Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Έλλη Αλεξίου μια ακόμη κόκκινη παιδαγωγός

Γρά­φει ο \\ Αστέ­ρης Αλα­μπής _Μίδας

Στις 28-Σεπτέμ­βρη έκλει­σαν 35 χρό­νια από το θάνα­το (1988) της μεγά­λης κομου­νί­στριας παι­δα­γω­γού και πεζο­γρά­φου, Έλλης Αλε­ξί­ου, η οποία κλη­ρο­δό­τη­σε στις επό­με­νες γενιές ένα σημα­ντι­κό έργο και ένα αγω­νι­στι­κό παρά­δειγ­μα ζωής, που θα προ­σα­να­το­λί­ζει πάντα την προ­ο­δευ­τι­κή δια­νό­η­ση και τους λαϊ­κούς αγώνες.

Η «δασκά­λα του λαού» — όπως χαρα­κτη­ρί­στη­κε — γεν­νή­θη­κε στο Ηρά­κλειο Κρή­της (1894), σε οικο­γέ­νεια προ­ο­δευ­τι­κών δια­νο­ου­μέ­νων της πόλης. Τα αδέλ­φια της, Λευ­τέ­ρης και Γαλά­τεια Αλε­ξί­ου — Καζαν­τζά­κη, υπήρ­ξαν επί­σης σημα­ντι­κοί δια­νο­ού­με­νοι. Το 1911 έρχε­ται στην Αθή­να για σπου­δές και, παράλ­λη­λα, αρχί­ζει το λογο­τε­χνι­κό της έργο. Οι λαϊ­κοί αγώ­νες και οι διώ­ξεις όσων πρω­το­στά­τη­σαν στην εκπαι­δευ­τι­κή ανα­γέν­νη­ση την οδη­γούν το 1928 στο ΚΚΕ, στο οποίο παρέ­μει­νε ατα­λά­ντευ­τα μέχρι το τέλος της. Το 1934 γίνε­ται μέλος της Εται­ρεί­ας Ελλή­νων Λογο­τε­χνών. Στην κατο­χή αγω­νί­ζε­ται μέσα από το ΕΑΜ Λογο­τε­χνών. Το 1945 φεύ­γει για σπου­δές στη Σορ­βό­νη, αλλά καθώς της αφαι­ρέ­θη­κε η ελλη­νι­κή ιθα­γέ­νεια, της απα­γο­ρεύ­τη­κε και η επι­στρο­φή στην πατρί­δα. Το 1949 ανα­λαμ­βά­νει ως εκπαι­δευ­τι­κός σύμ­βου­λος τα ελλη­νι­κά σχο­λεία στις σοσια­λι­στι­κές χώρες. Το 1966 επι­στρέ­φει στην Ελλά­δα, συλ­λαμ­βά­νε­ται, δικά­ζε­ται, αλλά απαλ­λάσ­σε­ται. Προη­γή­θη­κε σύντο­μη επί­σκε­ψή της στην Ελλά­δα (1962), με ειδι­κή άδεια, για να παρα­βρε­θεί στην κηδεία της αδελ­φής της, Γαλάτειας.

🎥  Δεί­τε από τη σει­ρά αυτο­βιο­γρα­φι­κών ντο­κι­μα­ντέρ 1982, των Γιώρ­γου και Ηρώς Σγου­ρά­κη, όπου σκια­γρα­φού­νται προ­σω­πι­κό­τη­τες από τον πνευ­μα­τι­κό, καλ­λι­τε­χνι­κό, πολι­τι­κό και κοι­νω­νι­κό χώροι το πορ­τρέ­το της ΕΛΛΗΣ ΑΛΕΞΙΟΥ.

Άφη­σε πίσω της πλού­σιο πεζο­γρα­φι­κό έργο πολ­λά βιβλία για παι­διά, την κρι­τι­κή μελέ­τη για τον Νίκο Καζαν­τζά­κη «για να γίνει μεγά­λος» κά. (όλα τα βιβλία της εδώ), Πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε στα Γράμ­μα­τα με τη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των «Σκλη­ροί αγώ­νες για τη μικρή ζωή» (1931). Πλού­σιο είναι και το μετα­φρα­στι­κό της έργο από τα ρωσι­κά και γαλ­λι­κά. Ένιω­θε το γρά­ψι­μο «σαν απο­κά­λυ­ψη μιας αδι­κί­ας, που όταν τη βλέ­που­με, πρέ­πει να την καταγ­γέλ­λου­με». Όσο για τη στρά­τευ­σή της ήταν επί­σης ξεκά­θα­ρη: «Αγα­πώ τη ζωή για­τί είμαι στο Κόμ­μα». Στην εκπαί­δευ­ση εργά­στη­κε επί 42 χρό­νια (25 χρό­νια στην Ελλά­δα και 17 στο εξωτερικό).

Σήμε­ρα, που η Παι­δεία γνω­ρί­ζει νέες, αντι­δρα­στι­κό­τε­ρες «ανα­προ­σαρ­μο­γές», η μνή­μη της Έλλης Αλε­ξί­ου δε «χωρά» στο «πολι­τι­στι­κό» πρό­γραμ­μα αυτής και καμιάς άλλης αστι­κής κυβέρ­νη­σης. Από μία άπο­ψη είναι λογι­κό: στην αντί­θε­τη περί­πτω­ση, το ίδιο το σύστη­μα θα αυτο­α­ναι­ρού­νταν. Δεν την ξέχα­σε, όμως, η ιδιαί­τε­ρη πατρί­δα της.

Επει­δή η ζωή της Έλλης Αλε­ξί­ου απο­τε­λεί επί­σης «μάθη­μα», ας ξεκι­νή­σου­με με αυτό το μικρό επε­τεια­κό αφιέ­ρω­μα με τον παρα­κά­τω διά­λο­γο που έκα­νε κάπο­τε στην Ασφά­λεια η αλη­σμό­νη­τη Έλλη, όπως απο­δί­δε­ται με σχε­τι­κό αφιέ­ρω­μα στη δικτυα­κή σελί­δα του ΚΚΕ:

  • Να μας κάνε­τε μια έγγρα­φη δήλω­ση, να μας πεί­τε τη γνώ­μη σας για την ΕΔΑ και τον κομ­μου­νι­σμό. Να κατα­δι­κά­σε­τε τη δρά­ση τους, να γρά­ψε­τε ότι θα σεβα­στεί­τε το καθε­στώς, ότι δε θα το ενο­χλή­σε­τε για να μην σας ξανα­ε­νο­χλή­σου­με κι εμείς.
    🔥  Δεν μπο­ρώ. Σέβο­μαι την αξιο­πρέ­πειά μου. Δε θα μπο­ρού­σα να ζήσω στην κοι­νω­νία εξευτελισμένη.
  • Προ­τι­μά­τε τη Λέρο;
    🔥 Μα, τι είναι η Λέρος μπρο­στά στην αξιο­πρέ­πεια του ανθρώ­που; Δε λογα­ριά­ζω ούτε την εκτέ­λε­ση. Στην ηλι­κία που είμαι τι έχω να χάσω…

Δεί­τε και
Παγκό­σμια ημέ­ρα δάσκα­λου _εκπαιδευτικών \ Η “κόκ­κι­νη δασκάλα”

 

Η “δασκάλα του λαού”

«…Νιώ­θω πολύ ευτυ­χι­σμέ­νη στη ζωή μου. Και νιώ­θω ότι η ευτυ­χία μου είναι το Κόμ­μα μου. Η ιδέα πως είμαι ένα κομ­μά­τι απ’ αυτόν τον ωραίο κόσμο, μου δίνει μια δύνα­μη που δεν μπο­ρώ να την περι­γρά­ψω. Αγα­πώ τη ζωή για­τί είμαι στο Κόμ­μα. Είναι σαν να ζω μέσα σ’ έναν παρά­δει­σο».

Ο τόπος και η οικογένεια

Η Έλλη Αλε­ξί­ου γεν­νιέ­ται στο ακό­μα τουρ­κο­κρα­τού­με­νο Ηρά­κλειο, στο «Ηρα­κλειά­κι» για την ίδια, όπως της άρε­σε τρυ­φε­ρά να το απο­κα­λεί, στις 22 Μάη του 1894. Πατέ­ρας ήταν ο Στυ­λια­νός Αλε­ξί­ου, λόγιος και εκδό­της, και μητέ­ρα της η Ειρή­νη Ζαχα­ριά­δη. Ήταν το τέταρ­το και τελευ­ταίο παι­δί της οικο­γέ­νειας. Τη χώρι­ζαν 13 χρό­νια από την πρω­τό­το­κη Γαλά­τεια, την πρώ­τη κομ­μου­νί­στρια πεζο­γρά­φο και ποι­ή­τρια, έντε­κα από τον Ραδά­μαν­θυ και τέσ­σε­ρα από τον επί­σης λόγιο και ποι­η­τή, Λευτέρη.

Το 1911, για να συνε­χί­σει τις σπου­δές της, έρχε­ται στην Αθή­να, όπου η Γαλά­τεια, έχο­ντας κάνει από πολύ νωρί­τε­ρα αισθη­τή την παρου­σία της στα ελλη­νι­κά γράμ­μα­τα, μυεί την Έλλη στον ανδρο­κρα­τού­με­νο χώρο της περί­φη­μης Δεξα­με­νής στο Κολω­νά­κι, ένα φτω­χι­κό προ­ά­στιο τότε της Αθήνας.

Στην πλα­τεία αυτή, που ήταν ο αγα­πη­μέ­νος χώρος της ελλη­νι­κής δια­νό­η­σης, η Αλε­ξί­ου γνω­ρί­ζε­ται με τους Καρ­κα­βί­τσα, Βάρ­να­λη, Θεο­τό­κη, Κον­δυ­λά­κη, Αυγέ­ρη, Βλα­χο­γιάν­νη, Τραυ­λα­ντώ­νη, Σοφία Μαυ­ροει­δή-Παπα­δά­κη, Λιλί­κα Νάκου και πολ­λούς άλλους. Οπως η ίδια έλε­γε, για τη λογο­τε­χνι­κή συντρο­φιά της «Δεξα­με­νής», «ήταν ένα μικρό δείγ­μα της συμ­μα­χί­ας που άρχι­σε από τότε με τους αδύ­να­τους και αδι­κη­μέ­νους». Εκεί θα γνω­ρί­σει και τον λογο­τέ­χνη, μετα­φρα­στή Βάσο Δασκα­λά­κη, τον οποίο θα παντρευ­τεί το 1920 στο Παρίσι.

Το 1913, μετά από από­φα­ση της Κρη­τι­κής Πολι­τεί­ας, εξε­τά­ζε­ται από την Αρσά­κειο Παι­δα­γω­γι­κή Ακα­δη­μία και ανα­γνω­ρί­ζε­ται ως διπλω­μα­τού­χος. Την επό­με­νη χρο­νιά διο­ρί­ζε­ται για πρώ­τη φορά δασκά­λα. Τότε είναι που τα βιώ­μα­τά της έγι­ναν η επι­τα­κτι­κή αφορ­μή για να ασχο­λη­θεί, από την επό­με­νη δεκα­ε­τία, με τη λογο­τε­χνία. Το 1923 δημο­σιεύ­ει το πρώ­το της διή­γη­μα με τίτλο «Ο Φραν­τζέ­σκος» στο περιο­δι­κό «Φιλι­κή Εταιρεία».

Η ένταξή της στις γραμμές του ΚΚΕ

Η Έλλη Αλε­ξί­ου θα συντα­χθεί και επί­ση­μα με την πρω­το­πο­ρία της εργα­τι­κής τάξης και το Κόμ­μα της, το ΚΚΕ, το 1928. Παρα­δί­δει το βιο­γρα­φι­κό της στον ήρωα μάρ­τυ­ρα του Κόμ­μα­τος και του λαϊ­κού μας κινή­μα­τος, Νίκο Πλουμπίδη.

Η έντα­ξή της στο ΚΚΕ υπήρ­ξε αιτία πολ­λών ταλαι­πω­ριών και διώ­ξε­ων, οι πρώ­τες από τις οποί­ες ήταν οι δύο συλ­λή­ψεις της (1936, 1938) από την Ειδι­κή Ασφάλεια.

Ως δασκάλα του λαού, η Έλλη Αλεξίου παίρνει ενεργά μέρος στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ Λογοτεχνών και αναλαμβάνει τα σχολικά συσσίτια έως το 1945.

Λιγό­τε­ρο γνω­στή είναι η συμ­με­το­χή της Έλλης Αλε­ξί­ου στη δημιουρ­γία του Ύμνου του ΕΛΑΣ, αφού εκεί­νη ήταν που μετέ­φε­ρε την εντο­λή της γρα­φής του, το Μάρ­τη του 1944, στην φίλη, συνά­δελ­φο και συνα­γω­νί­στρια Σοφία Μαυ­ροει­δή-Παπα­δά­κη, παρου­σία του συν­θέ­τη του Υμνου, Νίκου Τσάκωνα.
«Τον Μάρ­τιο του 1944, ένα από­γευ­μα, ήρθε στο σπί­τι μου στην Καλ­λι­θέα ένας άγνω­στος, που μου έφε­ρε η Βού­λα Δαμια­νά­κου. Μου είπε ότι ερχό­ταν από το βου­νό κι έφερ­νε εντο­λή σε μένα, που είχα την ευθύ­νη τριών ομά­δων λογο­τε­χνών του ΕΑΜ, να γρα­φτεί απ’ τους ποι­η­τές τους ΕΑΜι­κούς ένας Υμνος για τον ΕΛΑΣ. Μου είπε όμως ότι ο Υμνος έπρε­πε να είναι έτοι­μος σε πέντε μέρες, που θα έφευ­γε πάλι για πίσω». Οταν μετά από μία μέρα οι δυο γυναί­κες συνα­ντιού­νται και κατευ­θύ­νο­νται προς το Σύνταγ­μα, η Σοφία απαγ­γέλ­λει ψιθυ­ρι­στά στο αυτί της Αλε­ξί­ου τους στί­χους του Υμνου ανά­με­σα στους Γερ­μα­νούς που κυκλο­φο­ρού­σαν στη λια­κά­δα. «Τον άκουα στην αρχή ήρε­μα, αλλά, όταν φτά­σα­με πια στην οδό Στα­δί­ου, εγώ έκλαψα»…

Το 1945 βρί­σκει την Αλε­ξί­ου να διδά­σκει στο Γυμνά­σιο Θηλέ­ων Καλ­λι­θέ­ας. Τότε απο­φα­σί­ζει να απο­δε­χτεί την υπο­τρο­φία της γαλ­λι­κής κυβέρ­νη­σης ως αντα­μοι­βή για τη συμ­με­το­χή της στον αντι­φα­σι­στι­κό αγώ­να. Κατά τη διάρ­κεια της παρα­μο­νής της εκεί, της αφαι­ρεί­ται η ελλη­νι­κή ιθα­γέ­νεια και της απα­γο­ρεύ­ε­ται η επι­στρο­φή στην Ελλάδα.

Έλλη Αλε­ξί­ου …μια βασι­λι­κή δρυς

Το διδακτικό και παιδαγωγικό έργο της στις Λαϊκές Δημοκρατίες

Η Έλλη δού­λε­ψε με τα προ­σφυ­γό­που­λα κυρί­ως στη Ρου­μα­νία, αλλά και στην Ουγ­γα­ρία. Όπως γρά­φει η ίδια, για να φιλο­ξε­νη­θεί ένας τόσο μεγά­λος αριθ­μός παι­διών έπρε­πε να παρ­θούν γεν­ναία μέτρα από την κυβέρ­νη­ση της Ρου­μα­νί­ας και να δοθεί γεν­ναία χρη­μα­το­δό­τη­ση, από μια χώρα που λίγα χρό­νια πριν είχε βγει από τον πόλε­μο και είχε και τις δικές της ανά­γκες να καλύψει.

“Ο Πρώ­τος Δάσκα­λος” του Τζιν­γκίζ Αϊτμά­τωφ Πρώ­τα χρό­νια της σοβιε­τι­κής εξου­σί­ας στην Κρι­γι­ζία, λίγο μετά το τέλος του εμφυ­λί­ου πολέμου

Aπό το 1949 έως το 1962 ανή­κε στη συντα­κτι­κή επι­τρο­πή των Αλφα­βη­τα­ρί­ων της Α’ — Ε’ τάξης (μιλά­με για 8τάξιο Δημο­τι­κό), δύο εκδό­σε­ων της Γεω­γρα­φί­ας της Ελλά­δας, καθώς και ενός Βοη­θή­μα­τος για τις Νηπια­γω­γούς. Στο διά­στη­μα αυτό, εκτός από τα βιβλία για τη διδα­σκα­λία της Γλώσ­σας και της Λογο­τε­χνί­ας, η συγ­γρα­φέ­ας ανα­φέ­ρει 29 εκδό­σεις αναγνωστικών.

Λόγω της τερά­στιας εκπαι­δευ­τι­κής και λογο­τε­χνι­κής προ­σφο­ράς της, καλεί­ται και συμ­με­τέ­χει σε τρία Διε­θνή Συνέ­δρια Ειρή­νης (1947 και 1950 — Παρί­σι και Βαρ­σο­βία αντί­στοι­χα). Ακό­μα, λαμ­βά­νει μέρος στο Συνέ­δριο των Δια­νο­ου­μέ­νων στην Πολω­νία (1948), για το Παι­δί στη Βιέν­νη (1952), για τη Νεο­ελ­λη­νι­κή Λογο­τε­χνία (Βερο­λί­νο 1957). Το 1953 συμ­με­τέ­χει στο Α’ Παγκό­σμιο Συνέ­δριο Δημο­κρα­τι­κών Γυναι­κών στην Κοπεγ­χά­γη και επι­σκέ­πτε­ται, ύστε­ρα από πρό­σκλη­ση της κυβέρ­νη­σης, τη Σοβιε­τι­κή Ενω­ση. Η επί­σκε­ψη επα­να­λαμ­βά­νε­ται το 1961, στις γιορ­τές για τον Ουκρα­νό ποι­η­τή Ταράς Σεφτσέν­κο. Αυτά για την Ελλά­δα των νικη­τών του Εμφυ­λί­ου μικρή σημα­σία είχαν. Του­να­ντί­ον, η κυβέρ­νη­ση Παπά­γου την τιμω­ρεί. Το 1952 τη δικά­ζει ερή­μην και εκδί­δο­νται παρα­πεμ­πτι­κό βού­λευ­μα και ένταλ­μα σύλ­λη­ψής της.

Η επιστροφή στην Ελλάδα

Το 1962 χάνει το προ­τε­λευ­ταίο μέλος της οικο­γέ­νειάς της. Η Γαλά­τεια σκο­τώ­νε­ται και τότε μόνο παρα­χω­ρεί­ται στην Ελλη Αλε­ξί­ου ολι­γο­ή­με­ρη άδεια να επι­στρέ­ψει στην Ελλά­δα, για να παρα­στεί στην κηδεία. Η προ­σω­ρι­νή άδεια παρα­τεί­νε­ται και η Αλε­ξί­ου μένει μόνι­μα πια στην Ελλά­δα. Την ελλη­νι­κή ιθα­γέ­νεια δεν την επα­να­κτά, παρά το 1965. Ενα χρό­νο μετά, το 1966, συλ­λαμ­βά­νε­ται και οδη­γεί­ται στο ελλη­νι­κό Άου­σβιτς, στο κολα­στή­ριο των Γυναι­κεί­ων Φυλα­κών Αβέρωφ.

Στη συνέ­χεια δικά­ζε­ται για «αντε­θνι­κή δρά­ση και προ­πα­γάν­δα». Τελι­κώς απαλ­λάσ­σε­ται από την κατη­γο­ρία, ύστε­ρα από την αντί­δρα­ση της κοι­νής γνώ­μης, αλλά και λόγω της εκπλη­κτι­κής απο­λο­γί­ας της με την οποία καταρ­ρί­πτει το γελοίο κατηγορητήριο.

Οι περι­πέ­τειες και οι διωγ­μοί της δεν στα­μα­τούν εδώ. Η αμε­ρι­κα­νό­δου­λη χού­ντα των συνταγ­μα­ταρ­χών δεν την αφή­νει σε ησυ­χία, την πιέ­ζουν να κάνει δήλω­ση, πάνε στο σπί­τι της και κάνουν έρευ­νες, παίρ­νουν χει­ρό­γρα­φα, απα­γο­ρεύ­ουν τα βιβλία της, της απα­γο­ρεύ­ουν το 1973 να ανε­βά­σει στο θέα­τρο το «Μια ημέ­ρα στο γυμνά­σιο», που ανα­φέ­ρε­ται στη σχο­λι­κή ζωή των γυμνα­σί­ων κατά την περί­ο­δο της δικτα­το­ρί­ας τού Μετα­ξά (1936 — 1941) και τελι­κά τη θέτουν σε κατ’ οίκον περιορισμό.

Από την πρώ­τη γραμ­μή, ως δια­κε­κρι­μέ­νο μέλος του ΚΚΕ, θα συμ­με­τά­σχει ενερ­γά σε όλες τις πολι­τι­κές και πνευ­μα­τι­κές εκδη­λώ­σεις του Κόμ­μα­τος, το οποίο στις εκλο­γές του 1977 την τιμά θέτο­ντάς την πρώ­τη στη λίστα των υπο­ψη­φί­ων βου­λευ­τών Επι­κρα­τεί­ας. Μέχρι το θάνα­τό της, το 1988, με λαγα­ρό και απο­κα­λυ­πτι­κό λόγο θα παρεμ­βαί­νει σε κάθε ζήτη­μα που ξυπνά μέσα της την αντίσταση.

Οι παιδαγωγικές της αντιλήψεις

Η Ελλη Αλε­ξί­ου ασπά­ζε­ται από πολύ νωρίς τις παι­δα­γω­γι­κές αντι­λή­ψεις του Δημή­τρη Γλη­νού και τον θεω­ρεί δάσκα­λό της. Υπε­ρα­σπί­ζε­ται τη Δημο­τι­κή, κατά συνέ­πεια και τη μεταρ­ρύθ­μι­ση του 1917, καθώς και την πεποί­θη­ση του δασκά­λου της, πως η εκπαι­δευ­τι­κή μεταρ­ρύθ­μι­ση δεν θα γίνει από τα πάνω, αλλά μέσα από το ίδιο το λαϊ­κό κίνη­μα και τους ίδιους τους εκπαι­δευ­τι­κούς. Οταν έκλει­σαν τα γρα­φεία του Εκπαι­δευ­τι­κού Ομί­λου το 1936, με τη δικτα­το­ρία του Μετα­ξά, οργα­νώ­νει παρά­νο­μα μαθή­μα­τα γενι­κής και ειδι­κής παι­δεί­ας στο σπί­τι της με δάσκα­λο τον Γληνό.

Αντι­με­τω­πί­ζει τα προ­βλή­μα­τα της εκπαί­δευ­σης ως κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα. Στο έργο της «Γ’ Χρι­στια­νι­κό Παρ­θε­να­γω­γείο» ανα­πα­ρι­στά το σχο­λείο ως ρεα­λι­στι­κό πεδίο ταξι­κών δια­φο­ρών. Η αντί­λη­ψή της για την Παι­δα­γω­γι­κή επι­στή­μη απο­κρυ­σταλ­λώ­νε­ται και στο βιβλίο της «Εισα­γω­γή στην Ιστο­ρία της Παι­δα­γω­γι­κής». Ο δια­λε­κτι­κός ιστο­ρι­κός υλι­σμός ως εργα­λείο ανά­λυ­σης της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας και των κοι­νω­νι­κών φαι­νο­μέ­νων δια­περ­νά αυτήν τη μελέ­τη της.

Η ερω­τι­κή νου­βέ­λα του διά­ση­μου σοβιε­τι­κού συγ­γρα­φέα Τ. Αϊτμά­τοβ, χαρα­κτη­ρί­στη­κε από το Λουί Αρα­γκόν “λογο­τε­χνι­κό δια­μά­ντι”. Πρό­κει­ται για την ιστο­ρία της όμορ­φης, δυνα­μι­κής Τζα­μι­λιά που, αδια­φο­ρώ­ντας για τις παλιές, πατριαρ­χι­κές παρα­δό­σεις του τόπου της, ακο­λου­θεί τολ­μη­ρά το δρό­μο της καρ­διάς της, βέβαιη πως κατα­κτά­ει την ευτυ­χία της. Η ηρω­ί­δα συν­δυά­ζει τη νεα­νι­κή ορμή με την όρε­ξη για δου­λειά, τη γυναι­κεία ευαι­σθη­σία με το ακα­τά­βλη­το ερω­τι­κό πάθος.

Δεν ξεχνά­ει τον παι­δα­γω­γι­κό της ρόλο και απο­τυ­πώ­νει τις παι­δα­γω­γι­κές της αρχές και στα βιβλία που γρά­φει για παι­διά όπως είναι: «Ο Χοντρού­λης και η Πηδη­χτή», «Ρωτώ και μαθαί­νω», «Τρα­γου­δώ και χορεύω», «Ήθε­λε να τη λένε κυρία».

Το τι σημαί­νει δάσκα­λος που έχει κάνει την επι­λο­γή του δίπλα στο λαό, το απέ­δει­ξε η Ελλη και στην Κατο­χή ως μαχό­με­νη εκπαι­δευ­τι­κός της Αντί­στα­σης. Συνε­χί­ζει να είναι η δασκά­λα του λαού, να καθο­δη­γεί, να δια­φω­τί­ζει και να παρα­δειγ­μα­τί­ζει τους μαθη­τές να αγω­νι­στούν. Γρά­φει Καρα­γκιό­ζη και κωμω­δί­ες που τα παρου­σί­α­ζε στα παι­διά στα συσ­σί­τια στο υπό­γειο της Πολυ­κλι­νι­κής Αθη­νών, για να τα δια­σκε­δά­ζει. Αυτό το έργο της δεν το φανέ­ρω­σε ποτέ. Το μονα­δι­κό που έχει γραμ­μέ­νο είναι το «Ο Καρα­γκιό­ζης πάει στο βουνό».

Στη «Βασι­λι­κή δρυ» η Έλλη ανα­φέ­ρε­ται στους αγώ­νες των δασκά­λων από τον Μεσο­πό­λε­μο, στη γνω­ρι­μία της με τον Δ. Γλη­νό και τις ιδέ­ες του, στη γενιά των δασκά­λων που αγω­νί­στη­κε ενά­ντια στη φασι­στι­κή κατο­χή, στα δύσκο­λα χρό­νια του Εμφυ­λί­ου. Για όλα τα παρα­πά­νω μιλά­ει με το γνω­στό λυρι­σμό ανθρω­πιάς, που, άλλω­στε, χαρα­κτη­ρί­ζει και το σύνο­λο των έργων της, στα οποία συν­δυά­ζει αυτο­βιο­γρα­φι­κά και κοι­νω­νι­κού προ­βλη­μα­τι­σμού στοι­χεία, υπο­βάλ­λο­ντας την ανά­γκη ανα­τρο­πής του σάπιου καπι­τα­λι­στι­κού συστή­μα­τος που γεν­νά τα κοι­νω­νι­κά αδιέξοδα.

Η συντρόφισσα Έλλη ανήκει
σ’ αυτό το κατακόκκινο
μέλλον για το οποίο δούλεψε

Συνο­λι­κά, το παι­δα­γω­γι­κό έργο της Ελλης Αλε­ξί­ου, όπως και το συγ­γρα­φι­κό, αντα­πο­κρι­νό­ταν στην ιδε­ο­λο­γία της, στο πώς η ίδια βλέ­πει τον ρόλο του προ­ο­δευ­τι­κού καλ­λι­τέ­χνη και δασκάλου.

Η Έλλη, που εμπνευ­σμέ­νη από το μεγά­λο κατόρ­θω­μα της και­νού­ριας χώρας των εργα­τών και των αγρο­τών, της ΕΣΣΔ, γρά­φει ότι «Και η Παι­δεία με επα­νά­στα­ση βρή­κε το δρό­μο της. Μια επα­νά­στα­ση, όπως η Οχτω­βρια­νή, που ανα­τρέ­πει από τα θεμέ­λια παμπά­λαιους θεσμούς και μπά­ζει την κοι­νω­νία σε ολό­τε­λα και­νού­ριους δρό­μους, άβα­τους και πρω­το­πά­τη­τους, φυσι­κό ήταν να δώσει και στην Παι­δεία νέους προ­σα­να­το­λι­σμούς, νέους προ­γραμ­μα­τι­σμούς», δεί­χνει και σήμε­ρα τον δρό­μο για τη ριζι­κή ανα­γέν­νη­ση της Παι­δεί­ας. Ανα­γέν­νη­ση που δεν μπο­ρεί να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί παρά μόνο μέσα και μαζί με τη σοσια­λι­στι­κή ανα­συ­γκρό­τη­ση της κοινωνίας.

Ο ταξι­κός χαρα­κτή­ρας της Εκπαί­δευ­σης, το «νέο σχο­λείο» του αντα­γω­νι­σμού και της ημι­μά­θειας, προ­σαρ­μο­σμέ­νο στις επι­τα­γές του κεφα­λαί­ου, είναι το ίδιο αστι­κό σχο­λείο που η συντρό­φισ­σα Ελλη κατήγ­γει­λε μέσα από το έργο της και τη δρά­ση της, προ­βάλ­λο­ντας «αδια­λεί­πτως το αίτη­μα για μια ανθρώ­πι­νη ζωή, καταγ­γέλ­λο­ντας και φέρ­νο­ντας στο φως περι­πτώ­σεις κοι­νω­νι­κής αδι­κί­ας». «Τα παι­διά», που η Αλε­ξί­ου ένιω­θε «σα να την τρα­βού­σαν από το φόρε­μα και απαι­τού­σαν να ζητή­σει το δίκιο τους» και εκεί­νη «δεν μπο­ρού­σε να επι­κα­λε­στεί το ανεύ­θυ­νο της άγνοιας», είναι τα ίδια που ο σημε­ρι­νός δάσκα­λος πρέ­πει να υπε­ρα­σπι­στεί, όταν ο λαός αντι­με­τω­πί­ζει πρό­βλη­μα επι­βί­ω­σης, όταν στα σχο­λεία εμφα­νί­ζο­νται φαι­νό­με­να υπο­σι­τι­σμού, όταν στα σπί­τια της λαϊ­κής οικο­γέ­νειας δεν υπάρ­χει ρεύ­μα για να δια­βά­σουν τα παι­διά της, όταν δεν υπάρ­χει θέρ­μαν­ση στα σχο­λεία και στα σπί­τια. Είναι τα παι­διά των μετα­να­στών. Είναι τα κυνη­γη­μέ­να παι­διά των πολέμων.

Αναντικατάστατη η διαχρονική προσφορά του ΚΚΕ
στον αγώνα του λαού για το δικαίωμα στη μόρφωση

Το νήμα της σκέ­ψης της Ελλης Αλε­ξί­ου και των άλλων κομ­μου­νι­στών δια­νο­ου­μέ­νων ξεκι­νά από πολύ μακριά και φτά­νει πολύ μακριά. Το ΚΚΕ, συνε­χί­ζο­ντας πάντα κάτω από τις ίδιες σημαί­ες και πάντα κάτω από τον ίδιο σκο­πό, μελε­τώ­ντας συνε­χώς τις εξε­λί­ξεις, δια­μορ­φώ­νει σήμε­ρα την πρό­τα­σή του για τη μόρ­φω­ση και τη δια­παι­δα­γώ­γη­ση των παι­διών, των νέων, η οποία πατά­ει στις σύγ­χρο­νες δυνα­τό­τη­τες και ανά­γκες, απα­ντά στα εργα­τι­κά — λαϊ­κά συμφέροντα.

Η λύση που προ­τεί­νει το ΚΚΕ, η νέα προ­ο­πτι­κή, ο σοσια­λι­σμός, ενά­ντια σε ένα ξεπε­ρα­σμέ­νο σύστη­μα, τον καπι­τα­λι­σμό, που στον 21ο αιώ­να, παρά τα επι­τεύγ­μα­τα της επι­στή­μης και της τεχνο­λο­γί­ας, κατα­δι­κά­ζει τους εργα­ζό­με­νους, τους λαούς να ζουν με τον εφιάλ­τη της ανερ­γί­ας, της φτώ­χειας, των πολέ­μων, είναι επί­και­ρη και ανα­γκαία όσο ποτέ.

Η ευτυ­χία μου είναι το Κόμ­μα μου!
ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ _Μια φωτι­σμέ­νη και πολύ­πλευ­ρη προσωπικότητα
με πολύ­τι­μο λογο­τε­χνι­κό και παι­δα­γω­γι­κό έργο

Απο­σπά­σμα­τα από την ομι­λία της Ελέ­νης Μηλια­ρο­νι­κο­λά­κη, στην εκδή­λω­ση για την κομ­μου­νί­στρια λογο­τέ­χνη _ Μια ενδια­φέ­ρου­σα εκδή­λω­ση, αφιε­ρω­μέ­νη στην κομ­μου­νί­στρια λογο­τέ­χνη Έλλη Αλε­ξί­ου 21-Σεπ-2018 στο Στέ­κι Πολι­τι­σμού του Φεστι­βάλ ΚΝΕ-ΟΔΗΓΗΤΗ, με ομι­λή­τρια την Ελέ­νη Μηλια­ρο­νι­κο­λά­κη, μέλος της ΚΕ και υπεύ­θυ­νη του Τμή­μα­τος Πολι­τι­σμού της ΚΕ του ΚΚΕ.

«Όσο είναι κανέ­νας μικρός, θαρ­ρεί πως αν δεν ορί­ζει τίπο­τα, πως αν δεν εξου­σιά­ζει κανέ­να κέφι του μέσα στη ζωή, φταί­ει που είναι μικρός. Και λοι­πόν λαχτα­ρά­ει πότε να μεγα­λώ­σει. Για­τί μόλις μεγα­λώ­σει, ε, τότε πια θα κάνει εκεί­νο που θέλει, θα κάνει ό,τι του αρέ­σει, δίχως να ‘χει να δώσει λόγο που­θε­νά. Για­τί οι μεγά­λοι είναι αυτεξούσιοι.
Μεγα­λώ­νει ωστό­σο με τον και­ρό, φοραί­νει μακρυά, παύ­ει πια να παί­ζει βώλους στο δρό­μο, κάπο­τε αρχί­ζει να βγά­νει και το ψωμί του με τον κόπο του. Μα άμα στα­θεί κι ανα­με­τρή­σει, τα μπρος και τα πίσω, βλέ­πει πως και πάλι άλλοι τον ορί­ζου­νε μέσα στη ζωή. Κατα­λα­βαί­νει πως και μεγά­λος που γίνη­κε δε βγαί­νει τίπο­τε. Δεν ήτα­νε αυτό το μυστι­κό. Αυτός σχε­δί­α­ζε άλλα με την καρ­διά του, είχε βάλει σημά­δι και τρα­βού­σε ένα δρό­μο, που πήγαι­νε προς την ανα­το­λή, και μια στιγ­μή βρέ­θη­κε μπερ­δε­μέ­νος να τον τρα­βούν αγύ­ρι­στα κατά τη δύση.
Μα το παρά­ξε­νο δεν είναι τούτο…
Το παρά­ξε­νο είναι άλλο. Ναι! το πολύ παρά­ξε­νο είναι πως κεί­νο το δρό­μο που ανοί­χτη­κε απ’ άλλων μοί­ρες μπρο­στά του, τον ακο­λου­θεί σαν ιεραπόστολος…
Βλέ­που­νε οι άλλοι την αφο­σί­ω­ση τού­τη και λεν:
Τι ωραία, μπρά­βο. Εσύ ήσουν γεν­νη­μέ­νος γι’ αυτή τη δου­λειά. Και σε μακα­ρί­ζουν που σου ήρθα­νε βολι­κά τα πρά­μα­τα στη ζωή, ν’ ακο­λου­θή­σεις την κλί­ση σου
».

Με το από­σπα­σμα αυτό ξεκι­νά το δεύ­τε­ρο έργο της Ελλης Αλε­ξί­ου, το πασί­γνω­στο και από την ομώ­νυ­μη τηλε­ο­πτι­κή σει­ρά μυθι­στό­ρη­μά της «Γ’ Χρι­στια­νι­κόν Παρ­θε­να­γω­γεί­ον», που κυκλο­φό­ρη­σε το 1934. Το δια­λέ­ξα­με για­τί αντι­προ­σω­πεύ­ει την πεμ­πτου­σία της πολύ­πλευ­ρης δρα­στη­ριό­τη­τάς της — λογο­τε­χνι­κής, παι­δα­γω­γι­κής, κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κής — που είναι τού­τη: Να διε­γεί­ρει το «καλο­κά­γα­θο κοι­μι­σμέ­νο κοπά­δι προ­βά­των» — όπως απο­κα­λεί τους εργα­τι­κούς, λαϊ­κούς ανθρώ­πους — μα πάνω απ’ όλα να τους δεί­ξει το δρό­μο για να μπο­ρούν να ορί­ζουν οι ίδιοι τη ζωή τους, τόσο στον κοι­νω­νι­κό — συλ­λο­γι­κό στί­βο, όσο και στον προ­σω­πι­κό, καθώς ο πρώ­τος δεν περι­λαμ­βά­νει πάντα τον δεύτερο.

Να συλλάβουμε το νόημα της ζωής

Η Έλλη Αλε­ξί­ου έγι­νε μέλος του ΚΚΕ το καλο­καί­ρι του 1928, παρα­δί­νο­ντας το βιο­γρα­φι­κό της στον Νίκο Πλου­μπί­δη και έμει­νε ακλό­νη­τη μέχρι το τέλος. «Μα μήπως το σκέ­φτε­σαι πρω­τύ­τε­ρα για να πας στη βρύ­ση να πιεις νερό, άμα διψάς;», είχε δηλώ­σει σε συνέ­ντευ­ξή της το 1980. Στο πολύ­το­μο πεζο­γρα­φι­κό έργο της συγ­χω­νεύ­ει δύο βασι­κές δια­στά­σεις: Ο άνθρω­πος αντι­μέ­τω­πος με τις αντα­να­κλά­σεις των καπι­τα­λι­στι­κών σχέ­σε­ων παρα­γω­γής στις κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις του, αλλά και ο άνθρω­πος αντι­μέ­τω­πος με τις υπαρ­ξια­κές αγω­νί­ες του, τελι­κά ο άνθρω­πος αντι­μέ­τω­πος με τον εξω­τε­ρι­κό και τον εσω­τε­ρι­κό του εχθρό.

Σαν από­σταγ­μα πλού­σιας εμπει­ρί­ας από τη ζωή και βαθύ­τε­ρου συλ­λο­γι­σμού, το έργο της Αλε­ξί­ου δε μας προ­σφέ­ρει μόνο την ικα­νο­ποί­η­ση της καλής λογο­τε­χνί­ας, αλλά πάνω απ’ όλα μια σοφία για να πορευ­τού­με εμπνευ­σμέ­να στη ζωή, να συλ­λά­βου­με το νόη­μά της. Παρό­τι οι κατα­στά­σεις που προ­βάλ­λο­νται στα έργα της έχουν αλλά­ξει στις μέρες μας μορ­φή, ο χρό­νος στέ­κε­ται ανί­κα­νος να κατε­δα­φί­σει την αξία τους, για­τί τα μηνύ­μα­τά τους έχουν καθο­λι­κό­τε­ρη σημα­σία. Απο­τε­λούν γνώ­ση πολύ­τι­μη, που δύσκο­λα μπο­ρεί να αντλη­θεί μόνο από τα προ­σω­πι­κά μας βιώ­μα­τα. Με άλλα λόγια, τα έργα της αξί­ζει ανε­πι­φύ­λα­κτα να μελε­τη­θούν και όχι απλά να δια­βα­στούν, ειδι­κά από τους νέους ανθρώ­πους.

Άλλω­στε, τα κοι­νω­νι­κά — πολι­τι­κά, αλλά και προ­σω­πι­κά βιώ­μα­τα της Αλε­ξί­ου μέσα στη δίνη του πολυ­τά­ρα­χου 20ού αιώ­να δεν είναι και από τα πιο συνηθισμένα.

Προ­ερ­χό­με­νη από μια ανώ­τε­ρη μεσο­α­στι­κή οικο­γέ­νεια του Ηρα­κλεί­ου της Κρή­της, με υψη­λό μορ­φω­τι­κό επί­πε­δο για τα δεδο­μέ­να όχι μόνο εκεί­νου του και­ρού, αγά­πη­σε από την παι­δι­κή ηλι­κία τις τέχνες και τα γράμ­μα­τα. Ο πατέ­ρας της, εκδό­της και μελε­τη­τής, υπήρ­ξε μια πνευ­μα­τι­κή φυσιο­γνω­μία του Ηρα­κλεί­ου. Η μητέ­ρα της ήταν ευαί­σθη­τη και σιω­πη­λή. Οι δύο αδερ­φοί της, Ραδά­μαν­θυς και Λευ­τέ­ρης, είχαν ιδιαί­τε­ρες επι­δό­σεις στη μου­σι­κή — ο δεύ­τε­ρος και στην ποί­η­ση — ενώ η μεγα­λύ­τε­ρη κατά δεκα­τρία χρό­νια αδερ­φή της, η τολ­μη­ρή και δυνα­μι­κή Γαλά­τεια, μετέ­πει­τα Καζαν­τζά­κη, ήταν η πρώ­τη κομ­μου­νί­στρια λογο­τέ­χνι­δα, αυτή που τάρα­ξε τα νερά της επαρ­χιώ­τι­κης κοι­νω­νί­ας, αλλά και του ρομα­ντι­σμού με το πρώ­ι­μα ρεα­λι­στι­κό και κοι­νω­νι­κό έργο της. Να μια χαρα­κτη­ρι­στι­κή στιγ­μή γύρω από το οικο­γε­νεια­κό τρα­πέ­ζι, όπως μας την αφη­γεί­ται η Αλεξίου:

«Η Γαλά­τεια έτρω­γε με κατα­πλη­κτι­κή ταχύ­τη­τα και σε συνέ­χεια, εμείς ακό­μα τρώ­γα­με, μας διά­βα­ζε ποι­κί­λα κεί­με­να και δημιουρ­γού­σε ατμό­σφαι­ρα μεγά­λης συγκί­νη­σης, σχε­δόν διδα­σκα­λί­ας. Μου μένει ζωντα­νή ακό­μη η εικό­να, όλων των ματιών της οικο­γέ­νειας να είναι δακρυ­σμέ­να. Από μικρό παι­δί μεγά­λω­να σε ένα τέτοιο πανε­πι­στή­μιο, ήταν δάσκα­λοι υπερευαισθησίας».

Αυτό με έμπασε στις μεγάλες αλήθειες, τις κοινωνικές…

Γρή­γο­ρα, όμως, μετά την απο­φοί­τη­σή της από το Διδα­σκα­λείο του Ηρα­κλεί­ου και την ανα­γνώ­ρι­σή της ως διπλω­μα­τού­χου του Αρσα­κεί­ου, ήρθε ο και­ρός να φοι­τή­σει στο… πανε­πι­στή­μιο, το πανε­πι­στή­μιο της ζωής, με το διο­ρι­σμό της το 1914 στο Γ΄ Χρι­στια­νι­κόν Παρ­θε­να­γω­γεί­ον. «Η νέα κοπέ­λα με το διο­ρι­σμό της, χωρίς να το κατα­λά­βει, πέρα­σε σιγά σιγά από τα όνει­ρα της μικρο­α­στής, το πιά­νο, τα γαλ­λι­κά, τη ζωγρα­φι­κή, τις γού­νες, τη θέση στην καλή κοι­νω­νία, στο μεγά­λο έρω­τα της ανθρω­πιάς, της δημιουρ­γί­ας, του χρέ­ους», όπως σημειώ­νει η συμπα­τριώ­τισ­σα και επι­στή­θια φίλη της, ποι­ή­τρια και δημιουρ­γός του ύμνου του ΕΛΑΣ, Σοφία Μαυ­ροει­δή — Παπα­δά­κη. Το Γ΄ Χρι­στια­νι­κόν Παρ­θε­να­γω­γεί­ον, παρά τον ηχη­ρό τίτλο του, ήταν ένα παρα­με­λη­μέ­νο σχο­λείο σε ένα φτω­χο­μα­χα­λά του Ηρα­κλεί­ου, απο­κα­λού­με­νο και ψωρο­σκο­λειό, εξαι­τί­ας των πάμ­φτω­χων και κατα­φρο­νε­μέ­νων μαθη­τών του. Κι όμως, σ’ αυτό το μίζε­ρο περι­βάλ­λον η Ελλη βρή­κε τον εαυ­τό της…

«Το αγά­πη­σα το Παρ­θε­να­γω­γείο. Δεν ήμουν εγώ ο δικός του δάσκα­λος, έγι­νε αυτό ο δικός μου. Αυτό με έμπα­σε στις μεγά­λες αλή­θειες, τις κοι­νω­νι­κές. Μου έδει­ξε ότι υπάρ­χει αυτή η άγια φτώ­χεια. Την αγά­πη­σα, εμα­θή­τευ­σα σε μια σχο­λή που με έκα­νε να αγα­πή­σω το σοσια­λι­σμό και συμ­μά­χη­σα για πάντα σ’ όλη μου τη ζωή με τα μαθή­μα­τα που πήρα στο Γ’ Χρι­στια­νι­κόν Παρ­θε­να­γω­γεί­ον», δηλώ­νει η Αλε­ξί­ου σε συνέ­ντευ­ξή της στον «Ριζο­σπά­στη»…
Απλά, με αμε­σό­τη­τα, χωρίς πάθος, χωρίς ούτε ένα σημά­δι στόμ­φου ή κηρυγ­μα­τι­κής πρό­θε­σης, η Αλε­ξί­ου μέσα από το σχο­λείο ανα­πτύσ­σει το θέμα της ταξι­κής ανι­σό­τη­τας στον καπι­τα­λι­σμό με πρώ­τα θύμα­τα τα παιδιά.

Η καταγ­γε­λία της βαρ­βα­ρό­τη­τας του καπι­τα­λι­σμού μέσα από το μαρ­τύ­ριο, τις στε­ρή­σεις, τις αρρώ­στιες των μικρών αυτών υπάρ­ξε­ων, ο αγώ­νας ο δικός τους, αλλά και της οικο­γέ­νειάς τους για μια θέση στον ήλιο απο­τε­λούν το περιε­χό­με­νο και του πρώ­του βιβλί­ου της Ελλης Αλε­ξί­ου, τη συλ­λο­γή των διη­γη­μά­των «Σκλη­ροί αγώ­νες για μικρή ζωή», βασι­σμέ­νη κύρια σε βιώ­μα­τα από το ορφα­νο­τρο­φείο του Φαλή­ρου, όπου δίδα­ξε αργό­τε­ρα για μια δεκαετία…
Με μόνη την ανθρω­πιά, την αγά­πη και την τρυ­φε­ρό­τη­τα, χωρίς κατάλ­λη­λα παι­δα­γω­γι­κά εργα­λεία, δε θα μπο­ρού­σε ασφα­λώς η Αλε­ξί­ου να ανα­δει­χθεί σε μια από τις πιο χαρι­σμα­τι­κές δασκά­λες του και­ρού της. Ετσι, μεγά­λο ενδια­φέ­ρον παρου­σιά­ζουν και οι πρω­το­πό­ρες παι­δα­γω­γι­κές από­ψεις και πρα­κτι­κές της, όπως προ­βάλ­λο­νται μέσα από τα δύο αυτά βαρυ­σή­μα­ντα έργα της, που την αφε­τη­ρία τους έχουν στη διδα­σκα­λία του Δημή­τρη Γλη­νού.

Η Αλε­ξί­ου δεν κρα­τά βέρ­γα και δε δέρ­νει τα παι­διά, δεν τα διώ­χνει από το σχο­λείο όταν είναι βρώ­μι­κα, αλλά τα ξεψει­ρί­ζει και τα πλέ­νει, δεν τα περιο­ρί­ζει στους τέσ­σε­ρις τοί­χους της τάξης, αλλά τα πηγαί­νει να γνω­ρί­σουν τη γει­το­νιά τους, να παί­ξουν στη θάλασ­σα, να χαρούν την εξο­χή, με άλλα λόγια συν­δέ­ει το σχο­λείο με τη ζωή για να βγά­λει ελεύ­θε­ρους ανθρώ­πους κι όχι γαϊ­δού­ρια για το μαγκα­νο­πή­γα­δο. Και το σπου­δαιό­τε­ρο, η τέλεια τάξη για την Αλε­ξί­ου είναι αυτή που όλα γενι­κά τα παι­διά προ­ο­δεύ­ουν μέσα από την κοι­νή προ­σπά­θεια, τη συμπα­ρά­στα­ση, την αλλη­λο­βο­ή­θεια, η τάξη που δεν έχει κανέ­ναν απορ­ρι­φθέ­ντα και όχι αυτή που ανέ­δει­ξε επι­τυ­χό­ντες στο πανε­πι­στή­μιο. Αυτός δεν είναι άλλω­στε ο στό­χος της σοσια­λι­στι­κής παιδαγωγικής;

Οι καπιταλιστικές αντιφάσεις
καθρεφτίζονται στις κοινωνικές σχέσεις

Το αντι­κα­θρέ­φτι­σμα των καπι­τα­λι­στι­κών αντι­φά­σε­ων στις διά­φο­ρες μορ­φές των κοι­νω­νι­κών σχέ­σε­ων απα­σχο­λεί το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος στις συλ­λο­γές των διη­γη­μά­των της, στα οποία η ίδια είχε ιδιαί­τε­ρη αδυ­να­μία (συλ­λο­γές «Υπο­λείμ­μα­τα Επαγ­γέλ­μα­τος», «Ανα­χω­ρή­σεις και Μεταλ­λα­γές», «Μυστή­ρια», «Προ­σο­χή συνάν­θρω­ποι!») ενώ μονο­πω­λούν και το περιε­χό­με­νο του δεύ­τε­ρου μυθι­στο­ρή­μα­τός της «Λού­μπεν», που εκδό­θη­κε το 1944 απη­χώ­ντας και προ­σω­πι­κά βιώ­μα­τα από το γάμο της με τον λογο­τέ­χνη Βάσο Δασκαλάκη…

Οι σπου­δαί­ες συγ­γρα­φι­κές αρε­τές ακο­λου­θούν την Αλε­ξί­ου και σ’ αυτό το έργο. Με μονα­δι­κή ευγέ­νεια ψυχής, χωρίς ίχνος πάθους, που θα μπο­ρού­σε να δικαιο­λο­γη­θεί και από το δια­ζύ­γιό της με τον Δασκα­λά­κη το 1938, κινη­το­ποιεί μέσα από το συναί­σθη­μα και τη συγκί­νη­ση τη σκέ­ψη του ανα­γνώ­στη για να αφο­μοιω­θεί βαθύ­τε­ρα ένα ακό­μη από τα συμπε­ρά­σμα­τα της πάμπλου­της σε εμπει­ρί­ες ζωής της: Πως, δηλα­δή, η υπέρ­με­τρη αγά­πη και η δίχως όρια αφο­σί­ω­ση βλάπτουν.

Ενα πολύ ενδια­φέ­ρον ωστό­σο γι’ αυτό το μυθι­στό­ρη­μα ερώ­τη­μα δημιουρ­γεί­ται κιό­λας από τον τίτλο του: “Λού­μπεν”. Το πρώ­το που θα σκε­φθεί κανείς είναι μήπως ο τίτλος αυτός ακυ­ρώ­νει όσα παρα­πά­νω ειπώ­θη­καν για την ψυχι­κή ανω­τε­ρό­τη­τα της λογο­τέ­χνι­δας; Οπως, όμως, μας πλη­ρο­φο­ρεί ο Τάκης Αδά­μος, κομ­μου­νι­στής λογο­τέ­χνης κι αυτός, ο χαρα­κτη­ρι­σμός ανα­φέ­ρε­ται στην ηρω­ί­δα της. Και δεν μπο­ρεί παρά να είναι αλή­θεια, για­τί επι­δί­ω­ξη της Αλε­ξί­ου είναι να μας υπο­βά­λει το συμπέ­ρα­σμα πως η υπερ­βο­λι­κή αγά­πη κατα­στρέ­φει τόσο εκεί­νους που τη δίνουν αλό­γι­στα, μετα­τρέ­πο­ντάς τους σε υπο­ζύ­για και ψυχι­κά κου­ρέ­λια, όσο και τους απο­δέ­κτες της, αφού τους κακο­μα­θαί­νει και τελι­κά τους δια­φθεί­ρει τρο­φο­δο­τώ­ντας τους με υπέρ­με­τρο, τυραν­νι­κό εγω­κε­ντρι­σμό και σκλη­ρό­τη­τα. Με λίγα λόγια, πραγ­μα­τι­κά η ηρω­ί­δα είναι η Λού­μπεν — «εγώ φταίω» λέει μάλι­στα στο τέλος του έργου — όχι μόνο για­τί δε στά­θη­κε η ίδια στο ύψος της, αλλά και για­τί διό­γκω­σε με τη στά­ση της την απο­κτη­μέ­νη στον αγώ­να για την επι­βί­ω­ση σκλη­ρό­τη­τα και τον εγω­ι­σμό του άντρα της, δια­μορ­φώ­νο­ντας μαζί με τον εαυ­τό της κι ένα ακό­μη άτο­μο αρνη­τι­κό για την κοινωνία.

Στο διά­στη­μα της συγ­γρα­φής των παρα­πά­νω έργων μεσο­λά­βη­σε η δικτα­το­ρία του Μετα­ξά. Η Ελλη Αλε­ξί­ου, καθώς δεν έκρυ­βε τις ιδέ­ες της, συνε­λή­φθη δύο φορές από την Ειδι­κή Ασφά­λεια του Μανια­δά­κη και στη συνέ­χεια τέθη­κε σε παρακολούθηση.

Η ζωή πάντα της έδειχνε το δρόμο…

Το διά­στη­μα 1940 — 1945, ζώντας πια μόνη στην Καλ­λι­θέα, ανέ­λα­βε τα σχο­λι­κά συσ­σί­τια κατο­χής. Την ίδια περί­ο­δο πήρε ενερ­γά μέρος στην Εθνι­κή Αντί­στα­ση μέσα από τις γραμ­μές του ΕΑΜ Λογο­τε­χνών με την ιδιό­τη­τα του γραμ­μα­τέα σε τρεις ομά­δες. Μετά την απε­λευ­θέ­ρω­ση, το 1945, έφυ­γε στο Παρί­σι ως υπό­τρο­φος της γαλ­λι­κής κυβέρ­νη­σης για την αντι­στα­σια­κή δρά­ση της. Παρα­κο­λού­θη­σε μαθή­μα­τα στο Πανε­πι­στή­μιο της Σορ­βό­νης και εργά­στη­κε ως εκπαι­δευ­τι­κός. Στο μετα­ξύ, το 1948, η ελλη­νι­κή κυβέρ­νη­ση της στέ­ρη­σε την ιθα­γέ­νεια. Την ίδια χρο­νιά όμως η ΚΕ του ΚΚΕ ίδρυ­σε την Επι­τρο­πή Βοή­θειας στο Παι­δί (ΕΒΟΠ), που μέσα στο στρό­βι­λο του αγώ­να του ΔΣΕ είχε ανα­λά­βει τη μετα­φο­ρά, εγκα­τά­στα­ση και οργά­νω­ση της ζωής των Ελλη­νό­που­λων στις Λαϊ­κές Δημο­κρα­τί­ες. Ετσι, το 1949 καλέ­στη­κε η Ελλη Αλε­ξί­ου να συμ­βά­λει στην εκπαί­δευ­σή τους.

Χωρίς καθό­λου να το σκε­φτεί — παρό­τι από την πλευ­ρά της Γαλ­λί­ας τής δηλώ­θη­κε ρητά ότι θα της απα­γο­ρευ­τεί η επι­στρο­φή της — πήγε στη Ρου­μα­νία και ένα διά­στη­μα στην Ουγ­γα­ρία, όπου έδω­σε τον καλύ­τε­ρό της εαυ­τό στην εκπαί­δευ­ση των παι­διών, στην επι­μόρ­φω­ση των δασκά­λων τους, στη συγ­γρα­φή νέων ανα­γνω­στι­κών, στην επι­λο­γή λογο­τε­χνι­κών κει­μέ­νων για τα βιβλία τους, που δε θα μπο­ρού­σε να παρα­μεί­νουν τα ίδια με εκεί­να που διδά­σκο­νταν στην Ελλά­δα. Παράλ­λη­λα, έκα­νε σει­ρά εκπο­μπών από τους σταθ­μούς του Κόμ­μα­τος στις σοσια­λι­στι­κές χώρες που απευ­θύ­νο­νταν σε ελλη­νι­κό ακρο­α­τή­ριο, στις οποί­ες μιλού­σε για τα προ­βλή­μα­τα των μαθη­τών και εκπαι­δευ­τι­κών στην Ελλά­δα, παρου­σί­α­ζε λογο­τέ­χνες και εγκα­λού­σε τους Έλλη­νες δια­νο­ού­με­νους — και μάλι­στα ονο­μα­στι­κά — για­τί δε δια­μαρ­τύ­ρο­νταν για τον εγκλει­σμό των ομο­τέ­χνων τους στα στρα­τό­πε­δα εξο­ρί­ας και τις φυλα­κές. Λόγω της μεγά­λης εκπαι­δευ­τι­κής και λογο­τε­χνι­κής προ­σφο­ράς της κλή­θη­κε να συμ­με­τά­σχει σε πολ­λά συνέ­δρια για το παι­δί, τη νεο­ελ­λη­νι­κή λογο­τε­χνία, συνέ­δριο των δια­νο­ού­με­νων στην Πολω­νία και τρεις φορές σε Διε­θνή Συνέ­δρια για την ειρή­νη. Η Ελλά­δα την τίμη­σε κι αυτήν, κατα­δι­κά­ζο­ντάς την το 1952 ερή­μην και εκδί­δο­ντας ένταλ­μα σύλ­λη­ψής της.

Με τις χορδές της λύρας μου προτού τους ιστορήσω…

Κι επει­δή σ’ όλη τη λογο­τε­χνι­κή δια­δρο­μή της η ζωή πάντα της έδει­χνε το δρό­μο, έτσι έγι­νε και στα θυελ­λώ­δη αυτά χρό­νια. Η πένα της την περί­ο­δο της ανα­γκα­στι­κής υπε­ρο­ρί­ας στρα­τεύ­ε­ται ανοι­χτά στην υπε­ρά­σπι­ση της κομ­μου­νι­στι­κής ιδε­ο­λο­γί­ας και της πάλης που έδω­σε και εξα­κο­λου­θού­σε να δίνει το Κόμ­μα μας στην Ελλά­δα και στις χώρες του σοσια­λι­σμού.

Το μυθι­στό­ρη­μά της «Παρα­πό­τα­μοι», 1956, ξεκι­νά με τους αγώ­νες των Κρη­τι­κών για απε­λευ­θέ­ρω­ση από τους Τούρ­κους και στη συνέ­χεια περ­νά στη δρά­ση μιας ομά­δας αντι­στα­σια­κών στην Καλ­λι­θέα ενά­ντια στους ναζί. Αν και δεν απο­φεύ­γει την παγί­δα της εξι­δα­νί­κευ­σης του αγώ­να, ο μύθος ξετυ­λί­γε­ται γύρω από μια ενδια­φέ­ρου­σα κεντρι­κή ιδέα, όπως κι η ίδια τη δια­τυ­πώ­νει: Το ποτά­μι του ξεση­κω­μού πλα­ταί­νουν στη δια­δρο­μή του πλή­θος παρα­πό­τα­μοι που φου­σκώ­νουν έως τη νίκη και την απε­λευ­θέ­ρω­ση. Σε μια από τις τελευ­ταί­ες σκη­νές του έργου, που πραγ­μα­το­ποιεί­ται στην πλα­τεία Συντάγ­μα­τος λίγο πριν ξεκι­νή­σουν τα Δεκεμ­βρια­νά, καθώς εκεί απο­κα­λύ­πτει πως το ποτά­μι είναι τελι­κά ο ταξι­κός αγώ­νας για την εξου­σία της εργα­τι­κής τάξης. Ολοι οι άλλοι μέχρι τότε ήταν παρα­πό­τα­μοι

Η εισα­γω­γή μας στο επό­με­νο μυθι­στό­ρη­μα, «Με τη Λύρα», 1959, γίνε­ται μέσα από το σπι­τι­κό ενός φτω­χού λυρά­ρη και απλώ­νε­ται — με σελί­δες μιας εξαι­ρε­τι­κής ηθο­γρα­φί­ας — σε ένα κρη­τι­κό χωριό εκεί­νου του και­ρού. Το σπι­τι­κό αυτό συν­δέ­ε­ται με την αντί­στα­ση και με τον κατα­τρεγ­μό και τις διώ­ξεις των αγω­νι­στών της, που τους συνα­ντά­με στη συνέ­χεια ως μαχη­τές του ΔΣΕ.

«“Σύντρο­φοι!” άρχι­σε ο μπαρ­μπα — Γιώρ­γης. Αυτό είπε μόνο. Και ύστε­ρα σα να ‘σπα­σε η φωνή του. Δεν μπο­ρού­σε να πει παρα­κά­τω. Ο Διπλά­ρης γύρι­σε το κεφά­λι του κατά πέρα. Το ίδιο κι ο Ηλιά­δης. Κ’ οι γυναί­κες είπαν με τρε­μά­με­να χείλια:
“Κλαί­νε οι ταξίαρχοι”.
“Σύντρο­φοι”, ξανά­πε ο μπαρ­μπα — Γιώρ­γης, και λες και πισω­πά­τη­σε για να πάρει φόρα. Υστε­ρα πήρε μια βαθιά ανα­πνοή: “Νικη­θή­κα­με, σύντρο­φοι… Στα­μα­τά­ει ο ένο­πλος αγώ­νας… Ο πόλε­μος τέλειω­σε… Βίτσι και Γράμ­μος δεν υπάρ­χου­νε πια… Ξανα­πή­ρε ανα­πνοή. Πήρα­με εντο­λή να συμπτυχθούμε…”.
Μα στά­σου! στά­σου Χάρο­ντα, θέλω να σε ρωτήσω
για ένα κορ­μά­κι λυγε­ρό… πες μου πως στέ­κει πίσω…
το πιο καλό, το πιο όμορ­φο, το πλέ­ον αντρειωμένο…
Πες μου γλυ­κέ μου Χάρο­ντα: δεν είναι σκοτωμένο”.

Μα δε μ’ απο­λο­γή­θη­κεν… Με κοί­τα­ξε κι εχάθη
κι ένιω­σα πόνο αβά­στα­χτο μες στης καρ­διάς τα βάθη.
Μαζεύ­τη­κάν μου στην ψυχή καη­μοί, κι όλο πληθαίνουν,
και των χει­λιών τ’ ακρό­γυ­ρο στέ­κου­νται κι αναμένουν.

Και μη με πάρεις, Χάρο­ντα, προ­τού τους τραγουδήσω,
με τις χορ­δές της λύρας μου προ­τού τους ιστο­ρή­σω…»
.

Όλο το δεύ­τε­ρο μέρος του μυθι­στο­ρή­μα­τος, δια­πο­τι­σμέ­νο από ένα αίσθη­μα νοσταλ­γί­ας, είναι αφιε­ρω­μέ­νο στην πολι­τι­κή προσφυγιά…

Σε αρκε­τά έργα της Αλε­ξί­ου, όπως και σ’ αυτό, γίνε­ται φανε­ρό πως ως κομου­νί­στρια δε συνή­θι­ζε να σκε­πά­ζει κατα­στά­σεις. Έλε­γε θαρ­ρε­τά τη γνώ­μη της. Όταν έγρα­φε δεν ξεχνού­σε ποτέ πως ήταν δασκά­λα και πως με τα έργα της έπρε­πε να δια­παι­δα­γω­γεί έναν και­νούρ­γιο άνθρω­πο. Η λογο­τε­χνία είναι διδα­κτέα ύλη, έλε­γε και η παι­δα­γω­γι­κή της ιδιό­τη­τα ήταν χωνε­μέ­νη στο λογο­τε­χνι­κό της έργο. Δεν πρέ­πει έτσι να μας ξαφ­νιά­ζει ότι στο μυθι­στό­ρη­μα αυτό είναι αδέ­κα­στη απέ­να­ντι σε φαι­νό­με­να αρνη­τι­κά στην ομά­δα των πολι­τι­κών προσφύγων…

Το 1961 η Έλλη Αλε­ξί­ου συνα­ντή­θη­κε μετά από πολ­λά χρό­νια με την αδερ­φή της Γαλά­τεια, που την επι­σκέ­φτη­κε με τον σύζυ­γό της Μάρ­κο Αυγέ­ρη. Τον επό­με­νο χρό­νο η Γαλά­τεια σκο­τώ­θη­κε σε αυτο­κι­νη­τι­κό δυστύ­χη­μα και μόνο τότε δόθη­κε ολι­γο­ή­με­ρη άδεια στην αδερ­φή της Ελλη να επι­στρέ­ψει στην Ελλά­δα για να παρα­βρε­θεί στην κηδεία. Η συλ­λο­γή διη­γη­μά­των «Σπον­δή», μαζί με τη βιο­γρα­φία του Καζαν­τζά­κη «Για να γίνει μεγά­λος», και τα «Από πολύ κοντά» και «Λού­μπεν», όπου αντλεί από τον εαυ­τό της, παίρ­νουν αφορ­μή από την ίδια ή το οικο­γε­νεια­κό της περι­βάλ­λον. Η «Σπον­δή» είναι ένας σπα­ρα­χτι­κός ύμνος στην αδερ­φι­κή αγά­πη, αφιε­ρω­μέ­νος στην Γαλά­τεια, που δεν υπάρ­χει πια…

Το επό­με­νο μυθι­στό­ρη­μα της Αλε­ξί­ου «Και ούτω καθ’ εξής», 1965, θεω­ρεί­ται από ορι­σμέ­νους μελε­τη­τές ένα από τα καλύ­τε­ρά της. Πραγ­μα­τι­κά με ιδιαί­τε­ρη τέχνη συμπλέ­κει τη ζωή τριών προ­σώ­πων με τρεις από τις πιο σημα­ντι­κές περιό­δους της νεό­τε­ρης Ιστο­ρί­ας μας, τη δικτα­το­ρία Μετα­ξά, την Κατο­χή και τη μετα­δε­κεμ­βρια­νή επο­χή, για να ανα­δεί­ξει την ιστο­ρι­κή συνέ­χεια στο μεγα­λείο του ψυχι­κού κόσμου των κομμουνιστών.

Να ορίσουμε τη μοίρα μας

Το 1965 η Έλλη Αλε­ξί­ου επα­νέ­κτη­σε την ελλη­νι­κή ιθα­γέ­νεια. Το 1966 επέ­στρε­ψε στην Ελλά­δα αλλά την συνέ­λα­βαν, την οδή­γη­σαν στις φυλα­κές Αβέ­ρωφ και παρα­πέμ­φθη­κε σε δίκη για «αντε­θνι­κή δρά­ση και προ­πα­γάν­δα». Η ισχυ­ρή αντί­δρα­ση της κοι­νής γνώ­μης, αλλά και πολ­λών ανθρώ­πων των Γραμ­μά­των είχε ως απο­τέ­λε­σμα την απαλ­λα­γή της από την κατηγορία.

Αξί­ζει να στα­θεί κανείς στο μυθι­στό­ρη­μα «Δεσπό­ζου­σα», 1972, που έγρα­ψε με την επι­στρο­φή της στην Ελλά­δα, για­τί είναι μια προ­σπά­θεια να ανα­δη­μιουρ­γή­σει την ατμό­σφαι­ρα της ζωής στην ελλη­νι­κή μεγα­λού­πο­λη, σε μια περί­ο­δο που τα σοσια­λι­στι­κά ιδα­νι­κά, που γι’ αυτά έγι­ναν τόσες θυσί­ες, έχουν φθα­ρεί στη συνεί­δη­ση των ανθρώπων…

Μέσα σ’ αυτό το κλί­μα διά­βρω­σης η Αλε­ξί­ου ανα­ζη­τά τη δεσπό­ζου­σα ευτυ­χία και στα δύο επί­πε­δα αυτή τη φορά, το κοι­νω­νι­κό και το προ­σω­πι­κό, για να κατα­λή­ξει πως δεσπό­ζου­σα ευτυ­χία είναι αυτή που δεν ψευ­τί­ζει την αγά­πη στους συναν­θρώ­πους και στον ίδιο μας τον εαυ­τό, είναι αυτή η οποία πηγά­ζει από μια ζωή με ιδα­νι­κά, ισχυ­ρούς σκο­πούς και στό­χους, τέτοιους που μπρο­στά τους η καλο­πέ­ρα­ση φαί­νε­ται ασή­μα­ντη, τιποτένια…

Αυτές τις αρχές η Αλε­ξί­ου τις κρά­τη­σε πρώ­τα απ’ όλους για τον εαυ­τό της. Είναι, αν θέλε­τε, η απά­ντη­ση που έδω­σε στο πρό­βλη­μα που την απα­σχο­λού­σε από την αρχή: Πώς θα μπο­ρέ­σου­με να ορί­σου­με τη μοί­ρα μας. Η ίδια έως το τέλος της ζωής της, παρά τη μονα­ξιά της, ήταν ένας άνθρω­πος ικα­νο­ποι­η­μέ­νος και γαλή­νιος, που δε δίστα­ζε να μοι­ρά­ζε­ται το μυστι­κό αυτής της ισορ­ρο­πί­ας της.

«Στα νιά­τα μας εξαρ­τού­με την ευτυ­χία μας από τη συμπε­ρι­φο­ρά των άλλων: γονέ­ων, φίλων, ερω­μέ­νων… Λάθος μέγα. Την ευτυ­χία μας, εμείς τη φτιά­χνου­με. Από μας περι­μέ­νου­με…». Και είναι αλή­θεια ότι τη δική της χαρά την αντλού­σε από τους στό­χους της, από το επάγ­γελ­μα της δασκά­λας, το γρά­ψι­μο και, τρί­το και σπου­δαιό­τε­ρο, από την ιδε­ο­λο­γία της, από το Κόμ­μα της που το υπη­ρέ­τη­σε με αφο­σί­ω­ση, αφι­λο­κέρ­δεια και τόλ­μη

“Ελλη Αλεξίου -
Τα διηγήματα 1923 – 1983”

Για πρώ­τη φορά κυκλο­φο­ρούν συγκε­ντρω­μέ­να σε έναν τόμο τα διη­γή­μα­τα της Έλλης Αλε­ξί­ου, από τις εκδό­σεις «Καστα­νιώ­της».
Ο τόμος συγκε­ντρώ­νει τα διη­γή­μα­τα που γρά­φτη­καν από το 1923 έως το 1983 και είχαν συμπε­ρι­λη­φθεί στις συλ­λο­γές «Σκλη­ροί αγώ­νες για μικρή ζωή», «Υπο­λείμ­μα­τα Επαγ­γέλ­μα­τος», «Ανα­χω­ρή­σεις και μεταλ­λα­γές», «Μυστή­ρια», «Προ­σο­χή συνάν­θρω­ποι!», «Σπον­δή», «Και υπέρ των ζώντων», «Κατε­ρει­πω­μέ­να αρχο­ντι­κά».Οι οκτώ συλ­λο­γές διη­γη­μά­των της Αλε­ξί­ου καλύ­πτουν χρο­νι­κά όλη την ενερ­γή — δημιουρ­γι­κή συγ­γρα­φι­κή της περί­ο­δο και απο­τε­λούν ένα ιδιαί­τε­ρα σημα­ντι­κό μέρος της πεζο­γρα­φί­ας της.

Στον προ­σεγ­μέ­νο τόμο περιέ­χο­νται επί­σης ανα­λυ­τι­κός πρό­λο­γος από την Αντα Κατσί­κη — Γκί­βα­λου, ομό­τι­μη καθη­γή­τρια Ελλη­νι­κής Φιλο­λο­γί­ας του Πανε­πι­στη­μί­ου Αθη­νών, και παράρ­τη­μα με κεί­με­να των Φώτου Πολί­τη (κρι­τι­κή παρου­σί­α­ση της α’ έκδο­σης της συλ­λο­γής «Σκλη­ροί αγώ­νες για μικρή ζωή»), Μάρ­κου Αυγέ­ρη (πρό­λο­γος στη β’ έκδο­ση της ίδιας συλ­λο­γής) και Σοφί­ας Μαυ­ροει­δή — Παπα­δά­κη (εισα­γω­γή στην α’ έκδο­ση της συλ­λο­γής «Σπον­δή»).

Το πρώ­το έργο της Αλε­ξί­ου είναι η συλ­λο­γή «Σκλη­ροί αγώ­νες για μικρή ζωή», βασι­σμέ­νη σε βιώ­μα­τα που είχε απο­κτή­σει από τη δου­λειά της ως δασκά­λας. Είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κά τα λόγια του Φ. Πολί­τη και του Μ. Αυγέ­ρη, που παρα­τί­θε­νται στο παράρ­τη­μα, για το πώς αυτό το έργο ταρα­κού­νη­σε την ελλη­νι­κή λογο­τε­χνία. «Κάπου η συγ­γρα­φεύς ανα­φέ­ρει πως κρα­τού­σε ημε­ρο­λό­γιο την επο­χή που ήτα­νε δασκά­λα και σημεί­ω­νε δια­λό­γους και χαρι­το­λο­γή­μα­τα των μικρών. Το ημε­ρο­λό­γιο μπο­ρεί ίσως να βοη­θή­σει τη μνή­μη της εδώ κι εκεί, όμως τα διη­γή­μα­τά της είναι καθά­ριο κατα­στά­λαγ­μα μιας εικό­νας ζωής που βγή­κε από πεί­ρα και συλ­λο­γή. Καθέ­να από τ’ ανθρω­πά­κια εκεί­να είναι ένας ήρως μέσα στην ύπαρ­ξη, ήρως με τον τρό­πο το δικό του…», γρά­φει ο Φ. Πολί­της. Και ο Μ. Αυγέ­ρης συμπλη­ρώ­νει: «Ολοι ένιω­σαν πως (…) παρου­σια­ζό­ταν στην πεζο­γρα­φία μας μια νέα δύνα­μη. Κανέ­να σημά­δι πρω­τό­πει­ρου δεν παρα­τη­ρού­σε στην τέχνη αυτή, που παρου­σια­ζό­ταν ώρι­μη από το πρώ­το της δείγ­μα. Το πρώ­το αυτό διή­γη­μα της Ελλης Αλε­ξί­ου έχει μια αρτιό­τη­τα, που ξάφ­νι­ζε όχι μόνο σαν έκφρα­ση και μορ­φή παρά και σαν περιε­χό­με­νο, σαν θέμα και σαν κοι­νω­νι­κός προ­σα­να­το­λι­σμός. Μια ματιά που στρέ­φε­ται προς νέα για τα Ελλη­νι­κά Γράμ­μα­τα θεώ­ρη­ση του κόσμου με καθο­λι­κό­τε­ρη σημα­σία. Το θέμα της ήταν το παι­δί που έρχε­ται από τα φτω­χά και στε­ρη­μέ­να στρώ­μα­τα του λαού».

Η Α. Κατσί­κη — Γκί­βα­λου στο προ­λο­γι­κό της σημεί­ω­μα ανα­φέ­ρει για το έργο της Αλεξίου:
«“Οταν βλέ­πω να γίνε­ται δίπλα μου μια αδι­κία, πονάω κι αισθά­νο­μαι την ανά­γκη να μιλή­σω γι’ αυτήν. Μόνο γι’ αυτό γρά­φω. Για να καταγ­γεί­λω την αδι­κία”. “Ευγνω­μο­νώ σας, σπου­δές, ευγνω­μο­νώ σε, δασκα­λί­κι, ευγνω­μο­νώ σε, ιδε­ο­λο­γία μου, ευγνω­μο­νώ σας, διωγ­μοί και κυνη­γη­τά της Αντί­στα­σης… Γεμί­σα­τε περιε­χό­με­νο τη ζωή μου…”.

Σε αυτές τις φρά­σεις — απο­σπά­σμα­τα από συνέ­ντευ­ξη της Ελλης Αλε­ξί­ου συνο­ψί­ζο­νται οι κύριοι τρο­φο­δό­τες του συγ­γρα­φι­κού της έργου, που σε μεγά­λο βαθ­μό αφορ­μά­ται από προ­σω­πι­κά βιώ­μα­τα και εμπει­ρί­ες οι οποί­ες σχε­τί­ζο­νται με την κοι­νω­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, την παι­δεία και την εκπαί­δευ­ση, τη λογο­τε­χνία και την τέχνη γενι­κό­τε­ρα, πεδία που απο­τε­λούν και τις θεμα­τι­κές του πολυ­ποί­κι­λου και πολυ­δύ­να­μου έργου της».

Και σε άλλο σημείο ανα­φέ­ρει: «Το πεζο­γρα­φι­κό έργο της Ελλης Αλε­ξί­ου, καρ­πός συνε­χούς ενα­σχό­λη­σης με τη συγ­γρα­φή πάνω από εξή­ντα χρό­νια, είτε ιστο­ρεί προ­σω­πι­κά βιώ­μα­τα είτε κατα­γρά­φει πολυ­πλο­κό­τε­ρα περι­στα­τι­κά, εκφρά­ζει την αγά­πη της για τον άνθρω­πο και ιδιαί­τε­ρα τη συμπα­ρά­στα­σή της στον πάσχο­ντα άνθρω­πο, είτε παι­δί είναι αυτός είτε αγω­νι­στής στα πεδία της μάχης που πολε­μά για την ελευ­θε­ρία της πατρί­δας του ή μάχε­ται για τη δικαιο­σύ­νη σε προ­σω­πι­κό και κοι­νω­νι­κό επίπεδο.

Μέσα από το πολυ­σχι­δές έργο της ανα­βιώ­νει η ιστο­ρία της Ελλά­δας, η ιστο­ρία των γραμ­μά­των και της εκπαί­δευ­σής μας από τα τέλη του 19ου ως τα τέλη του 20ού αιώ­να, για­τί τόσο η ζωή της όσο και το έργο της ήταν άρρη­κτα δεμέ­να με αυτούς τους τομείς».

Η Α. Κατσί­κη — Γκί­βα­λου στέ­κε­ται στη ζωή και, ιδιαί­τε­ρα ανα­λυ­τι­κά, με παρα­πο­μπές σε πλού­σια βιβλιο­γρα­φία, στο έργο της Αλε­ξί­ου. Ξεχω­ρι­στή είναι η ενό­τη­τα που ανα­φέ­ρε­ται στην διη­γη­μα­το­γρά­φο Αλε­ξί­ου. Κλεί­νο­ντας τον πρό­λο­γό της αναφέρει:
«Τα πεζο­γρα­φή­μα­τά της, ιδί­ως τα διη­γή­μα­τά της, απο­τυ­πώ­νο­ντας κατα­στά­σεις ανθρώ­πων της καθη­με­ρι­νής ζωής, δια­τη­ρούν την επι­και­ρό­τη­τά τους. Η ειλι­κρί­νεια της ψυχής, η απλό­τη­τα της έκφρα­σης, το καθη­με­ρι­νό, “κου­βε­ντια­στό” ύφος, η γοη­τεία των συμ­βό­λων, η αλλη­λο­γρα­φία, το χιού­μορ, η ανθρώ­πι­νη αντι­με­τώ­πι­ση της ζωής, προσ­δί­δουν στο έργο της δια­χρο­νι­κή αξία και το καθι­στούν αγα­πη­τό και στον σημε­ρι­νό αναγνώστη.

Η Έλλη Αλε­ξί­ου κατά­φε­ρε όσο λίγοι να συν­δέ­σει το εφή­με­ρο, το απλό, το καθη­με­ρι­νό με το δια­χρο­νι­κό — κοι­νω­νι­κό. Και αυτό το πέτυ­χε δημιουρ­γώ­ντας έναν οργα­νι­κό δεσμό ανά­με­σα στον αγνό συναι­σθη­μα­τι­κό και ψυχι­κό της κόσμο και στις αξί­ες του ανθρω­πι­σμού και της δικαιοσύνης».

                                     Μουσείο ΑΛΕΞΙΟΥ

Γρά­ψει στο Ριζο­σπά­στη η \\ Ιφι­γέ­νεια Χρυσοχόου
(έφυ­γε από τη ζωή τέτοιες μέρες Σεπτέμ­βρη 2008)

Τι να πρω­το­πώ για ό,τι αφο­ρά στο Μου­σείο της _γράφει στο Ρίζο η Ιφι­γέ­νεια Χρυ­σο­χό­ου (σσ. οδός Σαπ­φούς 49, Καλ­λι­θέα); Κι από πού να πρω­ταρ­χί­σω; Πώς ιδρύ­θη­κε; Ποιοι οι στό­χοι του; Και ποιοι οι επι­διω­κό­με­νοι κόποι του;
Ας ξεκι­νή­σω απ’ την αρχή. Την Έλλη Αλε­ξί­ου και τον Μάρ­κο Αυγέ­ρη τους γνώ­ρι­σα τότε που κάθο­νταν στην οδό Αλω­πε­κής, το 1966. Το 1967 έγι­να αιτία να νοι­κιά­σουν ένα δια­μέ­ρι­σμα στην οδό Θεσπρω­τέ­ως 1, στη γει­το­νιά μου. Οι σχέ­σεις μας ήταν καθη­με­ρι­νές και πολύ εγκάρδιες.

Η Έλλη Αλε­ξί­ου δεν είχε παι­διά. Πού να φαντα­στώ ότι γρή­γο­ρα θα απο­κτού­σε πολ­λά παι­διά, και ιδιαί­τε­ρα κόρες! Αυλή των θαυ­μα­στριών είχε σχη­μα­τι­στεί γύρω της. Ανά­με­σά τους, αργό­τε­ρα, ήρθε η Ευγε­νία Ζήκου. Μια σοβα­ρή κοπέ­λα, συνε­τή και εχέ­φρων, με ξαν­θά μαλ­λιά και μεγά­λα λαμπε­ρά γκρι­ζο­γά­λα­να μάτια. Βέβαια, στην ηλι­κία ταί­ρια­ζε για εγγο­νή της Ε. Αλεξίου.
Γρή­γο­ρα, η Έλλη Αλε­ξί­ου ξεχώ­ρι­σε την Ευγε­νία Ζήκου. Ο δεσμός τους γίνε­ται όλο και πιο στε­νός. Η Ε. Ζήκου αφο­σιώ­νε­ται στη “Δασκά­λα”, την “εκλε­κτή των Γραμ­μά­των”. Είναι η επο­χή που η Ε. Ζ. μπαί­νει ουσια­στι­κά στο χώρο της λογο­τε­χνί­ας. Μετα­φρά­ζει από τα γαλ­λι­κά το βιβλίο του HERVE VILLERE, “Υπό­θε­ση ειδι­κού Τμήματος”.
Τον Ιού­νη του 1973, πέθα­νε ο Μάρ­κος Αυγέ­ρης. Αμέ­σως η Ε. Ζ. ρίχνε­ται με τα μού­τρα στη συγκέ­ντρω­ση υλι­κού, που έχει σχέ­ση με τη ζωή, το έργο, τις πνευ­μα­τι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες του μεγά­λου κρι­τι­κού, του ποι­η­τή, του βαθυ­νού­στα­του στο­χα­στή Μάρ­κου Αυγέρη.

Δύο χρό­νια, χωρίς ανά­παυ­ση, δού­λε­ψε η Ε. Ζήκου για να φέρει σε πέρας τού­το το επί­τευγ­μα. Για­τί, για επί­τευγ­μα πρό­κει­ται. Το “ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΜΑΡΚΟ ΑΥΓΕΡΗ” δεν είναι μόνο άθλος, είναι και μια προ­σφο­ρά ανε­πα­νά­λη­πτη για την πνευ­μα­τι­κή Ελλάδα.
Στον πρό­λο­γο του βιβλί­ου, δια­βά­ζου­με είκο­σι τέσ­σε­ρα ονό­μα­τα των κορυ­φαί­ων δημιουρ­γών των Γραμ­μά­των και των Τεχνών, που απο­τε­λούν την τιμη­τι­κή Επι­τρο­πή του ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΟΣ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΑΥΓΕΡΗ.

Από τις 380 σελί­δες του βιβλί­ου, παρε­λαύ­νουν οι μεγα­λύ­τε­ροι δια­νοη­τές της χώρας μας, αλλά και φίλοι και θαυ­μα­στές, που με τη γνώ­μη τους συμ­βάλ­λουν, ώστε να πλη­σιά­σου­με περισ­σό­τε­ρο τον πραγ­μα­τι­κό Αυγέ­ρη. Κι ακό­μα, οι συνε­ντεύ­ξεις, οι κρι­τι­κές, οι μελέ­τες, οι απο­χαι­ρε­τι­στή­ριοι λόγοι και τα ποι­ή­μα­τα τα αφιε­ρω­μέ­να στον Μάρ­κο Αυγέ­ρη και τα οποία ανα­φέ­ρο­νται στο βιβλίο, μας πλη­ρο­φο­ρούν για του “Λόγου το Αληθές”.
Μετά την έκδο­ση του βιβλί­ου, η Ε. Ζήκου αφιε­ρώ­νε­ται στο έργο της Ε. Αλε­ξί­ου, αλλά και στην ίδια την Αλε­ξί­ου. Δε λεί­πει σχε­δόν από το σπί­τι της. Συγκε­ντρώ­νει υλι­κό, απο­δελ­τιώ­νει ό,τι χρή­σι­μο έχει δημο­σιευ­τεί, που σχε­τί­ζε­ται με τη ζωή και την προ­σφο­ρά στην παι­δεία, στα Γράμ­μα­τα, στη λογο­τε­χνία της Ε. Αλεξίου.
Μετά το θάνα­το της Ε. Αλε­ξί­ου, η Ε. Ζήκου δόθη­κε ολό­ψυ­χα στην ίδρυ­ση του Μου­σεί­ου της οικο­γέ­νειας Αλε­ξί­ου. Αλλω­στε, αυτή ήταν και η επι­θυ­μία της Ε. Α. Ομως, για να υλο­ποι­η­θεί τού­τη η επι­θυ­μία, απαι­τού­νταν επι­μο­νή, υπο­μο­νή, χρό­νος, μόχθος και, κυρί­ως, θέλη­ση. Αυτά όλα τα διέ­θε­τε η Ε. Ζ. Με κίνη­τρο την αγά­πη της και την αφο­σί­ω­σή της στην αγα­πη­μέ­νη “δασκά­λα”, άρχι­σε τον αγώνα.

Πριν απ’ όλα, ετοι­μά­στη­κε το δια­μέ­ρι­σμα στην οδό Σαπ­φούς 49 στην Καλ­λι­θέα που είχε πάρει η Ε. Αλε­ξί­ου ως αντι­πα­ρο­χή για το σπί­τι της, όπου άλλο­τε κατοι­κού­σε. Το δια­μέ­ρι­σμα δια­μορ­φώ­θη­κε με πολ­λή προ­σο­χή και σύνε­ση. Και αφού μετα­φέρ­θη­καν από το δια­μέ­ρι­σμα της οδού Θεσπρω­τέ­ως 1 τα βιβλία, οι πίνα­κες και όλη η οικο­σκευή, άρχι­σε η μεγά­λη δου­λιά. Το κάθε τι έπρε­πε να τοπο­θε­τη­θεί σωστά, ώστε το νέο δια­μέ­ρι­σμα να αντι­γρά­φει πιστά το παλιό.

Και αφού όλα τελεί­ω­σαν, η Ε. Ζ. συστή­νει αστι­κή εται­ρία, μη κερ­δο­σκο­πι­κού χαρα­κτή­ρα. Τα μέλη της εται­ρί­ας απαρ­τί­ζο­νταν από την ιδρύ­τρια Ευγε­νία Ζήκου, τον Πέτρο Σπεν­τζό­που­λο, τον Δημή­τρη Γκιώ­νη, τον Νίκο Ρίγ­γα και τον εκδό­τη Θανά­ση Καστανιώτη.
Μια γνω­στο­ποί­η­ση της Ε. Ζ., διά του υπουρ­γεί­ου Παι­δεί­ας, σε όλα τα σχο­λεία της χώρας, ανα­φέ­ρε­ται στον προ­ο­ρι­σμό, στην απο­στο­λή και τους σκο­πούς του Μου­σεί­ου Αλεξίου.

Κύριος σκο­πός του Μου­σεί­ου είναι να δια­σω­θούν όλα όσα έχουν σχέ­ση με το έργο, την πνευ­μα­τι­κή, την πολι­τι­στι­κή, την κοι­νω­νι­κή ζωή της οικο­γέ­νειας Αλε­ξί­ου και των συγ­γε­νών της: Ελλης Αλε­ξί­ου, Γαλά­τειας Καζαν­τζά­κη (αδελ­φής), Λευ­τέ­ρη Αλε­ξί­ου (αδελ­φού), Μάρ­κου Αυγέ­ρη (συζύ­γου της Γαλά­τειας) και Βάσου Δασκα­λά­κη (πρώ­ην συζύ­γου της Έλλης).

Στην επέ­τειο των εκα­τό χρό­νων από τη γέν­νη­ση της Έλλης Αλε­ξί­ου, γίνο­νται τα εγκαί­νια του “Μου­σεί­ου Αλε­ξί­ου”. Η Ε. Αλε­ξί­ου γεν­νή­θη­κε στις 22 του Μάη το 1894. Επει­δή η ημε­ρο­μη­νία έπε­φτε Κυρια­κή, τα εγκαί­νια έγι­ναν στις 26 του Μάη, το 1994. Από τότε λει­τουρ­γεί το μου­σείο κανο­νι­κά. Εξι με εφτά μέρες το μήνα είναι ελεύ­θε­ρο για το κοι­νό και για τα παι­διά ολό­κλη­ρη τη μέρα.
Δύο Τετάρ­τες το μήνα, την πρώ­τη και την τρί­τη, επι­σκέ­πτο­νται το μου­σείο μαθη­τές, συνο­δευό­με­νοι από τους δασκά­λους τους. Η επί­σκε­ψη διαρ­κεί μιά­μι­ση ώρα. Αυτό επα­να­λαμ­βά­νε­ται αρκε­τές φορές την ίδια μέρα. Κοντά δια­κό­σια παι­διά επι­σκέ­πτο­νται το μου­σείο την ίδια Τετάρτη.
Η Ε. Ζ. ενη­με­ρώ­νει τους μαθη­τές, μιλώ­ντας για τη ζωή, το έργο, την προ­σφο­ρά της οικο­γέ­νειας Αλε­ξί­ου στην Παι­δεία, στα Γράμ­μα­τα, στη Λογο­τε­χνία, στην κοι­νω­νία, αλλά και για τους αγώ­νες της. Μετά, ακού­γε­ται η φωνή της Ε. Αλε­ξί­ου από κασέ­τα που δια­βά­ζει η ίδια διή­γη­μά της. Τέλος, γίνε­ται η επί­σκε­ψη του χώρου.

Γεμά­τοι οι τοί­χοι από πίνα­κες, και κυρί­ως από ποι­ή­μα­τα ποι­η­τών, αφιε­ρω­μέ­να στην Ε. Αλε­ξί­ου. Ολα κορ­νι­ζα­ρι­σμέ­να ομοιό­μορ­φα και τοπο­θε­τη­μέ­να αρμονικά.
Ανά­με­σα στις ερω­τή­σεις των μαθη­τών, είναι και η ερώ­τη­ση, “για­τί η κ. Έλλη Αλε­ξί­ου έχει τόσα σφυ­ρο­δρέ­πα­να;

Μετά την ξενά­γη­ση, η Ε. Ζήκου προ­σφέ­ρει στα παι­διά, μπι­σκό­τα και σοκο­λά­τες, κάτι που θα έκα­νε η Ε. Αλε­ξί­ου, αν ζούσε.
Το μου­σείο έχουν επι­σκε­φθεί πολ­λά σχο­λεία απ’ όλη την Ελλά­δα και πολ­λά γκρουπ εκπαιδευτικών.
Στις 24 του Μάη 1996, στην αίθου­σα του σχο­λι­κού συγκρο­τή­μα­τος Καλ­λι­θέ­ας, μετά από εισή­γη­ση του Αντώ­νη Σαμα­ρά­κη, μίλη­σε η Ιφι­γέ­νεια Χρυ­σο­χό­ου για το έργο της Έλλης Αλεξίου.
Στις 7 του Δεκέμ­βρη του 1996, έγι­νε Ημε­ρί­δα στην ίδια Αίθου­σα τελε­τών του σχο­λι­κού συγκρο­τή­μα­τος Καλ­λι­θέ­ας. Η αίθου­σα ήταν στο­λι­σμέ­νη με πορ­τρέ­τα της Έλλης Αλε­ξί­ου, αλλά και με ζωγρα­φιές και κει­με­νά­κια των παι­διών — όλα με αγά­πη και τρυ­φε­ρό­τη­τα για τη “Δασκά­λα των γραμ­μά­των μας”.

Στην Ημε­ρί­δα μίλη­σαν ο Πέτρος Σπεν­τζό­που­λος για την Έλλη Αλε­ξί­ου, η Ιφι­γέ­νεια Χρυ­σο­χό­ου για τον Λευ­τέ­ρη Αλε­ξί­ου, ο Κώστας Στε­ριό­που­λος για τον Βάσο Δασκα­λά­κη, ο Νεο­κλής Σαρ­ρής για τον Μάρ­κο Αυγέ­ρη, ο Μιχά­λης Μερα­κλής για την Γαλά­τεια Καζαν­τζά­κη. Χαι­ρέ­τι­σε η Ευγε­νία Ζήκου, και τέλος ο εκ των διευ­θυ­ντών του σχο­λι­κού συγκρο­τή­μα­τος Πέτρος Σπανός.
Πριν αρχί­σει η Ημε­ρί­δα, ο δήμαρ­χος της Καλ­λι­θέ­ας, κ. Γ. Κυριό­που­λος έκα­νε τα απο­κα­λυ­πτή­ρια της επι­γρα­φής, με την οποία το 2ο και το 17ο Δημο­τι­κό Σχο­λεία θα ονο­μά­ζο­νταν με ομό­φω­νη από­φα­ση του Σχο­λι­κού Συμ­βου­λί­ου: “Σχο­λι­κό συγκρό­τη­μα “Ελλη Αλεξίου””.

Η πρό­τα­ση — εισή­γη­ση του Σχο­λι­κού Συμ­βου­λί­ου, που ομό­φω­να είχε γίνει απο­δε­κτή, τέλειω­νε με τού­τα τα λόγια:
“…Η Ελλη Αλε­ξί­ου αφιέ­ρω­σε τη ζωή της, υπη­ρε­τώ­ντας την ανθρώ­πι­νη αξιο­πρέ­πεια… Η προ­σθή­κη του ονό­μα­τός της δίπλα στην αριθ­μη­τι­κή ονο­μα­σία των σχο­λεί­ων μας απο­τε­λεί ελά­χι­στο δείγ­μα εκτί­μη­σης και τιμής για την προ­σφο­ρά της στην ελλη­νι­κή εκπαί­δευ­ση…”.

Έτσι εκπλη­ρού­νται οι σκο­ποί της Ε. Ζήκου, με τη βοή­θεια βέβαια των άξιων εκπαιδευτικών.
Ωστό­σο, το “Μου­σείο Αλε­ξί­ου” οφεί­λε­ται πέρα για πέρα στην Ευγε­νία Ζήκου. Τού­το το επί­τευγ­μα των επι­τευγ­μά­των οφεί­λε­ται απο­κλει­στι­κά στην κόρη της Αλε­ξί­ου, όπως απο­κα­λού­σε τότε εν ζωή την Ευγε­νία Ζήκου. Νομί­ζω ότι δέκα κόρες εξ αίμα­τος δε θα κατόρ­θω­ναν κάτι τέτοιο. Ισως και να μην είχαν τέτοιο όραμα.
Με το “Μου­σείο Αλε­ξί­ου”, το όνο­μα των Αλε­ξί­ου, χάρη στην ιδρύ­τριά του, δε θα ξεχα­στεί. Αυτός ήταν και είναι και ο σκο­πός της Ε. Ζήκου. Κι η ίδια μάς λέει: “Σκο­πός μου: Η προ­βο­λή του έργου των Αλε­ξί­ου, αλλά και κυρί­ως αυτό, η συνε­χής προ­σπά­θεια, με όλους τους τρό­πους, να παρα­μεί­νει άσβη­στη η μνή­μη, το έργο και τα ορά­μα­τα της Ελλης, του Αυγέ­ρη, της Γαλάτειας…”.

Η παιδαγωγός συγγραφέας

Γρά­φει η \\ Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ –στον Ριζο­σπά­στη
Παρα­κι­νη­μέ­νη πάντα, στα έργα της, από μιαν έμφυ­τη, συναι­σθη­μα­τι­κά και συγκι­νη­σια­κά φορ­τι­σμέ­νη αίσθη­ση περί κοι­νω­νι­κής δικαιο­σύ­νης, η μεγά­λη «δασκά­λα του λαού», η κυρία των Ελλη­νι­κών Γραμ­μά­των, η Έλλη Αλε­ξί­ου, προ­βάλ­λει αδια­λεί­πτως το αίτη­μα για μια ανθρώ­πι­νη ζωή, καταγ­γέλ­λο­ντας και φέρ­νο­ντας στο φως περι­πτώ­σεις κοι­νω­νι­κής αδι­κί­ας. Η μνή­μη επι­στρέ­φει με αφορ­μή την επέ­τειο του θανά­του της, αλλά με αιτία τα επί­και­ρα αιτή­μα­τα της ζωής και του έργου της.

Πέρα­σαν χρό­νια από το θάνα­το (28/9/1988) της μεγά­λης κομου­νί­στριας, παι­δα­γω­γού και πεζο­γρά­φου, Έλλης Αλε­ξί­ου, η οποία μας κλη­ρο­δό­τη­σε ένα σημα­ντι­κό έργο και ένα αγω­νι­στι­κό παρά­δειγ­μα ζωής, που θα απο­τε­λεί πάντα πρό­τυ­πο για την προ­ο­δευ­τι­κή δια­νό­η­ση. Η ζωή και το έργο της απο­τε­λούν φωτει­νό υπό­δειγ­μα και σημα­ντι­κή παρα­κα­τα­θή­κη για τις επό­με­νες γενιές. Η μεγά­λη δημιουρ­γός των Γραμ­μά­των, η φλο­γε­ρή αγω­νί­στρια του σοσια­λι­σμού, έθε­σε το ταλέ­ντο της στην υπη­ρε­σία του λαϊ­κού κινή­μα­τος. Μια μεγά­λη ζεστή καρ­διά, ένα από τα στα­θε­ρά και θεμε­λια­κά στοι­χεία του κόσμου μας. Εως τα βαθιά γερά­μα­τά της, κατά­φε­ρε να μεί­νει πνεύ­μα διαυ­γές και νεα­νι­κό, αφο­σιω­μέ­νη στην τέχνη και την ιδε­ο­λο­γία της. Ολη της η ζωή ήταν γεμά­τη δου­λιά, δρά­ση και προ­σφο­ρά στα κοινά.

Το συγ­γρα­φι­κό έργο της είναι τερά­στιο σε έκτα­ση, καθώς απο­τε­λεί τον καρ­πό μιας αδιά­κο­πης, επί μιαν εξη­κο­ντα­ε­τία περί­που, παρα­γω­γι­κό­τα­της ενα­σχό­λη­σής της με τα περισ­σό­τε­ρα είδη του λόγου (πεζο­γρα­φία, θέα­τρο, παι­δα­γω­γι­κή, παι­δι­κό βιβλίο, μετά­φρα­ση κλπ.). Πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε στα Γράμ­μα­τα με τη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των «Σκλη­ροί αγώ­νες για τη μικρή ζωή» (1931). Σε όλα τα διη­γή­μα­τα του πρώ­του βιβλί­ου της, η Έλλη απο­τυ­πώ­νει την πεί­ρα που απο­κό­μι­σε από τη διδα­σκα­λι­κή ζωή της, όταν εργα­ζό­ταν σε ένα φτω­χό επαρ­χια­κό σχο­λείο της Κρή­της, τις δύο πρώ­τες δεκα­ε­τί­ες του αιώ­να μας. Ωστό­σο, δεν είναι κυνη­γός των εντυ­πώ­σε­ων στα θέμα­τα των έργων της. Ενδια­φέ­ρε­ται μόνο για όποια εντύ­πω­ση απο­κα­λύ­πτει την αλη­θι­νή ανθρώ­πι­νη ψυχή. Και, πιο συγκε­κρι­μέ­να, εκεί­νη την ψυχή, «που παρα­δέρ­νει στη στέ­ρη­ση, στη θλί­ψη, στην κατα­φρό­νε­ση και στη γελοιό­τη­τα ακό­μη του καθη­με­ρι­νού περι­στα­τι­κού, θέλω να πω, τον άνθρω­πο που βασα­νί­ζε­ται ανά­με­σα στους ανθρώ­πους», όπως έλε­γε η ίδια.

«Ολα τα διη­γή­μα­τα αυτής της συλ­λο­γής» — έγρα­φε το 1963 ο Μάρ­κος Αυγέ­ρης για τους «Σκλη­ρούς αγώ­νες» — «απο­τε­λούν ευτυ­χι­σμέ­νες ευρέ­σεις άψο­γα περι­γραμ­μέ­νες. Τα περισ­σό­τε­ρα κομ­μά­τια είναι δρα­μα­τι­κές θεμε­λια­κές κατα­στά­σεις. Η διη­γη­μα­το­γρά­φος δεν κυνη­γά­ει τις εξαι­ρε­τι­κές περι­πτώ­σεις. Μέσα από τα κοι­νά περι­στα­τι­κά και τα πιθα­νά ενδε­χό­με­να της τρέ­χου­σας ζωής, δημιουρ­γεί την πρω­το­τυ­πία της. Η κοι­νω­νι­κή θέση που παίρ­νει στη θεώ­ρη­ση της ζωής κι ο υψη­λός ανθρω­πι­στι­κός τόνος χαρα­κτη­ρί­ζουν την έκφρα­ση και το τάλα­ντο της Ελλης Αλε­ξί­ου. Ο ρεα­λι­σμός της δε χρη­σι­μο­ποιεί τεχνά­σμα­τα. Είναι ίσος και προ­σαρ­μο­σμέ­νος στο θέμα. Δε σκο­τί­ζε­ται για φορ­μα­λι­στι­κές ανα­ζη­τή­σεις και μανιέ­ρες. Είναι φυσι­κός και άνε­τος. Ο ρεα­λι­σμός της ελλη­νι­κής παρά­δο­σης. Μόνο η οξεία ανθρω­πι­στι­κή αίσθη­ση στις σχέ­σεις των προ­σώ­πων και τις κατα­στά­σεις είναι εκεί­νο που την ξεχω­ρί­ζει μέσα στη σύγ­χρο­νη πεζο­γρα­φία μας. Αυτό είναι το νέο που προ­σφέ­ρει κι αυτό την τοπο­θε­τεί στο νέο κόσμο που ξεχω­ρί­ζει από τον παλιό…».
___      (ακο­λου­θεί εκτε­νές βιογραφικό)

Στο μυθι­στό­ρη­μά της η «Δεσπό­ζου­σα» (1972), ευρι­σκό­με­νη ήδη μία δεκα­ε­τία στην Ελλά­δα, δεί­χνει ότι έχει δια­μορ­φώ­σει μια επαρ­κή αντί­λη­ψη για τη μετα­πο­λε­μι­κή πορεία του τόπου, για τον ανα­πό­τρε­πτο κίν­δυ­νο της αλλο­τρί­ω­σης που δια­τρέ­χουν οι κάτοι­κοι των αστι­κών κέντρων, καθώς και για την ανα­πό­φευ­κτη αλλοί­ω­ση που υφί­στα­νται οι ανέ­κα­θεν θεμα­το­φύ­λα­κες της παρά­δο­σης: Οι επαρ­χιώ­τες, από τη στιγ­μή που φθά­νουν και, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, εγκα­θί­στα­νται στην Αθή­να. «Η ζωή στην Αθή­να είναι πολύ αλλαγ­μέ­νη», γρά­φει στον Τάκη Αδά­μο στις 9.4.1966. «Οι άνθρω­ποι το ‘χουν ρίξει στην ευζω­ία. Το χωριό από την πόλη χωρί­ζε­ται πια με άβυσ­σο. Τα γλέ­ντια του Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κου, με τα ιδιω­τι­κά αυτο­κί­νη­τα και την άγρια, αηδέ­στα­τη στην εκζή­τη­σή της, φαγο­πο­σία, τη χαρ­το­παι­ξία και τα ανοι­χτά ανέκ­δο­τα, με δυο λόγια: ο αμε­ρι­κά­νι­κος τρό­πος ζωής, έχουν κατα­κτή­σει όχι μόνο την κολω­να­κιώ­τι­κη φάρα, αλλά και πολ­λούς άλλους. Ολοι τους έχουν κάνει στό­χο της ευτυ­χί­ας τους αυτήν την τιπο­τέ­νια, δίχως περιε­χό­με­νο, διαβίωση».

Συνο­ψί­ζο­ντας, μπο­ρού­με να πού­με ότι η Έλλη Αλε­ξί­ου ένιω­θε το γρά­ψι­μο «σαν απο­κά­λυ­ψη μιας αδι­κί­ας, που, όταν τη βλέ­που­με, πρέ­πει να την καταγ­γέλ­λου­με» και τη στρά­τευ­σή της συνυ­φα­σμέ­νη με τη ζωή της: «Αγα­πώ τη ζωή για­τί είμαι στο Κόμ­μα». Σε συνέ­ντευ­ξή της το 1988, είχε πει: «Ευγνω­μο­νώ σας σπου­δές, ευγνω­μο­νώ σε, δασκα­λί­κι, ευγνω­μο­νώ σε, ιδε­ο­λο­γία μου, ευγνω­μο­νώ σας, διωγ­μοί και κυνη­γη­τά της Αντί­στα­σης… Γεμί­σα­τε περιε­χό­με­νο τη ζωή μου»…

Μια μέρα θα γυρίσει…

Ο συνά­δελ­φός μου στο Γυμνά­σιο περ­νά­ει τη θλί­ψη του κοντά στα ανε­λέ­η­τα παι­διά. Τα λένε λου­λού­δια. Γίνε­ται λόγος για την άνθη­ση της νεό­τη­τος. Ομως είναι μια άνθη­ση σκλη­ρή, που τρέ­φε­ται μόνο με το γέλιο και με τη χαρά. Τη γεύ­ε­ται όπου τη βρί­σκει, την τρυ­γά απ’ όπου να ‘ναι και μ’ όποιον τρό­πο να ‘ναι. Κατα­πιέ­ζο­με μεις οι καθη­γη­τές τη χαρά τους. Πνί­γο­με το γέλιο τους. Ενώ αυτά παλεύ­ουν και αντι­μά­χο­νται. Και στο πάλε­μα νικά­ει ο δυνα­τός. Στο Γυμνά­σιό μας νική­θη­κε αυτός ο συνά­δελ­φος από τα παι­διά. Αρχι­σε να παί­ζει το ρόλο της «Ψυχα­γω­γί­ας». Έτσι λένε οι μαθη­ταί στο μάθη­μά του: «Τώρα έχο­με ψυχα­γω­γία». Σ’ όλα τα Γυμνά­σια το ίδιο γίνε­ται. Ένας απ’ όλους βρί­σκε­ται πάντα που «αίρει τας αμαρ­τί­ας» των άλλων. Είτε επει­δή είναι αλλή­θω­ρος, είτε επει­δή είναι τσε­βδός… Είτε επει­δή τον συνο­δεύ­ουν οι ανα­πη­ρί­ες των γηρα­τειών. Είτε επει­δή δυστύ­χη­σε. Η δυστυ­χία δεν είναι φτιαγ­μέ­νη για το επάγ­γελ­μα του δασκά­λου. Το λέει ο ίδιος ο συνάδελφος:

«Αλλό­κο­το είναι το επάγ­γελ­μά μας. Μου κάνει κακό και μόνο ν’ ανοί­γω το στό­μα μου, κι είμαι υπο­χρε­ω­μέ­νος να μιλώ διαρ­κώς. Μου κάνει κόπο να βλέ­πω ανθρώ­πους, κι είμαι υπο­χρε­ω­μέ­νος να ζω ανά­με­σα σε ανθρώ­πι­να κεφά­λια. Μόνο οι ευτυ­χι­σμέ­νοι έπρε­πε να γίνο­νται δάσκα­λοι. Να ταξι­δεύ­ουν μαζί με τα παι­διά με απλω­μέ­να τα πανιά στη φρε­νί­τι­δα της χαράς. Χθες με παρα­κα­λού­σαν να τα πάω εκδρο­μή. Ολες, μου λέγαν, οι τάξεις πηγαί­νουν με τους ελλη­νι­στές τους. Εσείς δε θα μας πάτε; Ας ζού­σα μέσα σ’ ένα ακα­τοί­κη­το δάσος. Ας είχα για επάγ­γελ­μά μου να σκά­βω τη γη, ή να κάνω επι­τέ­λους λογα­ρια­σμούς… Τα παι­διά θα με λένε σίγου­ρα χαζό… δεν ξέρω, μα έτσι θα ‘πρε­πε να με λένε…».

Πράγ­μα­τι έτσι τον λένε και το απο­δεί­χνουν με επι­χει­ρή­μα­τα. «Γρά­φο­με μπρο­στά στα μάτια του τα μαθη­μα­τι­κά μας, καρ­φί δεν του καίγεται…».
«Τρώ­με μπρο­στά του, κοι­μού­μα­στε, να, έτσι, απλω­τοί στο θρα­νίο, δε μας μιλά, μας κοι­τά­ζει σα χαζός…».
«Ενώ έχο­με ιστο­ρία, αρχί­ζει να μας κάνει λατι­νι­κά. Και άλλο­τε αφή­νει τα λατι­νι­κά στη μέση, και πιά­νει την ιστο­ρία, και το λέει κι ο ίδιος: “Συγνώ­μη παι­διά, το μυα­λό μου πήρε άλλο δρόμο…”».
«Λέει ό,τι του κατε­βεί. Προ­χθές γρά­φα­με έκθε­ση. Κεί­νος καθό­τα­νε στην έδρα. Και κει άρχι­σε να μονο­λο­γά: “Μπο­ρείς να κάμεις δέκα παι­διά; δεκα­πέ­ντε; είκο­σι; όπως στα παλιά χρό­νια οι πατριαρ­χι­κές οικογένειες;”».

«Συχνά αφή­νει όρθιο μπρο­στά στον πίνα­κα το μαθη­τή που εξε­τά­ζει, κι αυτός βγά­ζει το σημειω­μα­τά­ριό του και γρά­φει. Γρά­φει, γρά­φει, συλ­λο­γιέ­ται, δια­βά­ζει, ξανα­γρά­φει… ωσό­του χτυ­πά­ει το κου­δού­νι και βγαί­νει από την τάξη, χωρίς να πει κου­βέ­ντα για το μαθη­τή, και δίχως να μας βάλει μάθη­μα παρακάτω…».

Είναι αλή­θεια πως το σημειω­μα­τά­ριό του είναι γεμά­το ποι­ή­μα­τα. Απλοϊ­κά είναι. «Δεν ξέρω από ποί­η­ση», λέει ο ίδιος, «μα, να, έτσι ξεσπάω… ολό­κλη­ρη νύχτα πώς να περά­σει…». Κι όλα μιλού­νε για ένα παι­δί που το λένε Τάκη. Διη­γού­νται τις χάρες του. Τις όμορ­φιές του. ‘Η περι­γρά­φουν το σπί­τι που από­μει­νε σκο­τει­νό. ‘Η μιλούν για τα μισο­τε­λειω­μέ­να του τετρά­δια και το ανοι­χτό βιβλίο…

Πού πήγες και μας άφη­σες στο ρημαγ­μέ­νο σπίτι;
Η μάνα σου σ’ απο­ζη­τά σ’ ανα­ζη­τά ο πατέρας,
Σε περι­μέ­νουν τα χαρ­τιά και τ’ ανοι­χτό βιβλίο,
Τάκη μας, πες πού βρί­σκε­σαι για να ‘ρθου­με κοντά σου,

Δε θέμε να πιστέ­ψου­με πως έφυ­γες για πάντα
Και θα σε περι­μέ­νου­με, να ‘ρθεί­τε με τον Πέτρο,

Ενας τον άλλον πιά­σε­τε σφι­χτά χέρι με χέρι,
Θέτε να ‘ρθεί­τε Κυρια­κή: Καθη­με­ρι­νή; για σκόλη;

Ξημέ­ρω­μα; Μεσά­νυ­χτα; Οπο­τε βουληθείτε…
Τις πόρ­τες θα ‘βρετ’ ανοι­χτές και τους γονιούς στο πόδι
Κρε­βά­τι δε γευ­τή­κα­με κι ύπνος δε μας επήρε
Από την ώρα, Τάκη μου, που σβή­στηκ’ η λαλιά σου…

«Τάκη λέγα­νε το παι­δί σας που εκτέ­λε­σαν οι Γερμανοί;».

«Οχι, κεί­νο το λέγα­νε Πέτρο… Κεί­νος ήταν ο μεγά­λος μου γιος. Ήτα­νε δεκα­εν­νιά χρο­νώ… Ο Τάκης είναι το μικρό. Εμείς, εγώ κι η μάνα του, τον Πέτρο δεν τον κλά­ψα­με. Δεν τον είδα­με σκο­τω­μέ­νο. Τ’ όνο­μά του δε γρά­φτη­κε που­θε­νά. Ούτε οι εφη­με­ρί­δες ανά­φε­ραν τίπο­τε. Ούτε κι οι Γερ­μα­νοί που πήγα­με και ξανα­πή­γα­με να μάθου­με ορι­στι­κά πράγ­μα­τα θελή­σα­νε να μας πλη­ρο­φο­ρή­σουν. Κεί­νο που ξέρο­με σίγου­ρα είναι πως τον πήραν από το Χαϊ­δά­ρι, μαζί με άλλους, στις οχτώ του Μάη του 1944, και πως ο Πέτρος φεύ­γο­ντας είπε σε κάποιον συγκρα­τού­με­νο: “Πάμε μεις”. Μα για πού τους πήγαι­ναν δεν του είπε. Ούτε κι άφη­σε σημεί­ω­μα, όπως κάνα­νε πολ­λοί. Και λέμε με τη μάνα του, πως τους πήραν εργά­τες στη Γερ­μα­νία… και πως ζει… και πως μια μέρα ο Πέτρος μου θα γυρί­σει… Έτσι το λέμε με τη μάνα του…».

Στα­μα­τά λίγο ο συνά­δελ­φος, παίρ­νει μαντί­λι και φτιά­χνει, σκου­πί­ζει την αλλοιω­μέ­νη του όψη και συνεχίζει:
«Εμείς κλαί­με μόνο τον Τάκη. Είχε τόσο τρυ­φε­ρή καρ­διά. Ολό­κλη­ρο χρό­νο με την πεί­να, μέσα στη σκό­νη, στη ζέστη… Υστε­ρα άμα πιά­σα­νε τα κρύα, με τις βρο­χές, με τα χιό­νια, πηγαι­νο­ερ­χό­τα­νε με τα πόδια στο Χαϊ­δά­ρι για τον Πέτρο. Οικο­νο­μού­σε δυο τσι­γά­ρα; του τα πήγαι­νε. Ενα πορ­το­κά­λι; κινού­σε δυο ώρες δρό­μο με τα πόδια για να του το πάει. Ενα γραμ­μα­τά­κι ή τα ρου­χα­λά­κια του. Του ‘λεγε καμιά φορά η μάνα του: “Κάτσε σήμε­ρα κι αύριο πάλι πας…”.

»“Οχι, για­τί θα μεί­νει παραπονεμένος…”

»Την ημέ­ρα που γύρι­σε με τον μπό­γο τα ρού­χα — όπως του τα ‘χε δώσει η μάνα του τα ‘φερε πίσω — “Δεν τα δεχτή­κα­νε”, μας είπε, κι έτρε­με το κατω­σά­γο­νό του, “για­τί τον Πέτρο”, λέει, “τον πήρα­νε χθες από το Χαϊδάρι…”.
»Αυτά τα λόγια είπε μόνο. Μα τα ‘λεγε τραυ­λι­στά. Τα μάτια του όμως ήταν στε­γνά αν και κατα­κόκ­κι­να. Σ’ όλο, λέει, το δρό­μο, έτσι μας είπαν, έκλαι­γε φωνα­χτά. Εκλαι­γε κι ερχό­τα­νε. Μόνο σαν κοντο­ζύ­γω­σε στο σπί­τι, κοί­τα­ξε να μετα­μορ­φι­στεί. Για μας… Πιά­σα­με ευτύς τους δρό­μους κι οι τρεις και ρωτού­σα­με να μάθου­με. Πήγα­με σε αστυ­νο­μί­ες, παντού, τίπο­τα. Νύχτω­σε. Η κυκλο­φο­ρία ήταν περιο­ρι­σμέ­νη. Κλει­στή­κα­με στο σπί­τι, χωρίς να ξέρου­με τίπο­τα για το παι­δί… Ούτε πού τον πήγαν, ούτε τι τον κάνα­νε… Πρωί πρωί την άλλη μέρα σηκώ­θη­κε ο Τάκης πρώτος.

»“Θα ξανα­πάω στο Χαϊ­δά­ρι”, μου λέει ο Τάκης μου, “να μάθω…”. Για­τί δεν τον εμπό­δι­σα; Για­τί τον άφησα;
__         »“Τι πια θα μάθεις από κει;”.
»Εγώ θα πάω, κι ας έχει φύγει… Θυμά­σαι, πατέ­ρα, που λέγα­με πότε να τόνε βγά­λουν… και λυπό­σουν για μένα, για τον κόπο μου; Μακά­ρι, πατέ­ρα, να τον ξέρα­με τώρα κλει­σμέ­νο κει μέσα, και σ’ όλη μου τη ζωή να πηγαι­νο­έρ­χο­μαι με τα πόδια στο Χαϊδάρι…».
»Του φώνα­ξε η μητέ­ρα του να του δώσει ένα κομ­μά­τι ψωμί που έφευ­γε νηστικό.
__       »“Δε θέλω, δε θέλω, δεν πεινώ…”.

»Αυτά ακού­σα­με τελευ­ταία από το στό­μα του. Μάθα­με πως πήγε πραγ­μα­τι­κά στο Χαϊ­δά­ρι, και πως κλαί­ο­ντας ρωτού­σε να μάθει για τον Πέτρο. Τι έμα­θε; Τι του είπαν; Δεν το ξέρομε…».
Κεί­νο το από­γευ­μα, που ο Τάκης, γυρ­νώ­ντας απ’ το Χαϊ­δά­ρι, χτυ­πή­θη­κε από γερ­μα­νι­κό αυτο­κί­νη­το και μετα­φέρ­θη­κε νεκρός πια στο Σταθ­μό Πρώ­των Βοη­θειών, τα Γυμνά­σια λει­τουρ­γού­σαν. Οι καθη­γη­τές ένας ένας βγαί­να­νε στο διά­λειμ­μα. Οι άντρες, όπως πάντα, βιά­ζο­νταν να καπνί­σουν, κι οι γυναί­κες ανά­πνε­αν βαθιά και σιω­πού­σαν, κατα­πο­νη­μέ­νες από το μόχθο της διδα­σκα­λί­ας. Κι εκεί ήρθε το μήνυ­μα για το συνά­δελ­φό μας: «Το παι­δί του βρί­σκε­ται χτυ­πη­μέ­νο στο Σταθ­μό Πρώ­των Βοη­θειών, οδός Γ΄ Σεπτεμ­βρί­ου… και να πάει» — σε μας είπαν με τρό­πο πως το παι­δί είναι κιό­λας νεκρό — «μα πρώ­τα να περά­σει από το σπί­τι του, να πάρει και τη γυναί­κα του…».

Ο συνά­δελ­φος δεν είχε βγει ακό­μα από την τάξη. Περι­μέ­να­με βου­βοί, κρα­τώ­ντας την ανα­πνοή μας, κεί­νο το άνοιγ­μα της πόρ­τας του. Βγή­κε. Κανείς δεν του μίλη­σε. Μόνο τον κοι­τά­ζα­με. Ανα­ψε τσι­γά­ρο κι άρχι­σε να περ­πα­τά πάνω-κάτω βυθι­σμέ­νος. Περι­μέ­να­με. Αφή­σα­με να τελειώ­σει το τσι­γά­ρο του. Εξα­ντλή­σα­με όλο το διά­λειμ­μα. Μα άμα χτύ­πη­σε το κου­δού­νι, για είσο­δο, δε σήκω­νε πια ανα­βο­λή. Μια τρυ­φε­ρή καθη­γή­τρια πήρε το κου­ρά­γιο, στά­θη­κε κοντά του, τον αγκά­λια­σε στορ­γι­κά και: «…Σας θένε στο σπί­τι σας… είναι μεγά­λη ανά­γκη, να πάτε το γρη­γο­ρό­τε­ρο στο σπί­τι σας…». Δεν του ανά­φε­ρε καθό­λου για το παι­δί και για Πρώ­των Βοηθειών…

«Πέστε μου», είπε φεύ­γο­ντας, βλέ­πο­ντας τη βου­βα­μά­ρα, την ταρα­χή μας, «μήπως ήρθε είδη­ση πως εκτε­λέ­στη­κε ο Πέτρος;».
Δεν απο­κλεί­ε­ται, του λέμε, καθώς μιλά­ει για τον Τάκη, να τον έχουν πράγ­μα­τι τον Πέτρο στεί­λει στη Γερ­μα­νία… Κεί­νον τον και­ρό είχαν κάμει πολ­λές απο­στο­λές εργατών…
«Οχι, όχι το παι­δί είναι εκτε­λε­σμέ­νο… Μα η καρ­διά η δική μας… δεν αντέ­χει να κλαί­ει δυο παι­διά… Κλαί­με με πόνο τον Τάκη μας… είχε τόσο τρυ­φε­ρή καρ­διά… σάστι­σε το παι­δί… ζαλί­στη­κε κι έπε­σε πάνω στ’ αυτο­κί­νη­το… μόνο τον Τάκη κλαί­με… και λέμε με τη μάνα του πως ο Πέτρος ζει και πως μια μέρα θα γυρίσει…».

Της Έλλης ΑΛΕΞΙΟΥ \ Ριζοσπάστης
1 Ιού­λη 2001 _’Ενθετο 7 Μέρες Μαζί

Με πλη­ρο­φο­ρί­ες (κυρί­ως)
από Ριζο­σπά­στη, 902.gr
και εδώ

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο