χεια (2006) το Μαυ­ρο­βού­νιο έγι­νε ανε­ξάρ­τη­το και τον Ιού­νη του 2017 μέλος του ΝΑΤΟ. Στο μετα­ξύ, στα Σκό­πια ξεσπούν νέες ενδο­α­στι­κές συγκρού­σεις που ανα­γκά­ζουν, το Γενά­ρη του 2016, σε παραί­τη­ση τον εθνι­κι­στή τότε πρω­θυ­πουρ­γό, Νίκο­λα Γκρού­εφ­σκι. Μετά από πολύ­μη­νη περί­ο­δο ρευ­στών πολι­τι­κών εξε­λί­ξε­ων, το Μάη του 2017, το Κοι­νο­βού­λιο στα Σκό­πια εκλέ­γει νέο πρω­θυ­πουρ­γό, τον σοσιαλ­δη­μο­κρά­τη Ζόραν Ζάεφ. Υπό την επί­βλε­ψη ΗΠΑ — ΕΕ και έπει­τα από πολύ­μη­νο παζά­ρι μετα­ξύ Σκο­πί­ων και Αθή­νας, οι πρω­θυ­πουρ­γοί της σημε­ρι­νής Βόρειας Μακε­δο­νί­ας και Ελλά­δας υπο­γρά­φουν στις 12 Ιού­νη 2018 την περι­βό­η­τη συμ­φω­νία των Πρε­σπών, με στό­χο την έντα­ξη των Σκο­πί­ων στο ΝΑΤΟ και τον περιο­ρι­σμό της εκεί ρωσι­κής γεω­πο­λι­τι­κής επιρροής.

Η συμ­φω­νία λαν­σά­ρε­ται σαν πυξί­δα και εργα­λείο για την παρα­πέ­ρα εμπέ­δω­ση της «ευρω­α­τλα­ντι­κής ολο­κλή­ρω­σης» στα Βαλ­κά­νια, την ίδια ώρα που φανε­ρά και στο παρα­σκή­νιο εξε­λίσ­σο­νται παζά­ρια για νέες αλλα­γές συνό­ρων, με ανταλ­λα­γή εδα­φών ανά­με­σα σε Σερ­βία και Κοσ­συ­φο­πέ­διο, που μπο­ρεί να απο­τε­λέ­σει θρυαλ­λί­δα για ντό­μι­νο αντι­πα­ρα­θέ­σε­ων και ανά­λο­γων αλλα­γών και σε άλλα πολυ­ε­θνι­κά κρά­τη της περιο­χής, όπως η Βοσ­νία — Ερζε­γο­βί­νη. Παράλ­λη­λα, οι εξε­λί­ξεις στα Σκό­πια ενθαρ­ρύ­νουν την αλβα­νι­κή κυβέρ­νη­ση του Εντι Ράμα να συσφί­ξει τις σχέ­σεις με το Κοσ­συ­φο­πέ­διο, στην προ­ο­πτι­κή της λεγό­με­νης «Μεγά­λης Αλβα­νί­ας» και να ανα­κοι­νώ­σει σχέ­δια για κατάρ­γη­ση συνό­ρων και τελω­νεί­ων έως το καλο­καί­ρι του 2019.

Η όξυν­ση των αντα­γω­νι­σμών ενι­σχύ­ε­ται επι­κίν­δυ­να όσο περ­νά ο και­ρός, απο­δει­κνύ­ο­ντας ότι ο κίν­δυ­νος μιας νέας γενι­κευ­μέ­νης αντι­πα­ρά­θε­σης στην περιο­χή παρα­μέ­νει υπαρ­κτός. Άλλω­στε, αν κάτι έχει απο­δει­χθεί όλα αυτά τα χρό­νια, είναι ότι οι ΝΑΤΟι­κές διευ­θε­τή­σεις προ­ε­τοί­μα­ζαν τις επό­με­νες κρί­σεις, αξιο­ποιώ­ντας ως καύ­σι­μη ύλη υπαρ­κτά ή ανύ­παρ­κτα μειο­νο­τι­κά ζητή­μα­τα που παρέ­με­ναν ανοιχτά…

πόλεμος φίλε

( Ποιος πόλε­μος; φίλε …είσαι στα καλά σου; )

Η ται­νία, μπο­ρεί να χαρα­κτη­ρι­στεί «πολε­μι­κή» ‑τελεί­ως  sui generis αφού αφη­γεί­ται τη σύγκρου­ση Σερ­βί­ας και Βοσ­νί­ας-Ερζε­γο­βί­νης από την οπτι­κή γωνία της ομά­δας των Σέρ­βων πολι­το­φυ­λά­κων που έχουν εγκλω­βι­στεί σε μια «ιστο­ρι­κή» σήραγ­γα και, σε μικρή από­στα­ση με τα πόδια από το χωριό, όπου ο πρω­τα­γω­νι­στής μεγά­λω­σε παρέα με τον καλύ­τε­ρο φίλος του, ένα Βόσ­νιο που καρα­δο­κεί στην έξοδο.

Παγι­δευ­μέ­νοι σαν τα ποντί­κια μαζί με μια τρο­μο­κρα­τη­μέ­νη Αμε­ρι­κα­νί­δα δημο­σιο­γρά­φο, οι έξι στρα­τιώ­τες ξανα­ζούν, μέσα από  flashback το παρελ­θόν σε ένα crescendo νοσταλ­γί­ας για την κάπο­τε κοι­νή τους πατρί­δα, την ενω­μέ­νη Γιου­γκο­σλα­βία. Μέσα από πικρές ειρω­νεί­ες και εκρή­ξεις γνή­σιας συντρο­φι­κό­τη­τας που χάρη στην (πολύ σωστά λέμε εμείς) ψυχρή λογι­κή ‑χωρίς ψευ­το­ο­συ­ναι­σθη­μα­τι­σμούς, του Dragojeviċ- στα­μα­τά­νε πάντα μια στιγ­μή προ­τού μπουν σε μια ανού­σια και θαμπή ρητο­ρι­κή με ερμη­νεί­ες για τον εμφύ­λιο σπα­ραγ­μό.  Το Lepa sela lepo gore είναι μια σκλη­ρή, σπλα­χνι­κή και παράλ­λη­λα «ενο­χλη­τι­κή» ται­νία που ται­ριά­ζει στο πολύ δύσκο­λο και αντι­φα­τι­κό θέμα που αντι­με­τω­πί­ζει. Εκεί­νο τον και­ρό κάποιοι επέ­κρι­ναν το σκη­νο­θέ­τη για την ανα­τρε­πτι­κή οπτι­κή θύμα­τος και θύτη, αλλά βλέ­πο­ντάς την εκ των υστέ­ρων η ται­νία έχει την αξία της για­τί ανα­δει­κνύ­ει το τρε­λό και ζωώ­δες στην κλι­μά­κω­ση της βίας, τη συγκε­κρι­μέ­νη ιστο­ρι­κή περί­ο­δο στην πολύ­πα­θη Γιουγκοσλαβία.

Λεί­πει από τη μυθο­πλα­σία η σε βάθος πολι­τι­κή ανά­λυ­ση, που ‑πιθα­νά, θα την έκα­νε αρτιό­τε­ρη; ίσως, αλλά μπο­ρεί και φτω­χό­τε­ρη: ο Dragojeviċ στη ρευ­στή κατά­στα­ση της Σερ­βί­ας, ξεκί­νη­σε Τιτοϊ­κός, μετά άρχι­σε να σατι­ρί­ζει ‑με τα έργα του, τον Μιλό­σε­βιτς, στη συνέ­χεια πήγε μαζί του και σήμε­ρα είναι στον κυβερ­νη­τι­κό συνα­σπι­σμό СПС-ПУПС-ЈС. Αυτά στα υπό­ψη όχι σαν συγ­χω­ρο­χάρ­τι, αλλά για να προσ­διο­ρι­στούν κάποια όρια, που έχουν να κάνουν και γενι­κό­τε­ρα με την κρί­ση ταυ­τό­τη­τας του σύγ­χρο­νου κινη­μα­το­γρά­φο  ‑αλλά αυτή είναι μια συζή­τη­ση που ξεφεύ­γει από τα όρια αυτού του σημειώματος.

Τρό­ποι να μιλή­σεις ‑κινη­μα­το­γρα­φι­κά, για μια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, υπάρ­χουν πολ­λοί και ο οικο­νο­μι­κό­τε­ρος, χωρίς άλλο, είναι η αλλη­γο­ρία: Αυτή που ‑για να μεί­νου­με στη Γιου­γκο­σλα­βία, χρη­σι­μο­ποί­η­σε ο Αγγε­λό­που­λος στη σκη­νή με το τεμα­χι­σμέ­νο άγαλ­μα του Λένιν (ΣΣ -|> με το πολυ­συ­ζη­τη­μέ­νο «εικα­στι­κά» δάχτυ­λο) να ανε­βαί­νει τον Δού­να­βη -|> «Το Βλέμ­μα του Οδυσ­σέα» (1995), στη θέση της σκη­νής με τις βάρ­κες και τις κόκ­κι­νες σημαί­ες -|> «Οι κυνη­γοί» (1977), που όπως είπε τότε ο ίδιος «για μένα είναι μια προ­έ­κτα­ση προς το μέλ­λον» (η οποία προ­φα­νώς ‑ΣΣ, το 1995 και στη συνέ­χεια «εξέ­λει­πε»). Και αντί­στοι­χα ο Emir Kusturica, παρ’ όλο που στην ται­νία αυτή μπο­ρεί κανείς να παρα­τη­ρή­σει κάποιες ομοιό­τη­τες με το «Underground (1995)»

Κάπο­τε ο Μίκης, (ΣΣ |> με τα γνω­στά πολι­τι­κά όρια και «άλμα­τα») μιλώ­ντας για το «Τρα­γού­δι του νεκρού αδελ­φού»«Δυο γιους είχες μανού­λα μου, | δυο δέντρα, δυο ποτά­μια.| Δυο κάστρα βενε­τσιά­νι­κα,| δυο δυό­σμους, δυο λαχτά­ρες. | Ενας για την Ανα­το­λή | κι ο άλλος για τη Δύση | και συ στη μέση μονα­χή, | μιλάς, ρωτάς τον Ηλιο…», είπε τα εξής «ακα­τα­νό­η­τα»: «Ξαφ­νι­κά ανα­κά­λυ­ψα ότι ζού­με περι­κυ­κλω­μέ­νοι απ’ τους σύγ­χρο­νους ήρω­ες, θεούς, ημί­θε­ους, πεπρω­μέ­να και σύμ­βο­λα. Απ’ τη σύγ­χρο­νη, τη δική μας μυθο­λο­γία. Η φυλή μας, σαν μια και­νού­ρια γενιά του Οιδί­πο­δα, χωρί­στη­κε σε δυο αντί­πα­λα στρα­τό­πε­δα. Όπως άλλο­τε ο Πολυ­νεί­κης και ο Ετε­ο­κλής, το ίδιο και τώρα, αδέλ­φια, φίλοι, συγ­γε­νείς, συμπο­λί­τες, αλλη­λο­σκο­τώ­θη­καν μπρο­στά στα μάτια της Ιοκά­στης, που εμείς τη φωνά­ζου­με Μάνα!» …(και συνε­χί­ζει ‑μιλώ­ντας για το Μακρο­νή­σι) «Μου ‘τυχε να ζήσω προ­σω­πι­κά μια τέτοια σκη­νή. Ο ένας αδελ­φός βρι­σκό­ταν μέσα στο μπου­λού­κι που δεχό­τα­νε το ομα­δι­κό ξύλο. Ο άλλος ήταν βασα­νι­στής. Σε μια στιγ­μή, ανα­γνω­ρί­ζο­νται. Ορμά ο πρώ­τος να πνί­ξει το δήμιο αδελ­φό του. Κι αυτός, ενώ οι βασα­νι­στές τρέ­χουν να τον βοη­θή­σουν, ακού­στη­κε να τους φωνά­ζει: “Μην τον αγγί­ζε­τε! Είν’ αδέλ­φι μου! Αφή­στε τον να με πνί­ξει!” Έγρα­ψα το πρώ­το τρα­γού­δι και το ονό­μα­σα “Το Όνει­ρο”. Κι ένιω­σα πως ολό­κλη­ρο το έργο βρι­σκό­τα­νε “τελειω­μέ­νο” μέσα στο λόγο, στη μου­σι­κή και στην κίνη­ση αυτού του τρα­γου­διού… Η Μάνα, ο Ηλιος, τ’ αδέλ­φια που ψάχνο­νται για ν’ αλλη­λο­σφα­γούν, το χώμα, η γη μας, όπου μπή­γου­νε μαζί τα φονι­κά μαχαί­ρια για να ανα­βλύ­σει το Νερό» … «Του Παύ­λου και του Νικο­λιού | οι μάνες παν αντά­μα | ρωτούν το χώμα να τους πει | και κεί­νο στά­ζει αίμα. | Δεν είναι ανα­στε­ναγ­μός | που βγαί­νει απ’ το χώμα | μόνο πηγή λαχτα­ρι­στή | να πιεις να ξεδιψάσεις».

Αν αυτή είναι η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της Ελλά­δας στις αρχές της 10ετίας του ΄60, σίγου­ρα, τα «όμορ­φα χωριά» είναι ο αδυ­σώ­πη­τος ρεα­λι­σμός του της 10ετίας του 1990 του Srdjan, που σπά­ει κόκ­κα­λα και δε σ’ αφή­νει ούτε μια στιγ­μή να ελπί­σεις, όχι σε happy end, αλλά ούτε στη λύτρω­ση των κολα­σμέ­νων Milan -|>Dragan Bjelogrlic και  Velja -|> Nikola Kojo. Και μάλι­στα για να είναι σίγου­ρος επι­με­λή­θη­κε το story και τους δια­λό­γους της πολύ καλής αυτής ταινίας.


Μια ται­νία που μπο­ρεί να διχά­σει, να συζη­τη­θεί, αλλά σίγου­ρα θα συναρ­πά­σει είναι «Τα όμορ­φα χωριά όμορ­φα καί­γο­νται» του Σρι­ντιάν Ντρα­γκό­γιε­βιτς, από τη Σερ­βία γρά­φει ο Ριζο­σπά­στης όταν πρω­το­βγή­κε στις αίθου­σες (Φλε­βά­ρης 1997)

Ο θάνατος ενός έθνους…

Και να που η κρί­ση στα Βαλ­κά­νια, ο γιου­γκο­σλα­βι­κός εμφύ­λιος συγκε­κρι­μέ­να, δίνει τρο­φή στους σκη­νο­θέ­τες και τους δημιουρ­γούς της περιο­χής, αιμο­δο­τεί, σχε­δόν κυριο­λε­κτι­κά, τη θεμα­το­λο­γία τους και ανα­δει­κνύ­ει μια κινη­μα­το­γρα­φία, που φυσι­κά προ­ϋ­πήρ­χε στη γει­το­νιά μας, αλλά έπρε­πε να ξεσπά­σει αυτός ο πόλε­μος “έξω από την πόρ­τα μας”, για να αρχί­σου­με να γνω­ρι­ζό­μα­στε καλύ­τε­ρα μαζί της. Κι αν Ελλά­δα δε σημαί­νει μόνο Αγγε­λό­που­λος, απο­δει­κνύ­ε­ται αυτή τη φορά, ότι Γιου­γκο­σλα­βία δε σημαί­νει μόνο Κου­στου­ρί­τσα, παρ’ όλο που στην ται­νία αυτή μπο­ρεί κανείς να παρα­τη­ρή­σει φανε­ρές ομοιό­τη­τες με το“Αντεργκράουντ”.  Αρχί­ζο­ντας από τη χρή­ση παρό­μοιας αισθη­τι­κής, σε ίδιας θεμα­τι­κής και πρό­θε­σης σκη­νές (τα εγκαί­νια του τού­νελ φέρ­νουν στο νου την παρεμ­φε­ρή χρή­ση που επι­φύ­λα­ξε ο Κου­στου­ρί­τσα στις σκη­νές επι­καί­ρων της ται­νί­ας του), αλλά και έναν ανά­λο­γο σαρ­κα­σμό, καθώς και μια ανά­λο­γη μυθο­πλα­στι­κή ελευ­θε­ρία, που αγγί­ζει ένα σου­ρε­α­λι­σμό με ροκ καταβολές.

Ασχε­τα, όμως, από αυτά, που τελειώ­νουν εδώ και δεν απο­τε­λούν άλλω­στε και την ουσία, ο Σρι­ντιάν Ντρα­γκό­γιε­βιτς που σκη­νο­θέ­τη­σε “τα όμορ­φα χωριά”, δεν απο­πει­ρά­ται να δημιουρ­γή­σει κάποιο πανο­ρα­μι­κό μαγι­κό γυα­λί για τη χαμέ­νη του πατρί­δα, όπως έκα­νε ο Κου­στου­ρί­τσα. Προ­τι­μά, με μια ανα­λυ­τι­κή διά­θε­ση, να στα­θεί πλάι στους ήρω­ές του, που βρέ­θη­καν με ένα όπλο στο χέρι να πολε­μούν για μιαν “ιδέα”. Ιδέα που ξεγυ­μνώ­νε­ται στα­δια­κά στη διάρ­κεια της ται­νί­ας, για να απο­μεί­νει τελι­κά ένα τίπο­τα. Ενα ψέμα, όμοιο με αυτό των περα­σμέ­νων δεκα­ε­τιών, που εξέ­θρε­ψε τις σημε­ρι­νές εκρη­κτι­κές αντι­θέ­σεις. Κάπου εδώ, όχι στην αισθη­τι­κή, αλλά στην ανθρω­πο­κε­ντρι­κή της διά­στα­ση, η ται­νία συνα­ντιέ­ται ξώφαλ­τσα με το “Πριν από τη βρο­χή” του Μίλ­το Μαν­τζέφ­σκι (από την ΠΓΔΜ), απο­φεύ­γο­ντας, όμως, μια γενι­κό­λο­γη ανθρω­πι­στι­κή τοπο­θέ­τη­ση, που θα κολά­κευε τις πάντο­τε κομ­φορ­μι­στι­κές απαι­τή­σεις του κοι­νού και θα εξυ­πη­ρε­τού­σε τη διε­θνή της αποδοχή…

Γι’ αυτόν ακρι­βώς το λόγο, παρα­κο­λου­θώ­ντας κανείς την ται­νία, σε όποια “πλευ­ρά” κι αν ανή­κει, μπο­ρεί να δια­τυ­πώ­σει πλή­θος αντιρ­ρή­σε­ων και επι­φυ­λά­ξε­ων, συχνά, αλλη­λο­α­ναι­ρού­με­νων στο εσω­τε­ρι­κό της, στα αλλη­λο­πλε­κό­με­να επί­πε­δα της δρά­σης. Για­τί, η ται­νία είναι φορ­τω­μέ­νη από τις αντι­φά­σεις των ηρώ­ων της, που αντι­κα­το­πτρί­ζουν τις αντι­φά­σεις της κοι­νω­νί­ας τους, και οι οποί­ες βγή­καν στο προ­σκή­νιο με εκρη­κτι­κό τρό­πο. Και δεν ανα­γνω­ρί­ζει καμιά βεβαιό­τη­τα, ικα­νή να προ­σφέ­ρει στον θεα­τή την ασφά­λεια της ταύ­τι­σης με κάποιους “καλούς”, ενά­ντια σε κάποιους “κακούς”, στη βάση μιας κοι­νά παρα­δε­κτής ηθι­κής στά­σης. Αλλω­στε, τι κοι­νό υπάρ­χει ανά­με­σα στους εφτά πρω­τα­γω­νι­στές, τους εφτά Σέρ­βους, που βρί­σκο­νται εγκλω­βι­σμέ­νοι από τους Μου­σουλ­μά­νους σε ένα στοι­χειω­μέ­νο τού­νελ (η θέση τους αυτή ίσως απο­τε­λεί λόγο ταύ­τι­σης του θεα­τή μαζί τους), αφού πρώ­τα έχουν κάψει και λεη­λα­τή­σει μια σει­ρά από μου­σουλ­μα­νι­κά χωριά (και να που η ταύ­τι­ση αναι­ρεί­ται). Πρό­κει­ται για έναν ηλι­κιω­μέ­νο λοχα­γό, θια­σώ­τη κάπο­τε του “τιτοϊ­κού ονεί­ρου”. Εξω από το τού­νελ είναι ο Μου­σουλ­μά­νος κου­μπά­ρος του, συμπο­λε­μι­στής του στα χαρα­κώ­μα­τα της δεκα­ε­τί­ας του ’40. Είναι ακό­μη ένας κλέ­φτης, που αφού ξάφρι­σε ό,τι μπο­ρού­σε στην ξενι­τιά επέ­στρε­ψε στην πατρί­δα για να βρε­θεί στο στρα­τό στη θέση του αδελ­φού του, που προ­σπα­θού­σε να το απο­φύ­γει για να σπουδάσει.

Είναι ακό­μη δυο εθνι­κι­στές, πιστοί στο μετα­φυ­σι­κό όρα­μα μιας μεγά­λης Σερ­βί­ας. Είναι ένας πρε­ζά­κιας, που φορά στο­λή σε μια στιγ­μή γενι­κής πατριω­τι­κής έξαρ­σης. Είναι και ένας δια­νο­ού­με­νος, ο “καθη­γη­τής”, με τον σερ­βι­κό σταυ­ρό στο κρά­νος, που βγά­ζει στη σύγκρου­ση την πιο κατα­πιε­σμέ­νη του επι­θε­τι­κό­τη­τα. Τέλος, το κεντρι­κό πρό­σω­πο, ο Μίλαν, που βρέ­θη­κε να πολε­μά δίπλα στο χωριό του. Εξω από το τού­νελ είναι ο αδελ­φι­κός του φίλος, ο Χαλίλ. Ο πρώ­τος νομί­ζει ότι ο δεύ­τε­ρος σκό­τω­σε τη μάνα του. Κι αυτός, ότι ο άλλος του έκα­ψε το μαγα­ζί. Τίπο­τα από αυτά δε συνέ­βη. Παρε­ξή­γη­ση. Ετσι κι αλλιώς σε λίγο θα είναι όλοι νεκροί.

Ομως, αν η ελπί­δα δε βρί­σκε­ται στις αυτα­πά­τες του παρελ­θό­ντος, ούτε στο και­νού­ριο αιμα­το­βαμ­μέ­νο παρα­μύ­θι, που προ­οιω­νί­ζε­ται στις συμ­βο­λι­κές σκη­νές των επί­ση­μων εγκαι­νί­ων. Ούτε στις φωνές των καλο­ζω­ι­σμέ­νων… ειρη­νι­στών στο Βελι­γρά­δι. Τότε πού μπο­ρεί κανείς να την ανα­κα­λύ­ψει; Ίσως τελι­κά, μόνο τη μέρα που άρχι­ζε ο πόλε­μος. Όταν οι δυο φίλοι τσού­γκρι­ζαν, με έναν πολύ γνώ­ρι­μο σ’ εμάς τρό­πο, τα ποτή­ρια τους.

«Στην υγειά μας, Μίλαν, αλλά πες μου, θα γίνει τελικά πόλεμος;”, ρώτησε ο Χαλίλ. “Ποιος πόλεμος, ρε φίλε… “»

Επι­μέ­λεια  Ομά­δα ¡H.​lV.S!

Επι­κοι­νω­νία – [ FaceBook |>1<|-|>2<| ] – Blog

¡H.lV .S 6 1

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο