Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αφιέρωμα Βασίλης Τσιτσάνης 🎶🎶 Μεγάλη και μοναδική η προσφορά του

Γεν­νή­θη­κε και πέθα­νε ίδια μέρα 18 Γενά­ρη: η φυσι­κή του απου­σία δεν κατά­φε­ρε να τον στε­ρή­σει από καμιά παρέα, από κανέ­να γλέ­ντι και γιορ­τή, για­τί «ζει και βασι­λεύ­ει» στην καθη­με­ρι­νό­τη­τά μας, με τα τρα­γού­δια του να μας συντρο­φεύ­ουν πάντα στη θλί­ψη, στον καη­μό, στον πόνο και στο άχτι μας, αλλά και στον έρω­τα, στο κέφι, στη χαρά μας.

Ο Βασί­λης Τσι­τσά­νης υπήρ­ξε ο δημιουρ­γός που έδω­σε συνέ­χεια στο ρεμπέ­τι­κο τρα­γού­δι, δίνο­ντας το δικό του χρώ­μα και στίγ­μα. Συν­θέ­της, στι­χουρ­γός και τρα­γου­δι­στής, άνοι­ξε νέους ορί­ζο­ντες στο λαϊ­κό τρα­γού­δι, ανα­δει­κνύ­ο­ντας μέσα από τα τρα­γού­δια του τη ζωή του λαού μας. «Τίπο­τα δεν αγνό­η­σα στα τρα­γού­δια μου, διό­τι κι αυτό το θεω­ρού­σα χρέ­ος. Εγρα­ψα για την Ελλά­δα, για τη φτώ­χεια, για τη γυναί­κα, για την εργα­τιά, για τον πόνο, για την αδι­κία, για το χαμό, για τη φυγή, για τη λευ­τε­ριά, για τον πόθο, για το ανι­κα­νο­ποί­η­το. Και πού δε φτε­ρού­γι­σε η φαντα­σία μου όλα αυτά τα χρό­νια…», έλε­γε ο ίδιος.

                       Άνοιξε νέους ορίζοντες

Χτί­ζο­ντας νότα τη νότα στην καρ­διά της ρωμιο­σύ­νης την απέ­ρα­ντη μου­σι­κή του, κατέ­θε­σε ένα πλου­σιό­τα­το έργο σε μέγε­θος και ποιό­τη­τα. Δημιουρ­γώ­ντας με το τερά­στιο ταλέ­ντο του τρα­γού­δια σαν τη «Συν­νε­φια­σμέ­νη Κυρια­κή», τον «εθνι­κό ύμνο» του λαϊ­κού μας τρα­γου­διού, που γρά­φτη­κε μέσα στα σκο­τει­νά χρό­νια της Κατο­χής. Ενα τρα­γού­δι εμπνευ­σμέ­νο από «τα τρα­γι­κά περι­στα­τι­κά που συνέ­βαι­ναν τότε στον τόπο μας, με την πεί­να, τη δυστυ­χία, το φόβο, την κατα­πί­ε­ση, τις συλ­λή­ψεις, τις εκτε­λέ­σεις». Ανά­με­σα στις δεκά­δες επι­τυ­χί­ες του τα τρα­γού­δια: «Αρχό­ντισ­σα», «Αχά­ρι­στη», «Μπα­ξέ τσι­φλί­κι», «Τα πέριξ», «Νύχτες μαγι­κές», «Ξημε­ρώ­νει και βρα­διά­ζει», «Από­ψε στις ακρο­για­λιές», «Της Γερα­κί­νας γιος» κ.ά. Ο Β. Τσι­τσά­νης υπήρ­ξε ο δάσκα­λος για τις γενιές των καλ­λι­τε­χνών που ακο­λού­θη­σαν. Για μισό αιώ­να, σκυμ­μέ­νος πάνω σε τρεις διπλές χορ­δές, συνταί­ρια­ζε την αγω­νία, τη λαχτά­ρα, την αγά­πη του λαού μας. Αυτού του λαού, που τον αγά­πη­σε και τον τοπο­θέ­τη­σε δίπλα στον Μάρ­κο Βαμ­βα­κά­ρη, στο πάν­θεο των Αθανάτων.

Τα πρώ­τα του τρα­γού­δια τα γρά­φει σε ηλι­κία 15 χρό­νων. Στα τέλη του 1936 φεύ­γει από τα Τρί­κα­λα για την Αθή­να με σκο­πό να σπου­δά­σει νομι­κά. Για να συμπλη­ρώ­σει τα έσο­δά του δου­λεύ­ει παράλ­λη­λα σε ταβέρ­νες. Σε μια απ’ αυτές γνω­ρί­ζει τον τρα­γου­δι­στή Δημή­τρη Περ­δι­κό­που­λο, ο οποί­ος τον πηγαί­νει σε μια δισκο­γρα­φι­κή εται­ρεία. Ηχο­γρα­φεί για πρώ­τη φορά το 1937, αλλά το κύριο μέρος των προ­πο­λε­μι­κών δίσκων του πραγ­μα­το­ποιεί­ται τα επό­με­να χρό­νια. Η «Αρχό­ντισ­σα» είναι το πιο γνω­στό τρα­γού­δι που ηχο­γρα­φεί τότε αλλά μαζί μ’ αυτό βρί­σκουν θέση στη δισκο­γρα­φία τρα­γού­δια όπως τα «Να για­τί γυρ­νώ», «Γι’ αυτά τα μαύ­ρα μάτια σου» και πολ­λά άλλα που ερμη­νεύ­ουν ο Στρά­τος Παγιουμ­τζής, ο Στελ­λά­κης Περ­πι­νιά­δης, ο Κερο­μύ­της αλλά και ο Μάρ­κος Βαμ­βα­κά­ρης. Με αυτά τα τρα­γού­δια ο Τσι­τσά­νης δίνει δημιουρ­γι­κή συνέ­χεια στο λαϊ­κό τρα­γού­δι και το φέρ­νει σε πλα­τύ­τε­ρο κοι­νό. Μ’ αυτά απα­ντά στη λογο­κρι­σία της Μετα­ξι­κής δικτα­το­ρί­ας, η οποία απα­γο­ρεύ­ει τόσο τα προ­ϋ­πάρ­χο­ντα τρα­γού­δια του ρεμπέ­τι­κου όσο και τις εμφα­νείς ανα­το­λί­τι­κες μελω­δί­ες. Τα χρό­νια της Κατο­χής τα περ­νά στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, όπου δου­λεύ­ει σε διά­φο­ρα μαγα­ζιά. Αυτά τα χρό­νια γρά­φει πολ­λά από τα τρα­γού­δια που ηχο­γρα­φεί μετά τον πόλε­μο, όταν άνοι­ξαν ξανά τα εργο­στά­σια δίσκων. «Αχά­ρι­στη», «Μπα­ξέ τσι­φλί­κι», «Τα πέριξ», «Νύχτες μαγι­κές», «Ζητιά­νος της αγά­πης», «Ντερ­μπε­ντέ­ρισ­σα» και βέβαια τη «Συν­νε­φια­σμέ­νη Κυρια­κή». Το 1946 εγκα­θί­στα­ται ξανά στην Αθή­να και αρχί­ζει πάλι να ηχο­γρα­φεί. Η δεκα­ε­τία 1945 — 1955 είναι ίσως η κορυ­φαία της καριέ­ρας του καθώς γνω­ρί­ζει την πλα­τιά κατα­ξί­ω­ση στη δισκο­γρα­φία και η πιο μεστή δημιουρ­γι­κά γι’ αυτόν. Φέρ­νει στο προ­σκή­νιο νέες φωνές που υπη­ρε­τούν τα τρα­γού­δια του και δένο­νται μαζί του: Την Μαρί­κα Νίνου, την Σωτη­ρία Μπέλ­λου, τον Πρό­δρο­μο Τσα­ου­σά­κη. «Είμα­στε αλά­νια», «Πήρα τη στρά­τα κι έρχο­μαι», «Χωρί­σα­με ένα δει­λι­νό», «Τρε­λός Τσιγ­γά­νος», «Πέφτουν της βρο­χής οι στά­λες», «Ομορ­φη Θεσ­σα­λο­νί­κη», «Αντι­λα­λού­νε τα βου­νά», «Κάνε λιγά­κι υπο­μο­νή», «Φάμπρι­κες», «Πέφτεις σε λάθη», «Καβου­ρά­κια», «Κάθε βρά­δυ λυπη­μέ­νη», «Ξημε­ρώ­νει και βρα­διά­ζει», «Ελα όπως είσαι», είναι μερι­κά μόνο από τα τρα­γού­δια του γι’ αυτή την περίοδο.

Στη μνή­μη του Βασί­λη Τσι­τσά­νη (1915–1984), που ήρθε και έφυ­γε από τη ζωή μια μέρα σαν σήμε­ρα, 18 του Γενάρη

Μια διατριβή για το έργο του

Απο­τε­λεί η μου­σι­κή του Βασί­λη Τσι­τσά­νη από μόνη της ένα ξεχω­ρι­στό είδος; Τι μπο­ρεί να απο­κα­λύ­ψει η ανά­λυ­ση της συν­θε­τι­κής τεχνο­τρο­πί­ας του σχε­τι­κά με τα «σύνο­ρα» του ρεμπέ­τι­κου και του νεό­τε­ρου λαϊ­κού τρα­γου­διού; Ποιες οι ουσια­στι­κές συν­θε­τι­κές δια­φο­ρές μετα­ξύ των τρα­γου­διών του και των ρεμπέ­τι­κων τρα­γου­διών πριν από αυτόν; Ποια τα κύρια στοι­χεία του στίγ­μα­τος του Τσιτσάνη;

Ποιος θα το πίστευε ότι το ενδια­φέ­ρον για τέτοιου είδους απα­ντή­σεις θα ερχό­ταν από το Λιντς της Βρε­τα­νί­ας; Η έκπλη­ξη του νέου μου­σι­κού, από­φοι­του του Τμή­μα­τος Μου­σι­κής Επι­στή­μης και Τέχνης του Πανε­πι­στη­μί­ου Μακε­δο­νί­ας Νίκου Ορδου­λί­δη, που έκα­νε το μετα­πτυ­χια­κό του, ήταν μεγά­λη ακού­γο­ντας τους καθη­γη­τές του εκεί να του μιλούν για την Σωτη­ρία Μπέλ­λου και τον Βασί­λη Τσι­τσά­νη. Η έκπλη­ξη του Νίκου Ορδου­λί­δη ήταν ακό­μη μεγα­λύ­τε­ρη όταν οι συνο­μι­λη­τές του του πρό­τει­ναν να κάνει στο εκεί πανε­πι­στή­μιο τη δια­τρι­βή του με θέμα τον Βασί­λη Τσιτσάνη.

«Δυστυ­χώς έξω ενδια­φέ­ρο­νται, όπως απο­δεί­χθη­κε, περισ­σό­τε­ρο γι’ αυτά τα θέμα­τα», λέει ο Νίκος Ορδου­λί­δης, ο οποί­ος πριν από λίγα χρό­νια άρχι­σε μια έρευ­να που όχι μόνο θα βοη­θή­σει τον ίδιο ως επι­στή­μο­να, αλλά και θα βάλει τις βάσεις ενός αρχεί­ου πολ­λα­πλά πολύ­τι­μου. Τίτλος Διδα­κτο­ρι­κού: «Η Δισκο­γρα­φι­κή Καριέ­ρα του Βασί­λη Τσι­τσά­νη (1936 — 1983). Ανά­λυ­ση της Μου­σι­κής του και τα Προ­βλή­μα­τα της Ερευ­νας στην Ελλη­νι­κή Λαϊ­κή Μουσική».

«Ο Βασί­λης Τσι­τσά­νης — λέει ο Ν. Ορδου­λί­δης — είναι μία φυσιο­γνω­μία — κλει­δί στην ιστο­ρία του ελλη­νι­κού λαϊ­κού τρα­γου­διού. Ο Τσι­τσά­νης ως μου­σι­κός και ως συν­θέ­της ήταν και­νο­τό­μος και ανα­και­νι­στής. Οι ρίζες της μου­σι­κής του βρί­σκο­νται στο ρεμπέ­τι­κο είδος. Αλλά­ζο­ντας τις ρίζες αυτές, δημιούρ­γη­σε, δια­μόρ­φω­σε και καθιέ­ρω­σε το ελλη­νι­κό λαϊ­κό είδος μου­σι­κής. Μια προ­κα­ταρ­κτι­κή ανά­λυ­ση των ηχο­γρα­φη­μέ­νων τρα­γου­διών του Τσι­τσά­νη φανε­ρώ­νει τη μονα­δι­κή και ξεχω­ρι­στή του συνει­σφο­ρά ως εκτε­λε­στή και συν­θέ­τη. Η ανά­λυ­ση επί­σης φανε­ρώ­νει το πόσο μεγά­λο ρόλο και αντί­κτυ­πο είχε η μου­σι­κή του Τσι­τσά­νη στην εξέ­λι­ξη και γενι­κά στην ιστο­ρία της ελλη­νι­κής λαϊ­κής μουσικής».

Μια φυσιογνωμία — κλειδί

Πολ­λά από τα βασι­κά συστα­τι­κά της συν­θε­τι­κής τεχνο­τρο­πί­ας του Τσι­τσά­νη αντλού­νται από τις παρα­δο­σια­κές φόρ­μες που απα­ντώ­νται στο ρεμπέ­τι­κο, πριν από αυτόν.

«Υπάρ­χει, όμως, ένα αρκε­τά ξεχω­ρι­στό χαρα­κτη­ρι­στι­κό», επι­ση­μαί­νει στο διδα­κτο­ρι­κό του ο Ν. Ορδου­λί­δης, «εξαι­τί­ας της μεγά­λης σε διάρ­κεια δισκο­γρα­φι­κής του καριέ­ρας (1936 — 1983), η τεχνο­τρο­πία του παρου­σιά­ζει αλλα­γές από περί­ο­δο σε περί­ο­δο. Οι συγκρί­σεις μετα­ξύ του πριν με το μετά φανε­ρώ­νουν τις δια­φο­ρές, τις ομοιό­τη­τες και γενι­κώς τις σχέ­σεις — συν­δέ­σεις των δια­φό­ρων περιό­δων. Σχέ­σεις οι οποί­ες και γεν­νούν πολ­λά ερω­τή­μα­τα: Με ποιο τρό­πο επη­ρέ­α­σε ο Τσι­τσά­νης την επό­με­νη γενιά του λαϊ­κού τρα­γου­διού; Ακο­λου­θεί “κάτι”, ή είναι αυτός το “κάτι” που ακο­λου­θεί­ται; Αν δεχτού­με το δεύ­τε­ρο, συμ­βαί­νει όλο αυτό εν γνώ­σει του ιδί­ου; Γνω­ρί­ζει τις δια­στά­σεις και τις επι­δρά­σεις των αλλα­γών που εισά­γει στο είδος; Δημιουρ­γεί, με άλλα λόγια, μου­σι­κή συνει­δη­τά ή όχι; Κυρί­ως από προ­φο­ρι­κές πηγές κατα­λα­βαί­νου­με πως ήταν ικα­νός να αντι­λη­φθεί και να αξιο­λο­γή­σει τις εξε­λί­ξεις, όπως για παρά­δειγ­μα τις ανά­γκες της αγο­ράς, τις προ­τι­μή­σεις του κοι­νού και γενι­κά τη μόδα την οποία η μου­σι­κή βιο­μη­χα­νία κάθε φορά προ­ω­θού­σε. Ακρως σημα­ντι­κά είναι τα νέα στοι­χεία που εισή­γα­γε αμέ­σως μετά το τέλος του πολέ­μου (1946) και την επα­να­λει­τουρ­γία του εργο­στα­σί­ου της Columbia. Τις προ­θέ­σεις του γύρω από τα νέα αυτά στοι­χεία έδει­ξε από το προ­πο­λε­μι­κό του κιό­λας έργο (παρά­δειγ­μα τα τρα­γού­δια του που ο ίδιος απο­κα­λού­σε καντά­δες). Από δικές του συνε­ντεύ­ξεις, καθώς και από μαρ­τυ­ρί­ες, πλη­ρο­φο­ρού­μα­στε πως ετοί­μα­σε ένα ολο­καί­νου­ριο, σημα­ντι­κού όγκου ρεπερ­τό­ριο κατά τη διάρ­κεια της Κατο­χής, στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, όπου και έζη­σε. Με την επι­στρο­φή του στη δισκο­γρα­φία, ήταν έτοι­μος να ηχο­γρα­φή­σει το ρεπερ­τό­ριο αυτό, το οποίο φαί­νε­ται πως απο­τε­λεί τη βάση του (νέου) λαϊ­κού τρα­γου­διού. Γενι­κή παρα­δο­χή απο­τε­λεί το γεγο­νός πως η περί­ο­δος μετα­ξύ του 1940 και του 1950 υπήρ­ξε μία περί­ο­δος γεμά­τη μεγά­λες αλλα­γές για το ελλη­νι­κό τρα­γού­δι, πολ­λές από τις οποί­ες “χρε­ώ­νο­νται” στον Τσιτσάνη».

Αθάνατος, χάρη στα τραγούδια του

Αρι­στού­λα Ελλη­νού­δη _Ριζοσπάστης
Μια εργο­βιο­γρα­φία του να θυμί­ζει την πολύ­χρο­νη απου­σία του κορυ­φαί­ου λαϊ­κού δημιουργού

Ήταν από εκεί­νους τους ανθρώ­πους, που ο φυσι­κός τους θάνα­τος δε βάζει τέλος στην ύπαρ­ξή τους. Κι όμως ο Βασί­λης Τσι­τσά­νης «ζει και βασι­λεύ­ει» στην καθη­με­ρι­νό­τη­τά μας. Τα τρα­γού­δια του είναι και θα είναι στο στό­μα ολω­νών μας. Είτε στη θλί­ψη, στον καη­μό, στον πόνο και στο άχτι μας, είτε στον έρω­τα, στο κέφι, στο γλέ­ντι, στη χαρά μας. «Οταν έφτια­χνα ένα τρα­γού­δι, ζού­σα δυο ζωές. Μια όταν το έγρα­φα και μια όταν το έπαι­ζα στον κόσμο», έλε­γε ο Τσι­τσά­νης. Ετσι και κάθε ρωμιός — σήμε­ρα και για πάντα — όπο­τε λέει ένα τρα­γού­δι του είναι σαν να «ζει» δυο ζωές. Και τη δική του και του Τσι­τσά­νη. Το έργο του Τσι­τσά­νη, κατά την άπο­ψη σημα­ντι­κών μου­σι­κο­λό­γων αλλά και συν­θε­τών, χρή­ζει και αξί­ζει — ιδιαί­τε­ρης, μέσα στο είδος του λαϊ­κού τρα­γου­διού — συστη­μα­τι­κής μελέτης.

Σημα­ντι­κό­τα­το βοή­θη­μα για τη διε­ξα­γω­γή, κάπο­τε, μιας συστη­μα­τι­κής μελέ­της, του πλη­θω­ρι­κού έργου του, απο­τε­λεί το νέο βιβλίο του Σώτου Αλε­ξί­ου «Ο ξακου­στός Τσι­τσά­νης» (εκδό­σεις «Κοχλί­ας», 480 σελ.), μέσω του οποί­ου τιμού­με, με την ευκαι­ρία της 20χρονης απου­σί­ας του, τη μνή­μη του Βασί­λη Τσι­τσά­νη. Να σημειώ­σου­με ότι το — εικο­νο­γρα­φη­μέ­νο με σπά­νιες φωτο­γρα­φί­ες — βιβλίο, πλαι­σιώ­νουν εκτε­νή και χρο­νι­κά τεκ­μη­ριω­μέ­να παραρ­τή­μα­τα με: Τα τρα­γού­δια που ηχο­γρά­φη­σε ο Τσι­τσά­νης σε δίσκους 78 στρο­φών, από το 1946–1957. Με τα τρα­γού­δια του σε δίσκους 45 στρο­φών (και στους δύο κατα­λό­γους περι­λαμ­βά­νο­νται και οι στί­χοι). Με σημειώ­σεις και ευρε­τή­ριο τραγουδιών.

Το βιβλίο αυτό, σαν «συνέ­χεια» του πρώ­του βιβλί­ου του Σώτου Αλε­ξί­ου «Βασί­λης Τσι­τσά­νης. Η παι­δι­κή ηλι­κία ενός ξεχω­ρι­στού δημιουρ­γού», ολο­κλη­ρώ­νει την πολύ­χρο­νη έρευ­να του συγ­γρα­φέα σχε­τι­κά με τον προ­σω­πι­κό, οικο­γε­νεια­κό, επαγ­γελ­μα­τι­κό βίο και το πλη­θω­ρι­κό έργο του Τσι­τσά­νη, υπό το «φως» και σε από­λυ­τη συνάρ­τη­ση με τις πολι­τι­κο-κοι­νω­νι­κές εξε­λί­ξεις και συν­θή­κες ‑και στο χώρο της λαϊ­κής μου­σι­κής και γενι­κό­τε­ρα των καλ­λι­τε­χνι­κών θεα­μά­των, λ.χ. του θεά­τρου — στο διά­βα των δεκα­ε­τιών, από το 1934 μέχρι και το θάνα­τό του. «Πηγές» της έρευ­νας του Σ. Αλε­ξί­ου δεν ήταν μόνον εφη­με­ρί­δες, χει­ρό­γρα­φα, γράμ­μα­τα, ρεκλά­μες κέντρων, φωτο­γρα­φί­ες, δισκο­γρα­φι­κά ντο­κου­μέ­ντα κλπ. Κυρί­ως, ήταν η συμπα­ρά­στα­ση της οικο­γέ­νειας του συν­θέ­τη, και οι ζωντα­νές αφη­γή­σεις — μαρ­τυ­ρί­ες, πολ­λών ομο­τέ­χνων και συνερ­γα­τών του, εκπρο­σώ­πων δισκο­γρα­φι­κών εται­ριών, συλ­λε­κτών του έργου του. Αλλά και μαρ­τυ­ρί­ες συμ­μα­θη­τών και φίλων του από τα Τρί­κα­λα — λ.χ. του κατο­πι­νού κομ­μου­νι­στή και αντάρ­τη του ΕΛΑΣ Γιώρ­γου Μπα­κο­βα­σί­λη, ο οποί­ος διω­κό­με­νος, μετά την απε­λευ­θέ­ρω­ση, κρύ­φτη­κε από τον Τσι­τσά­νη στο μαγα­ζί του Χει­λά, καθώς και μαρ­τυ­ρί­ες ανθρώ­πων, οι οποί­οι τον γνώ­ρι­σαν, σε ανύ­πο­πτο χρό­νο. Μετα­ξύ των τελευ­ταί­ων είναι ο Επί­τι­μος Πρό­ε­δρος του ΚΚΕ, Χαρί­λα­ος Φλω­ρά­κης, ο αγω­νι­στής της ΕΠΟΝ, ζωγρά­φος Γιώρ­γος Φαρ­σα­κί­δης κ.ά. Αξί­ζει τον κόπο να στα­θού­με σε μερι­κές τέτοιες μαρτυρίες.

                      Το ξεκίνημα

Ο Τσι­τσά­νης στη σχο­λι­κή περί­ο­δο 1932–33 φοι­τά στην τελευ­ταία τάξη του Γυμνα­σί­ου Τρι­κά­λων. Καθώς, όμως, όπως αφη­γεί­ται ο συμ­μα­θη­τής και φίλος του Γ. Μπα­κο­βα­σί­λης, «ήταν αγα­πη­τός και περι­ζή­τη­τος στις γλεν­τζέ­δι­κες παρέ­ες» της γενέ­τει­ράς του για το μπου­ζού­κι που έπαι­ζε, μένει μετα­ξε­τα­στέ­ος στα μαθη­μα­τι­κά». Ξανα­δί­νει το μάθη­μα και το Φλε­βά­ρη του 1934, παίρ­νει το απο­λυ­τή­ριο. Το Γενά­ρη του 1935 περ­νά περιο­δεύ­ων κι ύστε­ρα κατε­βαί­νει στην Αθή­να, με το μπου­ζού­κι του κρυμ­μέ­νο στο σακά­κι, να σπου­δά­σει Νομι­κά. Για να επι­βιώ­σει, το «βλα­χά­κι», όπως τον έλε­γαν «οι μάγκες» της Αθή­νας, παί­ζει σε μικρο­μά­γα­ζα μπου­ζού­κι και τρα­γου­δά «κάτι αλλιώ­τι­κα τρα­γού­δια». Αυτή τη χρο­νιά μπαί­νει και στη δισκο­γρα­φία με το τρα­γού­δι «Σ’ έναν τεκέ σκα­ρώ­σα­νε» και συμ­με­το­χή στην «Άμα­ξα» του Περ­δι­κό­που­λου. Το 1938 ο στρα­τευ­μέ­νος πια Τσι­τσά­νης, υπη­ρε­τεί στο Τάγ­μα Τηλε­γρα­φη­τών στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, όπου στάλ­θη­κε και ο Χαρί­λα­ος Φλω­ρά­κης. Τότε πρω­το­γνω­ρί­ζο­νται και ξανα­συ­να­ντώ­νται το 1940 στο Τάγ­μα Μηχα­νι­κών στα Γιαν­νι­τσά, πριν ανα­χω­ρή­σουν για το μέτωπο.

Ο Χαρί­λα­ος Φλω­ρά­κης διη­γεί­ται για τη ζωή τους στο Τάγ­μα Τηλε­γρα­φη­τών: «Όταν πήγα εγώ στο Τάγ­μα, ο Τσι­τσά­νης ήταν ήδη γνω­στός και αγα­πη­τός στους φαντά­ρους. Συχνά τα βρά­δια μετά το προ­σκλη­τή­ριο πηδού­σε τα συρ­μα­το­πλέγ­μα­τα με κάποιον άλλο και πήγαι­ναν στις ταβέρ­νες που ήταν γύρω από το στρα­τό­πε­δο και δού­λευαν μέχρι αργά το βρά­δυ. Με τον ίδιο τρό­πο ξανα­γύ­ρι­ζαν και ούτε γάτος ούτε ζημιά. Κάποια φορά όμως ο επι­λο­χί­ας τού έστη­σε καρ­τέ­ρι και τον έπια­σε στα πρά­σα, που πηδού­σε το φρά­χτη. Την άλλη μέρα το πρωί στην ανα­φο­ρά τον ρωτά­ει ο λοχα­γός: “Τι γύρευ­ες στα σύρ­μα­τα τέτοια ώρα, Τσι­τσά­νη;”. Κι αυτός με χιού­μορ και ετοι­μό­λο­γος του απα­ντά: “Ασυρ­μα­τι­στής δεν είμαι κυρ λοχα­γέ; Πήγα να τα επι­θε­ω­ρή­σω, να δω αν είναι εντάξει”».

Το 1938, με επτα­ή­με­ρη άδεια από το στρα­τό, κατε­βαί­νει στην Αθή­να και ηχο­γρα­φεί την «Αρχό­ντισ­σα» και άλλα τρα­γού­δια. Αυτή τη χρο­νιά δισκο­γρά­φη­σε 25 τρα­γού­δια στην Odeon, 7 στην Columbia και 9 στη HMV. Το 1939, με άδειες του στρα­τού κατε­βαί­νει συχνά στην Αθή­να και ηχο­γρα­φεί τρα­γού­δια του. Στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, νοι­κιά­ζει ένα δωμα­τιά­κι στην οδό Στρω­μνί­τσης 20, στο Ντε­πό. Γεί­το­νάς του, είναι ο έφη­βος τότε, Γιώρ­γος Φαρ­σα­κί­δης, ο οποί­ος θυμά­ται ότι κοντά στη γει­το­νιά ήταν το Τάγ­μα Τηλε­γρα­φη­τών. Οτι τις Κυρια­κές «τα φαντά­ρια τρώ­γα­νε πατά­τες με κρέ­ας» κι ότι μέχρι να γίνει το φαγη­τό, «παί­ζα­νε ποδό­σφαι­ρο στο γήπε­δο. Πολ­λές φορές είδα τον Τσι­τσά­νη πάνω στις κερ­κί­δες, ανά­με­σα στους αξιω­μα­τι­κούς, να παί­ζει το μπου­ζού­κι και να τρα­γου­δά μαζί τους. Εμείς, τα μαγκά­κια της γει­το­νιάς, όταν βλέ­πα­με τον Τσι­τσά­νη με το μπου­ζού­κι, δίνα­με σύρ­μα και στους άλλους και τρέ­χα­με ν’ ακού­σου­με τον φαντά­ρο που, όπως λέγα­με, τρα­γου­δού­σε στα γραμμόφωνα».

Τα χρόνια στη Θεσσαλονίκη

Το 1939 ο Τσι­τσά­νης αρρα­βω­νιά­ζε­ται την αγα­πη­μέ­νη του Ζωή, και στις αρχές του 1940 απο­λύ­ε­ται από το στρα­τό. Στην Αθή­να ηχο­γρα­φεί κάθε τόσο και­νού­ρια τρα­γού­δια. Κηρύσ­σε­ται ο Πόλε­μος και ο Τσι­τσά­νης επι­στρα­τεύ­ε­ται. Δίνει στη μάνα του φίλου του Γκα­νά­τσου, την κυρ Αγγέ­λα, να του φυλά­ξει το μπου­ζού­κι, «θά ‘ρθω να το πάρω μετά τον πόλε­μο» της λέει και στις 30 Οκτώ­βρη φεύ­γει με το 20 Τάγ­μα Μηχα­νι­κών για την πρώ­τη γραμ­μή του μετώ­που. Επι­στρέ­φο­ντας από το μέτω­πο, προ­βλη­μα­τί­ζε­ται πού να κυνη­γή­σει το μερο­κά­μα­το. Επι­λέ­γει να δου­λέ­ψει στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, όπου ελπί­ζο­ντας σε ένα κομ­μά­τι ψωμί περιο­δεύ­ουν και αθη­ναϊ­κοί θία­σοι, και γενι­κό­τε­ρα σε μακε­δο­νι­κές πόλεις.

Καθώς κλεί­σα­νε «Τα κού­τσου­ρα του Δαλα­μά­γκα», μετά το θάνα­το του Δαλα­μά­γκα, ο συν­θέ­της με τη Ζωή ανοί­γουν ένα δικό τους μικρο­μά­γα­ζο, το «Ουζε­ρί Τσι­τσά­νης», όπου εμφα­νί­στη­καν πολ­λοί ομό­τε­χνοι του Τσι­τσά­νη στα χρό­νια της κατο­χής. Στη διάρ­κεια της κατο­χής έγρα­ψε δεκά­δες τρα­γού­δια, δού­λε­ψε και σε άλλα μαγα­ζιά, περιό­δευ­σε σε μακε­δο­νι­κές πόλεις, παντρεύ­τη­κε τη Ζωή, και έγι­νε πατέ­ρας (1943).

Δυο τραγούδια για το ΕΑΜ

«Ο Τσι­τσά­νης δεν είχε στό­φα ήρωα. Τις ηρω­ι­κές πρά­ξεις τις θαύ­μα­ζε στους άλλους. Λίγο πριν φύγουν οι Γερ­μα­νοί από τη Θεσ­σα­λο­νί­κη έγρα­ψε δυο τρα­γού­δια — ύμνους για την αντί­στα­ση, που όπως είπε ο ίδιος, κάπου κάπου τα παί­ζα­νε στο μαγα­ζί. Αλλοι λένε πως ήταν παραγ­γε­λία από το ΕΑΜ και άλλοι πως τον πίε­σαν αντάρ­τες του ΕΛΑΣ όταν ήταν στην Πύλη Τρι­κά­λων, τον Ιού­νιο του 1943», σημειώ­νει ο συγ­γρα­φέ­ας του βιβλί­ου και παρα­θέ­τει γρα­πτή μαρ­τυ­ρία του Τσι­τσά­νη: «Τρα­γού­δια, όπως λένε “αντι­στα­σια­κά ” έγι­ναν στα βου­νά. Εγώ έχω γρά­ψει δύο τέτοια, ένα για τους αντάρ­τες και ένα επα­να­στα­τι­κό, όταν πλη­σιά­ζα­με στην απε­λευ­θέ­ρω­ση. Αυτό για τους αντάρ­τες σε ρυθ­μό χασά­πι­κο 2/4, το δε επα­να­στα­τι­κό είναι μαρς. Αυτά τα έγρα­ψα την τελευ­ταία χρο­νιά, πριν την απε­λευ­θέ­ρω­ση και τα τρα­γου­δού­σα­με εν κλει­στώ κύκλω».

Ο στε­νός φίλος και συνερ­γά­της του συν­θέ­τη, Αντρέ­ας Σαμα­ράς, διη­γεί­ται: «Πολ­λές φορές διά­φο­ροι φίλοι του Βασί­λη του κάνα­νε πρό­τα­ση να γίνει μέλος του ΕΑΜ. Ηταν όμως διστα­κτι­κός, δεν το απο­φά­σι­ζε. Κάποια φορά, άνοι­ξη του ’44, ήρθε απε­σταλ­μέ­νος από την επι­τρο­πή του ΕΑΜ Επα­νω­μής και τον κάλε­σε να τους επι­σκε­φθεί για να μιλή­σου­νε. Ο Βασί­λης αφού το σκέ­φθη­κε πολύ του λέει: “Να τους πεις πως θά ‘ρθω σε λίγες μέρες”. Πράγ­μα­τι σε κάνα δυο μέρες πήγα­με. Εγώ, ο Βασί­λης και η Ζωή. Μας υπο­δέ­χτη­καν τα μέλη της επι­τρο­πής του ΕΑΜ. Είχα­νε πανη­γύ­ρι, γιορ­τές, θέα­τρο, Καρα­γκιό­ζη, σε ένα πάλ­κο στην πλα­τεία έπαι­ζαν τα κλα­ρί­να και χόρευαν. Εκεί ζού­σαν ελεύ­θε­ροι. Ολοι ήταν αρμα­τω­μέ­νοι. Μας συμπε­ρι­φέρ­θη­καν με μεγά­λο σεβα­σμό. Πολ­λοί ήξε­ραν τον Βασί­λη και τον παρα­κά­λε­σαν να τους παί­ξει τρα­γού­δια του. Εκεί έγρα­ψε και τα δυο τρα­γού­δια για το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ. Τα έπαι­ζε συνέ­χεια και τα μάθα­νε και οι κλα­ρι­νι­τζή­δες και τα παί­ζα­νε μαζί. Ολοι ήταν ξετρε­λα­μέ­νοι με τον Τσι­τσά­νη. Εγώ ύστε­ρα από τρεις τέσ­σε­ρις μέρες έφυ­γα, για­τί έπρε­πε να κοι­τά­ξω και το μαγα­ζί, για. Ο Βασί­λης και η Ζωή ήρθαν ύστε­ρα από μερι­κές μέρες. Απο­φα­σί­στη­κε να μεί­νει έξω από το ΕΑΜ και να το βοη­θά­ει όπο­τε υπήρ­χε ανά­γκη. Ετσι κι έγι­νε. Πολ­λοί βρή­καν κατα­φύ­γιο στο “Ουζε­ρί” για μια δυο μέρες».

Παρα­θέ­του­με τον ύμνο του ΕΑΜ, που έγρα­ψε ο Τσιτσάνης:

«Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ.
Χρό­νια τώρα πάνω στα βουνά
της Ελλά­δος τα γερά τα παιδιά
το ντου­φέ­κι πάντα συντροφιά
πολε­μούν για την ελευθεριά.

Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ
της ΕΠΟΝ ο κάθε ήρωας.
Δόξα και τιμή στους τρεις εσάς».

Αθάνατα, αλληγορικά τραγούδια

Με την απε­λευ­θέ­ρω­ση «ανά­σα­νε» όχι μόνο ο λαός αλλά και οι δημιουρ­γοί της λαϊ­κής μου­σι­κής. Στην εφη­με­ρί­δα «Λαϊ­κή Φωνή», οργά­νου του Γρα­φεί­ου της ΚΟ Περιο­χής Μακε­δο­νί­ας του ΚΚΕ, στις 12 Μάη του 1945 αναγ­γέλ­λε­ται: «Από σήμε­ρα Σάβ­βα­το στην ταβέρ­να “Τ’ Αμπέ­λι” παί­ζει ο Τσι­τσά­νης». Η χαρά της λευ­τε­ριάς δεν κρά­τη­σε, δυστυ­χώς, πολύ. Οι ταγ­μα­τα­λή­τες ξανα­κά­να­νε την τρο­μο­κρα­τι­κή εμφά­νι­σή τους και στα λαϊ­κά μου­σι­κο­μά­γα­ζα της Θεσ­σα­λο­νί­κης. Το 1946 ο Τσι­τσά­νης απο­φα­σί­ζει να κατε­βεί, ορι­στι­κά, στην Αθή­να. Είναι, άλλω­στε, ξακου­στός. Αλλά και της Αθή­νας τα μαγα­ζιά δεν τα αφή­νουν σε ησυ­χία τα — πλη­ρω­μέ­να τώρα από την αγγλο­κρα­τία και «εθνι­κό­φρο­να» — αποβράσματα.

Χαρα­κτη­ρι­στι­κό είναι το επει­σό­διο που έγι­νε ένα βρά­δυ του 1949, στο μαγα­ζί του «Τζί­μη του Χοντρού», όπου έπαι­ζαν ο Τσι­τσά­νης με τη Σωτη­ρία Μπέλ­λου. Στο μαγα­ζί, βρί­σκο­νται οι δια­βό­η­τοι Χίτες αδελ­φοί, Κατε­λα­ναί­οι. Επι­δεί­χνο­ντας τα όπλα τους, θορυ­βούν και ειρω­νεύ­ο­νται τη Σωτη­ρία Μπέλ­λου, την ώρα που τρα­γου­δά. Εκεί­νη αντι­δρά. Της φωνά­ζουν «Πες, μωρή παλιο­κομ­μού­νι το τρα­γού­δι “Του αϊτού ο γιος”». Αντ’ αυτού η πρώ­ην αντάρ­τισ­σα του ΕΛΑΣ, απα­ντά δεν το ξέρω και αρχί­ζει να λέει το τρα­γού­δι του Τσι­τσά­νη, γραμ­μέ­νο το 1947, «Κάποια μάνα ανα­στε­νά­ζει» (και στη στρο­φή που το τρα­γού­δι λέει «ο λεβέ­ντης να γυρί­σει απ’ τη μαύ­ρη ξενι­τιά» το παρα­φρά­ζει «ο λεβέ­ντης να γυρί­σει απ’ τη μαύ­ρη Ικα­ριά»). Ακο­λού­θη­σε παν­δαι­μό­νιο. Εκεί­νη δεν το έβα­ζε κάτω. Οι Χίτες την έβρι­σαν ελε­ει­νά, τη χτύ­πη­σαν, της κου­ρέ­λια­σαν τα ρού­χα και αιμό­φυρ­τη την πέτα­ξαν στο πάτω­μα της τουα­λέ­τας. Η Μπέλ­λου έφυ­γε αιμό­φυρ­τη. Κι ο Τζί­μης είπε στην κομπα­νία «κοι­τάξ­τε να βρεί­τε γυναί­κα. Μου το είπαν καθα­ρά πως αν δε φύγει το κομ­μού­νι θα μου το κάψουν το μαγαζί».

Στη διάρ­κεια του εμφυ­λί­ου και στα μετεμ­φυ­λια­κά «πέτρι­να χρό­νια», ανά­με­σα στο ογκώ­δες συν­θε­τι­κό και στι­χουρ­γι­κό έργο του Τσι­τσά­νη, περι­λαμ­βά­νο­νται και τρα­γού­δια που εύγλωτ­τα αλλη­γο­ρούν, μιλώ­ντας για το νέο ηρω­ι­κό αγώ­να στα βου­νά, για τα δει­νά και το χαμό αμέ­τρη­των αγω­νι­στών. Τι άλλο από αλλη­γο­ρία είναι το τρα­γού­δι «Συν­νε­φια­σμέ­νη Κυρια­κή» (1948). Το τρα­γού­δι και «Για μια κόρη ξελο­γιά­στρα» (1947): «Χτί­ζουν και γκρε­μί­ζουν κάστρα/ σ’ ένα γλέ­ντι φοβερό/ για μια κόρη ξελογιάστρα,/ κι αν χαθεί πού θα τη βρω./ Δρό­μο παίρ­νω, δρό­μο αφήνω/ σε βου­νά και σε γκρεμό,/ κι όμως ζω να τυραννιέμαι/ στο δικό της τον καημό./ Μου την άρπα­ξε η μοίρα/ μια βρα­διά στο χαλασμό/ θα τη βρω και θα την πάρω/ τό ‘χω βάλει για σκοπό».

Αλλη­γο­ρία είναι και το «Το ρημαγ­μέ­νο σπί­τι» (1947): «Μπρος στο ρημαγ­μέ­νο σπίτι/ με τις πόρ­τες τις κλειστές/ τον καη­μό μου σιγοκλαίω/ και ματώ­νουν οι καρδιές./ Ούτε μάνα ούτε αδέρφια/ κι εγώ έρη­μο πουλί,/ βλέ­πω αρά­χνες στο κατώφλι/ και χορ­τά­ρια στην αυλή./ Τι να πω και τι ν’ αφήσω/ απ’ την τόση συμφορά;/Ο,τι αγά­πη­σα στον κόσμο/ δε θα δω άλλη φορά».

Όλη η δισκο­γρα­φία _Εργογραφία _αναλυτικά

εδώ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο