Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Mario Monicelli «ιερό τέρας» — Ιδεολόγος της κοινωνικής ανατροπής |Φωτο+Video|

Τη Δευ­τέ­ρα 29-Νοε-2010, στις 9 μμ., ένας από τους μεγα­λύ­τε­ρους σκη­νο­θέ­τες του ιτα­λι­κού κινη­μα­το­γρά­φου, ο Mario Monicelli, τέλειω­νε τη ζωή του σε ηλι­κία 95 ετών, πηδώ­ντας από ένα παρά­θυ­ρο στα 20 μέτρα του νοσο­κο­μεί­ου San Giovanni στη Ρώμη.

Ποιος δε γέλα­σε πικρά με το «I Soliti Ignoti» (ο Κλέ­ψας του Κλέ­ψα­ντος) –που έκλει­σε ήδη 62 χρό­νια, όπου δεν ξέρεις ποιος από τους Βιτό­ριο Γκά­σμαν, Τοτό, Μαρ­τσέ­λο Μαστρο­γιά­νι κλπ δίνει το μεγα­λύ­τε­ρο ρεσιτάλ.
Προ­σω­πι­κά μάλ­λον ο ασύλ­λη­πτος Τοτό –αλλά αυτά είναι υποκειμενικά …
Ο Πέπε (Βιτό­ριο Γκά­σμαν), είναι απο­τυ­χη­μέ­νος πυγ­μά­χος ο Τιμπέ­ριο (Μαρ­τσέ­λο Μαστρο­γιά­νι), κατα­στρώ­νει το σχέ­διο …(συνέ­χεια επί της οθό­νης) –poy κατα­λή­γει στο «μεγά­λο φαγο­πό­τι» pasta e ceci (ρεβύ­θια με μακαρόνια)

Mario Monicelli I Soliti ignoti e la Pasta e ceci Romana

Σε αντί­θε­ση με πολ­λούς από τους συνα­δέλ­φους του, ο Mario Monicelli δεν αρνή­θη­κε ποτέ τις αξί­ες τις αρχές και τις ιδέ­ες του, εν γνώ­σει του πως, δεν είχε τίπο­τε να κερ­δί­σει από το αστι­κό κατεστημένο.

Όλο το κινη­μα­το­γρα­φι­κό του έργο, χωρίς ποτέ να θέλει να κάνει έναν πεζό προ­πα­γαν­δι­στι­κό κινη­μα­το­γρά­φο (που θα σήμαι­νε ‑πιθα­νά, κακή προ­πα­γάν­δα και κακό κινη­μα­το­γρά­φο) υπήρ­ξε στρα­τευ­μέ­νο, ασχο­λή­θη­κε με θέμα­τα όπως η φιλία, η αλλη­λεγ­γύη προς τους κολα­σμέ­νους, η μάχη στην αλα­ζο­νεία της εξου­σί­ας ενά­ντια στην οποία η επα­νά­στα­ση απο­τε­λού­σε καθη­με­ρι­νό μέλη­μα και είναι ηθι­κό καθήκον
Η ελπί­δα είναι μια παγί­δα που εφευ­ρέ­θη­κε από τα αφε­ντι­κά. Πρέ­πει να έχου­με το θάρ­ρος να επα­να­στα­τή­σου­με και να ανα­ζη­τή­σου­με τη λύτρω­ση που δεν υπήρ­ξε ποτέ στην Ιτα­λία.
Από το I Ragazzi della via Pal (1934) στο La Grande guerra (1959), από το Un borghese piccolo piccolo (1977) στο Parenti serpenti (1993) ο Monicelli, χωρίς να απο­κη­ρύ­ξει τη συναί­νε­ση με ευρύ­τε­ρα κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα, επέ­λε­ξε να καταγ­γέ­λει όλες τις πολι­τι­κές του αστι­κού κρά­τους και του εποι­κο­δο­μή­μα­τος απο­δει­κνύ­ο­ντας, για άλλη μια φορά, την αξία και τη δύνα­μη της πολι­τι­σμι­κής παρέμβασης.
Μιας κουλ­τού­ρας που είναι αυθε­ντι­κά λαϊ­κή, χωρίς ανό­η­τους δια­νο­ου­με­νι­σμούς του σαλο­νιού, άτεγ­κτη μπρο­στά στη βιο­μη­χα­νία του θεά­μα­τος –που μετα­τρέ­πει την τέχνη σε προ­ϊ­όν για πού­λη­μα, ενός  εργα­λεί­ου για την ανά­γνω­ση και την ερμη­νεία της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας και των κοι­νω­νι­κών σχέσεων.
Τα τελευ­ταία του λόγια, στο «Rai per una note»,  ξεχω­ρί­ζουν δια­κρί­νο­ντας τον εαυ­τό του πολι­τι­κά και ηθι­κά από τον χυδαία αντι-υπερ-κουλτούρα…

Τα πιστεύω και η πολι­τι­κή σκέ­ψη τουπάνω απ’ όλα η τέχνη του, εκφρά­στη­κε ανοι­χτά και πικρό­χο­λα βλέ­πο­ντας πως δεν υπάρ­χει καμία πραγ­μα­τι­κή πρό­τα­ση εξέ­γερ­σης στο ισχύ­ον καπι­τα­λι­στι­κό σύστη­μα από τον υπο­κει­με­νι­κό παρά­γο­ντα­στη ‑την μακρά περί­ο­δο που το ΚΚ Ιτα­λί­ας διο­λι­σθαί­νο­ντας συνε­χώς στον ευρω­κομ­μου­νι­σμό έφτα­σε στην αυτο­διά­λυ­ση

Ιδεολόγος κομμουνιστής;

«Πώς τελειώ­νει αυτό το έργο; (ΣΣ |>το φιλμ η ταινία)
Δεν ξέρω. Ελπί­ζω με αυτό που δεν ήταν υπήρ­ξε ποτέ στην Ιτα­λία: με ένα γερό χτύ­πη­μα, μια καλή επα­νά­στα­ση.
Το πάλαι­ψαν στη Ρωσία, στη Γερ­μα­νία, στη Γαλ­λία στην Αγγλία -παντού εκτός από την Ιτα­λία. Χρειά­ζε­ται κάτι που να εξε­γεί­ρει αυτό το λαό που υπο­βάλ­λε­ται στα πάντα, που γίνε­ται σκλά­βος σε όλους για τρια­κό­σια χρόνια.
Αν θέλει να επα­να­στα­τή­σει, το τίμη­μα, το λύτρο δεν είναι απλό πράγ­μα. Είναι οδυ­νη­ρό και απαι­τεί θυσί­ες.
Αν όχι, ας πάει στο διά­ο­λο, στην κόλα­ση — εκεί που πηγαί­νει, για τρεις γενιές»…

Αποχαιρετισμός στο Mario Monicelli
🔻  De te fabula naratur
🔻 

Ήταν το 2006 όταν ο Mario Monicelli σε μια εφ όλης της ύλης συνο­μι­λία με τον δημο­σιο­γρά­φο Curzio Maltese (περιο­δι­κό «τετρά­δια κινη­μα­το­γρά­φου» MicroMega τ.7/2006) έλε­γε:

(ΣΣ |> η λατι­νι­κή φρά­ση «de te fabula naratur» σημαί­νει η Ιστο­ρία μιλά­ει για σένα)
Μισός αιώ­νας ιστο­ρί­ας της Ιτα­λί­ας μετα­ξύ συλ­λο­γι­κής προ­σφο­ράς και «συνη­θι­σμέ­νων τερά­των»(soliti mostri), Ιτα­λί­ας της ανοι­κο­δό­μη­σης και της έκρη­ξης, Ιτα­λί­ας των ηττη­μέ­νων και των εξυ­πνά­κη­δων, Ιτα­λί­ας της αλλη­λεγ­γύ­ης και των ξεδιά­ντρο­πων, η τερα­τώ­δης Ιτα­λία του Brancaleone, από τον σκη­νο­θέ­τη που έγρα­ψε την ιστο­ρία της commedia all’italiana (κωμω­δία αλα ιτα­λι­κά) και του cinema tout court (ται­νί­ες μικρού μήκους).
(ΣΣ |> όλη η συνέ­ντευ­ξη εδώ)

Ερώ­τη­ση Curzio Maltese (CM):
Να γυρί­ζεις ται­νί­ες στα ενε­νή­ντα σου [ΣΣ|> ανα­φέ­ρε­ται στην «Le rose del deserto», τα τρια­ντά­φυλ­λα της ερή­μου] είναι μια υπό­θε­ση ηρω­ι­κή. Πρέ­πει να υπήρ­ξε κάποια ώθη­ση, επεί­γου­σα ανά­γκη να ανα­κτή­σου­με ένα κομ­μά­τι της ιστο­ρί­ας μας. Πως και σου ήρθε να μιλή­σεις για τον πόλε­μο των Ιτα­λών στη Λιβύη το 1940–43;

Mario Monicelli: Οι Ιτα­λοί πήγαν με τα πόδια, δεν είχαν τανκς, δεν είχαν φαγη­τό, δεν είχαν τίπο­τα. Πάλευαν στην άμμο με τους αμμό­λο­φους. Έτρε­χαν μπρος-πίσω. Ο πόλε­μος συνε­χί­στη­κε απε­γνω­σμέ­να στη μέση της άμμου της ερή­μου, όπως εκεί­νοι οι ταλαί­πω­ροι που βρί­σκο­νταν στην ΕΣΣΔ και οι οποί­οι, επί­σης, έτρε­χαν μπρος-πίσω στη μέση των βάλ­των. Αυτός ήταν ο πόλε­μος για τους Ιταλούς.
Μετά πήγα κι εγώ στον πόλε­μο και ξέρω πώς ήταν τα πράγ­μα­τα. Στρα­τεύ­τη­κα το 1940. ‑ήμουν 24 χρο­νών. Με έστει­λαν στην Αλβα­νία. Η κατά­στα­ση ήταν ακρι­βώς όπως αυτή του 1915–18. Αν και αυτός ήταν ένας πόλε­μος χαρα­κω­μά­των, ήμα­σταν στον πάγο χωρίς ρού­χα, χωρίς όπλα, πει­να­σμέ­νοι. Ήμα­σταν χωρίς οδη­γό, στο έλε­ος των πολι­τι­κών της διε­θνούς σκα­κιέ­ρας, της κατα­πί­ε­σης και των συγκρού­σε­ων μετα­ξύ δια­φό­ρων στρα­τη­γών και πολι­τι­κών. Η ζωή του καθε­νός μας ήταν στα χέρια αυτών των χαρακτήρων.

(CM): Είναι η τελι­κή τρα­γω­δία του καθε­στώ­τος, πριν από τη μεγά­λη μετά τον πόλε­μο αφύ­πνι­ση, στην οποία ο κινη­μα­το­γρά­φος έχει κεντρι­κό, μονα­δι­κό ρόλο. Το είχα­τε συνει­δη­το­ποι­ή­σει ως πρω­τα­γω­νι­στές σ’ αυτό;

Monicelli: Όχι καθό­λου. Περί­ο­δος όλο εκπλή­ξεις. Η Ιτα­λία που είχε χάσει τον πόλε­μο άσχη­μα, ξαφ­νι­κά έγι­νε το έθνος — πρί­γκι­πας του κινη­μα­το­γρά­φου, χάρη στον νεο­ρε­α­λι­σμό που ανέ­τρε­ψε τη δομή και τη γλώσ­σα του κινη­μα­το­γρά­φου. Τη δεκα­ε­τία του 1930, ο κινη­μα­το­γρά­φος δεν θεω­ρή­θη­κε σημα­ντι­κός. Ευτυ­χώς, η λογο­τε­χνία, η μου­σι­κή, η ζωγρα­φι­κή ήταν σημα­ντι­κά. Ο κινη­μα­το­γρά­φος θεω­ρή­θη­κε ένα δημο­φι­λές φαι­νό­με­νο παρά­γκας. Αλλά στη μετα­πο­λε­μι­κή περί­ο­δο, ξαφ­νι­κά, ο κινη­μα­το­γρά­φος έγι­νε κάτι σαν τη μόνη πηγή πολι­τι­σμού. Σήμε­ρα όλα τα παι­διά θέλουν να ασχο­λού­νται με τον κινη­μα­το­γρά­φο. Πιστεύ­ουν ότι μπο­ρούν να δια­σκε­δά­σουν αφιε­ρώ­νο­ντας χρό­νο σε μια δρα­στη­ριό­τη­τα που δεν απαι­τεί πολ­λή μελέ­τη και προ­σπά­θεια ‑έτσι νομί­ζουν. Ο πολι­τι­σμός ταυ­τί­ζε­ται τώρα με τον κινη­μα­το­γρά­φο. Και αυτό είναι επαίσχυντο.

(CM): Κάπο­τε είπα­τε ότι ο κινη­μα­το­γρά­φος έγι­νε από εκεί­νους που δεν μπο­ρού­σαν να γίνουν μυθιστοριογράφοι …

Monicelli: Επει­δή εγώ ήθε­λα να γίνω μυθι­στο­ριο­γρά­φος. Μου άρε­σε ο Flaubert, θα ήθε­λα να γρά­φω σαν τον Ντο­στο­γιέφ­σκι. Ωστό­σο, κατά­λα­βα αρκε­τά γρή­γο­ρα — επει­δή δεν είμαι εντε­λώς ηλί­θιος — ότι ήταν καλύ­τε­ρα να εγκα­τα­λεί­ψω αυτήν τη φιλο­δο­ξία. Και επέ­στρε­ψα στον κινη­μα­το­γρά­φο, το οποίο μου άρε­σε. Με ενδιέ­φε­ρε να μπω στον κόσμο που είδα σαν παι­δί. Είμαι εκεί από τα 15 μου και ως εκ τού­του είδα και βου­βό, εκπαι­δεύ­τη­κα με αυτόν.

(CM): Ακό­μη και ο Φελί­νι, όταν ρωτή­θη­κε για τις ται­νί­ες που τον επη­ρέ­α­σαν περισ­σό­τε­ρο, ανέ­φε­ρε τον Maciste (Μασί­στα). Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ωστό­σο, ο κινη­μα­το­γρά­φος γίνε­ται η κυρί­αρ­χη τέχνη και η Ιτα­λία παί­ζει εξαι­ρε­τι­κό ρόλο. Αν μετρή­σεις τίτλους του ιτα­λι­κού κινη­μα­το­γρά­φου από το ’46 έως το τέλος της δεκα­ε­τί­ας του ’60, χάνεις το μυα­λό σου. Κάθε χρό­νο μια ριπή αρι­στουρ­γη­μά­των. Υπήρ­ξαν ται­νί­ες, συμπε­ρι­λαμ­βα­νό­με­νων της δικών σας, όπου εφευ­ρέ­θη­καν ακό­μη και είδη που δεν υπήρ­χαν πριν και που ‑στη συνέ­χεια, αντι­γρά­φη­καν σε όλο τον κόσμο. Από το soliti ignoti στο l’Armata Brancaleone, ποιος είχε σκε­φτεί ποτέ να φτιά­ξει μια ται­νία για μια ομά­δα ατυ­χών που ανα­ζη­τού­σαν την τύχη τους; Η ται­νία του δρό­μου περ­νά μέσα από ένα αμε­ρι­κα­νι­κό είδος, αλλά προ­έρ­χε­ται από το «Il sorpasso» (ΣΣ |> “το προ­σπέ­ρα­σμα” σε μας το είπαν Ο Φαν­φα­ρό­νος) του Dino Risi. Το «vitelloni» του Fellini …από τον Moretti στο Muccino παγκό­σμιας εμβέ­λειας. Το «La dolce vita» εγκαι­νιά­ζει ένα είδος ται­νί­ας χωρίς πλο­κή, ανοί­γει το δρό­μο για όλους τους Altmans να ακο­λου­θή­σουν. Πώς εξη­γεί­τε αυτή τη περί­ο­δο δημιουρ­γι­κό­τη­τας και θάρ­ρους σε μια γενι­κά παρα­δο­σια­κή χώρα, που άγε­ται και φέρε­ται από ξένες μόδες και πολιτισμούς;

Monicelli: Τα πάντα προ­έρ­χο­νται από το νεο­ρε­α­λι­σμό. Είναι μια πραγ­μα­τι­κή πολι­τι­στι­κή επα­νά­στα­ση. Με το νεο­ρε­α­λι­σμό, η Ιτα­λία έχει μετα­τρα­πεί σε μια χώρα πολι­τι­σμού ανα­γνω­ρι­στι­κού σήμα­τος, ένα είδος terra promessa (ΣΣ|> γης της επαγγελίας).
Σκε­φτεί­τε τον Rossellini να πάει στις Ηνω­μέ­νες Πολι­τεί­ες και να επι­στρέ­ψει παίρ­νο­ντας το αστέ­ρι τους, Ingrid Bergman. Εμείς που εργα­στή­κα­με στον κινη­μα­το­γρά­φο ενθου­σια­στή­κα­με από την επι­τυ­χία που είχε η Ιτα­λία. Ήμα­σταν μια ομά­δα τριά­ντα ή ίσως σαρά­ντα μετα­ξύ συγ­γρα­φέ­ων, σενα­ριο­γρά­φων και μερι­κών ηθο­ποιών. Η σημα­σία που δόθη­κε στον κινη­μα­το­γρά­φο μας μας εντυ­πω­σί­α­σε, αλλά επί­σης δια­σκε­δά­σα­με, κολα­κευ­τή­κα­με και είμα­στε πολύ ευχαριστημένοι.

(CM): Εκτός από τον κινη­μα­το­γρά­φο, αυτή ήταν επί­σης μια εξαι­ρε­τι­κή περί­ο­δος ζωγρα­φι­κής, αρχι­τε­κτο­νι­κής και design. Η Ιτα­λία μετα­τρέ­πε­ται από ένα μου­σεια­κό έθνους, θεμα­το­φύ­λα­κας της αρχαί­ας ομορ­φιάς, σε ένα εργο­στά­σιο σύγ­χρο­νης ομορ­φιάς.

Monicelli: Ήταν επί­σης μια γόνι­μη περί­ο­δος εκτός της τέχνης. Αλλά διήρ­κε­σε μόνο πέντε ή έξι χρό­νια. Νομί­ζω ότι ήταν η πιο εξαι­ρε­τι­κή στιγ­μή στην πρό­σφα­τη ιστο­ρία μας. Και θα ήθε­λα να προ­σθέ­σω ότι ήταν επί­σης η πιο ειλι­κρι­νής στιγ­μή που βίω­σε η Ιτα­λία. Όλοι ήταν χαρού­με­νοι που έπρε­πε να ξανα­χτί­σουν και να δου­λέ­ψουν για αυτό. Ζού­σα­με άσχη­μα ή μέτρια, αλλά επι­κρά­τη­σε η ευτυ­χία και η θέλη­ση να δημιουρ­γή­σου­με. Οι περισ­σό­τε­ροι Ιτα­λοί ζού­σαν σε δύο ή τρία μέτρια επι­πλω­μέ­να δωμά­τια, προ­σπα­θώ­ντας να την βολέ­ψουν. Υπήρ­χε όμως ένα συλ­λο­γι­κό συναί­σθη­μα: η Ιτα­λία ξανα­χτί­στη­κε. Τότε, δεν ξέρω πώς, αυτό το πνεύ­μα χάθη­κε. Ίσως χάθη­κε με την εκβιο­μη­χά­νι­ση, με την έκρη­ξη, όταν ξεκί­νη­σε η κατά­ρα της Fiat
(ΣΣ|> Κάθε Ιτα­λός και ένα seicento ‑600ράκι ή cinquecsto — τσιν­κου­ε­τσέ­ντο |500ράκι)
Εκεί­νη την επο­χή είμα­στε μια αγρο­τι­κή Ιτα­λία, απο­τε­λού­με­νη από 70% αγρό­τες και το 25% χτι­στά­δες. Η μετα­νά­στευ­ση στο Πιε­μό­ντε και τη Λομ­βαρ­δία ήταν τρα­γι­κή. Τα πρώ­τα σημά­δια εμφα­νί­στη­καν με τις λέξεις: «Απα­γο­ρεύ­ε­ται η ενοι­κί­α­ση σε σκύ­λους και νότιους». Με λίγα λόγια, από αυτά τα τέσ­σε­ρα ή πέντε υπέ­ρο­χα χρό­νια μια Ιτα­λία των ηττη­μέ­νων ξεπή­δη­σε για άλλη μια φορά.

(CM): Ναι, αλλά χαμέ­νοι ‑όχι ποι­η­τι­κά, κακοί, πανούρ­γοι. Η εξί­σω­ση σου μετα­ξύ έξυ­πνων και ηττη­μέ­νων είναι δια­φω­τι­στι­κή. Στα χρό­νια της έκρη­ξης, Ιτα­λός είναι ήρω­ας του να κάνει πράγ­μα­τα, ο έξυ­πνος Ιτα­λός θα εφευ­ρε­θεί αργό­τε­ρα. Είναι οι απα­τε­ώ­νες του «Il bidone» του Fellini, του Gassman στο «Sorpasso» που είναι άλλο από τον από­λυ­τα ‑κατά κρά­τος ηττη­μέ­νο μεταμ­φιε­σμέ­νο σε νικη­τή. Η απώ­λεια της αθω­ό­τη­τας ανα­φέ­ρε­ται ακρι­βώς στο Sorpasso, όπου ο θάνα­τος του J.L.Trintignant είναι το τέλος μιας συγκε­κρι­μέ­νης έντι­μης, ακό­μη και αφε­λούς Ιτα­λί­ας. Απο­μέ­νει μόνο ο πονη­ρός, ο οποί­ος αργό­τε­ρα θα γίνει ο πρω­τα­γω­νι­στής ολό­κλη­ρης της commedia all’italiana.

Monicelli: Από ένα σημείο και μετά, ξεκί­νη­σε –μέσα στον καπι­τα­λι­σμό, η δια­φθο­ρά και η κατά­χρη­ση εξου­σί­ας. Άρχι­σαν να εξα­πα­τούν σε όλα. Πρό­σφα­τα είδα­με τι συνέ­βη στο ποδό­σφαι­ρο. Αντι­με­τω­πί­ζο­νται ως ήρω­ες οι απα­τε­ώ­νες. Παρα­δό­ξως, είναι οι ίδιοι οι φίλα­θλοι που αντι­κα­τέ­στη­σαν το πακέ­το των τσι­γά­ρων τους για να πάνε στο παι­χνί­δι ή να παί­ξουν στο Totocalcio (ΣΣ|> κάτι σαν το δικό μας ΠΡΟ-ΠΟ+λόττο), ενώ οι ήρω­ές τους έπαι­ζαν το παι­χνί­δι τους αλλο­τριώ­νο­τας τους. Ο έξυ­πνος Ιτα­λός είναι χαρού­με­νος που είναι απα­τε­ώ­νας και υπε­ρη­φα­νεύ­ε­ται ότι είναι τέτοιος. Κατά κάποιο τρό­πο κατα­φέρ­νει επί­σης να είναι μια ωραία φιγού­ρα, όπως και ο Sordi που μπο­ρεί να δεί­χνει καλός, συμπα­θη­τι­κός. Αλλά συμ­βαί­νει μόνο στην Ιτα­λία, προ­σέξ­τε. Ο Sordi’s Italian έχει ανα­τρε­πτι­κό υπό­βα­θρο. Σας κάνει να γελά­τε αντι­προ­σω­πεύ­ο­ντας ένα ιτα­λό επα­να­στά­τη. Δεν είναι τυχαίο ότι στο εξω­τε­ρι­κό δεν κατα­λα­βαί­νουν πώς ένας Sordi μπο­ρεί να είναι ηθο­ποιός στον οποίο οι Ιτα­λοί να δίνουν τόσο μεγά­λη σημα­σία. Αυτούς –τους ξένους δεν τους κάνει να γελούν. Είναι τρομακτικό.

(CM): Ο Alberto Sordi απο­κά­λυ­ψε τον εαυ­τό του πλή­ρως στο «Un borghese piccolo piccolo», ή ακό­μα και στο «Il Marchese del Grillo», σε τρο­με­ρούς χαρα­κτή­ρες, μάλ­λον σε αυθε­ντι­κά τέρα­τα. Αλλά και αυτό του «Il vedovo» (ο χήρος -The Widower), που λέει στον αγρό­τη: «Παρα­κα­λώ, επι­τρέψ­τε μου να δου­λέ­ψω μ’ αυτά τα παι­διά», πώς μπο­ρεί να γίνει συμπαθητικός;

Monicelli: Για­τί βασι­κά ο σημε­ρι­νός Ιτα­λός είναι τέρας Είναι ένας πονη­ρός που μπο­ρεί ακό­μη και να σκο­τώ­σει αν κάποιος λιγά­κι τον ωθή­σει σε μια συγκε­κρι­μέ­νη στιγμή.

(CM): Πίσω από την φαι­νο­με­νι­κή καλή φύση υπάρ­χει σκλη­ρό­τη­τα. Θα ήθε­λα να επι­στρέ­ψω στην ειλι­κρι­νή μετα­πο­λε­μι­κή Ιτα­λία, πιο ευτυ­χι­σμέ­νη και ικα­νή να προχωρήσει.

Monicelli: Αυτή η Ιτα­λία ήταν δεμέ­νη, επι­ζού­σα ενός χαμέ­νου πολέ­μου, ο οποί­ος ήταν φρι­κτός και λάθος. Οι Ιτα­λοί δεν κατα­λά­βαι­ναν σε ποιο βαθ­μό είχαν κατα­πιε­σθεί από τον φασι­σμό. Χει­ρο­κρο­τού­σαν εάν έπρε­πε να χει­ρο­κρο­τή­σουν. Από αυτά τα ερεί­πια, ωστό­σο, γεν­νή­θη­κε η ελευ­θε­ρία, την οποία δεν γνώ­ρι­ζαν οι Ιτα­λοί. Η ελευ­θε­ρία τους έφε­ρε αρχι­κά ευφο­ρία, τους έκα­νε χαρού­με­νους και ευτυ­χείς που ήταν ζωντα­νοί (όσοι ήταν). Ήμα­σταν όλοι χαρού­με­νοι τότε, που ανή­κα στη νεο­λαία που είχε απε­λευ­θε­ρω­θεί από τον φασι­σμό και τον πόλεμο.

(CM): Πώς βιώ­σα­τε την περί­ο­δο των ερευ­νών Tangentopoli; (ΣΣ |> αφο­ρά την πολι­τι­κή — δικα­στι­κή επι­χεί­ρη­ση –mani pulite –«καθα­ρά χέρια») Σας ρωτώ για­τί ήσα­σταν ένας από αυτούς που είχαν πει για τη δια­φθο­ρά στις ται­νί­ες, ακό­μη και πριν την απο­κά­λυ­ψη των ερευ­νών των δικαστών.

Monicelli: Πολ­λοί έχουν μιλή­σει γι αυτή την Ιτα­λία πριν εμφα­νι­στεί από τις δικα­στι­κές έρευ­νες: το διη­γή­θη­κε ο Germi το έχουν πει και πολ­λοί άλλοι. Εκεί­νη την επο­χή ήμουν ενθου­σια­σμέ­νος ‑ήμουν και παρέ­μει­να οπα­δός του δικα­στή Borrelli. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, εύχο­μαι να υπήρ­χαν πενή­ντα Borrelli. Ήλπι­ζα να μην τελειώ­σει ποτέ αυτό, να εξα­πλω­θεί και ότι στο τέλος θα γίνει κάτι. Και αντ’ αυτού έγι­νε ό,τι έγι­νε (κου­κού­λω­μα).

(CM): Υπάρ­χει ένα χαρα­κτη­ρι­στι­κό που, κατά τη γνώ­μη μου, απο­κα­λύ­πτει μια δυσκο­λία στο σύγ­χρο­νο ιτα­λι­κό κινη­μα­το­γρά­φο. Οι πονη­ροί Ιτα­λοί σε ται­νί­ες της επο­χής ήταν πιο λαμπροί από τους πονη­ρούς του σήμε­ρα, οι οποί­οι είναι πολύ πεζοί. Σε αυτό το κενό υπάρ­χει το πέρα­σμα από την ιτα­λι­κή κωμω­δία στους Vanzinas — με όλη τη συμπά­θεια γι αυτούς. Θα έχε­τε δει ότι όλοι μιλούν την ίδια γλώσ­σα, που φαί­νε­ται να είναι η γλώσ­σα των Boldi και De Sica. Όλοι μιλούν πολύ χυδαία, είτε είναι ο αγνο­ού­με­νος βασι­λιάς είτε ο Ricucci. Είναι η εικό­να μιας μικρο­α­στι­κής τηλε­ο­πτι­κής αστι­κής τάξης, μικρής πολι­τι­στι­κής –ίσως όχι και οικο­νο­μι­κής σημα­σί­ας και ως εκ τού­του δεν είναι πολύ ενδια­φέ­ρου­σα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι νέες ιτα­λι­κές κωμω­δί­ες είναι ακα­τα­νό­η­τες πέρα ​​από τα σύνορα.

Monicelli: Δεί­χνουν μια χυδαία γλώσ­σα για­τί είναι το δια­κρι­τι­κό τους σημά­δι, που τους καθι­στά όλους ίσους και όλους ένο­χους. Είναι η έκθε­ση της ατο­μι­κής ιδιο­κτη­σί­ας, του «δικού μου». Είναι μέρος της ίδιας ηθι­κής βάσης που έδει­ξε ο Craxi όταν είπε ότι «όλοι έκλε­ψαν» (ΣΣ |> «όλοι μαζί τα φάγα­με»). Αυτή «η συμ­με­το­χή όλων» είναι το χαμερ­πέ­στε­ρο και πιο χυδαίο, αλλά και το πιο διε­φθαρ­μέ­νο, που υπάρχει.

(CM): Μια στα­θε­ρή μορ­φή στις ται­νί­ες σας είναι η «l’italiota» (ΣΣ |> ο σύγ­χρο­νος Ιτα­λός). Κατά τη γνώ­μη μου, ο Luciano Moggi (ΣΣ |> πρώ­ην ιτα­λός manager ποδο­σφαί­ρου με σκάν­δα­λα, διώ­ξεις για σύστα­ση εγκλη­μα­τι­κής οργών­σης κλπ) είναι μια φαντα­στι­κή ιτα­λι­κή, άψο­γη φωτο­γρα­φία αυτού του ανθρώ­πι­νου τύπου. Θα μπο­ρού­σε να ήταν χαρα­κτή­ρας σε σενά­ριό σας. Όλοι γνώ­ρι­ζαν, μετα­ξύ άλλων, ότι έκα­νε αυτή τη δου­λειά χωρίς να κατα­λα­βαί­νει πολ­λά για το ποδόσφαιρο.

Monicelli: Όλοι συμ­φώ­νη­σαν και ήλπι­ζαν να μπει τέλος σε αυτό το πύον, … το πρό­βλη­μα είναι ότι αυτό το πύον υπάρ­χει παντού. Την αγα­νά­κτη­ση που έχου­με για το ρόλο του ποδο­σφαί­ρου, που είναι βασι­κά ένας ασή­μα­ντος τομέ­ας, πρέ­πει να την έχου­με απέ­να­ντι σε πολ­λά σημα­ντι­κά πράγ­μα­τα. Θα σας δώσω ένα προ­σω­πι­κό παράδειγμα.
Ψηφί­ζω την Κομ­μου­νι­στι­κή Επα­νί­δρυ­ση. Λοι­πόν, σε κάνουν να πιστεύ­εις ότι τα πράγ­μα­τα ξεδι­πλώ­νο­νται με έναν συγκε­κρι­μέ­νο τρό­πο… πηγαί­νε­τε, ακο­λου­θεί­τε, ελπί­ζε­τε και πεί­τε στον εαυ­τό σας: εντά­ξει, ας βοη­θή­σου­με, ας ψηφί­σου­με, χει­ρο­κρο­τή­σου­με, μιλή­σου­με, ακού­σου­με, κατα­θέ­σου­με. Αλλά έτσι Κομ­μου­νι­στι­κή Επα­νί­δρυ­ση δεν «επα­νι­δρύ­ει» τίπο­τα. Η Rifondazione είναι επί­σης ένα κόμ­μα που θέλει να παρα­κάμ­ψει (ΣΣ |> να «ντρι­πλά­ρει») τον απλό κόσμο. Αλλά μη όντας πολι­τι­κός, ίσως είναι εύκο­λο για μένα να εξοργίζομαι.

(CM): Βασι­κά το έργο του πολι­τι­κού πρέ­πει να είναι η βελ­τί­ω­ση της ζωής των ανθρώ­πων. Μετα­ξύ άλλων, είναι μια ευφο­ρι­κή δύνα­μη, για­τί μπο­ρεί πραγ­μα­τι­κά να βελ­τιώ­σει τη ζωή των φυσιο­λο­γι­κών ανθρώπων.

Monicelli: Υπάρ­χουν ειλι­κρι­νείς άνθρω­ποι ‑όμως, πρέ­πει να είστε προ­σε­κτι­κοί: ακό­μη και αυτοί οι ίδιοι ειλι­κρι­νείς άνθρω­ποι είναι δυνη­τι­κά διε­φθαρ­μέ­νοι. Όσο θα έχουν την ευκαι­ρία –από το σύστη­μα εξου­σί­ας, να χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν ανέ­ντι­μα μέσα για να βελ­τιώ­σουν την κατά­στα­σή τους — όπου κι αν είναι, από άθλιοι έως τα υψη­λό­τε­ρα αξιώ­μα­τα, πολύ λίγοι θα στα­θούν στο ύψος τους. Οι πολ­λοί θα το πρά­ξουν ‑αυτή είναι η αλή­θεια. Λυπά­μαι για αυτούς τους χαρα­κτή­ρες, με κάνουν να γελάω. Στο I soliti ignoti, στον Brancaleone θα βρεί­τε όλες τις ιστο­ρί­ες στις οποί­ες η «βελ­τί­ω­ση» περ­νά μέσα από ανέ­ντι­μα μέσα. Ο ασή­μα­ντος Brancaleone θέλει ακό­μη και να κατα­κτή­σει ένα φέου­δο! Αυτό που ενώ­νει όλους αυτούς τους χαρα­κτή­ρες, ο μόνος τρό­πος που βλέ­πουν είναι η επι­κρά­τη­ση, η εξα­πά­τη­ση, η σκοπιμότητα.

(CM): Σήμε­ρα υπάρ­χει μεγά­λη επι­μο­νή στη ρητο­ρι­κή της «πατρί­δας». Με ενο­χλεί πολύ. Με το που λες μισή λέξη κρι­τι­κής, γίνε­σαι αντι-ιτα­λός. Αλλά η κατη­γο­ρία των αντι-Ιτα­λών είναι μια θαυ­μά­σια κατη­γο­ρία: από τον Dante Alighieri και μετά περι­λαμ­βά­νει όλους: Leopardi, Manzoni, d’Azeglio … Η μεγά­λη μας λογο­τε­χνία μέχρι τον Flaiano και τον Pasolini απο­τε­λεί­ται από αντι-Ιτα­λούς. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ο αντι-Ιτα­λός δεί­χνει μια αλη­θι­νή αγά­πη για τη χώρα, μια οδυ­νη­ρή και κρι­τι­κή αγά­πη. Υπάρ­χουν αντι-Ιτα­λοί στον κινη­μα­το­γρά­φο; Δεν βλέ­πω κανένα.

omaggio a mario monicelli

Monicelli: Οι Visconti(s), και De Sica(s) ήταν τόσο επι­τυ­χη­μέ­νοι στη ζωή του λαού που μπο­ρού­σαν να αντέ­ξουν, χωρίς να λυγί­σουν. Στον ιτα­λι­κό κινη­μα­το­γρά­φο υπήρ­ξε μια πολύ χαρού­με­νη στιγ­μή όταν οι διά­φο­ροι Germi και Antonioni ήταν στην κορυ­φή του κύμα­τος υπε­ρα­σπι­ζό­με­νοι την ειλι­κρί­νεια. Η ελευ­θε­ρία τους ήταν δυνα­τή, ωστό­σο, μόνο και μόνο επει­δή ήταν εξαι­ρε­τι­κά επι­τυ­χη­μέ­νοι, είχαν το δικό τους κοι­νό. Εάν λεί­πει αυτή η κατά­στα­ση, προ­κύ­πτει αμέ­σως η ανά­γκη δια­βού­λευ­σης και «εναρ­μο­νι­σμού».

(CM): Ενώ πριν υπήρ­χε μια πολι­τι­στι­κή ηγε­μο­νία του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος στον κινη­μα­το­γρά­φο, η οποία, ωστό­σο, ήταν περισ­σό­τε­ρο ηγε­μο­νία των κινη­μα­το­γρα­φι­στών πάνω από το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα, σήμε­ρα η κατά­στα­ση έχει αλλά­ξει εντε­λώς. Μου θυμί­ζει την ται­νία σας «I compagni» (Οι σύντρο­φοι). Αυτή είναι μια ται­νία που αντι­προ­σω­πεύ­ει μια ιτα­λι­κή αρι­στε­ρά που στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεν ήταν πια εκεί, απείχε.

Monicelli: Ανα­φε­ρό­μουν πριν στους Costa και Treves, που δεν ήταν κομ­μου­νι­στές, αλλά σοσια­λι­στές. Ήμουν αρχι­κά σοσια­λι­στής κι εγώ, αλλά τότε με τον Craxi, φυσι­κά τα βρό­ντη­ξα κι έφυ­γα. Αλλά στο τέλος του 19ου αιώ­να η Ιτα­λία είχε σοβα­ρούς σοσια­λι­στές, οι οποί­οι ήταν η έκφρα­ση μιας γεν­ναιό­δω­ρης Ιτα­λί­ας. Είναι αυτοί που έβα­λαν μπρο­στά τις απερ­γί­ες. Αυτοί οι σοσια­λι­στές ήταν συχνά μικρο­α­στοί ή ακό­μα και αστοί. Προ­σπά­θη­σαν να φέρουν κοντά τους προ­λε­τά­ριους και τους αγρό­τες, να τους σπρώ­ξουν, προ­κει­μέ­νου να απο­κτή­σουν ταξι­κή συνο­χή και να τους κάνουν αλλη­λέγ­γυους μετα­ξύ τους. Ήθε­λαν να εξαρ­γυ­ρώ­σουν την κατά­στα­σή τους με κάποιο τρό­πο, κάνο­ντάς τους να κατα­λά­βουν ότι μαζί θα μπο­ρού­σαν να επι­τύ­χουν απο­τε­λέ­σμα­τα. Είχαν σαφείς ιδέ­ες και στα­θε­ρή ηθι­κή: και αν κάποιος έχει ξεκά­θα­ρες ιδέ­ες και στα­θε­ρή ηθι­κή, δεν μπο­ρεί να είναι λάθος.

(CM): Εκεί­νη την επο­χή υπήρ­χε η επι­θυ­μία να γίνουν φορείς του συμ­φέ­ρο­ντος της πλειο­ψη­φί­ας και όχι του ατο­μι­κού. Αυτή είναι η περί­πτω­ση ενός άνευ προη­γου­μέ­νου πνεύ­μα­τος για την ιτα­λι­κή πολι­τι­κή ιστο­ρία, το οποίο κυριαρ­χεί­ται κυρί­ως από την προ­σο­χή στο «συγκε­κρι­μέ­νο». Η εργα­τι­κή τάξη είχε τον αλτρουι­σμό να εντά­ξει τις δικές της απαι­τή­σεις, στη γενι­κή βελ­τί­ω­ση της ζωής. Αλλά μετά αυτή η ιτα­λι­κή πολι­τι­κή δήλω­σε παραί­τη­ση. Σε σύγκρι­ση με το ιτα­λι­κό παρά­δειγ­μα, πώς τοπο­θε­τεί­τε μια μορ­φή όπως αυτή του Berlinguer;

Monicelli: Ο Berlinguer ήταν, λοι­πόν, τρε­λός: πίστευε ότι οι Ιτα­λοί θα μπο­ρού­σαν να κλη­θούν να είναι ειλι­κρι­νείς, να εξοι­κο­νο­μή­σουν χρή­μα­τα, να πλη­ρώ­σουν φόρους ότι δεν θέλουν πάρα πολ­λά… και ευτυ­χώς, είναι νεκρός, αλλιώς θα τον σκό­τω­ναν! Οι μαχη­τές του, οι σύντρο­φοί του, δήλω­σαν ότι έκα­νε λάθος για­τί, σύμ­φω­να με αυτούς, τέτοια πράγ­μα­τα δεν μπο­ρού­σαν να ειπω­θούν, επι­πλέ­ον μια στιγ­μή συμ­βι­βα­σμού, όταν το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα πάλευε να κερ­δί­σει την εκλο­γι­κή μάχη ενά­ντια στους Χρι­στια­νο­δη­μο­κρά­τες. Ο Berlinguer ήταν μια ανώ­μα­λη πολι­τι­κή προσωπικότητα.

(CM): Πώς εξη­γεί­τε το γεγο­νός ότι οι ται­νί­ες σας είναι δημοφιλείς;

Monicelli: Είναι δημο­φι­λείς, κατά τη γνώ­μη μου, επει­δή μιλά­νε την ανθρώ­πι­νη κατά­στα­ση των ηττη­μέ­νων ‑και η Ιτα­λία, το ξανα­εί­πα, απο­τε­λεί­ται από ηττη­μέ­νους. Και τότε, αν κάποιος μιλά­ει για αυτούς τους χαμέ­νους με κάποια στορ­γή, το απο­τέ­λε­σμα ευχα­ρι­στεί, δια­σκε­δά­ζει. Στις ται­νί­ες μου υπάρ­χει πάντα μια ομά­δα ανθρώ­πων που προ­σπα­θούν να βελ­τιώ­σουν την ζωή τους: μια ομά­δα φτω­χών ανθρώ­πων, είτε είναι αγρό­τες, προ­λε­τά­ριοι, γυναί­κες ή απελ­πι­σμέ­νοι άνθρω­ποι του έτους 1000. Οι χαρα­κτή­ρες μου θέλουν να βελ­τιώ­σουν την καθη­με­ρι­νό­τη­τά τους προ­σπα­θώ­ντας να σπά­σουν ένα χρη­μα­το­κι­βώ­τιο ή να κατα­κτή­σουν ένα φέδουο ή να εργα­στούν μια ώρα λιγό­τε­ρο, όπως στο I compagni . Και σε αυτό απο­τυγ­χά­νουν συστη­μα­τι­κά, επει­δή είναι ανε­παρ­κείς στη λογι­κή αυτή. Η ανε­πάρ­κεια δια­σκε­δά­ζει, αλλά είναι επί­σης επώ­δυ­νη και οδη­γεί σε (αυτο)λύπηση. Η ανθρώ­πι­νη κατά­στα­ση των Ιτα­λών είναι μόνο των χαμέ­νων. Προ­σπα­θούν να βελ­τιώ­σουν την κατά­στα­σή τους για­τί αυτή ‑για τη συντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φία, είναι μια κατά­στα­ση φτώχειας.

(CM): Οι Ιτα­λοί έχουν επί­σης τη δυνα­τό­τη­τα να διαι­ρού­νται στα δευ­τε­ρεύ­ο­ντα. Υπάρ­χει ένα αστείο –σαν ανέκ­δο­το, από τον Brancaleone που, που κατά τη γνώ­μη μου, μαζεύ­ει μέσα του ολό­κλη­ρη την ιτα­λι­κή ιστο­ρία: «Πηγαί­νε­τε κι εσείς οι χωρίς σκο­πό, αλλά όχι εδώ, κάπου αλλού». Εδώ …αυτή είναι η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της εκλο­γι­κής συμ­μα­χί­ας, της ελιάς και της δεξιάς: όλα πηγαί­νουν ανερ­μά­τι­στα, αλλά το κύριο βολεύ­ει τη συγκε­κρι­μέ­νη πλευ­ρά ‑το κράτος.

Monicelli: Ο καθέ­νας δημιουρ­γεί το δικό του φέου­δο, το κόμ­μα του …

(CM): Οι πιο επι­τυ­χη­μέ­νες ιτα­λι­κές ται­νί­ες, που έχουν κερ­δί­σει Όσκαρ, μιλούν για Ιτα­λούς που στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεν υπάρ­χουν πλέ­ον. Οι Tornatores, Salvatores, Benigni, όλοι αντι­προ­σω­πεύ­ουν τους Ιτα­λούς της μετα­πο­λε­μι­κής ή προ­πο­λε­μι­κής περιό­δου. Φαί­νε­ται ότι οι σύγ­χρο­νοι Ιτα­λοί δεν είναι ενδιαφέροντες.

Monicelli: Θα ήταν επί­σης ενδια­φέ­ρο­ντες, είναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα οι Ιτα­λοί ‑τέρα­τα. Το πρό­βλη­μα, ωστό­σο, είναι ότι αν κάποιος παί­ζει Μπερ­λου­σκό­νι, Μπό­ντι, Τσι­τσίτ­το, Αντορ­νά­το, ή Φίνι, φτά­νει πάντα αργά. Όταν βγαί­νει η ται­νία στον αέρα, η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα έχει ξεπε­ρά­σει την παρωδία,η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα σήμε­ρα ξεπερ­νά τη σάτι­ρα. Η αγα­νά­κτη­ση που θέλεις να δημιουρ­γή­σεις δεν είναι ποτέ αρκε­τή. Τρέ­χου­με παλεύ­ου­με πίσω από τα γεγο­νό­τα και τις κατα­στά­σεις. Όταν αυτό δεν συνέ­βαι­νε, οι Ιτα­λοί ήταν πιο στα­θε­ροί. Σήμε­ρα ο κινη­μα­το­γρά­φος δεν μπο­ρεί να παρα­κο­λου­θεί ούτε τις ειδήσεις.

(CM): Αλλά έχε­τε κάνει ένα χρο­νι­κό σε βάθος. Είμαι δημο­σιο­γρά­φος όμως κατά­λα­βα την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καλύ­τε­ρα πηγαί­νο­ντας σε μια ται­νία παρά μέσω μιας έρευ­νας. Η ιτα­λι­κή κωμω­δία μίλη­σε για τη δια­φθο­ρά του Tangentopoli πολύ πριν απο­κα­λυ­φθεί το σύστη­μα από τους δικα­στές. Δεν λέω ότι οι κινη­μα­το­γρα­φι­στές πρέ­πει να είναι προ­φή­τες, αλλά η διαί­σθη­ση ενός καλ­λι­τέ­χνη είναι βαθύ­τε­ρη από αυτή ενός δημο­σιο­γρά­φου. Είναι μια διαί­σθη­ση που όχι μόνο αντι­λαμ­βά­νε­ται ότι συμ­βαί­νουν τα πράγ­μα­τα, αλλά και εκεί που καταλήγουν.

Monicelli: Και τι μπο­ρεί να συμ­βεί τώρα που είναι χει­ρό­τε­ρο από αυτό που έχει ήδη συμ­βεί; Δεν ξέρω πραγ­μα­τι­κά τι μπο­ρούν να φαντα­στούν και να δημιουρ­γή­σουν πια οι φίλοι μου οι σενα­ριο­γρά­φοι. Εσείς που είστε δημο­σιο­γρά­φος, τι μπο­ρεί­τε να φαντα­στεί­τε χει­ρό­τε­ρα από ό, τι συμ­βαί­νει ή συνέ­βη μέχρι πρό­σφα­τα, προ­σποιού­με­νος ότι σήμε­ρα δεν συμ­βαί­νει πια;

(CM): Τι επί­δρα­ση είχε σε σας να έχε­τε έναν χαρα­κτή­ρα από τις ται­νί­ες σας ως πρω­θυ­πουρ­γό; Αν και ίσως λίγο υπερ­βο­λι­κό, ο Μπερ­λου­σκό­νι είναι βασι­κά ένας χαρα­κτή­ρας σε μερι­κές από τις ται­νί­ες σας.

Monicelli: Ο ιτα­λι­κός κινη­μα­το­γρά­φος έκα­νε πάντα μετα­φο­ρές, ίσως προ­βλέ­πο­ντας πράγ­μα­τα, αλλά ποτέ δεν αντι­προ­σώ­πευε πραγ­μα­τι­κούς χαρα­κτή­ρες, πιστεύ­ο­ντας ότι ήταν επί­σης ορα­τοί και διασκεδαστικοί.
Ποιος παί­ζει Berlusconi; Ο ιτα­λι­κός κινη­μα­το­γρά­φος δεν δημιούρ­γη­σε ποτέ χρο­νι­κά, αλλά μετα­φο­ρές: ο Sordi πού­λη­σε το ένα του μάτι για να επι­βιώ­σει. Αυτά είναι τα τερα­τό­μορ­φα δεδο­μέ­να αυτής της χώρας.

(CM): Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ο Sordi που­λά­ει τα μάτια του όπως ο Μπερ­λου­σκό­νι ιδρύ­ει το κόμ­μα του σε μια απελ­πι­σμέ­νη επι­λο­γή. Μόνο που αργό­τε­ρα κατέ­στη δυνα­τή αυτή η επι­λο­γή που έγι­νε τρα­γι­κή πραγματικότητα.

Monicelli: Είναι ο νόμος της αγο­ράς. Το πιο θανα­τη­φό­ρο αδί­στα­κτο πράγμα.

(CM): Τι έχει αλλά­ξει πραγ­μα­τι­κά στη ζωή και το μυα­λό των Ιτα­λών; Κάποια πράγ­μα­τα έχουν παρα­μεί­νει, άλλα έχουν μετα­μορ­φω­θεί. Ίσως οι σχέ­σεις με τις γυναί­κες έχουν αλλά­ξει από πριν. Υπάρ­χει όμως ένα είδος αιώ­νιας ανθρω­πο­λο­γί­ας που μετα­ξύ άλλων ανα­πα­ρά­γει ένα είδος μόνι­μου φασι­σμού. Και μετά υπάρ­χει κάτι που κινεί­ται αντ’ αυτού… αλλά­ζει. Με ποιον τρό­πο, κατά τη γνώ­μη σας, οι Ιτα­λοί είναι πολύ δια­φο­ρε­τι­κοί από αυτούς που ανα­φέ­ρο­νται στην ιτα­λι­κή κωμωδία;

Monicelli: Πιστεύω ότι σήμε­ρα μας λεί­πει η συμπό­νοια που υπήρ­χε για τον συνάν­θρω­πο. Κάπο­τε, μετα­ξύ των Ιτα­λών, υπήρ­χε αλλη­λεγ­γύη με εκεί­νους που είχαν ανά­γκη. Το κάνα­με χωρίς να ξοδεύ­ου­με πάρα πολ­λά, θυμά­μαι, αλλά υπήρ­χε μια στιγ­μή αλλη­λεγ­γύ­ης και ο σεβα­σμός ήταν μέρος της κουλ­τού­ρας μας. Τώρα πιστεύω πραγ­μα­τι­κά ότι αυτά δεν υπάρ­χουν. Φαί­νε­ται ανό­η­το, αλλά κάπο­τε δεν παί­ζα­με με τα όπλα ‑όποιος τα χρη­σι­μο­ποιού­σε έμπαι­νε στο μικρο­σκό­πιο. Αυτό δεν ισχύ­ει πλέ­ον. Το γεγο­νός ότι έχεις χει­ρί­ζε­σαι όπλο είναι πλέ­ον μαγκιά. Κάπο­τε όταν κάποιος έβγαι­νε από τη φυλα­κή ήταν τελειω­μέ­νος. Ήταν καλύ­τε­ρα όταν υπήρ­χε αυτή η στάμπα…

(CM): Και για­τί αυτό;

Monicelli: Επει­δή η κοι­νω­νία θα μπο­ρού­σε να αμυν­θεί. Το γεγο­νός ότι κάποιος άξι­ζε φυλά­κι­ση σήμαι­νε ότι δεν ήταν καλός άνθρωπος.

(CM): Κατά τη διάρ­κεια της Tangentopoli οι αυτο­κτο­νί­ες οφεί­λο­νταν σε ντρο­πή. Οι σημε­ρι­νοί ύπο­πτοι — που βρί­σκο­νται υπό έρευ­να για σοβα­ρά γεγο­νό­τα, δεν πιστεύ­ουν στο ελά­χι­στο πως πρέ­πει να ντρέ­πο­νται. Καθώς τους πιά­νουν, πράγ­μα­τι, αρχί­ζουν να ηθι­κο­λο­γούν στους γύρω τους, γίνο­νται σχε­δόν γκου­ρού. Και οι εφημερίδες… 

Monicelli: Και καλούν τους φωτο­γρά­φους να φωτο­γρα­φη­θούν όταν βγαί­νουν από τη φυλακή.

(CM): Η ντρο­πή έχει φύγει και ο ισχυ­ρι­σμός εγκλή­μα­τος κάποιου δεν προ­κα­λεί έκπλη­ξη, είναι ο κανόνας.

Monicelli: Το να έχεις πλε­ο­νέ­κτη­μα εξα­πα­τώ­ντας κάποιον είναι ένας πλή­ρης τίτλος αξί­ας και τιμής. Η φιλο­σο­φία των Ιτα­λών είναι τώρα αυτή.

(CM): Οι Ιτα­λοί σκη­νο­θέ­τες, ακό­μη και εκεί­νοι που είναι πιο ταλα­ντού­χοι από τους άλλους, δεν έχουν την ίδια επι­θυ­μία να ανα­ζη­τή­σουν ένα κοι­νό, να επι­κοι­νω­νή­σουν, όπως το κάνα­τε εσείς. Στην τρί­τη ται­νία ανα­φέ­ρουν ήδη τον εαυ­τό τους. Έχουν τη δική τους θέση και συνε­χί­ζουν να στο­χεύ­ουν μόνο αυτό.

Monicelli: Ένας δημιουρ­γός πρέ­πει να δει, να κατα­νο­ή­σει, να δια­βά­σει, να ακού­σει. Εμείς από την ιτα­λι­κή κωμω­δία ήμα­σταν πολύ δημο­φι­λείς αμέ­σως μετά τον πόλε­μο, αλλά οι κρι­τι­κοί μας αντι­με­τώ­πι­σαν σαν σκου­πί­δια. Συχνά δεν μας ανέ­φε­ραν καν. Ήταν και λόγω της αυστη­ρό­τη­τας – ξερο­κε­φα­λιάς του Alicata, του σ.φου εκεί­νου του παλιού Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμματος.
Αν κάποιος αντι­με­τώ­πι­ζε εμφα­νώς ένα κοι­νω­νι­κό ζήτη­μα, έλε­γε πως είναι σοβα­ρός, αφο­σιω­μέ­νος. Δεν πίστευε καθό­λου ότι κάποιος θα μπο­ρού­σε να κάνει τους ανθρώ­πους να χαμο­γε­λούν αντι­με­τω­πί­ζο­ντας κοι­νω­νι­κά ζητή­μα­τα, για­τί το να κάνεις τους ανθρώ­πους να χαμο­γε­λούν ρυπαί­νει τα πάντα. Όποιος έκα­νε αστεί­ες ται­νί­ες άρχι­σε να απο­κλεί­ε­ται. Αυτό σήμαι­νε ότι δεν έκα­νε σοβα­ρά πράγ­μα­τα. Και πράγ­μα­τι ήταν έτσι, δεν κάνα­με «σοβα­ρά» πράγ­μα­τα. Θέλα­με να προ­σελ­κύ­σου­με το κοι­νό. Εάν αυτή είναι κατη­γο­ρία, ήταν αλη­θι­νή — ήμα­σταν χαρού­με­νοι όταν μας ακο­λου­θύ­σε κάποιο κοινό.

(CM): Στην ιτα­λι­κή κουλ­τού­ρα η υπο­τί­μη­ση του κωμι­κού είναι μια στα­θε­ρά. Το Swift στην Ιτα­λία σε περιό­ρι­ζε αμέ­σως σαν «δεύ­τε­ρο» ‑μικρό δημιουρ­γό. Ο Sergio Saviane, ο οποί­ος ήταν σπου­δαί­ος δημο­σιο­γρά­φος, είναι ήδη ξεχα­σμέ­νος, και σε κάθε περί­πτω­ση δεν θεω­ρή­θη­κε ποτέ σπου­δαί­ος, επει­δή είχε ένα τρο­με­ρό σατι­ρι­κό ταλέντο.

Monicelli: Αυτή η δυσπι­στία για το είδος –για τη σάτι­ρα, δεν είναι μόνο ιταλική.

(CM): Αλλά στη Γαλ­λία ο Μολιέ­ρος είναι Μολιέ­ρος. Και το σκάν­δα­λο για το βρα­βείο Νόμπελ στον Ντά­ριο Φο ήταν μόνο στην Ιταλία.

Monicelli: Σε κρι­τι­κές, σε φεστι­βάλ, υπάρ­χει ισχυ­ρός απο­κλει­σμός παντού για τον κωμικό.
Το γεγο­νός ότι κάνει τους ανθρώ­πους να γελούν ή ότι μια ται­νία μπο­ρεί να είναι δημο­φι­λής, εκλαμ­βά­νε­ται σαν κάτι να μην πηγαί­νει καλά μ΄αυτήν.

(CM): Επι­στρέ­φο­ντας στους Ιτα­λούς, μία από τις πιο εξαι­ρε­τι­κές πτυ­χές της ιτα­λι­κής κωμω­δί­ας είναι να περι­γρά­φει αυτό το τυπι­κό χαρα­κτη­ρι­στι­κό του φασι­σμού που επι­νο­εί μια δόξα που δεν υπάρ­χει. Ο στρα­τός Brancaleone είναι ανά­λο­γος με την ιτα­λι­κή «εκδί­κη­ση»: την ιδέα του ξανα­γρα­ψί­μα­τος της ιστο­ρί­ας επι­νο­ώ­ντας μια δόξα που δεν υπάρ­χει. Ακρι­βώς όπως ο Brancaleone επι­νο­εί μια δόξα που δεν υπάρ­χει, ο Mussolini εφηύ­ρε την αυτο­κρα­το­ρία, ο Μπερ­λου­σκό­νι την ακα­τα­μά­χη­τη άνο­δο του, ο Bossi την Padania dei celti, τη μαγι­κή αμπού­λα και τον θεό Πο. Αυτή είναι όλη η ιτα­λι­κή κωμω­δία, ο φτω­χός που είναι δεμέ­νος, ερω­τευ­μέ­νος με έναν φαντα­στι­κό ηρω­ι­σμό. Μετα­ξύ άλλων, εάν υπήρ­χε, η Padania θα ήταν σύμ­μα­χος της κλέ­φτρας Ρώμης, ενα­ντί­ον των Γερ­μα­νών αυτοκρατόρων.

Monicelli: Όλα προ­έρ­χο­νται από το γεγο­νός ότι στην Ιτα­λία δεν υπήρ­χε μια πραγ­μα­τι­κή –επα­να­στα­τι­κή Μεταρ­ρύθ­μι­ση, αλλά υπήρ­χε η Αντι­με­ταρ­ρύθ­μι­ση χωρίς Μεταρ­ρύθ­μι­ση. Το απί­στευ­το! Φαντα­στεί­τε τη νίκη της Αντε­πα­νά­στα­σης του 1990 ενά­ντια σε μια Μεταρ­ρύθ­μι­ση που δεν έγι­νε ποτέ στην Ιτα­λία. Έχει κερ­δη­θεί μια μάχη όπου κανείς δεν έχει πολεμήσει.

(CM): Μιλώ­ντας για την αντι-μεταρ­ρύθ­μι­ση, τι απο­τέ­λε­σμα έχουν αυτά τα χρό­νια στα οποία οι αρι­στε­ροί πολι­τι­κοί και δημο­σιο­γρά­φοι συνέ­βα­λαν στην κρι­τι­κή του αντι­φα­σι­σμού ως αξία, για να δια­λύ­σει την Αντί­στα­ση ως στιγ­μή στην ιτα­λι­κή ιστορία;

Monicelli: Δεν έχου­με αντι­με­τω­πί­σει ‑εκτός από τον Beppe Fenoglio, ποτέ την Αντί­στα­ση, ούτε στο θέα­τρο, ούτε στον κινη­μα­το­γρά­φο, ούτε στη λογο­τε­χνία. Ωστό­σο, είναι το μόνο πράγ­μα που έχου­με για το οποίο μπο­ρού­με πραγ­μα­τι­κά να καυ­χη­θού­με. Όχι μόνο η Αντί­στα­ση δεν εκτι­μή­θη­κε, αλλά εκεί­νοι που μίλη­σαν είπαν ότι αυτοί από το Salò ήταν καλοί τύποι — Και οι νεκροί είναι όλοι ίδιοι. Αυτό δεν είναι αλή­θεια: οι φασί­στες και οι μαχη­τές της ελευ­θε­ρί­ας δια­φέ­ρουν ακό­μη και από τους νεκρούς. Αλλά έτσι έγι­νε, η Αντί­στα­ση παρα­γκω­νί­στη­κε, δεν γιορ­τά­ζε­ται πλέ­ον. Επί­σης επει­δή φαι­νό­ταν ότι ήταν μια σελί­δα στην ιστο­ρία αυτής της χώρας που που είχε να κάνει με την αλληλεγγύη

(CM): Στο τέλος μιας δεκα­ε­τί­ας κυριαρ­χί­ας ξανα­γρα­φής της ιστο­ρί­ας στα μέσα ενη­μέ­ρω­σης, ωστό­σο, οι πολί­τες πήγαν να ψηφί­σουν μαζι­κά για ένα «Όχι» στην αλλα­γή του αντι­φα­σι­στι­κού Συντάγματος.

Monicelli: Αλλά ήταν επί­σης ένας τρό­πος να απαλ­λα­γού­με από αυτή τη δεξιά, του Μπερ­λου­σκό­νι. Οι Ιτα­λοί το ψήφι­σαν με ένα δημο­ψή­φι­σμα –που στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεν τους άρε­σε. Και τα επα­κό­λου­θα αυτής της περι­πέ­τειας τρέ­χουν, ακό­μη και για όσους είναι πρό­θυ­μοι να κάνουν τα πάντα  για να είναι καβάλ­λα στο άρμα του νικητή.

(CM): Ένα ιτα­λι­κό πρό­βλη­μα είναι αυτό του της ενη­λι­κί­ω­σης. Είναι ένα επα­να­λαμ­βα­νό­με­νο θέμα του κινη­μα­το­γρά­φου μας, από τον Fellini του “i Vitelloni” έως τον Germi και σε εσάς στο “Amici miei”. Η δυσκο­λία να γίνεις ενή­λι­κας συν­δέ­ε­ται βαθιά με τη δομή της ιτα­λι­κής οικογένειας;

Monicelli: Έκα­να μια ται­νία ‑μια φάρ­σα, το Parenti serpenti (Συγ­γε­νείς Φίδια). Η φάρ­σα είναι ένα υπέ­ρο­χο είδος, πολύ δύσκο­λο για­τί πάει πολύ βαθιά.
Αν και δεν είναι ρεα­λι­στι­κό, στην ουσία υπάρ­χει πάντα μια αλή­θεια που απλώ­νε­ται προς τα κάτω, όπως στην φάρ­σα των Chaplin και Buster Keaton.
Η αλή­θεια αυτής της φάρ­σας ήταν η οικο­γέ­νεια. Το σφάλ­μα έγκει­ται στις γυναί­κες. Τώρα οι γυναί­κες, κορί­τσια, κυρί­ες παρα­πο­νιού­νται ότι δεν μπο­ρούν να βρουν άντρες. Όμως αυτοί οι άντρες που δεν βρί­σκουν είναι αυτοί που τους έχουν κρα­τή­σει στο σπί­τι ως μητέ­ρες, χωρίς να βγουν ποτέ έξω στη ζωή και έχουν φρο­ντί­σει να ζουν έτσι έως και 30–35 χρό­νων, χωρίς να τους αφή­σουν ποτέ να μεγαλώσουν.
Οι σημε­ρι­νοί Ιτα­λοί άνδρες είναι αυτά τα παι­διά που δεν μεγά­λω­σαν … Αντί­θε­τα, τα κορί­τσια στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ωρι­μά­ζουν επει­δή αντι­με­τω­πί­ζουν τη ζωή στα ίσια, πολύ περισ­σό­τε­ρο από τους άντρες, με περισ­σό θάρ­ρος και με μεγά­λη αποφασιστικότητα.

(CM): Δεν θυμά­μαι κανέ­ναν άλλο πολι­τι­κό ηγέ­τη στον κόσμο που μίλη­σε τόσο πολύ για τη μάνα του όσο ο Μπερ­λου­σκό­νι. Η Mamma Rosetta είναι παρού­σα στις πολι­τι­κές του ομι­λί­ες. Αλλά εν τέλει, για­τί οι ιτα­λι­κές δημό­σιες φιγού­ρες, όλες, μόνο παραλ­λα­γές των χαρα­κτή­ρων του Alberto Sordi — πρω­τα­γω­νι­στές της κωμω­δί­ας, επιλέγουν;

Monicelli: Η κωμω­δία ενυ­πάρ­χει στη γέν­νη­σή μας. Η ιτα­λι­κή γλώσ­σα γεν­νή­θη­κε από την Κωμω­δία του Δάντη, η οποία αργό­τε­ρα ονο­μά­στη­κε Θεία Κωμω­δία. Και είναι τα αντί­ση­μα του Boccaccio: για­τί «Divina», ποια είναι η σκο­πι­μό­τη­τα; Το έργο του Δάντη ονο­μά­στη­κε «La Commedia» και στην Κωμω­δία συμ­βαί­νουν τα πάντα. Προ­ερ­χό­μα­στε από την κωμω­δία και η πραγ­μα­τι­κή μας φύση είναι η «Κωμω­δία». Αυτή που συνε­χί­ζε­ται στην Mandragola -και εδώ αρχί­ζουν τα ακα­τα­νό­η­τα. Στην ιτα­λι­κή κωμω­δία υπάρ­χουν από πάντα εξε­γέρ­σεις. Έρχε­ται η commedia dell’arte, όπου οι κατώ­τε­ρες τάξεις ‑οι υπη­ρέ­τες, προ­σπα­θούν να υπε­ρα­σπι­στούν τον εαυ­τό τους από τον αφέ­ντη που θέλει να τους πηδή­ξει και ο οποί­ος, με τη σει­ρά του, είναι κλέ­φτης. Δεν επι­νο­ή­σα­με την ιτα­λι­κή κωμω­δία μετά τον πόλε­μο. Μπο­ρεί! κιό­λας. Αλλά έρχε­ται από πολύ μακριά, από τον Δάντη.

(CM): Ίσως πρέ­πει να προ­στε­θεί και ο θεί­ος Goldoni. Ο κινη­μα­το­γρά­φος κλέ­βει συνε­χώς από Goldoni, χωρίς να το λέει. Αλλά υπήρ­χε ένα εξαι­ρε­τι­κό θάρ­ρος στην «Θεία Κωμω­δία». Ο Δάντης είναι αυτός που παίρ­νει τον Πάπα του, τον Boniface VIII, και τον ρίχνει στην κόλα­ση και του μιλά­ει ως κατα­ρα­μέ­νο. Αυτό ήταν το 1300. Τώρα θα ήθε­λα να κατα­λά­βω αν ανά­με­σα στους ήρω­ες της σύγ­χρο­νης σάτι­ρας, πάντα έτοι­μοι να καυ­χη­θούν, υπάρ­χει κάποιος ικα­νός να κάνει τόσα πολ­λά με τον Ratzinger.

Monicelli: Αργά ή γρή­γο­ρα θα έρθει, και ίσως θα ανα­δεί­ξου­με για να δια­σκε­δά­σου­με μαζί του στον κινηματογράφο.


+ φωτο

info Ατέχνως

Φιλ­μο­γρα­φία — Σκη­νο­θέ­της

  • 1935 I ragazzi della Via Paal
  • 1937 Pioggia d’estate
  • 1949 Totò cerca casa, συν-σκη­νο­θε­σία (ελλ. τίτλος) Πολυ­τε­χνί­της κι ερημοσπίτης
  • 1949 Al diavolo la celebrità, συν-σκη­νο­θε­σία με τον Steno, (Stefano Vanzina)
  • 1950 Vita da cani, συν-σκη­νο­θε­σία με Steno
  • 1950 È arrivato il cavaliere!, συν-σκη­νο­θε­σία με Steno
  • 1951 Guardie e ladri, συν-σκη­νο­θε­σία με Steno
  • 1952 Totò e i re di Roma, συν-σκη­νο­θε­σία με Steno (ελλ. τίτλος) Ο Τοτό βασι­λιάς της Ρώμης
  • 1952 Totò e le donne, συν-σκη­νο­θε­σία με τον Steno (ελλ. τίτλος)  Ο Τοτό και οι γυναίκες
  • 1953 Le infedeli (ελλ. τίτλος) Οι άπιστες
  • 1954 Proibito
  • 1955 Un eroe dei nostri tempi (ελλ. τίτλος) Ένας ήρω­ας της επο­χής μας
  • 1955 Totò e Carolina
  • 1956 Donatella (ελλ. τίτλος)  Ντονατέλλα
  • 1957 Il medico e lo stregone (ελλ. τίτλος) Ο τυχο­διώ­κτης της πεντάρας
  • 1957 Padri e figli (ελλ. τίτλος)  Πίσω από τα κλει­στά παράθυρα
  • 1958 I soliti ignoti (ελλ. τίτλος) Ο Κλέ­ψας του Κλέψαντος
  • 1959 La grande guerra (ελλ. τίτλος) Ο μεγά­λος πόλεμος
  • 1960 Risate di gioia
  • 1962 Boccaccio ’70, (σπον­δυ­λω­τή) (ελλ. τίτλος) Βοκ­κά­κιος ‘70
  • 1963 I compagni (ελλ. τίτλος) Οι σύντροφοι
  • 1964 Alta infedeltà, (σπον­δυ­λω­τή, επει­σό­διο Gente moderna) ελλ. τίτλος Απιστίες
  • 1965 Casanova ’70 (ελλ. τίτλος) Καζα­νό­βας ’70
  • 1966 Le fate, (σπον­δυ­λω­τή, επει­σό­διο Fata Armenia) ελλ. τίτλος Οι βασίλισσες
  • 1966 L’armata Brancaleone (ελλ. τίτλος) Οι γεν­ναί­οι του Μπρανκαλεόνε
  • 1968 La ragazza con la pistola (ελλ. τίτλος) Το κορί­τσι με το πιστόλι
  • 1968 Capriccio all’italiana, (σπον­δυ­λω­τή, επει­σό­διο La bambinaia)
  • 1969 Toh, è morta la nonna!
  • 1970 Brancaleone alle Crociate (ελλ. τίτλος) Ο Μπραν­κα­λε­ό­νε σταυροφόρος
  • 1971 Le coppie, (σπον­δυ­λω­τή, επει­σό­διο Il frigorifero) ελλ. Τίτλος Σκάν­δα­λα παντρεμένων
  • 1971 La mortadella
  • 1973 Vogliamo i colonnelli (ελλ. τίτλος) Θέλου­με τους κολονέλους
  • 1974 Romanzo popolare (ελλ. τίτλος) Έλα στο σπί­τι να… γνω­ρί­σεις τη γυναί­κα μου
  • 1975 Amici miei (ελλ. τίτλος) Οι Εντι­μό­τα­τοι Φίλοι μου
  • 1976 Caro Michele
  • 1976 Signore e signori, buonanotte (ελλ. τίτλος) Κυρί­ες και κύριοι, καληνύχτα
  • 1977 Un borghese piccolo piccolo (ελλ. τίτλος) Ο Ανθρωπάκος
  • 1977 I nuovi mostri, (σπον­δυ­λω­τή, επει­σό­δια Autostop και First Aid) ελλ. τίτλος Μοντέρ­να τέρατα
  • 1979 Viaggio con Anita (ελλ. τίτλος) Ταξί­δι με την Ανίτα
  • 1979 Temporale Rosy
  • 1981 Camera d’albergo (ελλ. τίτλος) Ιστο­ρί­ες της κλειδαρότρυπας
  • 1981 Il marchese del Grillo
  • 1982 Amici miei atto II (ελλ. τίτλος) Οι εντι­μό­τα­τοι φίλοι No 2
  • 1984 Bertoldo, Bertoldino e Cacasenno
  • 1985 Le due vite di Mattia Pascal (ελλ. τίτλος) Μια δεύ­τε­ρη ευκαιρία
  • 1986 Speriamo che sia femmina
  • 1987 I picari (ελλ. τίτλος) Κομπι­να­δό­ροι & περιπλανώμενοι
  • 1989 La moglie ingenua e il marito malato
  • 1989 12 registi per 12 città, συλ­λο­γι­κό ντο­κι­μα­ντέρ, επει­σό­διο Βερόνα
  • 1990 Il male oscuro
  • 1991 Rossini! Rossini!
  • 1992 Parenti serpenti
  • 1994 Cari fottutissimi amici
  • 1995 Facciamo paradiso (ελλ. τίτλος) Ανα­ζη­τώ­ντας τον παράδεισο
  • 1996 Esercizi di stile, (σπον­δυ­λω­τή, επει­σό­διο Idillio edile)
  • 1997 I corti italiani, (σπον­δυ­λω­τή, επει­σό­διο Topi di appartamento)
  • 1999 Panni sporchi
  • 1999 Un amico magico: il maestro Nino Rota, ντοκιμαντέρ
  • 2001 Un altro mondo è possibile, συλ­λο­γι­κό ντοκιμαντέρ
  • 2002 La primavera del 2002, συλ­λο­γι­κό ντοκιμαντέρ
  • 2002 Lettere dalla Palestina, συλ­λο­γι­κό ντοκιμαντέρ
  • 2003 Firenze, il nostro domani, συλ­λο­γι­κό ντοκιμαντέρ
  • 2006 Le rose del deserto
  • 2008 Vicino al Colosseo… c’è Monti, ντοκιμαντέρ

Σενα­ριο­γρά­φος

  • 1935 I ragazzi della Via Paal
  • 1937 Pioggia d’estate
  • 1040 La granduchessa si diverte
  • 1941 Brivido
  • 1942 La donna è mobile
  • 1943 Cortocircuito
  • 1945 Il sole di Montecassino
  • 1946 Aquila nera (ελλ. τίτλος) Ο αετός της στέπας
  • 1947 Gioventù perduta (ελλ. τίτλος) Νιά­τα στη λάσπη
  • 1947 La figlia del capitano (ελλ. τίτλος) Οι Κοζά­κοι του Δον
  • 1947 Il corriere del re (ελλ. τίτλος) Ο ταχυ­δρό­μος του βασιλέως
  • 1948 I Miserabili (ελλ. τίτλος) Οι άθλιοι
  • 1948 L’ebreo errante
  • 1948 Il cavaliere misterioso (ελλ. τίτλος) Καζανόβας
  • 1948 Accidenti alla guerra!…
  • 1949 Totò cerca casa (ελλ. τίτλος) Πολυ­τε­χνί­της κι ερημοσπίτης
  • 1949 Il lupo della Sila (ελλ. τίτλος) Επα­να­στα­τη­μέ­νοι πόθοι
  • 1949 Il conte Ugolino
  • 1949 Marechiaro
  • 1949 Al diavolo la celebrità
  • 1949 Come scopersi l’America
  • 1949 Follie per l’opera (ελλ. τίτλος) Έντι­μοι απατεώνες
  • 1950 È arrivato il cavaliere
  • 1950 Il brigante Musolino (ελλ. τίτλος) Τρι­πλή βεντέτα
  • 1950 Botta e risposta
  • 1950 L’inafferrabile 12 (ελλ. τίτλος) Έρως τα μεσάνυχτα
  • 1950 Vita da cani
  • 1950 Soho Conspiracy
  • 1950 Quel bandito sono io
  • 1951 .. sarda
  • 1951 Totò e i re di Roma (ελλ. τίτλος) Ο Τοτό βασι­λιάς της Ρώμης
  • 1951 Tizio, Caio, Sempronio
  • 1951 È l’amor che mi rovina (ελλ. τίτλος) Με τον έρω­τα… παρέα!
  • 1951 Core ‘ngrato (ελλ. τίτλος) Το αμάρ­τη­μα μιας μητέρας
  • 1951 Il tradimento (ελλ. τίτλος) Διπλή τραγωδία
  • 1951 Accidenti alle tasse!!
  • 1951 Amo un assassino
  • 1951 Guardie e ladri
  • 1951 K. Nerone (ελλ. τίτλος) Τα όργια του Νέρωνος
  • 1952 Totò e le donne (ελλ. τίτλος) Ο Τοτό και οι γυναίκες
  • 1952 Totò a colori
  • 1952 5 poveri in automobile
  • 1952 Cani e gatti
  • 1953 Un turco napoletano
  • 1953 Il più comico spettacolo del mondo (ελλ. τίτλος) Ο Τοτό ακροβάτης
  • 1953 Cavalleria rusticana (ελλ. τίτλος) Καβα­λε­ρία ρουστικάνα
  • 1953 Le infedeli (ελλ. τίτλος) Οι άπιστες
  • 1953 Perdonami! (ελλ. τίτλος) Τρι­κυ­μία σε καρ­διά μητέρας
  • 1953 Giuseppe Verdi (ελλ. τίτλος) Βέρ­ντι, ο βασι­λεύς της μελωδίας
  • 1954 Violenza sul lago
  • 1954 Guai ai vinti (ελλ. τίτλος) Αμαρ­τω­λές χωρίς αμάρτημα
  • 1954 Proibito
  • 1955 Totò e Carolina
  • 1955 Un eroe dei nostri tempi (ελλ. τίτλος) Ένας ήρω­ας της επο­χής μας
  • 1955 La donna più bella del mondo (ελλ. τίτλος) Η ωραία των ωραίων
  • 1956 Donatella (ελλ. τίτλος) Ντονατέλλα
  • 1957 Il medico e lo stregone (ελλ. τίτλος) Ο τυχο­διώ­κτης της πεντάρας
  • 1957 Padri e figli (ελλ. τίτλος) Πίσω από τα κλει­στά παράθυρα
  • 1958 I soliti ignoti (ελλ. τίτλος) Ο κλέ­ψας του κλέψαντος
  • 1958 Ballerina e Buon Dio (ελλ. τίτλος) Ακού­στε τον πόνο μου
  • 1959 La grande guerra (ελλ. τίτλος) Ο μεγά­λος πόλεμος
  • 1960 Risate di gioia
  • 1961 A cavallo della tigre
  • 1962 Boccaccio ’70, (σπον­δυ­λω­τή, επει­σό­διο Ρέν­τσο και Λου­τσιά­να) Βοκ­κά­κιος ‘70
  • 1963 Frenesia dell’estate
  • 1963 I compagni (ελλ. τίτλος) Οι σύντροφοι
  • 1965 Casanova ’70 Καζα­νό­βας ‘70
  • 1966 I nostri mariti, (σπον­δυ­λω­τή, επει­σό­διο Ιl Marito di Olga)
  • 1966 L’armata Brancaleone (ελλ. τίτλος) Οι γεν­ναί­οι του Μπρανκαλεόνε
  • 1969 Toh, è morta la nonna!
  • 1970 Brancaleone alle crociate (ελλ. τίτλος) Ο Μπραν­κα­λε­ό­νε σταυροφόρος
  • 1970 Le coppie (ελλ. τίτλος) Σκάν­δα­λα παντρεμένων
  • 1973 Vogliamo i colonnelli   (ελλ. τίτλος) Θέλου­με τους κολονέλους
  • 1974 Romanzo popolare (ελλ. τίτλος) Έλα στο σπί­τι να… γνω­ρί­σεις τη γυναί­κα μου
  • 1977 Gran bollito
  • 1977 Un borghese piccolo piccolo (ελλ. τίτλος) Ο ανθρωπάκος
  • 1980 Temporale Rosy
  • 1981 Camera d’albergo (ελλ. τίτλος) Ιστο­ρί­ες της κλειδαρότρυπας
  • 1981 Il marchese del Grillo
  • 1982 Amici miei — Atto IIº (ελλ. τίτλος) Οι εντι­μό­τα­τοι φίλοι No 2
  • 1984 Bertoldo, Bertoldino e Cacasenno
  • 1985 Le due vite di Mattia Pascal (ελλ. τίτλος) Μια δεύ­τε­ρη ευκαιρία
  • 1986 Speriamo che sia femmina
  • 1988 I picari (ελλ. τίτλος) Κομπι­να­δό­ροι και περιπλανώμενοι
  • 1990 Il male oscuro
  • 1991 Rossini! Rossini!
  • 1992 Parenti serpenti
  • 1994 Cari fottutissimi amici
  • 1995 Facciamo paradiso (ελλ. τίτλος) Ανα­ζη­τώ­ντας τον παράδεισο
  • 1999 Panni sporchi
  • 1999 Un amico magico: il maestro Nino Rota, ντοκιμαντέρ
  • 2006 Le rose del deserto
  • 2008 Vicino al Colosseo… c’è Monti, ντοκιμαντέρ
  • 2010 La nuova armata Brancaleone, ντοκιμαντέρ

Βρα­βεία

Διε­θνές Φεστι­βάλ Κινη­μα­το­γρά­φου Βενετίας

  • 1935 1º βρα­βείο, ερα­σι­τε­χνι­κός τομέ­ας — I ragazzi della via Paal
  • 1959 Χρυ­σός λέων καλύ­τε­ρης ται­νί­ας — Ο μεγά­λος πόλεμος
  • 1985 Βρα­βείο Pietro Bianchi
  • 1991 Χρυ­σός λέων για το σύνο­λο της καριέρας

Διε­θνές Φεστι­βάλ Κινη­μα­το­γρά­φου Βερολίνου

  • 1957: σκη­νο­θε­σί­ας — Πίσω από τα κλει­στά παράθυρα
  • 1976: σκη­νο­θε­σί­ας — Caro Michele
  • 1982: σκη­νο­θε­σί­ας — Il marchese del Grillo

Ντα­βίντ ντι Ντονατέλο

  • 1976 βρα­βείο σκη­νο­θε­σί­ας — Εντι­μό­τα­τοι φίλοι μου
  • 1977 βρα­βείο σκη­νο­θε­σί­ας — Ο ανθρωπάκος
  • 1977 βρα­βείο καλύ­τε­ρης ται­νί­ας — Ο ανθρωπάκος
  • 1986 βρα­βείο σκη­νο­θε­σί­ας — Speriamo che sia femmina
  • 1986 βρα­βείο καλύ­τε­ρης ται­νί­ας — Speriamo che sia femmina
  • 1986 βρα­βείο σενα­ρί­ου — Speriamo che sia femmina
  • 1990 βρα­βείο σκη­νο­θε­σί­ας — Il male oscuro
  • 2005 βρα­βείο για το σύνο­λο της καριέρας

Nastro d’Argento

  • 1959 σενα­ρί­ου — ο κλέ­ψας του κλέψαντος
  • 1977 σενα­ρί­ου — ο ανθρωπάκος
  • 1982 σενα­ρί­ου — Il marchese del Grillo
  • 1986 σκη­νο­θε­σί­ας — Speriamo che sia femmina
  • 1986 σενα­ρί­ου — Speriamo che sia femmina

Όσκαρ (Υπο­ψη­φιό­τη­τα –ως γνω­στό δεν δίνο­νται σε καλ­λι­τέ­χνες σαν τον Monicelli)

  • 1958 καλύ­τε­ρης ξενό­γλωσ­σης ται­νί­ας — ο κλέ­ψας του κλέψαντος
  • 1959 καλύ­τε­ρης ξενό­γλωσ­σης ται­νί­ας- Ο μεγά­λος πόλεμος
  • 1965 καλύ­τε­ρου πρω­τό­τυ­που σενα­ρί­ου — Οι σύντροφοι
  • 1966 καλύ­τε­ρου πρω­τό­τυ­που σενα­ρί­ου – Casanova ’70
  • 1968 καλύ­τε­ρης ξενό­γλωσ­σης ται­νί­ας — Το κορί­τσι με το πιστόλι
  • 1978 καλύ­τε­ρης ξενό­γλωσ­σης ται­νί­ας — Μοντέρ­να τέρατα

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο