Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πέθανε η Μαίρη Χρονοπούλου

Πέθα­νε σε ηλι­κία 90 ετών η μεγά­λη κυρία του ελλη­νι­κού κινη­μα­το­γρά­φου Μαί­ρη Χρο­νο­πού­λου, η οποία τις τελευ­ταί­ες ημέ­ρες νοση­λευό­ταν στον “Ευαγ­γε­λι­σμό” βαριά τραυ­μα­τι­σμέ­νη μετά από πτώ­ση στο σπί­τι της.

Η σπου­δαία ηθο­ποιός είχε αγα­πη­θεί από το κοι­νό μέσα από εμβλη­μα­τι­κούς ρόλους που θα μεί­νουν για πάντα στη συλ­λο­γι­κή συνεί­δη­ση όλων μας. Το ερμη­νευ­τι­κό της ταλέ­ντο κινή­θη­κε σε μια μεγά­λη γκά­μα από την κωμω­δία, το μιού­ζι­καλ, το δρά­μα στον παλιό και τον νεό­τε­ρο κινη­μα­το­γρά­φο ενώ συνερ­γά­στη­κε με τα μεγα­λύ­τε­ρα ονό­μα­τα παρα­γω­γών, σκη­νο­θε­τών και ηθοποιών.

Τις δεκα­ε­τί­ες του 1960 και 1970 ξεχώ­ρι­σε ως μία από τις πιο δημο­φι­λείς και σημα­ντι­κές Ελλη­νί­δες ηθο­ποιούς, συνέ­χι­σε όμως την καριέ­ρα της και αργό­τε­ρα, με πιο σημα­ντι­κούς σταθ­μούς τη συμ­με­το­χή της σε ται­νί­ες του Θόδω­ρου Αγγε­λό­που­λου και του Κώστα Βρεττάκου.

Η Μαί­ρη Χρο­νο­πού­λου γεν­νή­θη­κε το 1933 και μεγά­λω­σε στην Αθή­να. Απο­φοί­τη­σε από τη σχο­λή του Εθνι­κού Θεά­τρου, στο οποίο εμφα­νί­στη­κε στις ομά­δες του χορού, σε αρχαία δρά­μα­τα. Το 1957 άρχι­σε να συνερ­γά­ζε­ται με το ελεύ­θε­ρο θέα­τρο, κάνο­ντας εμφα­νί­σεις στο Ακρο­πόλ στα έργα των Σακελ­λά­ριου-Για­να­κό­που­λου «Η Κυρία» και «Ρομάν­τζο μιας Καμαριέρας».

Στον κινη­μα­το­γρά­φο πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε ως κομπάρ­σος στο «Χαρού­με­νο Ξεκί­νη­μα» του Ντί­νου Δημό­που­λου, παρα­γω­γής Φίνος Φιλμ το 1954, όταν ήταν ακό­μη φοι­τή­τρια. Το 1958 πήρε ένα μικρό ρόλο στο «Τελευ­ταίο ψέμα» του Μιχά­λη Κακο­γιάν­νη, πάλι στη Φίνος Φιλμ. Από το 1963 και μετά πρω­τα­γω­νί­στη­σε σε πλειά­δα δρα­μα­τι­κών ται­νιών της Φίνος Φιλμ, και όχι μόνο, σε ρόλους ντά­μας και μοι­ραί­ας γυναί­κας, δίπλα σε όλους τους άντρες πρω­τα­γω­νι­στές της επο­χής, όπως οι Νίκος Κούρ­κου­λος, Φαί­δων Γεωρ­γί­τσης, Δημή­τρης Παπα­μι­χα­ήλ, Γιώρ­γος Φού­ντας και Αλέ­κος Αλεξανδράκης.

Η ψιλό­λι­γνη αρι­στο­κρα­τι­κή της φιγού­ρα δεν περ­νού­σε απα­ρα­τή­ρη­τη, ενώ οι ρόλοι που υπο­δύ­θη­κε τόσο σε μιού­ζι­καλ όσο και σε κοι­νω­νι­κές ται­νί­ες είχαν μεγά­λη απή­χη­ση. Ξεχω­ρί­ζουν οι ερμη­νεί­ες της στις ται­νί­ες «Τα κόκ­κι­να φανά­ρια» (1963) του Β. Γεωρ­γιά­δη (υπο­ψή­φια για το Όσκαρ ξενό­γλωσ­σης ται­νί­ας στην 36η απο­νο­μή των βρα­βεί­ων το 1964 σε παρα­γω­γή Δαμα­σκη­νού-Μιχαη­λί­δη), «Χωρίς ταυ­τό­τη­τα», (1963, Φίνος Φιλμ), «Το χώμα βάφτη­κε κόκ­κι­νο» σε σκη­νο­θε­σία του Βασί­λη Γεωρ­γιά­δη και σενά­ριο Νίκου Φώσκο­λου, (υπο­ψή­φια για το Όσκαρ ξενό­γλωσ­σης ται­νί­ας στην 38η απο­νο­μή των βρα­βεί­ων το 1966), «Πολύ αργά για δάκρυα» του Γιάν­νη Δαλια­νί­δη (1968, Φίνος Φιλμ), «Όταν η πόλις πεθαί­νει» σε σενά­ριο Νίκου Φώσκο­λου και σκη­νο­θε­σία Γιάν­νη Δαλια­νί­δη (1969, Φίνος Φιλμ), «Οι αδί­στα­κτοι» του Ντί­νου Κατσου­ρί­δη (1965, Σάβας Φιλμ), «Κοι­νω­νία ώρα μηδέν» του Ντί­νου Δημό­που­λου (1966, Φίνος Φιλμ), «Η λεω­φό­ρος του μίσους» (1968, Φίνος Φιλμ) και «Ορα­τό­της μηδέν» του Νίκου Φώσκο­λου (1970, Φίνος Φιλμ).

Ανά­με­σα σε αυτές τις κοι­νω­νι­κές και δρα­μα­τι­κές ται­νί­ες εμφα­νί­στη­κε σε τρία μιού­ζι­καλ του Γιάν­νη Δαλια­νί­δη, παρα­γω­γής Φίνος Φιλμ: «Οι θαλασ­σιές οι χάντρες», «Μια κυρία στα μπου­ζού­κια» και «Γορ­γό­νες και μάγκες». Ιδιαί­τε­ρα στο «Μια κυρία στα μπου­ζού­κια» σαγή­νευ­σε το κοι­νό με το ακα­τα­μά­χη­το στυλ και ταμπε­ρα­μέ­ντο της τόσο υπο­κρι­τι­κά όσο και ερμη­νεύ­ο­ντας δύο από τις μεγά­λες επι­τυ­χί­ες των τρα­γου­διών του ελλη­νι­κού κινη­μα­το­γρά­φου, το «Είμαι γυναί­κα του γλε­ντιού» και το «Του αγο­ριού απέναντι».

Στη θεα­τρι­κή της καριέ­ρα, συνερ­γά­στη­κε με όλους τους μεγά­λους θιά­σους της Αθή­νας και έπαι­ξε με την ίδια ερμη­νευ­τι­κή ικα­νό­τη­τα σε όλα τα είδη θεά­τρου. Το 1972 συγκρό­τη­σε το δικό της θία­σο με τον οποίο ανέ­βα­σε τα έργα: «Τι ώρα θα γυρί­σεις, Πηνε­λό­πη» του Σόμερ­σετ Μομ και «Ένα καυ­τό κορί­τσι» του Ιάκω­βου Καμπανέλη.

Είχε στο ενερ­γη­τι­κό της σημα­ντι­κές ερμη­νεί­ες και στο νέο ελλη­νι­κό κινη­μα­το­γρά­φο, όπως στις ται­νί­ες του Θόδω­ρου Αγγε­λό­που­λου «Οι κυνη­γοί» και «Ταξί­δι στα Κύθη­ρα», ενώ κέρ­δι­σε το βρα­βείο Α’ γυναι­κεί­ου ρόλου στο Φεστι­βάλ Θεσ­σα­λο­νί­κης με την ται­νία «Τα παι­διά της χελι­δό­νας» του Κώστα Βρετ­τά­κου, το 1987.

Στις 16 Ιου­νί­ου 2021 η Μαί­ρη Χρο­νο­πού­λου τιμή­θη­κε με το Βρα­βείο Συνο­λι­κής Προ­σφο­ράς στην Τελε­τή Απο­νο­μής των Βρα­βεί­ων ΙΡΙΣ από την Ελλη­νι­κή Ακα­δη­μία Κινη­μα­το­γρά­φου. Το βρα­βείο παρέ­δω­σε ο πρό­ε­δρος του Σωμα­τεί­ου Ελλή­νων Ηθο­ποιών, Σπύ­ρος Μπι­μπί­λας, μαζί με τον πρό­ε­δρο της Ακα­δη­μί­ας, Γιώρ­γο Τσε­μπε­ρό­που­λο, στην ηθο­ποιό που με την «ρώμη της παρου­σί­ας της σφρά­γι­σε μια σει­ρά κινη­μα­το­γρα­φι­κών ειδών», όπως ανέ­φε­ρε χαρακτηριστικά.

«Πού είναι το βρα­βείο μου; Βαρύ πολύ! Τον κινη­μα­το­γρά­φο τον λάτρε­ψα από την πρώ­τη στιγ­μή κι αυτός με αγά­πη­σε με τη σει­ρά του δεν μπο­ρώ να πω. Κι ο κινη­μα­το­γρά­φος μου έδω­σε μεγά­λες χαρές. Μου αρέ­σει να παίρ­νω βρα­βεία και ευχα­ρι­στώ την Ακα­δη­μία που μου το χάρι­σε. Δείξ­τε μου έναν άνθρω­πο που να μην του αρέ­σει να παίρ­νει βρα­βεία και θα σας δεί­ξω έναν μεγά­λο ψεύ­τη. Σας ευχα­ρι­στώ πολύ που ήρθα­τε εδώ από­ψε. Αλή­θεια σας ευχα­ρι­στώ, θα κλά­ψω» είχε δηλώ­σει η ίδια παρα­λαμ­βά­νο­ντας το βρα­βείο της, ενώ στο τέλος πρό­σθε­σε: «Αυτό το χει­ρο­κρό­τη­μα το δέχο­μαι για το ότι μετά από τόσα χρό­νια ανέ­βη­κα και πάλι στη σκη­νή και μάλι­στα με μπαστούνι».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο