Γεννήθηκε και πέθανε ίδια μέρα 18 Γενάρη: η φυσική του απουσία δεν κατάφερε να τον στερήσει από καμιά παρέα, από κανένα γλέντι και γιορτή, γιατί «ζει και βασιλεύει» στην καθημερινότητά μας, με τα τραγούδια του να μας συντροφεύουν πάντα στη θλίψη, στον καημό, στον πόνο και στο άχτι μας, αλλά και στον έρωτα, στο κέφι, στη χαρά μας.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης υπήρξε ο δημιουργός που έδωσε συνέχεια στο ρεμπέτικο τραγούδι, δίνοντας το δικό του χρώμα και στίγμα. Συνθέτης, στιχουργός και τραγουδιστής, άνοιξε νέους ορίζοντες στο λαϊκό τραγούδι, αναδεικνύοντας μέσα από τα τραγούδια του τη ζωή του λαού μας. «Τίποτα δεν αγνόησα στα τραγούδια μου, διότι κι αυτό το θεωρούσα χρέος. Εγραψα για την Ελλάδα, για τη φτώχεια, για τη γυναίκα, για την εργατιά, για τον πόνο, για την αδικία, για το χαμό, για τη φυγή, για τη λευτεριά, για τον πόθο, για το ανικανοποίητο. Και πού δε φτερούγισε η φαντασία μου όλα αυτά τα χρόνια…», έλεγε ο ίδιος.
Άνοιξε νέους ορίζοντες
Χτίζοντας νότα τη νότα στην καρδιά της ρωμιοσύνης την απέραντη μουσική του, κατέθεσε ένα πλουσιότατο έργο σε μέγεθος και ποιότητα. Δημιουργώντας με το τεράστιο ταλέντο του τραγούδια σαν τη «Συννεφιασμένη Κυριακή», τον «εθνικό ύμνο» του λαϊκού μας τραγουδιού, που γράφτηκε μέσα στα σκοτεινά χρόνια της Κατοχής. Ενα τραγούδι εμπνευσμένο από «τα τραγικά περιστατικά που συνέβαιναν τότε στον τόπο μας, με την πείνα, τη δυστυχία, το φόβο, την καταπίεση, τις συλλήψεις, τις εκτελέσεις». Ανάμεσα στις δεκάδες επιτυχίες του τα τραγούδια: «Αρχόντισσα», «Αχάριστη», «Μπαξέ τσιφλίκι», «Τα πέριξ», «Νύχτες μαγικές», «Ξημερώνει και βραδιάζει», «Απόψε στις ακρογιαλιές», «Της Γερακίνας γιος» κ.ά. Ο Β. Τσιτσάνης υπήρξε ο δάσκαλος για τις γενιές των καλλιτεχνών που ακολούθησαν. Για μισό αιώνα, σκυμμένος πάνω σε τρεις διπλές χορδές, συνταίριαζε την αγωνία, τη λαχτάρα, την αγάπη του λαού μας. Αυτού του λαού, που τον αγάπησε και τον τοποθέτησε δίπλα στον Μάρκο Βαμβακάρη, στο πάνθεο των Αθανάτων.
Τα πρώτα του τραγούδια τα γράφει σε ηλικία 15 χρόνων. Στα τέλη του 1936 φεύγει από τα Τρίκαλα για την Αθήνα με σκοπό να σπουδάσει νομικά. Για να συμπληρώσει τα έσοδά του δουλεύει παράλληλα σε ταβέρνες. Σε μια απ’ αυτές γνωρίζει τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο, ο οποίος τον πηγαίνει σε μια δισκογραφική εταιρεία. Ηχογραφεί για πρώτη φορά το 1937, αλλά το κύριο μέρος των προπολεμικών δίσκων του πραγματοποιείται τα επόμενα χρόνια. Η «Αρχόντισσα» είναι το πιο γνωστό τραγούδι που ηχογραφεί τότε αλλά μαζί μ’ αυτό βρίσκουν θέση στη δισκογραφία τραγούδια όπως τα «Να γιατί γυρνώ», «Γι’ αυτά τα μαύρα μάτια σου» και πολλά άλλα που ερμηνεύουν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Κερομύτης αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης. Με αυτά τα τραγούδια ο Τσιτσάνης δίνει δημιουργική συνέχεια στο λαϊκό τραγούδι και το φέρνει σε πλατύτερο κοινό. Μ’ αυτά απαντά στη λογοκρισία της Μεταξικής δικτατορίας, η οποία απαγορεύει τόσο τα προϋπάρχοντα τραγούδια του ρεμπέτικου όσο και τις εμφανείς ανατολίτικες μελωδίες. Τα χρόνια της Κατοχής τα περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου δουλεύει σε διάφορα μαγαζιά. Αυτά τα χρόνια γράφει πολλά από τα τραγούδια που ηχογραφεί μετά τον πόλεμο, όταν άνοιξαν ξανά τα εργοστάσια δίσκων. «Αχάριστη», «Μπαξέ τσιφλίκι», «Τα πέριξ», «Νύχτες μαγικές», «Ζητιάνος της αγάπης», «Ντερμπεντέρισσα» και βέβαια τη «Συννεφιασμένη Κυριακή». Το 1946 εγκαθίσταται ξανά στην Αθήνα και αρχίζει πάλι να ηχογραφεί. Η δεκαετία 1945 — 1955 είναι ίσως η κορυφαία της καριέρας του καθώς γνωρίζει την πλατιά καταξίωση στη δισκογραφία και η πιο μεστή δημιουργικά γι’ αυτόν. Φέρνει στο προσκήνιο νέες φωνές που υπηρετούν τα τραγούδια του και δένονται μαζί του: Την Μαρίκα Νίνου, την Σωτηρία Μπέλλου, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη. «Είμαστε αλάνια», «Πήρα τη στράτα κι έρχομαι», «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «Τρελός Τσιγγάνος», «Πέφτουν της βροχής οι στάλες», «Ομορφη Θεσσαλονίκη», «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Κάνε λιγάκι υπομονή», «Φάμπρικες», «Πέφτεις σε λάθη», «Καβουράκια», «Κάθε βράδυ λυπημένη», «Ξημερώνει και βραδιάζει», «Ελα όπως είσαι», είναι μερικά μόνο από τα τραγούδια του γι’ αυτή την περίοδο.
Μια διατριβή για το έργο του
Αποτελεί η μουσική του Βασίλη Τσιτσάνη από μόνη της ένα ξεχωριστό είδος; Τι μπορεί να αποκαλύψει η ανάλυση της συνθετικής τεχνοτροπίας του σχετικά με τα «σύνορα» του ρεμπέτικου και του νεότερου λαϊκού τραγουδιού; Ποιες οι ουσιαστικές συνθετικές διαφορές μεταξύ των τραγουδιών του και των ρεμπέτικων τραγουδιών πριν από αυτόν; Ποια τα κύρια στοιχεία του στίγματος του Τσιτσάνη;
Ποιος θα το πίστευε ότι το ενδιαφέρον για τέτοιου είδους απαντήσεις θα ερχόταν από το Λιντς της Βρετανίας; Η έκπληξη του νέου μουσικού, απόφοιτου του Τμήματος Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας Νίκου Ορδουλίδη, που έκανε το μεταπτυχιακό του, ήταν μεγάλη ακούγοντας τους καθηγητές του εκεί να του μιλούν για την Σωτηρία Μπέλλου και τον Βασίλη Τσιτσάνη. Η έκπληξη του Νίκου Ορδουλίδη ήταν ακόμη μεγαλύτερη όταν οι συνομιλητές του του πρότειναν να κάνει στο εκεί πανεπιστήμιο τη διατριβή του με θέμα τον Βασίλη Τσιτσάνη.
«Δυστυχώς έξω ενδιαφέρονται, όπως αποδείχθηκε, περισσότερο γι’ αυτά τα θέματα», λέει ο Νίκος Ορδουλίδης, ο οποίος πριν από λίγα χρόνια άρχισε μια έρευνα που όχι μόνο θα βοηθήσει τον ίδιο ως επιστήμονα, αλλά και θα βάλει τις βάσεις ενός αρχείου πολλαπλά πολύτιμου. Τίτλος Διδακτορικού: «Η Δισκογραφική Καριέρα του Βασίλη Τσιτσάνη (1936 — 1983). Ανάλυση της Μουσικής του και τα Προβλήματα της Ερευνας στην Ελληνική Λαϊκή Μουσική».
«Ο Βασίλης Τσιτσάνης — λέει ο Ν. Ορδουλίδης — είναι μία φυσιογνωμία — κλειδί στην ιστορία του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Ο Τσιτσάνης ως μουσικός και ως συνθέτης ήταν καινοτόμος και ανακαινιστής. Οι ρίζες της μουσικής του βρίσκονται στο ρεμπέτικο είδος. Αλλάζοντας τις ρίζες αυτές, δημιούργησε, διαμόρφωσε και καθιέρωσε το ελληνικό λαϊκό είδος μουσικής. Μια προκαταρκτική ανάλυση των ηχογραφημένων τραγουδιών του Τσιτσάνη φανερώνει τη μοναδική και ξεχωριστή του συνεισφορά ως εκτελεστή και συνθέτη. Η ανάλυση επίσης φανερώνει το πόσο μεγάλο ρόλο και αντίκτυπο είχε η μουσική του Τσιτσάνη στην εξέλιξη και γενικά στην ιστορία της ελληνικής λαϊκής μουσικής».
Μια φυσιογνωμία — κλειδί
Πολλά από τα βασικά συστατικά της συνθετικής τεχνοτροπίας του Τσιτσάνη αντλούνται από τις παραδοσιακές φόρμες που απαντώνται στο ρεμπέτικο, πριν από αυτόν.
«Υπάρχει, όμως, ένα αρκετά ξεχωριστό χαρακτηριστικό», επισημαίνει στο διδακτορικό του ο Ν. Ορδουλίδης, «εξαιτίας της μεγάλης σε διάρκεια δισκογραφικής του καριέρας (1936 — 1983), η τεχνοτροπία του παρουσιάζει αλλαγές από περίοδο σε περίοδο. Οι συγκρίσεις μεταξύ του πριν με το μετά φανερώνουν τις διαφορές, τις ομοιότητες και γενικώς τις σχέσεις — συνδέσεις των διαφόρων περιόδων. Σχέσεις οι οποίες και γεννούν πολλά ερωτήματα: Με ποιο τρόπο επηρέασε ο Τσιτσάνης την επόμενη γενιά του λαϊκού τραγουδιού; Ακολουθεί “κάτι”, ή είναι αυτός το “κάτι” που ακολουθείται; Αν δεχτούμε το δεύτερο, συμβαίνει όλο αυτό εν γνώσει του ιδίου; Γνωρίζει τις διαστάσεις και τις επιδράσεις των αλλαγών που εισάγει στο είδος; Δημιουργεί, με άλλα λόγια, μουσική συνειδητά ή όχι; Κυρίως από προφορικές πηγές καταλαβαίνουμε πως ήταν ικανός να αντιληφθεί και να αξιολογήσει τις εξελίξεις, όπως για παράδειγμα τις ανάγκες της αγοράς, τις προτιμήσεις του κοινού και γενικά τη μόδα την οποία η μουσική βιομηχανία κάθε φορά προωθούσε. Ακρως σημαντικά είναι τα νέα στοιχεία που εισήγαγε αμέσως μετά το τέλος του πολέμου (1946) και την επαναλειτουργία του εργοστασίου της Columbia. Τις προθέσεις του γύρω από τα νέα αυτά στοιχεία έδειξε από το προπολεμικό του κιόλας έργο (παράδειγμα τα τραγούδια του που ο ίδιος αποκαλούσε καντάδες). Από δικές του συνεντεύξεις, καθώς και από μαρτυρίες, πληροφορούμαστε πως ετοίμασε ένα ολοκαίνουριο, σημαντικού όγκου ρεπερτόριο κατά τη διάρκεια της Κατοχής, στη Θεσσαλονίκη, όπου και έζησε. Με την επιστροφή του στη δισκογραφία, ήταν έτοιμος να ηχογραφήσει το ρεπερτόριο αυτό, το οποίο φαίνεται πως αποτελεί τη βάση του (νέου) λαϊκού τραγουδιού. Γενική παραδοχή αποτελεί το γεγονός πως η περίοδος μεταξύ του 1940 και του 1950 υπήρξε μία περίοδος γεμάτη μεγάλες αλλαγές για το ελληνικό τραγούδι, πολλές από τις οποίες “χρεώνονται” στον Τσιτσάνη».
Αθάνατος, χάρη στα τραγούδια του
Αριστούλα Ελληνούδη _Ριζοσπάστης
Μια εργοβιογραφία του να θυμίζει την πολύχρονη απουσία του κορυφαίου λαϊκού δημιουργού
Ήταν από εκείνους τους ανθρώπους, που ο φυσικός τους θάνατος δε βάζει τέλος στην ύπαρξή τους. Κι όμως ο Βασίλης Τσιτσάνης «ζει και βασιλεύει» στην καθημερινότητά μας. Τα τραγούδια του είναι και θα είναι στο στόμα ολωνών μας. Είτε στη θλίψη, στον καημό, στον πόνο και στο άχτι μας, είτε στον έρωτα, στο κέφι, στο γλέντι, στη χαρά μας. «Οταν έφτιαχνα ένα τραγούδι, ζούσα δυο ζωές. Μια όταν το έγραφα και μια όταν το έπαιζα στον κόσμο», έλεγε ο Τσιτσάνης. Ετσι και κάθε ρωμιός — σήμερα και για πάντα — όποτε λέει ένα τραγούδι του είναι σαν να «ζει» δυο ζωές. Και τη δική του και του Τσιτσάνη. Το έργο του Τσιτσάνη, κατά την άποψη σημαντικών μουσικολόγων αλλά και συνθετών, χρήζει και αξίζει — ιδιαίτερης, μέσα στο είδος του λαϊκού τραγουδιού — συστηματικής μελέτης.
Σημαντικότατο βοήθημα για τη διεξαγωγή, κάποτε, μιας συστηματικής μελέτης, του πληθωρικού έργου του, αποτελεί το νέο βιβλίο του Σώτου Αλεξίου «Ο ξακουστός Τσιτσάνης» (εκδόσεις «Κοχλίας», 480 σελ.), μέσω του οποίου τιμούμε, με την ευκαιρία της 20χρονης απουσίας του, τη μνήμη του Βασίλη Τσιτσάνη. Να σημειώσουμε ότι το — εικονογραφημένο με σπάνιες φωτογραφίες — βιβλίο, πλαισιώνουν εκτενή και χρονικά τεκμηριωμένα παραρτήματα με: Τα τραγούδια που ηχογράφησε ο Τσιτσάνης σε δίσκους 78 στροφών, από το 1946–1957. Με τα τραγούδια του σε δίσκους 45 στροφών (και στους δύο καταλόγους περιλαμβάνονται και οι στίχοι). Με σημειώσεις και ευρετήριο τραγουδιών.
Το βιβλίο αυτό, σαν «συνέχεια» του πρώτου βιβλίου του Σώτου Αλεξίου «Βασίλης Τσιτσάνης. Η παιδική ηλικία ενός ξεχωριστού δημιουργού», ολοκληρώνει την πολύχρονη έρευνα του συγγραφέα σχετικά με τον προσωπικό, οικογενειακό, επαγγελματικό βίο και το πληθωρικό έργο του Τσιτσάνη, υπό το «φως» και σε απόλυτη συνάρτηση με τις πολιτικο-κοινωνικές εξελίξεις και συνθήκες ‑και στο χώρο της λαϊκής μουσικής και γενικότερα των καλλιτεχνικών θεαμάτων, λ.χ. του θεάτρου — στο διάβα των δεκαετιών, από το 1934 μέχρι και το θάνατό του. «Πηγές» της έρευνας του Σ. Αλεξίου δεν ήταν μόνον εφημερίδες, χειρόγραφα, γράμματα, ρεκλάμες κέντρων, φωτογραφίες, δισκογραφικά ντοκουμέντα κλπ. Κυρίως, ήταν η συμπαράσταση της οικογένειας του συνθέτη, και οι ζωντανές αφηγήσεις — μαρτυρίες, πολλών ομοτέχνων και συνεργατών του, εκπροσώπων δισκογραφικών εταιριών, συλλεκτών του έργου του. Αλλά και μαρτυρίες συμμαθητών και φίλων του από τα Τρίκαλα — λ.χ. του κατοπινού κομμουνιστή και αντάρτη του ΕΛΑΣ Γιώργου Μπακοβασίλη, ο οποίος διωκόμενος, μετά την απελευθέρωση, κρύφτηκε από τον Τσιτσάνη στο μαγαζί του Χειλά, καθώς και μαρτυρίες ανθρώπων, οι οποίοι τον γνώρισαν, σε ανύποπτο χρόνο. Μεταξύ των τελευταίων είναι ο Επίτιμος Πρόεδρος του ΚΚΕ, Χαρίλαος Φλωράκης, ο αγωνιστής της ΕΠΟΝ, ζωγράφος Γιώργος Φαρσακίδης κ.ά. Αξίζει τον κόπο να σταθούμε σε μερικές τέτοιες μαρτυρίες.
Το ξεκίνημα
Ο Τσιτσάνης στη σχολική περίοδο 1932–33 φοιτά στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου Τρικάλων. Καθώς, όμως, όπως αφηγείται ο συμμαθητής και φίλος του Γ. Μπακοβασίλης, «ήταν αγαπητός και περιζήτητος στις γλεντζέδικες παρέες» της γενέτειράς του για το μπουζούκι που έπαιζε, μένει μεταξεταστέος στα μαθηματικά». Ξαναδίνει το μάθημα και το Φλεβάρη του 1934, παίρνει το απολυτήριο. Το Γενάρη του 1935 περνά περιοδεύων κι ύστερα κατεβαίνει στην Αθήνα, με το μπουζούκι του κρυμμένο στο σακάκι, να σπουδάσει Νομικά. Για να επιβιώσει, το «βλαχάκι», όπως τον έλεγαν «οι μάγκες» της Αθήνας, παίζει σε μικρομάγαζα μπουζούκι και τραγουδά «κάτι αλλιώτικα τραγούδια». Αυτή τη χρονιά μπαίνει και στη δισκογραφία με το τραγούδι «Σ’ έναν τεκέ σκαρώσανε» και συμμετοχή στην «Άμαξα» του Περδικόπουλου. Το 1938 ο στρατευμένος πια Τσιτσάνης, υπηρετεί στο Τάγμα Τηλεγραφητών στη Θεσσαλονίκη, όπου στάλθηκε και ο Χαρίλαος Φλωράκης. Τότε πρωτογνωρίζονται και ξανασυναντώνται το 1940 στο Τάγμα Μηχανικών στα Γιαννιτσά, πριν αναχωρήσουν για το μέτωπο.
Ο Χαρίλαος Φλωράκης διηγείται για τη ζωή τους στο Τάγμα Τηλεγραφητών: «Όταν πήγα εγώ στο Τάγμα, ο Τσιτσάνης ήταν ήδη γνωστός και αγαπητός στους φαντάρους. Συχνά τα βράδια μετά το προσκλητήριο πηδούσε τα συρματοπλέγματα με κάποιον άλλο και πήγαιναν στις ταβέρνες που ήταν γύρω από το στρατόπεδο και δούλευαν μέχρι αργά το βράδυ. Με τον ίδιο τρόπο ξαναγύριζαν και ούτε γάτος ούτε ζημιά. Κάποια φορά όμως ο επιλοχίας τού έστησε καρτέρι και τον έπιασε στα πράσα, που πηδούσε το φράχτη. Την άλλη μέρα το πρωί στην αναφορά τον ρωτάει ο λοχαγός: “Τι γύρευες στα σύρματα τέτοια ώρα, Τσιτσάνη;”. Κι αυτός με χιούμορ και ετοιμόλογος του απαντά: “Ασυρματιστής δεν είμαι κυρ λοχαγέ; Πήγα να τα επιθεωρήσω, να δω αν είναι εντάξει”».
Το 1938, με επταήμερη άδεια από το στρατό, κατεβαίνει στην Αθήνα και ηχογραφεί την «Αρχόντισσα» και άλλα τραγούδια. Αυτή τη χρονιά δισκογράφησε 25 τραγούδια στην Odeon, 7 στην Columbia και 9 στη HMV. Το 1939, με άδειες του στρατού κατεβαίνει συχνά στην Αθήνα και ηχογραφεί τραγούδια του. Στη Θεσσαλονίκη, νοικιάζει ένα δωματιάκι στην οδό Στρωμνίτσης 20, στο Ντεπό. Γείτονάς του, είναι ο έφηβος τότε, Γιώργος Φαρσακίδης, ο οποίος θυμάται ότι κοντά στη γειτονιά ήταν το Τάγμα Τηλεγραφητών. Οτι τις Κυριακές «τα φαντάρια τρώγανε πατάτες με κρέας» κι ότι μέχρι να γίνει το φαγητό, «παίζανε ποδόσφαιρο στο γήπεδο. Πολλές φορές είδα τον Τσιτσάνη πάνω στις κερκίδες, ανάμεσα στους αξιωματικούς, να παίζει το μπουζούκι και να τραγουδά μαζί τους. Εμείς, τα μαγκάκια της γειτονιάς, όταν βλέπαμε τον Τσιτσάνη με το μπουζούκι, δίναμε σύρμα και στους άλλους και τρέχαμε ν’ ακούσουμε τον φαντάρο που, όπως λέγαμε, τραγουδούσε στα γραμμόφωνα».
Τα χρόνια στη Θεσσαλονίκη
Το 1939 ο Τσιτσάνης αρραβωνιάζεται την αγαπημένη του Ζωή, και στις αρχές του 1940 απολύεται από το στρατό. Στην Αθήνα ηχογραφεί κάθε τόσο καινούρια τραγούδια. Κηρύσσεται ο Πόλεμος και ο Τσιτσάνης επιστρατεύεται. Δίνει στη μάνα του φίλου του Γκανάτσου, την κυρ Αγγέλα, να του φυλάξει το μπουζούκι, «θά ‘ρθω να το πάρω μετά τον πόλεμο» της λέει και στις 30 Οκτώβρη φεύγει με το 20 Τάγμα Μηχανικών για την πρώτη γραμμή του μετώπου. Επιστρέφοντας από το μέτωπο, προβληματίζεται πού να κυνηγήσει το μεροκάματο. Επιλέγει να δουλέψει στη Θεσσαλονίκη, όπου ελπίζοντας σε ένα κομμάτι ψωμί περιοδεύουν και αθηναϊκοί θίασοι, και γενικότερα σε μακεδονικές πόλεις.
Καθώς κλείσανε «Τα κούτσουρα του Δαλαμάγκα», μετά το θάνατο του Δαλαμάγκα, ο συνθέτης με τη Ζωή ανοίγουν ένα δικό τους μικρομάγαζο, το «Ουζερί Τσιτσάνης», όπου εμφανίστηκαν πολλοί ομότεχνοι του Τσιτσάνη στα χρόνια της κατοχής. Στη διάρκεια της κατοχής έγραψε δεκάδες τραγούδια, δούλεψε και σε άλλα μαγαζιά, περιόδευσε σε μακεδονικές πόλεις, παντρεύτηκε τη Ζωή, και έγινε πατέρας (1943).
Δυο τραγούδια για το ΕΑΜ
«Ο Τσιτσάνης δεν είχε στόφα ήρωα. Τις ηρωικές πράξεις τις θαύμαζε στους άλλους. Λίγο πριν φύγουν οι Γερμανοί από τη Θεσσαλονίκη έγραψε δυο τραγούδια — ύμνους για την αντίσταση, που όπως είπε ο ίδιος, κάπου κάπου τα παίζανε στο μαγαζί. Αλλοι λένε πως ήταν παραγγελία από το ΕΑΜ και άλλοι πως τον πίεσαν αντάρτες του ΕΛΑΣ όταν ήταν στην Πύλη Τρικάλων, τον Ιούνιο του 1943», σημειώνει ο συγγραφέας του βιβλίου και παραθέτει γραπτή μαρτυρία του Τσιτσάνη: «Τραγούδια, όπως λένε “αντιστασιακά ” έγιναν στα βουνά. Εγώ έχω γράψει δύο τέτοια, ένα για τους αντάρτες και ένα επαναστατικό, όταν πλησιάζαμε στην απελευθέρωση. Αυτό για τους αντάρτες σε ρυθμό χασάπικο 2/4, το δε επαναστατικό είναι μαρς. Αυτά τα έγραψα την τελευταία χρονιά, πριν την απελευθέρωση και τα τραγουδούσαμε εν κλειστώ κύκλω».
Ο στενός φίλος και συνεργάτης του συνθέτη, Αντρέας Σαμαράς, διηγείται: «Πολλές φορές διάφοροι φίλοι του Βασίλη του κάνανε πρόταση να γίνει μέλος του ΕΑΜ. Ηταν όμως διστακτικός, δεν το αποφάσιζε. Κάποια φορά, άνοιξη του ’44, ήρθε απεσταλμένος από την επιτροπή του ΕΑΜ Επανωμής και τον κάλεσε να τους επισκεφθεί για να μιλήσουνε. Ο Βασίλης αφού το σκέφθηκε πολύ του λέει: “Να τους πεις πως θά ‘ρθω σε λίγες μέρες”. Πράγματι σε κάνα δυο μέρες πήγαμε. Εγώ, ο Βασίλης και η Ζωή. Μας υποδέχτηκαν τα μέλη της επιτροπής του ΕΑΜ. Είχανε πανηγύρι, γιορτές, θέατρο, Καραγκιόζη, σε ένα πάλκο στην πλατεία έπαιζαν τα κλαρίνα και χόρευαν. Εκεί ζούσαν ελεύθεροι. Ολοι ήταν αρματωμένοι. Μας συμπεριφέρθηκαν με μεγάλο σεβασμό. Πολλοί ήξεραν τον Βασίλη και τον παρακάλεσαν να τους παίξει τραγούδια του. Εκεί έγραψε και τα δυο τραγούδια για το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ. Τα έπαιζε συνέχεια και τα μάθανε και οι κλαρινιτζήδες και τα παίζανε μαζί. Ολοι ήταν ξετρελαμένοι με τον Τσιτσάνη. Εγώ ύστερα από τρεις τέσσερις μέρες έφυγα, γιατί έπρεπε να κοιτάξω και το μαγαζί, για. Ο Βασίλης και η Ζωή ήρθαν ύστερα από μερικές μέρες. Αποφασίστηκε να μείνει έξω από το ΕΑΜ και να το βοηθάει όποτε υπήρχε ανάγκη. Ετσι κι έγινε. Πολλοί βρήκαν καταφύγιο στο “Ουζερί” για μια δυο μέρες».
Παραθέτουμε τον ύμνο του ΕΑΜ, που έγραψε ο Τσιτσάνης:
«Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ.
Χρόνια τώρα πάνω στα βουνά
της Ελλάδος τα γερά τα παιδιά
το ντουφέκι πάντα συντροφιά
πολεμούν για την ελευθεριά.
Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ
της ΕΠΟΝ ο κάθε ήρωας.
Δόξα και τιμή στους τρεις εσάς».
Αθάνατα, αλληγορικά τραγούδια
Με την απελευθέρωση «ανάσανε» όχι μόνο ο λαός αλλά και οι δημιουργοί της λαϊκής μουσικής. Στην εφημερίδα «Λαϊκή Φωνή», οργάνου του Γραφείου της ΚΟ Περιοχής Μακεδονίας του ΚΚΕ, στις 12 Μάη του 1945 αναγγέλλεται: «Από σήμερα Σάββατο στην ταβέρνα “Τ’ Αμπέλι” παίζει ο Τσιτσάνης». Η χαρά της λευτεριάς δεν κράτησε, δυστυχώς, πολύ. Οι ταγματαλήτες ξανακάνανε την τρομοκρατική εμφάνισή τους και στα λαϊκά μουσικομάγαζα της Θεσσαλονίκης. Το 1946 ο Τσιτσάνης αποφασίζει να κατεβεί, οριστικά, στην Αθήνα. Είναι, άλλωστε, ξακουστός. Αλλά και της Αθήνας τα μαγαζιά δεν τα αφήνουν σε ησυχία τα — πληρωμένα τώρα από την αγγλοκρατία και «εθνικόφρονα» — αποβράσματα.
Χαρακτηριστικό είναι το επεισόδιο που έγινε ένα βράδυ του 1949, στο μαγαζί του «Τζίμη του Χοντρού», όπου έπαιζαν ο Τσιτσάνης με τη Σωτηρία Μπέλλου. Στο μαγαζί, βρίσκονται οι διαβόητοι Χίτες αδελφοί, Κατελαναίοι. Επιδείχνοντας τα όπλα τους, θορυβούν και ειρωνεύονται τη Σωτηρία Μπέλλου, την ώρα που τραγουδά. Εκείνη αντιδρά. Της φωνάζουν «Πες, μωρή παλιοκομμούνι το τραγούδι “Του αϊτού ο γιος”». Αντ’ αυτού η πρώην αντάρτισσα του ΕΛΑΣ, απαντά δεν το ξέρω και αρχίζει να λέει το τραγούδι του Τσιτσάνη, γραμμένο το 1947, «Κάποια μάνα αναστενάζει» (και στη στροφή που το τραγούδι λέει «ο λεβέντης να γυρίσει απ’ τη μαύρη ξενιτιά» το παραφράζει «ο λεβέντης να γυρίσει απ’ τη μαύρη Ικαριά»). Ακολούθησε πανδαιμόνιο. Εκείνη δεν το έβαζε κάτω. Οι Χίτες την έβρισαν ελεεινά, τη χτύπησαν, της κουρέλιασαν τα ρούχα και αιμόφυρτη την πέταξαν στο πάτωμα της τουαλέτας. Η Μπέλλου έφυγε αιμόφυρτη. Κι ο Τζίμης είπε στην κομπανία «κοιτάξτε να βρείτε γυναίκα. Μου το είπαν καθαρά πως αν δε φύγει το κομμούνι θα μου το κάψουν το μαγαζί».
Στη διάρκεια του εμφυλίου και στα μετεμφυλιακά «πέτρινα χρόνια», ανάμεσα στο ογκώδες συνθετικό και στιχουργικό έργο του Τσιτσάνη, περιλαμβάνονται και τραγούδια που εύγλωττα αλληγορούν, μιλώντας για το νέο ηρωικό αγώνα στα βουνά, για τα δεινά και το χαμό αμέτρητων αγωνιστών. Τι άλλο από αλληγορία είναι το τραγούδι «Συννεφιασμένη Κυριακή» (1948). Το τραγούδι και «Για μια κόρη ξελογιάστρα» (1947): «Χτίζουν και γκρεμίζουν κάστρα/ σ’ ένα γλέντι φοβερό/ για μια κόρη ξελογιάστρα,/ κι αν χαθεί πού θα τη βρω./ Δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω/ σε βουνά και σε γκρεμό,/ κι όμως ζω να τυραννιέμαι/ στο δικό της τον καημό./ Μου την άρπαξε η μοίρα/ μια βραδιά στο χαλασμό/ θα τη βρω και θα την πάρω/ τό ‘χω βάλει για σκοπό».
Αλληγορία είναι και το «Το ρημαγμένο σπίτι» (1947): «Μπρος στο ρημαγμένο σπίτι/ με τις πόρτες τις κλειστές/ τον καημό μου σιγοκλαίω/ και ματώνουν οι καρδιές./ Ούτε μάνα ούτε αδέρφια/ κι εγώ έρημο πουλί,/ βλέπω αράχνες στο κατώφλι/ και χορτάρια στην αυλή./ Τι να πω και τι ν’ αφήσω/ απ’ την τόση συμφορά;/Ο,τι αγάπησα στον κόσμο/ δε θα δω άλλη φορά».
Όλη η δισκογραφία _Εργογραφία _αναλυτικά